ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ

 

Παναγιώτη Μαρτίνη

 

 

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Θεός, ὡς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, «δέχεται τὸν ἔσχατον καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον», διότι θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Ὅμως, ἡ στροφὴ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἡ ἐπιδίωξις τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσῃ τὴν ἀλήθειαν, διὰ τῆς ὁποίας θὰ καταστῇ ἐλεύθερος, εἶναι καρπὸς τῆς βαθείας αὐτοσυνειδησίας του ὅτι εὑρίσκεται εἰς τὸ σκότος τῆς δουλείας τῶν παθῶν του. Αὐτὴ ἡ συνειδητοποίησις συνεπάγεται αὐτομάτως καὶ τὴν αἴσθησιν τῆς ἀνθρωπίνης ἀναξιότητος πρὸ τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ, πρὸς ὑπέρβασιν τῆς ὁποίας ἀναζητεῖται κάποια γέφυρα, κάποια μεσάζοντα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι μὲν οἰκεῖα τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ θὰ ἔχουν κατὰ χάριν κάτι κοινὸν πρὸς τὸν ἀπρόσιτον Θεόν. Αὐτὰ τὰ πρόσωπα εἶναι οἱ Ἅγιοι, δι’ αὐτὸ καὶ εἰς τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν θέσιν ἰδιαιτέραν, τιμητικήν. Συχνὰ οἱ πιστοὶ ἀπευθύνονται εἰς αὐτούς, ἐπικαλούμενοι τὴν μεσιτείαν τους ἢ ἀποδίδοντες τιμὴν εἰς ἔνδειξιν εὐγνωμοσύνης διὰ τὶς εὐεργεσίες τους.

Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, μάλιστα, παρατηρεῖται μία αὔξησις τοῦ ἐνδιαφέροντος διὰ τὴν λεγομένην «τοπικὴν ἁγιολογίαν». Τὸ γεγονός, εὐχάριστον κατ’ ἀρχάς, ἀλλὰ εἰς κάποιες περιπτώσεις, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, ἀντὶ νὰ ἀποβλέπῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ ἀποσκοπεῖ εἰς τὴν προβολὴν τοῦ τόπου. Λησμονοῦντες τὴν οἰκουμένην, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς προσέφερεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, προσπαθοῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε αὐτάρκεις καὶ αὐτοδύναμοι αὐτοπεριοριζόμενοι εἰς τὸν τόπον μας, πρὸς χάριν τοῦ ὁποίου εἴμεθα ἕτοιμοι καὶ τὴν εὐσέβειαν νὰ νοθεύσωμε καὶ τὴν ἱστορικὴν ἀλήθειαν νὰ παραβιάσωμε.

Μία μελέτη «τοπικῆς ἁγιολογίας» εἶναι καὶ ἡ παροῦσα. Ὅμως, καθὼς νομίζω, διέφυγε τοὺς προαναφερθέντας σκοπέλους, διότι εἶναι μία ἔρευνα ἀντικειμενική, μία ἐκλαϊκευμένη ἁγιολογικὴ ἐργασία μὲ ἀξιώσεις ἐπιστημονικές.

Ὡς φαίνεται, ὁ συγγραφεύς, καταξιωμένος ἐκπαιδευτικὸς καὶ Ἄρχων Ἱερομνήμων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κ. Παναγιώτης Μαρτίνης, γνωρίζει τὸν τρέχοντα προβληματισμὸν τῆς συγχρόνου ἑλληνικῆς κοινωνίας περὶ τὴν τιμὴν τῶν Ἁγίων, δι’ αὐτὸ καὶ σπεύδει νὰ ἀπαντήσῃ μὲ ὑψηλὸν αἴσθημα εὐθύνης καὶ εἰλικρινείας. Γνωρίζει τὶς δυσκολίες, ὁποὺ παρουσιάζει ἡ ἔρευνα εἰς τὸν ἁγιολογικὸν τομέα, ἐπειδὴ ἡ προοπτικὴ συγγραφῆς τῶν εὐσεβῶν συναξαριστῶν διαφέρει κατὰ πολὺ τῆς ὀρθολογικῆς διαθέσεως τοῦ συγχρόνου ἀναγνώστου. Οἱ συναξαρισταί, κινοῦντες ἀπὸ τῆς βεβαιότητος τῆς ἱστορικότητος τῶν Βίων τῶν Ἁγίων, καὶ δίχως νὰ ἀφίστανται οὐσιαστικῶς ἐξ αὐτῶν, συνέθεταν σύντομον πεζὸν βιογραφικὸν ἐγκώμιον, ἀποβλέποντες κυρίως εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πνευματικὴν οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, δι’ αὐτὸ καὶ ἐνίοτε διετύπωναν ἱστορικὲς ἀνακρίβειες δευτερευούσης σημασίας. Ὅμως ὁ σύγχρονος ἀναγνώστης, ἀτυχῶς ὄχι καὶ τόσον σπανίως πλέον, ἀνοίγει τον Συναξαριστήν, ὡς ἂν θὰ ἤνοιγε τὴν Ἐγκυκλοπαιδείαν, πρωτίστως πρὸς συλλογὴν ἱστορικῶν, πολιτιστικῶν, θεσμικῶν καὶ ἄλλων πληροφοριῶν περὶ τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ, τοὺς ὁποίους ἢδη δέχεται μετὰ σχετικῶν ἐπιφυλάξεων, δι’ αὐτὸ καὶ ὅταν εὑρεθῇ ἔστω καὶ πρὸ μιᾶς ἀσημάντου ἀνακριβείας, ὁδηγεῖται εἰς τὴν πλήρη ἀμφισβήτησιν ἢ καὶ ἀπόρριψιν τοῦ ἰδίου τοῦ προσώπου τοῦ Ἁγίου.

Ἡ παροῦσα μελέτη λοιπόν, δίχως νὰ ἀφίσταται τῆς εὐσεβείας, προσλαμβάνει κυρίως χαρακτῆρα ἀπολογητικὸν τῆς αὐθεντικότητος τῶν Ἁγίων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι σχετίζονται μετὰ τῆς σημερινῆς δικαιοδοσίας τῆς Μητροπόλεως τῶν Πατρῶν. Εἶναι μία μελέτη ἀπαραίτητος πρὸς ἐπίρρωσιν τῆς βεβαιότητος καὶ διασφάλισιν τῆς διδασκαλίας τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας, μέρος τῆς ὁποίας ἀσφαλῶς εἶναι καὶ ἡ τιμὴ τῶν Ἁγίων. Εἶναι μία σοβαρὰ ἔρευνα, ἡ ὁποία σπεύδει νὰ ὑπενθυμίσῃ Ἁγίους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας τῶν Πατρῶν ἐν πολλοῖς λησμονημένους, ἐνῷ παραλλήλως ἔρχεται νὰ προβληματίσῃ τοὺς «δοκοῦντας στύλους εἶναι» τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς θέσεως, ὁποὺ καλοῦνται νὰ λάβουν, ἐφ’ ὅσον ὁ συγγραφεύς, ἐκτὸς τῶν γνωστῶν Ἁγίων, παρουσιάζει καὶ ἄλλους ἔχοντας μέν, κατ’ αὐτόν, τὰ τεκμήρια τῆς ἁγιότητος, στερουμένους δὲ ἓως τῆς σήμερον τῆς κανονικῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων.

 

Ἀρχιμανδρίτης Νικόδημος,

Ἱ. Μ. Χρυσοποδαριτίσσης - Νεζερῶν.