- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

† Μοναχός Αρσένιος Γρηγοριάτης

Ήταν πράος, ειρηνικός και γαλήνιος. Ήταν ευπροσήγορος, ταπεινός και μειλίχιος. Ήταν απλός, ευθύς και ειλικρινής. Σπάνια θύμωνε. Σπανιώτατα φώναζε. Ποτέ δεν οργιζόταν. Καθάριο βλέμμα και παιδικό, βάδισμα αργό και συνετό, πρόσωπο λαμπερό και ευχάριστο, απαύγασμα της άδολης ψυχής του. Πρώτος στην υπακοή, πρώτος στην ταπείνωσι, πρώτος στη μετάνοια. Όσιος, άκακος, άμεμπτος, υπομονετικός, σαν τον Αυσίτη Ιώβ. Και προ πάντων, μοναχός «θεομητορικός», αγαπητό παιδί τής Παναγίας.

Βιάστηκα όμως. Άρχισα από το τέλος, σαν τον βίο τής οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Ας ερευνήσουμε τον άνδρα ευθύς εξ αρχής·

[1]

Ο γέρων Αρσένιος μοναχός Γρηγοριάτης, κατά κόσμον Αν­τώνιος Τσελίκας του Δημητρίου και της Γεωργίτσας, γεννήθηκε το 1912 στο Βελβίτσιο Πατρών. Δεν έτυχε όμως χριστιανικής ανατροφής. Οι γονείς του δεν ήσαν πιστοί, δεν ήσαν άνθρωποι της Εκκλησίας. Μόνιμο σαράκι, συνεχής πόνος και θλίψις ήταν για τον γερο-Αρσένιο η αμετανοησία τους. Ο πατέρας του βλασφημούσε με αυτοσχέδιους στίχους. Η μάνα του κατέφευγε στις μάγισσες. Αυτή πέθανε το 1938. Την είδε το 1947 μετά από πολλή προσευχή να βασανίζεται φασκιωμένη με το κεφάλι ανάποδα, ενώ η μάγισσα έρριχνε σκληρά βλέμματα, καθισμένη παράμερα, ρίχνοντας χαρτιά. Κάπως ανάλογα και ο πατέρας του. Πόσα δάκρυα έχυσε για την σωτηρία τους. Μετά από πολλές προσευχές τους είδε κάπως καλύτερα.

«Απ’ τ’ αγκάθια βγαίνει ρόδο», λέγει σοφά ο λαός. Έτσι συνέβη και με τον π. Αρσένιο. Έπρεπε όμως να έλθη η Άνοιξη, για ν’ ανθίση. Μεγάλωσε με πολλά αδέλφια. Η αδελφή του Αγγελική παντρεύτηκε 17 ετών ένα δύστροπο άνδρα που δεν τίμησε τη συζυγική πίστι, τον οποίο εγκατέλειψε μ’ ένα μωρό. Πέρασε μαρτυρική ζωή κι αυτή, και στα πενήντα της χρόνια έγινε μοναχή μετωνομασθείσα Αγριπίννα, κοντά στην αδελφή τους Νεκταρία (κατά κόσμον Νικολίτσα) στη Μονή Φραγκο­πηδήματος. Ο ενάρετος βίος τής Αγριπίννας έγινε παράδειγμα απλότητος και ταπεινώσεως σε όλες τις μοναχές. Αν και αγράμ­ματη, ό,τι ζητούσε από τον άγιο Φανούριο, επραγματοποιείτο αμέσως. Εκοιμήθη οσιακώς.

Ο γερο-Αρσένιος μέχρι τα 27 του χρόνια ζούσε κοσμικά. Υπηρετούσε τότε ως χωροφύλακας στο Α’ Αστυνομικό Τμήμα Πύργου Ηλείας. Βρισκόταν μέσα στο σκοτάδι τής αγνοίας και της κακίας, καθώς αναφέρει στην αυτοβιογραφία του. Παρεμ­πιπτόντως πρέπει να αναφερθή ότι όλα όσα εδώ γράφονται, όσο παράδοξα κι αν φαίνονται, είναι γραμμένα από τον ίδιο σε τέσσε­ρα τετράδια από το 1980 έως το 1987. Γι’ αυτό και η παρούσα βιογραφία είναι απάνθισμα των πολλών γραπτών του, ή μάλλον καταμέτρησις ενός ποταμού με ένα ποτήρι.

Ζώντας λοιπόν ο τότε Αντώνιος Τσελίκας μέσα στα σκοτάδια, μια ακτίνα φωτός στάθηκε ικανή να εισδύση από τα παράθυρα της ψυχής του και να φέρη την αλλαγή. Ήταν ένα πένθιμο γράμμα κάποιου συναδέλφου του, που του ανήγγειλε την κηδεία τής Ζωής, μιας γνωστής του δεκαεξαετούς κόρης φυματικής. Το γεγονός τον έθλιψε πολύ, και αναλύθηκε σε καυτερά δάκρυα. Συλλογιζόμενος τον πρόωρο και αιφνίδιο θάνατο της νέας, μετενόησε από τα βάθη τής καρδιάς του, παρακάλεσε τον Θεό να του συγχωρέση το πλήθος των αμαρτιών του, και του εζήτησε να τον αξιώση να γίνη μοναχός.

Μετά τη γενναία απόφασι και την φλογερή αλλαγή, όπου η χάρις τού Θεού σαν φρύγανα κατέκαυσε όλες τις αμαρτωλές τάσεις, εξομολογήθηκε σε πνευματικό, μπήκε σε κανόνα και κοινωνούσε συχνά. Βιαζόταν πλέον να φύγη για μοναστήρι.

Λύπη βαθειά τον κατέλαβε, όταν αρρώστησε από οξεία σκω­ληκοειδίτιδα, έφτασε 41 βαθμούς πυρετό και φοβήθηκε μη πεθάνη πριν γίνη μοναχός. Την ώρα τής εγχειρήσεως είδε ναρκωμένος το πρώτο κατά σειράν όραμα που αναφέρει στα τετράδια: Ένας δυνατός άνδρας τον χτύπησε ελαφρά εννιά φορές με τσεκούρι και τον πέταξε στον γκρεμό. Προσπαθώντας να γλιτώση από το γκρέμισμα, πιάστηκε από ένα δένδρο, το οποίο ξερριζώθηκε. Τελικώς έπεσε στη θάλασσα. Βγήκε ήσυχος στο ακρογιάλι φο­ρώντας τη στολή τού χωροφύλακα, και αντικρύζει προς ανατολάς ένα μεγάλο Σταυρό με σκάλα, λόγχη, καλάμι και σπόγγο εκα­τέρωθεν, όλα περιφραγμένα σ’ ένα μαντρότοιχο. Ένας κόκκορας τότε λάλησε τρεις φορές.

Όταν αργότερα έγινε μοναχός, ερμήνευσε το συμβολισμό. Ο άνδρας ήταν Άγγελος, και τα εννιά χτυπήματά του συμβόλιζαν την ένταξί του στο αγγελικό σώμα των εννέα ταγμάτων. Η πτώσις, η κατάδυσις και η ανάδυσις ήταν το βάπτισμα της μετάνοιας. Το δένδρο ήταν η κοσμική ζωή, απ’ όπου ξεγαντζώ­θηκε. Η κολύμβησις προς την ακτή ήταν το πέρασμα από το πέλαγος του κόσμου στο λιμάνι τού Χριστού, ο Σταυρός και τα σύμβολα του πάθους η ζωή και το σχήμα των μοναχών, ο μανδρότοιχος η μάνδρα της Μονής και ο κόκκορας επεσφράγισε την αλήθεια τού οράματος. Και όλα αυτά προεμήνυαν το πώς μετά από χίλιες δυο αντιξοότητες έφθασε στις πύλες τής Μονής.

Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και έπεσε η Γερμανοϊταλική κατοχή στην Ελλάδα, ο Αντώνιος ζητούσε ευκαιρία να φύγη από την χωροφυλακή, για να εκπληρώση τον πόθο του.

Ψάχνοντας για διέξοδο, το 1943 φεύγει με άλλους συναδέλφους χωροφύλακες, για να συναντηθή στα βουνά με τους αντάρτες τού ΕΛΑΣ.

Εκείνη τη νύχτα που έφυγαν, κατευθύνθηκαν προς κάποιο χωριό, για να συναντήσουν τον πρόεδρό του. Καθ’ οδόν τους πλησίασε μέσα στο σκοτάδι κάποιος σαν νά ‘ταν γυναίκα. «Πιάστε τον, να μη μας φύγη», φώναξε ο Αντώνιος, κι εκείνος εξαφα­νίστηκε. Τελικώς συνάντησαν τον πρόεδρο του χωριού που την επομένη τους οδήγησε στον άγνωστο αρχηγό. «Καλώς τον Αντωνάκη» λέγει εκείνος φιλώντας τον. Και προσκαλεί τους κρυμμένους αντάρτες: «Ελάτε, φίλος μου είναι». «Δεν σε γνωρίζω» λέγει ο Αντώνιος. «Σε γνωρίζω εγώ» απαντά ο αρχηγός. «Όταν μας είχαν στο κρατητήριο οι Ιταλοί, μας έρριχνες σταφίδες και λεμονόκουπες από το παράθυρο, και ζήσαμε, και δεν πεθάναμε από την πείνα». Και σχολιάζει ο γερο-Αρσένιος: «Πόση αξία έχει η ελεημοσύνη, κι ας είναι και άπλυτες λεμονόκουπες».

Όταν άρχισε ο Αντώνιος να λέγη διάφορα αστεία, τον ρωτά ένας αντάρτης: «Εσύ φώναξες προχθές τη νύχτα: Πιάστε τον, μη μας φύγη;» ο «Ναι» απαντά. «Ήμουν εγώ ντυμένος γυναίκα, κι ήμουν έτοιμος να σας ρίξω χειροβομβίδα. Μόλις φώναξες, τρόμαξα και τόβαλα στα πόδια». Και τότε ο Αντώνιος εθαύμασε την πρόνοια του Θεού.

Για δεύτερη πάλι φορά γλυτώνει από σίγουρο θάνατο, και επιβεβαιώνει και πάλι την θεία πρόνοια. Όταν η Ιταλία κατελήφθη από τους συμμάχους, οι Γερμανοί έκλειναν τους Ιταλούς σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ο Αντώνιος τότε προσπαθούσε στον Πύργο να φυγαδεύση Ιταλούς, για να προστατευθούν στο βουνό από τους αντάρτες Έλληνες. Τελικώς τους πρόδωσαν. Ο Αντώνιος στέλνει με ένα Ιταλό κομιστή επιστολή προς τους αντάρτες, ότι πηγαίνει δήθεν να ενισχύση το αντάρτικο της πατρίδας του. Ο κομιστής συλλαμβάνεται από Γερμανούς, φο­νεύεται, και η ενοχοποιητική επιστολή πέφτει σε εχθρικά χέρια.

Φοβισμένος ο Αντώνιος καταφεύγει σε κάποιο χωριό τού Πύργου. Τον βρίσκει ο π. Ιουστίνος, μοναχός φίλος του, και τον νουθετεί. Του αλλάζει ρούχα, και φεύγουν με συγκοινωνιακό λεωφορείο προς νότον, για την Μονή Βλαχερνών Κυλλήνης. Στο δρόμο γίνεται έλεγχος από Γερμανούς. Ο Αντώνιος, δίχως ταυ­τότητα, κατέφυγε σε θερμή προσευχή. Μόλις φθάνη για να ζητήση ο υπεύθυνος Γερμανός και την δική του ταυτότητα, κάποιος Έλληνας χτυπάει τον Γερμανό φιλικά στην πλάτη, χαιρετιούνται και συζητούν για λίγο. Τότε ο οδηγός φώναξε: «Συντομεύετε τον έλεγχο, παρακαλώ». Ο Γερμανός απάντησε: «Αουφβίντερζεν». Αποχαιρέτησε τον φίλο του και κατέβηκε αμέσως, σταμα­τώντας τον έλεγχο. Κάθε φορά που ο γερο-Αρσένιος θυμόταν το θαύμα αυτό, πλημμύριζε με δάκρυα ευγνωμοσύνης.

Έφθασε πλέον στο Μοναστήρι των Βλαχερνών, όπου οι αδελ­φοί εόρτασαν τον ερχομό του, και δόξασαν τον Θεό που έζησε. Του έκαναν αμέσως ρασοευχή μικροσχήμου, τον μετωνόμασαν Αγάπιο Βλαχερνίτη και σχεδόν αμέσως βγήκε και η ταυτότητά του από την Μητρόπολι.

Οι Γερμανοί όμως που τον καταζητούσαν, μπήκαν στο Μονα­στήρι στις αρχές του 1944, έστησαν πολυβόλο στο μέσον της αυλής και ζητούσαν εκ λάθους κάποιον Τόντιο Γαλίφα, αντί Αντώνιο Τσελίκα. Έλεγξαν το μοναχολόγιο, δεν βρήκαν τέτοιο όνομα, θεώρησαν πως δεν ήσαν βάσιμες οι πληροφορίες κι έφυγαν άπρακτοι. Για τρίτη και τελευταία φορά ο γερο-Αρσένιος γλύτω­σε από σίγουρο θάνατο με την προστασία τής Παναγίας τής Βλαχέρνας.

Εκεί ασκούντο δώδεκα νέοι μοναχοί με ηγούμενο κάποιον π. Νικηφόρο. Ως αρχάριοι όλοι στα πνευματικά και διοικητικά, δεν είχαν ειρήνη μεταξύ τους. Γι’ αυτό καθένας εδιάλεξε αλλού τόπο σίγουρο για τη σωτηρία του. Ο π. Νικηφόρος, πολύ φιλόξενος και ελεήμων, πήγε στον Όσιο Μελέτιο Αττικής, οπού εκοιμήθη αργότερα από συγκοπή.

To 1945 ο τότε Αγάπιος μοναχός αποφασίζει να έλθη στο Περιβόλι τής Παναγίας. Είχε επιλέξει την Ιερά Μονή μας του Οσίου Γρηγορίου, αλλά ζητούσε πληροφορία από τον Θεό, για να μη πάθη ακαταστασία. Τον Αύγουστο λοιπόν βλέπει τρία όνειρα σε μία νύχτα:

α) Ένα ταξίδι για μακρυνό τόπο.

β) Σε κάποια άγνωστη λειτουργία, στο «Μετά φόβου Θεού» πήγε να κοινωνήση, και πριν πη το όνομά του: Αγάπιος μοναχός, ένας άγνωστος Αρχιερεύς τον σταυρώνει στο μέτωπο με την αγία λαβίδα λέγοντας: «Αδελφός, αδελφός».

γ) Στο νάρθηκα κάποιου ναού έβγαλαν τα άγια λείψανα, ενώ ο Αγάπιος κρατούσε εξαπτέρυγο μπροστά στην εικόνα τού Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Εψάλη αγιασμός, οι πατέρες προσκύ­νησαν τα άγια λείψανα και ραντίστηκαν με αγιασμό.

Τον Σεπτέμβριο του 1945 έφυγε οριστικά από τη Μονή Βλαχερνών με απολυτήριο και ήρθε και εγκαταβίωσε στην Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου. Σε δύο μήνες, 6 Δεκεμβρίου 1945, είδε όντως την εκπλήρωσι και των τριών ονείρων του. Είχε πραγ­ματοποιήσει μεγάλο ταξίδι, και ο άγνωστος Αρχιερεύς τού ονείρου ήταν ο ίδιος ο Σεβ. Μιλητουπόλεως πρώην Κορυτσάς Ιερόθεος, ο οποίος χοροστατούσε στην κύρια πανήγυρι τής Μονής. Όσο για τον αγιασμό στον νάρθηκα, τον είδε να γίνεται στην πραγματικότητα, όπως ακριβώς στον ύπνο του πριν δύο μήνες, ενώ ο ίδιος κρατούσε εξαπτέρυγο μπροστά στον Αρχάγ­γελο Μιχαήλ. Αυτό λοιπόν τον στερέωσε στη γνώμη και στην απόφασί του, με την επισφράγισι του αρχιερέως ότι εντάχθηκε πλέον στην αδελφότητα της Ιερας Μονής Γρηγορίου.

Όταν πρωτοήλθε στο Μοναστήρι, έβαλε μετάνοια στον τότε ηγούμενο, τον μακαριστό παπα-Βησσαρίωνα, ο οποίος εκείνα τα δύσκολα χρόνια έπαιξε σημαντικό και θετικό ρόλο στα αγιορειτικά ζητήματα. Έθεσε λοιπόν τον εαυτό του ο τότε Αγάπιος μοναχός στην υπακοή τού παπα-Βησσαρίωνα, ο οποίος τον ενουθέτησε καταλλήλως. Αυτός τον έκανε και μεγαλόσχημο στίς 29 Ιουνίου 1946, των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Τότε πλέον μετωνομάστηκε Αρσένιος μοναχός, ένα όνομα «από του νυν και έως του αιώνος». Αρκετές φορές ο γερο-Αρσένιος, με τον γνωστό φαιδρό τρόπο που εδιηγείτο τα κατ’ αυτόν, έλεγε με αυτομεμψία περί του ονόματός του: «Άλλοι μοναχοί λαμβά­νουν όνομα κατά την αρετή τους, άλλοι κατ’ ευφημισμόν. Εγώ είμαι από τους δευτέρους. Και τούτο διότι ο άγιος Αρσένιος ήταν ησυχαστής και σιωπηλός. Εγώ μια ζωή δεν κατόρθωσα να κλείσω το στόμα μου».

Από τον πρώτο μήνα που ήλθε, ο π. Βησσαρίων του έδωσε μια εικόνα της Παναγίας τής Πορταϊτίσσης αγιογραφημένης σύμφωνα με τα αναγεννησιακά και δυτικά πρότυπα. Η Θεοτόκος «εικονιζόταν» με κοσμική μορφή. Κάθε φορά που την προσκυ­νούσε, δεν αναπαυόταν. Όταν πλέον ο παπα-Βησσαρίων του έδωσε μία άλλη εικόνα καλύτερη, επιστρέφοντας την παλαιά, έλεγε αγανακτισμένος: «Με οργή κακίζω όλους αυτούς τους εμπόρους φωτογράφους που αλλοιώνουν και μεταβάλλουν τις άγιες και κατανυκτικές μορφές των σεπτών αγίων εικόνων σε άχαρα και σκανδαλώδη σκίτσα».

Διακόνησε σε διάφορα διακονήματα τής Μονής με αυτοθυσία και υπακοή. Δεν βαρυγκόμησε ποτέ. Με πολλή προθυμία και εργατικότητα εργάσθηκε στην Εκκκλησία, στους κήπους, στο αμπέλι, στα δένδρα, στο μαγειρείο, στο αντιπροσωπείο, στο τυπικαρείο και αλλού. Παντού διέπρεψε. Μέχρι τα γεράματά του παρέμεινε χαρούμενος, πρόθυμος, αειθαλής και αεικίνητος. Εύρισκε πάντα την ευκαιρία να συνδέη και να ανάγη το υλικό στο πνευματικό, την εργασία στην άσκησι. Πατέρες και λαϊκοί που τον γνώρισαν από κοντά, θαύμασαν τη σοφία του στο συνδυασμό «του τερπνού μετά του ωφελίμου». Περί αυτού θα επανέλθουμε παρακάτω.

Το 1948 όμως έπεσε σε πειρασμό παρακοής. Δεν ήθελε να αναλάβη παρηγουμενιάρης. Μετά από συγκατάθεσι του Γέροντά του πήγε στους κήπους, οπού καθημερινά άκουγε από δύο αδελφούς σχόλια και λογισμούς εναντίον τού παπα-Βησσαρίωνα. Σκέφτηκε να φύγη. Δύο άνδρες στον ύπνο του του είπαν: «Κοίταξε μήπως δεν βρης ούτε κρεββάτι για ανάπαυσι». Προμήνυμα πει­ρασμού. Φεύγει εντός Αγίου Όρους. Επιστρέφει. Διαδίδει τάχα ότι έπασχε από παλαιό νόσημα, για να τον σιχαθούν και να τον διώξουν. Δημιουργήθηκε σάλος. Σαν τον εξέτασε ο γιατρός των Καρύων, δεν του βρήκε τίποτα, απόρησε και τον ρώτησε: «Τι συμβαίνει;». «Διαδόσεις ήσαν», απάντησε εκείνος αφελώς.

Τότε κανονίστηκε από την Γεροντία τής Ιεράς Μονής για το ψέμα του, να τραβήξη κομποσχοίνι στην τράπεζα, φορώντας δύο σταυρούς. Ζήτησε από όλους συγγνώμη, και κάποιος του είπε: «Αν σ’ αρέσει μπαρμπα-Λάμπρο, ξαναπέρνα από την Άνδρο».

Εδώ αξίζει να μνημονεύσουμε και κάποιες θείες πληροφορίες που είχε (καθ’ ύπνους συνήθως) για διάφορα ζητήματα που τον απασχολούσαν. Πρόκειται για θαυμαστές αποκαλύψεις.

Επί οκτώ χρόνια προσευχόταν να του αποκαλύψη ο Θεός αν σώθηκε η ευεργέτις του, η δεκαεξάχρονη Ζωή που εκοιμήθη φυματική. Το αίτημα είχε και άλλες προεκτάσεις περί της θείας ευσπλαγχνίας, που συνοψίζονταν στην ικεσία: «Θεέ μου πολυεύσπλαγχνε, όταν σώσης όχι μόνο την ψυχή τής δούλης Σου, αλλά και τον Ιούδα αν θελήσης να βγάλης από την κόλασι, ποιος θα είναι εκείνος που θα σε ελέγξη;».

Στο πρώτο σκέλος τού ερωτήματος το 1947 είχε δύο θαυμαστά ενύπνια για δική του πληροφόρησι. Είδε ένα νοσοκομείο με κρεββάτια στίλβοντα και στρωσίδια λαμπερά χωρίς ασθενείς. Μια λευκοντυμένη νοσοκόμα τον πληροφόρησε: «Είναι κρεββάτια των φυματικών. Αυτοί αξιώνονται στον ουρανό να λάβουν δόξα περισ­σότερη από τους μάρτυρες». Σε δεύτερο ενύπνιο είδε την Ζωή λευκοντυμένη, κρατώντας λευκά άνθη και μια γυάλινη κανάτα με νερό, να βγαίνη από ένα παλάτι και να αδειάζη το νερό στη θάλασσα. Σταγόνες νερού έβρεξαν και τον πατέρα Αρσένιο. Επιστρέφοντας στο παλάτι, τον χαιρέτησε με χριστιανική υπόκλισι.

Στο δεύτερο σκέλος τού ερωτήματος τον ίδιο χρόνο είχε έκστασι με τέσσερα χαρακτηριστικά πλάνα:

α) Βρέθηκε σε ένα παραδείσιο τόπο που φωτιζόταν με λευκό φως σαν της σελήνης, αλλά πενήντα φορές πιο λαμπρό, και ποτιζόταν από τρία χρυσά ποτάμια που χύνονταν σε μια γαλήνια γαλάζια θάλασσα. Και ενώ ήθελε να μείνη σ’ αυτόν τον μακάριο τόπο, κάποιος τον πληροφόρησε: «Δεν είναι καιρός ακόμη. Έχεις αγώνα επί της γης».

β) Ένας Άγγελος οδηγούσε ένα λαμπερό άρμα, μακρύ σαν τραίνο, κατευθυνόμενο προς δυσμάς. Αυτός τον κατέβασε σε στοές και σήρραγγες υπόγειες και σκοτεινές, οπού αισθάνθηκε ένα καύσωνα αφόρητο. Εκεί άρχισε να θρηνή απαρηγόρητα, γιατί νόμιζε ότι θα κολαζόταν, ενώ δεν θυμόταν κάποια αμαρτία ανεξο­μολόγητη, Ικανή να τον κατεβάση στον αφιλόξενο εκείνο τόπο. Με τέτοιες διαμαρτυρίες, τον έβγαλε κι από εκεί ο Άγγελος.

γ) Οδηγήθηκε σε ένα χώρο, όπου ένας διάβολος τον προέτρεπε να προσκυνήση την εικόνα τού Εωσφόρου. Ο π. Αρσένιος έκανε τον σταυρό του λέγοντας: «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος!». «Μηηηη!» φώναζε ο διάβολος, και τον προέτρεπε πάλι να προσκυνήση. Τρεις προτροπές εκείνου, τρείς ομολογίες τού αληθινού Θεού από τον π. Αρσένιο, έκαναν τον εχθρό να φύγη οργισμένος, μη έχοντας εξουσία να τον εξοντώση.

δ) Εισήλθε σε ένα σκοτεινό υπόγειο, όπου κολάζονταν ψυχές ασεβών και απίστων, ψυχές που θεληματικά αρνήθηκαν τον Χριστό. Ο π. Αρσένιος άρχισε τις συμβουλές. Τους παρότρυνε σε μετάνοια επικαλούμενος το άπειρο έλεος του Κυρίου, που θα τους έσωζε με ένα «Κύριε ελέησον». Άρχισαν τότε όλοι να φωνάζουν να σταματήση. Ο π. Αρσένιος τους παρακάλεσε πάλι και πάλι. Δεν ήθελαν καν να ακούσουν το φοβερό όνομα του Κυρίου Σαββαώθ. Ούτε καν ένα θαύμα από τον ουρανό επιθυμούσαν να δουν. Ούρλιαζαν φριχτά, και το υπόγειο σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο. Λίγο πριν βγη από κει μέσα ο π. Αρσένιος πανικόβλητος, τους φώναξε: «Η απιστία σας επί της κεφαλής σας».

Όταν συνήλθε, βρέθηκε στο κελλί του, και έμεινε εκστατικός ώρα πολλή, ερμηνεύοντας το μυστηριώδες όραμα εκ των υστέ­ρων: Δεν είναι ο Θεός εκείνος που δεν θέλει την σωτηρία των κολασμένων, αλλά εκείνοι οι ίδιοι, οι οποίοι έπαθαν ψυχική διαστροφή εξ αιτίας τής αμετανοησίας τους (δηλαδή βλασφημίας τού Αγίου Πνεύματος) και παραμένουν για πάντα αμετανόητοι, ασυγχώρητοι και αυτοτιμωρούμενοι. Έτσι έλαβε απάντησι και για τον Ιούδα, που εξέλεξε το σκότος αντί για το φως, και χρησιμοποίησε το θείο δώρο τής ελευθερίας του ως μαχαίρι για την ψυχική και σωματική του αυτοκτονία.

Περί το 1950 τον είχε καταλάβει ένας ακατάπαυστος πόθος θανάτου. Παρακαλούσε τον Θεό να τον πάρη γρήγορα, μήπως η παράτασις της ζωής του γίνη πρόξενος περισσοτέρων αμαρτιών. Ο Γέροντάς του τον συμβούλευε ότι η μελέτη θανάτου είναι καλή, γιατί προκαλεί φόβο Θεού, όχι όμως πόθο θανάτου, γιατί αυτό είναι ολοφάνερη πλάνη. Δεν πείσθηκε. Ήθελε να τον φάνε οι λύκοι τού Αγίου Όρους! «Καλόκακο πόθο» τον ονόμαζε αινιγματικά.

Μετά από τέσσερα χρόνια είχε μια αποκάλυψι. Είδε καθ’ ύπνους ένα πλήθος γραμματέων να γράφη ονόματα γερόντων και μεσηλίκων που περίμεναν στην σειρά τους, ενώ ένας κλητή­ρας φώναζε έναν-έναν τους ηλικιωμένους. Καθένας που περνούσε από έλεγχο, έκοβε ένα βλαστό από ένα φυτό, ξυριζόταν σε κάποιο κουρείο, και ένα παιδί-φύλακας ενός πύργου τού έδινε ξύλινο Σταυρό για ν’ ανεβή στον πύργο. Κατόπιν το παιδί ξανακατέβαζε τον Σταυρό για τον επόμενο. Ο π. Αρσένιος, βιαστικός, περιφρονώντας τον έλεγχο, άρπαξε τον Σταυρό δίχως άδεια και άρχισε ν’ ανεβαίνη στον πύργο γρήγορα. Οι γραμματείς και το παιδί διαμαρτυρήθηκαν, κι εκείνος κατέβηκε πάλι ζητώντας συγγνώμη. Σε ερώτησί του πότε θα πεθάνη, κάποιος τον πληροφόρησε: «Σε δύο κόμπους του βλαστού».

Ξύπνησε ο μοναχός Αρσένιος χαρούμενος, πιστεύοντας ότι σε δύο χρόνια θα πεθάνη. Δέκα ημέρες πριν τη «λήξι» τής προθε­σμίας, κάποιος συμπατριώτης του που σκοτώθηκε στην Μικρά Ασία εμφανίστηκε με στολή λευκή στον ύπνο του και τον ενημέρωσε ότι οι άνθρωποι που περιποιούνται τους τάφους τους και χτίζουν μεγαλοπρεπή μνημεία ζημιώνονται. Ο ίδιος βέβαια είχε πείρα εξ εαυτού, διότι το άταφο σώμα του φαγώθηκε στον πόλεμο από όρνεα, και ο Θεός τού χάρισε μεγάλη δόξα. Όταν τον ερώτησε πότε θα πεθάνη ο ίδιος, ο συμπατριώτης του είπε: «Σε δύο έτη».

Πέρασαν άλλα δύο έτη στην αναμονή. Οκτώ ημέρες προ της λήξεως της δευτέρας προθεσμίας, άκουσε εν εγρηγόρσει μια ζων­τανή φωνή μέσα του: «Αρσένιε, εργάζου τις εντολές τού Θεού, και πρόσεχε να βαδίσης στον δρόμο των πατέρων σου, που ήταν σταυρός, θάνατος και έπειτα σωτήριος Ανάστασις. Μη ζητάς πρόωρο θάνατο, για να γλυτώσης από τους σωτηρίους πειρα­σμούς τής ζωής». Αυτό πλέον εξάλειψε οριστικά τον πόθο τού θανάτου.

Αργότερα, όταν ρώτησε πολύπειρο αγιορείτη, του εξήγησε ότι το «σε δύο έτη» σημαίνει «σε δύο έτι», δηλαδή σε δύο ακόμη στάδια ζωής, άγνωστα στον ίδιο. Αλλά και οι δύο κόμποι σήμαιναν δύο άγνωστες περιόδους ζωής. Αν υπολογίσουμε ότι περί το 1950 τον κατέλαβε ο παράξενος αυτός πόθος και ότι το 1991 ο γερο-Αρσένιος άφησε τα εγκόσμια, τότε οι πληροφορίες σήμαιναν δύο εικοσαετίες. Μέχρι τότε βέβαια είχε ζήσει δύο εικοσαετίες.

Το 1953 διακονούσε στον ναό ως δεύτερος εκκλησιαστικός μαζί με τον π. Βασίλειο, ένα μεγαλόσωμο μοναχό και αγωνιστή Γρηγοριάτη. Στην αγρυπνία τού αγίου Παντελεήμονος, 27 Ιουλίου, ο π. Αρσένιος ήταν βραχνιασμένος και ο λαιμός του πρη­σμένος. Δεν μπορούσε να συνδιακονήση με τον π. Βασίλειο, τον οποίο παρακάλεσε να τον απαλλάξη. Ο π. Βασίλειος ανένδοτος. Τότε ο π. Αρσένιος κατέφυγε στην προσευχή. Παρακάλεσε τον άγιο Παντελεήμονα να τον θεραπεύση. Κατόπιν έψαλε ιδιόμελα της Λιτής. Στο τέλος συνειδητοποίησε ότι ήταν τελείως καλά, αφού μπόρεσε να ψάλη δίχως κανένα πρόβλημα. Ευχαρίστησε τον Άγιο για την θαυμαστή θεραπεία του.

Τον ίδιο χρόνο, καθώς αναφέρει ο ίδιος, δοκιμάσθηκε από τον πόλεμο της σαρκός. Ικέτευε λοιπόν τον Θεό να άρη την δοκι­μασία του. Μετά από επίμονες προσευχές, είδε στον ύπνο του ότι τον ευνούχισαν. Ξυπνώντας, επί δύο μήνες δεν αισθανόταν τον πόλεμο. Αισθανόταν απαθής, σαν τους πρωτοπλάστους προ της παρακοής. Δοκιμάζοντας όμως τον εαυτό του αν συγκατατίθεται στα ψυχοφθόρα πάθη, σαν το μίσος, την κατάκρισι, την μανία, την οργή, την εκδίκησι, και ενθυμούμενος κάποια σκάνδαλα, είδε κάποια ψυχική συγκατάθεσι και μελαγχόλησε βαθειά. Διεπίστωσε πλέον στην πράξι ότι η σωματική απάθεια ελάχιστα ωφελεί, αν η ψυχή δεν έχει αγιασθή. Ευχαριστώντας λοιπόν τον Θεό για την πείρα, τον παρακάλεσε να επιστρέψη στην προηγούμενη αγωνιστική διαγωγή, για να εργασθή την καταστολή των παθών. Έτσι κι έγινε.

Κάποια άλλη φορά του δημιουργήθηκε η απορία αν υπάρχουν άνθρωποι στη Σελήνη. Αυτό έγινε στην προσπάθειά του να ερμηνεύση το χωρίο: «Και άλλα πρόβατα έχω, α ουκ έστιν εκ της αυλής ταύτης» (Ιωάν. 10, 16). Ταξίδεψε λοιπόν πάλι καθ’ ύπνους, οδηγημένος από ένα ολοφάνερο πειρασμό, προσεδαφίστηκαν στη Σελήνη, όπου ταξίδεψαν σε στρατόπεδα και αγορές διάφορες, και ο διάβολος του εξηγούσε ότι στη Σελήνη υπάρχει «κομμουνιστική ισότητα», και δεν υπάρχει διάκρισις καλού και κακού. Ξύπνησε, «ξερόφτυσε» τον διάβολο της πλάνης, κι εξομολογήθηκε το λο­γισμό και το όνειρο στον Γέροντά του, ο οποίος τον ενουθέτησε καταλλήλως. Έτσι έληξε και αυτός ο λογισμός.

Επειδή όμως αναφερθήκαμε σε πολλές αποκαλύψεις που είχε ο μακαριστός γερο-Αρσένιος, τις οποίες κατέγραψε με πολλή ταπείνωσι, για να μη σκανδαλισθή η συνείδησις του αναγνώστου, τονίζουμε το εξής. Ο γέρων Αρσένιος δεν πίστευε εύκολα στα όνειρα και στις αποκαλύψεις. Βασάνιζε το κάθε τι και το έθετε υπό κρίσιν. Ρωτούσε τους πνευματικούς. Αναφέρει αρκετές φορές άλλωστε στα γραπτά του ότι κάποιες αποκαλύψεις ήταν εκ Θεού, και άλλες εκ πειρασμού. Δεν δεχόταν άκριτα το κάθε τι. Το σκεπτόταν καλά, και το αιχμαλώτιζε στην υπακοή τού Χριστού.

Παραλλήλως, τα όσα καταγράφει δεν τα αναφέρει προς κομ­πασμόν. Δεν υπερηφανεύεται. Αντιθέτως ταπεινώνει τον λογισμό του, και το γνωστοποιεί μόνο και μόνο για να δοξάση τον Θεό που του έδινε θείες παρηγοριές και ανακούφισι στην ψυχή του. Τίποτε περισσότερο.

Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις πρέπει απαραιτήτως να μνημο­νεύσουμε και την σφοδρή και ακάθεκτη αγάπη που έτρεφε προς την Θεοτόκο. Πρώτον ως αγιορείτης, και δεύτερον ως ελεημένος από Εκείνην, φλέγεται κυριολεκτικά από θαυμασμό, σεβασμό και πόθο προς το πρόσωπο της Θεομήτορος. Οι μισές από τις αποκαλύψεις αναφέρονται σε θείες παρηγορίες εκ μέρους τής Πανυπεράγνου Κόρης. Την έβλεπε συνήθως σαν μικρό κοριτσάκι, που τον ενίσχυε και τον πληροφορούσε. Κάθε φορά που του εμφανιζόταν, καθώς ο ίδιος αναφέρει, σήμαινε ενίσχυσι και ετοι­μασία για ένα επερχόμενο πειρασμό. Σήμαινε τη στοργική της εύνοια, για να μη λιποψυχήση.

Το 1950, όταν ο ίδιος θέλησε να φύγη από το Άγιον Όρος, εμφανίστηκε λυπημένη και τον πληροφόρησε να μείνη και να κάνη υπομονή. Τον ίδιο χρόνο ένα επεισόδιο με τον δοχειάρη τον έκανε να πικραθή και να μη ξαναπιή ρακί. Τότε η Θεοτόκος εμφανίστηκε συμβολικώς και τον παρότρυνε να πίνη λίγο ρακί, γιατί εργαζόταν σκληρά. Ξύπνησε χαρούμενος, πήρε ρακί από τον δοχειάρη και συμφιλιώθηκε μαζί του.

Το 1954, παραμονή των Αρχαγγέλων, εμφανίστηκε στον ύπνο του μια νέα που μπήκε με δισάκι στο Καθολικό, επιθυμώντας να κοινοβιάση. Όταν την επέπληξε ο π. Αρσένιος, υπενθυμίζοντάς της το άβατο, έμεινε σκεπτική, δίχως να φεύγη. Την ίδια κοπέλλα πριν λίγες ημέρες την είδε να έρχεται από την Σκήτη τής Αγίας Άννης -επαναλαμβάνω, από την Σκήτη τής Αγίας Άννης. Ξυπνώντας μετά την επίπληξι, προσπάθησε να ερμηνεύση το όνειρο, δίχως αποτέλεσμα. Στη λειτουργία τής επομένης ήμερος άκουσε το Κοντάκιο των Εισοδίων: «Ο καθαρώτατος ναός τού Σωτήρος, η πολυτίμητος παστάς και Παρθένος, το ιερόν θησαύρισμα της δόξης τού Θεού, σήμερον εισάγεται εν τω οίκω Κυρίου…» και αναρρίγησε σαν αντιλήφθηκε την επίσκεψι της Θεοτόκου.

Άλλοτε πάλι είδε μια γυναίκα να βαστάη στα χέρια της ένα κοριτσάκι ενός έτους. Κι όταν ρώτησε τη μητέρα: «Πώς τη λένε;» «Μαρία» του απάντησε. «Εκρατούντο οι οφθαλμοί μου» αναφέρει, και γιαυτό δεν συνειδητοποίησε ευθέως το όραμα. Θαύμασε όμως τη θεοειδεστάτη ταπείνωσι, τυπωμένη στο πάναγνο προσωπάκι της, και αισθάνθηκε συγχρόνως έκπληξι και δειλία. «Θεέ μου» είπε, «πώς μας πρωτόπλασες, και πώς παραμορφωθήκαμε από την αμαρτία!»

Το 1975 την είδε πενθηφορούσα και αλληλοχαιρετήθηκαν. Την ίδια ημέρα ένας αδελφός παραβιάζοντας τους όρκους του δραπέ­τευε από το μοναστήρι και έφευγε για τον κόσμο.

Ένα καιρό που αρρώστησε βαρειά, εμφανίστηκε η Παναγία και του είπε: «Να λες την ευχή, το Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με. Κι εγώ την λέω». Ξυπνώντας αισθάνθηκε πολύ καλύτερα, και δυναμωμένος επιδόθηκε στην προσευχή.

Όλα αυτά είναι δείγματα τόσο της αγάπης τής Θεομήτορος, που επισκέπτεται και παρηγορεί τα τέκνα της, όσο και δείγματα υιικής αφοσιώσεως του μακαριστού π. Αρσενίου προς Αυτήν.

Μια εικόνα τής Θεοτόκου μετέφερε μόνιμα πάντα μαζί του, όπου κι αν πήγαινε. Κάθε φορά που έβγαινε από το Άγιον Όρος, την χρέωνε στο Τελωνείο Δάφνης, και την ξεχρέωνε στην επι­στροφή. Πυκνά-πυκνά και περιπαθώς την ασπαζόταν για πολλή ώρα. Μάρτυς και ο γράφων. Το αντιλήφθηκα περνώντας έξω από το κελλί του, σαν τον είδα από την μισάνοιχτη πόρτα. Δεν με είδε. Συνέχισε. Τον άφησα.

Όταν κάποτε ο Γέροντάς μας είπε σε σύναξι της αδελφότητος: «Τι θα γίνη με τον γερο-Αρσένιο που αγαπάει πολύ την Παναγί­α;» απάντησε: «Γέροντα, όλοι οι πατέρες αγαπούν την Παναγία». Και συμπληρώνει στα τετράδια ότι, όποιος δεν κεντηθή στην καρδιά από αγάπη και γλυκασμό προς την Αγνή Παρθένο, θα βρη πολύ κουραστική τη μοναχική ζωή, και θα στραφή στον κόσμο. Όποιος όμως την αγαπήση, θα αισθανθή τον Παράδεισο από τώρα. Και αναφέρει το χαρακτηριστικό ρητό τού παπα-Αθανασίου του Ιβηρίτου: «Ο Χριστός με την Μαρία και η Μαρία με τον Χριστό. Ιδού ο Παράδεισος!»

Κάποια άλλη φορά που την είδε πάλι τριών χρονών, ατένισε το θείο κάλλος της και έμεινε έκθαμβος, χάνοντας την αίσθησι του χρόνου, του χώρου, της πείνας, της δίψας και κάθε γήινου πράγματος. «Γι’ αυτό, Παναγία μου, πάθαιναν ίλιγγο όλοι ανεξαιρέτως οι θείοι υμνητές σου», τονίζει ο ίδιος. «Σε είχαν ιδεί με τα μάτια τους, Χαρά μου, γι’ αυτό και υπέφεραν σαν μαρτύριο τον θείο σου πόθο». Και προσθέτει ένα προσόμοιο της Δ’ Ωδής: «Συ της εμής καρδίας το αγαλλίαμα, Θεοτόκε, συ μου το κραταίωμα, συ μου το καύχημα και το φως, συ μου θυμηδία, συ δόξα και εγκαλλώπισμα, ζωή, πνοή, γλυκύτης, ηδονή, ευφροσύνη, και χαρά και τρυφής η απόλαυσις».

Καιρός όμως να δούμε και το υπόλοιπον της ζωής τού μακαριστού μας γέροντος, για να ωφεληθούμε έτι περισσότερον. Το 1961 ο γερο-Αρσένιος, μετά από σφοδρό αγώνα έσωθεν και έξωθεν, έπεσε στον πειρασμό τής φυγής. Είχε σκανδαλισθή με κάποια πράγματα στην Μονή τής μετανοίας του. Έφυγε λοιπόν, και κατέφυγε στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ στα Μετέωρα, για ν’ αφήση κι εκεί εποχή με την ευλάβειά του, αλλά και με τη φαιδρότητά του.

Στην αρχή προσπάθησε να μη χάση την επαφή με την Ιερά Μονή Γρηγορίου, κι έγραψε ένα γράμμα ζητώντας να τον συγχωρέσουν και να μην αρχίσουν τα «αράς επιτίμια». Κάποιος Γρηγοριάτης τότε του έγραψε μια δριμυτάτη επιστολή, ψάλλοντάς του τα «εξ αμάξης». Χωρίς χρονοτριβή και ο π. Αρσένιος του στέλνει μια αναλόγου περιεχομένου επιστολή. Και πικρα­μένος σχολιάζει αργότερα: «Τότε κατάλαβε ότι τα πατσίσαμε, κι έτσι έκτοτε ησυχάσαμε όλοι. Αφού δηλαδή χαροποιήσαμε τον Διάβολο και πικράναμε τον Θεό μας, ησυχάσαμε».

Αργότερα ανακάλεσε. Έστειλε μια επιστολή μετανοίας προς τον παπα-Βησσαρίωνα, ο οποίος τον ενουθέτησε με πολλή αγάπη, και έκτοτε αλληλογραφούσαν. Έστειλε και μια επιστολή, ζητώντας ως μικρότερος συγχώρεσι από τον αδελφό που τον εξύβρισε. Όταν έφτασε η επιστολή του, τότε ακριβώς εκοιμήθη ο αδελφός, και η Σύναξις την εξέλαβε ως έγκυρη, σαν να την διάβασε ο ίδιος. Εν καιρώ συμφιλιώθηκαν «καθ’ ύπνους».

Ο πειρασμός όμως δεν τον άφησε σε χλωρό κλαρί. Παντού οι πειρασμοί. Το 1967 ο τότε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Βαρλαάμ παπα-Χαρίτων θα έφευγε τις ημέρες τής πανηγύρεως των Αγίων Πάντων για μια χειροτονία στην Αθήνα, κι έτσι η Μονή θα έμενε αλειτούργητη. Καταφεύγει λοιπόν ο μοναχός Αρσένιος στην προσευχή, προκαλώντας κυριολεκτικά τους Αγί­ους Πάντες να κρατήσουν τον ηγούμενο. Τότε για πρώτη φορά του συνέβη εγκεφαλικό επεισόδιο. Όταν ξύπνησε, σχεδόν ετοιμο­θάνατος, φώναξε να τον κοινωνήσουν. Οπότε ο Γέροντας παπα-Χαρίτων θέλοντας και μη έμεινε μαζί του ως φύλακας Άγγελος παρηγοριάς. Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν έμεινε αλειτούργητο το μοναστήρι.

Δεκαέξι ημέρες αργότερα έπαθε ολιγόλεπτη συγκοπή καρ­διάς. Αισθάνθηκε ένα σεισμό, έτριξαν τα κόκκαλά του και είδε πως η ψυχή του βγήκε μυστηριωδώς από το σώμα του. Είχε μεγάλη χαρά, και εξέταζε τα πεπραγμένα του, και τι απολογία θα δώση. Τότε άκουσε μια φωνή: «Δεν έχεις καμμία εξουσία πλέον να λογοκρίνης ή να εξετάζης τα κατά σε. Άλλος έχει την εξουσία». Οπότε ησύχασε και περίμενε το θείον έλεος. Σε λίγη ώρα πάλι αισθάνθηκε να τρίζουν τα κόκκαλά του, να τραντάζεται το κρεββάτι, και η ψυχή επανήλθε στο σώμα.

Το γεγονός τού απάλυνε τους πόνους, και αισθανόταν για πολλές ημέρες γλυκειά θέρμη. Αυτό τον έκανε πιο προσεκτικό και επιμελή στα πνευματικά. Σαράντα ημέρες μετά το εγκεφα­λικό ήταν τελείως υγιής.

Στα Μετέωρα δεν αναπαύθηκε τελικά. Δοκίμασε να επιστρέψη στο Άγιον Όρος. Το 1965 πήγε στην Ιβηριτική Σκήτη. Νέος πόλεμος. Παντού τα ίδια. Επέστρεψε πάλι στα Μετέωρα.

Κάποτε ζητούσε από τον Χριστό να αποκαλύψη στους ανθρώπους ποιοι θα κολαστούν, μήπως συνετιστούν. Ο Χριστός, αντί για απάντησι, του φάνηκε στον ύπνο του να νουθετή τα πλήθη των πιστών. Σαν να έλεγε ότι αποκαλύπτοντας το θέλημά Του, καλεί όλους στη σωτηρία, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου. Έτσι κάπως αναπαύθηκε.

Εκείνο τον καιρό έλαβε πάλι από την Θεοτόκο σαφή πληρο­φορία για τη σημασία τής υπακοής. Άλλοτε πάλι τον απάλλαξε από λογισμούς γαστριμαργίας, ενώ ετοιμαζόταν να κοινωνήση. Άλλη φορά πάλι τον ειδοποίησε να φυλάγεται από την πολυ­λογία.

Το 1966 είχε γραφή μια επιστολή από την Ιερά Κοινότητα προς το Πατριαρχείο σαν παράπονο για τις φιλενωτικές τάσεις. Ο π. Αρσένιος τότε είδε το Άγιον Όρος με φωτοστέφανο μέσα σε άπλετο φως. Ζήλεψε κάπως που απείχε από τη χορεία των αγιορειτών.

Μια περίοδο σκέφθηκε να κοινοβιάση στην Ιερά Μονή Δίρβης Ηλείας, σε κάποιον ενάρετο Γέροντα. Είδε στον ύπνο του μια δροσερή πηγή με γάργαρα νερά. Σκύβοντας να πιη, ακούει ένα φίδι να σφυρίζη από πάνω του. Ξύπνησε κι εννόησε πως η δροσερή πηγή ήταν η Ιερά Μονή Δίρβης, ενώ το φίδι ήταν μια συνεχής αδιαλλαξία μεταξύ Μονής και Μητροπόλεως. Ματαίωσε και πάλι το ταξίδι.

Μετά από χρόνια ο γερο-Αρσένιος αυτομεμφόμενος έλεγε πως με την ακαταστασία του ζητούσε δήθεν «άσκησι ανωτέρας ζωής», ενώ συνέβαινε κατά την παροιμία: «Άτσαλο μάζεμα, κούφια καρύδια».

Τέλος απεφάσισε να επιστρέψη οριστικά στο Άγιον Όρος και να πεθάνη εκεί. Πήγε λοιπόν στη Νέα Σκήτη το 1972 και υπετάγη στον Γέροντα Ιωσήφ, ο οποίος αργότερα επάνδρωσε με την συνοδεία του την Ιερά Μονή Βατοπεδίου. Είχε ακούσει πολλά καλά για τον Γέροντα Ιωσήφ, και θέλησε να μείνη στη συνοδεία του.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1974, είδε την Παναγία με μια άλλη κοπέλλα που τον επισκέφθηκαν καθ’ ύπνους. «Ετοιμάσου, Αρσέ­νιε, για νέες μεγάλες θλίψεις» μονολογούσε. «Έχε όμως θάρρος, η Παναγία θα είναι σκέπη και βοήθειά σου».

Τότε συνέβησαν τρεις πειρασμοί:

α) Ένας μαθητής τής Αθωνιάδος Εκκλ. Σχολής μάλωσε με ένα δόκιμο της Καλύβης.

β) Ξέσπασε ο Τουρκοκυπριακός πόλεμος.

γ) Υπέφερε με φρικτούς πόνους από πέτρες στα νεφρά.

Ο βασικώτερος όμως πειρασμός ήταν ο δεύτερος. Οι πατέρες στην Καλύβη θρηνούσαν απελπιστικά την απώλεια της Κύπρου και όλης της Ελλάδος. Σαν να μη έφτανε αυτό, στην Αθήνα η προβολή τής ταινίας «Σούπερ Σταρ» ενέπαιζε τον Χριστό κατα­κλύζοντας τους κινηματογράφους.

Αυτά όλα έκαναν τον μακαριστό γερο-Αρσένιο να καταφύγη σε ολόθερμες προσευχές. Πόσα δάκρυα, πόσους θρήνους έκανε για την σωτηρία τής πατρίδος μας; Ας είναι κι αυτά μια απάντησι στους ακτιβιστές που αμφισβητούν την προσφορά τού μονα­χισμού.

Ενώ λοιπόν είχε φτάσει στα πρόθυρα της απελπισίας, σήκωσε κραυγή ικεσίας προς Κύριον, αν υπάρχουν πέντε πιστοί σε όλη την Ελλάδα, γι’ αυτούς τους πέντε να μην αφανίση το Έθνος.

Τότε λαμβάνει ένα σημαντικό μήνυμα. Βλέπει σε μια πλατεία τον Χριστό να του κάνη νεύμα να πλησιάση. Πριν φτάση κοντά του, του λέγει: «Ειδοποίησε τον λαό να συναθροισθή». Έτρεξε λοιπόν πασίχαρος ο π. Αρσένιος να ειδοποιήση τους διερχομένους. Κανείς όμως δεν τον πίστευε. Όλοι έφευγαν. Γυρίζει λοιπόν ο Χριστός και τον ερωτά: «Πού είναι ο κόσμος;» «Δεν προσέρχονται, Κύριε» απαντά ο φιλότιμος μοναχός. Τότε ο Κύρι­ος βάδισε ανατολικά της πλατείας και ανεβοκατέβασε δυο φορές το χέρι του. Πλήθος κόσμου τότε μαζεύτηκε μέσα σε τρία λεπτά και τον περιστοίχισε, άνθρωποι κάθε ηλικίας, νέοι, γέροι, παιδιά, και τον κοιτούσαν κατάματα με χαρά και λαχτάρα. Ακόμη και οι περαστικοί τής πλατείας ελεεινολογούσαν τον εαυτό τους με ταπείνωσι, αφού τους επισκέφθηκε ο Κύριος της δόξης, αν και δεν το άξιζαν. Εκεί τελείωσε το όραμα.

Έτσι έλαβε απάντησι ότι όχι μόνο πέντε, αλλά χιλιάδες Έλληνες παραμένουν πιστοί. Αυτό θυμίζει και την απάντησι που έδωσε ο Θεός στον προφήτη Ηλία, ότι παρέμειναν επτά χιλιάδες Ισραηλίτες, οι οποίοι δεν προσκύνησαν τον θεό Βάαλ (Βλ. Γ’ Βασιλ. 19,18).

Τον Νοέμβριο του 1974 η συνοδεία τού π. Ιωσήφ σχεδίαζε να πάη σε κάποιο μοναστήρι. Ο γερο-Αρσένιος βρέθηκε πάλι σε δίλλημα. Να επιστρέψη στην μετάνοιά του, την Ιερά Μονή Γρηγορίου, ή να ακολουθήση τον π. Ιωσήφ; Ο Πνευματικός τού συνέστησε να επιστρέψη στην «Ιθάκη» του, στη βάσι του. Δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Ήθελε «σημείον άνωθεν».

Ανήμερα των Είσοδίων τής Θεοτόκου τού εμφανίστηκε πάλι «η Παραμυθία τών δεομένων» έως τριών χρονών. Συναντήθηκαν στο Βελβίτσιο, στο χωριό που γεννήθηκε ο γέροντας. Αυτός χαρούμενος την ξεναγούσε εγκωμιάζοντας τους κήπους του χωριού του. Εκείνη δεν πρόσεχε. Κοιτούσε αλλού. Κάποια στιγμή του δείχνει το κοιμητήρι τού χωριού, ο ναός τού οποίου τιμάται επ’ ονόματι του αγίου Νικολάου, και του λέγει: «Εσύ, Αρσένιε, να θυμάσαι το κοιμητήρι τού αγίου Νικολάου, για τη σωτηρία τής ψυχής σου». Ξύπνησε και εννόησε. Έπρεπε να επιστρέψη στη μετάνοιά του, στην Ιερά Μονή τού Οσίου Γρηγορίου, τιμωμένη επ’ ονόματι του αγίου Νικολάου, και να ταφή στο κοιμητήρι Της.

Μετά από τέσσερις μήνες, την επομένη τού Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου, 26 Μαρτίου 1975 -«νόστιμον ήμαρ» θά ‘λεγε ο Όμηρος- επέστρεφε ο πολύτροπος Οδυσσέας στην Ιθάκη. Μετά από δεκατέσσερα χρόνια περιπλάνησης, επέστρεφε στην πιστή του Μετάνοια, που τον περίμενε, τιμωρώντας έτσι τους «μνηστή­ρες», τους λογισμούς που κατέτρωγαν την ψυχική του περιουσία.

Έβαλε μετάνοια στον Γέροντά μας, και έθεσε τον εαυτό του ανεπιφύλακτα στην υπακοή του. Δείγμα κι αυτό της αληθινής ταπεινοφροσύνης του. Κατόπιν πήγε στο κοιμητήρι, στον τάφο τού παπα-Βησσαρίωνα, τον οποίον υπεραγαπούσε. Πλησίασε, γονάτισε, προσκύνησε. Σχόλιο στα τετράδια: «Το αίμα νερό δεν γίνεται».

Αργότερα η Θεοτόκος τού έδειξε πόσο ευαρεστήθηκε. Έκτοτε ο γερο-Αρσένιος για 16 χρόνια έγινε μαθητής και δάσκαλος, παθών και μαθών τα θεία. Έμπειρος όντας καί έμπυρος στα πνευματικά, νουθετούσε κι εμάς τους αρχαρίους.

Με διάφορα παραδείγματα μας μιλούσε για την υπακοή. Μας έλεγε τη μεγάλη σημασία της για τον μοναχό. Ο ίδιος γράφει στα τετράδια πως για κάποιο θέμα δικό του παρακαλούσε την Παναγία να φωτίση τον Γέροντα. Κατόπιν δέχθηκε τη γνώμη τού Γέροντα ως θεία αποκάλυψι, κάνοντας τέλεια υπακοή. Φρόν­τιζε επίσης να στέλνη διάφορες ιστορίες και νουθεσίες σε επιστο­λές. Όταν του είπε ο Γέροντας να μην αναφέρη ιστορίες στις επιστολές του, έκανε υπακοή και σταμάτησε τις ιστορίες.

Θέλοντας να πάη σε μια θεομητορική πανήγυρι, δείλιαζε μήπως ασθενής όντας δεν αντέξη στην αγρυπνία. Τότε εμφα­νίστηκε η Παναγία να ψάλλη νηστική. Κατόπιν του είπε: «Μικροψυχία». Σσν ξύπνησε, αποφάσισε νσ πάη στην αγρυπνία. Εικοσιτρείς ώρες στο πόδι συνέχεια, δεν κουράστηκε καθόλου. Αισθάνθηκε θεία ενίσχυσι.

Στα τετράδια αναφέρει επίσης ότι δεν πρέπει να μιλάμε εν ώρα ακολουθίας. Ο Χριστός, ο Μέγας Αρχιερεύς, στέκει συνεχώς στον θρόνο και παρακολουθεί την ευταξία μας. Είχε ασφαλώς και την σχετική αποκάλυψι.

Σε κάποια λειτουργία, την ώρα τού «Εξαιρέτως» είδε ως εν εκστάσει Άγγελο Κυρίου να εξέρχεται από το ιερό βήμα και να δίνη μια τετράγωνη πλάκα σαν ευαγγέλιο στον ψάλτη. Κατόπιν συνήλθε, ενώ ο ψάλτης άρχισε να ψάλη το «Άξιόν εστιν» σε ήχο β’, όπως κατά την παράδοσι εψάλη από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ στο κελλί «Εν τω Άδειν» μπροστά στην θαυματουργή εικόνα τής Παναγίας την μετωνομασθείσα «Άξιόν εστιν», και εδόθη στον μοναχό υπό μορφήν πλακός.

Άλλη φορά πάλι στην αγρυπνία των Αρχαγγέλων εμφανίστηκε στους χορούς τού Καθολικού η Παναγία ως προσκεκλη­μένη να ψάλη. Εκείνη δίστασε και αποσύρθηκε, χωρίς να φύγη. Ξαφνικά συνήλθε ο γερο-Αρσένιος και άκουσε από τον ψάλτη την Καταβασία τής Η’ Ωδής: «Άκουε κόρη Παρθένε Αγνή». Το ανέφερε για να στηρίξη τους νέους μοναχούς και να τους βεβαιώση για την αόρατη παρουσία τής Θεοτόκου. Άλλοτε πάλι μας έλεγε να προσέχουμε τα νοήματα της προσευχής και να μη μετεωρίζεται ο νους μας. Ανέφερε δε και μία ιστορία: «Ένας μοναχός προσευχόταν και δεν πρόσεχε, δεν συμμάζευε το νου του. Έκανε 63 κομποσχοίνια. Τότε εμφανίστηκε Άγγελος και του είπε: Από αυτά, μόνο 3 κομποσχοίνια έχουν ανταπόκρισι».

Αναφέρει ακόμη στα τετράδια πως στον ύπνο του, όταν ρωτή­θηκε από τον Γέροντά μας τι γνωρίζει περί του παπα-Βησσαρίωνος, αποκρίθηκε: «Άλλα έλεγε, και άλλα εννοούσε». Ξυπνώντας δεν κατάλαβε το όνειρο. Σαν άρχισε την προσευχή του, το μυαλό του πετούσε αλλού, και τότε κατάλαβε ότι το «άλλα έλεγε και άλλα εννοούσε» ήταν για τον ίδιο τον εαυτό του, που άλλα έλεγε με το στόμα, κι αλλού ταξίδευε ο νους.

Επίσης ετόνιζε ότι για να είναι ευάρεστη η προσευχή μας στον Θεό, πρέπει να μην έχουμε τίποτε εναντίον τινός. Και το σχετικό παράδειγμα: Κάποια μέρα που άρχισε να προσεύχεται, σαν φούσκωμα του ήλθε μια αγανάκτησις να επικρίνη κάποιον αδελφό, ο οποίος διαρκώς συκοφαντούσε τον Γέροντά μας και την αδελφότητα. Τότε ανεβόησε: «Θεέ μου, ο αδελφός αυτός δέν έχει κάνει κανένα καλό στη ζωή του; Έχει κάνει. Ε, εκείνο να λάβης υπ’ όψιν, κι όχι τα υπόλοιπα». Έτσι μπόρεσε να προσευχηθή με πολλή κατάνυξι.

Πολλές φορές προειδοποιούσε αδελφούς για τον επικείμενο πόλεμο του Εχθρού. Σε κάποιον είπε: «Αδελφέ, σε είδα στον ύπνο μου να λες: Πολλά παραθυράκια ανοίγουμε, και θά ‘ρθη πνευματική φτώχεια. Σου συμβαίνει τίποτε;» Ο αδελφός κάπως δικαιολογήθηκε. Αργότερα κατάλαβε πως τα παραθυράκια ήταν της ψυχής του, και βεβαίωσε τον γερο-Αρσένιο πως ήταν αλήθεια το όνειρο. Ο έμπειρος γέροντας τότε τον νουθέτησε καταλλήλως.

Αγαπούσε πολύ τους νέους πατέρες και τους ενίσχυε στον αγώνα τους. Έλεγε να προσέχουν: «Ο απρόσεκτος μοναχός, σύμφωνα με τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, γίνεται τετράπυλος. Ανοίγει τις τέσσερις πύλες τής ψυχής του, μπαίνει ο διάβολος και λέγει: Όσοι οι κατοικούμενοι προέλθετε».

Ποτέ δέν συκοφαντούσε αδελφούς, ούτε άλλους ανθρώπους. Στα τετράδια μέσα αναφέρει ένα όραμα, πως βρέθηκε σε ένα δενδροπερίβολο γεμάτο μηλιές, κατάφορτες μήλα, ενώ ένας μονα­χός τις εκλάδευε αφειδώς. Σε υπόδειξι του γερο-Αρσένιου να προσέχη, ο μοναχός αυτός επέμενε να κλαδεύη καρποφόρα κλα­διά, λέγοντας τα εξής: «Άσε, γερο-Αρσένιε, μην ανακατεύεσαι με τα δένδρα». Τότε ξύπνησε.

Ο «κλαδευτής» μοναχός είχε προσφάτως δημοσιεύσει λόγια ταπεινωτικά για τις νέες αδελφότητες του Άθωνος. Σχολιάζει λοιπόν ο σοφός γέροντας: «Μερικοί -μακάρι νά ‘ξερα πόθεν κινού­μενοι- κρίνουν συνέχεια και κατακρίνουν τους νέους, οι οποίοι δέν υπολείπονται από εμάς τους παλαιούς ούτε στα δόγματα ούτε στο ήθος και στις αρετές. Με τόν καιρό θα λάβουν και πείρα που στερούνται». Δείγμα κι αυτό του σεβασμού και της αγάπης του προς τους νέους μοναχούς.

Κάποτε είδε εν οράματι τον μακαριστό Προηγούμενο παπα-Αθανάσιο Γρηγοριάτη, καθώς και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, να μεριμνούν για το Μοναστήρι, σε καιρό που ο Γέροντας έλειπε εκτός Αγίου Όρους. Ο πατήρ Αρσένιος ερμήνευσε το όραμα ως ένδειξι ότι οι αδελφοί τής Μονής έκαναν υπακοή στον Αναπληρωτή τού Γέροντα.

Η παρουσία τού γερο-Αρσένιου για μας τους νεωτέρους ήταν ψηλαφητή ευλογία. Πάντα συνδύαζε το τερπνόν μετά του ωφε­λίμου. Τύπος ταπεινώσεως, υπακοής και υπομονής. Κανών πίστεως και εικών πραότητος. Πρόθυμος στην εργασία, παρ’ όλη την ηλικία του. Νεάζων τω φρονήματι, νήπιος τη κακία. Η ζωή του είναι για μας υπόθεσις ανδρείας, τρόπαιο υπομονής και πυξί­δα σωτηρίας. Μας προέτρεπε να προκόψουμε στις αρετές. Έτσι βοηθεί ο μοναχός τον κόσμο. Με τα λόγια δεν γίνεται τίποτε. Έργα, παράδειγμα και θεάρεστη πολιτεία ζητά ο κόσμος.

Είχε φόβο Θεού. Δεν έλεγε ψέματα. Ονόμαζε τον εαυτό του τρισάθλιο και σαπίλα τής ζωής. Θεωρούσε τον εαυτό του πολύ ελεημένο από τον Χριστό και την Παναγία. ‘Ηταν ταπεινός στην καρδιά, όχι στα λόγια. Ζητούσε απ’ τον Θεό ο,τιδήποτε με πλήρη εμπιστοσύνη στο έλεός Του και με αφελότητα καρδιάς. Τα τελευ­ταία χρόνια είχε ελάχιστα πράγματα στο κελλί του. Ήταν ακτήμων. Στο πρόσωπό του φεγγοβολούσε η χάρις τού Θεού. Ήταν αληθώς «Ισραηλίτης», άδολος σαν τον Απόστολο Ναθα­ναήλ.

Ποθούσε τον Παράδεισο και ζούσε συνεχώς με την προσδοκία του. Έλεγε και το εξής σχετικό από την εμπειρία του: «Όταν πάμε στον Παράδεισο, έχουμε να ιδούμε εκεί τρεις εκπλήξεις. Πρώτα-πρώτα θα αναρωτηθούμε: εγώ στον Παράδεισο; Δεύτερον, θα βρούμε ανθρώπους που δεν ελπίζαμε να τους ιδούμε. Και τρίτον, δεν θα ιδούμε άλλους που περιμέναμε να ιδούμε».

Το 1984 έπαθε δεύτερο εγκεφαλικό. Όταν συνήλθε, διακω­μωδούσε την κατάστασί του, σαν να έπασχε άλλος. Το 1987 η Παναγία τον πληροφόρησε ότι το τέλος πλησίαζε. Κάποια ενύπνια τον παρακινούσαν σε διαρκή μνήμη θανάτου. Τότε σημει­ώθηκαν αρκετές καρδιακές κρίσεις. Παρ’ όλα αυτά, δεν τό ‘βαζε κάτω. Μόλις συνερχόταν, έπαιρνε το ψαλλίδι και τη σκάλα για το κλάδεμα κλήματος και δένδρων. Πρόθυμος έως τέλους.

Το 1990 εμφανίστηκε τρίτο επεισόδιο, που κατέληξε σε ημιπληγία. Έπαψε να μιλάη. Ξάπλωσε οριστικά στό κρεββάτι. Φαινόταν ότι πονούσε. Στις αρχές δεν γνώριζε το περιβάλλον του. Σιγά-σιγά συνήλθε, μιλώντας όμως τσευδά. Δεν βαρυγκόμησε ούτε στάλα. Δεχόταν πατέρες ή γνωστούς ανθρώπους κι έδειχνε άρρητη χαρά στο πρόσωπο. Σαν του λέγαμε κάτι φαιδρό, χαμογελούσε το μισό του χείλι. Έψαλλε όπως μπορούσε το «Χριστός Ανέστη», το «Κανόνα πίστεως» και το «Τεριρέμ», για να δείξη πως δεν έχασε το κέφι και την προθυμία του. Έκρυβε επιμελώς τον πόνο του. Μαρτυρούσε, μα δεν τό ‘δειχνε.

Την τελευταία ημέρα παθαίνει το τελευταίο επεισόδιο. Τον κρατήσαμε λίγες ώρες στη ζωή με τεχνητές αναπνοές. Σιγά-σιγά έσβηνε. Κι εμείς μπροστά στά μάτια μας μελετούσαμε το θάνατο, βλέποντας την ψυχή να φεύγη.

Εκοιμήθη στις 16 Ιανουαρίου 1991 (π. ημ.) στον Μικρό Εσπε­ρινό τού αγίου Αντωνίου, του οποίου το όνομα έφερε ως κοσμικός. Ο θάνατός του ήταν για μας ελπίδα και πίστι πως ο Θεός τον κατέταξε εν σκηναίς δικαίων και εν γη πραέων. Πήγε να βρη την πολυπόθητη Κυρία Θεοτόκο, που τόσο την αγάπησε και τον αγάπησε. Πήγε να την βλέπη όχι πλέον «ως δι’ εσόπτρου και εν αινίγματι», αλλά «πρόσωπον προς πρόσωπον». Να της ομιλή αιωνίως και αενάως. Να κρατή την λαμπάδα τής νήψεως, να φορή την πανοπλία τού Θεού, και με το κομποσχοίνι στο χέρι να εύχεται πρός Αυτήν για όλους μας και να μας στηρίζη, όπως άλλοτε με τη ζωή του, τώρα με την προσευχή του, ώστε να αξιωθούμε κι εμείς του αφθάρτου Νυμφώνος.

Μακάριε γερο-Αρσένιε, αιωνία σου η μνήμη.

Μακάριε γερο-Αρσένιε, καλή αντάμωσι.

Ι. Α. Γ.

 

 

[2]

(Πηγή: Περιοδικό Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους “Ο όσιος Γρηγόριος”, τ. 17, 1992)