- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Τα νοσήματα της γλώσσας και οι αρετές της “εν γνώσει” σιωπής (Αρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Προηγούμενος Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου)

Ὁμιλία στήν ΓΕΧΑ Τρικάλων, Πέμπτη 25 Ἰανουαρίου 2018

 

Εἰσαγωγή

Ἡ ἐποχή τῆς πληροφορίας

Ἡ σημερινή ἐποχή ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς ἐποχή τῆς πληροφορίας μέ κύριο γνώρισμά της τήν δυνατότητα τῶν ἀνθρώπων νά ἀνταλλάσσουν καί νά μεταφέρουν πληροφορίες μέ πολύ μεγάλη εὐκολία καί ταχύτητα καί νά ἔχουν ἄμεση πρόσβαση σέ γνώσεις καί εἰδήσεις, ἀπό ὅλο τόν κόσμο, ἀνά πᾶσα στιγμή.

Μία ἀκατάπαυστη ροή πληροφοριῶν συνεχῶς ἀναπαράγεται καί ἀναμεταδίδεται, κυρίως μέσῳ τῆς τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης καί τοῦ διαδικτύου. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι ὁ πλέον ἐνημερωμένος καί καλά πληροφορημένος. Αὐτός πού τά ξέρει ὅλα καί ἔχει ἄποψη γιά ὅλα, πού τήν ἐκφέρει καί τήν προβάλλει, ὡς ἀπόλυτα ὀρθή καί ἐνδεδειγμένη.

Τό φαινόμενο αὐτό ἔχει, βεβαίως, τήν θετική του διάσταση, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχει καί μία σειρά ἀπό πολύ ἀρνητικές συνέπειες σέ πνευματικό κυρίως ἐπίπεδο. Κι αὐτό γιατί ἡ συνεχής διάδοση καί ἀναμετάδοση ὅλων αὐτῶν τῶν εἰδήσεων καί τῶν πληροφοριῶν –πού δέν εἶναι πάντοτε σοβαρές, ἀληθινές ἤ ἀπαραίτητες καί δέν ἐλέγχονται ἀπό κανέναν– μᾶς ὁδηγοῦν σέ μία διαρκή ἑτεροπαρατήρηση, δηλαδή ἐνασχόληση μέ τούς ἄλλους, σέ ἕναν συνεχή σχολιασμό τῶν ἄλλων· μᾶς ὁδηγοῦν σέ ἄκαιρους, ἀναίτιους, ἀνώφελους καί ἐπικριτικούς λόγους· μᾶς ὁδηγοῦν, δηλαδή, στήν παράχρηση τοῦ λόγου.

Στήν ἀποψινή μας ὁμιλία ἐπιλέξαμε νά ἀσχοληθοῦμε καί νά ἀναδείξουμε αὐτή τήν παθογένεια τῆς παράχρησης τοῦ λόγου, ὅλα αὐτά, δηλαδή, πού ἀποκαλοῦμε συνήθως ἁμαρτήματα-νοσήματα τῆς γλώσσας καί ἀφοῦ περιγράψουμε, σέ ἀδρές γραμμές, τά σημαντικώτερα ἀπό αὐτά, νά ἀναζητήσουμε τήν ἀντιμετώπιση καί τήν θεραπεία τους.

Ἐπιλέξαμε, ἐπίσης, νά μιλήσουμε καί γιά τήν θεραπευτική ἀρετή τῆς σιωπῆς, τῆς ἐν ἐπιγνώσει σιωπῆς, πού ἀσκεῖται συνειδητά καί ὄχι παθητικά καί πού δυστυχῶς εἶναι τόσο δυσεύρετη στίς μέρες μας, παρότι εἶναι πολύ βοηθητική καί ἀπαραίτητη στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἁμαρτημάτων τῆς γλώσσας.

 

Ὁ λόγος ὡς χάρισμα

Μι­λών­τας γιά τήν γλώσ­σα ἀ­να­φε­ρό­μα­στε συνήθως στήν ἀρ­νη­τι­κή της πλευ­ρά, στήν πα­ρά­χρη­ση δη­λα­δή τῆς γλώσ­σας, πού γί­νε­ται ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο ἐ­ξαι­τί­ας τῶν πα­θῶν του. Φυ­σι­κά ἡ γλώσ­σα, ὄ­χι ἁπλῶς ἡ σω­μα­τι­κή, ἀλ­λά ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα τοῦ λό­γου, ἡ ὁ­μι­λί­α, εἶ­ναι χά­ρι­σμα τοῦ Θε­οῦ στόν ἄν­θρω­πο. Εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πό τά γνω­ρί­σμα­τα πού τόν ἀ­να­βι­βά­ζει καί τόν διαφοροποιεῖ ἀ­πό τήν ὑ­πό­λοι­πη δη­μι­ουρ­γί­α. Εἶ­ναι χά­ρι­σμα γιά τό ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει νά δο­ξο­λο­γοῦ­με τόν Κύ­ριό μας, πού μᾶς κό­σμη­σε μέ ἕ­να ἀ­πό τά ἐ­ξέ­χον­τα δῶρα τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας Του.

Ὁ λό­γος ἀ­πο­τε­λεῖ κυ­ρί­αρ­χο συ­στα­τι­κό τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὀν­τό­τη­τος. Εἶ­ναι αὐ­τός, πού στόν με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό πα­ρέ­χει τήν δυ­να­τό­τη­τα ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων. Κα­θο­ρί­ζει ἄ­με­σα καί κα­τα­λυ­τι­κά τήν κοι­νω­νι­κό­τη­τα, τίς δι­α­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις, τήν ἐ­ξω­τε­ρί­κευ­ση τῶν αἰ­σθη­μά­των, τήν ἔκ­φρα­ση καί προ­ά­σπι­ση τῶν ἀ­πό­ψε­ων. Μέ λί­γα λό­για, ὁ λό­γος ἐκ­φρά­ζει καί ταυ­τό­χρο­να ἀ­πο­κα­λύ­πτει τόν ἐ­σω­τε­ρι­κό ἄν­θρω­πο.

Στήν κα­λή χρή­ση του ὁ λό­γος γέν­νη­σε, ἀ­πό τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα ἀ­κό­μη καί κυρίως στόν ἑλλαδικό χῶρο, τέ­χνη, καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μι­ουρ­γί­α καί ἕναν λαμπρό πο­λι­τι­σμό. Ἔ­γι­νε ποί­η­ση, φι­λο­σο­φί­α, θε­ο­λο­γί­α, θέ­α­τρο, τρα­γού­δι. Γέν­νη­σε τά λε­κτι­κά ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τα τῆς ρη­το­ρι­κῆς καί τῶν δη­μη­γο­ρι­ῶν, γο­νι­μο­ποί­η­σε ἐ­πι­στῆ­μες καί σχο­λές, ἐ­ξέ­φρα­σε ἀ­να­ζη­τή­σεις καί προ­βλη­μα­τι­σμούς, δι­ε­τύ­πω­σε ἀ­λή­θει­ες καί δόγ­μα­τα, ἀ­νέ­δει­ξε ἐ­ξέ­χου­σες μορ­φές καί παγκόσμια ἀναστήματα τοῦ πνεύ­μα­τος καί τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ.

Κυ­ρί­ως, ὅ­μως, ἔ­γι­νε ὁ Λό­γος τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ὁ σπό­ρος, πού ἁ­πλώ­θη­κε καί καρ­πο­φό­ρη­σε σέ ὅ­λη τήν οἰ­κου­μέ­νη. Ἔ­γι­νε ὁ λό­γος τῆς ἀ­λη­θεί­ας, ὁ ὁ­μο­λο­για­κός λό­γος, ὁ παρ­ρη­σι­α­στι­κός λό­γος τῶν μαρ­τύ­ρων ἔ­ναν­τι τῶν δη­μί­ων τους. Ἔ­γι­νε φο­ρέ­ας πνευ­μα­τι­κῆς οἰ­κο­δο­μῆς μέ­σα ἀ­πό τίς θε­ο­φώ­τι­στες καί ἐμ­πνευ­σμέ­νες ὁ­μι­λί­ες τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ὁ λό­γος τῆς ἐ­ρή­μου, τῶν με­γά­λων Ἀβ­βά­δων καί Ἀμ­μά­δων, τῆς Κλί­μα­κος καί τῶν Σύ­ρων Πα­τέ­ρων. Ὁ με­λίρ­ρυ­τος χρυ­σο­στο­μι­κός λό­γος, ὁ ἀν­θε­νω­τι­κός λό­γος τοῦ με­γά­λου Φω­τί­ου καί τοῦ Μάρ­κου τοῦ Εὐ­γε­νι­κοῦ.

Ἔ­γι­νε λό­γος δο­ξο­λο­γί­ας καί ὑ­μνο­λο­γί­ας τοῦ Ἁ­γί­ου Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, τῆς Πα­να­γί­ας καί τῶν Ἁ­γί­ων μας. Ἔ­γι­νε ἐγ­κώ­μια, πα­ρα­κλή­σεις, λειτουργίες, ἀκολουθίες, κα­νό­νες, ὠ­δές, χαι­ρε­τι­στή­ριοι οἶ­κοι.

Ἔ­γι­νε ὁ­δη­γός, νου­θε­σί­α, σο­φί­α καί σύ­νε­ση. Ἔ­γι­νε πα­ρη­γο­ριά καί στή­ρι­ξη, ἀ­γά­πη καί φι­λί­α. Ἔ­γι­νε λό­γος με­τα­νοί­ας καί ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως. Ἔ­γι­νε στή­ριγ­μα καί θάρ­ρος, ἔ­γι­νε κου­ρά­γιο καί δύ­να­μη, ἀ­παν­το­χή καί ἐλ­πί­δα γιά τήν σω­τη­ρί­α μας.

 

Ἡ παράχρηση τοῦ λόγου

Τό χάρισμα τοῦ λόγου, ὅπως καί ὅλα τά χαρίσματα, δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο γιά νά ὑμνεῖ καί νά δοξάζει τόν Δημιουργό του· γιά νά χαίρεται καί νά μετέχει στήν κοινωνία μέ τόν συνάνθρωπό του. Ἡ αὐτονόμηση, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ὡς συνέπεια τῆς πτώσεώς του, ἐπέφερε καί τήν παράχρηση τοῦ λόγου, πού γίνεται πλέον καί λό­γος πλά­νης καί ἀ­πω­λεί­ας καί λόγος ἀντιλογίας, γίνεται δι­και­ο­λο­γί­α καί ὑ­πεκ­φυ­γή τῶν πρω­το­πλά­στων πρός τόν Θε­ό.

Ἀ­πό μέ­σο ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας καί συ­νεν­νο­ή­σε­ως τῶν ἀν­θρώ­πων ὁ λό­γος, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ὑπερηφανείας καί τῆς ἀλα­ζο­νεί­ας τους, γίνεται λόγος ἀ­συ­νεν­νο­η­σί­ας καί δι­αιρέ­σεως. Κα­τέ­λη­ξε σέ σύγ­χυ­ση γλωσ­σῶν θαμ­μέ­νος στά συν­τρί­μμια τοῦ πύρ­γου τῆς Βα­βέλ.

 

Ἡ χρήση τῆ γλώσσας εἶναι ἡ λυδία λίθος

Ἡ καλή ἤ κακή χρή­ση τῆς γλώσ­σας, λοι­πόν, εἶ­ναι ἡ λυδί­α λί­θος, πού κρί­νει τε­λι­κά τήν ὠ­φέ­λεια ἤ τήν ζη­μί­α γιά τόν χρή­στη της, ἀλ­λά καί γιά τούς ἄλ­λους, κα­θώς «ἄν τήν προ­σέ­ξεις, γί­νε­ται ἵπ­πος βα­σι­λι­κός, εἰ δέ μή ὄ­χη­μα δι­α­βό­λου» (Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 11, 96-98).

Ἡ ποιότητα τῶν λόγων μας μαρτυρεῖ τήν πνευματική μας κατάσταση, μαρτυρεῖ τήν ποιότητα καί τό περιεχόμενο τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου· «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τό στόμα λαλεῖ» (Ματθ. ιβ´, 35) (δηλ. τό στόμα μιλάει ἐκεῖνο ἀπό τό ὁποῖο εἶναι γεμάτη ἡ καρδιά), κατά τόν Εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει: «Ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πῶς δεῖ ὑμᾶς ἑνὶ ἑκάστῳ ἀποκρίνεσθαι» (Κολ. 4,6). (Δηλ. ὁ λόγος σας νά εἶναι πάντοτε μέ χάρη, ἁρτυμένος μέ ἁλάτι, καί νά ξέρετε πῶς πρέπει νά ἀπαντᾶτε στόν καθένα).

 

Ἑτεροπαρατήρηση: κρίση-καταλαλιά-κατάκριση-ἐξουθένωση

Στό Γεροντικό διαβάζουμε ὅτι ρώτησαν τόν ὅσιο Σισώη τί γνώμη εἶχε γιά τά ἁμαρτήματα τῆς γλώσσας καί ὁ ὅσιος τούς ἀπάντησε: «᾽Εγώ, τριάντα χρόνια τώρα, ἕνα ἔχω προσευχή! Γιά ἕνα καί μόνο παρακαλῶ τόν Κύριο, νά μέ φυλάει ἀπό τή γλώσσα μου!». Καί σέ ἄλλο σημεῖο, ἐπίσης, τοῦ Γεροντικοῦ ἀναφέρεται πώς ἕνας ὑποτακτικός εἶπε στόν Γέροντά του: «Γέροντα, ἔχω νά φάω κρέας εἴκοσι χρόνια. Καί ἐγώ, παιδί μου, τοῦ ἀπήντησε ἐκεῖνος, ἀπό τότε πού ἔγινα μοναχός, δέν ἔχω φάει ἄνθρωπο»!

Ξεκινώντας τήν παράθεση τῶν ἁμαρτημάτων τῆς γλώσσας, θά θέλαμε νά ἀναφερθοῦμε καί νά ἑστιάσουμε περισσότερο στά βαρύτερα ἀπό αὐτά, δηλαδή στήν καταλαλιά, τήν κατάκριση, καί τήν ἐξουθένωση, ἀφοῦ προηγηθεῖ μία ἀπαραίτητη διευκρίνιση καί διαφοροποίηση ἀνάμεσα στήν κρίση καί στήν παράχρηση τῆς κρίσεως. Νά διευκρινίσουμε δηλαδή, πότε ἡ κρίση εἶναι θεμιτή καί νόμιμη, πότε εἶναι ἐνδεδειγμένη καί ἐπιβεβλημένη καί πότε εἶναι ἄδικη, κατακριτική καί ἐφάμαρτη.

Θά ἀναφερθοῦμε, ἐπίσης, καί στά διάφορα παράγωγα τῆς κατάκρισης, ὅπως εἶναι ὁ ἐμπαιγμός, ὁ χαρακτηρισμός, ὁ στιγματισμός καί ἡ ἐτικετοποίηση. Ὅλα αὐτά τά ἁμαρτήματα περιέχονται στήν γενικότερη κατηγορία τῆς ἑτεροπαρατήρησης, τῆς ἐνασχόλησης, δηλαδή, μέ τούς ἄλλους μέ ἐπικριτική διάθεση καί χαρακτηρισμούς.

Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ συνεχής ροή πληροφοριῶν καί ἡ δυνατότητα ἄμεσης ἐνημέρωσης, ἀνά πᾶσα στιγμή, γιά ὅ,τιδήποτε συμβαίνει, ἀκόμη καί στήν πιό μακρυνή γωνιά τοῦ πλανήτη, δίνει τροφή καί ὠθεῖ τόν κόσμο στή συνεχῆ ἑτεροπαρατήρηση καί ὄχι τήν αὐτοπαρατήρηση. Γιά τούς περισσότερους ἀνθρώπους, δυστυχῶς καί γιά τούς χριστιανούς, κύρια προτίμησή τους καί συνήθεια εἶναι ἡ κριτική καί ὄχι ἡ αὐτοκριτική. Εἶναι ἡ ἐνασχόληση περισσότερο μέ τούς ἄλλους παρά μέ τόν ἑαυτό μας.

Τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημερώσεως καί τό διαδίκτυο συνεχῶς καί ἀσταμάτητα κατακλύζουν τόν κόσμο μέ ἀρνητικά κυρίως σχόλια καί γεγονότα, μέ σκανδαλοθηρικά περιστατικά, μέ πάθη, ἁμαρτίες καί παραπτώματα τῶν ἄλλων, μέ πληροφορίες καί εἰδήσεις πού προκαλοῦν καί ἐντυπωσιάζουν, πού κεντρίζουν τήν φαντασία καί διεγείρουν πάθη, ἀντιπαλότητες καί ἔχθρες, πού μολύνουν τίς αἰσθήσεις καί τόν νοῦ μέ ἀπαξία καί χυδαιότητα.

Ὅλα αὐτά δημιουργοῦν μία παγιωμένη κατάσταση καί ἔχουν καταστεῖ πλέον ἐθισμός γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος συνηθίζει καί ἐξοικειώνεται μέ τήν ἀσχήμια, τήν μετριότητα, τήν χλιαρότητα καί τήν χαλαρότητα. Ἐξοικειώνεται καί ταυτίζεται μέ τά ἐφήμερα, τά χαμηλά καί τά ἐπιφανειακά τῆς φθηνῆς καθημερινότητος. Συγκρίνει καθημερινά τόν ἑαυτό του ὄχι μέ τούς ἁγίους καί τούς ἥρωες, ἀλλά μέ τά πρότυπα τῆς ἀπαξίας, τῆς ἀτιμίας, τῆς παρανομίας καί τῆς ἀκολασίας πού προβάλλονται κατά κόρον.

Γίνεται, ἔτσι, ἐπικριτικός, κατακριτικός, ἐλεγκτικός, καυστικός, ἀπαιτητικός, ἐριστικός, ἐπιθετικός. Στιγματίζει, καυτηριάζει, στηλιτεύει καί σπιλώνει, μέ μεγάλη ἄνεση καί περισσή εὐκολία, ἀνθρώπους καί καταστάσεις, θεωρώντας μάλιστα πώς αὐτό εἶναι δίκαιο καί ἐπιβεβλημένο καί πώς πράττει τό καθῆκον του ἐνεργώντας τήν δίκαιη κάθαρση.

 

Ἄλλο κρίση καί ἄλλο κατάκριση

Εὔλογα, βεβαίως, τίθεται τό ἐρώτημα ἄν θά πρέπει νά καταδικάσουμε συλλήβδην τήν ἐπιβεβλημένη κριτική καί τόν δίκαιο ἔλεγχο πού ἀσκεῖται σέ μία σειρά ἀπό φαινόμενα, ἐνέργειες καί καταστάσεις.

Εἶναι ἀναγκαῖο στό σημεῖο αὐτό νά κάνουμε μιά ἀπαραίτητη διευκρίνιση γιά τό θέμα τῆς κρίσεως καί τήν διαφορά της μέ τήν καταλαλιά, τήν κατάκριση καί τήν ἐξουθένωση.

Ἡ κρίση, ὅπως καί ἡ λογική, εἶναι, ὅπως προαναφέραμε, ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα δῶρα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, οἱ ὁποῖες τόν διαφοροποιοῦν ἀπό τά ἄλογα ζῶα καί τήν ὑπόλοιπη δημιουργία. Καί εἶναι δεδομένο ὅτι ὁ Θεός δέν θά ἐπεδίωκε νά καταργήσει ἤ νά ἀφαιρέσει ἀπό τόν ἄνθρωπο ἕνα χάρισμα πού ὁ Ἴδιος τοῦ προσέφερε, διότι τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμεταμέλητα, «ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 11, 29).

Κρίση εἶναι ἡ διανοητική ἐνέργεια πού ἐκτιμᾶ καί ἀξιολογεῖ πρόσωπα, πράγματα καί καταστάσεις καί καταλήγει σέ λογικά συμπεράσματα καί διαμόρφωση γνώμης. Πρόκειται γιά μία πολύ σπουδαία καί ἄκρως ἀπαραίτητη διαδικασία γιά τήν καλή καί εὔρυθμη λειτουργία τῆς ζωῆς μας, τῆς οἰκογένειάς μας, τῆς ἐπαγγελματικῆς μας δραστηριότητας καί τῆς κοινωνίας μας.

Μία πληθώρα περιπτώσεων καί καταστάσεων τῆς καθημερινότητάς μας ἀπαιτοῦν τήν ὥριμη κρίση μας, τήν σύνεση καί τήν εὐθυκρισία μας γιά τήν σωστή ἀντιμετώπισή τους. Ὑπάρχουν, ἐπίσης, περιπτώσεις, πού παράλληλα μέ τήν κρίση μας, ἀπαιτεῖται καί ὁ ἔλεγχος προσώπων καί καταστάσεων.

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή ἡ κρίση καί ὁ ἔλεγχος εἶναι λειτουργίες καθ’ ὅλα θεμιτές καί ἀπαραίτητες γιά τόν ἄνθρωπο. Θά πρέπει γιά παράδειγμα νά κρίνουμε καί νά ἐπιλέξουμε τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας, τήν ὀργάνωση τῆς οἰκογένειάς μας, τοῦ ἐπαγγέλματός μας. Θά πρέπει νά κρίνουμε, νά ἀξιολογήσουμε καί νά ἐλέγξουμε, ὡς γονεῖς τά παιδιά μας, ὡς πνευματικοί τά πνευματικά μας τέκνα, ὡς πολίτες τήν διακυβέρνηση τῆς χώρας μας, ὡς ἐπαγγελματίες, ὡς προϊστάμενοι, ὡς δικαστές καί ὡς θεσμικοί φορεῖς τίς ἀπαιτούμενες κάθε φορά καταστάσεις καί νά λάβουμε τίς δέουσες ἀποφάσεις.

Ἡ κρίση καί ὁ ἔλεγχος ἔχουν ὡς βάση τήν ἀγάπη καί τήν νομιμότητα καί ὡς σκοπό τήν ἐμπέδωση τῆς νομιμότητος καί τήν διόρθωση, ὄχι μόνο τῶν σφαλμάτων καί τῶν ἁμαρτημάτων, ἀλλά καί αὐτῶν πού ἔχουν ὑποπέσει στά σφάλματα καί τά ἁμαρτήματα.

Ἀντίθετα, ἡ κατάκριση καί ἡ ἐξουθένωση ἔχουν ὡς βάση τήν κακία, τήν ἐμπάθεια, τόν φθόνο καί ὡς σκοπό τήν καταδίκη, ὄχι μόνο τῶν πράξεων, ἀλλά κυρίως τήν καταδίκη, τήν καταφρόνηση, τόν ἐξευτελισμό καί τήν ἐκμηδένιση τῶν προσώπων.

 

Ἡ δίκαιη κρίση

Ὁ Χριστός μας, ἀπευθυνόμενος πρός τούς Ἰουδαίους, τούς λέγει: «μή κρίνετε κατ’ ὂψιν, ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνατε» (Ἰωάν ζ΄24) (δηλ. μήν κρίνετε κατά τά ἐξωτερικά φαινόμενα, ἀλλά νά εἶστε δίκαιοι στίς κρίσεις σας). Παρατηροῦμε, λοιπόν, ἐδῶ μία σαφῆ διάκριση ἀνάμεσα στήν κρίση πού γίνεται «κατ’ ὂψιν» καί στήν «δικαία» κρίση.

Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ «δικαία κρίσις» τήν ὁποία μᾶς προτρέπει ὁ Χριστός νά κάνουμε; Μᾶς τήν ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ Εὐαγγελίου Του: «ἡ κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί, ὃτι οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός» (Ἰω. ε΄30) (Δηλ. ἡ δική μου κρίση εἶναι δίκαιη, διότι δέν ἐπιδιώκω τό θέλημά μου, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Πατέρα πού μέ ἔστειλε).

Ἡ δίκαιη καί σωστή κρίση, λοιπόν, εἶναι αὐτή πού γίνεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι αὐτή πού προϋποθέτει τήν ἐκκοπή τοῦ δικοῦ μας ἀτομικοῦ θελήματος. Προϋποθέτει τήν ἔξοδο ἀπό τόν ἀτομισμό μας, τήν ὑπερνίκηση τοῦ ἐγωισμοῦ μας, τήν ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τήν ἀγαπητική μας διάθεση ἀπέναντι στόν κρινόμενο.

Κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἑαυτό του, τό ἐγώ του, τό θέλημά του, τήν ἰδιοτέλειά του εἶναι σταυρική. Ἡ ἔξοδος αὐτή ἔχει δύο κατευθύνσεις, μία κάθετη πρός τόν Θεό καί μία ὁριζόντια πρός τούς ἀνθρώπους. Ὅταν ἡ κάθετη εἶναι ἐλλειπής, τότε εἶναι ἀναπόφευκτο νά γίνεται ἐλλειμματική καί ἡ ὁριζόντια. Ἀλλά καί ἀντίστροφα, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐγγίζει περισσότερο πρός τόν Θεό, ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶ τόν Θεό, τόσο περισσότερο ἀγαπᾶ καί τούς ἀνθρώπους· τόσο ἡ κρίση του γίνεται δικαιότερη, πιό ἀγαπητική καί φιλάδελφη.

Τότε φθάνουμε σέ αὐτό πού μᾶς προτρέπει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ἀγάπησε τούς ἁμαρτωλούς χωρίς νά μιμηθεῖς τά ἔργα τους, ἀλλά καί χωρίς νά τούς περιφρονήσεις γιά τά ἐλαττώματά τους. Διαφορετικά κινδυνεύεις νά πέσεις καί ἐσύ στούς ἴδιους πειρασμούς μέ αὐτούς».

Ἅγιος Παΐσιος, ἀπαντώντας σέ ἐρώτηση μοναχῆς περί κρίσεως καί κατακρίσεως, ἔλεγε χαρακτηριστικά:

«– Γέροντα, εὔκολα κρίνω καὶ κατακρίνω.

– Ἡ κρίση ποὺ ἔχεις, εἶναι φυσικά, χάρισμα πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν ἐκμεταλλεύεται τὸ ταγκαλάκι (ὁ διάβολος) καὶ σὲ κάνει νὰ κατακρίνεις καὶ νὰ ἁμαρτάνεις. Γι’ αὐτό, μέχρι νὰ ἐξαγνισθεῖ ἡ κρίση σου καὶ νὰ ἔρθει ὁ θεῖος φωτισμός, νὰ μὴ τὴν ἐμπιστεύεσαι. Ὅταν κανεὶς ἀσχολεῖται μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς κρίνη, ἐνῶ ἀκόμα δὲν ἔχει ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση του, πέφτει συνέχεια στὴν κατάκριση.

– Καὶ πῶς, Γέροντα, θὰ ἐξαγνισθεῖ ἡ κρίση μου;

– Πρέπει νὰ τὴν λαμπικάρεις. Μπορεῖ νὰ ἔχεις καλὴ διάθεση καὶ μιὰ δύναμη μέσα σου, ἀλλὰ πιστεύεις ὅτι κρίνεις πάντοτε σωστά. Ἡ κρίση σου εἶναι ὅμως ἀνθρώπινη, κοσμική. Προσπάθησε νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, νὰ ἀποκτήσεις ἀνιδιοτέλεια, γιὰ νὰ ἔρθει ὁ θεῖος φωτισμὸς καὶ νὰ γίνει ἡ κρίση σου πνευματική, θεϊκή. Τότε ἡ κρίση σου θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν λογικὴ τὴν ἀνθρώπινη. Μόνον ὁ Θεὸς κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αὐτὸς γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Ε΄, Πάθη καί Ἀρετές, ἐκδ. Ἱ. Ἡσ. «Εὐαγγελιστής Ἰω. ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης, σελ. 99-100).

 

Ἡ παράχρηση τῆς κρίσεως

Ἡ αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ὅπως προαναφέραμε, εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν παράχρηση ἐκ μέρους του τῶν χαρισμάτων πού τοῦ δόθηκαν ἀπό τόν Θεό. Ἡ αὐτονομία καί ἡ ἀποκοπή ἀπό τόν Θεό ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν αὐτοδικαίωση καί στήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν ἀτομική του κρίση καί γνώμη. Κατά συνέπεια, ἡ κρίση ἀπό χάρισμα μετατρέπεται σέ ἀτομική σκέψη, σέ ἰσχυρογνωμοσύνη, σέ ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό μας, σέ ἔπαρση, σέ ὑπερηφάνεια καί σέ ἀλαζονεία.

Ἔτσι, γινόμαστε αὐθάδεις, κατακριτικοί καί ἐξουθενωτικοί πρός τούς ἄλλους, ἀκόμη καί πρός τόν ἴδιο τόν Θεό ἀπό τόν Ὁποῖο ζητοῦμε ἀπαιτητικά καί «δικαιωματικά» τήν «ἀντιμισθία» Του γιά τίς «καλές μας πράξεις». Ὅπως λέει χαρακτηριστικά ὁ Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης:

«Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κατά τήν πατερική παράδοση δέν εἶναι αὐτόφωτος, ἀλλά ἑτερόφωτος (ἀποτελεῖ, δηλαδή, κτιστό κάτοπτρο, πού στό μέτρο τῆς καθαρότητάς του ἀνακλᾶ τό Φῶς τοῦ Θεοῦ), ἀντί νά εἶναι στραμμένος ὀντολογικῶς πρός τόν Θεό (τήν πηγή τοῦ εἶναι του), ἀναστρέφει τό κάτοπτρο τοῦ εἶναι του πρός τόν ἑαυτό του. Αὐτή εἶναι ἡ φιλαυτία καί ἡ ὑπαρξιακή αὐτονόμησή του ἀπό τήν φωτεινή πηγή τῆς ὑπάρξεώς του (δηλ. τόν Θεό) καί αὐτό εἶναι αὐτόχρημα τό ὑπαρξιακό του σκοτάδι. Γίνεται ἔτσι παράχρηση ὅλων τῶν πραγμάτων, ἀκόμη καί τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀντικειμενοποιεῖται, εἰδωλοποιεῖται καί «χρησιμοποιεῖται» μέ τήν κυριολεκτική ἔννοια τῆς λέξεως ἀπό τόν ἄνθρωπο. Στήν οὐσία, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος, πρακτικῶς, αὐτοανακηρύσσεται αὐθαδῶς καί ἀνοήτως σέ κύριο τοῦ Θεοῦ καί ἀξιώνει τίς ὑπηρεσίες Του ἔναντι μικρῆς ἀντιπαροχῆς (π.χ. ἐκκλησιασμός, ἐξομολόγηση, θεία κοινωνία, τάματα, λαμπάδες κ.λπ.). Ἔτσι, καταλήγει νά κατακρίνει ἀσπλάγχνως ὄχι μόνο τούς συνανθρώπους του, ἀλλά ἐπεκτείνει αὐθαδῶς καί ἀνοήτως τήν σκοτισμένη κρίση του, ὄχι μόνο συμβουλεύοντας, ἀλλά κατακρίνοντας καί τόν Ἴδιο τόν Θεό καί τά ἔργα Του (πειρασμούς, δοκιμασίες, ἀσθένειες κ.λπ.), πού ἐπιτρέπονται ἀπό τόν Θεό γιά νά κάμψουν τήν φιλαυτία καί τήν ἀμετανοησία μας».

Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, καί ὑπάρχουν τά ἄδικα, ἀθεολόγητα καί ἀδικαιολόγητα ΓΙΑΤΙ, πού ἀκοῦμε καθημερινά νά ὑποβάλλονται πρός τόν Θεό. Γιατί νά ὑπάρχει δυστυχία καί ἀδικία στόν κόσμο, γιατί νά ὑπάρχουν πόλεμοι, πρόωροι θάνατοι, ἀσθένειες, πειρασμοί καί τόσα ἄλλα.

 

Ἐκδηλώσεις καί παράγωγα τῆς ἑτεροπαρατήρησης

Ἡ ἑτεροπαρατήρηση ἔ­χει πά­ρει στίς μέρες μας τήν μορ­φή παν­δη­μι­κῆς νό­σου, δη­μι­ουρ­γών­τας με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων ψυ­χρό­τη­τες, ἐ­ναν­τι­ώ­σεις, μί­ση, μνη­σι­κα­κί­ες, καί ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῆς Χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ.

Ἡ ἑτεροπαρατήρηση ἐκδηλώνεται κυρίως μέ τήν καταλαλιά, τήν κατάκριση καί τήν ἐξουθένωση. Ἔχει δέ καί διάφορα παράγωγα, ὅπως εἶναι ὁ ἐμπαιγμός, ὁ χαρακτηρισμός, ὁ στιγματισμός καί ἡ ἐτικετοποίηση.

 

Ὁρισμοί

Ἀββᾶς Δωρόθεος στόν λόγο του «Γιά τό ὅτι δέν πρέπει νά κρίνουμε τόν πλησίον μας» δίδει τούς ὁρισμούς τῶν τριῶν αὐτῶν ἐννοιῶν πού συνιστοῦν τήν ἑτεροπαρατήρηση, παρατηρώντας ὅτι «…τί­πο­τε δέν ξε­γυ­μνώ­νει τό­σο τόν ἄν­θρω­πο καί δέν τόν ὁ­δη­γεῖ στήν ἐγ­κα­τά­λει­ψη (τοῦ Θε­οῦ) ὅ­σο ἡ κα­τα­λα­λιά, ἡ κα­τά­κρι­ση καί ἡ ἐ­ξου­θέ­νω­ση τοῦ πλη­σί­ον» (Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, ἐκδ. Ἑτοιμασία, σελ. 187).

Καταλαλιά εἶναι νά μιλήσεις εἰς βάρος κάποιου ἄλλου φανερώνοντας μέ ἐμπάθεια τό ἁμάρτημά του. Εἶναι τό νά διαδίδεις μέ λόγια τίς ἁμαρτίες καί τά σφάλματα τοῦ πλησίον. Ὅταν, γιά παράδειγμα, πεῖς γιά κάποιον: «ὁ τάδε εἶπε ψέματα ἢ ὀργίστηκε ἢ ἔπεσε σέ πορνεία», εἶναι καταλαλιά, διότι φανερώνεις μέ ἐμπάθεια τήν ἁμαρτία του.

Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος χα­ρα­κτη­ρί­ζει τήν καταλαλιά «πα­χειά βδέλ­λα, κρυμ­μέ­νη καί ἀ­φα­νῆ, πού ἀ­πορ­ρο­φᾶ καί ἐ­ξα­φα­νί­ζει τό αἷ­μα τῆς ἀ­γά­πης» (Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Σι­να­ΐ­του, Κλῖμαξ, ἐκδ. Παρακλήτου, Λό­γος Ι΄, σελ. 170).

Κατάκριση εἶναι ἡ καταδικαστική γνώμη, ἀπόφαση ἤ κρίση τήν ὁποία ἐκφέρει ἤ καί διαδίδει κάποιος γιά τήν διαγωγή, τίς ἁμαρτίες, τά σφάλματα καί τά ἐλαττώματα τοῦ πλησίον, ἡ ὁποία δέν παραμένει μόνο σέ αὐτά (πού εἶναι ἡ καταλαλιά), ἀλλά προχωρᾶ καί καταδικάζει, ἀποδοκιμάζει καί μέμφεται καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, τόν πταίσαντα καί μάλιστα χωρίς οἶκτο καί ἐπιείκεια. Ἀντί, γιά παράδειγμα, νά πεῖ κάποιος «ὁ τάδε εἶπε ψέματα ἢ ὀργίστηκε ἢ ἔπεσε σέ πορνεία», (πού εἶναι καταλαλιά), λέει: «ὁ τάδε εἶναι ψεύτης, εἶναι ὀργίλος ἢ εἶναι πόρνος» καί ἔτσι ἀποφαίνεται ὄχι μόνο γιά τίς πράξεις του, ἀλλά γιά ὁλόκληρη τή ζωή του. Αὐτό εἶναι ἡ κατάκριση.

Ὁ Φαρισαῖος δέν καταδικάστηκε ὅταν εἶπε ἀόριστα, χωρίς νά κατονομάσει κανένα, δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἅρπαξ, ἄδικος ἢ μοιχός. Ὅταν ὅμως γυρνώντας πρός τόν Τελώνη εἶπε: «οὔτε σάν καί αὐτόν τόν τελώνη», τότε βάρυνε τήν ψυχή του γιατί ἔπεσε σέ κατάκριση.

Πολλές φορές, ὄχι μόνο κατακρίνουμε τόν πλησίον μας, ἀλλά καί τόν ἐξουθενώνουμε.

Ἐξουθένωση εἶναι ὄχι μόνο νά κατακρίνει κανείς κάποιον πού ἁμαρτάνει, ἀλλά νά φτάνει στό σημεῖο νά τόν ἀπαξιώνει, νά τόν ἐκμηδενίζει, νά τόν ἐξευτελίζει, νά τόν σιχαίνεται, σάν κάτι πού προξενεῖ ἀηδία. Ἡ ἐξουθένωση εἶναι πολύ χειρότερη καί πολύ πιό ὀλέθρια ἀπό τήν κατάκριση. Φτάνουμε, ἔτσι στό σημεῖο νά μισοῦμε ὄχι μόνο τήν ἁμαρτία ἀλλά καί τόν ἁμαρτωλό. Πολλές φορές μάλιστα χαιρόμαστε καί ἐπαιρόμαστε γι’ αὐτό.

Αὐτό εἶναι δεῖγμα παντελοῦς ἐλλείψεως ἀγάπης. Εἶναι κατάσταση πού μᾶς χωρίζει, ὄχι μόνον ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἀπό τόν Θεό. Κι αὐτό γιατί ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν ἁμαρτωλό, ἀκόμη καί τόν πιό ἐξαθλιωμένο ἀπό τήν ἁμαρτία καί προσπαθεῖ νά τόν συνετίσει καί νά τόν φέρει σέ μετάνοια. Τόν συγχωρεῖ δέ ἀμέσως καί ἀπροϋπόθετα ὅταν συναισθανθεῖ τό σφάλμα του, μετανοήσει καί ζητήσει τό ἔλεός Του.

Μέ ποιό δικαίωμα λοιπόν ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, ὅπως ὅλοι ἐμεῖς, μπορεῖ νά ἀπορρίψει ἕνα συνάνθρωπό του, ἔστω καί φαινομενικά πιό ἁμαρτωλό; Αὐτός πού δέν θά δείξει ἔλεος γιά τόν συνάνθρωπό του, δέν θά ἐλεηθεῖ ἀπό τό Θεό: «ἡ γάρ κρίσις ἀνέλεος, τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. β΄13) (δηλ. ἡ κρίση θά εἶναι ἄσπλαγχνη πρός ἐκεῖνον πού δέν ἔδειξε εὐσπλαγχνία), λέγει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος στήν Καθολική ἐπιστολή του.

Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώφ μᾶς προτρέπει χαρακτηριστικά γιά τό ζήτημα αὐτό: «Μὴ σφετερίζεσαι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Μὴ γίνεσαι ἀντίπαλος τοῦ Κυρίου, ἁρπάζοντας τὸ ἀξίωμα ποὺ κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό Του. Καὶ μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια ἂν δῆς κάποιον νὰ ἁμαρτάνη, μὴν τὸν καταδικάσης, μὴν τὸν κακολογήσης, μὴν τὸν διασύρης, μὴν τὸν ἐξουθενώσης. Καταδίκασε τὸν διάβολο ποὺ τὸν ἐξαπάτησε καὶ τὸν ἔριξε στὴν ἁμαρτία. Ἂν ὅμως καταδικάσης τὸν ἀδελφό σου, θὰ ἐπιβεβαιώσης τὸν μεγάλο καὶ ἄλογο ἐγωισμό σου. Καὶ πρόσεξε, γιατί θὰ πέσης κι ἐσὺ στὸ ἴδιο ἁμάρτημα. Κατὰ κανόνα, ὅποιος κρίνει τὸν ἄλλον γιὰ κάτι, πέφτει κατόπιν στὸ ἴδιο. Κάλυψε λοιπὸν σπλαχνικὰ μὲ τὴ σιωπὴ τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ σου. Κι ἂν μπορῆς διόρθωσε τον μὲ ἀγάπη καὶ ταπείνωσι. Ἂν δὲν μπορῆς, μεῖνε στὴ σιωπή σου καὶ καταδίκασε τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὰ δικά σου ἁμαρτήματα. Σοῦ ἀρκοῦν αὐτά» (Ἀπό τό βιβλίο «Πνευματικό Ἀλφάβητο», Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώφ [1]).

Δυστυχῶς, ἐμεῖς μέ πολλή εὐκολία κατακρίνουμε ἀσύστολα τόν συνάνθρωπό μας, ἂν τύχει νά δοῦμε κάτι, ἢ νά ἀκούσουμε ἢ νά ὑποψιαστοῦμε ὅ,τι ἔκανε. Καί τό φοβερότερο εἶναι ὅτι δέν σταματᾶμε στήν βλάβη πού κάνουμε στόν ἑαυτό μας. Ἀλλά συναντᾶμε καί ἄλλον ἀδερφό καί ἀμέσως τοῦ λέμε: «αὐτό καί αὐτό ἔγινε». Ἔτσι βλάπτουμε καί ἐκεῖνον, βάζοντας στήν καρδιά του ἁμαρτίες. Γι αὐτό δέν ἐπιτρέπεται νά λέμε τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, ἀλλά οὔτε καί τίς δικές μας, παρά μόνο στόν πνευματικό μας κατά τήν ἐξομολόγηση. Διαφορετικά, διασπείρουμε τά μικρόβια τῆς ἁμαρτίας καί σέ ἄλλους.

Ἄς δοῦμε, ὅμως, πῶς θέτει τό ζήτημα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δέν πρέπει οὔτε νά ἐπιπλήττεις, οὔτε νά προσβάλλεις, ἀλλά νά νουθετεῖς· ὄχι νά κατηγορεῖς, ἀλλά νά συμβουλεύεις· οὔτε νά ἐπιτίθεσαι μέ ἀφροσύνη, ἀλλά νά διορθώνεις μέ στοργή. Διότι ὅταν συμβεῖ νά ἐκφέρεις γνώμη χωρίς συμπόνια γιά τά ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον σου, παραδίδεις ὄχι ἐκεῖνον, ἀλλά τόν ἑαυτό σου στήν ἐσχάτη προδοσία.

Θά μέ ρωτήσεις εὐλόγως, συνεχίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τί λοιπόν; Ἐάν πορνεύει ὁ ἄλλος νά μήν τοῦ πῶ ὅτι εἶναι κακό ἡ πορνεία καί νά μή διορθώσω αὐτόν πού προβαίνει σέ αἰσχρές πράξεις; Σοῦ ἀπαντῶ· διόρθωσέ τον μέν, ἀλλ’ ὄχι σάν ἐχθρός οὔτε σάν ἀντίπαλος πού ζητεῖ τιμωρία, ἀλλά σάν Πατέρας πού προσφέρει φάρμακα. Διότι ὁ Κύριος δέν εἶπε νά μήν ἐμποδίζεις αὐτόν πού ἁμαρτάνει, ἀλλά νά μήν τόν κρίνεις, δηλαδή νά μήν γίνεσαι σκληρός δικαστής καί ἐπικριτής».

Ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά το­νί­ζει ὅ­τι ἡ κα­τά­κρι­ση καί δυ­σφή­μιση τοῦ ἄλ­λου, καί μά­λι­στα ὅ­ταν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτη συ­κο­φαν­τί­α καί κα­τα­σπί­λω­ση τῆς τι­μῆς του, ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μέ φό­νο. «Ὅπως λέγεται, ἄλλωστε, ἀπό τούς ἠθικούς διδασκάλους, ἡ τιμή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τή ζωή. Καί ἐπειδή ὁ φόνος θανατώνει τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ συκοφαντία θανατώνει τήν τιμή, ἄρα ἡ συκοφαντία εἶναι χειρότερη ἀπό τόν φόνο. Καί στ’ ἀλήθεια εἶναι μεγαλύτερη κακία τό νά φονεύει κανείς μέ τή γλῶσσα, παρά μέ τό ξίφος καί τό νά πληγώνει μέ τό λόγο παρά μέ τό βέλος. Γιατί ὁ φονιάς θανατώνει μόνον τούς ζωντανούς, μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, ἐνῶ ὁ συκοφάντης ἐπί πλέον καί τούς νεκρούς καί μάλιστα ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς. Μέ φό­νο μά­λι­στα ἄ­κο­πο καί ἀ­κίν­δυ­νο, ἀ­φοῦ γί­νε­ται ἐκ τοῦ ἀ­σφα­λοῦς στίς πο­λυ­θρό­νες τῶν σα­λο­νι­ῶν, ἐν ἀν­τι­θέ­σει πρός τόν σω­μα­τι­κό φό­νο, πού συ­νή­θως ἐ­νέ­χει ἀ­γω­νί­α, ποι­νι­κές δι­ώ­ξεις καί φυ­λα­κί­σεις» (Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικό ἐγχειρίδιο, σελ. 120).

Ἡ κα­τά­κρι­ση μᾶς ἀ­να­δει­κνύ­ει ἄ­φρο­νες ὡς χρι­στια­νούς, καθώς ὁ Χρι­στός μας εἶ­πε: «Ἐν ᾧ κρί­μα­τι κρί­νε­τε, κρι­θή­σε­σθε, καί ἐν ᾧ μέ­τρῳ με­τρεῖ­τε, ἀν­τι­με­τρη­θή­σε­ται ὑ­μῖν» (Ματθ. 7,2) (δηλ. μέ τό κριτήριο πού κρίνετε, θά κριθεῖτε καί μέ τό μέτρο πού μετρᾶτε, θά μετρηθεῖτε). Κατά συνέπεια, μέ τήν κατάκριση, κα­τα­δι­κά­ζου­με μό­νοι μας τόν ἑ­αυ­τό μας νά πέ­ση στά ἴ­δια ἁ­μαρ­τή­μα­τα μέ αὐτά πού κατακρίνουμε, καί δί­νου­με τό μέ­τρο ἀ­νε­πι­ει­κοῦς κρί­σε­ως στόν Δι­και­ο­κρί­τη Θε­ό.

Τό πόσο ἐπιεικής εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτούς πού δέν κατακρίνουν μᾶς τό φανερώνει καί τό ἑξῆς περιστατικό ἀπό τό Γεροντικό:

«Ἕνας μοναχός σ’ ἕνα Κοινόβιο, ἀμελής στά πνευματικά, ἔπεσε βαριά ἄρρωστος κι ἦλθε ἡ ὥρα του νά πεθάνει. Ὁ ἡγούμενος καί ὅλοι οἱ ἀδελφοί τόν περικυκλώσανε γιά νά τοῦ δώσουν θάρρος στίς τελευταῖες του στιγμές. Παρατήρησαν ὅμως ἔκπληκτοι, πώς ὁ ἀδελφός ἀντίκρυζε τόν θάνατο μέ μεγάλη ἀταραξία καί ψυχική γαλήνη.

-Παιδί μου, τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἡγούμενος, ὅλοι ἐδῶ ξεύρομε πώς δέν ἤσουν καί τόσο ἐπιμελής στά καθήκοντά σου. Πῶς πηγαίνεις μέ τόσο θάρρος στήν ἄλλη ζωή;

-Εἶναι ἀλήθεια, Ἀββᾶ, ψιθύρισε ὁ ἑτοιμοθάνατος, πώς δέν ἤμουν καλός μοναχός. Ἕνα πρᾶγμα ὅμως ἐτήρησα (Γεροντικό Χαμπάκη, σελ. 429, 30) μέ ἀκρίβεια στή ζωή μου: Δέν κατέκρινα ποτέ μου ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό σκοπεύω νά εἰπῶ στό Δεσπότη Χριστό, ὅταν παρουσιαστῶ ἐνώπιόν Του: «Σύ, Κύριε, εἶπες, μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε», κι ἐλπίζω ὅτι δέν θά μέ κρίνη αὐστηρά.

Πήγαινε εἰρηνικά στό αἰώνιο ταξίδι σου, παιδί μου, τοῦ εἶπε μέ θαυμασμό ὁ Ἡγούμενος. Ἐσύ, κατώρθωσες, χωρίς κόπο νά σωθῆς».

 

Αἴτια πού ὁδηγοῦν στήν κατάκριση

Τά πιό συχνά αἴτια πού μᾶς ὁδηγοῦν στήν κατάκριση εἶναι καταρχήν ὁ ἐγωισμός καί ἡ ἀλαζονεία μας, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Φαρισαίου. Ἡ ζήλεια καί ὁ φθόνος μᾶς ὁδηγοῦν, ἐπίσης, πολύ συχνά στήν κατάκριση, καθώς καί τά ἐκδικητικά αἰσθήματα καί ἡ διάθεση νά μειώσουμε τόν ἄλλο καί νά σπιλώσουμε τήν ὑπόληψή του.

Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ ἀπέδιδε τήν διαρκή ἐνασχόληση μέ τούς ἄλλους στήν ἀπροθυμία γιά αὐτογνωσία. Ἔλεγε συγκεκριμένα: «Γιατί κρίνουμε τοὺς ἀδελφούς μας; Διότι δὲν προσπαθοῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας. Ὅποιος καταγίνεται μὲ τὴ γνώση τοῦ ἐαυτοῦ του δὲν προλαβαίνει νὰ παρατηρεῖ τοὺς ἄλλους. Κατάκρινε τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ παύσεις νὰ κατακρίνεις τοὺς ἄλλους» (Ἀρχιμ. Τιμοθέου, Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Παρακλήτου. «Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ» – σύντομες διδασκαλίες. Ἔκδ. Ἱ.Μ.Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1988).

Πολλές φορές, ὡστόσο, κρυβόμαστε πίσω ἀπό δῆθεν ἀθῶα κίνητρα γιά νά δικαιολογήσουμε τίς πτώσεις μας σέ ποικίλα ἁμαρτήματα τῆς γλώσσας. Ἀργολογοῦμε ἤ ἀστειολογοῦμε γιά νά περνάει ἡ ὥρα ἤ γιά νά διατηροῦμε κοινωνικές σχέσεις καί ἐπαφές ἤ κατακρίνουμε καί ἐξουθενώνουμε τούς ἄλλους, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἀπόντες, μέ τό πρόσχημα τῆς ἀπόδοσης δικαιοσύνης καί ἐπαναλαμβάνοντας τήν γνωστή ἐπωδό «ἡ ἀλήθεια θά πρέπει νά λέγεται».

 

Παράγωγα τῆς ἑτεροπαρατήρησης

Ἡ ἑτεροπαρατήρηση, ἡ συνεχής, δηλαδή, ἐνασχόληση μέ τούς ἄλλους μέ ἐπικριτική διάθεση, ἐκτός ἀπό τίς κύριες ἐκδηλώσεις της, τίς ὁποῖες ἀναπτύξαμε, τήν καταλαλιά, τήν κατάκριση καί τήν ἐξουθένωση, ἔχει καί ἀρκετά παράγωγα, συνέπειες δηλαδή πού ἀφήνουν βαρύ τό ἀποτύπωμά τους στά «θύματα» τῶν ἐπικρίσεων καί τῶν κατακρίσεών μας.

Πρῶτο παράγωγο εἶναι ὁ στιγ­μα­τι­σμός-ἐτικετοποίηση, ἡ ὀξύτατη δηλαδή κριτική καί ἡ δημόσια καταγγελία κάποιου, ἡ στηλίτευση καί ὁ διασυρμός του. Ὁ στιγματισμός ἑνός ἀνθρώπου ἐπιφέρει τήν ἀμαύρωση τῆς δημόσιας εἰκόνας του καί δημιουργεῖ μία ἀρνητική φήμη, τήν κοινῶς λεγόμενη «ρετσινιά» ἤ «ταμπέλα» πού τόν συνοδεύει σέ ὅλη του τήν ζωή.

Ὁ στιγματισμός καί ἡ ἐτικετοποίηση ἐγκλωβίζουν τόν ἄνθρωπο σὲ χα­ρα­κτη­ρι­σμοὺς ποὺ προσ­δι­ο­ρί­ζουν διὰ βί­ου τὴν συ­να­να­στρο­φή, τίς δραστηριότητες καὶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ του πο­ρε­ί­α καί τόν ὁ­δη­γοῦν τελικά νὰ κλει­στεῖ μὲ πι­κρί­α στὸν ἑ­αυ­τό του, τὸν ὁ­δη­γοῦν στὸ πε­ρι­θώ­ριο, στὴν ἀ­πο­μό­νω­ση, στὴν ἀ­πο­ξέ­νω­ση.

Ἄλλο παράγωγο τῆς ἑτεροπαρατήρησης εἶναι ὁ ἐμ­παιγ­μός, ὁ περιφρονητικός ἤ προσβλητικός, δηλαδή, ἀστεϊσμός σέ βάρος κάποιου, ὁ χλευασμός, ἡ διαπόμπευση καί ὁ ἐ­ξευ­τε­λι­σμός του, ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ στὸν ἄνθρωπο ψυ­χι­κὰ τρα­ύ­μα­τα καὶ δι­ά­φο­ρα συμ­πλέγ­μα­τα κατωτερότητος καί μειονεξίας.

Ἕνα ἀκόμη παράγωγο εἶναι ὁ χαρακτηρισμός, ἡ ἔκφραση δυσμενῶν, ἄκριτων, ἀρνητικῶν, ἐπιπόλαιων καί ἐν πολλοῖς ἄδικων ἐκτιμήσεων γιὰ τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τα καὶ τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρὰ ἑνός ἀνθρώπου.

Στιγ­μα­τι­σμός, ἐ­τι­κε­το­πο­ί­η­ση, ἐμ­παιγ­μός καὶ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς εἶ­ναι ἐκ­δη­λώ­σεις τῆς κα­τα­κρί­σε­ως, ποὺ χω­ρὶς ἀ­γά­πη πραγ­μα­τι­κὴ καὶ χω­ρὶς δι­ά­κρι­ση ἀ­να­φέ­ρον­ται στὰ σω­μα­τι­κά, δι­α­νο­η­τι­κὰ καὶ ψυ­χι­κὰ χα­ρί­σμα­τα ἢ ἐ­λατ­τώ­μα­τα τῶν ἀδελφῶν μας. Ἡ ἐγ­κλη­μα­τι­κὴ δι­ά­στα­ση αὐ­τῶν τῶν ὀ­λε­θρί­ων ἐκ­δη­λώ­σε­ων ἔγ­κει­ται στὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἀ­πο­τε­λοῦν πολ­λὲς φο­ρὲς ἀ­νυ­πέρ­βλη­τα ἐμ­πό­δια στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἄ­σκη­ση καὶ προ­κο­πὴ ἑνός ἀνθρώπου, τοῦ δυ­σκο­λε­ύ­ουν ἢ τοῦ μα­ται­ώ­νουν κά­θε κα­λὴ προ­σπά­θεια με­τα­νο­ί­ας καὶ δι­ορ­θώ­σε­ώς του, ἐ­φ’ ὅ­σον στιγ­μα­τι­σμοί, ἐμ­παιγ­μοί, χα­ρα­κτη­ρι­σμοὶ καὶ ἐ­τι­κε­το­ποι­ή­σεις δι­αι­ω­νί­ζον­ται καὶ ὡς βρόγ­χος κα­τα­πνί­γουν τὶς φι­λό­τι­μες καὶ καρ­δια­κὲς προ­σπά­θει­ές τους, παρότι οἱ ἴδιοι ἔχουν μετανοήσει καί ἔχουν ἀλλάξει τρόπο ζωῆς.

 

Τά ἁμαρτήματα τῆς γλώσσας

Μετά τήν ἀνάπτυξη τῶν πιό σημαντικῶν ἁμαρτημάτων τῆς γλώσσας καί τῶν παραγώγων τους, παραθέτουμε συνοπτικά καί κάποια ἀκόμη συναφῆ καί συχνά ἐμφανιζόμενα ἁμαρτήματα μέ σύντομους ὁρισμούς καί σχολιασμούς, πού θά μᾶς βοηθήσουν στήν αὐτοκριτική μας καί τόν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ μας καί κυρίως θά μᾶς ὁδηγήσουν στήν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων αὐτῶν, ὅταν προσερχόμαστε στό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.

Τέτοια ἁμαρτήματα εἶναι ἡ πολυλογία, ἡ ἀργολογία, ἡ φλυαρία, ἡ μωρολογία, τό καταραμένο κουτσομπολιό, ἡ αἰσχρολογία, ἡ ἀκριτομυθία (ἡ ἔλλειψη, δηλαδή, ἐχεμύθειας, ἡ ἀπερίσκεπτη ἀποκάλυψη μυστικῶν, ἡ ἄκαιρη καί ἄσκοπη ἀνακοίνωση πληροφοριῶν σέ ἀκατάλληλα καί ἀναρμόδια πρόσωπα), ἡ ἀστειολογία (ὁ συνεχής, δηλαδή, καί ἀδιάκριτος ἀστεϊσμός καί ἡ ἄκαιρη χαλαρότητα, ἡ συνήθης ἀναφορά εὐτράπελων καί πολλές φορές ἀπρεπῶν καί πονηρῶν ἀστείων) καί ἄλλα συναφῆ.

«Πᾶν ῥῆμα ἀργόν, ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως» (Ματθ. 12, 36) μᾶς προειδοποιεῖ ὁ Κύριός μας. (Δηλ. γιά κάθε λόγο ἀνωφελῆ πού θά ποῦν  οἱ ἄνθρωποι, θά δώσουν λόγο γι’ αὐτόν κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως).

Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς δίδει ἕναν περιεκτικότατο ὁρισμό τῆς πολυλογίας καί τῆς πληθώρας τῶν ἁμαρτημάτων τῆς γλώσσας, πού ἀπορρέουν ἀπό αὐτή:

«Ἡ πολυλογία εἶναι ἡ καθέδρα τῆς κενοδοξίας. Καθισμένη ἐπάνω της ἡ κενοδοξία προβάλλει καὶ διαφημίζει τὸν ἑαυτόν της. Ἡ πολυλογία εἶναι σημάδι ἀγνωσίας, θύρα τῆς καταλαλιᾶς, ὁδηγὸς στὰ εὐτράπελα, πρόξενος τῆς ψευδολογίας, σκορπισμὸς τῆς κατανύξεως. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖ καὶ ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀκηδία. Εἶναι πρόδρομος τοῦ ὕπνου, διασκορπισμὸς τῆς «σύννοιας», δηλαδή τῆς περισυλλογῆς, ἀφανισμὸς τῆς φυλακῆς τοῦ νοός, ἀπόψυξις τῆς πνευματικῆς θερμότητος, ἀμαύρωσις τῆς προσευχῆς» («Πολυλογία ἐστὶ κενοδοξίας καθέδρα, δι᾿ ἧς ἑαυτὴν ἐμφανίζειν καὶ ἀναπομπεύειν πέφυκε. Πολυλογία ἐστὶν ἀγνωσίας τεκμήριον, καταλαλιᾶς θύρα, εὐτραπελίας χειραγωγὸς, ψεύδους ὑπουργὸς, κατανύξεως διάλυσις, ἀκηδίας κλήτωρ, ὕπνου πρόδρομος, συννοίας σκορπισμὸς, φυλακῆς ἀφανισμὸς, θέρμης ψυχρηστήριον [ψυκτήριον, al. ψυχριστήριον], προσευχῆς ἀμαύρωσις». Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Σι­να­ΐ­του, Κλῖμαξ, ἐκδ. Παρακλήτου, Λό­γος 11, 3, σελ. 175).

Ἁμαρτήματα τῆς γλώσσας στά ὁποῖα ὑποπίπτουμε συχνά εἶναι, ἐπίσης, ἡ ἀδιακρισία, ἡ περιέργεια, ἡ ὑπερβολή, ἡ διγλωσσία, ἡ διλωματία, ἡ κολακεία καί ἡ εἰρωνία. Πολύ σημαντικές πτώσεις εἶναι ἀκόμη ἡ ἀντιλογία, ἡ αὐθάδεια, ἡ ἀναίδεια, ἡ θρασύτητα, ἡ παρρησία, ἡ προκλητικότητα καί ἡ ἐλευθεριότητα στήν ὁμιλία καί ὁ ἀπότομος λόγος.

Ἕνα πολύ σημαντικό ἁμάρτημα τῆς γλώσσας, στό ὁποῖο θέλουμε νά ἐπιμείνουμε, διότι εἶναι πολύ διαδεδομένο στίς μέρες μας, εἶναι ἡ προπέτεια. Προπέτεια εἶναι ἡ ἀνάγωγη καί προκλητική συμπεριφορά πού συνδυάζεται μέ τήν ἀλόγιστη καί ἄκαιρη διατύπωση γνώμης, ἄποψης, ἐπιθυμίας. Ὁ προπέτης σέ κάθε περίπτωση αὐθαιρέτως προκαλεῖ συζητήσεις, διακόπτει τόν συνομιλητή του, δέν ἀκούει τίς ἀπαντήσεις του, γιατί ἔχει στό μυαλό του μόνο τίς δικές του ἀπόψεις καί ἰδέες, γεγονός πού τόν ὁδηγεῖ σέ παρανοήσεις, σέ ἀδυναμία κατανοήσεως τοῦ ἄλλου καί τελικά καί σέ ἀδυναμία ὁποιασδήποτε συνεννοήσεως πού ὁδηγεῖ σέ ἐκνευρισμούς, ἀντεγκλήσεις καί ἀδικαιολόγητες συγκρούσεις.

Θά θέλαμε, ἐπίσης, νά σταθοῦμε στήν δικαιολογία, τήν προσπάθεια δηλαδή, νά ὑπερασπιζόμαστε συνεχῶς καί ἐγωιστικά τόν ἑαυτό μας καί τίς πράξεις μας προβάλλοντας διάφορες κάθε φορά προφάσεις. Ἡ δικαιολογία εἶναι ἔνδειξη φιλαυτίας καί δειλίας καί οὐσιαστική ἄρνηση ἀνάληψης τῆς εὐθύνης. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος χαρακτηρίζει τήν δικαιολογία ὡς «μόνωση, καουτσούκ, ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό… Εἶναι σάν νά χτίζης -ἔλεγε χαρακτηριστικά- ἕναν τοῖχο καί νά χωρίζης τόν ἑαυτό σου ἀπό τόν Θεό, ὁπότε κόβεις κάθε σχέση μαζί Του» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Γ ΄, Πάθη καί Ἀρετές, ἐκδ. Ἱ. Ἡσ. «Εὐαγγελιστής Ἰω. ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης, σελ. 85).

Τονίζουμε, ἐπίσης, τόν ψιθυρισμό, τήν συνεχή, δηλαδή, καί ὕπουλη φημολογία καί διασπορά πραγματικῶν ἤ φανταστικῶν πληροφοριῶν μέ σκοπό τήν πρόκληση συγχύσεως.

Σοβαρό παράπτωμα τῆς γλώσσας, πού συνθλίβει πραγματικά καί δυαλύει ἀνδρόγυνα, οἰκογένειες, φιλίες καί γενικά τίς ἀνθρώπινες σχέσεις εἶναι ὁ γογγυσμός καί ἡ γκρίνια, ἡ συνεχής, δηλαδή, καί ἐνοχλητική ἔκφραση παραπόνων, τό ἀτέλειωτο καί ἀνυπόφορο μουρμουρητό, ἡ φαγωμάρα, ἡ μεμψιμοιρία, ἡ μόνιμη ἔλλειψη ἱκανοποιήσεως ἀπό ὁ,τιδήποτε καί γιά ὁ,τιδήποτε. Ἡ γκρίνια εἶναι πραγματικά σάν τόν κισσό πού περισφίγγει τό αἰωνόβιο δέντρο καί ἀπομυζᾶ τούς χυμούς του καταδικάζοντάς το σέ μαρασμό.

Τό καλύτερο ἀντίδοτο στήν γκρίνια εἶναι ἡ συνεχής δοξολογία στόν Θεό γιά ὅλα ὅσα μᾶς προσφέρει, ἀκόμη καί γι’ αὐτά πού μπορεῖ νά μᾶς φαίνονται ἀρνητικά ἐξωτερικά, ἀλλά σίγουρα λειτουργοῦν θετικά γιά τήν πνευματική μας τελείωση καί σωτηρία. Μᾶς τό περιγράφει αὐτό μέ τόν δικό του μοναδικό καί εὐφυή τρόπο ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης:

«Γέροντα, ποὺ ὀφείλεται ἡ γκρίνια καὶ πῶς μπορεῖς νὰ τὴν ἀποφύγης; 

– Στὴν κακομοιριὰ ὀφείλεται καὶ μὲ τὴν δοξολογία τὴν κάνει κανεὶς πέρα. Ἡ γκρίνια γεννᾶ γκρίνια καὶ ἡ δοξολογία γεννᾶ δοξολογία. Ὅταν δὲν γκρινιάζει κανεὶς γιὰ μιὰ δυσκολία ποὺ τὸν βρίσκει, ἀλλὰ δοξάζει τὸν Θεό, τότε σκάζει ὁ διάβολος καὶ πάει σὲ ἄλλον ποὺ γκρινιάζει, γιὰ νὰ τοῦ τὰ φέρει ὅλα ἀνάποδα. Γιατί, ὅσο γκρινιάζει κανείς, τόσο ρημάζει. Μερικὲς φορὲς μᾶς κλέβει τὸ ταγκαλάκι (διάβολος) καὶ μᾶς κάνει νὰ μὴ μᾶς εὐχαριστεῖ τίποτε, ἐνῶ μπορεῖ κανεὶς ὅλα νὰ τὰ γλεντάη πνευματικὰ μὲ δοξολογία καὶ νὰ ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ».

Βαρύτατα, ἐπίσης, ἁμαρτήματα εἶναι τό ψεῦδος, ἡ ψευδορκία, ἡ ἐπιορκία, ἡ ψευδομαρτυρία, ὁ ὅρκος, καθώς ἐπίσης καί ἡ βλασφημία, ἡ ὕβρις καί ἡ κατάρα, ἡ ἐμπαθής, δηλαδή, κακόβουλη καί ἐκδικητική «εὐχή» ἐναντίον ἑνός προσώπου γιά νά πάθει κάτι κακό, τό ὁποῖο θά μᾶς προκαλέσει εὐχαρίστηση καί ἱκανοποίηση. Νά εἶστε βέβαιοι ὅτι ἡ ἄδικη κατάρα ἐπιστρέφει σ’ αὐτόν πού τήν ἐκστομίζει.

 

Ἡ θεραπεία τῆς σιωπῆς

Ἀ­πό ὅ­λα ὅ­σα ἀ­να­φέ­ρα­με, ἔ­γι­νε, πι­στεύ­ου­με, ἀν­τι­λη­πτό τό μέ­γε­θος καί ἡ ἐ­πι­κιν­δυ­νό­τη­τα τῆς πα­θο­λο­γί­ας τῆς γλώσ­σας καί τό τε­ρά­στιο πνευ­μα­τι­κό, ἀλ­λά καί πρα­κτι­κό πρό­βλη­μα πού δη­μι­ουρ­γεῖ στόν ἑαυτό μας καί στούς ἄλλους.

Γιά τήν θε­ρα­πεί­α τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των τῆς γλώσ­σας καί τῶν ποι­κί­λων πα­ρα­γώ­γων τους εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητο νά ἐνσκύψουμε στόν ἑαυτό μας, νά ἀσχοληθοῦμε μέ τά τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ὄχι συνεχῶς μέ τούς ἄλλους. Χρειάζεται αὐτογνωσία, αὐτοκριτική, αὐτομεμψία, ταπείνωση, μετάνοια, ἀγάπη καί συγχωρητικότητα πρός τούς ἀδελφούς μας, τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν καί ἀγώνας γιά τήν κατά Θεόν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Στήν προσπάθειά μας αὐτή πολύ θά μᾶς βοηθήσει ἡ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία δυστυχῶς εἶναι δυσεύρετη στίς μέρες μας.

Θά πρέ­πει ἐξ ἀρ­χῆς νὰ δι­ευ­κρι­νί­σου­με ὅ­τι δὲν ἐν­νο­οῦ­με τὴ σι­ω­πὴ ὡς πει­θαρ­χί­α καὶ ἐ­ξα­να­γκα­σμό, ὡς πει­θα­να­γκα­σμὸ ποὺ κα­ταρ­γεῖ τὴ θε­όσ­δο­τη ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ τὸν ἀλ­λο­τρι­ώ­νει ὀ­ντο­λο­γι­κά. Δὲν μι­λᾶ­με γι­ὰ στα­τι­κὴ καὶ ἀ­νού­σι­α σι­ω­πή, γι­ὰ ἄ­σκο­πη καὶ ἀ­τε­λέ­σφο­ρη σι­ω­πή, γι­ὰ ἀ­πο­μο­νω­τι­κὴ καὶ με­λαγ­χο­λι­κὴ σι­ω­πή, γι­ὰ «ψυ­χο­πλα­κω­τι­κή» καὶ βα­σα­νι­στι­κὴ σι­ω­πή.

Μι­λᾶ­με γι­ὰ τὴν ἐν ἐ­πι­γνώ­σει καὶ ἐν ἐ­λευ­θε­ρί­ᾳ σι­ω­πή, ποὺ τὴν ἐ­πι­θυ­μοῦ­με, τὴν πο­θοῦ­με καὶ τὴν ἐ­πι­λέ­γου­με οἰ­κει­ο­θε­λῶς ὡς ὁ­δὸ ἁ­γι­α­σμοῦ. Μι­λᾶ­με γι­ὰ τὴ σι­ω­πὴ τοῦ ἥσυχου χώρου (ταμιεῖον) στό προσευχητάρι τοῦ σπιτιοῦ μας, τοῦ προσωπικοῦ χρόνου στό γραφεῖο, στόν δρόμο, στό αὐτοκίνητο, παντοῦ. Μι­λᾶ­με γι­ὰ τὴν κα­τὰ Θε­ὸν σι­ω­πή. Μι­λᾶ­με γι­ὰ τὴν χρι­στο­κε­ντρι­κή σι­ω­πή. Μι­λᾶ­με γι­ὰ τὴ νη­πτι­κὴ καὶ ἡ­συ­χα­στι­κὴ σι­ω­πή, γι­ὰ τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη καὶ χα­ρι­τω­μέ­νη σι­ω­πή, γι­ὰ τὴν προ­σευ­χη­τι­κὴ καὶ λα­τρευ­τι­κὴ σι­ω­πή, γι­ὰ τὴν πα­ρα­κλη­τι­κὴ καὶ δο­ξο­λο­γι­κὴ σι­ω­πή, γι­ὰ τὴν ἀ­γα­πη­τι­κὴ καὶ θυ­σι­α­στι­κὴ σι­ω­πή, γι­ὰ τὴν ὁ­μι­λη­τι­κὴ καὶ βο­ῶ­σα καὶ ἐκ­κω­φα­ντι­κὴ σι­ω­πή… Μι­λᾶ­με γι­ὰ τὴ σι­ω­πὴ ποὺ οὐ­ρα­νώ­νει τὸν προσωπικό μας χῶρο, τό σπίτι μας, τήν δουλειά μας.

Μι­λᾶ­με γι­ὰ τὴ σι­ω­πὴ ποὺ ἑλ­κύ­ει τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ στὴ ζω­ὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ μα­λα­κώ­νει τὴν καρ­δι­ὰ καὶ τὴν κά­νει νὰ δι­α­λέ­γε­ται μυ­στι­κὰ μα­ζί Του, ποὺ τὴν κά­νει νὰ δέ­χε­ται, νὰ ἀ­γα­πᾶ, νὰ συγ­χω­ρεῖ καὶ νὰ ὑ­πο­μέ­νει τοὺς ἀ­δελ­φούς του, τούς οἰκείους του, τούς συνανθρώπους του.

Μι­λᾶ­με γι­ὰ ἐκείνη τὴ σιωπὴ ποὺ εἶναι μί­α ἐρ­γώ­δης ἀ­σκη­τι­κὴ ἄ­θλη­ση, ποὺ εἶ­ναι μί­α «θο­ρυ­βώ­δης» πνευ­μα­τι­κὴ δρά­ση καὶ ζω­ή, ποὺ εἶ­ναι μί­α δι­αρ­κὴς κί­νη­ση πρὸς τὸν ἔ­σω ἄν­θρω­πο, ποὺ εἶ­ναι μί­α συ­νε­χὴς πο­ρεί­α πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό, ποὺ εἶ­ναι μί­α ἀ­έ­να­η ἐν σι­ω­πῇ συ­νο­μι­λί­α μὲ τὸν Χρι­στό, τὴν Πα­να­γί­α μας καὶ τοὺς Ἁ­γί­ους μας, ποὺ εἶ­ναι μί­α σι­ω­πη­λή, προ­σευ­χη­τι­κὴ καὶ ἀ­γα­πη­τι­κὴ συ­νά­ντη­ση μὲ τοὺς ἀ­δελ­φούς μας…

 «Ἡ σι­ω­πή εἶ­ναι μυ­στή­ριον τοῦ μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος, οἱ δέ λό­γοι εἶ­ναι ὄρ­γα­νον τού­του τοῦ κό­σμου» (Ἀββᾶ Ἰσαάκ Σύρου, Τά εὑρεθέντα Ἀσκητικά, ἐκδ. Λειψίας 1895, Β’ ἔκδ., Σπανοῦ καί Ρηγοπούλου, σ. 365). Ἡ φρά­ση αὐ­τή τοῦ Ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ τοῦ Σύ­ρου, δί­νει μέ τόν πλέ­ον πε­ρι­ε­κτι­κό τρό­πο τήν ἐ­σχα­το­λο­γι­κή δι­ά­στα­ση τῆς σι­ω­πῆς σέ συ­σχε­τι­σμό μέ τόν λό­γο. Καί μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει, ἔ­τσι, τήν ἀ­λη­θι­νή δι­ά­στα­ση τῶν πραγ­μά­των, μᾶς φα­νε­ρώ­νει τήν προ­ο­πτι­κή, ση­μα­το­δο­τεῖ τόν ἀ­πώ­τε­ρο στό­χο καί ὑ­πο­δει­κνύ­ει, χω­ρίς πε­ρι­στρο­φές καί χω­ρίς πε­ρι­θώ­ρια, τό τέρ­μα στό ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει νά συν­τεί­νου­με.

Ἄν ἡ κυ­ρί­αρ­χη ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ βί­ου μας εἶ­ναι νά κερ­δί­σου­με τήν Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, τό­τε δέν ἔ­χου­με πα­ρά νά με­τερ­χό­μα­στε τούς τρό­πους αὐ­τούς, πού θά μᾶς κά­νουν οὐ­ρα­νο­πο­λί­τες. Νά ἀ­πο­ποι­ού­με­θα ὅ­λα ὅ­σα μᾶς δέ­νουν μ’ αὐ­τόν τόν κό­σμο, μέ τά ὄρ­γα­να καί τίς με­θό­δους του. Δέν ἔ­χου­με πα­ρά νά με­τέ­χου­με σέ αὐ­τό, πού ὁ Ἀβ­βᾶς Ἰ­σα­άκ ἀ­πο­κα­λεῖ «μυ­στή­ριον τοῦ μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος».

Ἡ σι­ω­πή εἶ­ναι τό γνώ­ρι­σμα τῶν συ­νε­τῶν, ἡ γλώσ­σα τῶν ἐν­θέ­ων, ἡ φω­νή τῶν ἐ­να­ρέ­των, ἡ μυ­στι­κή ἠ­χώ τῶν Ἁ­γί­ων καί τῶν ἐ­ρα­στῶν τοῦ Θε­οῦ. Ἡ σι­ω­πή εἶ­ναι τό χρῶ­μα καί τό ἄ­ρω­μα τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, ἡ θαλ­πω­ρή καί ἡ γα­λή­νη τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ. «Ὁ φί­λος τῆς σι­ω­πῆς», κα­τά τόν Ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τῆς Κλί­μα­κος, «προ­σεγ­γί­ζει τόν Θε­όν καί συ­νο­μι­λών­τας μυ­στι­κά μα­ζί Του φω­τί­ζε­ται ἀ­πό Αὐ­τόν» (Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Σι­να­ΐ­του, Κλῖμαξ, ἐκδ. Παρακλήτου, Λό­γος 11, σελ. 176).

Ἡ ἀ­που­σί­α ὅ­λων αὐ­τῶν σήμερα μᾶς δεί­χνει πό­σο μα­κρυ­ά βρι­σκό­μα­στε, πό­σο λαν­θα­σμέ­να πο­ρευ­ό­μα­στε καί πό­ση ἀ­νάγ­κη ἔ­χου­με ἀ­πό θε­ρα­πεί­α. Καί ἡ θε­ρα­πεί­α εἶ­ναι ἡ σι­ω­πή, ἐ­σω­τε­ρι­κή καί ἐ­ξω­τε­ρι­κή. Σι­ω­πή τῶν λο­γι­σμῶν καί σι­ω­πή τῶν λό­γων.

Ἡ σι­ω­πή τῶν λο­γι­σμῶν προ­ϋ­πο­θέ­τει, βε­βαί­ως, τήν σι­ω­πή τῶν λό­γων. Γι’ αὐ­τό ἄς ξε­κι­νή­σου­με ἀ­πό τήν σι­ω­πή τῶν λό­γων ἐ­πι­χει­ρών­τας νά τούς πε­ρι­κό­ψου­με κα­τά τό δυ­να­τόν. Θά πρέ­πει νά ἀν­τι­λη­φθοῦ­με κα­τ’ ἀρ­χήν ὅ­τι ἡ ὑ­περ­βο­λι­κή ὁ­μι­λί­α εἶ­ναι δι­α­στρο­φή τῆς ὀρ­θῆς πνευ­μα­τι­κό­τη­τος. Ἡ σι­ω­πή εἶ­ναι αὐ­τή πού δη­μι­ουρ­γεῖ τίς ἀ­σφα­λεῖς προ­ϋ­πο­θέ­σεις γί­α τήν οἰ­κο­δό­μη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας πο­ρεί­ας. Ἡ σι­ω­πή εἶ­ναι αὐ­τή πού ἑλ­κύ­ει τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ στήν ζω­ή τοῦ χριστιανοῦ, πού μα­λα­κώ­νει τήν καρ­διά καί τήν κά­νει νά δι­α­λέ­γε­ται μα­ζί Του, τήν κά­νει νά δέ­χε­ται, νά ἀ­γα­πᾶ, νά συγ­χω­ρεῖ καί νά ὑ­πο­μέ­νει.

Ἡ σι­ω­πὴ εἶ­ναι θε­λη­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση, εἶ­ναι ἔκ­φρα­ση ἐ­σω­τε­ρι­κῆς καλ­λι­έρ­γει­ας, ὡ­ρι­μό­τη­τας καὶ ἁ­γι­ό­τη­τας. Εἶ­ναι στα­θε­ρὴ καὶ ἀ­ναλ­λοί­ω­τη συ­μπε­ρι­φο­ρά, εἶ­ναι τρό­πος ζω­ῆς. Πρέ­πει νὰ εἶ­ναι μό­νι­μη ἱ­ε­ρὴ συ­νή­θει­α, νο­ο­τρο­πί­α, βι­ο­θε­ω­ρί­α. Γι­’ αὐ­τὸ δὲν ἐ­πι­βάλ­λε­ται μὲ μέ­τρα καὶ ἀ­πα­γο­ρεύ­σεις, ἀλ­λὰ ἐ­πι­λέ­γε­ται ἐ­λεύ­θε­ρα καὶ ἀ­πο­κτᾶ­ται οἰ­κει­ο­θε­λῶς μὲ προ­σω­πι­κὸ ἀ­γώ­να, προ­σπά­θει­α καὶ ὑ­πο­μο­νή!

Ἡ σι­ω­πή ὑ­πο­δη­λώ­νει πνευ­μα­τι­κή σο­φί­α καί σύ­νε­ση, ὑ­πο­δη­λώ­νει δι­ά­κρι­ση, πού γνω­ρί­ζει νά ἐ­πι­λέ­γει καί τίς πε­ρι­πτώ­σεις στίς ὁ­ποῖ­ες ἀ­παι­τεῖ­ται νά μι­λή­σει κα­νείς δι­α­κό­πτον­τας τήν σι­ω­πή. Δυ­στυ­χῶς στίς μέρες μας, στίς περισσότερες τῶν περιπτώσεων, ἡ σι­ω­πή ἀ­πο­τε­λεῖ τίς ἐ­λά­χι­στες μι­κρές παύ­σεις τῆς συ­νε­χοῦς ὁ­μι­λί­ας μας.

Ἔ­χου­με, δυστυχῶς, ἀ­πο­λέ­σει τήν αἴ­σθη­ση τοῦ πό­τε πρέ­πει νά μι­λᾶ­με, πό­σο πρέ­πει νά μι­λᾶ­με καί κυ­ρί­ως τοῦ τί πρέ­πει νά λέ­με. Θε­ω­ροῦ­με τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές ἐ­ξυ­πνά­δα τό νά ἔ­χου­με νά ποῦ­με πολ­λά πά­νω σέ κά­ποι­ο θέ­μα. Συ­νη­θί­ζου­με νά ἐ­πι­δει­κνύ­ου­με τίς γνώ­σεις καί τήν εὐ­φρά­δειά μας, χω­ρίς αὐ­τό νά ἀ­παι­τεῖ­ται καί χω­ρίς, τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, νά μᾶς ἔ­χει ζη­τη­θεῖ.

Καί ὅ­πως πο­λύ εὔ­στο­χα σχο­λιά­ζει ὁ π. Μω­υ­σῆς ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της: «Ὁ σο­φός δέν μι­λᾶ πο­λύ. Μι­λᾶ ὁ κομ­πλε­ξι­κός, ὁ μει­ο­νε­κτι­κός, ὁ δι­χα­σμέ­νος, γιά νά προ­βλη­θεῖ, ν’ ἀ­νέ­βει, νά ἐ­πι­βι­ώ­σει, νά ἐ­κτι­μη­θεῖ, νά δοῦν οἱ ἄλ­λοι πώς κι αὐ­τός ξέ­ρει, ἔ­χει γνώ­σεις, πνεῦ­μα, σο­φί­α. Ὁ­ σο­φός ὅ­μως δέν νοι­ά­ζε­ται γιά τό τί λέ­νε οἱ ἄλ­λοι γι’ αὐ­τόν» (π. Μωυσῆ Ἁγιορείτου, Ἀ­γρυ­πνί­α στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, σελ. 61-62).

Σι­ω­πὴ δὲν εἶ­ναι ἡ ἀ­που­σί­α τῶν λό­γων, δὲν εἶ­ναι ἡ ἀ­πα­γό­ρευ­ση τῆς ὁ­μι­λί­ας. Δὲν σι­ω­ποῦ­με μό­νον ὅ­ταν δὲν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ μι­λᾶ­με, ὅ­ταν δὲν ἔ­χου­με κά­τι νὰ ποῦ­με, ὅ­ταν δὲν θέ­λου­με νὰ μι­λή­σου­με. Μι­λᾶ­με μὲ τὴν σι­ω­πή μας, λέ­γο­ντας πολ­λὲς φο­ρὲς πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π’ ὅ,τι μὲ τὴν ὁ­μι­λί­α μας. Καὶ σὲ αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ ἀ­πο­σκο­ποῦ­με· νὰ μι­λά­ει ἡ σι­ω­πή μας! Μό­νον τό­τε θὰ ἔ­χου­με ἀ­να­βα­θμί­σει τὸν λό­γο μας, θὰ ἔ­χου­με ἀλ­λά­ξει τὴν ποι­ό­τη­τα καὶ τὴν πι­στό­τη­τα τοῦ λό­γου μας. Γι­α­τὶ «σι­ω­πὴ εἶ­ναι καὶ ὁ κα­λός, ὁ πνευ­μα­τι­κὸς λό­γος». Γι­α­τὶ κα­τὰ τὸν Ἀβ­βᾶ Ἠ­σαΐ­α: «Σο­φί­α δὲν εἶ­ναι τὸ νὰ μι­λή­σεις. Σο­φί­α εἶ­ναι νὰ ξέ­ρεις πό­τε εἶ­ναι ἡ κα­τάλ­λη­λη ὥ­ρα νὰ μι­λή­σεις. Νὰ γνω­ρί­ζεις γι­α­τὶ σι­ω­πᾶς, νὰ γνω­ρί­ζεις γι­α­τὶ μι­λᾶς, νὰ σκέ­φτε­σαι προ­τοῦ μι­λή­σεις καὶ νὰ λὲς τὰ πρέ­πο­ντα»!…

Συ­χνά ταυ­τί­ζου­με τήν πο­λυ­λο­γί­α μας μέ τήν ἀ­νά­πτυ­ξη δι­α­προ­σω­πι­κῶν σχέ­σε­ων. Τήν ἐ­πεν­δύ­ου­με μέ τό πρό­σχη­μα τῆς συμ­πα­ρα­στά­σε­ως καί πα­ρο­χῆς στη­ρί­ξε­ως πρός τούς ἄλλους. Τήν ἐ­πι­κα­λού­μα­στε γιά τήν δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς ἑ­νό­τη­τος, τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς ἀ­τμό­σφαι­ρας καί ζε­στα­σιᾶς. Καί πα­ρα­βλέ­που­με ὅ­τι «ὁ λό­γος δέν εἶ­ναι πάν­τα συν­δε­κτι­κός κρί­κος με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων». Πα­ρα­βλέ­που­με ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη καί ἡ φι­λί­α δο­κι­μά­ζον­ται, κρί­νον­ται, στε­ρι­ώ­νουν καί ἀν­τέ­χουν, ἀ­νεί­πω­τες, καρ­δια­κές, σι­ω­πη­λές. Ἐκ­δη­λώ­νον­ται στόν ἄλ­λο ὡς θυ­σί­α, προ­σφο­ρά, ὑ­πο­στή­ρι­ξη. Μι­λοῦν μέ τίς πρά­ξεις καί μέ τήν προ­σευ­χή τους. Μα­κριά ἀ­πό τήν φθο­ρά τῶν λέ­ξε­ων καί τίς λε­κτι­κές δε­σμεύ­σεις.

Ἀ­να­φέ­ρει σχε­τι­κά ὁ π. Μω­υ­σής ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της: «Ἡ σι­ω­πή δέν εἶ­ναι ἡ κα­τά­στα­ση τοῦ ἀ­πο­μο­νω­μέ­νου, κουμ­πω­μέ­νου, μο­νό­χνω­του ἀν­θρώ­που. Εἶ­ναι τό κό­σμη­μα τῶν ἀν­θρώ­πων τοῦ Θε­οῦ, πού με­τροῦν τά λό­για τους καί δέν κά­νουν τήν γλώσ­σα τους θα­να­τι­κό ὄρ­γα­νο. Συ­χνά ὅ­σο πιό πο­λύ πλη­σιά­ζει κά­ποι­ος τόν ἄλ­λο, τό­σο ἀ­πο­μο­νώ­νε­ται. Δι­α­κρι­τι­κή ἀ­πό­στα­ση καί ἐν ἐ­πι­γνώ­σει σι­ω­πή εἶ­ναι τε­λι­κῶς συν­δε­τι­κά στοι­χεῖ­α τῶν ἀν­θρώ­πων». «Δέν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το δύ­ο ἄν­θρω­ποι πού εἶ­ναι μα­ζί συ­νέ­χεια νά μι­λοῦν. Δέν ἔ­χει τό­ση δύ­να­μη ὁ λό­γος νά ὀρ­θο­στα­τεῖ συ­νέ­χεια» (π. Μωυσῆ Ἁγιορείτου, ὅ.π., σελ. 22).

Ἡ σι­ω­πή, ἄλλωστε, εἶ­ναι αὐ­τή πού καλ­λι­ερ­γεῖ τό ἔ­δα­φος γιά τήν ἑ­δραί­ω­ση καί τῶν ἄλ­λων ἀ­ρε­τῶν. Ὅ­πως πο­λύ πα­ρα­στα­τι­κά πε­ρι­γρά­φει ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος: «Ἡ σι­ω­πή πού ἀ­σκεῖ­ται μέ ἐ­πί­γνω­ση καί δι­ά­κρι­ση εἶ­ναι μη­τέ­ρα τῆς προ­σευ­χῆς, ἐ­πι­στρο­φή ἀ­πό τήν αἰχ­μα­λω­σί­α, δι­α­φύ­λα­ξις τοῦ θεί­ου πυ­ρός, ἐ­πι­στά­της τῶν λο­γι­σμῶν, σκο­πός πού πα­ρα­τη­ρεῖ τούς ἐ­χθρούς, δέ­σμευ­σις τοῦ πέν­θους, φί­λη τῶν δα­κρύ­ων, καλ­λι­ερ­γη­τής τῆς μνή­μης τοῦ θα­νά­του, ζω­γρά­φος τῆς αἰ­ω­νί­ου κο­λά­σε­ως, ἐ­πί­μο­νος ἐ­ξε­τα­στής τῆς Κρί­σε­ως, πρό­ξε­νος πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νη­συ­χί­ας καί λύ­πης, ἐ­χθρός τῆς παρ­ρη­σί­ας, σύ­ζυ­γος τῆς ἡ­συ­χί­ας, ἀν­τί­πα­λος τῆς ἀ­γά­πης νά κά­νει τόν δι­δά­σκα­λο, αὔ­ξη­σις τῆς πνευ­μα­τι­κῆς γνώ­σε­ως, δη­μι­ουρ­γός θεί­ων θε­ω­ρη­μά­των, μυ­στι­κή πνευ­μα­τι­κή πρό­ο­δος, κρυ­φή πνευ­μα­τι­κή ἀ­νά­βα­σις» (Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Σι­να­ΐ­του, Κλῖμαξ, ἐκδ. Παρακλήτου, Λό­γος 11, σελ. 176).

«Φεῦ­γε, σι­ώ­πα, ἡ­σύ­χα­ζε. Αὗ­ται γάρ εἰ­σιν αἱ ρί­ζαι τῆς ἀ­να­μαρ­τη­σί­ας», ἦ­ταν ἡ προ­τρο­πή πού ἄ­κου­σε ὁ Ἀβ­βᾶς Ἀρ­σέ­νιος ὅ­ταν ρώ­τη­σε πῶς θά σω­θεῖ. Καί εἶ­ναι πο­λύ­τι­μη ἡ δι­α­πί­στω­σή του στά ἔ­σχα­τα τῆς ζω­ῆς του ὅ­τι: «πολ­λές φο­ρές με­τά­νοι­ω­σα για­τί μί­λη­σα, ἐ­νῶ πο­τέ για­τί σι­ώ­πη­σα».

 

Ἐπίλογος

Προσφιλέστατοι ἀδελφοί μας,

Τό θέμα τῶν ἁμαρτημάτων τῆς γλώσσας καί τῆς ἀσκήσεως τῆς ἐν ἐπιγνώσει σιωπῆς εἶναι, βεβαίως, τεράστιο καί μέ ἐξέχουσα πνευματική βαρύτητα καί φυσικά δέν ἐξαντλεῖται σέ μία ὁμιλία σάν τήν ἀποψινή. Αὐτό πού προσπαθήσαμε ἀπόψε ἦταν νά θέσουμε τό γενικό περίγραμμα τοῦ ὅλου θέματος καί νά δώσουμε κυρίως τήν ἀφορμή, ὥστε νά ἀποκτήσουμε συναίσθηση τοῦ πόσο συχνά πέφτουμε στά ἁμαρτήματα αὐτά καί πόσο ἐπιζήμια εἶναι τόσο γιά μᾶς ὅσο καί γιά τούς ἀδελφούς μας καί πόσα ἀπό αὐτά παραμένουν ἀνεξομολόγητα ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ.

Χρειάζεται, λοιπόν, νήψη, προσευχή, ταπείνωση, ἀγάπη, συγχωρητικότητα, φιλαδελφία καί ἔξοδος ἀπό τόν ἀτομισμό μας καί τήν ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό μας καί στήν κρίση μας. Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχαν ὡς κύριο γνώρισμά τους τήν ἐπιείκεια, τήν ἀγάπη καί τήν συγχωρητικότητα πρός τούς ἄλλους, ἐνῶ ἀντίθετα ἦταν ἰδιαίτερα αὐστηροί πρός τόν ἑαυτό τους.

Αὐτό τό παράδειγμα τῶν ἁγίων μας ἄς μιμηθοῦμε καί μεῖς, ὥστε νά μαλακώσει ἡ καρδιά μας, νά εἰρηνεύσει ἡ ζωή μας καί νά γίνουμε, ἔτσι, δεκτικοί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀποφυγή τῆς κατακρίσεως ἀποτελεῖ γιά ὅλους μας ἕνα ἀσφαλές ἐχέγγυο καί γιά τήν ἀπόκτηση τῆς Οὐρανίου Βασιλείας, καθώς κατά τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου μας: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. 7,1). Μή κατακρίνετε καί μή καταδικάζετε τόν πλησίον σας, διά νά μή κατακριθῆτε καί σεῖς ἀπό τόν Θεόν. Καί, ἐπίσης, «ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 7, 2). Διότι μέ τήν σκληρή καί αὐστηρή κρίση, πού κατακρίνετε, θά κατακριθῆτε καί μέ τό ἴδιο μέτρο, πού κρίνετε τίς πράξεις τοῦ πλησίον, θά μετρηθεῖ ἀπό τόν Θεό καί θά κριθεῖ καί ἡ δική σας ζωή καί συμπεριφορά.

Ἄς εὐχηθοῦμε, λοιπόν, ἀδελφοί, νά μᾶς χαρίσει ὁ Θεός τό δῶρο αὐτό τῆς ἀκατακρισίας καί σιωπῆς, πού θά ὀμορφαίνει καί θά εἰρηνεύει τήν ψυχή μας, ἀλλά συγχρόνως καί τό οἰκογενειακό, ἐργασιακό καί φιλικό μας περιβάλλον, στήν μετά θάνατο δέ ζωή μας θά μᾶς χαρίσει τήν μεγάλη δωρεά τῆς συμμετοχῆς μας στήν Οὐράνιο Βασιλεία Του. Ἀμήν.

 

(Πηγή: aktines.blogspot.gr [2])