- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Μεταδοτικά λοιμώδη νοσήματα: Δημόσιο συμφέρον και αυτονομία (Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής)

Η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, σε επανειληµµένες συνεδριάσεις, εξέτασε το ζήτηµα των αποδεκτών περιορισµών στην αυτονοµία του προσώπου για λόγους προστασίας της δηµόσιας υγείας, στις περιπτώσεις µεταδοτικών λοιµωδών νοσηµάτων. Το ζήτηµα αυτό βρέθηκε συχνά στην επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια, µε αφορµή την εκδήλωση σοβαρών επιδηµιών παγκοσµίως (γρίπη των πουλερικών, SARS, γρίπη Η1Ν1 κλπ). Αποτελεί, όµως, και τρέχον πρόβληµα ιατρικής δεοντολογίας όσον αφορά τις περιπτώσεις διάδοσης του HIV/AIDS ή της επανεµφάνισης στην Ευρώπη της φυµατίωσης.

Επίκεντρο του προβλήµατος είναι το ενδεχόµενο οι ελεύθερες αποφάσεις ενός προσώπου για την υγεία του να βλάψουν την υγεία ή και να απειλήσουν τη ζωή άλλων προσώπων του άµεσου ή του ευρύτερου περιβάλλοντός του. Στη διαφαινόµενη σύγκρουση της αρχής της αυτονοµίας µε το δηµόσιο συµφέρον, εν προκειµένω, θα πρέπει να εξετασθούν αποδεκτές ηθικά και νοµικά επιλογές.

Η Επιτροπή, εκκινώντας από τις απόψεις και παραδοχές της προηγούµενης Γνώµης της για τη «συναίνεση στη σχέση ασθενούς – ιατρού», θεώρησε ότι η µεγάλη σηµασία του θέµατος απαιτεί την πραγµάτευσή του σε αυτοτελή Γνώµη. Σε αυτήν κατέληξε, αφού προέβη σε ακροάσεις ειδικών επιστηµόνων, των καθηγητών κυρίων Γ. Σαρόγλου, ∆. Τριχόπουλου και Α. Χατζάκη.

Ι. Γενική θεώρηση

1. Μεταδοτικά λοιµώδη νοσήµατα

Το κύριο χαρακτηριστικό των µεταδοτικών λοιµωδών νοσηµάτων έγκειται στο ότι το πρόσωπο που έχει προσβληθεί από αυτά καθίσταται ταυτόχρονα φορέας µετάδοσής τους σε άλλα πρόσωπα. Είναι εποµένως βέβαιο ότι, αντίθετα µε ό,τι συµβαίνει στις άλλες ασθένειες, οι αποφάσεις του ασθενούς, δεν περιορίζουν τα αποτελέσµατά τους στον ίδιον, αλλά ενδέχεται να επηρεάσουν την υγεία άλλων ή και του κοινωνικού συνόλου γενικότερα.

Ήδη το γεγονός αυτό καθιστά το ζήτηµα της αυτονοµίας του ασθενούς περισσότερο σύνθετο. Ο κίνδυνος για την υγεία των άλλων δικαιολογεί κάποιους περιορισµούς στην αυτονοµία αυτή. Πρόκειται για περιορισµούς δύο ειδών, είτε στη stricto sensu αυτονοµία στο πεδίο της υγείας ( δηλαδή στο δικαίωµα καθενός να αποφασίζει για τα θέµατα της υγείας του) είτε στην εν γένει αυτονοµία (ιδίως στην απόλαυση της ελευθερίας κίνησης και εγκατάστασης) των οποίων τη δυνατότητα προβλέπουν τόσο το διεθνές δίκαιο όσο και οι σύγχρονες εθνικές έννοµες τάξεις, µεταξύ αυτών και η ελληνική.

Ωστόσο, εφόσον ο τρόπος µετάδοσης καθώς και η βαρύτητα των λοιµωδών νοσηµάτων ποικίλουν σηµαντικά, η φύση και η έκταση τέτοιων περιορισµών απαιτούν ιδιαίτερη εξέταση.

2. Η προτεραιότητα της αυτονοµίας

Στο παραπάνω πλαίσιο, η Επιτροπή επιβεβαιώνει την ήδη διατυπωθείσα Γνώµη της περί της προτεραιότητας της αυτονοµίας του προσώπου, δηλαδή της ελευθερίας του να αποφασίζει τόσο για την προστασία της υγείας του όσο και για τον γενικότερο τρόπο ζωής του, εφ όσον αυτή δεν επηρεάζει σηµαντικά τη ζωή άλλων.

Η παραδοχή αυτή σηµαίνει πρωτίστως ότι η ιατρική κοινότητα που καλείται να συµβουλεύσει ως προς τα αναγκαία µέτρα προστασίας της δηµόσιας υγείας, αλλά και οι δηµόσιες αρχές όταν καλούνται να λάβουν τέτοια µέτρα, δεν πρέπει να προβαίνουν σε περιορισµούς της αυτονοµίας χωρίς ειδικά τεκµηριωµένο λόγο.

Η Επιτροπή θεωρεί, ειδικότερα, ότι οι γενικοί κανόνες που διέπουν την άσκηση της αυτονοµίας στη σχέση ασθενούς – ιατρού, αφήνουν οι ίδιοι ευρέα περιθώρια και για την αποτελεσµατική αντιµετώπιση των µεταδοτικών λοιµωδών νοσηµάτων. Ενδεικτικώς αναφέρονται η κατάλληλη ενηµέρωση των ασθενών – που µπορεί να περιλαµβάνει, µεταξύ άλλων, συµβουλές αυτοπεριορισµού – και, εξαιρετικά, η δυνατότητα αυτενέργειας του ιατρού σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης. Οπωσδήποτε, στις περιπτώσεις δύσκολα µεταδιδόµενων ή ήπιων λοιµωδών νοσηµάτων η ευχέρεια επιβολής περιορισµών µειώνεται.

ΙΙ. Ειδικά ζητήµατα

Εφ’ όσον απειλείται η δηµόσια υγεία από την εξάπλωση µεταδοτικών λοιµωδών νοσηµάτων, η Επιτροπή κρίνει τα ακόλουθα:

1. Περιορισµοί στην αυτονοµία ως προς την προσωπική υγεία

α) Βασικές αρχές

Τα µέτρα πρόληψης της απειλής για την υγεία τρίτων, που αποφασίζονται από τα αρµόδια όργανα της Πολιτείας, µπορούν να περιλαµβάνουν και περιορισµούς στην αυτονοµία των πολιτών στο πεδίο της υγείας, αλλά µόνον σε εξαιρετικές συνθήκες. «Εξαιρετικές» είναι οι συνθήκες της εκδήλωσης επιδηµίας ή πανδηµίας, σύµφωνα µε το διεθνώς αναγνωρισµένο περιεχόµενο των δύο όρων. Το περιεχόµενο αυτό δεν µπορεί να διευρύνεται αυθαίρετα από εθνικά όργανα.

Οι περιορισµοί αυτοί αφορούν κυρίως το δικαίωµα συναίνεσης του προσώπου και συνεπάγονται, αντίστοιχα, τη διεύρυνση των δυνατοτήτων αυτενέργειας του ιατρού και των επιφορτισµένων µε την προστασία της υγείας αρχών. Θεσµικό υπόβαθρο τέτοιων περιορισµών αποτελεί κυρίως η σχετική πρόβλεψη του άρθρου 8 της Σύµβασης για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώµατα και τη Βιοϊατρική (Σύµβαση του Οβιέδο), που δικαιολογεί αυτή την αυτενέργεια σε «επείγουσες καταστάσεις».

Στο πλαίσιο αυτό, οι περιορισµοί πρέπει να ακολουθούν την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή να είναι κατάλληλο και αναγκαίο µέσο για την προστασία της δηµόσιας υγείας και να µην υπερβαίνουν τον επιδιωκόµενο σκοπό.

β) Εµβολιασµοί

Οι εµβολιασµοί του πληθυσµού ως παρεµβατικό προληπτικό µέτρο, ιδιαιτέρως στις ευπαθείς οµάδες, κατ’ αρχήν διενεργούνται µε βάση τη συναίνεση ύστερα από ενηµέρωση των πολιτών. Η ενηµέρωση, ωστόσο, εν προκειµένω, αρκεί να απευθύνεται σε όλο τον πληθυσµό, µε τη βοήθεια των µέσων επικοινωνίας. Καθήκον της Πολιτείας είναι να εξασφαλίζει την εγκυρότητα αυτής της πληροφόρησης, αναθέτοντάς την αποκλειστικά στο υπεύθυνο προς τούτο όργανο και λαµβάνοντας µέτρα για την αποφυγή ανακριβών πληροφοριών που µπορεί να καλλιεργούν δυσπιστία ή και φόβο. Αξίζει, πάντως, να αναφερθεί ότι στις ΗΠΑ το 99% των παιδιών εµβολιάζονται µε ελάχιστο ποσοστό επιπλοκών, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι τελευταίες είναι υποπολλαπλάσιες των ωφεληµάτων, εποµένως δεν δικαιολογείται η καλλιέργεια αµφιβολιών. Σε «επείγουσες καταστάσεις», υπό την παραπάνω έννοια, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν µπορεί να αποκλεισθεί ακόµη και ο υποχρεωτικός εµβολιασµός, ιδιαίτερα προσώπων που, λόγω επαγγέλµατος, αποτελούν σε υψηλό βαθµό φορείς µόλυνσης και µετάδοσης ασθενειών. Στα πρόσωπα αυτά θα πρέπει να παρέχεται η ευχέρεια αλλαγής καθηκόντων. Η εφαρµογή των καθιερωµένων επιστηµονικών προϋποθέσεων για τη διενέργεια κλινικών µελετών σε νέα θεραπευτικά µέσα (εµβόλια ή και φάρµακα) δεν δικαιολογείται να υποχωρεί, προκειµένου να επισπευσθεί η διάθεση τέτοιων µέσων στον πληθυσµό. Τούτο διότι, έτσι, παραµένει αβέβαιη η αποτελεσµατικότητά τους, µε τελική συνέπεια την παραπλάνηση των πολιτών.

Επιπροσθέτως, η Επιτροπή κρίνει ότι, εν όψει των εξαιρετικών συνθηκών επιδηµιών ή πανδηµιών, ένας περιορισµός του δικαιώµατος ευρεσιτεχνίας σε νέα θεραπευτικά µέσα θα ήταν δικαιολογηµένος, στο µέτρο του δυνατού. Ο εν λόγω περιορισµός θα µπορούσε να προταθεί ως δικαιοπολιτική επιλογή στα αρµόδια διεθνή και υπερεθνικά όργανα.

γ) Θεραπευτική αγωγή

Η θεραπευτική αγωγή σε όσους έχουν νοσήσει, πρέπει να βασίζεται επίσης στη συναίνεση ύστερα από ενηµέρωσή τους. Η αναγκαστική θεραπεία είναι κατ’ αρχήν αδικαιολόγητη, εκτός αν συντρέχει «επείγουσα κατάσταση».

Όταν, είτε το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό είτε τα διατιθέµενα θεραπευτικά µέσα δεν επαρκούν για τη θεραπευτική φροντίδα όλων των πασχόντων (ιδίως σε περιπτώσεις ταχείας εξάπλωσης ενός νοσήµατος) η Επιτροπή επισηµαίνει ότι η Πολιτεία θα πρέπει να θεσπίζει εγκαίρως γενικούς κανόνες προτεραιότητας για την πρόσβαση στη θεραπεία. Τα βασικότερα κριτήρια, εν προκειµένω, ενδείκνυται να καθιερωθούν νοµοθετικά. Ενδεικτικά αναφέρονται, ως τέτοια κριτήρια, η σοβαρότητα της κατάστασης της υγείας, η ηλικία του ασθενούς και ο προσδιορισµός των εκάστοτε ευπαθών οµάδων.

2. Περιορισµοί στην αυτονοµία ως προς τη δηµόσια υγεία

α) Γενικός κανόνας

Περιορισµοί στην εν γένει αυτονοµία των ασθενών –ιδίως στην ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης- δικαιολογούνται µόνον αν είναι απολύτως αναγκαίοι για την προστασία της δηµόσιας υγείας, σύµφωνα µε το Σύνταγµα (άρθρα 5 παρ. 4, 25 παρ. 1), τηρουµένης οπωσδήποτε της αρχής της αναλογικότητας όπως εξειδικεύτηκε προηγουµένως. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο ασθενής θα πρέπει να περιορίζεται σε ειδικά διαµορφωµένους χώρους κατά το διάστηµα παραµονής σε νοσηλευτική µονάδα.

β) Ο κίνδυνος του κοινωνικού στιγµατισµού

Η Επιτροπή επισηµαίνει τον κίνδυνο κοινωνικού στιγµατισµού που συνεπάγεται τυχόν αποµόνωση («γκετοποίηση») συγκεκριµένων πληθυσµιακών οµάδων µε ιδιαίτερα πολιτισµικά χαρακτηριστικά ή χαρακτηριστικά τρόπου ζωής, σε περιπτώσεις εκδήλωσης µεταδοτικών λοιµωδών νόσων στις οµάδες αυτές.

Οι εν λόγω περιπτώσεις πρέπει να αντιµετωπίζονται µε την εξατοµικευµένη παροχή ιατρικής περίθαλψης, αλλά και µε µέτρα κοινωνικής πρόνοιας από την πλευρά της Πολιτείας, ιδίως όσον αφορά τη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής στο περιβάλλον διαβίωσης αυτών των οµάδων.

γ) Παράνοµοι µετανάστες

Στην περίπτωση εκδήλωσης λοιµωδών νόσων, αλλά και της αναγκαίας λήψης σχετικών προληπτικών µέτρων (π.χ. εµβολιασµό) σε παράνοµους µετανάστες, η Πολιτεία πρέπει να µεριµνήσει, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος να µην εµφανισθούν αυτοί στις υγειονοµικές υπηρεσίες. Η απρόσκοπτη πρόσβαση των µεταναστών στις υπηρεσίες υγείας δεν πρέπει να συναρτάται µε το µεταναστευτικό τους καθεστώς διότι, διαφορετικά, αυξάνονται οι κίνδυνοι για την δηµόσια υγεία γενικότερα. δ) Λοίµωξη HIV/AIDS

Η συγκεκριµένη λοίµωξη παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήµατα. Ο ιός µεταδίδεται συγκριτικά δύσκολα, ωστόσο το νόσηµα είναι πολύ σοβαρό, παρά τις προόδους στην αντιµετώπισή του κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Επί πλέον, η κοινωνική του πρόσληψη –ιδίως σε σχέση µε ευαίσθητες οµάδες υψηλού κινδύνου- παραµένει στη χώρα µας εξαιρετικά αρνητική. Χρειάζεται, πάντως, να σηµειωθούν τα εξής:

Η αυτονοµία οροθετικών στον ιό και ασθενών µπορεί να περιορίζεται για την προστασία της δηµόσιας υγείας µόνον όταν οι συγκεκριµένες συνθήκες κοινωνικής συναναστροφής ευνοούν τη µετάδοση. Έτσι, ενώ δεν δικαιολογείται υποχρεωτική εξέταση διαπίστωσης της οροθετικότητας άνευ ετέρου, τέτοια εξέταση είναι θεµιτή σε επαγγέλµατα όπως π.χ. των ιατρών ή των νοσηλευτών ή για τη συµµετοχή σε ορισµένες κοινωνικές δραστηριότητες, όπως είναι π.χ. οι αθλητικές. Στις περιπτώσεις αυτές, τυχόν διαπίστωση της οροθετικότητας δικαιολογεί την αποµάκρυνση από το συγκεκριµένο – και µόνο- περιβάλλον κοινωνικής επαφής. Αντίθετα, εκδηλώσεις κοινωνικής συναναστροφής που δεν καθιστούν πιθανή τη µετάδοση του ιού, δεν δικαιολογούν αποκλίσεις από τον σεβασµό της αυτονοµίας που ισχύει για όλους.

Με ιδιαίτερη, τέλος, προσοχή πρέπει να αντιµετωπίζονται περιπτώσεις εµφάνισης του ιού σε κλειστούς χώρους υποχρεωτικής διαβίωσης, όπως π.χ. το σχολείο, αλλά και τα νοσοκοµεία, τα στρατόπεδα ή οι φυλακές. Τυχόν περιορισµοί στην αυτονοµία που κατά περίπτωση κρίνονται αναγκαίοι, θα πρέπει να συνδυάζονται και µε άλλα µέτρα εποπτείας ώστε να µην καταλήγουν εις βάρος του σκοπού που εξυπηρετεί η διαβίωση εκεί του οροθετικού προσώπου (π.χ. η συµµετοχή του σε κοινές σχολικές δραστηριότητες, σε στρατιωτικές ασκήσεις κ.λπ.).

 

(Πηγή: bioethics.gr [1])