Ἀσκητές μέσα στόν κόσμο

 Λαμπρινή Βέτσιου

 

 

 

Λαμπρινή γεννήθηκε τό 1918 στό χωριό γία Παρασκευή ρτης. Ο γονες της Σπυρίδων Δρίβας καί Θεοδώρα ταν πό τούς πιό επορους το χωριο καί εχαν λλά τρία γόρια. Λαμπρινή ταν μικρότερη, καί τ' δέλφια της τήν περαγαποσαν γιά τόν χαρακτήρα της, τό θος καί τήν πολύ καλή συμπεριφορά της πρός λους.

 

Μεγάλωσε μέ χριστιανικές ρχές. πό μικρή μαθε νά γαπ τούς νθρώπους καί νά ζε σύμφωνα μέ τόν λόγο το Θεο. Τελείωσε μόνο τό δημοτικό σχολεο καί διάβαζε μέ πόθο τήν γία Γραφή καί λλα πνευματικά βιβλία. Διηγήθηκε δια: «μουν κτώ χρόνων καί καθόμουν σ' να καρεκλάκι στήν αλή το σπιτιο. Κρατοσα μία μικρή γία Γραφή, μπκα στόν νθουσιασμό καί μο ρεσε νά τήν διαβάζω. Εχα διαβάσει τό χωρίο: «Πς ς φκεν οκίας δελφούς δελφς πατέρα μητέρα γυναίκα τέκνα γρούς νεκεν το νόματός μου, κατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αώνιον κληρονομήσει». (Ματθ. ιθ', 29). τσι μπκε μέσα στήν καρδιά μου καί γάπησα πάρα πολύ τόν Κύριο. πό κείνη τήν στιγμή ναψε πόθος γιά νά κολουθήσω τήν μοναχική ζωή καί σκέφθηκα: «Δέν θέλω τίποτε, οτε χωράφια, οτε περιουσίες, θά πάω γιά Μοναχή».

 

Τότε μφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου κάποιος ντυμένος μέ ερατικά μφια καί μο ρεσε πολύ ψη του, ταν πολύ μορφη. Τόν κοιτοσα μέ θαυμασμό. Μο επε:

 

- Τί μέ θαυμάζεις; Καί τά χεράκια σου εγώ τά πλασα καί εσαι καί σύ μορφη σάν μένα.

 

- μένα μέ γέννησε μάννα μου καί εναι στήν κουζίνα. Νά τήν φωνάξω;

 

- χι, γώ σένα θέλω, καί πιασε τά μαλλάκια μου. Ατά ποιός τά πλασε;

 

- Αφού μέ έπλασες εσύ καί αυτά σύ θά τά έπλασες.

 

- Ναί, μο επε. Τώρα τί θά κάνεις, ποιά ζωή θά κολουθήσεις;

 

- Ατό τό βιβλίο μο ναψε τόν πόθο γιά τόν μεγάλο μου Θεό θέλω νά τόν πολαύσω. Ατός νά ργάζεται γιά μένα καί γώ γι' ατόν.

 

- Θά γίνεις μεγάλη, παιδί μου, καί θά ργασθες καί σύ γιά Μένα.

 

- Ποιός εσαι σύ;

 

- Ατός πο επες σύ, μο επε. φο θέλεις τσι, θά τρς Τετάρτη καί Παρασκευή ψωμί καί σκόρδο. σύ εσαι καλό παιδί, χω μως καί λλα καλά παιδιά. Θά ρθω μία μέρα νά μαζέψω λα ατά τά καλά παιδιά.

 

στερα γινε φαντος...»

 

ρχισε μετά π' ατό νά γωνίζεται περισσότερο, νά νηστεύει, νά προσεύχεται καί νά τοιμάζεται νά φιερωθε στόν Θεό. Πνευματικός της ταν π. Μητροφάνης, Γέροντας τς ερς Μονς Ροβέλιστας ρτης. Διηγήθηκε δια: «πό μικρή θελα νά γίνω μοναχή. ταν γινα δεκαεπτά χρόνων πγα στό Μοναστήρι καί επα στόν Γέροντα τι θέλω νά γίνω μοναχή. Μο επε: - Νάρθεις, παιδάκι μου. Τήν λλη μέρα ρθαν ο γονες μου μέ φωνές νά μέ πάρουν. γούμενος, πως τούς εδε τσι γριεμένους, μέ δωσε λέγοντάς μου νά μεγαλώσω λίγο καί μετά ξαναπηγαίνω.

 

Ατοί μέ πραν καί σέ λίγες μέρες ρχισαν τά προξενιά. γώ μουν ρνητική καί ερισκα προφάσεις. Μετά μέ ρώτησαν τί θέλω καί τούς επα: «Θά προσευχηθ λη τή νύχτα καί ,τι μο πε Θεός».

 

Προσευχήθηκα καί επα: «Θεέ μου, να πράγμα σο ζητ. Νά μο δώσεις δεια νά πάρω τόν Οράνιο (νυμφίο) καί γώ, πως παίρνουν ο καλές ψυχές. Νά μή συζευχτ μέ πίγειον νδρα». κουσα φωνή: «Σέ χουμε π' ψιν. Μία ρα δική μας θά γίνεις. Πρέπει μως νά συζευχθες ατο γιά νά δυναμώσεις. Νά βάλεις χαλινάρια στό στόμα, στά πόδια, στά χέρια, στή σάρκα».

 

- Στή σάρκα; Στήν παντρειά μέ στέλνεις.

 

- Σέ στέλνω γώ καί σάρκα εναι ελογημένη. Δοκιμασίες θά χεις.

 

γώ συνέχισα νά προσεύχομαι γιά τό καλύτερο, νά γίνω Μοναχή, μως μο λεγε τι «τό καλύτερο γιά σένα εναι νά παντρευτες, νά δοκιμαστες, νά ψηθες. ν πς στό Μοναστήρι, δέν θά βασανισθες τόσο. Στό Μοναστήρι ,τι κάνουν ο λλοι θά κάνεις καί σύ, ετε τρνε, ετε προσεύχονται. Στόν κόσμο μως θά συναντήσεις κακότητα, μοχθηρία. μες τελειώσαμε τώρα, πάρε τήν δύναμη καί τήν φώτιση καί ργάσου σο μπορες».

 

ργάσθηκα σέ λη μου τήν ζωή. γωνίστηκα. Τά πεθερικά μου μετά δέν μέ θελαν, μέ διωχναν, μέ βριζαν μέ πρεπα λόγια. σα μο επε φωνή, τό Πνεμα, τά βρκα λα».

 

τσι λοιπόν μετά τά 20 της τήν πάντρεψαν μέ τόν ριστείδη Βέτσιο πό τά Κολομόδια ρτης καί πέκτησαν δύο παιδιά, τόν Σπύρο καί τήν Σταθούλα.

 

ζωή της δέν ταν καθόλου εκολη στήν οκογένεια το συζύγου της, γιατί ζοσαν δεκατρία τομα μαζί στό διο σπίτι καί καθένας εχε τίς δικές του διοτροπίες καί τόν δικό του τρόπο σκέψεως. διαίτερα πεθερός της φερόταν πρός ατήν μέ σχημο τρόπο, μέ περιφρόνηση καί σκληρότητα· τήν πλήγωνε μέ τά λόγια του. Λαμπρινή μως κατάφερε μέ τήν πομονή νά τά ξεπεράσει λα. Στίς βρισιές του λεγε: «Πές με ,τι θέλεις. γώ εμαι μουγκή». Καί πό τόν σύζυγό της εχε δυσκολίες. Κάποτε πού βρισκόταν σέ γρυπνία στόν γιο Φανούριο στό γειτονικό χωριό Γλυκόριζο, κουσε φωνή πού τς επε: «Ατή τή στιγμή καίγεται τό σπίτι σου». ταν τελείωσε γρυπνία καί γύρισε μαζί μέ τίς λλες γυνακες μέ τά πόδια, εδε τά βιβλία της καμένα καί πεταμένα ξω πό τό σπίτι καί τόν σύζυγό της σέ ξαλλη κατάσταση νά τς φωνάζει νά φύγει πό τό σπίτι. Λαμπρινή πάντησε: «Δέν φεύγω. σύ εσαι ντρας μου, δ εναι τό σπίτι μου, σκότωσέ με, κάνε με ,τι θέλεις, γώ δέν φεύγω». Τή νύχτα τήν κλείδωσε ξω πό τό σπίτι. πέμεινε ρεμα καί λεγε: « πειρασμός τόν βάζει, θά το περάσει. Ατός εναι καλός, λλά στό καφενεο τόν "ναψε" τάδε καί κανε ,τι κανε, μέχρι νά το περάσει θυμός».

 

Παρά τίς τόσες δυσκολίες καί τίς κοπιαστικές γροτικές ργασίες, δέν φηνε δευτερόλεπτο τς μέρας χωρίς νά προσεύχεται καί νά εχαριστε τόν Θεό. Μαζί της στό χωράφι πού πήγαινε νά ργαστε παιρνε καί βιβλία πνευματικά γιά νά διαβάζει καί νά προσεύχεται. Σ' λη τήν ζωή της χάλασε πό τήν πολλή χρήση τέσσερα βιβλία Μεγάλα ρολόγια. Τά βιβλία της ταν περιουσία της, πως λεγε, καί πό τήν μελέτη τους παιρνε πολλή δύναμη.

 

Μετά πο πέκτησε τά δύο της παιδιά, μέ τόν νδρα της ζοσαν σάν δέλφια. Ατός τίς νύχτες κοιμόταν καί Λαμπρινή διάβαζε τά βιβλία της μέ τό φς νός καντηλιο καί νός κεριο.

 

Σ' λη τήν ζωή της εχε μονοφαγία καί ξηροφαγία. τρωγε συνήθως ψωμί καί λιές. Στό τριήμερο (τς τεσσαρακοστς) δέν τρωγε καί δέν πινε τίποτε. Κοινωνοσε τήν καθαρά Τετάρτη καί μετά συνέχιζε τήν τελεία νηστεία. Τίς μέρες πο δέν τρωγε τίποτε πινε γύρω στίς 3 μ.μ. να κουταλάκι ζεστό νερό. Τό συνηθισμένο φαγητό της ταν μία πατάτα βρασμένη μέ ξύδι. Τά παιδιά της τήν πίεζαν νά φάει, λλά ρνιόταν καί παντοσε: «Μή στενοχωριέστε, δέν θά πεθάνω πό τή νηστεία, προσευχή εναι τροφή μου. Τό σμα θά τό περιποιηθ γιατί εναι κατοικία τς ψυχς μου. ταν ρθει ρα θά φάω. Μήν νησυχετε». Τς κανε τό πρωί κόρη της καφέ καί τό πόγευμα πο πήγαινε νά πάρει τό φλυντζάνι ταν πείραχτο. Τό Πάσχα πο κάθονταν λοι μαζί νά φνε, Λαμπρινή μιλοσε γιά τόν Θεό καί μετά πό πίεση τρωγε μία κουταλιά γιαούρτι μία πιρουνιά σαλάτα. λεγε: «Σήμερα εναι μεγαλύτερη γιορτή. Σήμερα ναστήθηκε Χριστός. ν ρχόταν να πεθαμένο παιδί μου γώ θά τρωγα; Θά στόλιζα τό σπίτι μου νά τό ποδεχθ».

 

Τήν τελευταία εκοσαετία τς ζως της τρωγε μόνο ψωμί, νερό καί ξύδι. Κάποτε θά πήγαινε στήν θήνα γιά μία βδομάδα, διότι θά κανε γχείρηση δελφός της. Μία γνωστή της ψηνε ψωμί πό καλαμπόκι καί τς δωσε μία φέτα. Τό δέχθηκε μέ μεγάλη χαρά γιατί ξερε τι γυναίκα ατή χάραξε τόν σταυρό πάνω στό ψωμί. ταν γύρισε πό τήν θήνα εχαρίστησε τήν γυναίκα πο τς δωσε τό ψωμί, καί τς κμυστηρεύτηκε τι ατό τό ψωμάκι ταν τροφή της γιά λη τήν βδομάδα πο πέρασε στήν θήνα. «τρωγα λίγο κάθε μέρα καί ρχόταν Κύριος καί μο τό αγάταινε (αξανε)».

 

Πρίν τήν κοίμησή της γιά να διάστημα ρκετο μόνο σ' να κουταλάκι γίασμα, στό ντίδωρο καί φυσικά στήν θεία Κοινωνία. Σέ κάποιον πού τήν ρώτησε τί εχε φάει, πάντησε τι φαγε μόνο ντίδωρο πο εχε κρατήσει πό τήν θεία Λειτουργία τι μ' ατό ταν χορτασμένη καί θά τήν κρατήσει γιά κανά - δυό μέρες κόμη.

 

φο πάντρεψε τά παιδιά της, πό τήν λικία τν 45 τν σταμάτησε τίς γροτικές ργασίες καί φοσιώθηκε στήν σκηση καί στήν προσευχή. ζωή της πλέον ταν μία συνεχής προσευχή στό σπίτι καί στήν κκλησία, που τακτικά πήγαινε καί κοινωνοσε συχνά.

 

Τό καθημερινό τυπικό της ταν περίπου τό ξς: Κοιμόταν μέχρι δύο ρες τό μερονύκτιο πό τίς 3 μέχρι τίς 4.30 τή νύχτα. κανε κομποσχοίνι γονατιστή καί μεγάλες μετάνοιες. κανε λες τίς κολουθίες κάθε μέρα. Τό Μεσονυκτικό καί τόν ρθρο τά διάβαζε μέ τό μυδρό φς πό τό καντήλι καί μέ να κεράκι. Μελετοσε πολύ τήν γία Γραφή καί πατερικά βιβλία. Τήν μέρα, διάβαζε, κανε τήν κολουθία τν ρν καί προσευχή. Σέ σους τήν θαύμαζαν πο μποροσε καί φιέρωνε τήν μέρα της στό διάβασμα λεγε πς χρόνος πάρχει γιά λους. Καί μία σελίδα τήν μέρα νά διαβάζεις εναι ρκετό, ρκε νά γίνεται μέ πίστη. λα ατά τά κανε μέ ελογία πό τόν πνευματικό της π. Μητροφάνη, ποος τς εχε δώσει τόν κανόνα τς προσευχς. Τήν Μ. Σαρακοστή, κανε τό Μεγάλο πόδειπνο καί ταν κάποιος τήν διέκοπτε δέν τό συνέχιζε, λλά τό ρχιζε πάλι πό τήν ρχή.

 

ταν γινόταν γρυπνία σέ κάποια κκλησία ταν πάντα πρώτη. Συνήθως τήν κολουθοσαν καί γυνακες πό τά γύρω χωριά. Πολλές νύχτες συγκέντρωνε τίς γυνακες στό σπίτι της καί καναν μαδική προσευχή.

 

πό τήν λικία τν 30 τν ραψε να τρίχινο σάκκο καί τόν φοροσε κατάσαρκα σ' λη τήν ζωή της, γιά σκηση καί κακοπάθεια. Κανείς δέν τό ξερε. Γιά 54 χρόνια τόν φοροσε καί ποτέ δέν τόν πλυνε. Πρίν πό τήν κοίμηση τς φησε ντολή στήν κόρη της νά μήν τόν πλύνει ποτέ. σοι τόν εδαν μαρτυρον τι φαίνεται σάν νά βγκε πό πλυντήριο καί μοσχοβολωδιάζει).

 

Παρ' λο πού ζοσε μέσα στόν κόσμο, πόθος της γιά τόν Μοναχισμό καί τήν κκλησία τήν καναν νά μετατρέψει τό δωμάτιό της σ' να μοναχικό κελλί. ,τι χαρτάκι ερισκε πο εχε φωτογραφία κάποιου γίου τό κολλοσε στόν τοχο, δημιουργώντας μία ξεχωριστή τμόσφαιρα.

 

Δέν γαποσε τά χρήματα, ταν νάργυρη. Τό μόνο πού τήν νδιέφερε ταν νά μπορε νά κάνει λεημοσύνες καί νά βοηθ τόν κόσμο. λη τήν σύνταξή της τήν μοίραζε σέ λεημοσύνες. ταν τά παιδιά της, πίσης τς διναν χρήματα, τά διέθετε καί ατά γιά νά βοηθ φτωχούς. λεγε στά παιδιά της: «Τά χρήματα ατά πού δίνω, δέν εναι δικά μου. Πιάνονται (λογίζονται) σέ σς, γιατί δικά σας εναι». πέφευγε μάλιστα νά πιάνει μέ τά χέρια της τά χρήματα, λλά μέ μία χαρτοπετσέτα μέ να κομμάτι φασμα. Καί ταν πήγαινε νά ψωνίσει νοιγε τό πορτοφόλι τήν χαρτοπετσέτα καί παιρνε μπακάλης μόνος του.

 

πό τό σπίτι της βγαινε τή νύχτα κρυφά, νά μήν τήν βλέπουν, καί πήγαινε σέ φτωχά σπίτια, φηνε ξω πό τήν πόρτα ,τι εχε καί φευγε.

 

Στόν φούρναρη εχε δώσει παραγγελία νά φοδιάζει μέ ψωμί μία φτωχή οκογένεια, χωρίς νά μάθει κανείς τίποτε. Τό επε στήν κόρη της μόνο πρίν κοιμηθε, καί τς φησε παρακαταθήκη νά συνεχίσει τήν λεημοσύνη. Λαμπρινή συμβούλευε: «Μεγάλη ελογία χει νθρωπος πού κάνει λεημοσύνη. ταν κάνετε λεημοσύνη δέν θά δίνετε ατό πού εναι γιά πέταμα, λλά θά δίνετε γιά τόν ξένο καί τόν φτωχό τό καλύτερο. Ο γονες νά μήν στενοχωρονται πού δέν χουν ν' φήσουν περιουσία στά παιδιά τους, λλά νά φροντίζουν γιά τήν κατά Θεόν πρόοδό τους καί τά πόλοιπα θά τά τακτοποιήσει Θεός».

 

πισκεπτόταν ρρώστους χωρίς φόβο νά κωλύσει κάτι, φο πολλές φορές κοινωνοσε πρτα ρρωστος (τοιμοθάνατος) κα μέσως κείνη, γιατί δέν φοβόταν τόν θάνατο, ντίθετα θεωροσε πς θά τήν φερνε πιό κοντά στόν Θεό.

 

Κάποτε πγε νά προσκυνήσει τόν γιο Σπυρίδωνα στήν Κέρκυρα μέ να παιδάκι πού τό εχε βαφτίσει, χωρίς νά χει μαζί της χρήματα. μως μέ τήν βοήθεια το Θεο πγαν καί γύρισαν, χωρίς νά τούς ζητήσουν χρήματα οτε στό λεωφορεο οτε στό καράβι.

 

γιαγιά Λαμπρινή γαποσε τόν Χριστό, γωνιζόταν περισσότερο πό μοναχή, προσευχόταν συνέχεια καί μετέδιδε τήν θεία Χάρη. Πολλοί πήγαιναν νά τήν δον, νά τήν συμβουλευθον καί νά ζητήσουν τήν προσευχή της. λόκληρα λεωφορεα σταματοσαν στό φτωχικό της. Δεχόταν λους τος νθρώπους διαμαρτύρητα, πολλές φορές χωρίς οτε μία διακοπή στήν διάρκεια τς μέρας.

 

Ο πισκέψεις στό σπίτι τς ταν καθημερινές. Δέν πρχε ράριο. καθένας ρχόταν ποτε θελε καί φευγε ταν θελε. Δεχόταν τούς πάντες γόγγυστα. ταν ταν μόνη της διάβαζε προσευχόταν. Γιά νά ξεμουδιάσει βγαινε καί κανε περίπατο, χι στό χωριό, λλά στόν κπο μέ τίς πορτοκαλιές καί λεγε τήν εχή.

 

λόγος της ταν πάντα γιά τήν πομονή. λεγε: «μες ο χριστιανοί θά περάσουμε δ μεγάλες δοκιμασίες, κόμα καί μέσα στήν δια τήν οκογένειά μας. Θά πρέπει νά δείχνουμε πομονή, γάπη, καί νά κάνουμε λεημοσύνες». Σέ σους εχαν οκογενειακά προβλήματα τούς παρακαλοσε νά μή διαλύσουν τήν οκογένειά τους. « πειρασμός σς βάζει», λεγε.

 

Σέ νέους πο τήν πισκέπτονταν συμβούλευε: «ποφάσισες νά παντρευτες; Θά κάνεις πομονή καί χι μία, λλά πολλές. Νά κκλησιάζεστε τακτικά, νά ξομολογεστε, νά κοινωντε καί νά προσεύχεσθε. ταν κάνετε ατά, θά πτε κοντά στόν Χριστό νά χαίρεστε γιά πάντα».

 

ν καί δέν εχε σπουδάσει, μως διάβαζε πολλά πνευματικά βιβλία, τά κατανοοσε καί τά ξηγοσε. νθρωποι γγράμματοι - κόμη καί καθηγητές Πανεπιστημίου - πήγαιναν νά κούσουν τήν γιαγιά Λαμπρινή. Τήν εχαν σέ διαίτερη ελάβεια γιατί ζωή της ταν τελείως δοσμένη στόν Χριστό, λλά καί γιατί βλεπαν νά νεργε θεία Χάρη μέσω ατς θαυμαστά ργα. ρπαζόταν πολλές φορές νος της καί βλεπε τά θέατα μυστήρια το μέλλοντος αἰῶνος, προσευχή της εσακούετο, γνώριζε τά κρύφια τν νθρώπων, καί προέβλεπε γεγονότα το μέλλοντος.

 

Διηγήθηκε γιαγιά Λαμπρινή: « κόρη μου Σταθούλα εχε περάσει τά δεκαοχτώ της καί ταν καιρός γιά παντρειά. ρχισαν τά προξενιά λλά δέν μ' νέπαυαν ο γαμπροί. ταν εκατάστατοι, καλοί νθρωποι, λλά μέ σαλεμένη καθαρότητα. κενα τά χρόνια δέν εχε τόσο λόγο νύφη γιά τήν πιλογή το γαμπρο, καί πειδή εχα τήν μέριμνα το γαμπρο, θελα πρτα π' λα νά εναι καθαρός, γνός. Σταθούλα δέν εχε κλίση γιά καλογερική, πως γώ, καί πρεπε νά βρεθε γαμπρός».

 

Μία μέρα τό βράδυ πού πγα στό κρεββάτι νά κοιμηθ, πρα ς συνήθως νά διαβάσω να βιβλίο, καί μουν στενοχωρημένη γιατί δέν βρισκόταν γαμπρός. νδρας μου κοιμόταν χωριστά γιά νά μήν τόν νοχλ.
Μόλις εχε πάρει πνος τόν νδρα μου, νοιξε τό παράθυρο μόνο του, καί μπκε φύλακας γγελός μου. Πρε τό πνεμα μου. Στό κρεββάτι μου μεινε τό σμα μου μισοπεθαμένο. Βαδίζαμε - βαδίζαμε χωρίς νά ξέρω πού πμε. Φθάσαμε στήν Πρέβεζα. Μο λέει: «Μήν σταματς καθόλου. Θέλουμε νά πμε στήν Λευκάδα». γώ δέν ξερα πού εναι Λευκάδα.

 

Φθάσαμε στό νησί, πήγαμε σ' να σπίτι στήν ξώπορτα. Μο λέγει γγελος: “Κάθησε δ καί γώ θ' νοίξω τήν πόρτα. Νά κοιτς μέσα”. νοιξε τήν πόρτα το σπιτιο καί εδα να νέο ρθιο, μέ κουστούμι, μέ τήν πλάτη γυρισμένη. Γύρισε τότε νά κλείσει τήν πόρτα, γιατί το φάνηκε τι νοιξε μόνη της, καί τόν εδα καί πό μπροστά. γγελος ταν πνεμα, καί γώ στήν αλή καί δέν μς βλεπε.

 

- Σο ρέσει γιά γαμπρός στήν κόρη σου;

 

- Καλός εναι λλά εμαστε μακρυά.

 

- γγελος εναι καί ατός, πως καί γώ.

 

- γγελο θά πάρει κόρη μου; νθρωπος εναι, πς θά πάρει γγελο; (ατός μως ννοοσε τήν καθαρότητά του).

 

- πό τώρα δέν θά κάνεις λλο συνοικέσιο γιά τήν κόρη σου ,τι καί νά σο λένε ο λλοι, θά περιμένεις λίγα χρόνια, λόγω κάποιων δυσκολιν, λλά θά σο τόν φέρω τόν γαμπρό μόνο του καί θά βρε τήν κόρη σου.

 

Ξεκινήσαμε τήν πιστροφή μέ τόν διο τρόπο. Πέρασαν τρία χρόνια καί πγε κόρη μου μέ τόν γιό μου σ' να ζαχαροπλαστεο. κε ταν γαμπρός. Μόλις τήν εδε ρθε καί τήν ζήτησε σέ γάμο. Κατάλαβα τι ταν ατός πού θελε Θεός. Τόν δεχτήκαμε καί δόξασα τόν Θεό γιά τήν μεγαλοσύνη Του».

 

λλη φορά, πως διηγήθηκε, Παναγία τς δειξε τήν κόλαση καί τόν παράδεισο:

 

«Τό 1982 μουν στήν σπηλιά τς γίας Παρασκευς στο Χανόπουλου. Προσευχόμουν μέσα στήν σπηλιά μέ λλες γυνακες καί σκέφτηκα: «χ, σπηλιά, πο νά σ' ερισκα, νά 'ναι δική μου ατή σπηλιά».

 

- χι, χι, μο επε μία φωνή. σπηλιά δική σου εναι τς Παρθένου (τς Παναγίας δηλαδή).

 

-Πο εναι ατή σπηλιά;

 

-Θά σο τήν βρ γώ, λλά μετά πό καιρό.

 

Πέρασαν πέντε χρόνια γιά νάρθει καιρός. γώ στό διάστημα ατό ψαχνα. κουγα γιά σπηλιά καί παιρνα καμμιά γυναίκα γιά παρέα καί πήγαινα. Τό βράδυ πο γύριζα στό σπίτι καί κανα προσευχή κουγα φωνή: «χι ατο, παιδί μου. δικα κουράστηκες».

 

Μία μέρα μέ κάλεσε ξαδέλφη μου στήν ρτα γιά δουλειά. κε μίλησε γιά μία σπηλιά πού θά πήγαινε τήν λλη μέρα μέ λλες γυνακες. ποφάσισα νά πάω. Ξεκινήσαμε τό πρωί στίς πέντε μέ τά πόδια.

 

Μόλις φθάσαμε σπηλιά δέν φαινόταν ξωτερικά παρά μόνο δύο τρύπες πο χωροσες σφηνωτά. Κοντά στήν εσοδο τς σπηλις εχε καί κκλησάκι. Εχα πάρει μαζί μου λαμπάδες καί κεριά. ναρωτήθηκα: «Εναι ραγε ατή σπηλιά»; Καί κουσα φωνή: «δ μέσα εμαι. Κράτησε μία λαμπάδα γιά νά μπες στήν σπηλιά».

 

Γιά νά ξεφύγω τίς γυνακες επα τι εμαι κουρασμένη καί θά καθίσω λίγο νά ξεκουραστ. Μόλις ατές μπκαν στό κκλησάκι, ναψα τήν λαμπάδα καί μπκα μέσα στήν σπηλιά. ταν μεγάλη σπηλιά. Μέσα εδα τήν Παναγία καθαρά, σκυψα καί τήν προσκύνησα. Τότε ξέχασα τά πάντα, θελα νά μείνω γιά πάντα κε σ' λη μου τήν ζωή. Προσκυνοσα συνέχεια τήν Παναγία καί μο επε:

 

- Φθάνει. Θά δες πολλά δ μέσα, θά δες τόν λλο κόσμο. Ατά πού θά δες σύ, νά τά μολογήσεις σέ πρόσωπα πού τά γαπνε ατά. μα βλέπεις διαφορία, δέν θά λές τίποτε. Καί στίς γυνακες ξω διαφορία θά δείξεις μα βγες. ν σέ ρωτήσουν θά πες πγα νά προσευχηθ μέσα στήν σπηλιά. Τώρα μως βγές ξω μέσως διότι σέ ζητνε. Μετά πόφευγέ τις μέ τρόπο καί ξαναμπές νά συνεχίσουμε. Θά τίς τοιμάσω καί γώ σωτερικά νά δεχθον ,τι τούς πες.

 

Βγκα ξω καί τίς καθησύχασα διότι μέ ψάχνανε καί φωνάζανε. Εχε λλοιωθε τό πρόσωπό μου πό τήν συνάντηση μέ τήν Παναγία, τό κατάλαβαν καί μο λεγαν: «Γιατί εσαι τσι; Τί παθες»; γώ δικαιολογήθηκα τι φοβήθηκα λίγο στό σκοτάδι τς σπηλις καί χλώμιασα. Τούς επα τι θά ξαναμπ στήν σπηλιά νά προσευχηθ καί ατές τό δέχθηκαν. ναψα τήν λαμπάδα καί ξαναμπκα. Παναγία μέ περίμενε καί μο επε: «Μή φοβσαι τώρα. Ο γυνακες θά σέ περιμένουν, καί μόλις σέ δον θά πον: Δόξα σοι Θεός». Μέ πρε στερα Παναγία σ' ναν κάμπο μεγάλο σο εναι ρτα. φθασα σέ δύο δρόμους, καί ρώτησα ποιόν νά διαλέξω. «ποιον θέλεις σύ», επε Παναγία. γώ πρα τόν να δρόμο.

 

Καθώς προχωροσα βλεπα γλέντια, γάμους, νδρόγυνα γαπημένα, παιδιά, καί λεγα «τί ραος κόσμος εναι δ»! «χ», κανε Παναγία. τσι γελιέται λαός στόν κάτω κόσμο, τόν πονηρό. μα κουσα ατό δέν θελα νά προχωρήσω λλά Παναγία επε: «Θά προχωρήσουμε καί μή φοβσαι». τσι πρα θάρρος καί προχώρησα.

 

Συναντήσαμε να ποτάμι πύρινο πο τά κύματά του πεφταν σέ τρες νθρώπους δικούς μου καί φώναζαν. Παναγία μου επε: «Μήν στενοχωριέσαι. Ατά ργάσθηκαν στήν γ, ατά πολαμβάνουν. Σέ κουγαν ταν τούς λεγες κάτι σύ; γώ τούς κάνω τό καλό κάθε χρόνο καί τούς βγάζω πό κε πό τήν νάσταση μέχρι τήν Πεντηκοστή».

 

Πιό πέρα εδα να ποτάμι μέ πίσσα πο κόχλαζε. Κι κε μπαιναν καί βγαιναν κεκοιμημένοι... μως τά ροχα τους ταν καθαρά, δέν λερώνονταν, παρ' τι κυλιόνταν μέσα στίς πίσσες. λλά τί τό θές; Καίγονται μέσα στήν πίσσα. Δέν ντέχουν τό κάψιμο.

 

πειτα βρέθηκα σ' να μεγάλο βαρέλι καί μέ φώναξε μέ τ' νομά μου μία ψυχή πό μέσα πού βασανιζόταν. Προσπαθοσε νά βγε καί μέ παρακάλεσε νά βρέξω τό δαχτυλάκι μου νά δροσιστε λίγο τό στόμα του. Τόν γνώρισα πό τήν φωνή καί το επα:

 

- Ατο μέσα εσαι, ρέ; Ατά ργάστηκες στήν ζωή; Δέν θυμσαι κε ξω πό τήν Παρηγορήτρια στήν ρτα, σύ γύριζες πό τήν λαϊκή καί γώ πό τήν κκλησία μου καί μέ κοροΐδευες γιατί πιστεύω σ' ατά, στήν κόλαση καί στόν παράδεισο, καί λεγες τι μα πεθάνει νθρωπος, πάει πως τό πρόβατο, χάνεται; Καί λλά πολλά σο λεγα γιά τήν κόλαση καί τόν παράδεισο, δέν τά θυμσαι;

 

- Τά θυμμαι λλά τώρα εναι ργά. Φώναξε σο μπορες, σο ζες, νά ρθει κανείς κοντά σου, νά ποφύγει ατήν δ τήν κόλαση.

 

- Τί νά κάνει κοντά μου φο καί 'γώ δέν ξέρω. σύ πόσες φορές μέ κόλαζες ταν σέ συναντοσα;

 

- χι, σύ δέν φαγες, δέν λλαξες, δέν ντύθηκες, δέν γλέντησες, γωνίστηκες καί ξέρεις.

 

Εγώ μετά π' ατά, τόν πόνεσε ψυχή μου. μουν εαίσθητη στόν πόνο τν λλων καί, ν κουγα τι κάποιος πεινάει, δέν τρωγα καί γώ καί ν μποροσα το πήγαινα φαγητό. Τώρα μως σκεφτόμουν νά το δώσω λίγο νερό μέ τό δάχτυλό μου χι; Παναγία μου επε τι, ν δώσω, θά μέ κάψει τήν μισή πλευρά το χεριο μέχρι πάνω στόν μο. Μόλις τ' κουσα ατό κοντοστάθηκα, μως τόν λυπόμουν τόν νθρωπο κε μέσα. Παρακάλεσα τότε τήν Παναγία νά τό βρέξω καί νά τό δώσω λίγο. Τί νά σο π; Θά καε τό χέρι σου. φο τό θέλεις τόσο πολύ, βάλτο λίγο, μως καί γώ θά' μαι στό πλευρό σου». «Ναί τό θέλω, ψυχή εναι κι ατή. Μπορε καί γώ νά πάθω τά δια». «Μή γένοιτο», μο επε.

 

Τό 'βαλα τότε καί κάηκε τό χέρι μου. Μέ πονοσε, τό φυσοσα, λλά τίποτε. πό τότε τό δάχτυλο δέν τό δουλεύω εναι σκληρό. Καί νά τό κόψεις δέν τό νιώθω.

 

«Ατά πο εδες δ δέν πρέπει νά σέ ναλώσουν σέ στενοχώρια λλά νά βάλεις λη τήν δύναμή σου νά τά πες σέ λλους ζντες καί νά βοηθήσεις ψυχές πο ποθον τόν Ορανό».

 

Φεύγοντας επε Παναγία: «Ελογημένοι νά εστε μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία πού θάρθει Υός μου», καί φύγαμε.

 

Μετά πήγαμε στόν καλό τόν κόσμο. κε χαιρόσουν νά βρίσκεσαι. Γνώρισα πολλούς π' ατούς. Συνάντησα πολλά ζευγάρια πο ζησαν γαπημένα. θελε νά μο δείξει καί λλους, λλά τς επα «χι νέους, γιατί στενοχωριέμαι νά πεθαίνουν νέοι». Παναγία μο επε «χι νέους, λλά γέρους, διότι ο καλοί νθρωποι πεθαίνουν γέροι. Τούς λλους τούς παίρνουμε νέους γιά νά γλυτώσουν πό τίς μαρτίες πο θά πέσουν».

 

Συναντήσαμε να ζευγάρι λικιωμένων. Μο επε Παναγία: «Τώρα ρχεται καί γιός τους, ταξιδεύει». Μόλις εχε πεθάνει καί νέβαινε ψυχή του. Σηκώθηκε τότε γέρος καί προσευχήθηκε στόν σταυρωμένο πο δέσποζε πιό πέρα καί επε: «Σ' εχαριστ, Θεέ μου, πού πρες τόν γιό μου σέ ριμη λικία καί τόν φέρνεις δ». Τόν εχαρίστησε καί γριά. «μήν», κούστηκε πό τόν Σταυρό.

 

γέρος καί γριά ξανακάθισαν στίς πολυθρόνες τους πο ταν χρυσαφένιες, λες ταν χρυσαφένιες. Μπροστά τους σ' να τραπεζάκι εχε καθένας τους μία πιατέλα πού τρωγαν. γώ σκέφτηκα «τί τρνε;» Καί μο πήντησαν: «κενο πού μς φέρνετε σες στήν προσκομιδή τρμε». τροφή τους ταν να σάν τό ντίδωρο καί κρασί. Τά κρεβάτια τους ταν λόχρυσα, ραιότατα.

 

Γιά τίς παρθένες πρχε λλος ξεχωριστός τόπος, τό παρθενικό σπίτι. κε εδα καί γνωστές μου, λλά δέν μο μίλησαν.

 

στερα Παναγία μο επε: «Θά φύγουμε τώρα καί θά περάσουμε νά δομε ναν νθρωπο πο ρθε δ μετά πό πολυχρόνιο σθένεια. Ατός ταν πολύ μαρτωλός, λλά ξεπλύθηκε πό τήν σθένειά του. πέμεινε γόγγυστα τήν ρρώστια του. Τό κρεββάτι του βέβαια δέν ταν μοιο μέ τν λλων, λλά κοπιασμένο πό τούς κόπους πού πέμεινε.

 

Μο επε τότε ατός: «Ναί, τσι εναι πως τά λέει μάννα μας (Παναγία). λυωσα στό κρεββάτι μου, χυσα λο τό αμα μου σ' ατό τό κρεββάτι. Ατά πού πέρασα μόνο τό κρεββάτι ατό τά γνωρίζει καί μητέρα μου πού μέ φύλαγε καί στεκόταν στό προσκέφαλό μου.

 

στερα Παναγία συνέχισε: λοι ο νθρωποι ναρθον δ. ς πονέσουν λίγο στήν γ. Στή γ πάρχουν πολλοί πειρασμοί. Μόνο τήν ψυχή σας νά φυλάξετε πό μαρτίες. ποιος θυσιαστε γιά τόν Υό μου θά πολαύσει λα ατά τά γαθά. σοι θά ργασθον γιά μένα κάτω στήν γ θαρθον στόν Παράδεισο. Ατά τά γαθά, χαρά σ' ποιον τ' πολαύσει. μως τώρα λίγοι ρχονται. Χάλασε κόσμος».

 

Λαμπρινή λλη φορ προεδε τόν θάνατο τς νεψις της: «Εχα πάρει προειδοποίηση (πληροφορία) τι τήν Τετάρτη θά κοιμηθε νεψιά μου Κασσιανή. Ατή μέ πισκέφθηκε τό προηγούμενο Σάββατο τό πόγευμα καί μο επε τι συμφώνησε μέ τόν παππ νά κάνουμε Λειτουργία τήν ρχόμενη Τετάρτη, μέ κάλεσε καί μένα νά βοηθήσω. Εχα ελογία πό τόν Δεσπότη νά ψέλνω στό ναλόγιο ταν πρχε νάγκη. Τς λέω: «χι τήν Τετάρτη λλά τή Δευτέρα». Ατή πέμενε τήν Τετάρτη, διότι δεσμεύτηκε στόν παππ καί δέν μποροσε νά τό λλάξει. Γιά νά τήν διευκολύνω πγα τότε γώ καί τό λλαξα. γινε Λειτουργία, εχαμε προετοιμαστε καί κοινωνήσαμε. Κασσιανή δειχνε γιέστατη. Μέ εχαρίστησε πο βοήθησα καί γώ στήν θεία Λειτουργία καί ποχαιρετιστήκαμε.

 

Τήν Τετάρτη τά χαράματα τήν Κασσιανή τήν πρε τηλέφωνο δελφός της Νίκος νά πάει στήν κλινική, διότι θά γεννοσε γυναίκα του λγα καί θελε νά χει κάποιον δίπλα του. Πγε Κασσιανή, λλά μέσως μετά τήν γέννα Κασσιανή παθε πνευμονικό οδημα καί κοιμήθηκε στερα πό λίγο. Γι' ατό σς λέω, δέν ξέρουμε πότε θά πεθάνουμε».

 

Κάποτε συνέβη τό ξς, πως τό διηγήθηκε: «ταν 30κοστή μέρα πό τήν κοίμηση νός γνωστο μου 7χρονου κοριτσιο. Τό βραδάκι, ς συνήθως, πρα νά διαβάσω να πνευματικό βιβλίο καί καθόμουν στό κρεββάτι, ν δίπλα μου νδρας μου εχε δη κοιμηθε. Τότε π' τό παράθυρο μπκε νας γγελος καί φερε τό γνωστό μου κοριτσάκι νυμφοστολισμένο. Τό ρώτησα τί θελε ξανά στόν μαρτωλό ατόν κόσμο καί μο πάντησε: «ρθα γιά σένα. Δέν μπόρεσα νά βρ νθρωπο νά π τό παράπονό μου. Ο γονες μου μέ ζόριζαν νά τρώω γιά νά γίνω καλά, ν δέν μο λειπε τό φαγητό. Θεός θελε νά μέ πάρει. Τώρα μως πο πέθανα πρεπε νά πάω στόν παράδεισο, λλά χω μπόδια. να φείλεται στούς γονες μου, καί να σέ μένα. Τώρα πο πέθανα, κόμη δέν σαράντισα καί μητέρα μου μεινε γκυος. Ατό δέν πρεπε νά γίνει. κόμη στόν δρόμο εναι ψυχή μου, δέν πέρασα λα τά τελώνια. Ξέρω τι μέ κλαψαν πολύ, λλά δέν πρεπε νά γίνει. Νομίζουν τι τρόπον τινα θά μέ ναστήσουν, λλά πές τους τι γοράκι θά κάνουν, χι κορίτσι, πως νομίζουν. Ατή τους πράξη δυσκολεύει τήν ψυχή μου. σο γιά μένα, τήν τελευταία φορά πού πγα στό σχολεο πρίν πεθάνω, δέν εχα μολύβι καί πλάκα γιά νά γράψω. Μία συμμαθήτριά μου μως μο δωσε καινούργια πλάκα καί μολύβι, τά ποα δέν πέστρεψα. Πές στήν μάννα μου νά γοράσει καινούργια καί νά τά πιστρέψει. Γιά τό μεγάλο καλό πο θά κάνεις στήν ψυχή μου θά σέ πάρω τώρα μαζί μου νά δες τόν θάλαμο πού χει τοιμο Κύριος γιά μς τίς παρθένες. μες νυμφευθήκαμε τόν Χριστό».

 

Βγήκαμε πό τό παράθυρο καί νεβαίναμε. Μς συνόδευε καί γγελος κρατώντας πό τό χέρι τήν κόρη. Φθάσαμε στόν Παράδεισο καί τόν βλέπαμε. ταν σπίτια πολλά λλά πολύ ραα. Φθάσαμε στό παρθενικό σπίτι, λλά δέν μ' φησε νά μπ μέσα. Ατή μπκε καί μο επε: «σύ εσαι κόμα στήν γ δέν μπορες νά μπες δ». Εδα μως πό τό παράθυρο τίς παρθένες, λλες μικρές στήν λικία καί λλες μεγάλες. Φοροσαν ροχα πο λαμπαν. Μο επαν: «μες δ δέν χομε ποτέ χειμώνα, ποτέ νύχτα, ποτέ βροχή. Εμαστε πάντα στό νθος». Μετά σήμανε να σήμαντρο καί ταν ρα γιά προσευχή καί πρεπε νά φύγουμε. θελα νά μείνω καί γώ νά μάθω πς προσεύχονται, καί μο επε: «σες χετε τούς παπάδες, τούς πνευματικούς καί σς τά λένε λα».

 

γγελος μέ γύρισε πίσω χωρίς νά μο μιλήσει. βλεπα τό σμα μου νά βρίσκεται στό κρεβάτι δίπλα στόν νδρα μου, νέπνεε λίγο, σα - σα πού ζοσε. Μπκα ξανά στό σμα μου, φησα τό βιβλίο στό τραπέζι καί κοιμήθηκα. Τό πρωί θά πηγαίναμε στό χωράφι γιά νά δουλέψω στό βαμπάκι λλά δέν μπόρεσα νά πάω. Γιά τρες μέρες ασθανόμουν πολύ κουρασμένη καί μουν χλωμή.

 

ταν εχα ρωτήσει τό κοριτσάκι: «Καλά, γιά μία πλάκα καί να μολύβι χεις τόσες δυσκολίες; Μέ μς πο χουμε κάνει τόσα, τί θά γίνει»; Μο πάντησε: «Ατή πλάκα καί τό μολύβι εναι σάν βάρος κατό κιλν καθώς μέ δυσκολεύει καί μαρτία τν γονέων μου».

 

Γι' ατό δέν πρέπει τίποτα νά χρωστμε δανεικό σέ τούτη τήν ζωή, ν θέλουμε νά πολαύσουμε τά γαθά το παραδείσου».

 

Στήν θεία Λειτουργία καί ταν κοινωνοσε εχε μπειρίες καί κάποιες πό ατές τίς κμυστηρεύτηκε ς ξς:

 

«λα ατά πού προσφέρουμε στήν Προσκομιδή, κρασιά, κεριά καί τά νόματα, τά παίρνουν γγελοι καί τά πηγαίνουν πάνω.

 

Μία φορά εχα πάει στήν γία Ακατερίνη. Εχαν μνήμη (ορτή γίου) κε καί δωκα τό χαρτάκι μου μέ τά νόματα. Τό πρωΐ στέρα πο εχε τελειώσει Λειτουργία, εδα κατά γς τό χαρτάκι στό ερό μπροστά. Στενοχωρήθηκα καί επα: «χ, Θεέ μου, γία Ακατερίνη, ρθα δ καί δέν διαβάστηκαν τά νόματά μου».

 

Τή νύχτα στόν πνο μου ρθε μία νέα ραία (γία Ακατερίνη) καί μο επε: «Φοβήθηκες, παιδί μου, μήπως δέν διαβάστηκαν τά νόματα; Τά διάβασα γώ, ς μήν τά διάβασε παππς».

 

Στά χέρια της κρατοσε να χαρτί. Μο τό δειξε. Εδα τι ταν τό χαρτί πο εχα γράψει τά νόματα καί τό εχα δώσει στόν παππ γιά νά τά μνημονεύσει στήν Προσκομιδή.

 

«ταν ξεκιν τό πρωί Λειτουργία μας, κε λα εναι πολύ ραία. ταν μως ρχεται ρα τς μεταδόσεως τότε εναι λη κκλησία γεμάτη πό τά γγελικά πνεύματα. Τώρα τά βλέπω τσι σάν στραπή. Περννε γγελοι μέ τά φτερά τους, μορφα τά πρόσωπά τους, πως εμαστε ο νθρωποι. Ατοί εναι ψηλά, καί μες χαμηλά. Φωνάζει παππς πό δ, ψάλτης πό κε, βγαίνουν λοι κε καί κουλουριάζουν (κυκλώνουν) τόν παππ γύρω-γύρω.

 

Μετά βγαίνει μετάδοση, βλέπεις στήν ραία Πύλη κέραιος Χριστός, βλέπεις πού λέει παππς «Μετά φόβου...». Ατός λέει: «δ γώ εμαι» καί δείχνει τό γιο Ποτήριο, τι δηλαδή εναι μέσα.

 

Παίρνομε τότε πραγματικά κρέας πό τό Σμα το Κυρίου. Μέσα στό γιο Ποτήριο εναι λήθεια Ατός. Γίνεται λος τόσο δά παιδάκι μικρό - μικρό μέ κεφαλάκι, χεράκια, ποδαράκια, κέραιος Χριστός, νθρωπος δηλαδή, καί τό δίνει σ' μένα, τό δίνει σ' σένα καί στόν λλον, μέ τό κουταλάκι (γία λαβίδα). Τό κουταλάκι μέσα χει να νθρωπάκι».

 

Πς νά τό πάρεις ατό τό πράγμα; Καί τό παίρναμε κάτι μαρτωλοί, κακομαγαρισμένοι, καταπονηρεμένοι, κακός κόσμος, φονιάδες, σκοτώνουν τόν λλον καί τόν θάβουν.

 

ταν πηγαίνεις νά μεταλάβεις, θά πηγαίνεις μέ τό κεφάλι σκυφτό καί θά σκέφτεσαι Ποιόν θά βρες μπροστά σου. Ποιόν θά δες τώρα σύ. Μήν κοιτς τόν ναν καί τόν λλον καί τί κάνει ατός καί κενος.

 

Θά κοιτάζεις μόνο τό γιο Ποτήριο. Ποιός εναι στό γιο Ποτήριο. κε εναι διος Χριστός πού στό δείχνει, ατο δέν εναι παππς, ατό τό τόσο δά πραγματάκι τό δίνει Χριστός. Ατός παρατηράει ποιός εναι κανός νά τό πάρει. ποιος δέν εναι ξιος σ' ατόν δέν τό δίνει. Νομίζεις πς παίρνουν λοι μετάδοση κείνη τήν ρα; Δέν παίρνουν. Παίρνει κενος πο εναι τοιμασμένος. Καί κείνη τήν ρα πού πς νά μεταλάβεις πρέπει νά δες τόν Χριστό. Δέν εναι νάγκη νά τόν δες πραγματικά, λλά βάλτον μέ τόν νο σου. Μετά ρχεται τό «Δι' εχν» καί βλέπεις φεύγουν λοι πρίν τό «Δι' εχν» πό τήν κκλησία. Κάτσε λίγο νά πάρεις τήν εχή. Μετά δέν κάνει νά γυρίσεις (πισκεφτες) σπίτι ξένο, γιατί θά χάσεις τήν εχή. Δέν εναι καλά νά βγες ξω, νά πς, ξέρω 'γώ, στήν γορά. Καί ν εναι μεγάλη νάγκη πές σέ κάποιον πο πάει στήν γορά νά σο ψωνίσει. Καί ν βγες, σκύψε τό κεφαλάκι σου, κνε τήν δουλειά σου καί γύρισε στό σπίτι.

 

«Γιά νά κοινωνήσουμε πρέπει νά προετοιμαστομε καμιά βδομάδα πό νηστεία καί πό λλα πράγματα».

 

γιαγιά Λαμπρινή εχε παρρησία στήν προσευχή της. Ο νθρωποι στίς δυσκολίες τους, τς ζητοσαν νά προσεύχεται καί μετά βλεπαν τά ποτελέσματα.

 

Κάποιος ξάδελφός της ταν τοιμοθάνατος καί δέν παράδινε τό πνεμα του (πέθαινε). Βασανιζόταν γιατί ν φαινόταν τι πέθαινε, μετά πάλι πανερχόταν. Πγε γυναίκα του καί παρεκάλεσε τήν γιαγιά νά πάει στόν σθεν νά κάνη προσευχή. Δίσταζε γιατί θεωροσε τι θά τόν πεθάνει ατή. Πγε τελικά, συζήτησε μαζί του, ταν καλός λλά πινε. Το επε νά ξομολογηθε καί μετά ν προσευχόταν γιαγιά, παρέδωσε τήν ψυχή του συχα.

 

Τό γγονάκι της, πέντε χρόνων, ταν ρρωστο. Δύο φορές τό εχαν πάει στήν Ρωσσία καί τοιμάζονταν νά πνε καί τρίτη φορά νά τό ξαναχειρουργήσουν. γιαγιά Λαμπρινή δέν θελε νά πνε γιατί ξερε τι καί νά ζήσει, δέν θά γινόταν καλά. Τό τελευταο βράδυ πγε στό κελλί της καί ξέσπασε σέ προσευχή μέ δάκρυα παρακαλώντας τόν Θεό: «Νά τό πάρεις στόν θρόνο Σου στούς Ορανούς ντί γιά τήν Ρωσσία. Ατό εναι γγελος. Καί κε νά μέ ξιώσεις καί μένα, Θεέ μου, νά σηκωθε τό γγονάκι μου πό τόν θρόνο νά μέ πάρει καί μένα».

 

κουσε τό «ναί» στήν προσευχή της καί μετά εχαριστοσε τόν Χριστό. Μέχρι τίς τρες μετά τά μεσάνυχτα τελείωσε τό παιδί. κλαιγε πό χαρά καί πρε τό λεύρι νά ζυμώσει πρόσφορο.

 

γιαγιά Λαμπρινή κατά τήν διάρκεια τς ζως της δέν ξέχασε τόν μοναχικό της πόθο. τσι μετά τήν κοίμηση το συζύγου της παίρνει τήν πόφαση νά πραγματοποιήσει τό νειρό της. Σέ λικία 70 τν περίπου πηγαίνει σέ μοναστήρι τς περιοχς, που σύμφωνα μέ τόν κανόνα πού τς βαλε γέροντας, θά μενε 50 μέρες γιά τό Πάσχα, 40 γιά τά Χριστούγεννα καί 15 γιά τόν Δεκαπενταύγουστο. δια μετά ζήτησε νά μείνει μόνιμα στό μοναστήρι, λλά ν τ μεταξύ γέροντας κοιμήθηκε καί ο μοναχές ξέφρασαν ντίρρηση γιά τήν παραμονή της. Πάλι γιαγιά Λαμπρινή μέ πακοή - πομονή δέχθηκε ατή τους τήν πόφαση καί ερηνικά πέστρεψε στό σπίτι της, που συνέχισε τούς γνες της καί προετοιμαζόταν πλέον γιά τήν κοίμησή της.

 

 

Μαρτυρίες γιά τήν Λαμπρινή

 

κ. νδρέας Νικολάου πό τά Καλομόδια ρτας σημειώνει: «Ο γονες μου καί κυρίως γιαγιά μου πό πολύ μικρό μο μιλοσαν γιά τήν γιαγιά Λαμπρινή καί τά χαρίσματά της. Εδικά γιαγιά μου τήν κολουθοσε παντο σέ ποιες κκλησίες πήγαινε καί περπατοσαν ρες μέχρι νά φθάσουν. Δέν δινα καί μεγάλη σημασία σ' ατά πού κουγα, γιά τίς τέλειωτες ρες προσευχς, γιά τίς λάχιστες ρες πνου (δύο ρες τό εκοσιτετράωρο), γιά τά χαρίσματά της. Τήν σεβόμουνα σάν γριούλα πο ταν, λλά σο μεγάλωνα διαπίστωνα τι ποβάλλεται μέ χαρά σέ μεγάλες καί σκληρές δοκιμασίες (νηστεες καί γρυπνίες). Παρατηροσα κάθε φορ πού μεταλάμβανε στήν κκλησία τό πρόσωπό της νά λάμπει. ταν μέ συναντοσε μετά τήν θεία Λειτουργία, μέ χαΐδευε στοργικά στό κεφάλι καί νιωθα τότε νά μήν πατάω στήν γ. Ατό μέ κανε νά πιζητ πιό συχνά νά εμαι μαζί της.

 

«Κάποιο καλοκαίρι πο εχα τελειώσει τήν πρώτη τάξη δημοτικο, γιαγιά Λαμπρινή μέ λλες γυνακες πγαν κα νοιξαν τήν κκλησία τν Ταξιαρχν στό χωριό Λουτροτόπος ρτης. Μαζί τους πγα καί γώ μέ τήν μητέρα μου καί κοιμηθήκαμε τό βράδυ μέσα στήν κκλησία. ταν νύχτα καί γιαγιά κάτι ψελνε πό να βιβλίο. γώ σηκώθηκα καί γύριζα μέσα στήν κκλησία πού φωτιζόταν πό λίγα κεράκια ναμμένα. στερα νοιξα τήν πόρτα το ερο, μπκα μέσα, προχώρησα δύο - τρία βήματα πρός τήν γία Τράπεζα καί μέσως σταμάτησα. κουσα βήματα νθρώπου νά μέ πλησιάζουν. Παρατήρησα δύο - τρες σκιές γύρω πό τήν γία Τράπεζα νά ρχονται πρός τό μέρος μου καί νά μέ περικυκλώνουν. Φοβήθηκα καί μέσως βγκα ξω πό τό ερό. Βλέποντάς με μητέρα μου, πο μέ ψαχνε, με μάλωσε. Τότε τς λέγει γιαγιά Λαμπρινή: «Μή μαλώνεις τό παιδί. Ατό εναι παιδί μικρό καί ναμάρτητο. Νά ξερες τί γγελικές δυνάμεις τό χουν περικυκλώσει»! Κατάλαβα τότε τι καί γιαγιά Λαμπρινή εδε τά δια μέ μένα καί ς ταν κτός του ερο. Διαπίστωσα κτοτε τι γιαγιά Λαμπρινή δέν εναι σάν τούς λλους νθρώπους.

 

ταν ργότερα νηλικιώθηκα καί γιαγιά εχε περάσει τά γδόντα της χρόνια, κάποια φορ τήν βρκα στήν βρύση τς αλς καί πρίν τήν χαιρετήσω παρατήρησα τι, πως ταν σκυμμένη, καμπούρα της εχε μεγαλώσει. Δέν πρόλαβα νά κάνω να βμα καί τότε γιαγιά λές καί διάβασε τήν σκέψη μου, σηκώνει τό κεφάλι της καί μο επε: «Εδες, παιδάκι μου, πς γινα πό τό πολύ διάβασμα, λη τήν μέρα σκυμμένη πάνω στά βιβλία μέ πολλή προσευχή καί μετάνοια στόν Κύριο, μήπως μπορέσω καί πάρω μία μικρή θέση στόν οκο το Κυρίου».

 

Τήν διέκρινε μεγάλη ταπεινοφροσύνη. λεγε: «γώ δέν εμαι τίποτε. Μία φτωχή καί γράμματη γρότισσα». Καί ν ταν λιγογράμματη, συζητοσε μέ πολλή νεση μέ μορφωμένους νθρώπους. Μιλοσε γιά δέκα λεπτά καί λεγε πράγματα πο λλοι δέν μποροσαν νά τά πον σέ ρες... καθηγητής μας θεολόγος γιά μις ρα προσπαθοσε νά μς ξηγήσει τί εναι θαμα καί στό τέλος δέν καταλάβαμε πολλά πράγματα. γιαγιά ταν τήν ρώτησα πάντησε: Εναι πολύ πλό. «,τι εναι δύνατο γιά τόν νθρωπο εναι δυνατό γιά τόν Θεό».

 

Κάποτε τηλεόραση δειχνε τίς κκλησίες στήν κατεχόμενη Κύπρο, πο ο Τορκοι τίς χουν μετατρέψει σέ στάβλους καί ποθκες. Ρώτησα τήν γιαγιά τί λέει Κύριος γι' ατό. δειξε νά στενοχωρήθηκε καί πάντησε:
«πό τότε πού ο Τορκοι μετέτρεψαν τήν γιά Σοφιά σέ τζαμί, Παναγία φυγε πό μέσα καί στέκεται ξω δίπλα στήν πόρτα καί κλαίει. Κλαίει συνέχεια γιατί τς πραν τό σπίτι. ν μποροσες νά δες τήν Παναγία πς κλαίει, θά κανες πολλές μέρες νά κοιμηθες». φο συλλογίστηκε γιά λίγο μο επε, «νά δες σέ λίγο καιρό τί θά πάθει Τουρκία». Πράγματι σέ λίγους μνες γιναν ο γνωστοί σεισμοί.

 

Τήν ρώτησα ν πάρχουν καί λλοι νθρωποι στήν λλάδα μέ τό διο χάρισμα. φο κοίταξε λίγο στόν ορανό μο πάντησε: «Ναί, πάρχουν, γιατί θρησκεία μας εναι ζωντανή. πάρχει κάποιος π' λους μας πού Κύριος τόν χει πολύ ψηλά. Κάθεται κοντά στά σύνορα μέ τήν λβανία. χω πάει πέντε - ξι φορές καί τήν προηγούμενη βδομάδα κε μουνα». Καί ν λεγε ατά λαμπε λόκληρη πό χαρά.

 

Μιλοσε γιά πράγματα πο θά γίνουν στό μέλλον. Επε: «Θά δες πράγματα πο δέν μπορες νά φανταστς. Θά δες μεγάλα κύματα σα μέ να διώροφο σπίτι νά καταστρέφουν πόλεις καί χωριά, καί λίγοι θά σωθον». Πράγματι δύο μνες μετά τόν θάνατό της εχαμε τό γνωστό τσουνάμι μέ χιλιάδες νεκρούς (στήν σία). «Θά δες παιδιά νά πηγαίνουν κδρομή μέ τό σχολεο καί νά βγαίνει σατανς μέ τό δρεπάνι καί νά τούς παίρνει τά κεφάλια». Πράγματι συνέβη τό γνωστό τύχημα μέ τά παιδιά πό τήν Μακεδονία μέ τόσα θύματα. Μο λεγε: «Δέν κάνει νά σο ποκαλύψω περισσότερα γιατί μαρτάνω. Γιά ,τι σο λέω μο δίνει δεια Κύριος».

 

«Στίς 7 Σεπτεμβρίου 2002 τήν πισκέφτηκα καί δειξε νά μέ περιμένει. Μο επε: «Σέ λίγες μέρες γώ θά φύγω πό τήν ζωή. Δέν ξέρεις μέ πόση χαρά περιμένω ατήν τήν στιγμή». Μο δωσε κάποιες συμβουλές, πως νά νηστεύω Τετάρτη καί Παρασκευή, νά μήν δουλεύω στίς ργίες, νά πηγαίνω σο μπορ σέ γρυπνίες καί λλά πολλά. στερα μο επε: ταν μέ χρειάζεσαι νά ρχεσαι στόν τάφο μου. κε θά εναι πλέον τό σπίτι μου. Θά ζητς τήν βοήθειά μου γιά νά μεσιτεύω στόν Κύριο. ρκε ατά πού θά μο ζητς νά εναι σύμφωνα μέ τά λόγια το Κυρίου».

 

*

 

κυρία Βασιλική Τζουρμαν πό τό Κομμένο ρτας μαρτυρε: «κουσα σέ μία κκλησία τς ρτας γιά πρώτη φορά νά συζητον γιά τήν Λαμπρινή καί τά πνευματικά της χαρίσματα καί νιωσα μεγάλη πιθυμία νά τήν γνωρίσω. Μέ μία συγγένισσά μου πού τήν ξερε πήγαμε στό φτωχικό σπιτάκι της. πό τότε γιά σαράντα περίπου χρόνια μέχρι πο φυγε πό τήν ζωή τήν κολουθοσα σχεδόν πάντοτε σέ προσκυνήματα, σέ γρυπνίες, σέ λειτουργίες πού κανε σέ κκλησίες καί κοιμόμασταν μέσα σ' ατές τίς νύχτες.

 

θεία Λαμπρινή προσευχόταν καί διάβαζε πολλές ρες καί κοιμόταν λάχιστα. Κάποτε ζήτησα τήν βοήθειά της. νδρας μου χαρτόπαιζε καί παραμελοσε τό σπίτι. Εχαμε φθάσει σέ διέξοδο. «Μή φοβσαι», μο επε, «λα θά τά τακτοποιήσει Κύριος ησος Χριστός, ρκε νά δείξεις πίστη στόν Κύριο». Μο ζήτησε γιά σαράντα μέρες νά ξυπν στίς 3 μετά τά μεσάνυχτα καί νά προσεύχομαι κάνοντας καί 40 μετάνοιες. Μο εχε δώσει νά διαβάζω κάποιες προσευχές καί μο επε τι καί ατή θά προσεύχεται γιά νά μς βοηθήσει Κύριος.

 

Πράγματι κανα πως μο επε θεία Λαμπρινή κρυφά πό τόν νδρα μου καί μετά τίς σαράντα μέρες ξαφνικά λα λλαξαν. νδρας μου δέν ξανάπαιξε χαρτιά, σχολονταν μέ τά κτήματα καί τήν οκογένεια καί τά οκονομικά μας βελτιώθηκαν.

 

Κάποτε μέ τή θεία Λαμπρινή καί λλες γυνακες κοιμηθήκαμε σέ μία κκλησία. φο τελείωσε τίς προσευχές της ξάπλωσε νά κοιμηθε. μένα δέν μέ παιρνε πνος. κούω τήν θεία Λαμπρινή ν κοιμόταν βγαζε κάτι ναστεναγμούς, σάν νά δούλευε καί ταν πολύ κουρασμένη. Ατό κράτησε γιά λίγο. Σηκώθηκα καί πιασα τά χέρια της καί τά πόδια της. ταν σάν νά πίανα ναν πεθαμένο. Κατάλαβα τι πάλι θεία Λαμπρινή φυγε πνευματικά πό τό σμα της. Τίς πρωινές ρες τήν κουσα πάλι σάν νά γκομαχοσε. «Τώρα θά πέστρεψε», σκέφθηκα. Μόλις ξύπνησε τήν ρωτάω: «Τό βράδυ φυγες; Πο πγες»; Μο δωσε τήν ξς πάντηση: «Πρα τήν τάδε, (μία γυναίκα πο ταν στήν παρέα μας) καί τήν παρουσίασα στόν Κύριο».

 

Κάποια φορ ντιμετώπισα να μεγάλο πρόβλημα. μεινα γιά ξι μνες στό κρεββάτι μέ δυνατούς πόνους στήν μέση μου. Δέν μποροσα νά κουνηθ καί πήγαινα πό γιατρό σέ γιατρό, λλά κατάστασή μου χειροτέρευε. Μία μέρα θεία Λαμπρινή μέ πισκέφθηκε στό σπίτι μου. «Μήν νησυχες», μο επε, «σέ λίγο καιρό θά εσαι τελείως καλά». Τήν δια μέρα μέ πληροφόρησε κάποια γνωστή μου τι θεία Λαμπρινή πρίν ρθει στό σπίτι μου πγε στήν κκλησία το χωριο μου, καί γονατιστή γιά πολλή ρα προσευχόταν μπροστά στήν εκόνα τς Κοιμήσεως τς Παναγίας, πού εναι φιερωμένη κκλησία. Σέ λίγες μέρες μέ τήν βοήθεια κάποιου γιατρο περπατοσα κανονικά. πό τότε μέχρι σήμερα γιά 18 χρόνια δέν εχα τήν παραμικρή νόχληση.

 

Καί μετά τήν κοίμησή της σέ δύσκολες στιγμές τς ζως μου τήν πικαλομαι καί πάντα μέ βοηθάει. Εχα να καλοκαίρι πονοκεφάλους καί ζαλάδες πού σως φείλονταν στούς καύσωνες. Ξάπλωσα νά κοιμηθ, φο πρτα ζήτησα τήν βοήθειά της. ρθε στόν πνο μου, στάθηκε πό πάνω μου καί μέ σκέπασε μ' να σεντόνι. Τό πρωί πο σηκώθηκα μουν γιέστατη».

 

*

 

κυρία Μαρία Δραγατάκη πό τήν ρτα ναφέρει: «μαθα πολλά κοντά στή γιαγιά Λαμπρινή πηγαίνοντας μαζί της στίς μέτρητες λονυχτίες καί στά προσκυνήματα πο ργάνωνε δια. Μέ ποκαλοσε «παιδί μου» καί λέξη ατή γγιζε πραγματικά τήν ψυχή μου. Εχε πομονή καί κουγε τά προβλήματά μου καί πάντα ερισκε λύσεις. ζωή της ταν γία καί ταν πολύ ταπεινή. Τί νά πρωτοθυμηθ; Τήν βοήθειά της πρός τήν μητέρα μου; Τίς προβλέψεις καί τήν προσευχή πο κανε γιά τά παιδιά μου; τό μεγάλο καλό πο κανε σέ μένα; ταν μετά πό να βαρύ χειρουργεο χασα τόν πνο μου, νιώθοντας πελπισμένη καί χαμένη, πγα μεσάνυχτα στό σπίτι της, ζητώντας βοήθεια καί τήν βρκα στά γόνατα νά προσεύχεται λουσμένη στόν δρώτα καί γύρω της ναμμένα καντήλια καί κεριά. Μο επε: «Παιδί μου, Τί παθες πόψε»; Σταυρώνοντάς με πό τότε ρέμησα. Νά εναι καλά κε πο βρίσκεται γιαγιά Λαμπρινή καί νά πρεσβεύει γιά λους μας».

 

*

 

Α. Γ. ναφέρει: «Γνώριζα τήν γιαγιά Λαμπρινή πό μικρός, γιατί ρχόταν στό σπίτι μας καί βλεπε τήν κατάκοιτη γιαγιά μου, λλά τήν θεωροσα μία γράμματη γιαγιά. κουσα λλους νά μιλον μέ ελάβεια γι' ατήν καί ταν γύρισα πό τό πρτο προσκύνημά μου στό γιον ρος τό 2002, πγα νά τήν δ καί νά τς δώσω μία ελογία. Μπαίνοντας στό κελλάκι της νιωσα σάν νά βρίσκομαι μπροστά σ' να γίγαντα. Συνειδητοποίησα τότε, χωρίς νά ξέρω πς, τι ατή γυναίκα ταν πολύ ψηλά πνευματικά, τόσο πο δέν μποροσα νά τήν τενίσω, ν καί σωματικά ταν μικροκαμωμένη.

 

συζήτηση μαζί της ταν μία πνευματική πανδαισία. Τότε κυριαρχοσε τό θέμα τν ταυτοτήτων πού μέ πασχολοσε ντονα. πρώτη κουβέντα πού μο επε, χωρίς νά ναφέρω κάτι σχετικό, ταν: «Δέν πρέπει νά πάρουμε τίς ταυτότητες μέ τό χάραγμα». Στίς πόμενες πισκέψεις μου μέχρι τήν κοίμησή της διαπίστωσα τι εχε τό προορατικό καί διορατικό χάρισμα. Μο νέφερε γεγονότα γνωστα σύμφωνα μέ τήν νθρώπινη λογική, λλοτε γεγονότα πού φοροσαν τό μέλλον μου καί γιναν, καί λλα γιά γενικότερα θέματα. ρισμένες δέ φορές ν εχα στό νο μου νά θέσω μία ρώτηση μο γεννιόταν μία πορία σέ συζήτηση παρουσί καί λλων νθρώπων, ατή σταματοσε τήν συζήτηση, παντοσε στήν ρώτηση πού σκεφτόμουν καί συνέχιζε τήν συζήτηση.

 

Τόν Μάϊο το 2002 πο τήν εδα μο επε τι σέ λίγους μνες θά φύγει. λλά ταν μέ εδε πώς στενοχωρήθηκα πολύ, επε: «, τσι τό λέω, μνες - χρόνια». λλά κοιμήθηκε πράγματι σέ λίγους μνες, τόν κτώβριο το 2002 καί πορεύθηκε ψυχή της στόν Κύριο πού τόσο πόθησε πό μικρή».

 

*

 

Τήν τελευταία Κυριακή πού πγε στήν κκλησία κοινώνησε καί διάβασε τήν Εχαριστία στό σπίτι της. Τήν Δευτέρα πλωσε λα τά βιβλία στό κρεββάτι της, διάβαζε πό τό καθένα λίγο, τό σταύρωνε, τό σπαζόταν καί τό φηνε στήν κρη. Τρόπον τινά τά ποχαιρετοσε, γιατί τόσα χρόνια ατά ταν καλύτερη συντροφιά της. Τήν Τρίτη τό πόγευμα κάλεσε τήν κόρη της νά κάνουν Παράκληση. Τελειώνοντας επε: «Σ' εχαριστ, Παναγία μου, πο μο δωσες νά κάνω κι ατή τήν Παράκληση. Γιατί μέχρι τήν Πέμπτη χω πολλές προσευχές νά κάνω κόμη». Στήν ρώτηση τς κόρης της τί θά κάνει τήν Πέμπτη, πάντησε: «Θά πάω γιά κε πο ργάστηκα, ν ργάστηκα καλά». Τήν Τετάρτη τό πρωί ζήτησε νά δ τά γγόνια της. «Αριο θά φύγω», επε. Τό βράδυ επε σέ μία νιψιά της: «Τώρα γώ θά φύγω. Νά πς νά τό πες σύ στήν Σταθούλα, νά μήν τς κακοφανε. Παρακαλοσα τόν Θεό νά μέ φήσει νά ζήσω, μέχρι νά ριμάσει Σταθούλα καί νά καταλάβει τί εναι λλη ζωή».

 

Κάποια στιγμή νασηκώθηκε στό κρεββάτι, νοιξε τά χέρια της καί επε στους παρευρισκομένους: «λάτε τώρα, λοι μαζί, νά πμε στά εροσόλυμα». Τούς γκαλίασε λους, μετά σταύρωσε τό στθος της, τό προσκέφαλο καί ξάπλωσε.

 

Τότε Σταθούλα βγαλε τούς λλους ξω καί μαζί μέ τόν σύζυγό της ναψαν κεράκι καί διάβασαν τίς προσευχές, πως κριβς τς εχε φήσει ντολή νά κάνει μητέρα της Λαμπρινή. ταν τελείωσαν τίς προσευχές κουσαν να λαφρύ σσσς καί Λαμπρινή Βέτσιου ξεψύχησε σάν πουλάκι, στίς 17 κτωβρίου 2002, μέρα Πέμπτη.

 

Στόν τάφο της περνον καί προσκυνον πολλοί νθρωποι. Προσεύχονται καί ντλον δύναμη. Κάποια πού σο ζοσε Λαμπρινή τήν συμβουλευόταν, ταν πολύ στενοχωρημένη, γιατί σύζυγός της θά κανε σοβαρή γχείρηση καρδις. φο προσκύνησαν τόν τάφο της καί προσευχήθηκαν, εδε στόν πνο της τήν γιαγιά Λαμπρινή πού τς επε:
«Μήν στενοχωριέσαι. νδρας σου θά γίνει καλά. Μόνο πρίν πς στό νοσοκομεο, θά φτιάξεις πρόσφορο καί θά τό πς στήν κκλησία. Πράγματι κανε τό πρόσφορο καί λα πγαν καλά.

 

Ατή ταν Λαμπρινή Βέτσιου. σκήτρια μέ μεγάλες νηστεες, μέ καθημερινές γρυπνίες, μέ συνεχ μελέτη καί προσευχή. γαποσε τόν Χριστό, μιλοσε συνέχεια γι' Ατόν καί λα τά κύτταρα το σώματός της νέδιναν Χριστό. Βοηθοσε τούς νθρώπους μέ τήν χάρη που εχε. Εδε π' ατή τήν ζωή τόν Παράδεισο καί τήν Κόλαση. ν προσευχόταν ρχόταν νίοτε Χριστός, Παναγία καί λλοι γιοι καί συνομιλοσαν. ξερε τά μελλούμενα καί λεγε τι μς περιμένουν πολύ δύσκολα χρόνια. Λυπόταν τά μικρά παιδιά καί λεγε: «ν ξεραν τί θά περάσουν»!. λλά μέσως συμπλήρωνε: «χει Θεός. Θά οκονομήσει γιά τούς Χριστιανούς». Περισσότερα, λεγε, δέν τήν φηνε νά πη Χριστός.

 

 

Αωνία της μνήμη. Αμήν.

 

 

σκητές μέσα στόν κόσμο», ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2008, Ἱ. συχαστήριον γ. ωάννης Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκηδικς)