- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Πώς πρέπει να κυβερνάμε τη γλώσσα μας (Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης)

ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ [1]», ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΔ´) Ἀνάγκη μεγάλη εἶναι νὰ κυβερνᾷ κάποιος ὅπως πρέπει τὴν γλῶσσα του καὶ νὰ τὴν χαλιναγωγῇ. Γιατὶ, κάθε ἕνας κλίνει πολὺ στὸ νὰ τὴν ἀφήνῃ νὰ τρέχῃ καὶ νὰ ὁμιλῇ γιὰ ἐκεῖνα ποὺ δίνουν εὐχαρίστησι στὶς αἰσθήσεις μας· πολυλογία, τς περισσότερες φορές, προέρχεται π τν περηφάνεια, π τν ποία, φανταζόμενοι μες πς γνωρίζουμε πολλά, κα κανοποιώντας τ γνώμη μας, πιεζόμαστε μ πολλς παναλήψεις τν λόγων μας, ν τυπώσουε τν γνώμη μας ατ στς καρδις τν λλων, γι ν τος κάνουμε τν δάσκαλο, σὰν νὰ ἔχουν ἀνάγκη νὰ μάθουν ἀπὸ μᾶς· καὶ μάλιστα τὴν ἴδια ὑπερηφάνεια δείχνουμε ὅταν τοὺς διδάσκουμε χωρὶς αὐτοὶ νὰ μᾶς ρωτήσουν πρῶτα.

Τὰ κακὰ ποὺ γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν πολυλογία, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὰ περιγράψουμε μὲ λίγα λόγια· πολυλογία εναι μητέρα τς κηδίας· πόθεσις γνοιας κα νοησίας· πόρτα τς καταλαλις, πηρέτης τν ψεμμάτων κα ψυχρότητα τς ελαβος θερμότητας· τ πολλ λόγια δυναμώνουν τ πάθη κα π ατ κινεται μετ π ατ γλσσα μ περισσότερη εκολία στν διάκριτη συζήτησι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος, θέλοντας νὰ φανερώσῃ πόσο δύσκολο εἶναι τὸ νὰ μὴν ἁμαρτάνῃ κάποιος στὰ λόγια ποὺ λέει, εἶπε ὅτι αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν τελείων ἀνδρῶν· «Ἂν κάποιος δὲν κάνῃ σφάλματα μὲ τὰ λόγια, αὐτὸς εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, ἱκανὸς νὰ χαλιναγωγήσῃ ὅλο του τὸν ἑαυτό». Γιατὶ, ἀφοῦ ἡ γλῶσσα ἀρχίσει μία φορὰ νὰ μιλάει, τρέχει σὰν ἀχαλίνωτο ἄλογο, καὶ δὲν μιλάει μόνο τὰ καλὰ καὶ αὐτὰ ποὺ πρέπει, ἀλλὰ καὶ τὰ κακά· γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται αὐτὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολο, «μεστὴ ἀπὸ κακό, γεμάτη ἀπὸ δηλητήριο θανατηφόρο». Ὅπως σύμφωνα καὶ ὁ Σολομώντας εἶπε, ὅτι ἀπὸ τὴν πολυλογία δὲν θὰ ἀποφύγῃς τὴν ἁμαρτία· «ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξη ἁμαρτίαν» (Παρ. 10, 20). Καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε γενικά, ὅποιος μιλάει πολύ, δείχνει ὅτι εἶναι ἀνόητος· «ὁ ἄφρων πληθύνει λόγους» (Ἐκκλ. 10, 14).

Μν νοίξης μεγάλες συνομιλίες μ κενον, πο σ κούει μ κακ ρεξι, γι ν μ τν ηδιάσης κα τν κάνς ν σ σιχαθ, ὅπως γράφτηκε: «Ὁ πλεονάζων λόγον, βδελυχθήσεται» (Σειρὰχ κεφ. 7). πόφευγε ν μιλς αστηρ κα μεγαλόφωνα. Γιατ κα τ δυ εναι πολ μισητ κα δίνουν ποψία τι εσαι μάταιος κα χεις μεγάλη δέα γι τν αυτό σου· μὴν μιλᾷς ποτὲ γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ γιὰ τὶς ὑποθέσεις σου ἢ γιὰ τοὺς συγγενεῖς σου· παρά, ὅταν εἶναι ἀνάγκη καὶ ὅσο μπορεῖς περισσότερο, μὲ συντομία καὶ ὀλιγολογία. Καὶ ἂν σοῦ φανῆ πὼς ἄλλοι μιλοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους παραπάνω, ἐσὺ πίεσε τὸν ἑαυτό σου νὰ μὴ τοὺς μιμηθῇς, ἂν ὑποτεθῆ ὅτι καὶ τὰ λόγια τους νὰ φαίνωνται ταπεινὰ καὶ τῶν ἴδιων κατηγορητικά. Γιὰ δὲ τὸν πλησίον σου καὶ γιὰ ὅσα ἀνάγονται σὲ αὐτό, μίλα ὅσο λιγώτερο μπορεῖς, ὅταν καὶ ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἀνάγκη γιὰ τὸ καλό του.

Γι τν Θεό, ν μιλς μ λη σου τν ρεξι κα μάλιστα γι τν γάπη κα τν γαθότητά του. λλ μ φόβο, σκεπτόμενος, τι μπορες ν κάνς λάθος κόμη κα σ ατό. Ὁπότε, καλύτερα ἀγάπα νὰ προσέχῃς, ὅταν ἄλλοι μιλοῦν σχετικὰ μὲ αὐτά, φυλάττοντας τοὺς λόγους τους στὰ ἐσωτερικά της καρδιᾶς σου. Γιὰ τὰ ἄλλα ποὺ μιλᾶνε, μόνο ὁ ἦχος τῆς φωνῆς ἂς ἐνοχλῇ τὴν ἀκοή σου· ἀλλὰ ὁ νοῦς σου, ἂς στέκεται ἀνυψωμένος στὸ Θεό. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμη εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀκούσῃς ἐκεῖνον, ποὺ μιλάει γιὰ νὰ καταλάβης καὶ νὰ τοῦ ἀπαντήσῃς, καὶ τότε μὴν παραλείψης ἀνάμεσα νὰ ὑψώσῃς κάποιο μὲ τὸ λογισμὸ στὸν οὐρανό, ποὺ κατοικεῖ ὁ Θεός σου· καὶ σκέψου τὸ ὕψος του καὶ πὼς αὐτὸς βλέπει πάντα τὴν μηδαμινότητά σου, ἐξέταζε καλὰ ἐκεῖνα, ποὺ ἔρχονται στὴν καρδιά σου γιὰ νὰ πῇς, πρὶν νὰ περάσουν στὴ γλῶσσα καὶ θὰ βρῇς πολλά, ποὺ εἶναι καλύτερα νὰ μὴν βγοῦν ἀπὸ τὸ στόμα σου· ἀλλὰ ἀκόμη γνώριζε, ὅτι καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ σκέφτεσαι ὅτι εἶναι καλὰ νὰ πῇς, εἶναι πολὺ καλύτερο νὰ τὰ θάψης στὴ σιωπὴ καὶ θὰ τὸ γνωρίσῃς, ἀφοῦ περάση ἐκείνη ἡ συνομιλία.

σιωπή, εἶναι μία μεγάλη ἐνδυνάμωσις τοῦ Ἀοράτου Πολέμου καὶ μία σίγουρη ἐλπίδα τῆς νίκης· ἡ σιωπή, εναι πολ γαπημένη π κενον, πο δν μπιστεύεται τν αυτό του, λλ λπίζει στ Θεό· εναι φύλακας τς ερς προσευχς κα θαυμαστ βοήθεια στν κγύμνασι τν ρετν· κα κόμη εναι σημεο φρονιμάδας. Γιατὶ, ἂν καὶ ἄλλος δὲν μιλάη, τὸ κάνει γιατὶ δὲν ἔχει λόγο νὰ πῇ· «Ἐστὶ σιωπῶν, οὐ γὰρ ἔχει ἀπόκρισιν» (Σειρὰχ κεφ. 5)· καὶ ἄλλος, διότι φυλάττει τὸν κατάλληλο καιρὸ γιὰ νὰ μιλήσῃ· «Καὶ ἔστι σιωπῶν, εἰδὼς καιρόν» (αὐτόθι). Καὶ ἄλλος γιὰ ἄλλες αἰτίες· γενικὰ ὅμως καὶ ὁλοκληρωτικά, ὅποιος δὲν μιλάει, δείχνει πὼς εἶναι φρόνιμος καὶ σοφός· «ἐστὶ σιωπῶν καὶ αὐτὸς φρόνιμος» (Σειρ. 14, 27). «Ἕνας σιωπαίνει καὶ ἀποδεικνύεται σοφός» (Σειρ. 20, 4).

Γιὰ νὰ συνηθίσῃς νὰ σιωπᾷς, σκέψου πολλὲς φορὲς τὶς ζημις κα τος κινδύνους τς πολυλογίας κα τ μεγάλα καλ τς σιωπς καὶ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς τρόπους, ποὺ εἶπα στὰ προηγούμενα τρία κεφάλαια, δηλαδὴ τὸ νὰ ἀνεβαίνῃ κάποιος ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, στὴ θεωρία τοῦ σαρκωθέντος Λόγου· καὶ στὸ στολισμὸ τῶν ἠθῶν, μποροῦν νὰ μεταχειρίζονται ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν γνῶσι, διάκρισι καὶ δύναμι στὸ λογισμό, γιὰ νὰ διορθώνουν τὶς αἰσθήσεις τους μὲ αὐτούς. Ὅσοι ὅμως δὲν ἔχουν αὐτὴ τὴν γνῶσι καὶ τὴν δύναμι, αὐτοὶ μὲ ἄλλον τρόπο μποροῦν νὰ διορθώνουν τὶς αἰσθήσεις τους· δηλαδή, μὲ ὅλη τους τὴν δύναμι νὰ ἀπέχουν ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ αἰσθητά, ποὺ μποροῦν νὰ βλάπτουν τὴν ψυχή τους.

Καὶ λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ μου, α´ μέν, πρέπει νὰ φυλάττῃς μὲ μεγάλη προσοχὴ τοὺς κακοὺς καὶ γρήγορους κλέφτες ποὺ ἔχεις, δηλαδή, τ μάτια σου, κα ν μν τ φήνς ν τεντώνονται κα ν βλέπουν μ περιέργεια τ πρόσωπα τν γυναικν, τόσο τ μορφα, σο κα τ σχημα τ πρόσωπα τν νδρν κα μάλιστα τν νέων κα γένειων ν βλέπουν τν ξεγύμνωσι χι μόνο τν ξένων σωμάτων, λλ κα ατο το δίου σου σώματος. Γιατ π ατν τν περιέργεια κα τ μπαθ κοίταγμα, καρδι συλλαμβάνει τν δον κα τν πιθυμία τς πορνείας κα τς παιδεραστίας. Καθὼς εἶπε ὁ Κύριος. «Ὅποιος βλέπει γυναῖκα μὲ ἐπιθυμία πονηρή, ἔχει κιόλας μέσα του διαπράξει τὴν μοιχεία μὲ αὐτήν» (Ματθ. 5, 38). Καὶ κάποιος σοφὸς εἶπε «ἐκ τοῦ ὁρᾶν, τίκτεται τὸ ἐρᾶν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Σολομώντας παραγγέλνει, νὰ μὴ πιαστοῦμε ἀπὸ τὰ μάτια μας, μήτε νὰ νικηθοῦμε ἀπὸ ἐπιθυμία ὡραιότητας· «υἱέ, μὴ σὲ νικήσῃ κάλλους ἐπιθυμία, μητὲ ἀγρευθῇς σοῖς ὀφθαλμοῖς» (Παρ. 6, 25).

Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, φυλάξου ν μ βλέπς περίεργα τ μορφα φαγητ κα ποτά, ἐνθυμούμενος τὴν πρώτη μητέρα τοῦ γένους μας Εὔα ἡ ὁποία, γιὰ νὰ δῇ τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ τοῦ ἐμποδισμένου ξύλου στὸν Παράδεισο, τὸν ἐπιθύμησε, τὸν πῆρε, τὸν ἔφαγε καὶ ἔτσι πέθανε· οτε ν βλέπς μ εχαρίστησι τ μορφα ροχα τν χρυσ κα τ ργύριο τς λαμπρς δόξες το κόσμου, γιὰ νὰ μὴ περάση ἀπὸ τὰ μάτια σου μέσα στὴ ψυχήν σου τ πάθος τς φιλοδοξίας κα φιλαργυρίας. «Ἀπόστρεψαν γάρ, φησι, τοὺς ὀφθαλμούς μου, τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118)· καὶ γιὰ νὰ μιλήσω γενικά, φυλάξου ν μ βλέπς χορούς, παιχνίδια, τραπέζια, ξεφαντώματα, μαλώματα, παλαίσματα, τρεχάματα κα λα τ λλα τακτα κα σεμνα πράγματα, πο γαπ λίθιος κόσμος κα χει παγορευμένα νόμος το Θεο· λλ πόφευγε κα κλεσε τ μάτια σου π ατά, γι ν μ γεμίσς τν καρδι κα τν φαντασία σου π σχημες εκόνες κα πάθη, κα ξεσηκώσς ταραχ κα νέο πόλεμο ναντίον σου, φήνοντας τν γνα, πο χεις ν γωνίζεσαι ναντίον τν παλαιν σου παθν. γάπα μως ν βλέπς τς κκλησίες, τς γίες εκόνες, τ ερ βιβλία, τ κοιμητήρια, τος τάφους κα σα λλα εναι σεμν κα για, τν ποίων θεωρία σ φελε.

Α´. Πρέπει νὰ προφυλάττης τ ατιά σου. Πρῶτα γιὰ ν μν κος τ ασχρ κα ρωτικ λόγια, τ τραγούδια κα τ μουσικ ργανα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα γλυκαίνεται ἡ ψυχή σου καὶ ἡ καρδιά σου ἀνάβει ἀπὸ τὴν σαρκικ πιθυμία. Γιατὶ εἶναι γραμμένο· «ἀπομάκρυνε ἀπὸ μένα τὰ ἐπονείδιστα λόγια» (Παρ. κζ´ 11).

Κατὰ δεύτερο λόγο, γιὰ ν μν κος τ στεα κα τ γελωτοποι λόγια, τ ποα μάλιστα εναι φαντασιώσεις κα τ κάθε εδους κα διάφορα το κόσμου ψέμματα, νοστιμευόμενος καὶ γλυκαινόμενος ἀπὸ αὐτά. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι σωστὸ στὸ χριστιανὸ νὰ ἀκούῃ μὲ εὐχαρίστησι αὐτά, ἀλλὰ ἐκείνων τῶν διεφθαρμένων ἀνθρώπων, σχετικὰ μὲ τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Παῦλος, ὅτι, «θὰ κλείσουν τὰ αὐτιά τους στὴν ἀλήθεια καὶ θὰ στραφοῦν στὰ παραμύθια» (Β´ Τιμ. δ´ 4).

Τρίτο, γιὰ ν μν κος μ εχαρίστησι τς κατακρίσεις κα πολυλογίες πο ο λλοι κάνουν ναντίον το πλησίον λλ ν τς μποδίζεις, ν μπορες ν μν κάθεσαι ν τς κος. Ἐπειδὴ ὁ μέγας Βασίλειος θεωρεῖ ἄξιους ἀφορισμοῦ, τόσο ἐκείνους ποὺ πολυλογοῦν, ὅσο καὶ ἐκείνους ποὺ στέκονται καὶ ἀκοῦν τὶς συκοφαντίες· «Ἂν βρεθῆ κάποιος νὰ καταλαλῇ ἄλλον ἢ ἂν ἀκούῃ νὰ καταλαλοῦν καὶ δὲν τοὺς ἐπιτιμᾷ… μαζὶ μὲ αὐτὸν νὰ ἀφορίζεται».

Τέταρτο, φυλάξου ν μ γλυκαίνεσαι κα κος τ περιττ κα μάταια λόγια κα τς φλυαρίες, στς ποες καταπιάνεται περισσότερος κόσμος· γιατί, εἶναι γραμμένο· «δὲν θὰ ἀκούσῃς λόγο μάταιο» (Ἔξοδ. 23, 1). Καὶ ὁ Σολομώντας εἶπε· «μάταιο λόγο κάντον μακρυά μου» (Παρ. 30, 8). Καὶ ὁ Κύριος εἶπε· «Γιὰ κάθε μάταιο λόγο ποὺ θὰ ποῦν οἱ ἄνθρωποι, θὰ λογοδοτήσουν τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως» (Ματθ. 12, 36).

Καὶ γιὰ νὰ ποῦμε σύντομα, φυλάξου ν μν κος λα κενα τ λόγια κα κούσματα, πο μπορον ν βλάψουν τν ψυχή σου· ατ κυρίως εναι ο κολακεες τν κολάκων κα ο παινοι, σχετικὰ γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Ἡσαΐας «λαός μου, αὐτοὶ ποὺ σᾶς καλοτυχίζουν, σᾶς κοροϊδεύουν» (3, 11). Ἀγάπησε δὲ νὰ ἀκοῦς τὰ θεῖα λόγια, τὶς ἱερὲς μελῳδίες καὶ ψαλμῳδίες, καὶ ὅλα ὅσα εἶναι σεμνά, ἅγια, σοφὰ καὶ ψυχωφελῆ· καὶ μάλιστα γάπα ν κος τς τιμίες κα τς βρισις πο σο κάνουν ο λλοι.

Ε´. Φύλαξε τν σφρησί σου π τ μυρωδικά, τος μόσχους κα λλα εωδιαστ ρώματα, τ ποα δν πρέπει οτε πάνω σου ν τ βάζς ν τ λείφς, οτε μ περβολ ν μυρίζεσαι. πειδ ατά, λα εναι χαρακτηριστικ τν σέμνων γυναικν, κα χι τν φρονίμων νδρν, καὶ κοιμίζουν τὴν γενναιότητα τῆς ψυχῆς, καὶ τὴν σπρώχνουν σὲ πορνικὰ πάθη καὶ ἐπιθυμίες καὶ κάνουν νὰ ἔρχωνται σὲ αὐτοὺς ποὺ τὰ μεταχειρίζονται, οἱ προφητικὲς ἐκεῖνες κατάρες, ποὺ λένε «Καὶ ἀντὶ τῆς εὐχάριστης εὐωδίας, θὰ ὑπάρχη μοῦχλα» (Ἡσ. 3, 23), «Καὶ ἀλοίομονο σὲ ὅσους ἀλείφονται μὲ τὰ καλύτερα ἀρώματα» (Ἄμ. 6, 6).

ΣΤ´. Φύλαξε τν γεσι κα τν κοιλιά σου, γι ν μν ποδουλώνεται σ παχυντικ κα εχάριστα κα πολυποίκιλα φαγητά, κα νόστιμα κα εώδη ποτά. Γιατ, τ τρυφερ ατ τραπέζια, πρν ν τ ποκτήσς, θ σ κάνουν ν πέσς σ κλεψιές, ψέματα, κολακεες, κα λλα χίλια πηρετικ πάθη κα κακά· ἀφοῦ ὅμως τὰ ἀποκτήσῃς, θὰ σὲ γκρεμίσουν στοὺς λάκκους τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καὶ κτηνόμορφων ἐπιθυμιῶν, ὅσες πραγματοποιοῦνται κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιά· καὶ θὰ φέρουν ἐναντίον σου τὶς προφητικὲς ἐκεῖνες κατάρες τοῦ Ἀμώς· «Ἀλοίμονο ἐσεῖς ποὺ τρῶτε τρυφερὰ ἀρνάκια καὶ καλοθρεμένα μοσχαράκια ἀπὸ τὰ κοπάδια….» (6, 4).

Ζ´. Πρέπει νὰ φυλάγεσαι, ν μν πιάνς μ τ χέρι χι μόνο ξένο σμα γυναίκας, νδρα γέροντα, τ διο κα νεώτερου, λλ οτε τ δικό σου σμα κα μάλιστα τ πόκρυφα σημεα σου, χωρς ν πάρχη νάγκη. Γιατ, σο κομψη εναι ατ ασθησις τς φς, τόσο ασθητικ κα ζωνταν εναι κα παρακινε τ πάθη τς σάρκας, κα γκρεμίζει τν νθρωπο ς ατ τν πρξι τς μαρτίας. Καὶ ὅλες μὲν οἱ ἄλλες αἰσθήσεις, ὑπηρετοῦν τὴν ἁφή, καὶ κατὰ κάποιο τρόπο, ἀπὸ μακριὰ ἐργάζονται τὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ ὅταν κάποιος φθάση στὴν ἁφή, δηλαδὴ φτάνῃ καὶ πιάνῃ, δύσκολα πιὰ μπορεῖ νὰ κρατηθῆ καὶ νὰ μὴν διαπράξῃ τὴν ἁμαρτία.

Στὴν αἴσθησι τῆς ἁφῆς, ἀναφέρεται καὶ στολισμς τς κεφαλς κα το σώματος κα τν ποδιν. πότε, φυλάξου ν μ στολίζς τ σμα σου μ μαλακ κα διάφορα κα λαμπρ ροχα μ πολυέξοδα καλύμματα τς κεφαλς μ πολύτιμα παπούτσια, γιατ ατ ρμόζουν στς γυνακες κα στος νδρες δν ταιριάζουν, λλ μόνο ν φορς σεμν κα ταπειν κα σα εναι ναγκαα κα χρειάζονται, στὸ κρύο τοῦ χειμῶνα καὶ στὸν καύσωνα τοῦ καλοκαιριοῦ γιὰ τὴν συντήρησι τοῦ σώματος, γιὰ νὰ μὴν ἀκούσῃς καὶ σὺ ἐκεῖνο, ποὺ ἄκουσε ὁ πλούσιος ποὺ ντύθηκε τὴν βασιλικὴ καὶ μεταξωτὴ ἐνδυμασία, δηλαδή, τό· «Ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου» (Λουκ. 16, 25) καὶ ἔλθη πάνω σου ἡ κατάρα ποὺ λέγει ὁ Ἰεζεκιήλ· «Θὰ βγάλουν τοὺς μανδύες τους καὶ θὰ πετάξουν ἀπὸ πάνω τους τὰ χρυσοκέντητα ροῦχα τους» (26, 16).

Στὴν ἁφὴ ἀναφέρονται ἀκόμη καὶ οἱ ἄλλες ἀνέσεις τοῦ σώματος· ὅπως εἶναι, τ φτιάξιμο τν μαλλιν κα τ συχν πλύσιμο τν γενιν, τ λαμπρ κα πολύτιμα σπίτια, τ πολυέξοδα κα μαλακ στρώματα κα καθίσματα. π ατ λα ν φυλάγεσαι, ς βλαβερ τς συνέσεώς σου κα πεύθυνα τς πορνείας κα τν σαρκικν παθν, γιὰ νὰ μὴν κληρονομήσῃς τὸ οὐαὶ τοῦ Ἀμώς, ποὺ λέγει· «Ἀλοίμονο σὲ σᾶς ποὺ ξαπλώνετε σὲ ἀνάκλιντρα στολισμένα μὲ ἐλεφαντόδοντο» (6, 4).

Αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπα ὡς τώρα, εἶναι ἡ γῆ, τὴν ὁποία κατεδικάστηκε νὰ τρώῃ τὸ νοητὸ φίδι ὁ διάβολος. Αὐτὰ εἶναι, ἡ ὕλη καὶ ἡ τροφή, μὲ τὴν ὁποία τρέφονται ὅλα τὰ πάθη τῆς σάρκας. Καὶ λοιπόν, ἐὰν σ δν τ καταφρονήσς, ς δθεν μικρά, λλ πολεμήσς γενναα κα δν τ φήσς ν μπον μέσα π τς ασθήσεις στν ψυχ κα τν καρδιά σου, σ πληροφορ, τι λήθεια, εκολα θ ξαφανίσς μ τν τροφία τν διάβολο κα τ πάθη κα σ λίγο καιρ θ φανς νικητς ριστος σ ατν τν όρατο Πόλεμο.

Γιατὶ εἶναι γραμμένο στὸν Ἰώβ, ὅτι ὁ μυρμηκολέοντας (δηλαδὴ ὁ διάβολος) ἐξαφανίστηκε καὶ χάθηκε μὴ ἔχοντας νὰ φάῃ τροφή, «Μυρμηκολέων ὥλετο, παρὰ τὸ μὴ ἔχειν βορᾶν» (δ´ 11).

(Πηγή ηλ. κειμένου: nektarios.gr)

Διαβάστε ολόκληρο το κεφάλαιο πατώντας εδώ [2]