H κρίση τς οκονομίας ς κρίση το γούμενου λόγου

 

Το Γιώργου Καστρινάκη

 

 

«Έχουμε δείξει στν στορία μας, ο λληνες, τι στς δύσκολες καμπς ξαναβρίσκουμε τ πρόσωπό μας, πότε ξεπερνμε τ προβλήματα.» Γι’ ατ μπορομε ν εμαστε, λοιπόν, ασιόδοξοι κα γι τν τρέχουσα περίσταση νάγκης;

 

Θ γινόταν, ς ποθέσουμε, νά ’ταν πράγματι τσι.

 

Μεσολαβε μως, σήμερα, μι κρίσιμη διαφορ π λες τς προηγούμενες δοκιμασίες: Τότε, πνευματικ γεσία το τόπου ποδείκνυε τ λύση το προβλήματος. Τώρα, στόσο, ατ πο πραγματικ προτείνει εναι τν ναπαραγωγή του – δι τς δικαιώσεως, πλούστατα, τν ατίων τ ποα τ προκάλεσαν.

 

ν θελήσουμε ν παρακολουθήσουμε τ γεγονότα στ πλαίσιο μις λογικς λληλουχίας κατανοήσεων, τ πρτο πο φείλουμε ν ξεκαθαρίσουμε εναι τί κριβς ζητμε ν ρμηνεύσουμε: ντικρύζουμε, ραγε, μπροστά μας μι κρίση οκονομικ διαβλέπουμε μι κρίση κοινωνική;

 

Δύσκολα θ βρεθε συμπολίτης μας πο ν μν ναγνωρίζει τ δεύτερο. Κι μως: Ο διοι τοτοι πολίτες παραχωρον τ πρωτεα σέ ναν δημόσιο λόγο… καφετηριακν προδιαγραφν, ποος (βέβαιος τι ο «συνειδήσεις» διαπλάθονται π τς «δομές» - χι τ ντίθετο - ) δακτυλοδείχνει ς νοχο τ «κράτος» κα μαίνεται ναντίον τν διαχειριστν του.

 

π κοντά, νας λόκληρος λας μέμφεται τος πολιτικούς - μ γιατί πιτέλους; Λογικά, πειδ δν λαβαν γκαίρως τ παραίτητα (περιοριστικ) μέτρα. Γι τ ποα, μως, ποτε κάποιος πεύθυνος ταγς ποτολμοσε ν τ διανοηθε, τν τρομοκρατοσαν - π τν καθοδήγηση τν δημοσιογράφων, κα μέσ αθημερν διεκπεραιουμένων δημοσκοπήσεων - δι το καταλογισμο νς καριαίου πολιτικο κόστους κα τν ποχρέωναν σπευσμένως ν τ νακαλέσει!

 

Μ πλούστερες λέξεις, κοινωνία μέμφεται (κι παιτε τιμωρία!) τος πολιτικούς της κπροσώπους πειδ κενοι πολιτεύονταν δημοκρατικά - πως, ξ σου παράλογα, μέμφεται τ κράτος της πειδ κριβς ατ νεργε ς σάρκα κ τς σαρκός της. κόμα χειρότερα: Τ διοτελέστερο (μά, συνάμα, κι ξαλλότερα διαμαρτυρόμενο) τμμα το πλήθους καταγγέλλει τ κράτος ταν, κριβς, ατ πιζητε μι δικαιότερη κατανομ τν βαρν ( φορία, π.χ., μισεται πλς κα μόνο πειδήφίσταται).

 

Θ ξεπεράσουμε, ν τέλει, τ πρόβλημα! λλ μόνο ἐὰν κυρίαρχος λόγος ρθε πάνω πατ κα ρχίσει ν ντοπίζει, πραγματικές, τς ατίες του. Τί θ συμβε, στόσο, ἐὰν λόγος ατς ξακολουθήσει ν νεργε ς (χι πλς συστατικ τς κρίσης, λλ ς) καθοριστικότερη ατία του;

 

Πρόκειται, συγκεκριμένα γι τν στία γύρω πτν ποία ξακολουθομε ν περιδινιζόμαστε σήμερα.

 

Κι εναι δύσκολοι ο καιροί, σφαλς, γι πολλος π μς. Μ ξίζει ν συνειδητοποιήσουμε τι εναι πολ δυσκολότεροι, εδικά, γι τος φορες το καθηγούμενου λόγου. Διότι ατ πο ξελίσσεται νώπιόν μας εναι κατάρρευση νς λόκληρου προτύπου κοινωνικς νάπτυξης, τ ποο θεμελιώθηκε σ ατν κριβς τν γούμενο λόγο.

 

Στν οσία της, ν λλάδι οκονομικ κρίση δν εναι παρ κρίση κείνης τς νοοτροπίας ποία εχε καταξιώσει ς «ζω» τ «μαγκιά»: Τς νοοτροπίας τι προκύπτει πλ ν γίνει να τομο μι κοινωνία οκονομικ πιτυχημένη - ρκε μοναχ ν καταστε θικάσυνείδητη.

 

Πόσο μακρι μπορε ν φτάσει νας κόσμος μ τέτοια νοοτροπία χει καταστε ρατό, πλέον, δι γυμνο φθαλμο. ς μόνη διαφυγή, πότε, γι τν κυρίαρχη ντίληψη πομένει ποκρυβ το ξόφθαλμου: φ κα ρχίζει ν πιδεικνύει ς ατίες τ ποτελέσματαδηλαδ ν σπέρνει τ σύγχυση σο κα ν διασφαλίζει τν νατροφοδοσία το διεξόδου.

 

Σ τελευταία ννόηση, κατάρρευση τς λλάδας το σήμερα δν εναι παρ κατάρρευση τς σχάτως πιλεγόμενης «νέας» λλάδας (κατ’ πιδεικτικν ντιδιαστολ πρς τν «παλαιά»). Τς λλάδας το Νέου νθρώπου νθρωποθεο. Δηλαδ τς λληνικς κδοχς το νθρωποειδώλου τς Νεωτερικότητας.

 

ποία λληνικ κδοχή, σημειωτέον, διόλου δν πολείπεται τς διεθνος μολόγου της. λως ντιθέτως, πρωτοπορε καθς παρ’ μν κσυγχρονισμς προβαίνει ξτρεμιστικότερος το ρχετύπου του: Μι ξ σου παράλογη κοινωνικ κρίση σο μεδαπ, λοιπς νεπτυγμένος κόσμος (κατ τούτη τν νάγνωση) θ τν βιώσει - πλς - λάχιστες δεκαετίες μεταγενέστερα.

 

Πόσο μλλον ταν λες ο οκονομετρικς «σταθερς» πο πιλέγονται ν «παγκοσμιοποιηθον» εναι κενες πο πακούουν στν ντικοινωνικότερη λογική: λληνικ κρίση - ς διακρίνουμε - χει πολ εδικότερες ατίες π τν ερωπαϊκή. κόμα κα χωρς τν λλαδική τους πίταση, πάντως, ο προδιαγραφς τς ποσυγκρότησης κενται, ατούσιες, ς οκονομικ «Σύνταγμα» τς δυτικοευρωπαϊκς νοποίησηςδηλαδ ς πνεμα κα γράμμα τς περιώνυμης Συνθήκης το Μάαστριχτ (1992).

 

κε που τέθηκαν ο βάσεις γι να οκοδόμημα πο θ θυσιάζει τν ξιοπρέπεια τν νθρώπων γι χάρη τς εημερίας τν ριθμν. νεοφιλελεύθερη, δηλαδή, συνταγ γι τν ρθρωση μις κοινωνίας τν

«δύο τρίτων».

 

«νεοφιλελευθερισμς» τοτος μπεριεχε κάτι περισσότερο π τν ντιστροφ τς ννοιας τς λευθερίας: μπεριεχε τν πυρήνα κείνου τοῦἀντι-ανθρωπισμο πο πιφυλλάσσεται ς θέατη ντελέχεια νς πολιτισμο μ φαλτήριο ρόσημο τνντι-θεανθρωπισμό.

 

πιφανειακ προβολ μις νσυνείδητης (στς τάξεις τν θυνόντων) προσχώρησης στν μύχιο δαιμονισμ τς νθρώπινης βούλησης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Πηγή: «Πειραϊκή Εκκλησία» Ιούλ. – Αύγ. 2010)