- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Μια μνήμη: ο αξιότιμος Λαρισαίος κύριος Κώστας Τσιρόπουλος (Άγγελος Πετρουλάκης, δημοσιογράφος-συγγραφέας)

tsiropoulos1 [1]

Ἰανουάριος 1972

Στή στοά τῆς Πανεπιστημίου 10, ἕνας δόκιμος τῆς σχολῆς ὑπαξιωματικῶν Χωροφυλακῆς παρατηρεῖ τά βιβλία στήν προθήκη ἑνός μικροῦ βιβλιοπωλείου.

Ἡ τσέπη του εἶναι γεμάτη χρήματα. Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες εἶχε κερδίσει σέ πανελλήνιο διαγωνισμό τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν γιά τά 150 χρόνια ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, τό Α΄ Βραβεῖο Ποίησης, πού συνοδευόταν ἀπό 50.000 δραχμές. Διόλου εὐκαταφρόνητο ποσό γιά τήν ἐποχή, καί ἰδιαίτερα γιά ἐκεῖνον, πού ὁ μισθός του στή Σχολή ἦταν περίπου χίλιες δραχμές τόν μήνα, ἐνῶ ὅταν ἀποφοίτησε τόν Αὔγουστο τοῦ 1972, ἦταν κάπου 3.000 δραχμές. Τό ὄνειρό του ν’ ἀγοράζει βιβλία καί νά κάνει σιγά-σιγά τή δική του βιβλιοθήκη εἶχε ἀρχίσει νά γίνεται πραγματικότητα.

Ἀνοίγει διστακτικός τήν πόρτα καί ζητᾶ ν’ ἀγοράσει δυό βιβλία: «Αὐτοψία τῆς ἐποχῆς» καί «Ἡ μαρτυρία τοῦ ἀνθρώπου». Συγγραφέας: Κώστας Τσιρόπουλος [2].

Καθώς ἑτοιμάζεται νά βγεῖ, ἕνας εὐγενής κύριος τόν ρωτᾶ ἄν τόν ἐνδιαφέρει ὁ κόσμος τῆς φιλοσοφίας καί ἄν γνωρίζει τόν συγγραφέα. Ὁ δόκιμος ὑπαξιωματικός τῆς Χωροφυλακῆς, συνεσταλμένος, ἀπαντᾶ πώς προσπαθεῖ νά τόν γνωρίσει (τόν χῶρο τῆς φιλοσοφίας), ἐνῶ τόν συγγραφέα γιά πρώτη φορά θά τόν διαβάσει.

Ὁ εὐγενής κύριος θά τόν ρωτήσει:

«Ἀπό ποῦ εἶστε;»

«Ἀπό τή Λάρισα, κύριε…»

tsiropoulos2 [3]

Πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στό πρόσωπο τοῦ κυρίου.

«Εἴμαστε πατριῶτες. Κι ἐγώ Λαρισαῖος εἶμαι. Χαίρομαι πού σ’ ἐνδιαφέρει τό βιβλίο καί ἀσχολεῖσαι μ’ αὐτό, ἄν καί ἡ Χωροφυλακή πού ὑπηρετεῖς δέν φημίζεται γιά τίς καλές σχέσεις της μέ τό βιβλίο».

«Μοῦ ἀρέσει τό διάβασμα. Καί κάπου-κάπου προσπαθῶ νά γράψω. Ἔχω δημοσιεύσει δυό-τρία διηγήματα στήν τοπική ἐφημερίδα, τήν ‘‘Ἐλευθερία’’…»

«Τί μοῦ λές; Ὁ πατέρας  μου, κάποτε, ἦταν ἀρχισυντάκτης τῆς ‘‘Ἐλευθερίας’’,  ὁ Εὐάγγελος Τσιρόπουλος…»

Ὁ νεαρός δόκιμος ὑπαξιωματικός τῆς Χωροφυλακῆς ξανακοίταξε τά ἐξώφυλλα τῶν βιβλίων.

«Σεῖς εἶστε ὁ Κώστας Τσιρόπουλος;».

Τό χαμόγελο τοῦ συνομιλητῆ του τόν βεβαίωνε πώς βρισκόταν ἀπέναντι στόν συγγραφέα.

Ἔκτοτε, ὁ νεαρός δόκιμος ὑπαξιωματικός, κάθε ἀπόγευμα Πέμπτης πού εἶχε «ἔξοδο» ἀπό τή Σχολή (ὅταν δέν ἦταν τιμωρημένος μέ «στέρηση ἐξόδου»), περνοῦσε ἀπαραίτητα ἀπό τό βιβλιοπωλεῖο ἐκεῖνο (ὅπως καί ἀπό τό «Βιβλιοπωλεῖο τῆς Ἑστίας») καί ἐπέστρεφε στή Σχολή μέ μιά δυό τσάντες βιβλία.

Ὁ κ. Κώστας Τσιρόπουλος ἦταν πάντα ἐκεῖ καί πάντα εἶχαν μιά μικρή συζήτηση, μέ τόν νεαρό δόκιμο ὑπαξιωματικό νά κρέμεται ἀπό τά χείλη του.

«Τό ἀληθινό βιβλίο –καί λέμε ‘‘ἀληθινό’’ γιατί ὑπάρχουν βιβλία πού γεννήθηκαν πεθαμένα, ἀπό ψυχές νεκρές– εἶναι ἕνας ὁλάκερος κόσμος, κόσμος συμπυκνωμένος, κόσμος δυναμικός, κόσμος ἱκανός νά ἀλλοιώσει καί νά διαμορφώσει τόν ἄνθρωπο. Τό λιγότερο, ἕνα βιβλίο εἶναι μιά ψυχή πού ντυμένη λέξεις, φράσεις κι εἰκόνες, ταξιδεύει ἀνάμεσα στούς αἰῶνες, γεμίζοντας φῶς καί πόνο κι ἀγάπη τούς ἀνθρώπους.

»Αὐτή τήν ἀλήθεια τή νιώθουν βαθιά ὅσοι στοχάζονται, κι ὅσοι στοχαζόμενοι γράφουν. Ἐκεῖνοι ἔχουν ἀλλεπάλληλα βιώσει τήν τρομερή ἀλήθεια, πού μᾶς λέγει κάπου ὁ Τόμας Χάρντι (σημαντικός Βρετανός συγγραφέας-ἀγνωστικιστής– ἀπό τούς κύριους ἐκφραστές τοῦ ρεαλισμοῦ στήν εὐρωπαϊκή λογοτεχνία) πώς, ‘‘ἐκεῖνος πού στοχάζεται χάνει περισσότερο αἷμα ἀπ’ ὅσο θά ἔχανε ἀπό μιά βαθιά πληγή τοῦ κορμιοῦ του’’».

Τό παραπάνω ἀπόσπασμα ἀπό ἕνα κείμενο τοῦ Κώστα Τσιρόπουλου (τοῦ 1966) πού περιλαμβάνεται στό βιβλίο δοκιμίων του «Ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀνθρώπου [4]», εἶχε ταρακουνήσει συθέμελα τόν νεαρό, πού βρισκόταν στήν ἀρχή τῆς ἀναζήτησης μιᾶς πορείας στόν χῶρο τῆς σκέψης.

 

tsiropoulos3 [5]

Οἱ συζητήσεις ἐκεῖνα τά ἀπογεύματα ἦταν μιά ὄαση γι’ αὐτόν, μέχρι πού τήν τελευταία ἡμέρα τοῦ Ἰουλίου πῆρε τόν δρόμο γιά τή Δυτική Μακεδονία. Στό μπαοῦλο του εἶχε καί ἄλλα βιβλία, τά ὁποῖα εἶχε ἐκδώσει ὁ μικρός ἐκδοτικός οἶκος «Οἱ ἐκδόσεις τῶν Φίλων», πού διηύθυνε ὁ Κώστας Τσιρόπουλος (Ἄγγελου Τερζάκη – «Οἱ ἀπόγονοί τοῦ Κάιν» καί «Προσανατολισμός στόν αἰώνα», Κωνσταντίνου Τσάτσου «Πολιτική» καί ἄλλα). Βιβλία πού (μαζί μέ ἄλλα), τοῦ κράτησαν οὐσιαστική συντροφιά τά ἑπόμενα χρόνια.

 

Νοέμβριος 1976

Ὁ ὑπαξιωματικός τῆς Χωροφυλακῆς ἐπιστρέφει στήν Ἀθήνα μετά ἀπό δυό χρόνια στά Σέρβια τῆς Κοζάνης, ἄλλα δυό στό Σκαλοχώρι Βοΐου, καί τρεῖς μῆνες στό Λιβάδι Ἐλασσόνας. Στά χρόνια αὐτά, συχνά εἰσχωροῦσε στά δυό βιβλία τοῦ Κώστα Τσιρόπουλου, πασχίζοντας νά μπεῖ στόν γοητευτικό στοχασμό τοῦ ἰδιαίτερου αὐτοῦ διανοούμενου.

Ἐκεῖνο πού τόν καθήλωνε (καί τόν καθηλώνει καί σήμερα, πού διανύει τό 68ο ἔτος τῆς ἡλικίας του) στίς σελίδες τῶν βιβλίων αὐτῶν, ἦταν ἡ τρυφερότητα τῆς διαλεκτικῆς τοῦ συγγραφέα, καθώς ἐκεῖνος ἀντιμετωπίζει τήν ἀνθρώπινη ἀγωνία μέσα σέ μιά ὁλότητα ζωῆς μέ ἐντελῶς συγχωρητική διάθεση.

Μέ λόγο θαρραλέο ὁ Κώστας Τσιρόπουλος ἀποκαλύπτει ἕναν ἄλλο Χριστιανισμό, μίαν ἄλλη θρησκεία, ἐντελῶς διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού βιώνει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ Χριστιανισμός τῶν ταπεινῶν, εἶναι ἡ θρησκεία τῆς παρηγορίας, αὐτή πού ἀρνεῖται τόσο τά κοσμικά στοιχεῖα, ὅσο καί τίς προγονικές προκαταλήψεις.

Σήμερα, ὁ κάποτε νέος (ἐγώ), προχωρώντας στόν «χειμῶνα» μου, ξεφυλλίζω τό ἐξαιρετικό βιβλίο (συλλογή δοκιμίων) «Αὐτοψία τῆς ἐποχῆς» καί σταματῶ σέ σελίδες πού ἔχω ὑπογραμμίσει μέ κόκκινο μελάνι, σελίδες πού συνδέουν τό μέγα μυστήριο τοῦ θανάτου καί τήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νά καταφύγει στήν ἀγκαλιά τῆς θρησκείας καί κάτω ἀπό τόν ἴσκιο τοῦ Θεοῦ:

«Τεντώνουμε τά χέρια καί προσπαθοῦμε νά βροῦμε μίαν ἄκρη μέσα σ’ αὐτό τόν κόσμο πού στεκόμαστε. Αἰσθανόμαστε, τό βλέπουμε καί στά πρόσωπα, στά θολά βλέμματα τῶν ἄλλων, πώς ὁ χρόνος μᾶς φθείρει ἀδιάκοπα, συστηματικά μᾶς μαζεύει σιγά-σιγά σ’ ἕνα κουβάρι. Εἶναι λοιπόν, ὁ χρόνος πού πρέπει νά μᾶς νικάει ἤ τάχα ἔχουμε μέσα μας τή δυνατότητα νά τόν νικήσουμε μεῖς, νά τόν ὑπερβοῦμε; Εἴμαστε ὄντα χρονικά ἤ ὑπερχονικά;

»Αἰσθανόμαστε, παρά τίς προόδους τῆς Βιολογίας, πώς ἀναδυθήκαμε ἀπό ἕνα μυστήριο βαθύ, συγκλονιστικό. Καί πώς, ἀφοῦ διαγράψουμε τήν τροχιά τῆς ζωῆς μας, μικρή ἤ μεγάλη, θά ξαναπέσουμε καί θά βουλιάξουμε μέσα στό ἴδιο μυστήριο πού εἶναι σιωπή καί ἀνυποψίαστη γαλήνη. Ἀλλά αὐτή ἡ παράφορη, ἡ ὁλόφλογη, ἡ αἱματηρή συνείδηση τῆς ζωῆς πού ἔχουμε, αἰσθανόμαστε πώς δέν μπορεῖ νά σταθεῖ καί νά βρεῖ ἀπόκριση ἀπό αὐτά τά δυό, τῆς ἀρχῆς καί τοῦ τέλους μας, μυστήρια.

»Εἶναι εὔκολο, βέβαια, νά βουλιάξεις στόν παραλογισμό, πού μέ τέτοια σαγηνευτικήν εὐγλωττία ἐξέφρασαν δυό αὐθεντικοί ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνα μας, ὁ Καμύ καί ὁ Σάρτρ, ἀλλά οὔτε καί αὐτό τό παράλογο δικαιολογεῖται μέσα σ’ ἕναν κόσμο τόσο σοφά, τέλεια ρυθμισμένο, τόσο ‘‘λογικά’’ ὀργανωμένο. Κάπου ὑπάρχει ἕνα νόημα συγκεφαλαιωτικό της ζωῆς, πού ἑρμηνεύει, δηλαδή, ὁλόκληρη τή ζωή καί ὄχι ὡρισμένες της πλευρές ἤ κάποιες της στιγμές.

»Ἡ φιλοσοφία πάλεψε αἰῶνες, ἀπό κείνη τήν πνευματικήν αὐγή τῆς Ἰωνίας, νά βρεῖ μιά συνολική, μιά κυκλική θά ἔλεγα, ἑρμηνεία τοῦ κόσμου. Πάλεψε ἀπεγνωσμένα νά ὑπερβεῖ τ’ ἀνθρώπινα ἐργαλεῖα τοῦ στοχασμοῦ καί κάποτε νιώθεις, ἰδίως στόν Πλάτωνα, ὅτι τό μεγάλο μυστήριο πάει νά ραγίσει, νά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ, νά πέσει στ’ ἀνθρώπινα χέρια σά μαγικό πουλί  πού  τό σημάδεψαν οἱ πιό παράφοροι, οἱ πιό μεγαλεπήβολοι κυνηγοί.

tsiropoulos4 [6]

»Ἀλλά ἡ φιλοσοφία, ἀποσταμένη, σταματᾶ. Δέν μπορεῖ νά προχωρήσει πιό πέρα, γιατί στίς δικές της ὑποθέσεις χρειάζεται πιά τίς μαρτυρίες τῆς ἀντικρυνῆς πλευρᾶς, ὅπως οἱ ὑποθέσεις τῆς Φυσικῆς καί τῆς Χημείας χρειάζονται τήν ἐπαλήθευση τῶν πειραμάτων.

»Πείραμα ἐπιστροφῆς ἀπό τόν θάνατο ἡ φιλοσοφία δέν μποροῦσε ἐκ τῶν πραγμάτων νά πραγματοποιήσει. Ἤξερε πιά, καί εἶχε βεβαιωθεῖ πώς ἀπό τήν ἀντικρυνή πλευρά ὑπάρχει ἡ δημιουργός Δύναμη, ὁ Θεός. Κι ἀφοῦ ἔλαβε ἀλλεπάλληλες πρωτοβουλίες κι ἀφοῦ ἐξάντλησε ὅλες τίς δυνατότητες, περίμενε πιά τήν πρωτοβουλία τῆς ἀντικρυνῆς ὄχθης, περίμενε, δηλαδή, νά μιλήσει το ἀπό αἰώνων μυστήριο. Ὁ λόγος δόθηκε στή θρησκεία».

Στήν Ἀθήνα, λοιπόν, τοῦ 1976, ὁ ἀέρας τῆς Μεταπολίτευσης ἐπιτρέπει τή γέννηση μιᾶς ἄλλης πνευματικότητας. Νέοι συγγραφεῖς, νέα συνθήματα. Ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλής συνομιλεῖ μέ τόν Μάνο Χατζιδάκι περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι μέ τούς ὑπουργούς του. Ἡ Μ. Μερκούρη ἀπευθύνεται μέ ἐπαναστατική διάθεση στίς μάζες. Ὅλα μοιάζουν καινούργια.

Ὁ χῶρος στή στοά τῆς Πανεπιστημίου 10 γίνεται ἕνα  ἱερό «κρησφύγετο» καί παράλληλα ἕνα ὁρμητήριο Ἰδεῶν.

Μέ δέος παρακολουθῶ τόν λόγο καί τή σιωπή κάποιων ἀνθρώπων, πού ἡ πνευματικότητά τους δέν μετριέται μέ τά κοινά μέτρα καί σταθμά, πλέον. Κεντρικό θέμα στίς συζητήσεις ἡ ἀγωνία γιά τόν Ἑλληνισμό, ἡ διαλεκτική τῆς Δημοκρατίας, τό νόημα τῆς Ἐλευθερίας.

tsiropoulos5 [7]

Μέ τά τεράστια γυαλιά του ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, συγχωρητικός καί ἀπολογητικός, πρῶτα μέ τόν ἑαυτό του. Ἤδη ἔχει κυκλοφορήσει τό μεγαλύτερο ἀπό τά ἔργα του, τήν «Ἱστορία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πνεύματος» καί ξέρει πώς μ’ αὐτό ἔχει ἀγκαλιάσει τήν αἰωνιότητα.

Μέ τή σιωπή του ὁ μέγας Ἰωάννης Θεοδωρακόπουλος. Ξέρει πώς ὁ τόπος ἀπαλλοτριώνεται. «Οἱ Ἕλληνες δέν ἀγαπᾶνε τήν Ἑλλάδα», λέει συχνά. Μετά τήν ὀγκώδη «Εἰσαγωγή στή Φιλοσοφία», ὁ μεγάλος Δάσκαλος ἱδρύει καί λειτουργεῖ στή γενέτειρά του τήν Ἐλευθέρα Σχολή Φιλοσοφίας «Ὁ Πλήθων». Γνωρίζει ὅμως πώς ἡ ὑπόθεση τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι χαμένη, ὅπως γνώριζε καί ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὅταν ἀναλάμβανε τήν αὐτοκρατορία, πώς ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν χαμένη. Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος ἀπό τίς «Ἐκδόσεις τῶν Φίλων» ἐκδίδει τή μελέτη τοῦ Ἰωάννη Θεοδωρακόπουλου «Τό ᾽21 καί ὁ σύγχρονος Ἑλληνισμός». Ἀργότερα θά ἐκδώσει καί τό μεγάλο δοκίμιό του «Εὐρώπη καί Σοσιαλισμός».

Μέ τή γλυκύτητά του ὁ Κωνσταντῖνος Τσάτσος. Εἶχε ἤδη ἐκλεγεῖ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας. Στόν Κώστα Τσιρόπουλο καί στίς «Ἐκδόσεις τῶν Φίλων» ἐμπιστεύεται τήν ἔκδοση τῶν «Διαλόγων σέ Μοναστήρι» καί τῆς «Πολιτικῆς». Ἀργότερα θά ἐκδώσει τά «Αἰσθητικά Μελετήματα», τή «Θεωρία τῆς Τέχνης», τή «Λογοδοσία μιᾶς ζωῆς» κ.ἄ.

Εἶναι οἱ τρεῖς τους, οἱ τρεῖς τῆς Χαϊδελβέργης.

Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος ἀπό τίς «Ἐκδόσεις τῶν Φίλων» δίνει ἄλλη διάσταση στήν πνευματική τους κατάθεση…

Καί βέβαια δέν εἶναι μόνο αὐτοί.

tsiropoulos6 [8]

Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος συγκεντρώνει στόν χῶρο τῆς «Εὐθύνης» δεκάδες προσωπικότητες. Ἐκεῖ καί ὁ αὐστηρός Ἄγγελος Τερζάκης. Νιώθω δέος μπροστά στόν συγγραφέα τῆς «Πριγκηπέσσας Ἰζαμπῶ». Ἤδη ἡ δημόσια τηλεόραση μεταφέρει τή «Μενεξεδένια Πολιτεία» του. Καί ἤδη, ὁ μέγας Ἄγγελος Τερζάκης ἔχει ἐμπιστευθεῖ στόν Κώστα Τσιρόπουλο τό «Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Κάιν» καί τό «Ποντοπόροι».

Τόν ἀκούω ἕνα βράδυ νά διαβάζει ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό εἰσαγωγικό του σημείωμα στό «Ποντοπόροι». Τό ἀντιγράφω: «Γεννηθήκαμε ποντοπόροι, δηλαδή ὄντα πού ἁρματώνουν καράβια, ξεκινᾶνε γιά νέες, ἄγνωστες ἠπείρους καί δέν ξέρουν ὅτι ἐκεῖνο πού τούς ξεσηκώνει τά μυαλά, πού φουσκώνει τήν καρδιά τους, εἶναι ἡ μαγεία τοῦ ὠκεανοῦ, ὁ ἔρωτας τῆς περιπέτειας, τό ἄγνωστο, πού περιέχει ἕνα κυρίως ἑλκυστικό περιεχόμενο: Νά εἶναι θανατηφόρο».

Στά χρόνια πού θ’ ἀκολουθήσουν μέχρι τόν θάνατό του, ὁ εὐγενής κύριος Κώστας Τσιρόπουλος, –ἐκ Λαρίσης, πού τόν ἀγνοεῖ, σχεδόν προκλητικά– θά συγκεντρώσει δεκάδες σημαντικότατα ἄρθρα-δοκίμια τοῦ Ἄγγελου Τερζάκη καί θά τά παραδώσει ὡς ἀνεκτίμητη κληρονομιά στίς ἑπόμενες γενιές, πού θ’ ἀγνοήσουν, ὅμως, μέ ἐλαφρότητα τή σκέψη καί τό ἔργο, τόσο τοῦ Τερζάκη, ὅσο καί τοῦ Τσιρόπουλου. Τά βιβλία «Προσανατολισμός στόν αἰῶνα», «Ὁδοιπόροι μιᾶς ἐποχῆς», «Σέ καμπή ἱστορίας» κ.ἄ.

Ἐκεῖ, στό κρησφύγετο-ὁρμητήριο τοῦ Κώστα Τσιρόπουλου καί ἄλλοι μεγάλοι. Ὁ Ἰ. Μ. Παναγιωτόπουλος, ὁ ἄνθρωπος πού τόσο ἁπλά μίλησε γιά τά προβλήματα τῆς ἐποχῆς μέ τό «Ὁ στοχασμός καί ὁ λόγος», τό «Ὁμιλίες τῆς γυμνῆς ψυχῆς», τό «Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος», τό «Οἱ σκληροί καιροί», τό «Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος», τό «Ἐρήμην των Ἑλλήνων» καί μέ ἄλλα πολλά.

Ἐκεῖ καί ὁ φιλόσοφος Χρῆστος Μαλεβίτσης μέ τήν πρωτοπόρα σκέψη του, πού τή δονοῦσε ἡ μεταφυσική του Χριστιανισμοῦ. Νεότερος ὅλων, μᾶλλον. Εἶχε ἤδη ἐκδώσει τά δοκίμια «Προοπτικές» ἀπό τό βιβλιοπωλεῖο τῆς «Δωδώνης». Εἶχε γράψει ἤδη τήν ἐκπληκτική παρουσίαση τοῦ μεγάλου Θεσσαλονικιοῦ ποιητῆ –καί ἀδικημένου– Γιώργου Θέμελη. Εἶχε ἤδη τιμηθεῖ μέ τό Βραβεῖο τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης γιά τό δοκίμιό του «Ἡ ἐσωτερική διάσταση» καί μέ τό Κρατικό Βραβεῖο Δοκιμίου γιά τό «Ἡ τραγωδία τῆς ἱστορίας». Δυό χρόνια ἀργότερα, θά τιμηθεῖ ἀπό τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν γιά τό «Ἀγραυλοῦντες» καί ἀμέσως μετά «Οἱ ἐκδόσεις τῶν Φίλων» θά ἐκδώσουν τό σημαντικότατο «Ὁ ἔγκοπος λόγος».

Ἡ δραστηριότητα τῆς μικρῆς παρέας πού ἡγεῖται ὁ Κώστας Τσιρόπουλος δέν σταματάει ἐδῶ. Αὐτό εἶναι ἕνα πολύ μικρό μέρος.

Οἱ «Ἐκδόσεις τῶν Φίλων» εἶναι ὁ κῆπος μιᾶς ἀνθρωποκεντρικῆς φιλοσοφίας πού ἀντικρίζει κατάματα τή μεταφυσική τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού ἀρνεῖται τόν κοσμικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας, καί πού θέτει σέ νέα βάση τήν ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου. Κάθε ἔκδοσή της ἀποτελεῖ κι ἕναν σταθμό κριτικῆς σκέψης.

Ὅμως ὁ Κώστας Τσιρόπουλος δέν μένει μόνο στόν δοκιμιακό του λόγο καί στίς ἐκδόσεις.

Ἐπιχειρεῖ ἕνα θαρραλέο βῆμα.

Εἶναι ἡ ἐποχή πού ὁ ἀριστερισμός γίνεται μόδα, σημαία, λατρεία. Ἄλλωστε στό βάθος τοῦ κάδρου ὁ πολιτικός μέ τό ζιβάγκο ἀνοίγει τά χέρια του καί ἐπαγγέλλεται τήν ἀποθέωση τῆς πολιτικῆς τῶν φτωχῶν. Ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου βγαίνει ἀπό τά ἀριστερά τοῦ ΚΚΕ ξεδοντιάζοντάς το. Εὐαγγελίζεται γιά τούς Ἕλληνες πολλά «ἔξω». «Ἔξω ἀπό τό ΝΑΤΟ», «Ἔξω ἀπό τήν ΕΟΚ», ἔξω ἀπ’ ὁτιδήποτε φαντάζει δυναστευτικό.

Οἱ Ἕλληνες διανοούμενοι ἐμφανίζονται μᾶλλον ἀποπροσανατολισμένοι. Ἡ συντριπτική πλειοψηφία τους σπεύδει νά πάρει θέση στήν «αὐλή» τοῦ λαϊκισμοῦ, δηλώνοντας σοσιαλιστές πρίν ἀκόμα τή γέννησή τους.

Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος, ὅμως, ἐπιμένει. Δέν μπορεῖ νά δεῖ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔξω ἀπό τόν αὐθεντικό λόγο τῆς Ὀρθοδοξίας. Δέν μπορεῖ νά δεχτεῖ μιά διαλεκτική χωρίς τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία σκέψης. Ἔχει τ’ αὐτιά του ἀνοιχτά σέ κάποιες φωνές πού ἔρχονται ἀπό τήν Εὐρώπη καί μιλοῦν γιά τή σύγχρονη τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιά τίς φωνές τῶν ἀντιφρονούντων Ρώσων –καί ὄχι μόνο– συγγραφέων καί ἐπιστημόνων.

Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς «Εὐθύνης» προχωροῦν στήν ἑλληνική ἔκδοση τοῦ «ΚΟΝΤΙΝΕΝΤ», πού εἶναι τό «Ἐλεύθερο βῆμα Ρώσων καί ἀνατολικοευρωπαίων συγγραφέων». Ἑλληνικός τίτλος: «Εὐρωπαϊκή ΗΠΕΙΡΟΣ».

Σολζενίτσιν, Σαχάρωβ, Ἰονέσκο, Τζίλας, Μιδζέντι, Σιανιάφσκι, Μιχαήλοβ, Ντοῦμπτσεκ, Μαξίμοφ, Μπουλγκάκοφ, Χάβελ εἶναι κάποια ἀπό τά ὀνόματα πού δημοσιεύουν τήν κριτική τους σκέψη-διαμαρτυρία ἀπέναντι σέ καθεστῶτα πού συνθλίβουν τήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος ξεγυμνώνει τήν ἀριστερή προπαγάνδα, πού ἤθελε νά παρουσιάζει τόν κομμουνισμό ὡς σωτήρα τῆς ἀνθρωπότητας, ὅταν στή Ρωσία καί στίς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης ἐξοντώνονταν ἀδίστακτα χιλιάδες ἐλεύθερες συνειδήσεις. Ἕνα μικρό ἀπόσπασμα ἀπό τήν «Ἀμφισβήτηση τοῦ κατεστημένου» (Ἐκδόσεις τῶν Φίλων – 1975), πού εἶναι σάν νά γράφεται γιά τίς μέρες μας:

«Μποροῦμε πάντως νά ποῦμε πώς μιά καταπληκτικά ὀργανωμένη προπαγάνδα, μέ ὀξύτατη γλωσσική αἴσθηση πού ξέρει νά ζυγιάζει σωστά κάθε λέξη καί μέ βαθύτατη γνώση τῆς ψυχολογίας τῶν μαζῶν ἀλλά καί τῆς ψυχολογίας πού δημιουργεῖται στά δημοκρατικά πολιτεύματα, κατόρθωσε ὥστε τίποτα ἀπ’ ὅ,τι ἐνδιαφέρει καί ἀναφέρεται στόν κομμουνισμό νά μήν ὀνοματίζεται μέ τό ἀληθινό του ὄνομα. Τό κομμουνιστικό κίνημα ἔτσι παρουσιάζεται πάντα ἀπό τούς βιαστικούς κι ἐπιπόλαιους συχνά δημοσιογράφους τοῦ Δυτικοῦ κόσμου, μέ τόν χαρακτηρισμό πού ἐκεῖνο τό ἴδιο σοφά διάλεξε: ‘‘δημοκρατικές δυνάμεις’’, ‘‘προοδευτικές δυνάμεις’’, ‘‘φιλελεύθεροι πολίτες’’, καί στίς ἔσχατες περιπτώσεις ‘‘ἀριστερά’’ καί κάποτε ‘‘ἄκρα ἀριστερά’’ – ἐνῶ οἱ ἀντίπαλοι εἶναι πάντα ‘‘σκοταδιστές’’, ‘‘ἀντιδραστικοί’’, ‘‘ὀπορτουνιστές’’ κ.λπ.».

Ἀπό τή μιά ἡ «ΕΥΘΥΝΗ» μέ τά ἀφιερώματά της λοιπόν. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ «Εὐρωπαϊκή ΗΠΕΙΡΟΣ».

tsiropoulos7 [9]

Ἡ ἀγκαλιά τῶν «Ἐκδόσεων τῶν Φίλων» διευρύνεται. Ὁ κύκλος μεγαλώνει. Ἀπέναντι στό ἀστεῖο, ὡς καί γελοῖο, ἐρώτημα «ποῦ εἶναι οἱ διανοούμενοι;» ὁ Κώστας Τσιρόπουλος καί οἱ συν-μαχητές του ἔχουν νά παρουσιάσουν τεράστιο ἔργο.

Ἀλλά ἕνας λαός πού λατρεύει τήν ὑποκουλτούρα δύσκολα ν’ ἀναζητήσει ἔργα πού ἀναγκάζουν τόν νοῦ νά δουλέψει. Μένει στήν ἡμιμάθειά του καί στήν χυδαία καραμέλα πώς αὐτός ξέρει τά πάντα.

Ἄς εἶναι…

Στά 1981 –εἶναι 51 χρονῶν τότε– κυκλοφορεῖ τό δοκίμιό του «Πολιτισμός τοῦ σώματος», ἐπιχειρώντας ν’ ἀγγίξει τήν ἐσωτερική φωνή τῆς Τέχνης. Ἐκεῖ ἡ συζήτηση μέ τόν θάνατο γίνεται ἀπόλυτα χειροπιαστή. Δηλώνοντας πώς «ἡ δημιουργία, εἴτε καλλιτεχνική εἴτε ἐρωτο-σαρκική, εἶναι πράξη τραγική», καταθέτει συνάμα πώς «Ἡ ἀγωνία τῆς δημιουργίας πολιτισμοῦ ὑπάρχει, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νά προλάβει τόν θάνατό του».

Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος δέν ἀπαξιώνει τό Σῶμα, τό τιμᾶ. Τό θέλει Ὡραῖο ὡς ὁ Ἡνίοχος τῶν Δελφῶν. Γράφει:

«Ἀδικοῦμε τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ὅταν ὑποστηρίζουμε πώς ὁ πολιτισμός εἶναι ἔργο τοῦ πνεύματος. Θά κυριολεκτούσαμε, ἄν λέγαμε πώς εἶναι καί τοῦ σώματος καί τοῦ πνεύματος ἄθλος. Γιατί τό πνεῦμα δέν ὑπάρχει ἀποσυσχετισμένο ἀπό τό σῶμα. Ἀντίθετα, ὑπάρχει γιατί ὑπάρχει τό σῶμα…»

Στό ἴδιο δοκίμιο φτάνει στό παρακάτω συμπέρασμα:

«Ὁ Ἅγιος ὑπερβαίνει τόν θάνατό του καί τόν θάνατο τοῦ κόσμου μέ τή μεταφυσική του πίστη. Ὁ Ποιητής, μ’ αἴσθημα προσωπικῆς ἀθανασίας, προσπαθεῖ νά μεταπλάσει τόν κόσμο καί τόν ἑαυτό του, νά τόν ἀθανατίσει, νά τόν καθαρίσει ἀπό τόν μολυσμό τοῦ θανάτου καί νά τόν προσφέρει στούς ἀνθρώπους ὡς μορφή ἀθανασίας, μορφή πού βρίσκεται πέρα καί πάνω ἀπό τόν θάνατο».

Τό δοκίμιο «Πολιτισμός τοῦ Σώματος» εἶναι κορυφαῖο ἔργο, ἀνάμεσα σέ ἄλλα κορυφαῖα, τῆς σύγχρονης διανόησης, πού ἀδικεῖται ἀπό τήν κοινότητα τῶν Ἑλλήνων διανοουμένων. Στέκομαι μέ ἀπόλυτη εὐλάβεια ἀπέναντί του, καθώς προσεγγίζει τήν ὀντότητα τοῦ Ποιητῆ, γράφοντας:

«Ὁ κίνδυνος τοῦ θανάτου, ἡ ἄρρητη χαρά τοῦ ἀθάνατου ἔργου Τέχνης, ἡ ψευδαίσθηση τῆς διαιώνισης διά μέσου τοῦ ἔργου αὐτοῦ, ὅλα τοῦτα εἶναι στοιχεῖα πού συγκροτοῦν τήν τραγική φυσιογνωμία τοῦ Ποιητῆ. [… …]

»Ὁ Ποιητής καταφάσκει τήν ζωή. Τήν ἀντικρύζει ἔμπληστη ἀπό οὐσίες ἄξιες ν’ ἀναγορευτοῦν σέ Τέχνη καί νά ὑψωθοῦν στήν περιωπή τῆς ἀθανασίας. Ἡ παρουσία του στόν κόσμο καί ἡ ἄσκηση τῆς δημιουργικότητάς  του προϋποθέτουν τήν ὕπαρξη τοῦ σώματός του καί τό γεγονός τοῦ θανάτου…»

Τό περί θανάτου ἐρώτημα διατρέχει ὅλο το ἔργο τοῦ Κώστα Τσιρόπουλου. Τό ἔργο ὅμως στό ὁποῖο τό συναντᾶμε μέ τήν πλέον ποιητική του ὑπόσταση, εἶναι τό ἀπολογητικό του κείμενο «Μουσική» (1989 – ἐκδόσεις Ἀστρολάβος / Εὐθύνη), σκέψεις πάνω στή μουσική τοῦ Anton Bruckner (Ἐννιά Συμφωνίες). Ξεχωρίζω ἕνα ἀγωνιῶδες ἐρώτημα: «Ἀγάπης φωνές ἀπελπισμένα φουντώνουν, δαγκώνοντας τό σκληρό Ἐρώτημα: ὅποιος ἀγαπᾶ, γιατί πεθαίνει;»

Τό «Μουσική» εἶναι μιά ἔκρηξη συναισθημάτων πού ἀποτυπώθηκε στό χαρτί, στή Μύκονο, τό 1980, λίγο μετά τόν θάνατο τῆς μητέρας του, καί πού ὁ Κώστας Τσιρόπουλος εἶχε κρατήσει χρόνια μέσα στά συρτάρια του. Θεωροῦσε τό κείμενο αὐτό πολύ προσωπικό…

«Εἶχα ἀποφασίσει νά σωπάσω. Ἤμουν ἕνα δέντρο κεραυνοβολημένο κατάκαρδα καί οἱ Λέξεις, φλούδια ξερά πέφταν ἀπό πάνω μου, ἀνίκανες νά σαρκώσουν τό Μυστήριο πού ζοῦσα.

»Ἤμουνα προδωμένος ἀπό τόν Θεό καί τούς Ἁγίους πού μέ δάκρυα τούς εἶχα ἀπευθύνει τίς Λέξεις μου.

»Στό τέλος, εἴμαστε μιά Σιωπή πού ὅλο καί πιό βαθαίνει, νά χαθεῖ μέσα στή Λήθη πού μᾶς γέννησε. Ὅταν λησμονήσουμε, ὅταν λησμονηθοῦμε, τότε θά μᾶς ξαναθυμηθεῖ ὁ Θεός. Ὅσο ὅμως θυμούμαστε, τόσο καί πιό σπαραχτικά θά κρυβόμαστε στήν Σιωπή, νά μήν ξαναβρεῖ καμιά Λέξη. [… …]

»Ἡ Μοίρα μας εἶναι οἱ Λέξεις. Δέν εἴμαστε παρά μονάχα Λέξεις. Λέξεις τρομαγμένες ἀπό τ’ ἀγιάζι τοῦ Θανάτου, μεμβράνες πού ἡ Καρδιά καί ἡ Συνείδησή μας κρούουν, ρωτώντας, καί πάλι ρωτώντας τόν Θεό. [… …]

»Γυμνοί, ποτέ τόσο Ἐμεῖς ὅσο τώρα, ἀνακαλύπτοντας ἕνα Σῶμα καί χάνοντάς το, Σάρκα πού μιμεῖται τά Μέταλλα, αἷμα πού μιμεῖται τά Ρόδα, πληγές πού σωπαίνουν. Δέν μποροῦμε σ’ αὐτή τή Θάλασσα γερτοί, νά σταματήσουμε τή φοβερή Νεροσυρμή, τά Εἰκονίσματά μας ὑψώνοντας, ὁ Θάνατος νά τά ἰδεῖ, νά φοβηθεῖ…».

Τά «Εἰκονίσματά» μας, πιά στήν ἀρχή τοῦ 21ου αἰῶνα, σαράντα χρόνια μετά ἀπό τότε πού χαράχτηκαν αὐτές οἱ γραμμές, εἶναι ἱστορημένα μέ μυστικά δάκρυα καί ἀναζητήσεις μάταιες, ἀπό τό πρῶτο κιόλας γράμμα, τό Α-ΛΦΑ, δηλαδή, πού εἶναι καί πρῶτο στήν Ἀ-πουσία, στό Ἄ-χρονο, στό Ἄ-δικο.

«Εἴμαστε ἀπό τά ὑλικά τῆς Σιωπῆς πλασμένοι

ὁ Θάνατος

οἱ Φωνές μας… Ἦχοι σκοτώνουν

ὁ Θάνατος τίς Λέξεις

στά σπλάχνα μας ἡ Κραυγή φωλιάζει ὁ Θάνατος καί συντρίμματα…[…]

…τά δειλινά στά Κοιμητήρια ὅλοι οἱ ἦχοι πεθαίνουν οἱ Λέξεις

ὁ Θάνατος μέσα στήν ἀπόγνωση καί ἡ Σιγή ὅλο πήζει πυκνό ρευστό στίς Λέξεις ὁ Θάνατος

στίς Ἀρτηρίες πετρώνει σώπασε πιά…»

θά γράψει λίγο πρίν κλείσει τό κείμενό του γιά τή μουσική. Καί ὁ θάνατος παρών…

Στίς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 2017, ὁ Κώστας Τσιρόπουλος πεθαίνει. Τό πληροφοροῦμαι νωρίς τό ἀπόγευμα, ἀπό μιά ἀνάρτηση τοῦ Γιώργου Γκέλμπεση, πού ἔχει ἀναλάβει τή «Νέα Εὐθύνη», τή διάδοχη κατάσταση στόν ἐκδοτικό χῶρο τῆς πορείας πού χάραξαν «Οἱ ἐκδόσεις τῶν Φίλων».

Μέ περιέργεια παρακολουθῶ, ἐκείνη τήν ἡμέρα, τά βραδινά δελτία εἰδήσεων, ὅπως καί τά πρωινά της ἑπόμενης ἡμέρας. Οὔτε μιά λέξη. Ἀντίθετα, μαθαίνω γιά μιά δημοπρασία πού ἀφορᾶ τουαλέτα τῆς Λαίδης Ντί. Ἄν εἶχαν βγεῖ σέ δημοπρασία καί τά ἐσώρουχα τῆς Μαντόνα, σίγουρα θά μάθαινα καί λεπτομέρειες.

Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος εἶναι ἀνύπαρκτος γιά τόν δημοσιογραφικό κόσμο. Κανένας δέν θ’ ἀσχοληθεῖ μαζί του. Ἄν εἶχε πεθαίνει κανένας μόδιστρος ἤ κομμωτής, θά μαθαίναμε μέχρι καί πόσες ἀποτριχώσεις εἶχε κάνει. Ἡ Ἑλλάδα συνεχίζει νά πεθαίνει μέσα στήν ἀφασία της. Ἡ Διδώ Σωτηρίου εἶχε γράψει: «Οἱ νεκροί μπορεῖ νά περιμένουν». Γιατί ὄχι;

Μόνο πού «κάποιοι νεκροί εἶναι πιό ζωντανοί ἀπό τούς ζωντανούς». Ἕνας ἀπ’ αὐτούς τούς πολύ ζωντανούς νεκρούς θά εἶναι ὁ Κώστας Τσιρόπουλος. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος στό εἰσαγωγικό σημείωμα μέ τίτλο «Τά τροφεῖα» (26-5-1979) τῆς συλλογῆς μελετημάτων του γιά ἰδιαίτερες φυσιογνωμίες τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ «Οἱ προλαλήσαντες» εἶχε γράψει γιά τούς συνειδητούς, καί ἀνήσυχους, ἀναγνῶστες καί τούς συγγραφεῖς πού νικοῦν τόν χρόνο:

«Ἀπό τό ἀνυποψίαστο ὅμως ἄγγισμα ἑνός βιβλίου ὥς τόν ἔρωτα τῶν βιβλίων, ἡ ἀπόσταση εἶναι μεγάλη. Τήν γεμίζει ἡ παιδεία τοῦ ἀνθρώπου, τό περιβάλλον μέσα κι ἔξω ἀπ’ τό σπίτι, ἀλλά σύντομα ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη φανερώνει τόν ἑαυτό της καί παίρνει τήν πρωτοβουλία στή συμπεριφορά της πρός τά βιβλία.

»Ἐκείνη θά νιώσει ἄν τό βιβλίο τήν ἀφορᾶ κι ἄν τήν ὁρίζει. Κι ἄν ἀποφασίσει νά προχωρήσει μέσα στό μυστήριο τοῦ λόγου, τότε ἡ συμπλοκή της μέ τά βιβλία της ἀποκαλύπτει μιά περίεργη, συγκλονιστική πραγματικότητα: πώς ἀνάμεσα στούς νεκρούς πού λάμνουν μισοσκεπασμένοι στάχτη στ’ ἀνοιχτά της ζωῆς, ὑπάρχουν κάποιοι νεκροί πού εἶναι πιό ζωντανοί ἀπ’ τούς ζωντανούς: οἱ συγγραφεῖς.

»Αὐτοί, κρατώντας στό στῆθος τούς τήν ἀθανασία τοῦ λόγου κατορθώνουν νά διαπλεύσουν τήν πικρή τή λήθη καί τήν ἄσπλαχνη σιγή τοῦ κόσμου ξορκίζοντας τόν θάνατο μέ τίς λέξεις…».

Νά διαισθανόταν, ἄραγε, ὁ Τσιρόπουλος πώς μετά τόν θάνατό του θά ἔμενε ζωντανός γιά κάποιους, ἔστω λίγους, ἐκλεκτούς, ὅμως, ἀναγνῶστες; Πιστεύω πώς, ναί. Εἶχε τήν, ἀπαραίτητη πρός τοῦτο, αὐτογνωσία, ἀλλά εἶχε καί τή σεμνότητα πού τόν διαφύλασσε ἀπό ὀλισθήματα πού χαρακτηρίζουν κενούς ἀνθρώπους.

Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος ἦταν γεμάτος ἀπό πνευματική ζωή καί ἀπό μιά δυσεύρετη ἀριστοκρατία. Ἄλλωστε μέ τόν θάνατο εἶχε, ὡς γνήσιος στοχαστής, ἰδιαίτερη σχέση. Διαβάζω μιά συνέντευξη τοῦ 1968, πού εἶχε δώσει στόν Θανάση Νιάρχο μέ αἰτία τήν κυκλοφορία τοῦ πρώτου του μυθιστορήματος, τά «Φαντάσματα», καί πού περιλαμβάνεται στή συλλογή συνομιλιῶν τοῦ Νιάρχου «Πραγματογνωμοσύνη τῆς ἐποχῆς» (Ἐκδόσεις τῶν Φίλων-ἀχρονολόγητο):

«Γιατί πεθαίνουμε, γιατί ὅλοι μας πρέπει κάποτε νά πεθάνουμε; ἐρώτημα πού σοβαρότερο καί συγκλονιστικότερο, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει γιά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ὅταν μιά ἐποχή –καί τέτοια εἶναι ἡ δική μας– δέν μπορεῖ νά δώσει ἀπόκριση στό ἐρώτημα αὐτό, ὁ πολιτισμός της περνᾶ κρίση καί οἱ ἄνθρωποι παραφρονοῦν μπροστά στήν πραγματικότητα τοῦ θανάτου».

Ἀπέναντι στήν πραγματικότητα τοῦ θανάτου ὁ Κώστας Τσιρόπουλος θά θέσει τή μεταφυσική καί τήν παρηγορία τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι αὐτός πού μιλᾶ γιά ὅλα, ἀπό τά πλέον ἀσήμαντα τῆς ζωῆς ὥς τά πλέον σημαντικά, τά κορυφαῖα, τά καθοριστικά γιά τή στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στήν πρόκληση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς.

Παραθέτω ἕνα μικρό ἀπόσπασμα γιά τά δάκρυα τῆς μετάνοιας τοῦ Χριστιανοῦ, ἀπό τό βιβλίο του «Αὐτοψία τῆς ἐποχῆς», μιά προσέγγιση τοῦ Κώστα Τσιρόπουλου στήν παγκόσμια συνείδηση, ὅπως αὐτή διαμορφώθηκε μετά τόν τελευταῖο μεγάλο πόλεμο:

«Τά ἀνθρώπινα δάκρυα θεωροῦνται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας – ὅταν εἶναι δάκρυα μετάνοιας, καρποί ἅγιας λύπης – σάν δεύτερο βάπτισμα τοῦ χριστιανοῦ καί μάλιστα, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, πολύ πιό σπουδαῖο, πιό δυνατό, πιό πλούσιο σέ χάρη ἀφοῦ καθαρίζει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀπό τά παραπτώματα πού ἔκαμε μετά τό πρῶτο, τό βάπτισμα τῆς εἰσόδου στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ… [… …]

»Ἀρρενωπό, ἔξοχο φαινόμενο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ στιγμή τῶν δακρύων στήν ἀρχαία ἑλληνική τραγωδία…

»…Τά δάκρυα στήν ἀρχαία τραγωδία εἶναι ἕνα ὅριο, ὅριο σιγῆς τῆς ὕπαρξης. Κι ὅταν ὁ ἀρχαῖος τραγικός ἀναγκάζεται νά τά σχολιάσει, δέν τά θεωρεῖ βέβαια ὡς ἔκφραση δύναμης τῆς ὕπαρξης, ἀλλά κατορθώνει ν’ ἀναδώσει μέσα ἀπό τό γεγονός τῶν δακρύων τόσον φῶς καί τέτοιαν ἀρχοντιά, –ἀρχοντιά πού ἐναποθέτει ὁ πόνος καί ἡ εἰλικρινής βίωσή του ἀπό τόν ἄνθρωπο– ὥστε δέν ταπεινώνεται, δέν ἐξευτελίζεται ὁ ἥρωας πού κλαίει…

»Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀποκάλυψαν τήν συγκλονιστική μεταφυσική ἀξία τῶν δακρύων. Ἀκόμη μιά φορά βρῆκαν στή διαγωγή τοῦ σώματος μίαν εὐθύνη καί μίαν ἄμεση μοναδική ἐπίδραση στό μέλλον τῆς ψυχῆς… [… …]

»Ἡ νέα ὅμως ἠθική ἀποκρούει τή χρησιμοποίηση τῶν δακρύων. Πιστεύει πώς ἡ ἰσορροπία της θά ἐπανευρεθεῖ ὅταν διώξει ἀπό πάνω της τό βάρος τοῦ παρελθόντος, ὅταν ἀφοσιωθεῖ στή ζωή χωρίς τήν ‘‘τυραννία’’ τῶν ἰδανικῶν, μέ μίαν ἁπλότητα κυριολεκτικά ζωώδη. Δέν θυμᾶμαι κανέναν ἥρωα τῆς μοντέρνας λογοτεχνίας νά κλαίει, νά κλαίει συνειδητά, δέν θυμᾶμαι μάτια δακρυσμένα στόν Σάρτρ, στόν Καμύ, στόν Φῶκνερ, στόν Ἰονέσκο, στόν Ζενέ, στόν Ἄλμπι. Ὑπάρχει, ἀντίθετα, μιά ἀγχώδης ἐρημιά, μιά ξηρασία πού θά βαραίνει ὅλο καί πιό πολύ τήν ψυχή μας, πού θά μᾶς βασανίζει ὅλο καί πιό βαθιά, πού θά μᾶς φθείρει καί θά μᾶς ἀφανίζει γιατί δέν ἀφήνουμε τά δάκρυα νά μᾶς ποτίσουν, νά μᾶς μαλακώσουν, νά μᾶς γεωργήσουν…».

Στό τέλος τοῦ 1975 ὁ Κώστας Τσιρόπουλος κυκλοφορεῖ μιά ἀκόμα συλλογή δοκιμίων του, μέ τόν τίτλο «Ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ κατεστημένου». Ὁ ἀναγνώστης τους σήμερα, διαβάζοντάς τα, ἀποκομίζει τήν ἐντύπωση πώς γράφτηκαν μόλις χθές καί ἀφοροῦν τό τώρα καί τό αὔριο, καί ὄχι καταστάσεις πού βίωνε ὁ πολίτης σχεδόν πενῆντα χρόνια πρίν.

Παραθέτω μόνον ἕναν μικρό ἀπόσπασμα πού ἀφορᾶ τά ΜΜΕ καί τήν κρατική προπαγάνδα, μέ τήν ὅποια κυβέρνηση νά προσπαθεῖ  νά  χειραγωγήσει τήν κοινή γνώμη:

«Ἡ κιβδηλεία τῆς ζωῆς διευρύνεται ὅταν ὑπάρχουν μέσα δημοσιότητας πού διαχειρίζεται τό κράτος – καί στήν οὐσία, τό Κόμμα πού κυβερνᾶ ὄχι μέ συνείδηση εὐθύνης ἀλλά μέ ἀδίσταχτη ἐπιθυμία νά προβληθοῦν μόνο οἱ δικές του θέσεις στό λαό καί νά ὑποστηριχτοῦν τά δικά του πολιτικά συμφέροντα. Δέν ἔχουμε συνειδητοποιήσει πώς ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων βρίσκεται πάνω ἀπό τήν ὑπηρέτηση ὁποιασδήποτε ἰδεολογίας καί πώς καμιά ἰδεολογία τελικά δέν μπορεῖ νά προκύψει καί νά ὁδηγήσει σέ καλό ὅταν οἱ ὀπαδοί της εἶναι ἐξαπατημένοι καί τοξινωμένοι ἀπό τό ψέμα…».

Τεράστιο τό δοκιμιακό ἔργο τοῦ Κώστα Τσιρόπουλου, ἀλλά σ’ ἕνα σημείωμα δέν δύναται κανείς νά τό ἀναπτύξει.

Προσωπικά ὅμως ἀνατρέχω συχνά σέ κάποια μελετήματά του, πού ἀναφέρονται σέ φυσιογνωμίες τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Συγκεντρωμένα ὑπό τόν γενικό τίτλο «Οἱ προλαλήσαντες» (1979), προσεγγίζουν τόν Καζαντζάκη (Ἀσκητική), τόν Φώτη Κόντογλου, τόν Τάκη Παπατσώνη, τόν Ἄγγελο Τερζάκη, τόν Γιῶργο Θέμελη, τόν Ἠλία Βενέζη, τόν Παντελῆ Πρεβελάκη, τήν Πηνελόπη Δέλτα, τόν Ἐλευθέριο Βενιζέλο, τόν Ἴωνα Δραγούμη καί ἄλλους. Προσέγγιση μέ ἰδιαίτερη εὐαισθησία πού μέ ὁδηγεῖ στήν εὐθύνη τοῦ Κώστα Τσιρόπουλου καθώς ἀτένιζε αὐτές τίς προσωπικότητες τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τίς περισσότερες ἀπό τίς ὁποῖες οὔτε κἄν ὄνομα ἔχουν ἀκούσει οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες.

 

Λάρισα, Τετάρτη, 28 Αὐγούστου 2019…

Ἡ ὥρα πλησιάζει ἐννιά το πρωί. Λέω νά κλείσω ἐδῶ τό κείμενο αὐτό γιά τόν σημαντικό συμπατριώτη μου, πού τελευταία φορά τόν εἶχα συναντήσει πρίν ἐννιά χρόνια. Θυμᾶμαι κάποια μικρά παράπονα γιά συμπατριῶτες κι ἐφημερίδες, πού προκλητικά τόν ἀγνόησαν.

Ὅμως μέ παρηγορεῖ ἡ σκέψη πώς ὁ φίλος γιατρός καί ἄξιος ποιητής Κώστας Λάνταβος, ὅταν διηύθυνε τό περιοδικό «Γραφή», εἶχε ἀφιερώσει ἕνα τεῦχος της στόν Κώστα Τσιρόπουλο. Εἶναι ἕνα συλλεκτικό πλέον τεῦχος καί ὅλη ἡ τιμή ἀνήκει στόν Κώστα Λάνταβο, πού καί ὁ ἴδιος μέ τή σειρά του ἀποτελεῖ μιά παρηγορία γόνιμης δημιουργίας γιά τήν πόλη.

 

(Πηγή: 2ο τεύχος της περιοδικής επιστημονικής έκδοσης της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου “ΑΧΙΛΛΙΟΥ ΠΟΛΙΣ [10]”)