Ομοφυλοφιλία και ανθρώπινη προαίρεση (Δημήτριος Ευθ. Κουτσούμπας)

«Ἄθεον και ἀσεβές, γράφει ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, [νὰ λέμε] ὅτι τὰ κακὰ (ἁμαρτίες) ὑπάρχουν ἀπὸ τὴν φύση μας, καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν προαίρεσή μας… Ὁ ἄνθρωπος δὲν ρέπει ἀπὸ τὴ φύση του στὰ ψεκτά (κατακριτέες ἁμαρτίες), οὔτε ἀπὸ τὶς φυσικὲς ἐπιθυμίες ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας ὁ Θεὸς ἔσπειρε στὴν διάνοιά μας. Μὴ γένοιτο!» (Βιβλίο Β΄, Ἐπιστολὴ 299, σελ. 202-3).

Πιὸ συγκεκριμένα:

Α΄.

ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων γράφει στὶς Κατηχήσεις του: «Ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη καὶ εἶναι ὅμοιες ὅλες οἱ ψυχὲς τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν… Δὲν ὑπάρχει τάξη ψυχῶν ποὺ ἐκ φύσεως ἁμαρτάνει, καὶ τάξη ψυχῶν ποὺ ἐκ φύσεως κάνει τὸ ἀγαθό, ἀλλὰ καὶ τὰ δύο ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν προαίρεση» (Κατήχησις Φωτιζομένων Δ΄, παρ. 20, σελ. 154-5).

Ὁπότε, ἂν ποῦμε πὼς κάποια ψυχὴ εἶναι ἐκ φύσεως ὁμοφυλόφιλη σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλες, ποὺ δὲν γεννήθηκαν μὲ τὴν συγκεκριμένη ἁμαρτία, τότε πέφτουμε στὴν αἵρεση τοῦ Μανιχαϊσμοῦ, δηλαδὴ δεχόμαστε πὼς ὑπάρχει θεὸς Δημιουργὸς τοῦ καλοῦ καὶ θεὸς Δημιουργὸς τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτωλῆς φύσης.

 

Β΄.

ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς γράφει: «Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἀναμάρτητο στὴν φύση του, καὶ αὐτεξούσιο στὴν θέλησή του. Λέγοντας ἀναμάρτητο δὲν ἐννοῶ ὅτι δὲν εἶναι δεκτικὸς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἐννοῶ ὅτι δὲν ἔχει τὴν ἁμαρτία στὴν φύση του, ἀλλὰ στὴν προαίρεσή του· δηλαδή, ἔχει τὴν δύναμη νὰ διατηρεῖται καὶ νὰ προοδεύει στὸ ἀγαθὸ μὲ τὴν βοήθεια τῆς θείας Χάριτος. Καὶ ἐπίσης, μπορεῖ νὰ παρεκτραπεῖ ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ κακό, μὲ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἐξαιτίας τοῦ Αὐτεξουσίου του· διότι, ὅ,τι γίνεται ἐξαναγκαστικὰ δὲν εἶναι ἀρετή» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κεφ. 26, σελ. 212-3).

Ἑπομένως, ἐπιμένουμε σὲ κακοδοξίες, ἂν δεχόμαστε, ἀντίθετα ἀπὸ τὸν Ἅγιο, ὅτι κάποιοι γεννιοῦνται μὲ φύση ὁμοφυλόφιλη καὶ χωρὶς αὐτεξούσια θέληση νὰ ἀλλάξουν. Τότε θὰ εἶναι σὰν νὰ ἀκυρώνουμε τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ἀποδεχόμαστε πὼς ἡ ἁμαρτία (λ.χ. ἡ ὁμοφυλοφιλία) ἔχει οὐσία καὶ ὑπόσταση. Δηλαδὴ ὅτι ὀντολογικὰ βρίσκεται στὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου καὶ φυσιολογικὰ ὁ ἄνθρωπος ὑφίσταται τὶς συνέπειές της.

 

Γ΄.

ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων στὶς Κατηχήσεις του πάλι μᾶς λέει: «Ἡ ψυχὴ εἶναι αὐτεξούσια καὶ ὁ Διάβολος ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ τῆς ὑποβάλλει τὴν ἰδέα τοῦ κακοῦ· δὲν ἔχει ὅμως τὴν ἐξουσία νὰ τὴν ἀναγκάσει νὰ τὸ πράξει παρὰ τὴν θέλησή της. Δηλαδή, σοῦ βάζει λογισμὸ πορνείας, ἀλλὰ ἂν θέλεις τὸν δέχεσαι. Γιατί, ἂν πορνεύεις ἀναγκαστικά, τότε γιὰ ποιὸ λόγο ἑτοίμασε τὴν κόλαση ὁ Θεός; Ἂν πάλι κατὰ φύση καὶ ὄχι κατὰ προαίρεση ἔπραξες τὸ καλό, τότε γιατί ἑτοίμασε ὁ Θεὸς ἀπερίγραπτα στεφάνια;» (Κατήχησις Φωτιζομένων Δ΄, παρ. 21, σελ. 154-5).

Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει πὼς ἂν δεχθοῦμε τὶς αἱρετικὲς αὐτὲς θέσεις, τότε «οἱ μεγάλες ἐλπίδες τῶν Χριστιανῶν θὰ γίνουν φροῦδες καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν, διότι οὔτε ἡ δικαιοσύνη θὰ βραβεύεται, οὔτε ἡ ἀμαρτία θὰ κατακρίνεται, ἀφοῦ τίποτε δὲν θὰ κάνουν κατὰ τὴν προαίρεσή τους» (Ἑξαήμερος, κεφ. 6, παρ. 38, σελ. 240-1).

Πῶς μποροῦν λοιπὸν Ὀρθόδοξοι ποιμένες, ποὺ κατηχοῦν γονεῖς καὶ παιδιά, νὰ ἀποδέχονται πὼς ἡ φύση ἑνὸς ἀνθρώπου εἶναι ἕρμαιο τῶν πειρασμῶν τοῦ Διαβόλου, ἢ ἀκόμα χειρότερα νὰ λένε πὼς οἱ πειρασμοὶ εἶναι τῆς φύσης του; Πῶς μποροῦν νὰ στεροῦν ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς τὴν ἀληθινὴ ἐλπίδα στὴν ὄντως μοναδικὴ ψυχοθεραπευτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας; Πῶς μποροῦν νὰ ἀποπροσανατολίζουν καὶ τὸν πιὸ ἄσωτο ὁμοφυλόφιλο ἀπὸ τὴν δυνατότητα θεραπείας του, ἀφοῦ οἱ Πατέρες λένε πὼς καὶ ὁ πιὸ ἀκάθαρτος στὴν ψυχὴ ἄνθρωπος «μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ [«μετασκευαστεῖ»] ἔχοντας παρθενικὴ προαίρεση, ὅπως λέγει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στοὺς Κορινθίους…»; (Ἁγίου Νείλου Μοναχοῦ, Βιβλίον Α΄, Ἐπιστολή 200, σελ. 370-1).

Ἂν ὄμως ἕνας πνευματικὸς πατέρας δέχεται πὼς ἕνα πνευματικό του παιδὶ εἶναι κατὰ φύση ὁμοφυλόφιλος, ἢ πόρνος, ἢ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἁμαρτωλός, τότε ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ἔστω καὶ ἀκουσίως, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ γιατρευτεῖ ἡ προαίρεσή του καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ἀρραβώνα μὲ τὸν Χριστό, τότε τὸν ἀρραβωνιάζει μᾶλλον μὲ τὸν Διάβολο δικαιολογώντας τὴν ἁμαρτία του.

Γιατὶ ἔτσι δεχόμαστε πὼς δὲν ἔχουμε ἐξωτερικὴ προσβολὴ τοῦ πειρασμοῦ, ἀφοῦ τὸν θεωροῦμε ὡς μία ἐσωτερικὴ φυσικὴ ἐνέργεια εἴτε τοῦ σώματος, εἴτε τῆς ψυχῆς μας. Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἴμαστε μία φύση ὄχι μὲ τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ἀλλὰ μὲ τὸν πειρασμό.

Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, σὲ ἐπιστολή του στὸν ἐπίσκοπο Λαμπέτιο, τοῦ καταλογίζει ὑπεροψία, ἐπειδὴ δὲν ἐπιδιώκει τὴν θεραπεία ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς ἑνὸς πρεσβυτέρου του, ἀλλὰ ἀφήνει τὴν θεραπεία στοὺς γιατροὺς τῶν σωμάτων, ποὺ πολλὲς φορὲς ἡ ἱατρική τους εἶναι ἐλλιπὴς ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ σώματα. «Ἐμεῖς [γράφει ὁ Ἅγιος] γνωρίζουμε ὅτι οἱ ψυχὲς ἔχουν τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἐξουσία τῆς προαίρεσης. Γι’ αὐτό εἴδαμε ἀνθρώπους, ποὺ ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς κακίας ἀνέβηκαν στὴν κορυφὴ τῆς ἀρετῆς». Μάλιστα, ὁ Ἅγιος νουθετεῖ τὸν Λαμπέτιο, δείχνοντάς του τὸ εὔκολο τῆς θεραπείας τῆς προαίρεσης τῆς ψυχῆς σὲ σύγκριση μὲ τὴν δυσκολία θεραπείας τοῦ σώματος, λόγῳ τῆς δέσμευσής του στὴν φυσικὴ φθορὰ καὶ τὸν σωματικὸ θάνατο, καὶ τὸν προτρέπει νὰ ἐκπληρώσει ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸν ὡς πνευματικὸς πατέρας, ἀρκεῖ νὰ πιστεύει ἀπόλυτα στὸν ἱερὸ σκοπό του, χωρὶς νὰ ἀμφιβάλλει ποτὲ γι’ αὐτό, καὶ χωρὶς νὰ σταματᾶ νὰ φροντίζει γι’ αὐτό. Καὶ καταλήγει: «Ἴσως καὶ αὐτός [τὸ ψυχικὰ ἄρρωστο πνευματικὸ παιδί του] κάποτε νὰ σωθεῖ, καὶ αὐτοὶ ποὺ σκανδαλίζονται, νὰ διορθωθοῦν, καὶ ὅσοι κοροϊδεύουν νὰ ἀποστομωθοῦν, καὶ σὺ νὰ ἐπιτύχεις ἀθάνατη δόξα» (Ἐπιστολὴ 79, σελ. 108-111).

 

Δ΄.

Ἄλλοι πάλι πιστεύουν πὼς ὑπάρχουν ὁμοφυλόφιλοι, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλα πάθη ἄνθρωποι, ποὺ θεωροῦνται ὅτι εἶναι κυριευμένοι πλήρως ἀπὸ τὰ πάθη τους καὶ οὐσιαστικὰ δὲν ἔχουν καμμία αὐτεξούσια γνώμη καὶ ἀπόφαση νὰ ἀρνηθοῦν τὰ «ἐκ γενετῆς», «φυσικὰ» πάθη τους, καὶ πὼς μόνο ἡ θεία Χάρη, χωρὶς τὴν αὐτεξούσια προαίρεση, μπορεῖ νὰ μετατρέψει τὸ ἁμαρτωλὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δεσμεύεται στὴν ἀνάγκη τῆς ἁμαρτωλῆς «φύσης». Ἔτσι ὅμως παρουσιάζουμε ὅτι ἡ θεία Χάρη δὲν εἶναι προτρεπτικὴ στὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἶναι δῆθεν ἀναγκαστική.

Περὶ τούτου ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς γράφει: «Δὲν δεσμεύει ἡ Χάρη τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου μὲ ἀναγκαστικὴ δύναμη ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ὥστε νὰ τὸ κάνει ἀμετάτρεπτο, ἀλλά, ἂν καὶ συνυπάρχει, δίνει τὴν προτεραιότητα στὸ αὐτεξούσιο, γιὰ νὰ φανεῖ τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὰ ποῦ κλείνει, πρὸς τὴν ἀρετὴ ἢ τὴν κακία. Γιατὶ ὁ νόμος [τοῦ Θεοῦ] δὲν ὑπάρχει γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ γιὰ τὸ αὐτεξούσιο τῆς προαίρεσης, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ κλίνει πρὸς τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό» (Λόγος 6, Περὶ ἐλευθερίας νοός, παρ. 118, σελ. 380-1).

Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς σὲ ἐπιστολή του μᾶς ξεκαθαρίζει πὼς στὴ ζωή μας «δὲν εἶναι στὴν ἐξουσία μας, ὅσα δὲν ἔχουν δημιουργὸ τῆς ὕπαρξής τους τὴν δική μας προαίρεση, καὶ καθετὶ ποὺ ὑπάρχει φυσικὰ ἐλεύθερο ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κακία (ἁμαρτία)» (Ἐπιστολὴ Α΄, Πρὸς Γεώργιον, σελ. 16-7).

Ὅποιος λοιπὸν δέχεται πὼς ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἢ ὁποιαδήποτε πορνικὴ ἁμαρτία, εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κακία, τότε ἀναπόφευκτα δέχεται τὸ παράλογο καὶ τὸ ἀπάνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ νομοθετεῖ καὶ νὰ ζητᾶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους πράγματα, ποὺ ἐναντιώνονται στοὺς φυσικοὺς νόμους τῆς Δημιουργίας του.

Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς νοσηρῆς κακοδοξίας μᾶς τὸ ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἐρημίτης γράφοντας: «Κάποιοι λένε ὅτι “δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τὸ καλό, ἐὰν ξεκάθαρα δὲν δεχτοῦμε τὴν Χάρη τοῦ Πνεύματος”. Ἔτσι πάντα αὐτοί, ποὺ μὲ τὴν προαίρεσή τους βρίσκονται διαρκῶς μέσα στὶς ἡδονές, μένουν ἀβοήθητοι καὶ παραιτοῦνται ἀπὸ τὸ νὰ κάνουν αὐτό, ποὺ μποροῦν» (Περὶ τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι, κεφ. 55, σελ. 56-7).

Μιλᾶμε δηλαδὴ πάλι γιὰ πλήρη ἀχρήστευση τῆς αὐτεξούσιας προαίρεσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποδοχὴ τῆς αἵρεσης τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα ἑνὸς Χριστοῦ, ποὺ δὲν ἔχει ἀνθρώπινο φυσικὸ θέλημα, ἢ ἔχει θέλημα ἀνίκανο νὰ ἀπορρίψει τὴν «φυσικὴ» ἁμαρτία.

 

Ε΄.

Τὸ πιὸ σύνηθες καὶ χιλιοειπωμένο ἐπιχείρημα ποὺ ἀκοῦς, εἶναι πὼς κάποιοι ὁμοφυλόφιλοι ἔχουν μία «φυσικὴ» ροπὴ πρὸς τὴν ὁμοφυλοφιλία καὶ αὐτὸ ἐκδηλώνεται ἀπὸ μικρὴ ἡλικία.

Ἀλλὰ ἔτσι δεχόμαστε πὼς ἡ ψυχὴ εἶναι κατὰ τὴν φύση της τρεπτή, μὲ ἀποτέλεσμα ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ἔχουν φύση ποὺ ρέπει πρὸς στὴν ἁμαρτία, καὶ ἄλλοι νὰ ἔχουν φύση ποὺ ρέπει πρὸς τὴν ἁγιότητα. Δηλαδὴ συμφωνοῦμε μὲ τὴν κακοδοξία περὶ τοῦ Ἀπόλυτου Προορισμοῦ, δηλαδὴ τοῦ ἀκροτάτου Ρατσισμοῦ.

Οἱ Πατέρες ὅμως μᾶς ξεκαθαρίζουν πὼς ὁ ἄνθρωπος ἠθελημένα κι ὄχι κατὰ φύση ρέπει στὸ πάθος ἢ στὴν ἐγκράτεια· γιατὶ εἶναι ἐθελότρεπτος στὴν λογικὴ ψυχή του, ἐνῶ τὸ σῶμα του εἶναι τρεπτὸ στὴν φύση ἐξαιτίας τοῦ σύνθετου καὶ τοῦ φθαρτοῦ τῆς ὕλης του. Δηλαδὴ ἡ ψυχὴ ρέπει στὴν ἁμαρτία ἢ στὴν ἀρετή, γιατὶ τὸ θέλει, μὲ τὴν προαίρεσή της, ἐνῶ τὸ σῶμα ρέπει ἀπὸ μόνο του κατὰ φύση στὴν φθορὰ τῆς ὕλης καὶ ὄχι στὴν φθορὰ τῆς καταδικαστέας ἁμαρτίας.

Συγκεκριμένα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς γράφει «πὼς ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα εἶναι ἐθελότρεπτα, δηλαδὴ μετατρέπονται μὲ τὴ θέλησή τους, ἐνῶ τὰ ἄλογα εἶναι τρεπτὰ κατὰ τὸ σῶμα τους» (Διάλογος κατὰ Μανιχαίων, σελ. 228-9).

Καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος τὸ ἀναλύει ἀκόμα περισσότερο, λέγοντας πὼς «ἡ ψυχὴ εἶναι ἄτρεπτη ὡς πρὸς τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία, καὶ πὼς μαζὶ μὲ τὸν νοῦ προσκολλῶνται ἐκουσίως εἴτε στὸ ἀγαθὸ εἴτε στὸ πονηρό. Τὸ σῶμα ὅμως εἶναι τρεπτὸ στὴν φύση, διότι εἶναι σύνθετο καὶ ρευστὸ στὴν οὐσία, διότι κατασκευάστηκε ἀπὸ φθαρτὴ ὕλη… Τὴν μίξη τῆς συνουσίας, τὴν ἡδονή, τὴν λαιμαργία καὶ ὅλες αὐτὲς τὶς ἁμαρτίες, ποὺ οἱ πολλοὶ νομίζουν πὼς τὰ ἐπιζητεῖ τὸ σῶμα, δὲν τὰ ἐπιζητεῖ οὔτε ζωντανὸ οὔτε νεκρὸ ἀπὸ μόνο του, ἀλλὰ τὰ ἐπιζητεῖ ἡ ψυχὴ μέσῳ αὐτοῦ. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς τὸ σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ κινηθεῖ χωρὶς τὴν ψυχή, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, ποὺ ἑνώθηκε διὰ τῆς ἀγάπης μὲ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ παρασυρθεῖ σὲ ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες. Διότι ἡ ὁρμὴ τῆς καρδιᾶς, ἢ καλλίτερα ἡ ροπὴ τοῦ θελήματός της, συγκρατεῖται ἀπὸ τὴν γλυκιὰ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ» (Κατηχητικὸς λόγος 25, παρ. 3, σελ. 302-5).

Στὸ ἴδιο πνεῦμα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης γράφει: «Ὅπως ἀκριβῶς ἡ ψυχή μας δημιουργεῖ τὶς ἀρετές, ἔτσι δημιουργεῖ καὶ τὰ πάθη — τὶς ἀρετὲς ὅμως κατὰ φύση, καὶ τὰ πάθη παρὰ φύση. Γιατὶ αἰτία στὴν γέννηση τοῦ καλοῦ ἢ τοῦ κακοῦ ἔχει τὴν ροπὴ τῆς θελήσεως… Γιατὶ ἡ πρόθεση βρίσκεται ἀνάμεσα στὶς δύο ἐνέργειες, ἐπειδὴ αὐτὸς φέρει μέσα του καὶ τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς κακίες· τὶς ἀρετὲς ἀπὸ τὴν φύση του, ἐνῶ τὶς κακίες μὲ τὴν αὐθαίρετη ροπὴ τοῦ θελήματός του» (Κεφάλαιο 89, σελ. 410-1).

Καὶ ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης θεϊκῶς φιλοσοφῶν μᾶς λέει πὼς «ἔχουμε ἔφεση (κλίση, ροπὴ) στὸ ἀγαθό, καὶ ἂν δὲν ἔχουμε ἔφεση στὸ ἀγαθό, θὰ ἔχουμε ἔφεση στὸ κακό, δηλαδὴ στὸ μὴ ἀγαθό, στὸ μὴ ὄν. Ὅμως ἡ ἔφεση στὸ μὴ ὂν δὲν εἶναι ἔφεση, ἀλλὰ ἀποτυχία [«ἁμαρτία»] τῆς ὄντως ἔφεσης» (Περὶ θείων ὀνομάτων, κεφ. 4, παρ. 34, σελ. 146-7).

 

ΣΤ΄

Ἐπίσης, περὶ τοῦ θέματος τῆς δῆθεν τρεπτότητας τῆς φύσης τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, δυστυχῶς κάποιοι Χριστιανοί, ἀκολουθώντας τὴν σύγχρονη ἀθεολόγητη κοσμικὴ ρητορική, δημοσίως γράφουν καὶ λένε πὼς ἡ σημερινὴ κοινωνία, στὴν οὐσία καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση της, ἔχει ἀλλάξει, σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔγραφαν οἱ Πατέρες τὴν ἀνθρωπολογία τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σχετικοποιοῦν τὴν θεολογία περὶ ἀρετῆς καὶ περὶ ἁμαρτίας.

Ἀλλὰ ἔτσι πέφτουν στὴν παγίδα τῆς Νέας Ἐποχῆς, ποὺ σχετικοποιεῖ κάθε ἀλήθεια καὶ πρεσβεύει πὼς ἡ οὐσία καὶ ἡ φύση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου δὲν παραμένουν πάντα ἴδιες, ἀλλὰ ἀλλάζουν στὸν χρόνο. Ὅμως ἔτσι, ἀναγκαστικά, οἱ φυσικὲς ἀλλαγὲς στὴν ψυχὴ ἐπιφέρουν καὶ τὶς ἠθικὲς ἀλλαγές, ὁπότε καὶ οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ γίνονται ἀσταθεῖς καὶ μεταβαλλόμενες, καὶ δὲν ἔχουν παντοτινὴ ἰσχὺ μέχρι τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς πλάνης εἶναι ἠ διαρκὴς σύγχυση τῆς γνώσης τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἐξουδετέρωση τῆς προαίρεσης αὐτοῦ.

Ὅμως, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, καταδεικνύοντας καὶ στὴν ἐποχή του τὴν σοβαρότητα τῆς πνευματικῆς αὐτῆς διαστρέβλωσης, γράφει γιὰ ποιμένες «ποὺ ἔχουν κυριευθεῖ ἀπὸ ἀφροσύνη καὶ δὲν ἐπιζητοῦν τὸν Κύριο καὶ οὕτε ἀκολουθοῦν τὰ ἴχνη τῆς ἄμεμπτης καὶ σταθερῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἐνεργοῦν σὰν νὰ πάληωσε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε ἀνενεργὸ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ἀτόνησαν οἱ πνευματικοὶ θεσμοί, λὲς καὶ ἔχει ἀλλοιωθεῖ ὁ ἀναλλοίωτος Θεός. Καὶ γιὰ τὰ λεγόμενά τους αὐτὰ βρίσκουν λόγους καὶ αἰτίες τοὺς χρόνους καὶ τὶς ἡμέρες καὶ τὶς γενιές, πὼς ἦταν διαφορετικὲς ἐκεῖνες καὶ διαφορετικὲς οἱ σημερινές» (Βιβλίο Α΄, Ἐπιστολὴ 8, σελ. 52-3).

Καὶ ὁ Ἅγιος ἀνταπαντᾶ σὲ αὐτὲς τὶς θέσεις γράφοντας πὼς «αὐτὸ δὲν συνέβη ἀπὸ τὴν διαφορὰ τοῦ χρόνου… Ἀλλὰ αὐτὸ ἔχει συμβεῖ ἐξαιτίας τῆς ἐναλλαγῆς τῆς αὐτεξούσιας προαίρεσης, ἡ ὁποία παραμέλησε τὸν ἔρωτα στὸν Θεὸ καὶ παρέδωσε τὴν ἐπιθυμία της στὰ ὑλικά, καὶ δὲν θέλει, οὔτε προτιμᾶ νὰ μιμηθεῖ τὰ παραδείγματα τῆς παληᾶς δόξας, οὔτε νὰ ἀντιγράψει ἀπὸ τὴν ἀρχέτυπη καὶ πατερικὴ θεοειδὴ εἰκόνα, ἀλλὰ (προτιμᾶ νὰ μιμηθεῖ) ἀπὸ τὶς δύσμορφες καὶ ἀλλόκοτες καὶ τερατόμορφες (εἰκόνες). Γι’ αὐτὸ παρουσιάζουν σὰν ἀρχέτυπα καὶ πρότυπα τὰ ψυχικὰ ἰνδάλματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἄλλο ἔχει ἐν μέρει ἀνθρώπινη μορφή, ἄλλο μορφὴ σκύλου, λεοπάρδαλης, ψαριοῦ ἢ κάποιου ἄλλου ἀπὸ τὰ ἑρπετά, ποὺ ἑρμηνεύονται ἀλληγορικά» (Βιβλίο Α΄, Ἐπιστολὴ 8, σελ. 52-3).

Ἔτσι συμβαίνει σήμερα, ὅταν ἡ κατήχηση παραδίδεται σὲ λεγομένους ψυχοθεραπευτές, οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς ἐλλιπεῖς καὶ συχνὰ ἀβάσιμες θεωρίες τους θέτουν ὡς πρότυπο ψυχικῆς ὑγείας ὄχι τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν λογικότητα καὶ αὐτεξουσιότητα, ἀλλὰ τὶς εἰκόνες τῶν ἀλόγων ζώων, ποὺ ἀντιδροῦν ἄλογα καὶ παθητικὰ μὲ τὰ ζωώδη ἔνστικτά τους. Ὁπότε φτάνουν στὸ σημεῖο ὅχι μόνο νὰ μὴν δέχονται τὴν ὁμοφυλοφιλία ὡς παρὰ φύση ψυχοσωματικὴ ἐνέργεια, ἀλλὰ νὰ ζητᾶνε ἀπὸ τὸν ὁμοφυλόφιλο νὰ μὴν καταπιέζει τὴν δῆθεν ἐκ τῆς δημιουργίας του ἐπιθυμία του, μένοντας ἀμετανόητος σὲ αὐτήν.

Μὲ τὶς αἱρετικὲς ὅμως αὐτὲς δοξασίες ἀπορρίπτουμε θεολογικὰ τὸ «κατ’ εἰκόνα» τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ τὸ «καθ’ ὁμοίωση» τῆς ἀγωνιστικῆς προαίρεσης τοῦ ἀνθρώπου.

Γράφει συγκεκριμένα ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης: «“Εἶπε ὁ Θεός… Ἂς δημιουργήσουμε ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὴν δική μας εἰκόνα”, ὥστε μὲ τὴν προαίρεσή του νὰ γίνει ὅμοιος μὲ μᾶς… Ὁ μονογενὴς λοιπὸν Θεός, ὅταν ἦλθε, εἶπε· “Γίνεσθε ὅμοιοι μὲ τὸν οὐράνιο πατέρα μου”, ἐπειδὴ ἡ δημιουργία διασώζει τὸ “κατ’ εἰκόνα” ἐνῶ ἡ προαίρεση τὸ “καθ’ ὁμοίωση”» (Ἐπιστολὴ 95, σελ. 120-1).

 

Ζ΄.

Δυστυχῶς πολλοὶ Χριστιανοί, ἐν ὀνόματι μιᾶς συναισθηματικῆς ἀγαπολογίας, θεωροῦν καὶ διαδίδουν πὼς ο Χριστὸς δέχεται τοὺς πάντες, ὅπως καὶ ἂν εἶναι. Μήπως ὅμως ἔτσι ὑπονοοῦν ὅτι δέχεται ἀκόμα καὶ ὅσους δὲν μετανοοῦν ἢ ὅσους καταξιώνουν τὶς ἁμαρτίες τους;

Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὴν θεραπευτικὴ τῆς σαρκωμένης Ἀγάπης, ἀντικρούει καὶ ἀπορρίπτει κάθε μισάνθρωπη καὶ ἀντιθεραπευτικὴ δοξασία. Γιατί, τραγικὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀποδοχῆς ὅλων αὐτῶν τῶν θεωριῶν εἶναι νὰ ἀποπροσανατολιζόμαστε ἀπὸ τὴν θεμελιώδη γνώση, δηλαδὴ τὴν σωτηριώδη πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ «κατ’ εἰκόνα» στὸ «καθ’ ὁμοίωση».

Καὶ ἀνοήτως, ἀντὶ νὰ διασώζουμε στὶς καρδιές μας καὶ στὶς καρδιὲς τῶν ἑπόμενων γενεῶν τὴν Ἀλήθεια τῆς «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργίας μας, ὅπως ἔχει ἀποκαλυφθεῖ στὴν Ἐκκλησία, ἐμεῖς τὴν ὠθοῦμε στὴν λήθη, προβάλλοντας τὴν παραμορφωμένη ἀπὸ τὰ πάθη «εἰκόνα» τοῦ ξεπεσμένου ἀπὸ τὸν Παράδεισο ἀνθρώπου. Ἔτσι, τὸ ὀλέθριο ἀποτέλεσμα εἶναι πὼς ἀδιαφοροῦμε καὶ ἀδρανοποιοῦμε τὸ σημαντικότερο θεϊκὸ δῶρο, τὴν αὐτεξούσια προαίρεσή μας, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐσιαστικότερο σκοπὸ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ εἶναι τὸ «καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ».

ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς γράφει πὼς «ὡς Χριστιανοὶ πιστεύουμε ὅτι [ὁ Χριστὸς] προσέλαβε ὅλα τὰ φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Διότι προσέλαβε ὅλον τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅλα τὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Διότι αὐτὴ δὲν εἶναι φυσικὸ πρᾶγμα, οὔτε ὁ Δημιουργὸς τὴν ἔσπειρε μέσα μας, ἀλλὰ τὴν ἀποκτήσαμε θεληματικά, μὲ τὴν ἐπίδραση [«ἐπισπορά»] τοῦ Διαβόλου στὴν αὐτεξούσια προαίρεσή μας, χωρὶς νὰ μᾶς κρατᾶ μὲ τὴν βία. Φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη εἶναι αὐτὰ ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ μᾶς, ἀλλὰ ὅσα εἰσῆλθαν στὴν ἀνθρώπινη ζωή μας ἐξαιτίας τῆς καταδικαστικῆς παράβασής μας, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἡ πείνα, ἡ δίψα, ὁ κόπος, ὁ πόνος, τὸ δάκρυ, ἡ ἀγωνία κλπ.» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κεφ. 64, σελ. 394-7).

 

Η΄.

Ἕνα ἀκόμα ἀθεολόγητο ἐπιχείρημα, ποὺ κι αὐτὸ δυστυχῶς ἀκούγεται ἀπὸ κάποιους ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πὼς κάποιοι γεννιοῦνται μὲ ὁμοφυλόφιλο σῶμα, ἀφοῦ ταυτίζουν τὴν παθητότητα τῆς φύσης τοῦ σώματος, στὴν φθορὰ τῆς ὕλης, μὲ τὴν παθητότητα τῆς προαίρεσης (κι ὄχι τῆς φύσης) τῆς ψυχῆς, στὴν ἁμαρτία.

Ἔτσι, ὅμως, πέφτουμε στὴν αἵρεση τοῦ Ὑλισμοῦ, μὲ τὸ νὰ δεχτοῦμε πὼς ἡ ἐπιθυμία τῆς ὁμοφυλοφιλίας, καὶ ὁποιασδήποτε σαρκικῆς ἁμαρτίας, προέρχεται ἀπὸ τὴν ὕλη τοῦ σώματος. Ὁ Ὑλισμὸς πρεσβεύει πὼς κάθε ψυχικὴ ἐνέργεια, εἴτε θέληση, εἴτε βούληση, εἴτε συνείδηση εἶναι ὑλικὲς ἐνέργειες, δηλαδὴ προέρχονται ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ ἀπὸ τὴν ἐξελικτικὴ πορεία αὐτῆς.

Πιὸ συγκεκριμένα, πολλοὶ εἰδικοὶ θεωροῦν πὼς ὅλες οἱ ἐπιθυμίες, ὁπότε καὶ οἱ ὁμοφυλοφιλικές, προέρχονται εἴτε ἐκ γενετῆς ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο, εἴτε ἀπὸ ἐξωγενεῖς κοινωνικοὺς παράγοντες, ποὺ ἐνεργοῦν καὶ φιλτράρονται πάλι διὰ τοῦ ἐγκεφάλου. Χωρὶς φυσικὰ νὰ γνωρίζουν τὸ ποιὸς εἶναι ὁ ὑγιὴς νοῦς τῆς ψυχῆς, καὶ πῶς λειτουργεῖ τὸ ἐν Χριστῷ λογικὸ τῆς ψυχῆς σὲ σχέση μὲ τὸ ἄλογο ἐπιθυμητικὸ μέρος αὐτῆς.

Καὶ ὅπως, ἂν κάποιος γεννιέται σωματικὰ τυφλός, δὲν σημαίνει πὼς εἶναι καταδικασμένος νὰ ζεῖ στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ γεννιέται μὲ μία σωματικὴ ἀνωμαλία στὰ γεννητικὰ ὄργανα, δὲν εἶναι ψυχικὰ ἐγκλωβισμένος στὴν ἁμαρτία ὁποιασδήποτε πορνείας.

ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μὲ βαθύτητα σκέψης ἀλλὰ καὶ μὲ ἁπλότητα καρδιᾶς, μᾶς ἐξηγεῖ πὼς ὁ προπάτορας Ἀδὰμ «διέπραξε δύο ἁμαρτίες παραβαίνοντας τὴν θεία ἐντολή· ἡ μία ἦταν τῆς προαίρεσης τῆς ψυχῆς, ποὺ ἄφησε μὲ τὴ θέλησή της τὸ ἀγαθό, καὶ ἡ ἄλλη τῆς φύσης (τοῦ σώματος), ποὺ ἄφησε χωρὶς νὰ τὸ θέλει τὴν ἀθανασία ἐξαιτίας τῆς προαίρεσης» (Πρὸς Θαλάσσιον, Ἀπόκρισις 42, σελ. 268-9).

Δηλαδὴ ἠθελημένα, διὰ τῆς προαιρέσεώς του, ἔκανε κακὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, μὲ ἀκόλουθο ἀποτέλεσμα, ἄθελά του, νὰ ἀχρηστέψει τὴν ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία τοῦ σώματός του. Ἔτσι ὁλόκληρη ἡ Ἀνθρωπότητα κληρονόμησε τὴν θνητότητα καὶ τὴν φθαρτότητα τῶν ὑλικῶν σωμάτων. Αὐτὴ ὅμως ἡ θνητότητα κι ἡ φθαρτότητα τῶν ὑλικῶν σωμάτων χρησιμοποιεῖται μοναδικὰ γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ὡς πνευματικὴ εὐκαιρία ἀξιοποίησης τῆς σωτηριώδους Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἕνα τέτοιο σπάνιο φαινόμενο ἐκ γενετῆς φθαρτότητας καὶ παθητότητας τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, καὶ ὄχι τῆς ψυχῆς, εἶναι ὁ λεγόμενος «ἑρμαφροδιτισμός».

«Αὐτὴ λοιπόν, (συνεχίζει ὁ Ἅγιος), τὴν ἀμοιβαία φθορὰ καὶ ἀλλοίωση τῆς φύσης διορθώνοντας ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν φύση μας ὁλόκληρη, εἶχε καὶ Ἐκεῖνος τὴν παθητότητα μέσα στὴν φύση ποὺ ἔλαβε, ἀλλὰ τὴν στόλισε μὲ τὴν ἀφθαρσία τῆς προαίρεσης, καὶ ἔγινε ἁμαρτία ἐξαιτίας τῆς παθητότητας τῆς φύσης. Δὲν γνώρισε ὅμως τὴν ἁμαρτία τῆς προαίρεσης, ἐπειδὴ ἡ γνώμη του παρέμεινε ἄτρεπτη. Ἐξαιτίας λοιπὸν τῆς ἀφθαρσίας τῆς προαίρεσης διώρθωσε τὴν παθητότητα τῆς σωματικῆς φύσης, κάνοντας τὸ τέλος τῆς παθητότητας τῆς φύσης, ἐννοῶ τὸν θάνατο, ἀρχὴ τῆς κατὰ φύση μεταποίησής μας στὴν ἀφθαρσία» (Πρὸς Θαλάσσιον, Ἀπόκρισις 42, σελ. 268-9).

Ἂς μὴν συγχέουμε λοιπὸν τὴν ἀθέλητη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο παθητότητα τῆς φθαρτῆς σωματικῆς φύσης, που προσέλαβε ὁ Χριστὸς, μὲ τὸ πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας ποὺ διαπράττεται ἀπὸ τὴν προαίρεση (καὶ ὄχι τὴν φύση) τῆς ψυχῆς, καὶ ποὺ παραβαίνει τὴν ἀπαγορευτικὴ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτὴν τὴν ἁμαρτία.

Ἔτσι, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων μᾶς νουθετεῖ «νὰ μὴν λέμε ὅτι τὸ σῶμα εἶναι αἴτιο τῆς ἁμαρτίας… ἐπειδὴ τὸ σῶμα ἁπὸ μόνο του δὲν ἁμαρτάνει, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ἁμαρτάνει μέσῳ τοῦ σώματος. Τὸ σῶμα εἶναι ἐργαλεῖο καὶ μοιάζει μὲ ἔνδυμα καὶ στολὴ τῆς ψυχῆς. Ἂν λοιπὸν παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν ψυχὴ στὴν πορνεία γίνεται ἀκάθαρτο, ἐνῶ ἂν συγκατοικήσει μὲ ἁγία ψυχὴ γίνεται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Κατήχησις Φωτιζομένων Δ΄, παρ. 23, σελ. 158-9).

Κι ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητὴς γράφει: «Νὰ μὴν κατηγοροῦμε τὸν Θεό, τὸν σοφώτατο δημιουργὸ τῶν μελῶν, ἀλλὰ τὴν δική μας φιλαμαρτήμονα γνώμη πρὸς τὴν ἁμαρτία… Μὴν μεμφόμαστε λοιπὸν τὰ μέλη (τοῦ σώματός μας) ἀλλὰ τὴν προαίρεσή μας» (Ἐπιστολὴ 168, Βιβλίο Β΄, σελ. 116-9).

Τέλος, σὲ ὅσους προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν μὲ ἀναπόδεικτα, δῆθεν ἐπιστημονικά, ἐπιχειρήματα, πὼς τὸ σῶμα ἔχει δικές του ἐπιθυμίες, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἐξηγώντας τὴν φράση τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς Γαλάτες: «Ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα δὲ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἵνα μὴ ἃ ἂν θέλητε ταῦτα ποιῆτε» (Γαλ. ε΄, 17), [δηλαδὴ «ἡ σάρκα ἔχει ἐπιθυμίες ἀντίθετες πρὸς τὸ πνεῦμα, καὶ τὸ πνεῦμα ἀντίθετες πρὸς τὴν σάρκα· καὶ αὐτὰ εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους, γιὰ νὰ μὴν κάνετε (χωρὶς ἀντίδραση) ἐκεῖνα ποὺ θέλετε»], γράφει ὅτι: «“Σάρκα” ὀνομάζει (ὁ ἀπόστολος Παῦλος) τὴν πονηρὴ προαίρεση, ἐνῶ “πνεῦμα” τὴν ἀγαθὴ προαίρεση, ἐκείνη ποὺ φροντίζει νὰ βαδίζει πρὸς τὰ ἀνώτερα. Ἡ κακία δηλαδὴ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴν ἀρετή, καὶ ἡ αρετὴ πάλι ἀντίθετη πρὸς τὴν κακία, ἀντικαθιστώντας τὴν θέση κάποιου παιδαγωγοῦ, καὶ μὴ ἀφήνοντάς μας νὰ βαδίζομε σύμφωνα μὲ τὶς κακὲς ἐπιθυμίες μας» (Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, κεφ. ε΄, σελ. 74-5).

 

* * *

 

Πολλοὶ ὅμως λεγόμενοι εἰδήμονες τῆς ψυχῆς βγάζουν αὐθαίρετα συμπεράσματα – «ἀξιώματα», ὅπου ὁμαδοποιοῦν, ὅπως μὲ τὶς ἀγέλες τῶν ἀλόγων ζώων, τὶς ὅμοιες ἐνστικτώδεις ἀντιδράσεις τῶν νευρώνων τῶν ἐγκεφάλων καὶ τῶν χημικῶν οὐσιῶν τῶν σωμάτων, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα τῶν συμπεριφορῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, καὶ ἔχουν δημιουργήσει νέες κατηγορίες φύλων, πέρα ἀπὸ τὰ δύο βιολογικὰ φῦλα (sex), ποὺ ἀριθμοῦνται σὲ πολλὲς δεκάδες καὶ τὶς κατονομάζουν ὡς «κοινωνικὰ φῦλα» (gender), χρησιμοποιώντας παράλληλα νεοφανεῖς ὁρολογίες, ὅπως «ταυτότητα φύλου, διεμφυλικότητα, κἄ».

Ἀλλ’ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εὐνουχίζονται, μᾶς λέει πὼς «τὸ νὰ ἀποκόπτει κάποιος τὰ μέλη τοῦ σώματός του εἶναι ἔργο, ποὺ ἔχει τὴν ἀρχή του στὴν δαιμονικὴ ἐνέργεια καὶ τὴν σατανικὴ ἐπιβουλή· ἄρχισε μὲ σκοπὸ νὰ μπορέσουν νὰ διαβάλλουν τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ καταστρέψουν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἔκαναν αὐτὸ διὰ νὰ μὴν στηρίζονται οἱ ἄνθρωποι στὴν προαίρεσή τους, ἀλλὰ νὰ ἀποδίδουν τὸ πᾶν στὴν φύση τῶν μελῶν, καὶ ἔτσι χωρὶς φόβο νὰ ἁμαρτάνουν οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτούς, μὲ τὴν σκέψη ὅτι εἶναι ἀνεύθυνοι. Καὶ προξενοῦν διπλὴ βλάβη στὸν ἄνθρωπο· καὶ μὲ τὸ νὰ ἀποκόπτουν τὰ μέλη του, καὶ μὲ τὸ ὅτι ἐμποδίζουν τὴν προθυμία στὴν κατὰ προαίρεση ἐκλογὴ τῶν ἀγαθῶν» (Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία 62, σελ. 466-7).

Ὁ Ἅγιος μάλιστα, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, κάνει βαθύτατο ψυχογράφημα τοῦ ἀνθρώπου σχετικὰ μὲ τὴν γενετήσια σεξουαλικὴ ἐπιθυμία, ἀπὸ τὴν ὁποία παρασύρεται μὲ ὀλέθριες συνέπειες. Παραθέτει δὲ τὶς φιλοσοφικὲς καὶ ψευτοεπιστημονικὲς θεωρίες τῆς ἐποχῆς του περὶ τῶν ἀνώμαλων σεξουαλικῶν ἐπιθυμιῶν, οἱ ὁποῖες λέγανε πὼς αὐτὸς ὁ ἀρρωστημένος οἶστρος προέρχεται ἢ ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο ἢ ἀπὸ τὴν σπονδυλικὴ στήλη, καὶ καταλήγει πὼς διαφωνεῖ ἀπόλυτα λέγοντας ὅτι «δὲν βλαστάνει ἀπὸ πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ ἀπὸ τὴν ἀκόλαστη γνώμη τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀδιάφορη διάνοιά του· διότι ἐὰν αὐτὴ σωφρονεῖ, καμμιὰ ζημιὰ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προέλθει ἀπό τὶς φυσικὲς παρορμήσεις» (Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία 62, σελ. 468-9).

Ἡ ἐγκληματικὴ ἄγνοια, ἀδιαφορία καὶ ἀμέλεια τῆς γνώσης τῆς ἀξίας καὶ τῆς χρησιμότητας τῆς προαίρεσης στὸν ἄνθρωπο ἔχει ὁδηγήσει ὅλους τοὺς λεγομένους εἰδήμονες νὰ διαστρεβλώνουν ἀκόμα καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Δηλητηριασμένοι ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς μισάνθρωπες καὶ ἔκφυλες θεωρήσεις περὶ τῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου ἔφθασαν νὰ ταυτίσουν τὴν δυνατότητα ἁμαρτίας μὲ τὴν ἐλευθερία, ἐνῶ τὴν δυνατότητα ἐλευθερίας διὰ τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα τὴν εἶπαν δέσμευση καὶ ἀπαγόρευση.

ἅγιος Νεκτάριος, ὅμως, ἀκολουθώντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἁγιοπνευματικὴ παράδοση, καὶ ὄχι τὴν κοσμικὴ καὶ ἐμπαθῶς ὑποκειμενικὴ σκέψη τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ καὶ κάθε ἐποχῆς, μᾶς δεικνύει τὸ ὀλέθριο σφᾶλμα τῶν ψευτοειδικῶν, ποὺ θέλουν νὰ ὑποδείξουν τὴν λειτουργία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, χωρὶς νὰ ἔχουν τὶς πνευματικὲς προϋποθέσεις τῆς ἐξ Ἀποκαλύψεως Ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας.

Συγκεκριμένα, στὸ βιβλίο του Γνῶθι σαυτόν γράφει πὼς «κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἠθικολόγους ταυτίζουν τὶς ἔννοιες τῶν λέξεων «αὐτεξούσιο» καὶ «ἠθική ἐλευθερία» ὡς «δύναμη τοῦ αἱρεῖσθαι» (δυνατότητα ἐπιλογῆς), καὶ ὁρίζουν τὴν «ἠθικὴ ἐλευθερία» ὡς «δύναμη τοῦ αἱρεῖσθαι» τὸ καλὸ ἢ τὸ πονηρό, ἐνῶ ἡ δύναμη αὐτὴ εἶναι χαρακτηριστικὸ τοῦ αὐτεξούσιου… Ὁ πράττων τὸ κακὸ εἶναι ἀνελεύθερος, διότι ἐνέργεῖ ἐναντίον τῆς βούλησης αὐτοῦ, ἐνῶ ὁ πράττων τὸ καλὸ εἶναι ἐλεύθερος, γιατὶ πράττει ὅ,τι βούλεται. Ὁπότε, τὸ νὰ προαιρεῖσαι τὸ ἀγαθὸ ἢ τὸ κακὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ τοῦ αὐτεξούσιου, ἐνῶ τὸ νὰ βούλεσαι καὶ νὰ πράττεις (μόνο) τὸ ἀγαθὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς ἠθικῆς ἐλευθερίας. Τὸ αὐτεξούσιο εἶναι ἠθικὸ χαρακτηριστικὸ παντὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ ἠθικὴ ἐλευθερία εἶναι χαρακτηριστικὸ μόνο τῶν ἐνάρετων. Τὸ αὐτεξούσιο καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο δυνάμει ἠθικό, ἡ δὲ ἠθικὴ ἐλευθερία ἀναδεικνύει αὐτὸν ἐνεργείᾳ ἠθικό. Τὸ αὐτεξούσιο, παραπλανώμενο ὑπὸ τῶν ὁρμῶν τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ὑπὸ σκέψεων σφαλερῶν, καταβιβάζει τὸν ἄνθρωπο εἰς τὴν τάξη τῶν ἀλόγων ζώων» (Γνῶθι σαυτόν, σελ. 65).

Ἔτσι, ἂν δεχθοῦμε τὶς ἀπόψεις ὅσων ὑποστηρίζουν τὴν ὁμοφυλοφιλία ἢ τὴν «διεμφυλικότητα» ὡς φυσικὲς καταστάσεις ἢ ὡς φυσικὲς ἐνέργειες τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας καὶ βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου, τότε παραπλανοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ τοὺς ἄλλους, καὶ καταστρέφουμε κάθε δυνατότητα πραγματικῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὰ πάθη αὐτά. Καὶ ὅπως οἱ κομπογιαννίτες γιατροὶ τῶν σωμάτων — οἱ ὁποῖοι παραπλανοῦν καὶ καταστρέφουν τὴν δυνατότητα θεραπείας τῶν σωμάτων — ὁδηγοῦν στὸν προσωρινὸ θάνατο, ἔτσι κι ὅσοι κυρήττουν διδασκαλίες, ποὺ ἀκυρώνουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θεραπευτικὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁδηγοῦν στὸν αἰώνιο θάνατο.

 

————————————

Υ.Γ.: Οἱ παραπομπὲς τῶν Πατερικῶν χωρίων ἀναφέρονται στὶς ἐκδόσεις: «Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (ΕΠΕ)», Θεσσαλονίκη.

 

 

[Ψήφοι: 5 Βαθμολογία: 5]