- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Λόγος Δ΄: Περί μετανοίας. Ωφέλιμος για όσους τον διαβάζουν με πίστη και ειλικρινή αγάπη, με προσοχή και περίσκεψη (Άγιος Μάξιμος Γραικός)

Νά, ψυχή μου, και φέτος με την μεγάλη υπομονή και με την μεγάλη χάρη του Δημιουργού μας, του φιλανθρώπου Θεού και των πάντων Δεσπότη, φθάσαμε στο ήσυχο και σωτήριο λιμάνι της αγίας και ψυχωφελούς Σαρακοστής, όταν όλοι, ενάρετοι και αμαρτωλοί, με μεγάλο ζήλο αναλαμβάνουν εντατικό αγώνα.

Οι μεν δίκαιοι για δυο λόγους. Πρώτον, για να κάνουν σταθερότερη και ακλόνητη την αρετή της αλήθειας και της ταπεινοφροσύνης, με την οποία έζησαν και προηγουμένως, και δεύτερον, για να αξιωθούν να λάβουν μεγαλυτέρους επαίνους και φωτεινότερα στεφάνια, αφού στην προηγούμενη ενάρετη ζωή τους προσπαθούσαν να προσθέσουν και άλλους πνευματικούς αγώνες. Οι δε όμοιοι με μάς, αμαρτωλοί και μιασμένοι αναλαμβάνουν αυτόν τον άθλο με την εγκράτεια, την ταλαιπωρία του σώματος και τον πνευματικό οδυρμό, με σκοπό να εξιλεωθούν ενώπιον του φοβερού Κριτή, τον οποίον εξόργισαν με πράξεις αμαρτωλές κατά την διάρκεια όλης της ακόλαστης ζωής τους, προσπαθώντας τον υπόλοιπο χρόνο να ζήσουν θεάρεστα και τίμια, τηρώντας τις σωτήριες εντολές του Κυρίου.

Ας εγερθούμε λοιπόν από τον ύπνο της μεγάλης οκνηρίας μας και ας εργασθούμε με μεγάλο ζήλο για να αξιωθούμε στον χρόνο που απομένει της σύντομης ζωής μας, «το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού», «ημών γάρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ού και σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν»[1]. Να αγρυπνούμε μαζί με τις φρόνιμες παρθένες, να πάρουμε μαζί μας αρκετό λάδι[2], το οποίο σημαίνει την θεόμορφη φιλανθρωπία και το έλεος προς όλους αυτούς που ζουν στην ένδεια και την πικρία. Ο Δημιουργός των όλων και Κύριος ευαρεστείται με το λάδι αυτό περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Οι μωρές παρθένες το περιφρόνησαν, και γι’ αυτό έμειναν έξω από τον μυστικό γάμο, χωρίς να έχουν όφελος από την παρθενία τους.

Ας θυμόμαστε πάντοτε, ψυχή μου, τον Κύριο που μας δίδει αυτήν την εντολή: «Και υμείς όμοιοι ανθρώποις προσδεχομένοις τον κύριον εαυτών, πότε αναλύση εκ των γάμων, ίνα ελθόντος και κρούσαντος ευθέως ανοίξωσιν αυτώ· μακάριοι οι δούλοι εκείνοι, ους ελθών ο κύριος ευρήσει γρηγορούντας»[3]. Με την παραβολή αυτήν ο Κύριος μας δίδει σαφή εντολή: όπως οι δούλοι των επίγειων αρχόντων φοβούμενοι μήπως υποστούν μαστίγωμα, πάντοτε προσπαθούν να ευχαριστούν τους κυρίους τους και να εκτελούν κάθε επιθυμία τους, έτσι και εσείς, μαθητές μου, με φόβο και αγάπη να εργάζεσθε ό,τι οδηγεί προς την σωτηρία, προσπαθώντας πάντοτε να κάνετε ό,τι αρέσει και ευχαριστεί εμένα, το οποίο και εγώ ο ίδιος το δίνω ως εντολή. Να αποκτήσουμε ενδυμασία αντάξια του μυστικού γάμου, δηλαδή την αξιέπαινη ζωή, που λάμπει από αγνότητα και αγιότητα, για να μη βρεθούμε, στην αντίθετη περίπτωση, δεμένοι χειροπόδαρα και απελαθέντες από την μυστική ευωχία στο φοβερό σκοτάδι. Αφού είμαστε προσκεκλημένοι νωρίτερα από τον ίδιο τον Κύριο και τους μακαρίους μαθητές Του στην μυστική γαμήλια ευωχία, ας μην αρνηθούμε ανόητα αυτό το μακάριο αξίωμα, προβάλλοντας ως δικαιολογία την περιουσία ή τα ζεύγη βοδιών ή τον εφήμερο γάμο με γυναίκα[4], δηλαδή τα ανάξια λόγου και εφήμερα πράγματα, με τα οποία ασχολούνται εκείνοι, «ών ο Θεός η κοιλία και η δόξα εν τη αισχύνη αυτών, οι τα επίγεια φρονούντες»[5], για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του αποστόλου.

Εμείς όμως, ψυχή, ας σκεπτόμαστε τα ανώτερα, «ού ο Χριστός εστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος»[6], και ας υποτασσόμαστε στον Σωτήρα, που λέγει: «Εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω»[7]. Και ας ακούσουμε από τον ίδιο τον Κύριο σε τι συνίσταται αυτό: «Εί τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι»[8]. Ποιος άραγε τηρεί και τις τρεις αυτές εντολές του νόμου; Αυτός που αρνήθηκε αμέσως την περιουσία του και ύστερα δεν την επιθυμεί πλέον, αλλά με όλη την δύναμή του την απορρίπτει, επειδή αποτελεί εμπόδιο στην αναζήτηση του ουρανού και του στερεί τα αγαθά, που έχουν ετοιμασθεί εκεί για τους εναρέτους. Όποιος αρνήθηκε έτσι τα αγκάθια αυτής της υποκριτικής και μάταιης ζωής, αρνήθηκε αρκετά και τον εαυτό του, δηλαδή όλες τις επιθυμίες της σάρκας του και τα χαμηλά πάθη της ψυχής του και με όλη την ψυχή του τα απέρριψε από τον εαυτό του. Γι’ αυτό ένας τέτοιος άνθρωπος πορεύεται στον ορθό δρόμο, ακολουθώντας τον Σωτήρα και σηκώνοντας τον σταυρό του, πράγμα που σημαίνει την εκούσια νέκρωση των παθών και των επιθυμιών του.

Αν όμως κανείς, αφού απαρνηθεί όλα αυτά, αποκτήσει πάλι περιουσία και διάφορα κέρδη και αποσπά τον εαυτό του με τις μέριμνες και την δόξα του κόσμου και τα πάθη της σάρκας και της ψυχής του, που είχαν πια ησυχάσει για λίγο, περιβάλλουν πάλι την ακόλαστη ψυχή του, την πολεμούν και την πληγώνουν με διάφορους τρόπους. Είναι φανερό, ότι σε αυτόν συνέβη αυτό που λέγει η σοφή παραβολή: «Κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα, και ύς λουσαμένη εις κύλισμα βορβόρου»[9]. Αυτός απέχει πολύ από την αναμενόμενη μακάρια ζωή των εναρέτων, όπως ο Κύριός μας το έδειξε με την παραβολή λέγοντας: «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ’ άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω εύθετός εστιν εις την βασιλείαν του Θεού»[10]. Εδώ ως «χείρα» ο Κύριος χαρακτηρίζει την αυτόβουλη θέληση και ως «άροτρον» τις άγιες και σωτήριες εντολές Του, με τις οποίες διάγουμε με συνέπεια την ευαγγελική και αγγελική ζωή. Εξάλλου, ως στροφή «εις τα οπίσω» Αυτός εννοεί την επιστροφή στις παλαιές συνήθειες και την φθαρτή κοσμική ζωή. Μα δεν είναι επιστροφή προς τα πίσω η φροντίδα να αποκτήσεις όσο γίνεται μεγαλύτερη περιουσία και κέρδη και διάφορα κοπάδια ζώων και πώς να πολλαπλασιάσεις το ασήμι και τον χρυσό σου, τον οποίο ο μοναχός αυτόβουλα αρνείται στην κουρά του, υποσχόμενος στον ζώντα εν υψίστοις Κύριο να είναι στο μέλλον ελεύθερος από όλα αυτά κατά τον τρόπο των αποστόλων και να τηρεί τις εντολές του Κυρίου με κάθε αναργυρία, με ένδεια και με σιωπή, με κάθε ταπεινοφροσύνη, με την αγνότητα και την αγιότητα της σάρκας και του πνεύματος;

«Αποθώμεθα ούν τα έργα του σκότους»[11], που είναι η πορνεία, η κάθε ακαθαρσία της σάρκας και του πνεύματος, η οινοποσία, η λαιμαργία, τα άτακτα και άφρονα γέλια, η καθύβριση, τα παράφρονα λόγια, η συκοφαντία, το ψέμα, ο φθόνος, η ζήλεια, η κολακεία, η υπεροψία, η διαβολική υπερηφάνεια, η φιλαργυρία, που αποτελούν την ρίζα κάθε κακού και χαρακτηρίστηκαν από τον Απόστολο Παύλο ως ειδωλολατρία[12]. Να μισήσουμε πολύ όλα αυτά και να τα απομακρύνουμε από μας όσο το δυνατόν γρηγορότερα, αφού ο φοβερός Κριτής μας έχει μεγάλη υπομονή ως φιλάνθρωπος, επιτρέποντας τον καιρό για την μετάνοια και, όπως προτρέπει ο ψαλμωδός, «προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει»[13]. Να εννοήσεις, ψυχή, ως «πρόσωπον αυτού» την δίκαιη εναντίον μας οργή και αγανάκτησή Του, όπως έχει γραφεί αλλού: «Πρόσωπον δε Κυρίου επί ποιούντας κακά του εξολοθρεύσαι εκ γής το μνημόσυνον αυτών»[14].

Ας αρχίσουμε να εκτελούμε τις εντολές του Θεού, δηλαδή ας μετανιώνουμε ενώπιον Του εκτελώντας τις άγιες εντολές Του, «μήποτε οργισθή Κύριος και απολείσθε εξ οδού δικαίας»[15], που είναι η επικοινωνία και η ουράνια συμβίωση με τους σωζομένους. Η ημέρα του Κυρίου, ψυχή μου, είναι άγνωστη, και σαν ληστής[16], που επιτίθεται μέσα στην νύχτα και σκοτώνει εκείνον τον οποίο βρίσκει κοιμώμενο, έτσι θα έλθει και για μας απρόσμενα ο θάνατος και θα μας βγάλει από αυτήν την προσωρινή ελεεινή ζωή. Ας απορρίψουμε λοιπόν κάθε αδυναμία και δισταγμό. Ας μην ψάχνουμε δικαιολογίες για τις αμαρτίες μας, επικαλούμενοι κάποια σωματική νόσο ή τον ερχομό φίλων μας ή τις διάφορες εορτές και τις προσκλήσεις των συγγενών και γειτόνων μας. Όλες αυτές οι δικαιολογίες είναι αβάσιμες και άχρηστες και καμμία από αυτές δεν μπορεί να μας σώσει από τον φοβερό Κριτή.

Όλα αυτά τα είχαμε αρνηθεί άπαξ διά παντός ενώπιον των εκλεκτών Αγγέλων του Θεού, όταν υποσχεθήκαμε στον Κύριο όλον τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας να τον βιώσουμε αγγελικά, με κάθε ταπείνωση, ένδεια, αλήθεια και αγιότητα, κατά τους κανόνες των θεοπνεύστων διδασκάλων του μοναχικού βίου. Τώρα όμως που παραβήκαμε αυτούς τους κανόνες και ζούμε άτακτη ζωή, τι άλλο μπορούμε να περιμένουμε, ακόλαστη ψυχή μου, πέρα από την καταδίκη, ίδια με αυτούς που δεν τήρησαν τις θείες εντολές; Η μήπως μάταια λέγει η θεόπνευστη Γραφή, «ουδέ διαμενούσι παράνομοι κατέναντι των οφθαλμών σου· εμίσησας πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν· απολείς πάν­τας τους λαλούντας το ψεύδος», καθώς και ότι, «άνδρα αιμάτων και δόλιον βδελύσσεται Κύριος»[17]; Επίσης λέγει: «Επιβρέξει επί αμαρτωλούς παγίδας, πύρ και θείον και πνεύμα καταιγίδος η μερίς του ποτηρίου αυτών»[18]; Ή μήπως θεωρείς τον βίο σου θεάρεστο και ευσεβή και γι’ αυτό παραμένεις στην οκνηρία; Αλλοίμονο, αλλοίμονο, ακόλαστη ψυχή μου! Σε αυτό συνίσταται και η βαρυτάτη και μεγίστη αμαρτία μας, αφού τόσο πολύ πικραίνουμε τον φοβερό Κριτή με την ανυπακοή μας και την παράβαση των σωτηρίων εντολών Του. Αυτή η κατάσταση αποτελεί γνώρισμα της τελείας αναισθησίας και παραφροσύνης, αν δεν την απομακρύνουμε από μας αμέσως.

Ας αρχίσουμε λοιπόν επιμελώς και ειλικρινά να μετανοούμε, επειδή αυτή η εξωτερική ενδυμασία, που αποτελείται από άθλια κουρέλια, δεν θα μας δώσει κανένα όφελος για την σωτηρία μας. Αντίθετα, το γεγονός ότι, ντυμένοι με τόσο ελεεινά κουρέλια ζούμε μία ζωή που δεν μας αξίζει και δεν μας ταιριάζει καθόλου, θα συν­ηγορήσει ακόμη περισσότερο στην καταδίκη μας. Και αυτό φαίνεται από τις πολλές εντολές και τους κανόνες των Πατέρων και των αποστόλων, ιδιαίτερα όμως το επιβεβαιώνουν οι θείες εν­τολές του Κυρίου και Κριτή, που τις εξέφρασε με την μορφή των μακαρισμών. Ας δούμε το περιεχόμενό τους.

«Μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών»[19]. «Πτωχούς τώ πνεύματι» αποκαλεί Αυτός όσους πάντοτε και για όλα σκέπτονται ταπεινά για τον εαυτό τους και τον καταδικάζουν, μοιάζοντας με τον μακάριο προφήτη, που λέγει: «Εγώ δε ειμι σκώληξ και ουκ άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού»[20]. Και αλλού λέγει: «Κύριε, ουχ υψώθη η καρδία μου, ουδέ εμετεωρίσθησαν οι οφθαλμοί μου, ουδέ επορεύθην εν μεγάλοις, ουδέ εν θαυμασίοις υπέρ εμέ»[21]. Και εμείς, ακόλαστη ψυχή, τι συλλογιζόμαστε για τον εαυτό μας και τι σκεπτόμαστε στην καρδιά μας; Μήπως δεν δικαιολογούμε συνεχώς τον εαυτό μας και θεωρούμε ότι ζει με κάθε αλήθεια και κάθε αγιότητα, θεωρώντας τον πολύ έξυπνο, πλήρη σοφίας και νου, και γι’ αυτό αξιώνουμε για τον εαυτό μας την άνοδο σε κάποιο αξίωμα εξουσίας για να διδάσκουμε τους άλλους περί της σωτηρίας; Έτσι προσπαθούμε με κάθε τρόπο να αποκτήσουμε κάποιο εκκλησιαστικό αξίωμα, και γι’ αυτό, όχι μόνο υποκρινόμαστε ότι ζούμε ευσεβή ζωή και κάνουμε φιλία με τους ευρισκόμενους στην εξουσία κολακεύοντάς τους με κάθε τρόπο και κάνοντάς τους κάθε χάρη, αλλά συχνά τους δίνουμε δώρα και υποσχόμαστε να τους δώσουμε και άλλα, αν πράξουν αυτό που επιθυμούμε. Αυτό, ψυχή, είναι σαφής απόδειξη της πονηρίας της καρδιάς μας, πού έχει γίνει πολύ υπερήφανη.

Πώς όμως ο Κριτής των όλων θα μας αναγνωρίσει άξιους εκείνης της μακαριότητας, την οποία υποσχέθηκε σε όσους έχουν μισήσει όλα αυτά; Αν είμαστε ανάξιοι αυτής της θείας μακαριότητας, τότε είμαστε κολασμένοι και ήδη καταδικασμένοι. Θα πρέπει να επιδιώξουμε με θερμή ψυχή την μετάνοια, αφού απομακρύνουμε την μανία της φιλοδοξίας πριν από τον θάνατό μας. Αλλά και ο προφητικός λόγος προσεύχεται δυνατά στον Θεό εναντίον εκείνων οι οποίοι έχουν το θράσος να φθάνουν άνομα σε οποιαδήποτε εξουσία, επειδή επιθυμούν την εφήμερη δόξα. Ο λόγος του Θεού λέγει ξεκάθαρα: «Πρόσθες αυτοίς κακά, Κύριε, πρόσ­θες κακά τοίς ενδόξοις της γής»[22].

Ας δώσουμε όμως την δέουσα προσοχή και στους άλλους μακαρισμούς και ας δούμε, αν η ζωή μας συμφωνεί με αυτούς. «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται»[23]. Να ο εκ Θεού καρπός της ταπεινοφροσύνης – το πνευματικό πένθος, που από μεγάλη συγκίνηση και θεία αγάπη γεννιέται στην καρδιά. Όποιος πράγματι σκέπτεται ταπεινά για τον εαυτό του στην καρδιά του, διαρκώς πενθεί και θεωρεί τον εαυτό του καταδικασμένο και ανάξιο του ουρανού και της γης, ενθυμούμενος πάντοτε τις αμαρτίες του. Εμείς όμως, ψυχή μου, πώς θα μπορέσουμε κάποια στιγμή να πενθήσουμε ή να καταδικάσουμε τον εαυτό μας, ενώ περιβαλλόμαστε συνεχώς με την δόξα των ανθρώπων, όταν φθάσουμε σε κάποιο αξίωμα; Και συγχρόνως περνούμε την ζωή μας δεχόμενοι διαφόρους επαίνους και χάρες, με ποικίλα ανίερα πράγματα και στολίζουμε τον εαυτό μας με πολύχρωμες μεταξωτές ενδυμασίες, με χρυσό και ασήμι. Αφού περιβάλλουμε τον εαυτό μας πλούσια με όλα αυτά, απομακρυνόμαστε πολύ από όλην αυτήν την πνευματική ηδονή που έχουν όσοι πενθούν τον εαυτό τους και δεχόμαστε, κατά το θείο ρητό, τα αγαθά μας στην κοιλία μας[24].

Όσον αφορά τον ακόλουθο μακαρισμό και συγκεκριμένα, «μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γήν»[25], δεν έχουμε απομακρυνθεί τελείως, ακόλαστη ψυχή, από αυτήν την μακαριότητα, αφού θυμώνουμε με αυτούς που μας αδίκησαν με κάτι, χειρότερα και από τα άγρια θηρία, και προσπαθούμε με κάθε τρόπο να τους εκδικηθούμε για την προσβολή που μας έκαναν, επιτιθέμενοι εναντίον τους με φοβερή οργή; Πράος είναι και θεωρείται, ψυχή μου, αυτός που με μεγάλη ταπεινοφροσύνη, χωρίς αγανάκτηση, χωρίς να κλονίζεται υπομένει και τις προσβολές και τις αποδοκιμασίες και τις ταπεινώσεις και τις λεηλασίες της περιουσίας του, καθώς και τους ξυλοδαρμούς και τις πληγές, μιμούμενος τον Σωτήρα και Κύριό του. Όποιος όμως φέρεται εναντίον αυτών μικρόψυχα και σηκώνει το χέρι του για να δείρει αυτόν που τον δέρνει και προσβάλλει και καθυβρίζει, και είναι έτοιμος να έλθει σε σύγκρουση με τον αντίπαλό του, αυτός δεν έφθασε ακόμη ούτε στο κατώφλι του ευαγγελικού και αποστολικού βίου, και μάταια υπερηφανεύεται για την μοναχική ενδυμασία του, αν δεν απαρνηθεί τον παλαιό άνθρωπο με όλα τα πάθη και τις επιθυμίες του[26].

Πώς επίσης να παρουσιάσω την αξία των δύο επομένων μακαρισμών, από τους οποίους ο ένας ευφραίνει όσους πεινούν και διψούν για την αλήθεια και ο άλλος τους ευσπλάγχνους, ενώ έχουμε απομακρυνθεί και από αυτούς; Ή μάλλον, πιο σωστά, ποιον θρήνο και ποιον οδυρμό να χρησιμοποιήσω; Μήπως δεν αξίζει δάκρυα και θρήνο αυτό, που παρ’ όλη την αλήθεια κάθε μοναχικού τυπικού έχουμε το θράσος να το κάνουμε απέναντι στους αδελφούς μας, εννοώ τους ζητιάνους, τις χήρες και τα ορφανά; Όχι μόνο τους περιφρονούμε βλέποντάς τους να πεθαίνουν από την πείνα, το κρύο και γενικά την άκρα πτωχεία, αλλά και δεν τους προστατεύουμε από τους δυνατούς και αδίκους που τους αδικούν και δεν επεμβαίνουμε, όταν αυτοί αρπάζουν την περιουσία τους. Έχουμε όμως την αυστηρή εντολή του ίδιου του δικαίου και φοβερού Κριτή που λέγει: «Ο Θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί· έως πότε κρίνετε αδικίαν και πρόσωπα αμαρτωλών λαμβάνετε; Κρίνατε ορφανώ και πτωχώ, ταπεινόν και πένητα δικαιώσατε· εξέλεσθε πένητα και πτωχόν, εκ χειρός αμαρτωλού ρύσασθε αυτόν»[27].

Αλλά γιατί να λέω ότι δεν τους προστατεύουμε και δεν τους υπερασπίζουμε, όταν τους αδικούν, μολονότι πολλές φορές έχουμε την δύναμη να τους σώσουμε από τις αδικίες που τους κάνουν; Εμείς οι ίδιοι, ακόλαστη ψυχή, πολλές φορές έχουμε το θράσος να τους φερόμαστε χειρότερα από τους κοσμικούς. Δεν θεωρείς μεγάλη απανθρωπία και αδικία εκ μέρους μας το γεγονός ότι, αφού αρνηθήκαμε ενώπιον του Θεού και των αγίων Αγγέλων Του κάθε περιττή τροφή και σωματική απόλαυση, πάλι αποκτούμε διάφορα κέρδη και κοπάδια ζώων, τρώμε άφθονα διάφορα νόστιμα φαγητά και απολαμβάνουμε κάθε απραγία εις βάρος του ιδρώτα των χωρικών που μας υπηρετούν; Και αυτοί, που εργάζονται συν­εχώς και υποφέρουν, για να ικανοποιήσουν διάφορες βιοτικές ανάγκες μας, πάντοτε ζουν με λιτότητα και ένδεια. Οι δυστυχισμένοι δεν έχουν ούτε καθαρό άρτο από σίκαλη, αλλά και όταν τον έχουν, τον τρώνε χωρίς αλάτι εξαιτίας της άκρας πτωχείας τους. Εμείς όμως παραμένουμε αναίσθητοι και απαθείς σε αυτήν την πικρή μοίρα τους και δεν τους παρηγορούμε, μολονότι έχουμε την εντολή να φροντίζουμε όσους υποφέρουν από ανέχεια. Επί πλέον, κατά τρόπο πολύ απάνθρωπο, τους αφήνουμε σε αυτήν την ένδεια ζητώντας κάθε χρόνο εξαιρετικά υψηλά επιτόκια για το ασήμι που δανείστηκαν από μας, και ποτέ δεν παραβλέπουμε αυτήν την πληρωμή, αν και δέκα φορές ήδη έχουμε πάρει πίσω το ποσό που έχουμε δανείσει σε αυτούς. Αλλά, αν κάποιος από αυτούς εξαιτίας της άκρας πτωχείας του δεν μπορεί να πληρώσει τους τόκους για την επόμενη χρονιά, ζητάμε από αυτόν –τι απανθρωπιά– και άλλους τόκους. Και αν δεν μπορεί να τους πληρώσει, παίρνουμε από αυτόν ό,τι έχει και δεν έχει και τον διώχνουμε από το χωριό του με άδεια χέρια, ενώ θα έπρεπε να τον συγχωρούμε σαν αδελφό, και εκτελώντας την θεία εντολή, να καλύπτουμε όλες τις βιοτικές του ανάγκες. Εκτός από αυτά, αν κάποιος από αυτούς δεν αντέξει το βάρος των εργασιών και έργων που του επιβάλλουμε συνεχώς, και θελήσει να φύγει κάπου αλλού, δεν τον αφήνουμε, αν δεν πληρώσει τα καθιερωμένα χρήματα, επειδή έζησε στο χωριό μας τόσα χρόνια, ξεχνώντας τους ιδρώτες και τα βάσανα που υπέστη, υπηρετώντας τις ανάγκες μας κατά την διάρκεια της ζωής του στα κτήματά μας.

Εφόσον είμαστε τόσο ανελεήμονες προς τους ενδεείς αδελφούς μας, ακόλαστη ψυχή μου, και δεν τους δείχνουμε καμμία συμπόνια και ανθρωπιά, πώς δεν φοβόμαστε την φοβερή Κρίση και τον Κύριο, ο οποίος θα μας πει «πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πύρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τώ διαβόλω και τοίς αγγέλοις αυτού»; Γιατί; Γιατί «επείνασα και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και ου συν­ηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με…»[28]. Και ύστερα από αυτά προσθέτει: «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε»[29]. Φοβερό είναι αυτό το ρητό, ακόλαστη ψυχή μου, και τρομερή είναι η καταδίκη, ιδιαίτερα για μας, τους ακολάστους μοναχούς, που δήθεν έχουμε αρνηθεί κάθε αδικία, κάθε ανομία και κοσμική απληστία, και δώσαμε όρκο στον Θεό να αγαπήσουμε στο μέλλον την αλήθεια και την ευσπλαγχνία, την ειλικρινή αγάπη και την φιλανθρωπία σε κάθε άνθρωπο γενικώς και ιδιαίτερα σε όσους υποφέρουν από δυστυχίες.

Αλλά, ξεχνούμε τους όρκους μας και φερόμαστε τόσο απάνθρωπα στους χωρικούς, τους οποίους ο Κύριος αποκαλεί αδελφούς Του, λέγοντας γι’ αυτούς ξεκάθαρα διά στόματος του μακαρίου Δαυίδ: «από της ταλαιπωρίας των πτωχών και από του στεναγμού των πενήτων, νύν αναστήσομαι, λέγει Κύριος· θήσομαι εν σωτηρίω, παρρησιάσομαι εν αυτώ»[30]. Με αυτά τα λόγια εννοεί το εξής. Μολονότι φαίνεται προσωρινά να σιωπώ μπροστά σε όσους αδικούν και σε όσους με διαφόρους τρόπους προσβάλλουν τους πτωχούς και ενδεείς, δεν θα σιωπώ πάντοτε, επειδή με κάθε τρόπο θα τους υπερασπισθώ και θα εκδικηθώ αυτούς που τους αδικούν. Το ίδιο δηλώνει ο Κύριος και αλλού διά στόματος του ιδίου λέγοντας: «Κύριος φυλάσσει τους προσηλύτους· ορφανόν και χήραν αναλήψεται και οδόν αμαρτωλών αφανιεί»[31]. Και ακόμη αλλού λέγει: «έγνων ότι ποιήσει Κύριος την κρίσιν των πτωχών και την δίκην των πενήτων»[32]. Αν είναι έτσι, ψυχή μου, και δεν μπορεί να είναι αλλιώς, τότε γιατί είμαστε τόσο αναίσθητοι σε αυτά; Γιατί δεν μας φοβίζει η παραβολή του Κυρίου για εκείνον τον άσπλαγχνο πλούσιο που αδιαφορούσε για τους ενδεείς, και τον πτωχό Λάζαρο, καθώς και για το πώς οι παρθένες διώχτηκαν από τον θείο γάμο; Και ακόμη περισσότερο, πώς να μην μας πείσει αυτός ο φιλάργυρος, που τον επιτίμησε ο ίδιος ο Θεός και Κύριος λέγοντας: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σού· α δε ητοίμασας τίνι έσται»[33]; Ή μήπως δεν γνωρίζεις, ψυχή, το σοφό ρητό του προφητάνακτος Δαυίδ: «Επί το αυτό άφρων και άνους απολούνται και καταλείψουσιν αλλοτρίοις τον πλούτον»[34]. Αληθώς άφρων είναι και θεωρείται όποιος δεν καταλαβαίνει το «τα άνω ζητείτε, ού ο Χριστός εστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος», όπως λέγει ο θείος Απόστολος, που μας προτρέπει λέγοντας: «Τα άνω φρονείτε, μή τα επί της γής· απεθάνετε γάρ, και η ζωή υμών κέκρυπται συν τώ Χριστώ εν τώ Θεώ»[35]. Άφρων καλείται αυτός, επειδή κατανοεί την δύναμη των θείων εντολών ασεβώς και εσφαλμένα, και γι’ αυτό περιπλανιέται στα σταυροδρόμια των προσωρινών απολαύσεων και ματαιοτήτων αυτού του κόσμου, απολαμβάνοντας και χαιρόμενος με αυτά, όπως το σκουλήκι χαίρεται την λάσπη, στην οποία γεννήθηκε και σέρνεται και στην οποία θα πεθάνει, όταν αυτή ξεραθεί.

Να εγερθούμε επί τέλους, ψυχή μου, και να καθαρίσουμε τα νοερά μάτια μας από την σαπίλα που μαζεύτηκε μέσα τους εξαιτίας της απειθαρχίας και της παραφροσύνης μας. Να κατανοήσουμε ότι το καθετί που μας αφορά πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις θείες εντολές και να προσ­παθήσουμε να βελτιώσουμε τον εαυτό μας. Να μοιράσουμε καλώς, σύμφωνα με την θέληση του Θεού, αυτό που μαζέψαμε κακώς, αντίθετα προς τις θείες εντολές. Αν, η αλήθεια εκείνου που μοίρασε στους ενδεείς τον πλούτο του παραμένει μαζί του εις τον αιώνα, η αδικία του ασπλάγχνου παραμένει και αυτή μαζί του στους ατελεύτητους αιώνες μέσα στις φλόγες της κολάσεως. Για εκείνον τον ανελεήμονα έχει ειπωθεί δίκαια· «τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου»[36]. Ας μιμηθούμε, ψυχή μου, εκείνον τον σοφό οικοδεσπότη που υποδέχτηκε τον Σωτήρα και είπε: «Ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοίς πτωχοίς, και εί τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν»[37].

Ας έχουμε, ψυχή μου, καλή μετάνοια και επαινετή βούληση, για να αξιωθούμε και εμείς να ακούσουμε αυτήν την θεία φωνή: «Σήμερον σωτηρία τώ οίκω τούτω εγένετο»[38]. Έως πότε θα παραμείνουμε κουφοί στην θεία διδασκαλία, που μας διατάζει λέγον­τας: «Μή ελπίζετε επ’ αδικίαν και επί αρπάγματα μή επιποθείτε· πλούτος εάν ρέη, μή προστίθεσθε καρδίαν»[39];

Ας φοβηθούμε, ψυχή, ας φοβηθούμε την απειλή του θείου διδασκάλου, που λέγει: «Αγε νύν οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες επί ταίς ταλαιπωρίαις υμών ταίς επερχομέναις. Ο πλούτος υμών σέσηπεν και τα ιμάτια υμών σητόβρωτα γέγονεν. Ο χρυσός υμών και ο άργυρος κατίωται, και ο ιός αυτών εις μαρτύριον υμίν έσται και φάγεται τάς σάρκας υμών ως πύρ. Εθησαυρίσατε εν εσχάταις ημέραις»[40]. Αυτή η δίκαιη απειλή αφορά ιδιαιτέρως εμάς, ακόλαστη ψυχή, που μαζεύουμε πολύ πλούτο, ενώ δεν θέλουμε να δώσουμε ούτε οβολό στους ζητιάνους, μολονότι αυτοί με δάκρυα πέφτουν στα πόδια μας και παρακαλούν, και όμως εμείς τους προσπερνούμε και δεν θέλουμε ούτε να τους βλέπουμε. Γι’ αυτό δεν θα μας ελεήσει ο δίκαιος Κριτής, αφού εμείς οι ίδιοι δεν ελεούμε τους συνανθρώπους μας, που πεθαίνουν από την πείνα και το κρύο: «η γάρ κρίσις ανέλεος τώ μή ποιήσαντι έλεος»[41]. Και ούτε θα γευθούμε τα αγαθά, που ετοιμάστηκαν για τους δίκαιους, αφού πεινάμε και διψάμε για την αδικία και όχι την δικαιοσύνη.

Ας μη μείνουμε, ψυχή μου, σε αυτό το σκοτάδι του νου και σε αυτήν την πώρωση, αλλά ας φοβηθούμε την τρομερή απειλή Αυτού, που λέγει: «Πλην ουαί υμίν τοίς πλουσίοις, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών. Ουαί υμίν οι εμπεπλησμένοι, ότι πεινάσετε. Ουαί υμίν οι γελώντες νύν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε»[42]. Ας αφήσουμε όλη αυτήν την απιστία προς τις εντολές του Κυρίου και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, για την οποία αγανακτεί η καρδιά μας.

«Τις οίδεν ει μετανοήσει ο Θεός και αποστρέψει εξ οργής θυμού αυτού και ου μή απολώμεθα»[43]; Οι παραβάτες των αγίων εντολών Του από μεγάλη περιφρόνηση και αδιαφορία φέρον­ται απερίσκεπτα, νομίζοντας ότι κατά την τελευταία πνοή τους θα εξιλεωθούν δείχνοντας μετάνοια, αν και κατ’ ουσίαν δεν είναι πραγματική, ενώπιον του δικαίου Κριτή για όλα αυτά για τα οποία στην διάρκεια ολόκληρης της ζωής τους τον εξόργιζαν συνειδητά και εκούσια. Βεβαίως καλή είναι, ψυχή μου, η μετάνοια, που δίδεται ακόμη και κατά την τελευταία μας πνοή με δάκρυα και μεγάλη θλίψη της καρδιάς, με πικρούς στεναγμούς και με την επιστροφή των κλαπέντων. Αλλά αυτή η μετάνοια είναι καλή για όσους, λόγω της αγνοίας της μελλούσης Κρίσεως του Θεού και των αναμενομένων βασάνων, ζούσαν άνομα.

Αμφιβάλλω όμως αν δοθεί αυτό το αγαθό σε αυτούς, οι οποίοι, εν γνώσει όλων αυτών, ποδοπατούν εκούσια τις εντολές του Θεού και νομίζουν ότι κατά την τελευταία πνοή τους θα εξιλεωθούν ενώπιον του φοβερού Κριτή. Επειδή οι περισσότεροι από αυτούς φεύγουν αιφνιδίως από αυτήν την ζωή, χάνοντας, πριν πεθάνουν, το δώρο της ομιλίας και την συνείδησή τους και παρουσιάζοντας ελεεινό θέαμα σε αυτούς που τους βλέπουν, αφού μένουν άφωνοι και ακίνητοι και υποφέρουν φοβερά βάσανα για πολλές ημέρες. Κάποιοι άλλοι έφυγαν αμέσως χωρίς να έχουν την ευκαιρία για μετάνοια. Επειδή τα γνωρίζει όλα αυτά, πολύ σωστά ο ιερός ψαλμωδός μας προτρέπει λέγοντας: «Σύνετε δή ταύτα οι επιλανθανόμενοι του Θεού, μήποτε αρπάση και ου μή η ο ρυόμενος»[44]. Ποιοι είναι, ψυχή μου, αυτοί «οι επιλανθανόμενοι του Θεού»; Δεν είναι αυτοί, που ποδοπατούν συνειδητά τις σωτήριες εντολές Του, αν και γνωρίζουν καλά την Αγία Γραφή; Τον λόγο μας επιβεβαιώνει ο ίδιος ο θεϊκός ψαλμωδός, που τον υμνεί σαφώς λέγοντας: «Το δε έλεος του Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβουμένους αυτόν, και η δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών τοίς φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις των εντολών αυτού του ποιήσαι αυτάς»[45].

Από αυτό είναι φανερό ότι οι «μεμνημένοι των εντολών αυτού του ποιήσαι αυτάς», δηλαδή αυτοί που τις εκτελούν είναι αυτοί που θυμούνται τον Θεό, ενώ αυτοί που ποδοπατούν τις εντολές Του θεωρούνται δικαιολογημένα ως αυτοί που λησμονούν τον Θεό. Για τον ίδιο λόγο και Αυτός τους λησμονεί, όπως το λέγει ο ίδιος διά του προφήτη Του, του Ωσηέ, προς αυτούς που ποδοπάτησαν τις εντολές Του – τους αχαρίστους Ιουδαίους: «Ωμοιώθη ο λαός μου ως ουκ έχων γνώσιν· ότι σύ επίγνωσιν απώσω, καγώ απώσομαί σε του μή ιερατεύειν μοι· και επελάθου νόμον Θεού σου, καγώ επιλήσομαι τέκνων σου. Κατά το πλήθος αυτών ούτως ήμαρτόν μοι· την δόξαν αυτών εις αμαρτίαν θήσομαι»[46]. Κάνουν φοβερό λάθος, ψυχή μου, όσοι αμαρτάνουν εν γνώσει τους και ελπίζουν να λάβουν την σωτηρία με την ανέφικτη και άγνωστη μετάνοια κατά την τελευτή τους: «Θεός ου μυκτηρίζεται»[47], λέγει ο θείος Απόστολος.

Γι’ αυτό ας απομακρυνθούμε από αυτήν την πλάνη της ψυχής και ας μετανοήσουμε ενώπιον του Θεού, όσο μας το επιτρέπουν η άκρα φιλανθρωπία και η Χάρη Του. Επειδή «καιρώ δεκτώ επήκουσά σου και εν ημέρα σωτηρίας εβοήθησά σοι· ιδού νύν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νύν ημέρα σωτηρίας»[48]. «Αποθώμεθα ούν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός»[49]. Αλλά όμως είπαμε αρκετά γι’ αυτό.

Ας δούμε τώρα, αν θέλεις, αν ζούμε την ζωή μας σύμφωνα και με τους υπόλοιπους μακαρισμούς. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται»[50]. Εδώ, ψυχή, έχω μία μεγάλη απορία. Πώς να επαινέσω άξια την άρρητη και εξαιρετικά γενναιόδωρη χάρη, που μας χαρίζει ο φιλάνθρωπος Κύριος; Στους μακαρισμούς, που έχουμε ως τώρα αναφέρει, έχουν δοθεί ως ανταμοιβή οι κατάλληλες τιμές ανάλογα με την ιδιαιτερότητα του καθενός και στον βαθμό της βελτιώσεώς του. Εδώ ο Κύριος υπόσχεται την υψηλοτάτη κορυφή της παρουσίας του Θεού, που συνίσταται στο να δούμε πρόσωπο με πρόσωπο, μυστικά και νοερά, την απαθή και μακάρια ουσία Του. Με αυτήν την επιθυμία ο θείος ψαλμωδός λέγει: «Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τάς πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σέ, ο Θεός. Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τώ προσώπω του Θεού;»[51]. Σε άλλο χωρίο λέγει: «Χορτασθήσομαι εν τώ οφθήναί μοι την δόξαν σου»[52]. Εδώ ο προφήτης αποκαλεί χορτασμό την πιο τέλεια μυστική, άρρητη και ακόρεστη απόλαυση του θείου κάλλους και της αγάπης του Θεού, την οποία θα αξιωθούν όσοι καθάρισαν αρκετά τις καρδιές τους, όχι μόνο από όλα τα μιάσματα της σάρκας και του πνεύματος, αλλά και από κάθε ψυχική αρρώστια, δηλαδή την οργή, τον θυμό, τον φθόνο, την σατανική υπερηφάνεια, την περιφρόνηση και την καταδίκη του συνανθρώπου, καθώς και γενικώς κάθε κακή πράξη, την πονηριά, την δολοπλοκία, τον δόλο και τις πονηρές σκέψεις. Με όλα αυτά, ακόλαστη ψυχή, νοσεί η καρδιά μας και ακόμη πλήττεται από αυτές τις νόσους με διάφορους τρόπους, παραμένοντας αναίσθητη.

Για να είσαι βέβαιη ότι αυτό όντως είναι έτσι, ας εξετάσουμε προσεκτικά, ψυχή μου, τις πονηρές σκέψεις που υπάρχουν στην καρδιά μας. Οπωσδήποτε εκεί θα βρεις να κρύβονται η κάθε παρανομία και η καθόλου θεάρεστη υψηλοφροσύνη των Φαρισαίων, εξαιτίας της οποίας δικαιολογείς σε όλα τον εαυτό σου και τον θεωρείς καλύτερο από τον καθένα που ασκείται στην αρετή, και κάθε άνθρωπο τον θεωρείς χειρότερο από σένα, έστω και αν αυτός ζει μία αγία ζωή. Αν τυχαίνει ο πλησίον σου να αμαρτάνει σε κάτι λόγω της αδυναμίας της σάρκας του, τον καταδικάζεις ως Φαρισαίος, τον αποδοκιμάζεις και δεν παύεις με κάθε τρόπο να τον επικρίνεις μπροστά σε όλους τους ανθρώπους. Αν όμως τον βλέπεις να ζει ενάρετα και να επαινείται από όλους, η καρδιά σου αμέσως πληγώνεται από το βέλος της ζήλειας και σε κυριεύει θλίψη εξαιτίας της ενάρετης ζωής του αδελφού σου, επειδή αυτός αποδείχθηκε καλύτερος από εσένα μπροστά στον Θεό και τους ανθρώπους. Αφού είσαι αναστατωμένη και πληγωμένη από το βέλος της ζήλειας, αρχίζεις να τον μισείς και προσπαθείς με κάθε τρόπο να του βάλεις εμπόδιο και να τον απομακρύνεις από τον αγώνα του προς το καλύτερο.

Και ποια είναι τα μιάσματα των κρυφών σαρκικών επιθυμιών μας; Είναι αληθώς τρομερά, απαίσια και πολύμορφα. Επειδή μας αναστατώνουν όχι μόνο το τυχαίο βλέμμα σε μία γυναίκα ή στο όμορφο πρόσωπο ενός εφήβου, αλλά ακόμη και η ίδια η φωνή τους, όταν την ακούσουμε, ή τα ενδύματά τους που βρέθηκαν στα χέρια μας. Αλλά γιατί να μιλώ για την όραση, την φωνή και τα ενδύματα; Πολλές φορές –μόνο μία, η πιο αμυδρή σκέψη ή η ακόλαστη ανάμνηση γι’ αυτούς– προκαλούν αιφνιδίως την επιθυμία της σάρκας, καίνε την καρδιά με την αμαρτωλή φλόγα, ώστε η σάρκα αρχίζει την ίδια στιγμή να μαίνεται και να παραφρονεί. Πώς θα γίνουμε αντάξιοι της χάρης του Θεού, αφού είμαστε μιασμένοι με τόσους τρόπους στην σάρκα και τον νου μας; Είναι αδύνατο, τελείως αδύνατο, ψυχή μου, να λάβουμε την Χάρη, πριν να νεκρώσουμε «τα μέλη ημών τα επί της γής, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία»[53], σύμφωνα με τον θείο Απόστολο, ο οποίος λέγει: «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων, και τον αγιασμόν, ού χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον»[54]. Πώς όμως να νεκρωθούν «τα μέλη τα επί της γης», όταν τρώμε άφθονα νοστιμότατα φαγητά, λαμβάνουμε πάν­τοτε χρυσάφι και ασήμι, αλλά και τιμή και δόξα από τους ανθρώπους, όταν είμαστε βυθισμένοι στις βιοτικές μέριμνες και στην δόξα και πάντοτε σκοτίζεται ο νους μας από την οργή, τον θυμό, την ζήλεια και τον φθόνο; Εμείς, ψυχή μου, έχουμε φύγει από την ενάρετη και απλανή κατοικία των οσίων μοναχών και πορευόμαστε απερίσκεπτα «επί το βραβείον της άνω κλήσεως»[55], όχι όμως όπως πορευόταν ο Παύλος και οι άλλοι ζηλωτές των επουρανίων αγαθών. Αυτοί αμέσως εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, τους γονείς, τους συγγενείς, το άφθονο φαγητό και κάθε σωματική ησυχία και έφυγαν ανεπιστρεπτί για τις πιο απόμακρες ερήμους, σηκώνοντας τον σταυρό τους, δηλαδή την εκούσια νέκρωση των σαρκικών και πνευματικών παθών και επιθυμιών, ακολουθώντας σταθερά την σωτήρια εντολή του Κυρίου τους, ο οποίος λέγει: «Εί τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι»[56]. Και αλλού λέγει: «Ούτως ούν πάς εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοίς εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναί μου μαθητής»[57].

Επομένως, ψυχή μου, θα πρέπει να αρνηθούμε όχι μόνο όλα τα κτήματά μας, αλλά και τις ίδιες τις επιθυμίες και τα σαρκικά μας πάθη, και με όλη την ψυχή μας να μισήσουμε την δόξα των ανθρώπων και να αγαπήσουμε αληθινά την μέλλουσα δόξα και ζωή. Επίσης να ζήσουμε την ζωή μας με κάθε ταπεινοφροσύνη, με ευσέβεια και με ήθος. Και αφού πράξουμε όλα αυτά, ας πούμε με όλη την δύναμη της καρδιάς μας μαζί με τον προφητάνακτα: «Εγώ δε ειμι σκώληξ και ουκ άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού»[58]. Αν αξιωθούμε, ψυχή, να υπομείνουμε την θλίψη, την στενοχώρια, την αρπαγή των κτημάτων μας, τις πληγές, τους διωγμούς, την φυλακή και τον θάνατο για τις αμαρτίες μας και για την αληθινή πίστη στον Θεό, η ελπίδα της σωτηρίας θα είναι για μας σταθερή, σύμφωνα με τον θείο ορισμό που λέγει: «Μακάριοί εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού. Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοίς ουρανοίς· ούτω γάρ εδίωξαν τους προφήτας τους προ υμών»[59].

Και όσο διατηρούμε, ψυχή μου, τις προηγούμενες κοσμικές μας συνήθειες και δεν αποβάλλουμε τον παλαιό μας άνθρωπο με τα πάθη και τις επιθυμίες του, τόσο θα αναφωνώ μαζί με τον Δαυίδ: «Εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων. Εις μάτην υμίν εστι το ορθρίζειν, εγείρεσθαι μετά το καθήσθαι, οι εσθίοντες άρτον οδύνης»[60]. Αυτοί οι οποίοι, αντιθέτως προς την ευαγγελική εντολή, κατά την διάρκεια όλης της ζωής τους τρώνε με κάθε αδικία και απληστία τα έργα του ιδρώτα των πτωχών και δεν θέλουν να απομακρυνθούν από αυτήν την ανομία, τρώνε αληθινά τον άρτο της οδύνης και όχι τον άρτο της ζωής. Αυτοί δεν προσπαθούν να καταλάβουν ορθά και θεάρεστα την εντολή του Θεού που λέγει: «Έλεος θέλω και ου θυσίαν και επίγνωσιν Θεού η ολοκαυτώματα»[61]. «Μακάριος ο συν­ιών επί πτωχόν και πένητα», λέγει. Γιατί; Διότι «εν ημέρα πονηρά ρύσεται αυτόν ο Κύριος»[62]. Και οποίος τρώει τον πτωχό και τον καταπιέζει, ζητώντας καθημερινά τους τόκους, είναι ξένος προς αυτήν την μακαριότητα. Αυτός δεν θα λάβει την μακαριότητα και την σωτηρία «εν ημέρα πονηρά», επειδή οι άδικοι και οι τοκογλύφοι δεν κληρονομούν την βασιλεία του Θεού. «Μηδείς υμάς απατάτω κενοίς λόγοις· διά ταύτα γάρ έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας»[63]. Και αν λόγω των παραβάσεων των προαναφερομένων εντολών «έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας», τότε είναι φανερό ότι λόγω των αντιθέτων, δηλαδή της αληθείας, της σωφροσύνης, της φιλοπτωχείας και της συμπόνιας σε όσους ζουν στην θλίψη, «έρχεται» από τον Θεό κάθε χάρη και ευλογία στους «υιούς» τους θεοσεβείς, σύμφωνα με τα λόγια: «Οφθαλμοί Κυρίου επί δικαίους, και ώτα αυτού εις δέησιν αυτών. Πρόσωπον δε Κυρίου επί ποιούντας κακά του εξολοθρεύσαι εκ γής το μνημόσυνον αυτών»[64].

Έτσι, ψυχή μου, από πολλά και διάφορα θεόπνευστα ρητά του Αγίου Πνεύματος μάθαμε την φιλανθρωπία του αγαθού Κυρίου μας και την αγαθότητά του προς όσους Τον φοβούνται λόγω και έργω. Επίσης μάθαμε και την φοβερή «οργή Θεού» που «αποκαλύπτεται… απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων»[65], που ποδοπατούν τις σωτήριες εντολές Του και ζουν ανάξια του ευαγγελικού και αποστολικού βίου, και πρωτίστως ημών των ιδίων, που εν γνώσει μας παραβαίνουμε το θέλημα του Κυρίου μας. Ας μη μένουμε λοιπόν στην άγνοια και στην αναισθησία μας, μέσα στις οποίες ζήσαμε τον προηγούμενο χρόνο της ακόλαστης ζωής μας, αλλά ας εγερθούμε αμέσως από τον βαθύ ύπνο της αναισθησίας και ας φοβηθούμε με όλη την ψυχή μας την πραγματικά φοβερή ημέρα της Κρίσεως και ακόμη περισσότερο εκείνη την ώρα του θανάτου, που έρχεται αιφνιδίως, επειδή δεν γνωρίζουμε την ημέρα και την ώρα, όταν θα έλθει ο Κύριός μας[66]. Ας είμαστε πάντοτε έτοιμοι και ας αγρυπνούμε εφαρμόζοντας επιμελώς τις άγιες εντολές Του, στολίζοντας τον εαυτό μας με τις καλές και θεάρεστες πράξεις της αγιότητας, της αληθείας και της θεοπρεπούς ευσπλαγχνίας προς όλους ανεξαιρέτως αυτούς που ζουν στην θλίψη και την ένδεια. Έτσι θα αξιωθούμε να βρεθούμε εν δεξιά του δίκαιου Κριτή και θα ακούσουμε μαζί με όλους τους δίκαιους την πολυπόθητη και μακαριότατη απόφαση: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου»[67]. Αν πιστεύουμε στον Χριστό Σωτήρα με όλη την ψυχή μας και επιθυμούμε να φθάσουμε στην ατελεύτητη βασιλεία Του, τότε ας αποδείξουμε την πίστη μας στις άγιες εντολές Του με έργα και όχι μόνο με λόγια και με αυτά τα εξωτερικά κουρέλια, επειδή η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή[68] και τελείως άχρηστη.

 

Προς τους αναγνώστες αυτού του Λόγου

Εσείς που χαίρεστε με την ευαγγελική και αποστολική διδασκαλία και νομοθεσία, να δεχθείτε με αγαλλίαση την πνευματική δύναμη αυτού του Λόγου και να τον μετατρέψετε με την καλοσύνη σας σε έργο. Να προσπαθήσετε να τον δεχθείτε με αγάπη και να τον προσέξετε χωρίς αμφιβολίες, επειδή αυτός ο Λόγος περί μετανοίας περιέχει μέσα του μεγάλο όφελος. Να ανταμείψετε, σας παρακαλώ, τον συγγραφέα αυτού του λόγου με τις προσευχές σας, για να αξιωθώ και εγώ μαζί σας να κάνω πράξη την διδασκαλία του. Κανείς από σας ας μη με θεωρεί, σας ικετεύω, ως αυτόν που έχει εκτελέσει πλήρως όσα λέγει ο λόγος αυτός, επειδή είμαι αληθινά το άκαρπο αυτό δένδρο, δίπλα στο οποίο «ήδη [δέ] και η αξίνη προς την ρίζαν [τών δένδρων] κείται· πάν ούν δένδρον μή ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πύρ βάλλεται»[69]. Είμαι εκείνος ο δρόμος και εκείνες οι πέτρες και εκείνα τα αγκάθια, όπου πέφτει ο σπόρος που έριξε ο ουράνιος Σπορέας και πεθαίνει χωρίς να Του φέρει καρπό[70]. Είμαι το άχυρο που καίει το αιώνιο πυρ[71]. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, να προσεύχεστε για εμένα τον αμαρτωλό, ώστε να αξιωθώ και εγώ μαζί με την αγιότητά σας να γίνω το καθαρό σιτάρι, που μαζεύουν στους αιώνιους σιτοβολώνες του Δημιουργού και του Κυρίου των όλων, του Κυρίου και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού. Δόξα Τω Κυρίω εις αιώνα του αιώνος. Αμήν.

 

 

———————————

[1]. Φιλ. 3, 14, 20.

[2]. Βλ. Ματθ. 25,4.

[3]. Λουκ. 12, 36- 37.

[4]. Βλ. Λουκ. 14,15-20.

[5]. Φιλ. 3, 19.

[6]. Κολ. 3, 1.

[7]. Ιω. 12, 26.

[8]. Ματθ. 16, 24.

[9]. Β΄ Πέτρ. 2, 22.

[10]. Λουκ. 9, 62.

[11]. Ρωμ. 13, 12.

[12]. Α΄ Τιμ. 6, 10.

[13]. Ψαλμ. 94, 2.

[14]. Ψαλμ. 33, 16-17.

[15]. Ψαλμ. 2, 12.

[16]. Βλ. Α´ Θεσσ. 5,2. Β´ Πέτρ. 3,10.

[17]. Ψαλμ. 5, 6-7.

[18]. Ψαλμ. 10, 6.

[19]. Ματθ. 5, 3.

[20]. Ψαλμ. 21, 7.

[21]. Ψαλμ. 130, 1.

[22]. Ησ. 26, 15.

[23]. Ματθ. 5, 4.

[24]. Πρβλ. Ματθ. 15,17.

[25]. Ματθ. 5, 5.

[26]. Πρβλ. Εφ. 4,22. Κολ. 3,9.

[27]. Ψαλμ. 81, 1-4.

[28]. Ματθ. 25, 41-43.

[29]. Ματθ. 25, 45.

[30]. Ψαλμ. 11, 6.

[31]. Ψαλμ. 145, 9.

[32]. Ψαλμ. 139, 13.

[33]. Λουκ. 12, 20.

[34]. Ψαλμ. 48, 11-12.

[35]. Κολ. 3, 1-3.

[36]. Λουκ. 16, 25.

[37]. Λουκ. 19, 8.

[38]. Λουκ. 19, 9.

[39]. Ψαλμ. 61, 11.

[40]. Ιακ. 5, 1-3.

[41]. Ιακ. 2, 13.

[42]. Λουκ. 6, 24-25.

[43]. Ιων. 3, 9.

[44]. Ψαλμ. 49, 22.

[45]. Ψαλμ. 102, 17-18.

[46]. Ωσ. 4,6-7.

[47]. Γαλ. 6, 7.

[48]. Β΄ Κορ. 6, 2.

[49]. Ρωμ. 13, 12.

[50]. Ματθ. 5, 8.

[51]. Ψαλμ. 41, 2-3.

[52]. Ψαλμ. 16, 15.

[53]. Κολ. 3, 5.

[54]. Εβρ. 12, 14.

[55]. Φιλ. 3, 14.

[56]. Ματθ. 16, 24.

[57]. Λουκ. 14, 33.

[58]. Ψαλμ. 21, 7.

[59]. Ματθ. 5, 11-12.

[60]. Ψαλμ. 126, 2.

[61]. Ωσ. 6,6.

[62]. Ψαλμ. 40, 2.

[63]. Εφ. 5, 6.

[64]. Ψαλμ. 33, 16-17.

[65]. Ρωμ. 1, 18.

[66]. Βλ. Ματθ. 24,36. 25,13. Μάρκ. 13,32.

[67]. Ματθ. 25, 34.

[68]. Βλ. Ιακ. 2,17.

[69]. Ματθ. 3, 10.

[70]. Βλ. Ματθ. 13,3-7. Μάρκ. 4,3-7. Λουκ. 8,5-8.

[71]. Βλ. Ματθ. 3,12. Λουκ. 3,17.

 

(Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, “Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι”, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011)

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: pemptousia.gr [1])