- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Ορθοδοξία και φανατισμός (Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών)

Τί είναι φανατισμός;
Γιατί η θεοκρατία ευνοεί την βιαιότερη μορφή φανατισμού;
Γιατί επιστρατεύεται ο Θεός για να υπηρετήσει τις κρατικές επιλογές;
Ιερός πόλεμος και ιδεολογικοποίηση της πίστης.
Διαφορές δυτικής και Ορθόδοξης λογικής.
Η ορθοδοξία υπέρβαση της ιδεολογίας, της θρησκείας και της ηθικής.
Γιατί ο πόλεμος δεν μπορεί να ιεροποιηθεί;
Εξωτερική και εσωτερική βία!
Καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Συνοδικό σύστημα.
Το εθνικιστικό πνεύμα ως παρέκκλιση.
Το θέμα των ταυτοτήτων ως ομολογία και ορθόδοξη μαρτυρία. 1. Οι αλυσιδωτές εκρήξεις βιαι­ότητας και μισαλλοδοξίας, που κά­νουν την ατμόσφαιρα του πλανήτη μας καταθλιπτική, έφεραν στην επιφάνεια τους όρους φανατικός και φανατισμός, και τις απάν­θρωπες εφαρμογές τους. Ο χαρα­κτηρισμός, όμως, των ιδεολογιών, που εμπλέκονται στη θλιβερή αυτή αντιπαράθεση ως «φανατικών» πα­ραπέμπει αυτόματα στο χώρο της θρησκείας, όπου οι όροι κυριολεκτούνται. Το επίθετο φανατικός (fanaticus) συνδέεται με το fanum, που σημαίνει «ναός» – ιερό και προσδιορίζει αυτόν, που είναι συν­δεδεμένος με κάποιο «ιερό». Φα­νατικοί χαρακτηρίζονταν οι «θε­όληπτοι», οι κατεχόμενοι από κά­ποιο δαίμονα ή ευρισκόμενοι υπό την επιρροή του θείου (Κικ., De Divin. 2, 57). Ο φανατικός κυριαρ­χείται από την —αναπόδεικτη— πίστη, ότι τελεί σε άμεση κοινωνία με την θεότητα του, που του αναθέτει κάποια υψηλή αποστολή (θρησκευτική, πολιτική ή κοινωνική), για να τη πραγματώσει, χρησιμο­ποιώντας κάθε δυνατό μέσο, ακό­μη και τη βία. Η «ιδέα» του φανα­τικού μεταβάλλεται έτσι σε «αλή­θεια πάνω από κάθε άλλη», που πρέπει να επιβληθεί σ’ όλες τις άλλες. Σ’ αυτή τη συλλογιστική ο φανατισμός δεν κλείνεται στα όρια μόνο της θρησκευτικής ομάδας, αλλά επεκτείνεται εξ ίσου στο χώρο της πολιτικής ιδεολογίας, συναπτόμενος με τάσεις ολοκλη­ρωτισμού και σωβινισμού (=εκ­φυλισμού του πατριωτισμού), που κυριαρχούνται επίσης από φανατι­σμό και μισαλλοδοξία.
Οι συμπεριφορές των φανα­τικών εκτείνονται σε ένα μεγάλο φάσμα, από την μυστικιστική απο­μόνωση, ως το ανεξέλεγκτο πάθος, την εξαλλοσύνη και απολυτότητα του ζηλωτισμού (φουνταμενταλισμού), την εκδικητικότητα και επι­θετικότητα, που λειτουργούν τυ­φλά και έξω από κάθε όριο λογικής και σύνεσης. Προσφυέστατα έχει λεχθεί, ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από την συνάντηση του ηλιθίου (εδώ ανήκει και ο φανατικός) με μιαν ιδέα»! Η ψυχολο­γία και η ιατροδικαστική διακριβώνουν στον φανατισμό ένα είδος παράνοιας, που ανήκει στην ψυχοπαθολογία της θρησκευτικής ομάδας, της σέκτας αλλά και της πολιτικής φατρίας, διότι οι φανατικές ακρότητες δεν χαρακτηρίζουν μόνο, τη θρησκευτική παθολογία, αλλά και την «θρησκειοποιημένη πολιτική ομάδα, που κινείται από την ανατρεπτικότητα (όχι επαναστατισμό) και την αναρχική υποκίνηση των μαζών σε βιαιοπραγίες και κατάλυση της έννομης τάξης, ως την «κρατολατρία (κρατισμό) (έξαρση της κρατικής εξουσίας), την απολυτοποίηση, ειδωλοποίηση του κράτους, που απαιτεί τυφλή υποταγή. Μηδενισμός, αναρχία και κρατι(κι)σμός, εξ ίσου, κυριαρ­χούνται από φανατικό πνεύμα και καταφεύγουν στην τρομοκρατία, σ’ όλες τις δυνατές παραλλαγές της (καταστροφή ή εκφοβισμός των μαζών).
Την βιαιότερη μορφή φανατι­σμού ευνοεί η θεοκρατία, η συγ­κέντρωση δηλαδή θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας στο ίδιο πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή πολιτικοποιείται η θρησκεία και θρησκειοποιείται η πολιτική. Πρέπει δε να επισημανθεί, ότι θεοκρα­τικά καθεστώτα δεν απαντούν μόνο στο Ισλάμ, αλλά και στη Χρι­στιανική Δύση (κράτος του Βατικα­νού, όπως ο πάπας είναι φορέας εκκλησιαστικής και πολιτικής ε­ξουσίας, όπως και μετριασμένα — λόγω του κοινοβουλευτισμού— στην Βρετανία, όπου ο αρχηγός του Κράτους είναι και αρχηγός της θρησκείας). Πρέπει δε ευθύς εξ αρχής να τονισθεί, ότι η Ορθοδο­ξία δεν γνώρισε θεοκρατία στην ιστορία της, διότι διακρίνονται πάντα οι φορείς των δύο εξουσιών (εξουσιαστικών διακονιών, καλύτε­ρα), ο δε εθναρχικός θεσμός δεν είναι σφετερισμός πολιτικής εξου­σίας από τον εκκλησιαστικόν χώρο, αλλά ανάθεση (από το ακέφαλο πο­λιτειακά λαϊκό σώμα) μιας πρόσκαι­ρης διακονίας στην εκκλησιαστική ηγεσία. Για να μιλήσουμε καθα­ρότερα: Είναι αδύνατο, από την ίδια την ουσία της Ορθοδοξίας, ένας εκκλησιαστικός ηγέτης να σφετερισθεί πολιτικό ρόλο ή πολι­τειακό αξίωμα, κάτι που στα θεο­κρατικά καθεστώτα ανατολής και δύσεως είναι αυτονόητο, ως θε­σμικά καθιερωμένο.

 

2. Πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο, και γνωστό στη ιστορία, είναι η προσφυγή στη θρησκεία και η ζή­τηση της συνδρομής της για την ψυχολογική έξαψη των λαϊκών μαζών στην αντιμετώπιση κρισίμων καταστάσεων, όπως συνέβη μετά την 11η Σεπτ. 2001 στις Η.Π.Α. με την «αντιμετώπιση» της τρομο­κρατίας. Η πολιτική γνωρίζει την δυναμική της θρησκείας στην συναισθηματική κινητοποίηση των μαζών και τη δυνατότητα του φα­νατισμού τους για την αποδοχή κυ­βερνητικών ενεργειών, που κανείς νηφάλια δεν θα ενέκρινε (γενικευμένη καταστροφή με την μορ­φή των ναζιστικών αντιποίνων). Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται ιδε­ολογική χρήση της θρησκείας και του θείου. Ο Θεός επιστρατεύε­ται, για να υπηρετήσει τις κρατικές επιλογές. Για να εξαφθεί το πάθος του πλήθους, φορτίζεται ο Θεός ανθρωπομορφικά, όπως στην ειδω­λολατρική αρχαιότητα. Τα ανθρώπινα πάθη προβάλλονται στο Θεό, που συστρατεύεται, για να υπηρε­τήσει τους ανθρώπινους στόχους. Έτσι, ακολουθείται η αρχή της Καμπαλά, ότι δεν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο, άλλα ο άνθρωπος τον Θεό! Εδώ ο άνθρωπος μετα-πλάσσει τον Θεό κατά τις ορέ­ξεις του. Όλα, βέβαια, γίνονται ερήμην του Θεού, που δεν είναι δυνατόν να εμπλακεί και ενταχθεί στα άνομα σχέδιά μας. Η «χρήση» όμως, του Θεού και της θρησκείας εξυπηρετεί τον φανατισμό των μαζών και αυτή την μέθοδο ακο­λουθεί η πολιτική εξουσία από αιώνων.

Στο σημείο, όμως, αυτό αναδύε­ται και μια αντινομία. Παρά τις προσδοκίες των οιωνδήποτε εκ­συγχρονιστών για το τέλος της θρησκείας, η κλασική διαπίστωση του Πλουτάρχου («…πόλεως ανιέ­ρου και αθέου […] ουδείς εστιν ή έσται θεατής») αποδεικνύεται ακατάρριπτη. Με οποιαδήποτε μορφή η στροφή του ανθρώπου σε κάποιο θείο αποδεικνύεται σύμφυτη με την ανθρώπινη συνείδηση και αυτό δεν λειτουργεί μόνο θεοκεντρικά και σωστικά, άλλα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όταν συντρέχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Πα­ράλληλα, όμως, με την ιδεολογικοποίηση της πίστης, για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εισάγεται και η ιδέα του «ιερού πολέμου», που συνιστά την απαισιότερη καταξίω­ση του φανατισμού και της πολι­τικοποίησης της θρησκείας. Ένα μέρος του Ισλάμ, το φουνταμενταλιστικό, αλλά και ο δυτικοχριστιανικός κόσμος κινούνται με τις ίδιες προϋποθέσεις και μεθόδους, με βάση δηλαδή την χρήση της θρη­σκείας για πολιτικούς στόχους και την ιεροποίηση του πολέμου. Και στο μεν Ισλάμ, για ιστορικούς λό­γους αυτό είναι μόνιμη απ’ αρχής τακτική. Το πρόβλημα είναι με την χριστιανικότητα ενός κόσμου, που θέλει να λέγεται χριστιανικός.

 

3. Η αναφορά, όμως, στον Χριστιανισμό απαιτεί σαφή οριοθέτη­ση Δυτικού και Ανατολικού Χρι­στιανισμού, Παπισμού – Προτε­σταντισμών και Ορθοδοξίας. Ό­ταν δεν γίνεται αυτή η διάκριση και  δεν λαμβάνεται υπόψη η διαφορο­ποίηση του δυτικού χριστιανισμού από την Ορθοδοξία, οδηγούμεθα σε ανεπίτρεπτες παρεξηγήσεις και συγχύσεις. Από την εκφράγκευση της Δύσεως, που ομολογείται από τους ίδιους τους δυτικούς ιστορικούς (πρόσφατη σχετική διατριβή του James Russel, 1994) και η οποία κορυφώνεται με την φραγ­κική, κατάκτηση και του πατριαρ­χικού θρόνου της Παλαιάς Ρώμης (πρώτος φραγκογερμανός πάπας το 1046), πραγματοποιείται η δια­φοροποίηση της δυτικής χριστια­νικής κοινωνίας όχι μόνο θεολογι­κά, αλλά και πολιτικά και πολιτιστικά. Η διαφοροποίηση, όμως, συν­τελείται πρωταρχικά στο χώρο της πίστης (θρησκείας), που είναι η καρδιά της κοινωνίας και του πολι­τισμού (αυτό ομολογείται και από τον S. Huntington). Η θεωρία για πο­λιτισμική σύμπτωση Ορθοδόξου και Δυτικής Ευρώπης είναι φενάκη και ιδεολόγημα των ταυτισμένων με τη Δύση πολιτικών και διανο­ουμένων για τη συσκότιση των πραγμάτων και την παραπλάνηση των αγνοούντων την ιστορία. Οι δύο πολιτισμοί, ακόμη και σήμερα, είναι «άλλο και άλλο».

H προοδευτική φραγκική επέ­κταση και κατάκτηση στη Δύση οδή­γησε στην εκκοσμίκευση και θεσμοποίηση της Εκκλησίας (βρ. Βασιλ. Στεφανίδου, Εκκλ. Ιστορ., Αθ. 19592, σ. 488 ε.ε. και Χρ. Γιανναρά, Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησί­ας, σ. 113 ε.ε.). Στην Ανατολή, όμως, ο Χριστιανισμός, στην κοσμική διά­στασή του, μεταποιήθηκε σε κρα­τική θρησκεία (πρβλ. το διάταγμα του Θεοδοσίου του Α’, 28.2.380), στη δε Δύση υποβιβάσθηκε σε «ατομική θρησκεία», δηλαδή «ιδεολογία ατομικών πεποιθήσεων, ηθική ατομικών αξιομισθιών και θεσμο­ποιημένη οργάνωση αντικειμενικού ελέγχου των πεποιθήσεων επί της ηθικής των ατόμων» (Χρ. Γιαν­ναράς, σ. 44). Και είναι δυνατή ιστορικά η παρακολούθηση των εξελίξε­ων, που γέννησαν και θεσμοθέτησαν τον φανατισμό και τη μισαλλο­δοξία στην ατομική και συλλογική συμπεριφορά της δυτικής χριστια­νοσύνης. Η αναφορά δε εδώ στον Δυτικό Χριστιανισμό γίνεται, για να ερμηνευθούν από την οπτική της Ορθοδοξίας οι σημερινές συμπερι­φορές.

Η γένεση του παπισμού, δογμα­τικά κατοχυρωμένου, οδήγησε στην εκκόλαψη του ολοκληρωτι­σμού στην Ευρώπη, με τη θεία κα­ταξίωση της βίας. Θεολογική θεμε­λίωση του ολοκληρωτισμού είναι το περίφημο dictatus papae (πα­πικές υπαγορεύσεις) του πάπα Γρηγορίου Ζ’ του Ιλδεβράνδη (1073-1085) σε 27 προτάσεις, με τις όποιες ο πάπας αυτοανακηρύσσε­ται απόλυτος κύριος εκκλησίας και πολιτείας («ο μόνος άνθρωπος, του οποίου όλοι οι πρίγκιπες φι­λούν τα πόδια», «έχει τη δυνατότη­τα να καθαιρεί τους αυτοκράτο­ρες», «δεν μπορεί να κριθεί από κα­νέναν» κ.λπ.). Ο «περί περιβολής» (de investitura) αγώνας και όλοι οι μετέπειτα πόλεμοι του παπικού κράτους είναι η εφαρμογή αυτού του πνεύματος. Η αυθεντία του Πάπα εξουδετέρωσε την αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων, που μεταβλήθηκαν σε συμβουλευτικά σώματα της παπικής εξουσίας. Ο πάπας μέσω του ήδη από τον με­σαίωνα θεολογουμένου αλαθήτου του (επίσημη δογματοποίηση το 1870), σφετερίσθηκε το αλάθητο των Οικουμενικών Συνόδων. Το πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο έδωσαν στον παπικό θεσμό την ανωτάτη εξουσία στον κόσμο. Τα κράτη θεωρήθηκαν φέουδα του πάπα και οι βασιλείς υποτελείς του, σε σημείο που να του φιλούν το πό­δι και να εκτελούν καθήκοντα ιπποκόμου του. Το τριώροφο στέμμα του (ως σήμερα) δείχνει την εξου­σία του πάπα στα επίγεια, ουράνια και καταχθόνια (καθαρτήριο, συγχωροχάρτια).
Βασικοί θεσμοί επιβολής της πα­πικής δύναμης και εξουσίας απέ­βησαν η Ιερά Εξέταση (εσωτερικά) και η Ουνία (αρχή το 1215, εξωτερι­κά), για την διευκόλυνση, του ε­πεκτατισμού. Το 1252 (Ιννοκέντιος Δ’) εισάγονται τα βασανιστήρια ως ανακριτική μέθοδος, πρότυπο ό­λων των μεταγενεστέρων ευρω­παϊκών ολοκληρωτισμών. Καρπός αυτού του πνεύματος υπήρξαν οι «σταυροφορίες» (η επαναφορά του όρου στα σήμερα συμβαίνον­τα, δείχνει συνέχεια αυτής της συνείδησης), με κορυφαίο απο­τρόπαιο γεγονός την 4η σταυρο­φορία (1204) και την άλωση και καταστροφή της Κωνσταντινούπο­λης. Κατά τον ιστορικό Ε. Bradford ο φανατισμός, η βία και οι ωμότητες των σταυροφόρων έκαναν τις ισλα­μικές επιδρομές να φαίνονται φιλάνθρωπες. Αυτό και άλλα ανάλο­γα έκαμαν τον Σ. Χάντινγκτον να ομολογήσει: «Δεν θεωρώ ότι το Ισλάμ είναι πια βίαιο από τις άλλες θρησκείες και αν το δείτε σωρευτι­κά, περισσότεροι άνθρωποι έχουν σφαγιασθεί ανά τους αιώνες από τους χριστιανούς παρά από τους μουσουλμάνους» («Ν. York Times» / «Βήμα»).
0ι θρησκευτικές αυτές κατα­βολές επέφεραν συνταρακτικές επιπτώσεις στη Δυτική κοινωνία, στις δομές και τους θεσμούς της. Διαμορφώθηκε η συνείδηση της καθολικής στράτευσης των πιστών σε μια στρατιά του Χριστού (Militia Christi) με oλοκληρωτική αφοσίωση και πειθαρχία για την εκπλήρωση των στόχων της εκκλησίας – κρά­τους. Ο Χριστός έγινε ο πολεμικός αρχηγός στον αγώνα εναντίον των δυνάμεων του κακού. Η εμφάνιση του Προτεσταντισμού, εξ άλλου, το 1517, οδήγησε στην τραγωδία των ενδοχριστιανικών πολέμων, την πλήρη εκβαρβάρωση του Χρι­στιανισμού. Η ειδωλοποίηση του Θεού μέσω της Θεολογίας απο­τύπωσε στις συνειδήσεις μια μό­νιμη πια νοοτροπία. Με αυτό τον τρόπο θεμελιώθηκε και η συνέχεια της κοινωνικής διαλεκτικής. Η παποκρατούμενη φεουδαρχία, οδή­γησε στην αντίδραση του καπιταλι­σμού – αστισμού, με τον προτεσταντικό καθαγιασμό του κέρ­δους. Οι σοσιαλισμοί, και κυρίως ο μαρξιστικός, ήταν η κορύφωση αυ­τής της διαλεκτικής διαδικασίας, που του κληροδότησε όλη την πα­θολογία του καπιταλισμού («παρηλλαγμένο καπιταλισμό» ονόμα­σε τον μαρξισμό ο πολύ καλός γνώ­στης του, ως αρχικά οπαδός του, Ν. Μπερντιάϊεφ). Το Βατικανό του Μαρξισμού έγινε το Κρεμλίνο. Ο αλλοτριωμένος Χριστιανισμός της ευρωπαϊκής θρησκείας επιβίωσε και στον δυτικογεννημένο μαρξι­σμό ως συνέχεια της ίδιας δια­λεκτικής και νοοτροπίας.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, εις πείσμα όσων στο εκσυγχρονι­στικό παραλήρημά τους μιλούσαν για τα θάνατό της, επανέρχεται η θρησκεία σε σημείο, που να χρη­σιμοποιείται από τους δυτικούς φουνταμενταλιστές για την έξαψη και την φανατική συστράτευση των μαζών στην νέα δυτική σταυροφο­ρία. Η «εκδίκηση του Θεού των Χρι­στιανών» απαιτεί γενική επιστράτευση των θρησκευμάτων στο πλαί­σιο της Νέας Εποχής. Η θρησκεία προσφέρεται έτσι, ως μέσο για την εκπλήρωση των νεοεποχικών επι­διώξεων. Μήπως και ο Στάλιν δεν ανέσυρε την Ορθοδοξία από τις κα­τακόμβες της, για να αντιμετωπι­σθεί ο Χίτλερ; Πόσο ευκολότερο είναι αυτό στη Δύση, όπου συν­υπάρχουν εκατοντάδες χριστια­νικές ομολογίες και θρησκεύματα. Οι «αφελείς», που επιμένουν να είναι οπαδοί κάποιας θρησκευτικής θεότητας, καλούνται να υπηρετή­σουν, μαζί με τους θεούς τους, την θεότητα του Καίσαρα και Άρχοντα του κόσμου τούτου!

 

4. Τί γίνεται, όμως, με την «καθ’ ημάς Ανατολήν» και την Ορθοδοξία; Δεν είναι η πρώτη φορά, που η πολιτική προσπαθεί, μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να κι­νητοποιήσει και την (ιδρυματική) Ορθοδοξία σε μια «σταυροφορία» —χρησιμοποιήθηκε ήδη ο όρος— για την καταπολέμηση της τρομο­κρατίας, στη «ρέμπελη» μορφή της φυσικά, σε συνεργασία με τα θρησκεύματα του κόσμου, και κυρίως με τη δυτική χριστιανοσύνη. Βέ­βαια, αυτή η σχεδιαζόμενη διαθρησκειακή συνεργασία εντάσσεται στα όρια της «εν εξελίξει» νεοεποχικής κίνησης προς την «πανθρησκεία» και θέτει το πρόβλημα της δυνατότητας σύμπτωσης, για να μπορεί να υπάρξει αποτελεσμα­τική συνεργασία. Φοβούμαι, ότι η Ορθοδοξία βρίσκεται και πάλι με­ταξύ δύο κατέναντι, του δυτικού και του ανατολικού, τα όποια συμπίπτουν τελικά, στην ιδεολο­γικοποίηση, δηλαδή πολιτικοποίη­ση της θρησκευτικής πίστεως. Η ισλαμική «τζιχάντ», όποιες ερμη­νευτικές αποχρώσεις και αν λάβει, δεν παύει, όταν αναθερμανθεί ο θρησκευτικός φανατισμός, να προσλαμβάνει την έννοια του «ιε­ρού πολέμου» κατά των απίστων (αυτή ήταν η ιδεολογία των Ταλιμπάν), συμπίπτοντας έτσι με την «ιερά εκδίκηση», όχι ως απόδοση δικαιοσύνης, αλλ’ ως «ιερό πόλε­μο», της άλλης πλευράς, που καθα­γιάζει τα τυφλά – γενικευμένα αντί­ποινα με θύματα αμάχους. Το κοι­νό, η νομιμοποίηση της βίας για την επιβολή της πολιτικοποιημένης θρησκείας ή της θρησκειοποιημένης πολιτικής, όπως ελέχθη. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι το ίδιο.
Η Ορθοδοξία, όταν και όπου βιώνεται και λειτουργεί ως αποστολικότητα και πατερικότητα (και αυτό είναι, έστω και ελλιπώς, το φρόνημα της πλατειάς βάσης του ορθοδόξου πληρώματος), είναι υ­πέρβαση της ιδεολογίας, της θρη­σκείας και της ηθικής. Της ιδεολο­γίας, διότι βιώνεται ως εμπειρία· της θρησκείας, διότι είναι τρόπος υπάρ­ξεως και «οδός» (Πράξ. 9, 2) προς τη θέωση και της ηθικής, διότι είναι ήθος αγιοπνευματικό και όχι εξωτε­ρική ηθική μίμηση. Οι ησυχαστικές —αυθεντικά δηλαδή ορθόδοξες— πρακτικές της «νήψεως» (καθάρσεως της καρδιάς), έστω και ανεπίγνωστα, κυριαρχούν στην ορθόδοξη λαϊκή πνευματικότητα (νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές κ.τ.λ.) και δημιουργούν φρόνημα αγαπητικό, καταλλακτικό, ουσιαστικό και όχι εκδικητικό και φανατικό. Η δυτική χριστιανοσύνη, κυρίως στην καλβινίζουσα εκδοχή της, που είναι η βά­ση του αμερικανικού χριστιανισμού, μένει εγκλωβισμένη στον εκδικη­τικό και ανταποδοτικό Θεό της Π. Διαθήκης («οφθαλμόν αντί οφθαλ­μού»), που επεκτείνεται στο δόγμα «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» (Κριτ. 16, 30), που είναι το κίνητρο των τρομοκρατών – «κα­μικάζι» της άλλης πλευράς.
H δύναμη που κινεί τη συνείδη­ση του Ορθοδόξου, είναι η δικαιο­σύνη, αλλά εν αγάπη. Αγάπη δε όχι «προς το ομοεθνές μόνον, αλλά προς παν το ομογενές (σε κάθε άνθρωπο)», που ταυτίζεται με την (ανιδιοτελή) αγάπη του Θεού (Κύριλλος Αλεξ. ΡG. 72,686). Ακό­μη και ο αφορισμός (η φρικτή πρά­γματι αυτή εκκλησιαστική πράξη) δεν συνιστά εκδίκηση ή ποινή, επι­βαλλόμενη από την Εκκλησία στην πλάνη και τον πλανώμενο, αλλά επιβεβαιώνει «τον αυτοαποκλεισμό του ανθρώπου από την σωτη­ρία και υπαρκτική γνησιότητα» και στοχεύει στην μετάνοια και την επιστροφή του (πρβλ. Α’ Κορ. 5, 1 ε.). Αυτό το φρόνημα είναι διάχυτο και κυριαρχικό και γι’ αυτό δεν ευδοκίμησαν στην Ορθοδοξία θεσμοί, όπως η Ιερά Εξέταση ή οι σταυροφορίες. Δεν απουσιάζουν, βέβαια, περιπτώσεις βίαιης συμπε­ριφοράς και επιθετικότητας, κρα­τικής και εκκλησιαστικής, η διαφο­ρά, όμως, με την δυτική «χριστια­νική νοοτροπία» είναι, ότι παρόμοι­ες συμπεριφορές στην Ορθοδοξία καταδικάζονται ως αντιχριστιανι­κές, ενώ στη δυτική κοινωνία έ­χουν έμμεσα θεσμοθετηθεί, αν όχι οι ίδιες οι συμπεριφορές, τουλά­χιστον τα γενεσιουργά τους αίτια (ολοκληρωτικό πνεύμα). Είναι α­νάγκη, όμως, εδώ να επανέλθουμε στην δυτική χριστιανική σκέψη.
O δυτικός χριστιανισμός έχει βαθειές θεολογικές προϋποθέσεις στον καθαγιασμό της βίας, ήδη από τον 11ο αιώνα. Η «θεολογία» του Ανσέλμου Κανταβρυγίας (|1100) «περί ικανοποιήσεως (satisfactio) της θείας δικαιοσύνης» διαποτίζει το εκεί χριστιανικό φρόνημα και δια­μορφώνει νοοτροπίες φανατισμού, που προσδιορίζουν και τις συλλο­γικές και ατομικές συμπεριφορές. Η ουσία της διδασκαλίας αυτής είναι, ότι ο Θεός στέλνει τον Υιό Του —Ιησού Χριστό στον κόσμο όχι από αγάπη προς τον άνθρωπο και τον κόσμο («ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν» (θυσίασε)— μαρτυρεί ο Ιωάννης, 3. 17 και ο Παύλος: «συνίστησι (αποδεικνύει) την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χρι­στός υπέρ ημών απέθανε», Ρωμ. 5, 8, που είναι η κρηπίδα της χριστια­νικής σωτηριολογίας), αλλά για να «ικανοποιηθεί» για την προσβολή(!) που δέχθηκε από την ανθρώπινη αμαρτία. Το δυτικό φεουδαρχικό-ιπποτικό δίκαιο προβλήθηκε στο Θεό, μεταβάλλοντας τον χριστιανι­σμό σε είδος ειδωλολατρίας, αφού κατασκευάσθηκε Θεός, που δεν υπάρχει. Ο Θεός, έτσι, νοείται όχι ως Πατέρας, «πλήρης οικτιρμών και φιλανθρωπίας», αλλά ως φεουδάρ­χης – τύραννος και τιμωρός, που ζη­τεί συνεχώς εκδίκηση. Αυτή η περί Θεού αντίληψη διαποτίζει όλη τη δυτική —κυρίως την καλβινική— νοοτροπία. Τα έργα του Ίγκμαρ Μπέργκμαν βεβαιώνουν μία διάχυ­τη τάση «θεοδικίας», αποστροφής προς τον Θεό – τύραννο και εκδικη­τή, που κινεί και τον πιστό του σε εκδίκηση, και συνεπώς φανατική ανταπόδοση και όχι δικαιοσύνη. Είναι μάλλον μια άλλη κατανόηση της δικαιοσύνης.

Η Ορθοδοξία, και στις ατελέστε­ρες βιώσεις της, δεν μπορεί να φθά­σει σε μια τέτοια λογική. Γι’ αυτό και απωθεί μόνιμα την έννοια του «ιε­ρού πολέμου». Κανείς πόλεμος δεν μπορεί να ιεροποιηθεί στην Ορθό­δοξη συνείδηση, διότι ο πόλεμος είναι σατανική κατάσταση. Δεν μπο­ρεί να γίνει, ορθόδοξα, διάκριση δι­καίου και αδίκου πολέμου, ιερού και ανίερου. Ούτε να γίνει δεκτό το δόγμα «πόλεμος κατά του πολέ­μου», με την συντριβή των άλλων (πρβλ. το αρχαίο «πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται»). Ο πόλεμος, ορθόδοξα, συνιστά αλλοτρίωση από τον Θεό και την εν Χριστώ αγάπη και προς τους εχθρούς ακόμη (Ματθ. 5, 44). Αυτό είναι ένα από τα «παράδο­ξα» της πίστεώς μας. Ο Χριστός διευκρίνησε: «πάντες οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται» (Ματθ. 26,52). Αυτό είναι το αυθεν­τικό κήρυγμα «μη βίας». Η στράτευ­ση των Χριστιανών στην αυτοκρατο­ρία της Νέας Ρώμης υπήρξε «έκπλη­ξη» για τους Αγίους, τους αυθεντικούς ενσαρκωτές και εκφραστές της Ορθοδοξίας, που γρήγορα (4ο αι.) έδωσε την απάντησή της. Ο Μέ­γας Αθανάσιος (Επ. προς Αμμούν, ΡG. 26,1173 β) και ο Μέγας Βασίλει­ος (κανόνας 13 λέγουν, ότι τιμώνται οι μετέχοντες και φονεύοντες σε αμυντικό (ή απελευθερωτικό) πό­λεμο (όταν είναι άμυνα «υπέρ σω­φροσύνης και ευσεβείας» κατά τον Μ. Βασίλειο, που το τονίζει: «αμυνομένοις»!). Είναι η μόνη κατ’ οικονομίαν» εξαίρεση στον κανόνα, ως πραγμάτωση του Κυριακού λόγου: «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις θη (να θυσιάσει) την ψυχήν (ζωήν) αυτού υπέρ των φίλων αυτού» (των συνανθρώπων του) (Ιωάνν. 15.13). Είναι δηλαδή αυτοθυσία και όχι εκδικητικότητα. Όταν, όμως, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς (963-969), λόγω των πολλών αμυν­τικών πολέμων της αυτοκρατορίας, ζήτησε από την Εκκλησία οι φονευόμενοι στον πόλεμο να ανακη­ρύσσονται μάρτυρες, ο Πατριάρχης Πολύευκτος και η Σύνοδος απέρρι­ψαν την πρόταση ως μη χριστιανική. (Για το θέμα βλ. πρόχειρα: π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Αγιότης μαρτυρουμένη, στο: Λόγος ως αντίλογος, Αθήναι 19982, σ. 49 ε.ε. κάθε αγιο­ποίηση είναι παπισμός…). Καταλα­βαίνουμε, συνεπώς, πόσο απομακρυνόμεθα από το πνεύμα αυτό στα νεώτερα χρόνια… Έχω διακηρύξει πολλές φορές ότι το προτεινόμενο «τόξο» των Ορθοδόξων δεν μπορεί να λάβει πολιτικό – κοσμικό χαρα­κτήρα, αλλά συγκροτείται γύρω από την αγία Τράπεζα και λειτουργεί με ένα διαφορετικό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τρόπο.

Και η Ορθοδοξία γνωρίζει την βία, αλλά διαφορετικά. Και όχι μόνο την γνωρίζει, αλλά και την εφαρμό­ζει στη σκληρότερη μορφή της. Η βία της, όμως, δεν στρέφεται προς τα έξω, προς τον συνάνθρωπο, αλλά προς τα μέσα, το εσωτερικό μας. «Η βασιλεία (=η άκτιστη Χάρη) του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11,12). Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και ο περίεργος για πολλούς λόγος του Χριστού: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω, ει ήδη ανήφθη» (Λουκ. 12, 49). Ο Χριστός γίνεται αφορμή να χωρίζονται οι άνθρωποι όχι, όμως, επιθετικά), ανάλογα με τη στάση τους απέναντί του (12, 51 ε.). Η «βία» του Χριστού ασκείται στην επαναστατημένη και διε­στραμμένη φύση μας, στην τυραν­νική δεσποτεία των παραμορφω­μένων ενστίκτων μας. Αυτό απο­δεικνύει όλη η ασκητικονηπτική πράξη της Ορθοδοξίας. Με τον αυτοβιασμό του ο χριστιανός ελευ­θερώνεται και ανοίγεται στη Θεία Χάρη. Διότι, όταν γίνει «ναός —κατοικητήριο—του Θεού», τότε γίνε­ται και συν-άνθρωπρς, «πλησίον» (Λουκ. 10,36 ε.). Αυτή είναι η υπέρ­βαση της θρησκείας και η μόνη δυνατότητα κατανίκησης του φα­νατισμού και της τρομοκρατίας. Γι’ αυτό η αυθεντική χριστιανικότητα (αγιοπατερική Ορθοδοξία) δεν πα­ράγει τρομοκράτες, κάθε είδους, άλλα Μάρτυρες και Ομολογητές. Ο τρομοκράτης, κάθε είδους, βιά­ζει τους άλλους και τους εξολο­θρεύει, είτε με μέσα καλυπτόμενα ακόμη και από την κρατική και διε­θνή νομιμότητα, ή αυτοκτονώντας μαζί τους («καμικάζι»). Ο Μάρτυ­ρας νικά την ανομία των αρχόντων του κόσμου με την αυτοθυσία του, που προσφέρεται υπέρ των άλλων! Έχω ονομάσει τους (Νεο)μάρτυρές μας στην Οθωμανική αυτο­κρατορία, «τους δυναμικότερους και αποτελεσματικότερους αντι­στασιακούς, όχι με τα όπλα, αλλά με τον σταυρό». Ο Μάρτυρας και Ομολογητής της Ορθοδοξίας α­ποδεικνύει με τη θυσία του, ότι οι τύραννοι του κόσμου δεν είναι ακαταγώνιστοι, εμψυχώνοντας συνάμα τους άλλους στην πα­ρόμοια αντιμετώπισή τους.
Η Ορθοδοξία δεν μπορεί από την φύση της να συγκαλύψει οποι­αδήποτε αδικία και απανθρωπιά, από όπου και αν προέρχεται. Δεν συντάσσεται με τους ισχυρούς, αλλά με τους αδικουμένους. Είναι ξένη προς κάθε μορφή τρομοκρα­τίας, που την θεωρεί έγκλημα φρικτό και απάνθρωπο. Όταν δεν γίνεται αυτό, ας μη μιλούμε για Ορθοδοξία, αλλά για μια ακόμη παραχάραξή της. Διακηρύσσει, όμως, και την εμπειρία της η Ορθοδοξία, ότι η τρομοκρατία, ο φανατισμός και η βία, δεν πολεμούνται με μανι­φέστα, διακηρύξεις, ή με αντι-βία, και μάλιστα «τυφλή», αλλά μέσα μας. Όχι με εξωτερικές συμφωνίες —έστω και διαθρησκειακές—αλλά με την ένταξη στον τρόπο ζωής και το ήθος των Αγίων μας, που νικά όλες τις εκτροπές της πτώσης και πτωτικότητάς μας. Διαφορετικά, αλλοτριώνεται και η Ορθοδοξία σε μια κοσμική δύναμη και εξουσία. Και υπάρχει πάντα αυτός ο κίν­δυνος για την Ορθοδοξία, όχι των αγίων, αλλά τη δική μας.
Στο εκκλησιαστικό μας σώμα, όταν λειτουργεί παραδοσιακά – πατερικά, ενεργοποιείται μια ιδιό­τυπη εξουσία, διαμορφούμενη στα όρια της ευχαριστιακής συνάξεως και ασκούμενη μέσω του μυστηρί­ου της ιερωσύνης. Η «ιεραρχημέ­νη πολλαπλότητα» της εν Χριστώ κοινωνίας αποτρέπει την απολυτοποίησή της, αφού όλων των δομών του εκκλησιαστικού σώματος υπέρκειται η σύνοδος, ο δημοκρατι­κότερος θεσμός (Η. Gregoire), που συνδέει την αποκέντρωση με τη συλλογική έκφραση. Όταν, λοι­πόν, σώζεται η πατερικότητα, η εκκλησιαστική εξουσία παραμένει πνευματική, με ρόλο όχι τιμωρητικό, αλλά φιλάνθρωπο και διακονι­κό. Βέβαια, πάντα ελλοχεύει ο κίν­δυνος τάσεων για την απόκτηση υπερ-εξουσιών και αντιγραφή της κοσμικής εξουσίας. Η εμφανής, μάλιστα, σήμερα κίνηση για ανα­γνώριση και επιβολή του «αλαθή­του» κάθε συνόδου (όχι μόνο των Οικουμενικών) προδίδει αντιγρα­φή του παπικού προτύπου και, όπως λέγω συχνά, κατά κανόνα στην εποχή μας οι κληρικοί «παπίζουμε», ενώ οι λαϊκοί «προτεσταντίζουν»! Έτσι και η Ορθοδοξία στα πρόσωπα κάποιων φορέων της ιδεολογικοποιείται και εκκοσμικεύεται, με όλες τις αυτονόητες συνέ­πειες, και κυρίως την απώλεια του σκοπού της υπάρξεως της (πνευ­ματικής) εξουσίας της. Και πάλι όμως, στις περιπτώσεις αυτές ενεργούν ανασχετικά οι χώροι ε­κείνοι, που διασώζουν κατά κανόνα την ορθόδοξη αυθεντικότητα, π.χ. οι μονές. Ο μοναχισμός από τον 4ο αι. παραμένει στην Ανατολή η δυ­ναμικότερη – έμπρακτη διαμαρ­τυρία στην εκκοσμίκευση και συν­εχής αγώνας για την συνέχεια της διακονικής και θυσιαστικής μαρ­τυρίας της Εκκλησίας στον κόσμο. Οι ιεροί κανόνες, επίσης, που δεν έχουν διαβρωθεί όπως στη Δύση, αναδιαγράφουν συνεχώς την ποι­ότητα του χριστιανικού ήθους και της μαρτυρίας, ώστε κάθε παρέκ­κλιση να κρίνεται αυτόματα ως αντιεκκλησιαστική και απορριπτέα.
Αυτές οι τάσεις, που δεν απου­σιάζουν και από την εμπερίστατη και πολύ κοσμικά συμπεριφερόμενη συχνά «Ορθοδοξία» μας, εντάσ­σεται στο κλίμα του ορθοδοξισμού, όπως προσφυώς ονομάσθηκε κάθε κίνηση για θρησκειοποίηση, ιδεο­λογικοποίηση και εκκοσμίκευση της Ορθοδοξίας. Μια μορφή αυτής της παρέκκλισης είναι ο υπερβο­λικός τονισμός της ιστορικής διά­στασης του Έθνους (ιδίως από τον Κλήρο), η υπέρβαση του υγιούς πα­τριωτισμού και η έξαψη του εθνικι­στικού φυλετικού πνεύματος, πού μπορεί να οδηγήσει σε εκφράσεις φανατισμού και βιαιοτήτων. Η διά­σωση, όμως, της συνέχειας της πατερικότητας, όπως ελέχθη, αυ­τόματα ελέγχει αυτές τις συμπερι­φορές και την απορρίπτει ως παρα­ποίηση της Ορθοδοξίας.
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, έτσι κωδικοποιεί όλη την ορθόδοξη πατερική παράδοση στο θέμα της φιλοπατρίας, έξω από κάθε τάση για απολυτοποίηση της πατρίδας: «Η πατρίδα μου —γράφει— η ψεύτικη, η γήινη και ματαία (=ως ιστορική και παροδική), είναι από του Αγίου Άρτης και από την επαρχίαν Αποκούρου… Ημείς Χρι­στιανοί μου δεν έχομεν εδώ πατρί­δα. Δια τούτο και ο Θεός μας έβαλεν τον νουν εις το επάνω μέρος, δια να στοχαζώμεθα πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας». Δεν καταργείται μεν ο εθνισμός και η πατρίδα, αλλά ιεραρχείται στο «πραγματικό», που είναι το αιώνιο. Στην ίδια αυτή λο­γική καταδικάσθηκε ο «εθνοφυλετισμός» (ρατσιστικός εθνικι­σμός) συνοδικά το 1872 στην Κων­σταντινούπολη, με αφορμή το ελ­λαδικό πραξικοπηματικό αυτοκέ­φαλο του 1833 και την βουλγαρική Εξαρχία (1870).
Όσοι μένουν άγευστοι της ελλη­νορθόδοξης παράδοσης και του πατερικού φρονήματος εύκολα θεω­ρούν το πρόβλημα «της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότη­τες» ως χαρακτηριστική έκφραση φανατισμού και μισαλλοδοξίας, που εξυπηρετεί τους «πολιτικούς» μη­χανισμούς του εκκλησιαστικού χώ­ρου. Για τον ορθόδοξο, όμως, πιστό το θέμα εντάσσεται στην περιοχή της ομολογίας και της ορθόδοξης μαρτυρίας. Ο κακός χειρισμός της Πολιτείας, με τα υπεύθυνα όργανά της, δημιούργησε το πρόβλημα εντελώς απολιτικά (διότι δεν προ­βλέφθηκαν οι αντιδράσεις αυτής της έκτασης), ενώ κάποιες υπερ­βολές στους χειρισμούς από την άλλη πλευρά όξυναν το ζήτημα, που για τον μέσο πιστό είναι υπαρκτό και σημαντικότατο. Το ερώτημα είναι, λοιπόν, γιατί προκλήθηκε το ζήτημα με τις δηλώσεις του τ. υπουργού Δι­καιοσύνης (8.5.2000), ενώ οι (ενερ­γοί) ορθόδοξοι μιλούσαν, ως τότε, για «χριστιανούς της ταυτότητας» περιπαικτικά! Από εκείνη, όμως, τη στιγμή το θέμα έγινε πρόκληση για την ελληνορθόδοξη συνείδηση, και η εναντίωση στην «απάλειψη», ομο­λογία πίστεως.
Η εκκλησιαστική Ηγεσία όφειλε να μείνει πιστή στην ευθύνη της για την διατήρηση της εθνικής και πο­λιτιστικής κληρονομιάς του λαού της (η επιλογή των μέσων δεν βα­ρύνει εδώ), όταν μάλιστα ευτελιζόνταν, με το θόρυβο της δια­γραφής, τα δύο βασικά συστατικά της πολιτισμικής ταυτότητας του παραδοσιακού Έλληνα, η εθνι­κότητα και το θρήσκευμά του. Το αίτημα, εξ άλλου, για δημοψήφι­σμα, δείχνει την πιστότητα στο δη­μοκρατικότερο μέσο, που διασώζει το πνεύμα της αυθεντικής Ελλη­νικής Δημοκρατίας. Φανατικοί, συνεπώς, μπορούν να χαρακτηρι­σθούν όσοι πολιτικοί και πολιτεια­κοί παράγοντες εμμένουν στην αδιαλλαξία τους και όχι τα τρία εκα­τομμύρια των Ελλήνων, που με την υπογραφή τους πρότειναν τη δη­μοκρατική λύση του δημοψηφίσμα­τος. Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι η μη αναγραφή, αλλά ο τρό­πος της μεθοδεύσεώς της, που πρόδιδε άλλους βαθύτερους στό­χους, στο πλαίσιο της εσωτερικής και εξωτερικής κινήσεως για την εθνική μας αλλοίωση. Γιατί δεν είναι (και) αυτό φανατισμός; Αλλ’ αυτά δεν μπορούν να αναπτυχθούν στο ήδη μακρό αυτό κείμενο.

Πέρα από κάθε δυνατή πολιτικοκομματική εκμετάλλευση του θέ­ματος (γιατί δεν το σκέφθηκαν αυτό οι «αρξάμενοι χειρών αδί­κων»;) οι πιστοί στην Ορθοδοξία, πού επιμένουν «στην προαιρετική αναγραφή» δεν μπορούν να χαρα­κτηρισθούν φανατικοί, διότι δεν απειλούν τους άλλους, αλλά δη­λώνουν την διάθεσή τους να μαρ­τυρήσουν για την πίστη τους. Πόσο μάλλον, όταν σ’ αυτή την Πίστη το Έθνος μας οφείλει την ιστορική επιβίωση του και έχει ταυτισθεί ιστορικά μαζί της.


(Πηγή: ‘Ορθόδοξος Τύπος’)