- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Νικολάου Βελιμίροβιτς: Πάτερ Ημών (Μετάφραση, επιμέλεια: Πέτρος Μπότσης)

Όταν σε κάποιον άνθρωπο, και μάλιστα επίσκοπο της Εκκλησίας, δοθή χάρισμα λόγου θεολογικού και αυτό συναρμοσθή με βίο οσιακό και φθασμένες ευαγγελικές αρετές, τότε θάλλουν αναστήματα όπως αυτό του Σέρβου επισκόπου Αχρίδος, και μετέπειτα Ζίτσας, Νικολάου Βελιμίροβιτς. Έτσι εξηγείται η πνοή ζωής μέσα στα έργα του, αλλά και η τιμή του ως Αγίου, που η συνείδησις του σερβικού λαού του απέδωσε αμέσως μετά την κοίμησί του στις 18 Μαρτίου του 1956. (Στο Λέλιτς, την ιδιαιτέρα του πατρίδα, είχαν κτίσει από τότε ναό προς τιμήν του). Ίσως γι’ αυτό και ο κ. Πέτρος Μπότσης τον αναγράφει ως Άγιο στην μετάφρασι τεσσάρων κειμένων του, από την αντίστοιχη αγγλική έκδοσι της Ιεράς Μονής του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ στην Αριζόνα των Η.Π.Α.

Μοιάζει ἔτσι νὰ ἐκπληρώνεται ἡ εὐχὴ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ὑόρκης, ὁ ὁποῖος, προλογίζοντας τὴν πρώτη ἔκδοσι τοῦ βιβλίου (1916), ἀναφέρει περὶ τοῦ πρώτου κειμένου, τοῦ “Πάτερ ἡμῶν”: “Θὰ τοῦ ἄξιζε νὰ φθάσει σ’ ἕνα εὐρύτερο κύκλο ἀναγνωστῶν. Ἔχει μία πρωτοτυπία στὸ πνεῦμα, τὴν μέθοδο καὶ τὴν γλῶσσα, ποὺ τὸ ξεχωρίζει ἀπὸ κάθε ἄλλη ἑρμηνεία τῆς Κυριακῆς προσευχῆς”. Εἶναι ὅμως ἕνα βιβλίο “δύσκολο” γιὰ τὸν νεο-ἕλληνα, ἀλλὰ καὶ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο γενικότερα. Καὶ αὐτὸ διὸτι εἶναι ἁπλό, ἄμεσο, ποιητικό, πραγματικὸ κύημα ἁγίας καρδιᾶς. Ἀλλ’ ἡ ψυχὴ κάθε βασανισμένου ἀνθρώπου, ἀπελπισμένου ἀπὸ κάθε “παρηγοριὰ” τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ἐλπίζει μ’ ὅλα ταῦτα ἀκράδαντα στὸν Θεό, βρίσκει ἀμέσως τὸ νόημα, τὴν “γλῶσσα”, τὴν ἀνάπαυσί της στὰ γραπτά τοῦ Σέρβου ἐπισκόπου.

“Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ἔχει γράψει Ἄγγλος ἕνα τέτοιο ποίημα. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι τέτοια, ὥστε τὸ δικό μας ἀγγλικὸ ταπεραμέντο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει φυσιολογικὰ μέσα σ’ αὐτὸ”, συνεχίζει ὁ προλογίσας τὴν πρώτη ἀγγλικὴ ἔκδοσι. Μήπως ἄραγε τὸ δικό μας νεο-ἑλληνικὸ ταπεραμέντο μπορεῖ νὰ ἀναπνεύση στὸν λιβανισμένο κόσμο τῆς προσευχῆς τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας;

Προσεύχεται ὁ ἁγιος Νικόλαος “στὸ ὄνομα ὅλων τῶν ἀνθρώπων… στὸ ὄνομα ὅλων τῶν ὄντων…” καὶ λέγει: “Πάτερ ἡμῶν! … ὁ ἐγωϊσμός μου σὲ καλεῖ Πατέρα μου. Ἡ ἀγάπη μου Σοῦ φωνάζει: Πατέρα μας!”… Παύσαμε, δυστυχῶς, πιὰ νὰ κατανοοῦμε τὰ ἁπλὰ καὶ ἁγνὰ σκιρτήματα τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, σάν αὐτὰ τοῦ Ἁγίου πρὸς τὸν Θεό, γιατὶ ἁπλῶς δὲν ἔχομε ἀνθρώπινη καρδιά. Οἱ σκέψεις μας, οἱ ἰδέες μας, οἱ προβληματισμοί μας, οἱ λαχτάρες μας, τὰ τραγούδια μας, οἱ “ἀγάπες” μας, ὅλα ἔγιναν “τετράγωνα”, λογικά, ἐγκεφαλικῶς καθιερωμένα μέσα μας, ἐπμεριστατωμένα, διανθισμένα μὲ σπουδαῖα δικανικὰ ἐπιχειρημάτα……. · εἴμαστε προβλέψιμοι· πολὺ “λίγοι” γιὰ νὰ λεγόμαστε Ἄνθρωποι, (“ἄνω θρώσκοντες”).

Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπος: “Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, μεγάλε Βασιλιά!… Κουρασθήκαμε ἀπὸ τοὺς βασιλιάδες, ποὺ καμώνονται πὼς εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· στὰ κοιμητήρια ὅμως κείτονται δίπλα σὲ ζητιάνους καί σκλάβους. Κουραστήκαμε ἀπὸ βασιλιάδες ποὺ χθές δήλωναν τὴν δύναμή τους σὲ κράτη καὶ ἔθνη καὶ σήμερα δὲν ἀντέχουν στὸν πόνο ἑνὸς δοντιοῦ…”.

“Αὐτὴ ἡ γῆ, ποὺ γιὰ χιλιάδες χρόνια ἦταν (καὶ εἶναι!) πεδίο μαχῶν καὶ πολέμων, ἄς γίνει ἕνα Σπίτι, ὅπου Κύριος θὰ εἶσαι Σὺ καὶ φιλοξενούμενοι ἐμεῖς!”. Ἄραγε πῶς ἀντιδρᾶ ἡ καρδία μας σὲ τέτοια λόγια ἀφυπνήσεως καὶ προσευχητικῆς ἐλπίδος; Μήπως στὴν θέσι τοῦ ὀργάνου, τοῦ σαρκικοῦ ἀλλὰ καὶ ψυχικοῦ μέσου διὰ τοῦ ὁποίου ἀντλοῦμε τὴν ζωῆ…. μας, τοποθετήσαμε ἕναν ὑπολογιστὴ ἀκριβείας, σάν αὐτοὺς ποὺ φτιάχνομε καὶ ὀνομάζομε “ἠλεκτρονικοὺς ἐγκεφάλους”; Ἢ μήπως νομίζομε ὅτι μπορέσαμε νὰ ἀντικαταστήσουμε αὐτὸ τὸ ἀτίθασο ὄργανο, ποὺ ὅλο μᾶς ἐκθέτει στοὺς συνανθρώπους μας, μ’ ἕναν τελειόμορφο ἐγκέφαλο ποὺ ἐκτελεῖ πιστὰ καὶ ἀλάνθαστα, (κατὰ τὴν λανθασμένη ἐντύπωσί μας), τὶς ἐντολές τοῦ “βασιλέως” καθωσπρεπισμοῦ, ποὺ ἐνθρονίσαμε στὴν θέσι του; Καὶ μένει ἀσυγκίνητος αὐτὸς ὁ βασιλιὰς ἀπὸ τὰ βάσανα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου, (τὸν ὁποῖον κυβερνᾶ), ἀπὸ τὴν καρδιά του, ποὺ σπαρταρᾶ σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ “εἶναι”, μονάχη της· δίχως νὰ μπορῆ πιὰ νὰ κάνη τὸν ἄνθρωπό της νὰ δακρύζη, ὅταν διαβάζη ἕνα ποίημα, μιὰ προσευχὴ σὰν κι αὐτὴ τοῦ ἀρχιερέως Νικολάου Βελιμίροβιτς.

Ὅμως, “…ὅλα γίνονται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Σου. Μόνον ὁ ἄνθρωπος, ὅταν συναντᾶ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο, ρωτᾶ: Ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;”. Δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ προσευχηθοῦμε, οὔτε μέσα ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἁπλὸ βιβλίο, γιατὶ χάσαμε τὴν ἰκανότητά μας νὰ ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸν συνάνθρωπό μας, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ δίπλα μας. “Εἴμαστε δυστυχεῖς, γιατὶ χωρίσαμε…τὴν δύναμη ἀπὸ τὴν ἁγιότητα, ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἀπὸ τὴν πίστη. Τελικὰ, χωρίσαμε τὴν δύναμη ἀπὸ τὴν ταπείνωση, ποὺ ἦταν κι ἡ αἰτία τῆς πτώσης μας…”.

Ἐξ ἄλλου, “…οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ γίνουν πατεράδες τῆς δόξας. Κι αὐτὸ εἴναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ ἀποκορύφωμα τῆς δυστυχίας τους… Ὁλόκληρη ἡ ἱστορία μας δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἀνόητη ἀπόπειρα νὰ φτιάξουμε τὸ δικό μας βασίλειο, τὴν δική μας δύναμη, τὴν δική μας δόξα”. Δὲν συνειδητοποιοῦμε πώς, “ἡ γῆ εἶναι ἀκόμη μικρότερη καὶ πιὸ σκοτεινή, ὅταν τὴν ὀνομάζουμε βασιλεία μας, ὅταν προσποιούμαστε ἀνόητα πὼς εἴμαστε βασιλιάδες της, κυρίαρχοί της…”. Γι’ αὐτό, “…ἂς ἀρκεστοῦμε στὸ γεγονὸς ὅτι ὀνομαζόματε παιδιά Σου, ἀς εἴμαστε ἱκανοποιημένοι μόνο μ’ αὐτό. Δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλη τιμὴ ἀπ’ αὐτὴν, οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴν γῆ…”.

Μᾶς φαίνεται δυσκολο τοῦτο τὸ βιβλίο, γιατὶ δὲν μᾶς ἀγγίζει· δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατατάξουμε μέσα μας πουθενά. Τί ἐρμηνεία θὰ μποροῦσε νὰ χωρέση σὲ μιὰ προσευχή, ποὺ σὰν “καλοὶ Χριστιανοί”, πιπιλίζομε ἀπὸ γεννησημιοῦ μας, δίχως νὰ ἔχομε ποτὲ ρουφήξει οὔτε σταγόνα ἀπὸ τὰ θεόσδοτα νάματά της; Δὲν καταλαβαίνομε τὸ “Πάτερ ἡμῶν”, διότι δὲν εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ· καὶ τὸ χειρότερο, δὲν θέλομε νὰ λεγόμαστε παιδιὰ Του!

Ἔτσι μᾶς διαφεύγει ἡ πραγματικότητα, ἡ ἀλήθεια γυμνή, ἡ ὁποία εἶναι διαφορετική: “…Εἴμαστε περιφερόμενες σκιὲς, μετακινούμενος πηλός… Χωρὶς τὴν δύναμή Σου, ἡ γῆ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα πτῶμα… Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ διατηρηθεῖ ἡ ἱσοροπία στὸ σύμπαν, ἂν Ἐσὺ ἔχεις ἕνα μέτρο πρὸς ἑμᾶς κι ἑμεῖς ἔχουμε ἕνα ἄλλο μέτρο πρὸς τὸν πλησίον μας; Ἂν Ἐσὺ συγχωρεῖς τὶς ἁμαρτίες μας κι ἐμεῖς κρεμᾶμε τοὺς ἀδελφοῦς μας γιὰ τὶς δικές τους;… Εἴμαστε ὅλοι ὑπεύθυνοι γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλων”. “Πάτερ ἡμῶν…ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέτες ἡμῶν… “.

Οἱ τρεῖς πραγματεῖες ποὺ ἀποτελοῦν τὸ δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου, ἐμπνευσμένες ἀπὸ τὸ ἴδιο πνεῦμα προσευχῆς καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν Θεόν, ἀναφέρονται ἁπλά, κατανοητά, ἄμεσα, καρδιακά “στὴν ὑπερτάτη θυσία τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν σωτηρία μας, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη θυσία, γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο κι ἄν ἔγινε αὐτή”, ὅπως ἀναφέρει ὁ μεταφραστής.

“Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ, γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, εἶναι ἡ τιμὴ τῆς λυτρώσεώς μας”. Σὰν νὰ μᾶς καλῆ νὰ ἀναστηθοῦμε ἀπὸ θανάσιμο λήθαργο, ὁ ἅγιος τῆς Ζίτσας, ἀπευθυνόμενος σὲ ὅσους νοιώθουν ἁμαρτωλοί, χρεῶστες, ἀπελπισμένα μόνοι καὶ πένητες, σὰν τὴν αἱμορροοῦσα τοῦ Εὐαγγελίου, σὰν τὸν τυφλό, ποὺ φώναζε ὅλο καί δυνατότερα: “Υἱὲ Δαυῒδ ἐλέησόν με”, σὰν τὸν ληστὴ τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ξεψυχώντας ψέλλιζε: “Μνήσθητί μου Κύριε…”. Οἱ “βολεμένοι”, αὐτοὶ ποὺ περνοῦν καλά, οἱ καταξιωμένοι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, δὲν μποροῦν νὰ μετέχουν σ’ αὐτὸ τὸ μήνυμα χαρᾶς καὶ ζωῆς. Ἐξ ἄλλου, μόνον οἱ πρῶτοι εἶναι σὲ θέσι νὰ καταλάβουν πὼς “…ὅταν ἕνας ἁμαρτωλὸς πεθαίνει γιὰ ἔναν ἄλλο ἁμαρτωλό, ἡ θυσία περνάει ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο. Μὰ ὁ Χριστὸς ἦταν τελείως ἀναμάρτητος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ θυσία Του εἶναι ἀπεριόριστη σὲ χρόνο, σὲ χῶρο καὶ σὲ ἀξία…”.

Τὸ μυστήριο τῆς “ἐπιθέσεως” τῶν χειρῶν, εἶναι ἡ δευτέρα πραγματεῖα τοῦ ἐπισκόπου Νικολάου Βελιμίροβιτς, καὶ ἀναφέρεται στὸν τρόπο μεταδόσεως τῆς θείας Χάριτος κατὰ τὴν χειροτονία τῶν ἱερέων, ἀλλὰ καὶ μέσῳ αὐτῶν εἰς τοὺς πιστούς, διὰ τῆς ἁφῆς τῆς κεφαλῆς ἤ ἄλλων σημείων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἕνα πλῆθος ἀναφορῶν εἰς τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἁρμονικὰ ξεδιπλωμένων μέσα στὸ κείμενο, ζωντανεύουν περιπτώσεις ἰάσεων καὶ παντοδαπῶν ἄλλων θαυμαστῶν σημείων, ποὺ ἡ θεία Χάρις ἐκπλήρωσε διὰ τῆς ἁφῆς θεοφόρων ἀνδρῶν καὶ πρωτίστως τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τὴν ἱερὰ Παράδοσι ἐκφράζει ὁ μακαριστὸς ἐπίσκοπος τῆς Ζίτσας, ὡς αὐθεντικὸς φορέας της, καὶ εἰς τὴν τρίτη πραγματεία τοῦ βιβλίου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται “στὴν φύση τῶν ἀγγέλων, στὶς ἀγγελοφάνειες, στὴν διακονία τῶν ἀγγέλων, τόσο στὴν Ἐκκλησία ὅσο καὶ στοὺς πιστούς, στὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ”, ὅπως προϊδεάζει τὸν ἀναγνώστη ὁ Π. Μπότσης στὰ “λίγα λόγια τοῦ μεταφραστῆ”.

Ὁλοκληρώνοντας τὸ ἐν λόγῳ βιβλίο, δικαιώνομε ὅσους ἀποκαλοῦν τὸν ἐπίσκοπο Νικόλαο Βελιμίροβιτς “Χρυσόστομο τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας”. Ἄξιος ὁ κόπος τοῦ ἐπιμελητοῦ καὶ μεταφραστοῦ τῆς ἑλληνικῆς ἐκδόσεως. Εἴθε νὰ ἀνοίξουν καὶ οἱ καρδιές μας, νὰ πέσουν μέσα μας τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου, νὰ κάμουν τήν ψυχὴ ἁπλή, ταπεινὴ, μετανοιωμένη, βασίλισσα προσευχομένη.

Ὁ βιβλιοφόρος.