Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ

 

­π ­κα­καί­ου το Σαβ­βα­­του (ΙΓ΄ α.)

 

 

 «­πρ­χεν ες τν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν κά­ποιο ν­δρ­ον μο­να­στή­ρι­ον λε­γό­με­νον το ­βάσ­σου(*). ­νο­μα­σία του α­τ ­σως ν προ­έρ­χε­ται ­π τ ­νο­μα το κτί­το­ρος, ­μως ­ταν ­φι­ε­ρω­μέ­νον ες τν ­πε­ρέν­δο­ξον Δέ­σποι­ναν ­μν, τν Θε­ο­τό­κον, ­ποία ­κε ­νο­μά­ζε­ται «­βασ­σι­ώ­τισ­σα» κα ­πι­τε­λε πάμ­πολ­λα θαύ­μα­τα. Συ­νή­θι­ζαν λοι­πν ­λοι ο καλ­λί­φω­νοι ψάλ­ται ν με­τα­βαί­νουν ­κε, δι τν ­γρυ­πνί­αν το «­κα­θί­στου», ς λέ­γε­ται. Προ­κα­λο­σαν ­μως θό­ρυ­βον κα με­γά­λην ­να­τα­ρα­χν ες τ μο­να­στή­ρι­ον. Ο μο­να­χο θέ­λον­τες, κα­τ τν τά­ξιν, ν δι­α­φυ­λά­ξουν τν κα­τά­νυ­ξιν τς ­γί­ας Τεσ­σα­ρα­κο­στς, ­γα­να­κτο­σαν. Τ ­θος ­μως ­το πα­λαι­όν, κα ο μο­να­χο δν ε­χαν τί ν κά­μουν.

 

Κά­πο­τε λοι­πν ­γι­νε ­γού­με­νος ­νας πο­λ ε­λα­βς κα ­νά­ρε­τος ­ε­ρεύς, πλν ­μου­σος. Α­τς ε­πε πρς τος μο­να­χος το μο­να­στη­ρί­ου του: «Παι­διά μου, θέ­λω ν γνω­ρί­ζε­τε ­τι δν θ ­πι­τρέ­ψω τν κατ’ ­θος προ­σέ­λευ­σιν ­δ τν καλ­λι­φώ­νων». Τό­τε, ο μο­να­χο θυ­μω­μέ­νοι το ­πήν­τη­σαν: «ν κά­μς τ­σι, ποι­ός θ ψά­λ τος ο­κους;» Κα ­πο­κρι­νό­με­νοι τ ­φω­να ν­τα, το ε­παν: «Ψά­λε τους ­σύ!». ­γού­με­νος μ ­πλό­τη­τα τος ε­πεν: «­γώ, τέ­κνα μου, σν Θε! ­γ θ προ­σφέ­ρω ες τν Θε­ν ­λό­κλη­ρον τ σέ­βας τς ­ορ­τς». ­ταν λοι­πν ­φθα­σεν ­μέ­ρα, κα λ­θεν νύ­κτα, ε­πεν ­γού­με­νος πρς τν θυ­ρω­ρν το μο­να­στη­ρί­ου: «Κλε­σον μ ­σφά­λει­αν τν πύ­λην, κα ο­δε­νς ν ­πι­τρέ­ψς τν ε­σο­δον, λ­λως θ ­χς ­πι­τί­μι­ον». θυ­ρω­ρς ­μέ­σως ­π­γε κα ­σφά­λι­σε τν πύ­λην, συμ­φώ­νως πρς τν ν­το­λήν. λ­θαν τό­τε ο καλ­λί­φω­νοι μ­πρς ες τν πυ­λ­να καί, ­πει­δ η­ραν τν ε­σο­δον κλει­στήν, σκαν­δα­λι­σθέν­τες ­φυ­γαν, λέ­γον­τες πολ­λς ­πει­λς κα­τ τν μο­να­χν. λ­λ κα κά­ποι­οι μο­να­χοί, ­π ­κεί­νους ­πού συ­να­νε­στρέ­φον­το μ τος καλ­λι­φώ­νους, χά­ριν τν ­ποί­ων, λύ­ον­τες τν κα­νό­να τς νη­στεί­ας, ­πι­ναν κα ­τρω­γαν μετ’ α­τν, ­λε­γαν κρυ­φί­ως με­τα­ξύ των, μ βα­ρε­αν δι­ά­θε­σιν κα­τ το ­γού­με­νου: «Ν ­δο­με, τί θ κά­μ α­τς ­φω­νος ­χθύς!».

 

­ταν, τέ­λος πάν­των, ­φθα­σεν ­ρα, κτυ­πή­σαν­τες τ σή­μαν­τρον συ­νή­χθη­σαν ­λοι ο μο­να­χοί, πε­ρ τος ­βδο­μή­κον­τα, ες τν κ­κλη­σί­αν. Κα ­λοι πα­ρα­τη­ρο­σαν δι ν ­δον, τί θ κά­μ ­γού­με­νος, ­ν ­σοι ­ξευ­ραν ν ψά­λουν, πα­ρή­κου­σαν τν ν­το­λήν του γι­νό­με­νοι ­φω­νό­τε­ροι τν ­χθύ­ων. ­ταν λοι­πν λ­θεν στι­γμ ­πού, κα­τ τν τά­ξιν, ­πρε­πε ν ρ­χί­σουν ο ο­κοι τν «Χαι­ρε­τι­σμν», ­γού­με­νος ­φώ­να­ξε τν κ­κλη­σι­άρ­χην κα το ε­πεν: «Ν μο φέ­ρς ­δ τ ­πι­τρα­χή­λι­ον κα τν φε­λώ­νην». ­κε­νος το τ ­φε­ρε, κα τό­τε α­τός, πλη­σι­ά­σας ες τν ε­κό­να τς Θε­ο­μή­το­ρος, ­κα­με τρες με­τα­νοί­ας, ς ε­θι­σται ες τος μο­να­χούς, ­πε­κά­λυ­ψε τν κε­φα­λήν του, ­νε­δύ­θη τ ­ε­ρα­τι­κ μ­φια, κα ­στά­θη μ­προ­σθεν τς ε­κό­νος τς Θε­ο­τό­κου. Δν ­ζή­τη­σεν ­π τν Μη­τέ­ρα το Κυ­ρί­ου ν το δώ­σ καλ­λι­φω­νί­αν, ν κα α­τ το ­δω­σεν. ­γνώ­ρι­ζεν γέ­ρων ­τι ε­ναι ­πι­κίν­δυ­νον ες τος μο­να­χος ν ­πι­δί­δων­ται ες α­τά.

 

­σφα­λς, κα μα­κά­ρι­ος Ρω­μα­νς ­π τν Πα­να­γί­αν ­λα­βε τ χά­ρι­σμα κα ­νο­μά­σθη Με­λ­δός, α­τς ­πο προ­η­γου­μέ­νως ­το τε­λεί­ως ­φω­νος, παρ­τι ­το κλη­ρι­κς τς Με­γά­λης κ­κλη­σί­ας, κα­τα­γό­με­νος ­π ε­γε­νες γο­νες κα κο­σμη­μέ­νος μ ­λες τς ­ρε­τές, ­πως τν παρ­θε­νί­αν, τν σω­φρο­σύ­νην τν α­σθή­σε­ων, τν πρα­ό­τη­τα κα τν ­λε­η­μο­σύ­νην. Τ μο­να­δι­κόν του μει­ο­νέ­κτη­μα ­το πα­ρα­φω­νία, δι τν ­ποί­αν κα τν πε­ρι­γε­λο­σαν ο συ­νά­δελ­φοί του κλη­ρι­κοί. Τί ­ρα­γε θ μ­πο­ρο­σε ν κά­μ α­τς δι το­το τ μει­ο­νέ­κτη­μά του; Κα­τα­φεύ­γει λοι­πν ες τν σκέ­πην κα τν βο­ή­θει­αν τς Γορ­γο­ε­πη­κό­ου Πα­νά­γνου Μη­τρς το Σω­τ­ρος Χρι­στο, ες α­τν ­πο ­χει ­λους τος θη­σαυ­ρος τν χα­ρι­σμά­των. Νη­στεύ­ει κα τν πα­ρα­κα­λε ν λυ­θ τ δι­ά­φρα­γμα τς κα­κο­φω­νί­ας του. τ­σι ­κα­με. Κα κά­ποια νύ­κτα, ­ν ­γρυ­πνο­σε κα ­ψαλ­λε δε­ό­με­νος, ­γο­νά­τι­σεν ­λί­γον ­π τν κού­ρα­σιν, κα τ­σι τν ­π­ρεν ­νας ­πνος γλυ­κύς. ­νε­κά­θι­σεν ­μως μετ’ ­λί­γον κα βλέ­πει, ­ξυ­πνος, ­χι ες τν ­πνον, παρ’ ­τι κα ες τν ­πνον πο­λυ­μέ­ρι­μνος ψυ­χ δν ­πο­κοι­μ­ται ε­κό­λως, βλέ­πει ν ρ­χε­ται Πα­νά­μω­μος Μη­τέ­ρα το Κυ­ρί­ου κα ν το λέ­γ: «Τί σο συμ­βαί­νει κα θλί­βε­σαι, ε­λο­γη­μέ­νον τέ­κνον, Ρω­μα­νέ;». Κα ­κε­νος ­παν­τ: «Δι τν κα­κο­φω­νί­αν μου α­τν, Δέ­σποι­να Κυ­ρία, δι­ό­τι ­λοι μ πε­ρι­γε­λον». «Κα ν σο χα­ρί­σω φω­νν με­λω­δι­κήν, τί μο ­πό­σχε­σαι; Θ γί­νς μο­να­χός;» «Ναί, Κυ­ρία μου», ­παν­τ ­κε­νος, «φ’ ­σον α­τή, ξ λ­λου, ε­ναι ­πι­θυ­μία μου». Κα Δέ­σποι­να το ­πο­κρί­νε­ται: «Κα ­γ γνω­ρί­ζω ­τι ε­σαι ­λεύ­θε­ρος ­π τ κο­σμι­κά, ­μως τ χά­ρι­σμα μ­πο­ρε ν βλά­ψ ­σους δν προ­σέ­χουν. ν θέ­λς ν σο δο­θ τ χά­ρι­σμα, πρό­σε­ξε ν μ γί­ν γνω­στν τ μυ­στή­ρι­ον. Δι­α­μοί­ρα­σον ,τι ­χεις ες τος πτω­χούς, κα πή­γαι­νε ες τ ­γα­πη­τόν μου ­νά­κτο­ρον, τν Μο­νν το ­βάσ­σου, κα ν γί­νς ­κε μο­να­χός. Τό­τε θ λ­θω ­κε, κα θ σ ­πι­σκε­φθ». Λοι­πόν, ε­θς ­πο ­ξύ­πνη­σεν, ­σθάν­θη τν καρ­δί­αν του πλή­ρη συ­νέ­σε­ως κα γλυ­κύ­τη­τος, κα ­σπευ­σε ν κ­πλη­ρώ­σ ,τι το ε­χε ζη­τη­θ. ­ταν ­λο­κλή­ρω­σε τν δι­α­νο­μν τν ­παρ­χόν­των του, ­νε­χώ­ρη­σε δι τ μο­να­στή­ρι­ον, φυ­λάτ­των πάν­το­τε κα­λς ς μυ­στι­κν ­δη­μο­σί­ευ­τον τ μυ­στή­ρι­ον. ­κά­ρη μο­να­χός, κα ­πέ­βα­λε με­τ τν τρι­χν τς κε­φα­λς του κα ­λες τς κο­σμι­κς ­πι­θυ­μί­ες, γε­νό­με­νος τ­σι κα­θα­ρν σκε­ος το ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. ­νέ­με­νεν, ­μως, ν σι­ω­π τν κ­δή­λω­σιν τς ­πο­σχέ­σε­ως τς Πα­να­γί­ας. Κά­ποι­αν νύ­κτα, λοι­πόν, μ­φα­νί­ζε­ται πά­λιν Πα­νά­μω­μος Παρ­θέ­νος κα το λέ­γει: «Χαί­ροις, τέ­κνον ε­λο­γη­μέ­νον, Ρω­μα­νέ! φ’ ­σον με­τ πά­σης προ­θυ­μί­ας ­ξε­πλή­ρω­σες ­λα, ­σα σο ­πέ­δει­ξα, λά­βε τώ­ρα τν καρ­πν τς ­πα­κο­ς σου. ­νοι­ξον τ στό­μα σου». Κα το ­δω­σε τό­τε ν φά­γ τν σε­λί­δα ­νς βι­βλί­ου, ­χι ­λό­κλη­ρον κε­φά­λαι­ον ­πως ες τν ­ε­ζε­κι­ήλ, ο­τε ­πως ες τν ­φραμ τν Σύ­ρον, λ­λ σε­λί­δα κα­τά­γρα­φον «­σω­θεν κα ­ξω­θεν». Τ ση­με­ον το­το ­δή­λω­νε δι το ­σω­θεν μν τν φω­τι­σμν τς ψυ­χς κα τς καρ­δί­ας, δι δ το ­ξω­θεν τν καλ­λι­φω­νί­αν πρς δό­ξαν το Θε­ο, δι τν γνω­στν ες ­λους κον­τα­κί­ων το ν­δρός.

 

­λα α­τά, τ ε­πο­μεν, δι ν δεί­ξω­μεν πς ο­τε Μή­τηρ το Κυ­ρί­ου, ο­τε Υ­ς α­τς συ­νερ­γά­ζον­ται με­τ τν ­πε­ρη­φά­νων, λ­λ δί­δουν τν χά­ριν ες τος τα­πει­νούς. Δν κα­τη­γο­ρ, βε­βαί­ως, τν τέ­χνην τς μα­θή­σε­ως, ­χι· λ­λ πρέ­πει ν μ­πι­στευ­ώ­με­θα ες τν Θε­όν, ­πο ε­πεν: «Χω­ρς ­μο ο δύ­να­σθε ποι­εν ο­δέν». ς ­πι­στρέ­ψω­μεν ­μως ες τν συ­νέ­χει­αν τς δι­η­γή­σε­ως, κ τς ­ποί­ας μς ­πε­μά­κρυ­νεν ­γά­πη μας πρς τν ­γι­ον Ρω­μα­νν κα τ πε­ρι­στα­τι­κ το βί­ου του.

 

­λέ­γα­με λοι­πν πε­ρ το ­γου­μέ­νου τς Μο­νς ­βάσ­σου, κα πς μ­πό­δι­σε τν ε­σο­δον τν κα­λι­φώ­νων ες αυ­τήν, κα πς ν­τέ­δρα­σαν ο μο­να­χοί. τ­σι, ­φθά­σα­μεν ες τ ση­με­ον ­πο ­φό­ρε­σε τν φε­λώ­νην, κα ς κα­κό­φω­νος ­πο ­το ­στά­θη ­νώ­πι­ον τς ε­κό­νος τς ­χράν­του ­ει­παρ­θέ­νου. Τό­τε, λοι­πόν, κα­νο­νάρ­χης ­ξε­φώ­νη­σεν: «γ­γε­λος πρω­το­στά­της!». Κα ­γού­με­νος, ς ­νοι­ξε τ στό­μα του, δί­χως κν ν ­κου­σθ φω­νή –­σως τ ­νοι­ξε κα­τ τ ψαλ­μι­κν λό­γι­ον: «­νοι­ξον τ στό­μα σου, κα πλη­ρώ­σω α­τό»– ε­θς κρου­νο δα­κρύ­ων ­π τος ­φθαλ­μούς του, ς στα­λα­γμα­τι­ς βρο­χς μλ­λον ς ρυ­ά­κια, ­τρε­ξαν ­π τς ­α­ρω­νί­τι­δος ­κεί­νης γε­νει­ά­δος, ­πο ­φθα­σαν ­ως τν ν­δυ­μά­των του κα α­το ­κό­μη το ­δά­φους. λ­λ τν ­δι­αν στι­γμν ­κού­σθη­σαν κα τό­σοι καρ­δι­α­κο ­να­στε­να­γμο κα κτύ­ποι το στή­θους βα­θυ­τά­της συν­τρι­βς, ­πο τίς μ­πο­ρε ν κα­τα­γρά­ψ; ­λό­κλη­ρος να­ς ν­τη­χο­σεν ­π τος θρή­νους. ­γού­με­νος ­μως ο­δό­λως ­σα­λεύ­θη, λλ’ ­στή­λω­σε τ σ­μά του ς λ­λος Σα­μου­ήλ, κα κα­τώρ­θω­σε ν ε­π τος ο­κους ­λους. Ο μο­να­χο ­κε­νοι, ­πο προ­η­γου­μέ­νως κυ­ρι­ευ­μέ­νοι κ το φθό­νου ε­χαν ­ναν­τι­ω­θ πρς τν πα­τέ­ρα τους, βλέ­πον­τες τώ­ρα τν χά­ριν το Θε­ο ν σκε­πά­ζ τν ­γού­με­νόν τους, κα­τε­νύ­γη­σαν τό­σον, ­στε, θ μ­πο­ρο­σε κα­νες ν ε­π ­τι, ­βλε­πεν ­να πλ­θος μο­να­χν βυ­θι­σμέ­νων ες τν χαρ­μο­λύ­πην. ­ψα­λαν λοι­πν ­λοι ες τος χο­ρος κα ­με­γά­λυ­ναν τν Μη­τέ­ρα το Σω­τ­ρος, ε­χα­ρι­στον­τες τν ­γού­με­νον, ­πο ­γι­νεν α­τία ν ­πο­λαύ­σουν τό­σα ­γα­θά.

 

Κα ­δο τ θαυ­μα­στν ­πι­στέ­γα­σμα τς δι­η­γή­σε­ως. ­ταν ­γού­με­νος ­φθα­σεν ες τ τέ­λος τν ο­κων κα ρ­χι­σε ν ψά­λη τό: « Πα­νύ­μνη­τε», πο­ος ν πε­ρι­γρά­ψ τος ­να­στε­να­γμος ­κεί­νους κα τ κτυ­πή­μα­τα ες τ στ­θος! ­ταν μά­λι­στα ­λο­κλή­ρω­σε τος ο­κους, τ γό­να­τά του ­πα­θαν γ­κύ­λω­σιν κα δν ­κάμ­πτον­το, ς κα α­τ σπον­δυ­λι­κή του στή­λη –δι­ό­τι, κ τς προ­σπα­θεί­ας τ νε­ρα ε­χαν ­πο­ναρ­κω­θ κα δν τν ­φη­ναν ν σκύ­ψη, ν βά­λ ­δα­φι­αί­αν με­τά­νοι­αν ες τν Θε­ο­τό­κον. ­στά­θη λοι­πν ρ­θός, ­κί­νη­τος, καί – τν θαυ­μα­σί­ων σου, Δέ­σποι­να Θε­ο­το­κε, τίς δύ­να­ται ν ­ρευ­νή­σ τ ­λέη τν ­πεί­ρων ο­κτιρ­μν σου, ο ­πο­οι κάμ­πτον­ται ες τος τα­πει­νος κα συν­τε­τριμ­μέ­νους τ καρ­δίτ­σι λοι­πν ς ­στέ­κε­το, μία ­ρε­μος φω­νή, ­ξελ­θο­σα ­π τς θε­ο­τυ­πώ­του ε­κό­νος τς Πα­να­χράν­του κα Θε­ο­μή­το­ρος, ε­πεν: «Ε­ρή­νη ες ­σέ, τν ­ε­ρέα μου! Ε­ρή­νη ες ­σέ, κα ες τν ζω­ν α­τν κα ες τν λ­λην!».

 

­κτο­τε, ­ε­ρο­μό­να­χος ­κε­νος πα­ρη­τή­θη τς ­γου­με­νί­ας κα δν ­ξλ­θε το μο­να­στη­ρί­ου ­π τρι­ά­κον­τα ξ ­τη. Δί­χως ν ­σθε­νή­ση, ­κοι­μή­θη ν ε­ρή­ν κα ­νε­παύ­θη κα­τ τν ­πό­σχε­σιν τς Πα­νά­γνου Θε­ο­τό­κου».

 

 

----------------------------

Σχό­λια:

 

 (*) Μο­ν ­βάσ­σσου: Πρό­κει­ται δι τν Μο­νν «τν Βάσ­σου», (κ πα­ρα­φθο­ρς ες «­βάσ­σου»). Πε­ρ α­τς ­να­φέ­ρει Ρ. Ζα­νν ( κ­κλη­σι­α­στι­κ γε­ω­γρα­φία τς Βυ­ζαν­τι­νς Α­το­κρα­το­ρί­ας, τ. Γ΄, σ. 61-62, ν Πα­ρι­σι­οις, 1969), τ ­ξς:

 

«­ε­ρ Μο­ν τν Βάσ­σου, πα­τρι­κί­ου κα ­πό­πτου το Πραι­τω­ρί­ου (δι­κα­στη­ρί­ου) ­π α­το­κρά­το­ρος ­ου­στι­νι­α­νο. Με­τέ­πει­τα, ο­κο­δο­μή­θη ­κε Μο­να­στή­ρι­ον, κα­τ τ α΄ το­λά­χι­στον ­μι­συ το Θ΄ (9) α­­νος, κα­θς ­δη ­φί­στα­το πρ τς γεν­νή­σε­ως τς α­το­κρά­τει­ρας Θε­ο­φα­νος, συ­ζύ­γου το Λέ­ον­τος Ϛ' το Σο­φο, συμ­φώ­νως πρς τν βι­ο­γρα­φί­αν τς πριγ­κι­πίσ­σης α­τς ­π το Νι­κη­φό­ρου Γρη­γο­ρ. ν­τς τς κ­κλη­σί­ας α­τς, τς ­φι­ε­ρω­μέ­νης ες τν Θε­ο­τό­κον, ο γο­νες τς Θε­ο­φα­νος ­προ­σευ­χή­θη­σαν δι ν τν ­πο­κτή­σουν, κα τν ­φι­έ­ρω­σαν ­κε. Ες τν Βί­ον της ­να­φέ­ρε­ται, ­πί­σης, ­τι ­πρ­χεν ­κε μία ν­δρα Μο­νή, κα ­τι ε­κν τς Παρ­θέ­νου ε­ρί­σκε­το ες τ δε­ξι­ν κλ­τος τς κ­κλη­σί­ας.

 

Γνω­ρί­ζο­μεν ­λά­χι­στα γε­γο­νό­τα σχε­τι­κς μ τ ­ε­ρν το­το Φρον­τι­στή­ρι­ον, τ ­πο­ον ν τού­τοις δι­ε­τη­ρή­θη μέ­χρι τς πτώ­σε­ως τς Βυ­ζαν­τι­νς α­το­κρα­το­ρί­ας. Τν 10ην Μα­ΐ­ου το 1363, ­ε­ρο­μό­να­χος κα κα­θη­γού­με­νος (τς μο­νς) «τν Βάσ­σου», ­ά­κιν­θος, ε­ναι ­νας κ τν ­γου­μέ­νων, ­πο πι­στο­ποι­ον τν α­θεν­τι­κό­τη­τα κά­ποι­ων ­γο­ρα­σθέν­των ­ε­ρν Λει­ψά­νων ες τν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν. Πα­ρόν­τες ­σαν, ­πί­σης, κ­κλη­σι­άρ­χης Νε­λος κα ο ­ε­ρο­μό­να­χοι Με­λέ­τι­ος κα ν­τώ­νι­ος το ­δί­ου μο­να­στη­ρί­ου.

 

Τν Μά­ϊ­ον το 1400, Πα­τρι­άρ­χης Ματ­θα­ος Α΄ πα­ρε­χώ­ρη­σε τ μο­να­στή­ρι­ον α­τ ες τν ­ω­άν­νην Καλ­λι­κρη­νί­την, ­ξι­ω­μα­το­χον ες τν ­πη­ρε­σί­αν τς Βα­σι­λίσ­σης, μ τν συγ­κα­τά­θε­σιν α­τς, ­ποία ­το κα κά­το­χός του, κα ­π τν προ­ϋ­πό­θε­σιν ν προ­β ες τς ­πι­δι­ορ­θώ­σεις ­κε­νες, ­που ­σαν ­πεί­γου­σες, καθ­τι ­το ­τοι­μόρ­ρο­πον. Τ Μο­να­στή­ρι­ον θ ­νέ­κτη­σεν, ­ναμ­φι­βό­λως, νέ­αν πνο­ν ζω­ς, κα­θς ­δ, «ν τ σε­βα­σμί Μο­ν το Βάσ­σου», ο Βυ­ζαν­τι­νο ­συ­ζή­τη­σαν μ τος ν­τι­προ­σώ­πους τς συ­νό­δου τς Βα­σι­λεί­ας, κα το μελ­λον­τι­κο ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κο ­πι­σκό­που Κο­ρώ­νης Χρι­στό­φο­ρου Γκα­ρα­τό­νι, ­πε­σταλ­μέ­νου το πά­πα Ε­γε­νί­ου Δ΄ δι ν χει­ρι­σθ τν ­πό­θε­σιν τς με­λε­τω­μέ­νης συ­νό­δου το 1437.

 

Κα­τ τν ΙΔ΄ (14) α­­να, ­να­φέ­ρε­ται ­ε­ρο­μό­να­χος Μα­κά­ρι­ος «­π τς Μο­νς τν Βάσ­σου». ­σως πρό­κει­ται πε­ρ ­κεί­νου, το ­ποί­ου τν Βί­ον ­γρα­ψεν Ση­λυ­βρί­ας Φι­λό­θε­ος. βι­ο­γρά­φος ­να­φέ­ρει ­τι μ­πνέ­ε­ται ­π τ πα­ρα­δεί­γμα­τα τν μο­να­χν τς Μο­νς το ­γί­ου Βάσ­σου, ­πως τν ­πο­κα­λε: «τν το Βάσ­σου το θεί­ου, τς πα­νά­χραν­του Θε­ο­μή­το­ρος».

 

­μως, ­λα τ με­τα­γε­νέ­στε­ρα γ­γρα­φα, (πα­τρι­αρ­χι­κα πρά­ξεις, ­στο­ρία τς συ­νό­δου τς Φλω­ρεν­τί­ας ­π Συλ­βέ­στρου Συ­ρο­πού­λου), τν ­να­φέ­ρουν πάν­το­τε ς Μο­νν το Βάσ­σου...

 

Τέ­λος, ­νας ­ε­ρο­μό­να­χος τς «Μο­νς το Βάσ­σου», Γρη­γό­ρι­ος, ν­τέ­γρα­ψε πάμ­πολ­λα χει­ρό­γρα­φα, με­τα­ξ τν ­ποί­ων ­να σχό­λι­ον ες τν Ε­αγ­γε­λι­στν Ματ­θα­ον κα μία ­μι­λία το ­γί­ου ­ω­άν­νου το Χρυ­σο­στό­μου (κα τ δύο κτή­μα­τα τς Μο­νς το Χρι­στο Παν­τε­πό­πτου), κα ­να σχό­λι­ον ες τν Ε­αγ­γε­λι­στν Μάρ­κον (κτ­μα τς Μο­νς τς Πα­να­γί­ας τς Γορ­γο­ε­πη­κό­ου).

 

θέ­σις τς Μο­νς «τν Βάσ­σου» δν ­χει μέ­χρι σή­με­ρον ν­το­πι­σθ. Θ ­ταν ­μως δυ­να­τν ν προ­τα­θ μία θέσις, συμ­φώ­νως πρς τν ψευ­δο-Κω­δι­νόν, ­πο­ος τν το­πο­θε­τε με­τα­ξ τν συ­νοι­κι­ν «τ Καρ­πι­α­νο» κα «­ξείας». «Τ Καρ­πι­α­νο» ε­ρί­σκον­ται ­π το «Χρυ­σο Κέ­ρα­τος» ες τ πέ­ριξ το Ζιν­τν-Κα­πί, ­ν «­ξεα» ­π το ­ψώ­μα­τος νο­τι­ο­δυ­τι­κς. Πι­θα­νν λοι­πν ­π τς κα­τω­φε­ρεί­ας, τς κα­τερ­χο­μέ­νης ­π τν ­να­το­λι­κν πλα­γι­ν το λό­φου, πρέ­πει ν ν­το­πι­σθ συ­νοι­κία «τ Βάσ­σου» κα τ ­μώ­νυ­μον Μο­να­στή­ρι­ον τς Θε­ο­τό­κου».

 

----------------------

 

Με­τε­φρά­σθη ­πό τι­νος ­ε­ρο­μο­νά­χου

 

 

 

 

 

 

 

(Πηγή: Εφημερίς «Ο Εκκλησιολόγος» 09-04-2011)