- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Συμπόνιας εμφάνιση (Νικόδημος)

Εκρηκτική η εφηβεία. Τό ‘ξερε. Χρόνια υπηρετούσε στην εκπαίδευση. Και δεν ήταν απ’ αυτούς που κατέληξαν στην έδρα από στείρο επαγγελματισμό. Αγαπούσε αυτό που έκανε. Δινόταν και νοιαζόταν ευσυνείδητα για την κατάρτιση των «παιδιών» του, κι έσκυβε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα προβλήματά τους ακόμη και σ’ αυτά που έκαναν εμφανή την ύπαρξή τους στη συμπεριφορά τους και δεν αφορούσαν άμεσα τη μαθησιακή διαδικασία. Είχε ασπρίσει. Και δεν ήταν μονάχα το αποτύπωμα του χρόνου πάνω του. Ήταν και το κατάλοιπο της αγωνίας του και της θλίψεως για τα νεανικά στραβοπατήματα τόσων εφήβων, που περνούσαν από τα χέρια του. Δεν ήταν απογοητευμένος, παρότι τα τελευταία χρόνια αισθανόταν αρκετά ανίσχυρος να συμπαρασταθεί στα τόσα προβλήματα των νεαρών μαθητών του. Αισθανόταν τη φωνή του ισχνή απέναντι στις ηχηρές και δελεαστικές προκλήσεις, που μαγνήτιζαν τις εφηβικές υπάρξεις. Έβλεπε τον λόγο του να συνθλίβεται κυριολεκτικά από το κυρίαρχο παράλογο της εποχής μας. Αναμετριόταν καθημερινά με τα ψεύτικα συνθήματα και τον πολυδιαφημιζόμενο νέο τρόπο ζωής, που άγρευε έναν-έναν τους μαθητές του και κατέγραφε διαρκώς ήττες σ’ αυτή του την αναμέτρηση. Δεν τό ‘βαζε κάτω όμως. Γιατί δεν τον ωθούσε το συμφέρον. Από αγάπη κινούνταν. Γιατί αγαπούσε την αλήθεια. Πίστευε σ’ αυτήν και την υπηρετούσε ανεξάρτητα απ’ την αποδοχή που αυτή συναντούσε σε πολλούς ή λίγους. Ήξερε πως ο ηγέτης δεν έπρεπε ποτέ να μένει χωρίς οράματα. Ο πλοίαρχος ποτέ δεν εστιάζει στην πρόσκαιρη καταιγίδα, αλλά στον τελικό προορισμό του. Ήταν βέβαια και οι καρποί των αγώνων του, των προσπαθειών του και των προσευχών του. Η ανέλπιστη κάποτε καρποφορία όλων αυτών που σε ανύποπτο χρόνο είχε σπείρει στις ατίθασες εφηβικές καρδιές. Κι επειδή και τα χρόνια είχαν κάπως περάσει, είχε ήδη εμπειρία ότι οι καρποί του ευσυνείδητου δασκάλου καρπίζουν όψιμα.

***

Άφησε αμήχανα την τσάντα του πάνω στο γρα­φείο του και καλημέρισε ανόρεχτα τους συναδέλ­φους του. Ήταν εμφανώς άκεφος σήμερα. Σαν κάτι να τον βάραινε, να τον απασχολούσε. Κι έτσι ήταν. Ατόφιος άνθρωπος, δεν μπορούσε να φορά προσποιητό προσωπείο. Και δεν πρόλαβε να συ­νέλθει από την πρωινή έκπληξη στην είσοδο του σχολείου. Κάθισε ανόρεχτα στην καρέκλα του κι έριξε μια απλανή ματιά στο ημερήσιο πρόγραμμα.

– Καλημέρααα! ήχησε ζωηρά η φωνή της νεαρής φυσικού, που μόλις μπήκε στο γραφείο καθη­γητών. Τον είδατε τον Τάκη του Γ2;

Αναταράχθηκε στο κάθισμά του. Σαν κάποιος να άγγιζε την ευαίσθητη χορδή του. Σαν να ακούμπησαν άγαρμπα την πληγή του.

– Ξύρισε το κεφάλι του! συνέχισε ζωηρά η φυ­σικός. Γουλί καλέ! Τζάμι σας λέω.

Ήταν καλό παιδί ο Τάκης. Όχι μόνο στα μαθή­ματα. Ρουφούσε αδηφάγα κάθε του λέξη. Είχε ώριμη σκέψη. Συγκροτημένη προσωπικότητα. Ήταν απ’ αυτές τις λίγες καθημερινές ελπίδες του που τού ‘διναν κουράγιο να συνεχίσει με με­ράκι την προσφορά του.

Φυσικά και τον είχε δει. Αυτό ήταν που τον προβλημάτισε πρωί-πρωί. Που του χάλασε τη διάθεση. Έχασε τα λόγια του μόλις τον πρωτοαντίκρισε.

– Καλημέρα!!! Τάκη εσύ; Τί έγινε; Τί έπαθες; Γιατί;…

– Καλημέρα, κύριε. Νέο look. Δεν σας αρέσει;

Δεν ήταν μόνο που δεν του άρεσε. Δεν ήταν θέμα γούστου ή αισθητικής. Αν ήταν μόνο τέτοιο δεν θα τον πείραζε και πολύ. Το μυαλό του έτρεχε ανήσυχο ν’ ανακαλύψει τι κρυβόταν πίσω απ’ αυτή την εμφανισιακή αλλαγή. Δεν ήταν παιδί ο Τάκης που θα πειραματιζόταν πάνω του σε κάτι ακραίο, μόνο με καθοδηγό τη μόδα. Ήξερε ότι από τους μαύρους του ΝΒΑ πέρασε σ’ όλο τον κόσμο η μόδα του ξυρισμένου κεφαλιού και «φοριόταν» πολύ τελευταία.

Δεν μπορεί να το ‘κανε γι’ αυτό. Λες να τον πλησίασαν τίποτα ακραίες ιδεολογικές ομάδες; Παιδιά με μαύρα ρούχα, με τη φασιστική σβά­στικα ραμμένη στα μπουφάν τους ή κρεμασμένη στο στήθος τους; Με κεφάλια ξυρισμένα; Αν είναι δυνατόν να παρασύρθηκε από τέτοιες ιδέες ο Τάκης! Αποκλείεται, συλλογιζόταν. Κι όμως, για νέο άνθρωπο μιλάμε. Για παιδί. Για έφηβο. Είναι απρόβλεπτη η νεότητα. Ευμετά­βλητη. Έτριβε αμήχανα και με κάποια δόση αγω­νίας τα δάχτυλα των χεριών του και το βλέμμα του έφευγε απ’ την ακάλυπτη σχισμή της κουρ­τίνας στο παράθυρο πέρα μακριά. Χαμένο χωρίς να εστιάζει πουθενά. Δεν ήθελε με τίποτα να φανταστεί ότι παρασύρθηκε σε τίποτα ανατολι­κές θρησκείες κι έψαχνε να μειώσει το κάρμα του και κάτι τέτοια πού ‘χε ακούσει, αλλά κι είχε διαπιστώσει ότι συγκινούν μερικούς νέους. Δεν νομίζω, μονολογούσε. Αλλά και πάλι, γιατί; Χωρίς λόγο; Του φαινόταν πολύ ακραίο. Συμβιβάστηκε με την ιδέα του «μουσικού» παρασυρμού. Κάποιο συγκρότημα. Κάποιο μουσικό ρεύμα θα βρισκόταν σίγουρα πίσω απ’ την στυλιστική του επιλογή. Παιδί είναι, σκεφτόταν. Ο ρυθμός. Ο στίχος. Κάπου θα κόλλησε. Κάτι θα του μίλησε. Δεν τον ανέπαυε βέ­βαια καθόλου ούτε κάτι τέτοιο, αλλά ήξερε ότι λίγο-πολύ όλα τα παιδιά θα περάσουν απ’ το club κάποιου συγκροτήματος ή ενός μουσικού ρεύματος και μετά η ίδια η ζωή θα τους βγάλει από ‘κει…

Πλησίασε τον διευθυντή. Τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και του τό ‘χε δείξει αρκετές φορές.

– Να λέγαμε κάτι στον Τάκη… του Γ2…; Ξέρω ‘γώ αυτή η αλλαγή… Μήπως κάτι το απασχολεί το παιδί…

– Επειδή ξύρισε το κεφάλι του; Είναι της μόδας, κ. Σκ… Έχει γεμίσει ο τόπος. Εγώ τους κάνω χάζι. Στην εποχή μου ντρεπόμασταν όταν μας κούρευαν για τις ψείρες. Τώρα είναι in!

Δεν βρήκε ανταπόκριση. Δεν συντονίστηκε στην αγωνία του. Δεν αντιλήφθηκε ίσως τους κινδύνους που μπορεί να φανερώνει μια τέτοια επιλογή. Χτύπησε το κουδούνι. Πετάχτηκαν έξω οι μαθη­τές. Τον παρακολουθούσε διακριτικά από μακριά.

Θα του μιλήσω, τινάχθηκε. Πλησίασε.

– Τί έγινε, βρε Τάκη; Δεν κρυώνει το κεφάλι σου;

Χαμογέλασε ο άλλος και κάρφωσε το βλέμμα του στο βλέμμα του καθηγητή του.

Τον πλησίασε ακόμη περισσότερο. Τώρα δεν άκουγαν οι άλλοι.

– Γιατί τό ‘κανες; Πώς σού ‘ρθε; Έτσι για πλάκα ή…

– Κύριε, μην ασχολείστε με τρίχες! Αστεία πράγ­ματα τώρα.

– Όχι! όχι. Καμιά φορά οι τρίχες φανερώνουν πολύ σπουδαία πράγματα. Αποκαλύπτουν μια στάση ζωής. Ξέρεις…

Ήταν έτοιμος να του πει για γκουρού, για μονα­χούς, για… Τον έκοψε όμως. Με σταθερότητα.

– Σας παρακαλώ. Είναι προσωπικό μου θέμα.

Του χαμογέλασε κατόπιν κι έφυγε μέσα στην αυλή.

Δεν ήταν πείσμων τύπος. Ούτε περίεργος άνθρω­πος. Είχε αυτή την αγάπη και το ενδιαφέρον για τη ζωή και το μέλλον των μαθητών του. Γι’ αυτό και δεν τό ‘βαζε εύκολα κάτω.

– Η κα Δενδρ…; Χαίρετε… ο κ. Σκ…, ο φιλόλογος απ’ το σχολείο του γιου σας. Τί κάνετε, καλά; Ξέρετε… συγχωρέστε μου το θάρρος, αλλά από ενδιαφέρον το κάνω. Συμβαίνει κάτι με τον Τάκη; Θέλω να πω είναι όλα καλά στο σπίτι, στις παρέες του…;

– Ναι, απ’ όσο ξέρω… Γιατί το λέτε;

– Να, δεν σας κρύβω… Ξαφνιάστηκα σήμερα που τον είδα…

– Με ξυρισμένο το κεφάλι; τον διέκοψε και τό ‘πε χαμογελαστά.

Να που και οι γονείς δεν καταλάβαιναν τη σπουδαιότητα κάποιων πραγμάτων, πρόλαβε να σκεφθεί.

– Ναι… ψέλλισε αμήχανα μπροστά στη χα­ρούμενη αδιαφορία της μάννας του.

– Α! ξέρετε, μου έχει πει να μην πω σε κα­νέναν τον λόγο.

– Μήπως όμως είναι κάτι σοβαρό και πρέ­πει… μπορούμε… να βοηθήσουμε;

– Σοβαρό είναι. Πολύ σοβαρό, αλλά δεν μπορείτε να βοηθήσετε…

– Με τρομάζετε, κ. Δενδρ…

– Τέλος πάντων. Θα παρακούσω μπροστά στο ενδιαφέρον σας, αλλά θέλω την εχεμύ­θειά σας. Ένας φίλος του Τάκη, εδώ παρα­κάτω, προσβλήθηκε από καλπάζουσα λευχαιμία. Τού ‘καναν χημειοθεραπεία και…. τού ‘πεσαν τα μαλλιά. Του στοίχισε. Μελαγχό­λησε. Ντρεπόταν. Τότε ο Τάκης για να του πάρει τη θλίψη και την ντροπή τού ‘πε πως είναι της μόδας. Πως του πάει πολύ και πως σκεφτόταν κι ο ίδιος να ξυρίσει το κεφάλι του. Μου τό ‘πε και τό ‘κανε. Από αγάπη, καλέ! Από συμπόνια στο φίλο του.

– Α! τότε… Έχανε τα λόγια του ο κ. Σκ… Σας ευχαριστώ. Να με συγχωράτε… χάρηκα… Να τον χαίρεσθε τον Τάκη…

Πήγε στο τζάμι του γραφείου. Τον εντόπισε. Πόσο διαφορετικός του φαινόταν τώρα. Γιατί να κινηθεί τόσο μονοδιάστατα η σκέψη του; Τον κοιτούσε. Κοιτούσε το αποτύπωμα της αγά­πης πάνω του. Της αγάπης που «ου ζητεί τα εαυτής» (Α’ Κορ. ιγ’ 5), αλλά, σαν χριστομίμητη αρετή, επιλέγει πάντα την «κένωση», την «αδοξία» και το σταυρό υπέρ του αδελφού.

(Πηγή: «Η Δράσις Μας», Απρίλιος 2010)