- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Μήπως περνούσαμε καλύτερα τότε που περνούσαμε χειροτέρα; (Γιάννης Σχίζας)

Διάλεξα αὐτὴ τὴν παράδοξη φράση σὰν τίτλο, διότι διὰ μέσου τῆς παραδοξότητάς της μπορεῖ νὰ ἐμβάλλει σὲ σκέψεις. Διότι μπορεῖ νὰ προκαλέσει ἕναν ἀναστοχασμὸ δραστηριοτήτων τοῦ παρελθόντος, ποὺ εἶχαν ποιότητα, ποὺ γαπήθηκαν λλ ποὺ μως κδιώχθηκαν ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ καὶ κοινωνικὴ πραγματικότητα μέσα ἀπὸ διάφορες διαδικασίες. Μιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς διαδικασίες ἦταν καὶ ἡ «ἐκσυγχρονιστική»:

Ἦταν αὐτὴ ποὺ συνδεόταν μὲ κάθε νεωτερίζουσα μορφὴ καὶ μὲ ὁτιδήποτε γυαλιστερό, ποὺ ἔτρεφε μία ἐνστικτώδη καὶ συχνότατα ἰδιοτελὴ ἀπέχθεια ἀπέναντι σὲ κάθε τι δόκιμο – ὅπως ἦταν ἡ κοπριὰ γιὰ τὰ χωράφια, ἡ χρησιμοποίηση τῶν μεγάλων ζώων ἕλξης σὲ κάποιες μεταφορές, ἡ ρετσίνα, τὸ κοκορέτσι, τὰ ἱστιοφόρα, τὰ μακρόβια ἠλεκτρικὰ ψυγεῖα, τὰ χιλιοεπιδιορθωμένα αὐτοκίνητα. Παρὰ κάποιες ἀντίθετες ἀπόψεις, ὁ «Ἐκσυγχρονισμὸς» ἦλθε σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὸ γενετικὸ πρόγραμμα τῆς οἰκολογίας – ποὺ ἦταν οὐσιαστικὰ ἕνα ἰδεολογικὸ κληροδότημα τῆς παραδοσιακῆς κοινωνικῆς οἰκονομίας καὶ τὸ ὁποῖο ὑποστήριζε τὴ μακροβιότητα, ἀνακύκλωση καὶ ἐπαναχρησιμοποίηση τῶν ὑλικῶν μέσων παραγωγῆς, ἐπιτρέποντας μὲ αὐτὸ τὸ τρόπο τὴν «ἐξοικονόμηση» φύσης.

Στὴ δεκαετία τοῦ ‘80 καὶ τοῦ ‘90 ἡ κριτικὴ οἰκολογία τῶν δυτικῶν χωρῶν μιλοῦσε γιὰ τὴν “adapted technology” – τὴν «προσαρμοσμένη τεχνολογία» – ποὺ ἔπρεπε καὶ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα κοκτέιλ παλαιότερων καὶ νεώτερων παραγωγικῶν μέσων. Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος ὀρθωνόταν – ὁμολογουμένως μὲ μικρὸ ἀποτέλεσμα – ἐνάντια στὴν νεωτερίζουσα ψύχωση, στὴν συμπλεγματικὴ ποθέωση τοῦ καινούριου, στὴν εὔκολη παξίωση τοῦ κατακτημένου πλούτου: Εἴτε αὐτὸς εἶχε ὑλικὴ μορφή, εἴτε εἶχε τὴ μορφὴ τῶν ἰδεῶν καὶ τῆς τεχνογνωσίας…

νατομία, χι νεκροφιλία

Προλαβαίνω τὶς πιθανὲς ἐνστάσεις: Ὄχι, ὅλα αὐτὰ δὲν στοχεύουν στὴν ὑποστήριξη κάποιας νοσταλγίας. Δὲν εἶναι μία ἀποθέωση τοῦ παρωχημένου καὶ τετελεσμένου- ἁπλὰ καὶ μόνο γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἀπολιθωμένο στὴν ἱστορικὴ μνήμη. Δὲν εἶναι μία μορφὴ νεκροφιλίας. Εἶναι μία παναπροσέγγιση τοῦ παρελθόντος κοινωνικοοικονομικοῦ σχηματισμοῦ, μὲ στόχο τὴν ντληση συμπερασμάτων καὶ ργαλείων ζωῆς.

Στὴ δεκαετία τοῦ 1960, στὰ τμήματα τῶν Οἰκονομικῶν Ἐπιστημῶν, μιλοῦσαν γιὰ τὶς καταναλισκόμενες πρωτεΐνες κατὰ κεφαλήν, γιὰ τὸν δείκτη ἰδιοκτησίας ΙΧ ἀνὰ 100 κατοίκους, γιὰ τὴν ἀγοραστικὴ δύναμη καὶ τὴν πρόσδεση τῆς οἰκονομίας στοὺς μηχανισμοὺς τῆς ἀγορᾶς. Θεωροῦσαν ὅλα αὐτὰ ὡς ἀναπτυξιακοὺς δεῖκτες, κι ἀκόμη ὡς δηλώσεις καὶ ἐμπραγματώσεις τῆς εὐημερίας. Οὐσιαστικὰ κυριαρχοῦσε ἡ λογικὴ τῆς «περισσοτερότητας» – θὰ ἔλεγα χρησιμοποιώντας μία λέξη ποὺ ἐπινόησε ἢ τουλάχιστον χρησιμοποίησε ὁ Ἀντρὲ Γκόρζ – καὶ μάλιστα μιὰ λογικὴ ποὺ οὐδόλως ἔθετε τὸ πρόβλημα τῶν «ἀρίστων μεγεθῶν», δεδομένου ὅτι στὰ μυαλὰ τῆς ἐποχῆς τὸ «περισσότερο» ἦταν ἄρρηκτα δεμένο μὲ τὸ «καλύτερο». Ἡ αὔξηση τῆς κατανάλωσης κρέατος καὶ νατροπ τῆς παραδοσιακῆς λληνικς δίαιτας – στὴν ὁποία τὸ κρέας εἶχε θέση Κυριακὲς καὶ ἑορτές – ἀποτελοῦσε ἕνα ἀπὸ τὰ κριτήρια προόδου καὶ ἀνάπτυξης, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ δράση τῆς χοληστερίνης, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ὅποιες παρενέργειες τῆς νέας διατροφῆς στὴν γεία καὶ στὴν ποιότητα ζωῆς. Ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία περιόριζε τὸ αὐτοσχέδιο κολατσιὸ στὴν ὕπαιθρο γιὰ νὰ ἀνακαλύψει τὴν ἐξοχικὴ ταβέρνα. Μιὰ ἀκόμη πτυχὴ τῆς ὅλης αὐτῆς ἐξέλιξης, ἀφοροῦσε τὴν πρόσδεση τῆς οἰκογενειακῆς οἰκονομίας μὲ τὴν ἀγορά: Στὰ χωριὰ ἀλλὰ καὶ στὰ ἀστικὰ περίχωρα, ἀνθοῦσε ἡ αὐτοκατανάλωση κηπευτικῶν καὶ ζωϊκῶν προϊόντων, ὅπως ἐπίσης οἱ νταλλαγς προϊόντων καὶ ξυπηρετήσεων μεταξὺ τῶν νοικοκυριῶν. Στὰ πιὸ πολλὰ χωριά, ἡ ὕπαρξη μανάβη ἦταν ἀδιανόητη! Τὸ σύνολο αὐτῆς τῆς αὐτοκαταναλισκόμενης καὶ λληλέγγυας παραγωγῆς προϊόντων καὶ ὑπηρεσιῶν, δὲν ἐγγραφόταν στοὺς λογαριασμοὺς τοῦ Ἀκαθαρίστου Ἐγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ), πλὴν ὅμως δὲν ἔπαυε νὰ συνιστᾶ βασικὸ στοιχεῖο τοῦ εἰσοδήματος καὶ τῆς ποιότητας ζωῆς… Οἱ οἰκονομολόγοι ὁμολογοῦσαν ἀπὸ τότε ὅτι πολλὲς ἀπὸ τὶς τριτοκοσμικὲς χῶρες εἶχαν οὐσιαστικὰ μεγαλύτερο εἰσόδημα ἀπὸ τὸ ἀναφερόμενο στὶς στατιστικές, διότι τὸ αὐτοκαταναλισκόμενο καὶ μὴ διερχόμενο ἀπὸ τὴν ἀγορὰ τμῆμα τοῦ εἰσοδήματος δὲν φαινόταν…

εὐημερία τῶν ριθμν

Σὲ κάποιο σημεῖο τοῦ «Κεφαλαίου», ὁ Μὰρξ παρέθετε ἕνα γνωμικὸ τῆς ἐποχῆς του, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο «φτωχὲς χῶρες εἶναι ἐκεῖνες ὅπου οἱ φτωχοὶ περνοῦν καλά». Γιὰ νὰ ξαναθυμηθοῦμε ὅτι κάποιες χῶρες χαμηλοῦ εἰσοδήματος καὶ μικροῦ σχετικὰ εὔρους τῆς ἀγορᾶς, ποὺ δὲν ὑπέφεραν ἀπὸ βασικὲς ἐλλείψεις ἀγαθῶν καὶ ὑπηρεσιῶν, εἶχαν ὡς κύτταρα οἰκογενειακὲς οἰκονομίες παραγωγικὲς καὶ ἀλληλέγγυες, μὲ ἐργαζόμενους πολυαπασχολούμενους, πολυσχιδεῖς καὶ εὑρηματικούς, συμφιλιωμένους σὲ μεγάλο βαθμὸ μὲ τὰ ἐργασιακά τους καθήκοντα. Μὲ κοινωνικὰ ὑποσύνολα (χωριά, κωμοπόλεις) ἱκανὰ νὰ προσφέρουν δωρεὰν ὑπηρεσίες πρόνοιας. Καὶ φυσικὰ γιὰ νὰ λάβουμε ὑπόψη ὅτι διάδοχη κατάσταση τοῦ «κσυγχρονισμο» φερε περισσότερες κατὰ κεφαλὴν πρωτεΐνες, μεγαλύτερη κινητικότητα στὸν στικ στ καὶ στὴν παιθρο, μεγαλύτερη σχέση μὲ τὴν γορ καὶ τὴν ξειδίκευση, λλ προκάλεσε ρύπανση, κρηξη προβλημάτων γείας, νταση γχους καὶ νασφάλειας, νταγωνιστικς ψυχώσεις, περισσότερη μοναξιὰ καὶ ποξένωση τῶν νθρώπωνως τὴν πόλυτη κατάλυση τῶν συλλογικοτήτων καὶ τὴν μφάνιση φαινομένων «μοναχικοῦ πλήθους». Οἱ παλιὲς αὐθόρμητες πηρεσίες πρόνοιας – φύλαξη παιδιῶν λικιωμένων π γείτονες, συγγενεῖς κλπ. – ὑπεισῆλθαν πλέον στὸ ΑΕΠ ὡς εἰσοδήματα οἰκιακῶν βοηθῶν ἢ «ἀποκλειστικῶν νοσοκόμων», παίρνοντας τὰ χαρακτηριστικὰ ἑνὸς νέου «πλούτου». Ὅμως αὐτὸς ὁ νέος πλοῦτος ἦταν σικὲ γιατὶ εἶχε προϋπάρξει – κάποτε μάλιστα σὲ πιὸ ἐπιτυχεῖς μορφές…

κυρίαρχος οἰκονομιστικὸς λόγος διαφήμισε π δεκαετίες τὴν περοχ νς συστήματος κραίας ξειδίκευσης, στὰ πλαίσια τῆς ἐθνικῆς καὶ μετέπειτα τῆς παγκοσμιοποιημένης οἰκονομίας. Ὅμως οἱ «μονοκαλλιέργειες» ὡς τελικὴ κατάληξη αὐτοῦ τοῦ συστήματος, εἶχαν δυσάρεστα ποτελέσματα. Στὴν Ἑλλάδα ἡ τουριστικὴ μονοκαλλιέργεια ἐκτεταμένων περιοχῶν ἀποσάθρωσε ἰδιαίτερα τὸν πρωτογενὴ τομέα καὶ ἀκύρωσε τὶς ὅποιες παραγωγικὲς ἐφεδρεῖες τῆς χώρας. Τ ποτέλεσμα εἰσπράχθηκε καὶ ξακολουθε νὰ εἰσπράττεται στὶς συνθῆκες τῆς παρούσας κρίσης, μὲ τὴν πουσία γηγενῶν προϊόντων σὲ πολλοὺς τομεῖς. Ἡ ἀποξένωση τῶν πολιτῶν ἀπὸ τὸν ὑπαίθριο χῶρο καὶ τὴ φύση στὶς συνθῆκες τῆς ἔντονης ἀστικοποίησης, δημιούργησε τὴν ἀνάγκη τῆς ἐξοχικῆς κατοικίας καὶ ἐπανακαθόρισε τὴ διαχείριση τοῦ ἐλεύθερου χρόνου. Ἡ σπατάλη πόρων, ὁ προσανατολισμὸς τῶν παραγωγικῶν δυνάμεων σὲ ἔργα πολυτελείας, ἀρθρώθηκε μὲ ἕνα μοντέλο διωτικοποίησης καὶ ποβάθμισης τῆς παίθρου… Ἀποτέλεσμα ἦταν μία διάχυτη ἀναπόληση τῆς παλιᾶς–καλῆς ἑλληνικῆς φύσης, μιὰ ἀτέλειωτη σειρὰ μνημοσύνων γιὰ ὅσα στοιχεῖα τοῦ περιβάλλοντος πεμπολήθηκαν στὴ διάρκεια τῆς ναπτυξιακς διαδικασίας

κλεκτικισμός, γιατί χι;

Καὶ τώρα τί γίνεται; Μποροῦμε νὰ γυρίσουμε πίσω, μποροῦμε νὰ προκρίνουμε καὶ νὰ ἀναβιώσουμε ὁρισμένες παραγωγικές, καταναλωτικές, κοινωνικὲς καὶ νοητικὲς καταστάσεις; Ἢ μήπως εἴμαστε δέσμιοι νς συστημικοῦ πλέγματος, που παρουσία κάποιων συνθηκῶν συνεπιφέρει καὶ τὶς πόλοιπες; Μήπως εἶναι ἀδύνατος ἕνας οἰκονομικὸς καὶ κοινωνικὸς «ἐκλεκτικισμός»; Στὸν ὀπτικὸ ὁρίζοντα τοῦ παρόντος, οἱ ἀναβιώσεις φαίνονται ἀπὸ δύσκολες ἕως ἀπίθανες. Ὅμως τοποθετώντας ἕναν ἄλλο ἱστορικὸ ὁρίζοντα μπροστά μας καὶ ἀνατρέχοντας σὲ προγενέστερα «ἀδύνατα» ποὺ ἔγιναν «δυνατά», μποροῦμε νὰ συνηγορήσουμε κι ἐμεῖς μὲ τὴν οὐτοπία: Ν ναζητήσουμε να νέο «μοντὰζ» δράσεων, μὲ δόσεις παρελθόντος καὶ μέλλοντος. Μὲ μία οἰκονομία πιὸ στοχαστικὴ καὶ λληλέγγυα, λιγότερο ποταγμένη στὴν ξειδίκευση, καν νὰ συνεκτιμᾶ ποσοτικὰ καὶ ποιοτικὰ στοιχεῖα, πελευθερωμένη π τὴν ψύχωση τῶν ριθμν καὶ τῶν μέγα-πιτευγμάτων. Ποὺ θὰ μπορεῖ ὄχι μόνο νὰ «μεταβαίνει» ἀλλὰ καὶ νὰ «ἐπιστρέφει» – χωρὶς νεωτεριστικὰ καὶ «προοδευτικὰ» συμπλέγματα – σὲ ὅ,τι συνιστᾶ ποιότητα ζωῆς…

(Πηγή: «Πειραϊκή Εκκλησία» Ιούλ. – Αύγ. 2010)