- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Κυριακή μετά τα Φώτα: Οι αιχμάλωτοι και τα δώρα του Θεού (Αποστολική περικοπή)

(Εφεσ. δ’ 7-13)

Γιά ποιό λόγο γιορτάζουμε τίς γιορτές τῆς Ἐκκλησίας; Γιά ποιό λόγο συμμετέχουμε στήν πνευματική ζωή τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ; Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι αὐτονόητη. Κι αὐτό γιατί συνήθως λείπει ἀπό τά μάτια, τόσο τοῦ σώματος ὅσο καί τῆς ψυχῆς, ἡ προοπτική τῆς πίστης στόν Χριστό, ὡς Ἐκεῖνον πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί στή συνέχεια ἀνέβηκε ψηλά καί πῆρε μαζί Του αἰχμαλώτους, ἔδωσε δῶρα στούς ἀνθρώπους, κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Ἀναβάς εἰς ὕψος ἠχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καί ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις» (Ἐφεσ. 4, 8). Συνήθως πιστεύουμε σέ ἕναν Θεό ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνώτερη δύναμη, δημιουργός τοῦ κόσμου, μᾶς ἀκούει μαγικά καί δίνει λύσεις στά προβλήματά μας, κάποτε μᾶς τιμωρεῖ γιά τά σφάλματά μας καί πού μαζί του θά μπορέσουμε νά ἐπικοινωνήσουμε μετά τήν ἔξοδό μας ἀπό αὐτόν τόν κόσμο.

Τό μυστήριο τῆς ἀγάπης

Ὅμως γιά τήν Ἐκκλησία μας ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ τόσο ὥστε νά γίνει
ἕνας ἀπό ἐμᾶς. Στίς γιορτές τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί κάθε Κυριακή, θυμόμαστε τήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. Ἡ λογική μας δέν ἀντέχει νά προσεγγίσει τό μυστήριο, ἄν θελήσουμε νά σκεφτοῦμε τίς διαστάσεις του. Μένουμε ἔκπληκτοι μπροστά στό μέγεθος τῆς ἀγάπης, τῆς ταπείνωσης καί τῆς συγκατάβασης τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη, προσεγγίζουμε τό μυστήριο ἄν θυμηθοῦμε τά λόγια τοῦ Παύλου. Δέν εἶναι μόνο ὅτι κατέβηκε στή γῆ καί ἔγινε ἄνθρωπος. Ἀνέβηκε στή συνέχεια στόν οὐρανό καί μαζί του πῆρε αἰχμαλώτους. Πρῶτα τόν θάνατο καί τήν ἀπελπισία. Στή συνέχεια, ὅλους τούς ἀνθρώπους πού δέχονται νά αἰχμαλωτισθοῦν ἀπό τήν ἀγάπη του. Ὅλους ἐκείνους πού δέν θεωροῦν ὅτι ἡ ζωή τους σταματᾶ στόν παρόντα κόσμο καί χρόνο. Καί τήν ἴδια στιγμή μᾶς δίνει ὡς δῶρα «τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεώς του ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. 4, 13), μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ,
στήν Ἐκκλησία. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σπουδαιότερο καί ὡραιότερο
δῶρο πού μᾶς ἄφησε ὁ Χριστός.

Ἡ ἑνότητα πού δίνει ὁ Χριστός


Καλούμαστε στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά καταλαβαίνουμε καί νά ζοῦμε
τήν ἑνότητα πού μᾶς δίνει ἡ πίστη. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἄν πιστεύουμε στόν Χριστό, δέν κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας, στό «ἐγώ» μας, στίς ἀνάγκες μας, οὔτε ἐγκλωβιζόμαστε στήν κακία τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, οὔτε καί στή δική μας ἐμπάθεια, ἀλλά ἀποφασίζουμε νά πορευόμαστε μέ βάση τή βεβαιότητα πού μᾶς δίνει ἡ πίστη μας γιά τήν παρουσία καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός τά πρόσωπά μας. Ὁ Χριστός μᾶς ἑνώνει. Γιά τόν Χριστό βρισκόμαστε στήν Ἐκκλησία. Γιά τόν Χριστό νικοῦμε τόν παλαιό ἄνθρωπο πού ὑπάρχει μέσα μας, ἀλλά καί δείχνουμε ὑπομονή καί συγχωρητικότητα στίς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ὁ Χριστός εἶναι τό μέτρο τῆς ζωῆς μας καί ὄχι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι πολλές φορές μᾶς ἀπογοητεύουν, ὅπως καί ἐμεῖς τούς ἀπογοητεύουμε. Χωρίς πίστη δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἑνότητα. Καί ἀξίζει ἡ πίστη ὁποιαδήποτε θυσία, ὁποιαδήποτε ὑπέρβαση τοῦ πραγματικοῦ ἤ νομιζόμενου «δίκιου μας», γιατί οὔτε ἐμεῖς εἴμαστε ὅπως μᾶς θέλουν οἱ ἄλλοι οὔτε ἐκεῖνοι ὅπως τούς θέλουμε ἐμεῖς.

 

Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὡς γιορτή

Τήν ἴδια στιγμή, ἡ πίστη μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά γνωρίζουμε τό βά
θος τῆς ἀγάπης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γιά τά πρόσωπά μας. Ἡ πίστη εἶναι αὐτή πού μᾶς κάνει νά βλέπουμε στά πρόσωπα τῶν ἄλλων τόν Χριστό. Ἡ πίστη εἶναι αὐτή πού μᾶς κάνει νά σπουδάζουμε τίς ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας. Νά γιορτάζουμε σέ δύσκολες ἐποχές καί νά μήν ἀποκάμνουμε ἀπό τήν πίεση καί τό ἄγχος πού ὁ κόσμος καί οἱ μέριμνες συσσωρεύουν πάνω μας. Καί γι’ αὐτό ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία ἀτέλειωτη γιορτή. Γιά νά μᾶς ὑπενθυμίζει τή χαρά πού ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς προσφέρει. Καί ὅτι κι ἐμεῖς μποροῦμε νά κοπιάσουμε ὥστε αὐτή ἀγάπη νά γίνει δική μας στάση ζωῆς. Γιά νά ἀναγνωρίζουμε τόν Χριστό ὡς τό νόημα καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας καί ὡς Ἐκεῖνον πού θά μᾶς αἰχμαλωτίσει μέ τήν ἀγάπη του γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στόν οὐρανό.

Μᾶς ἔδωσε «δόματα», δῶρα ὁ Χριστός. Εἶναι ὁ ναός, τό εὐαγγέλιο
καί ἡ ἁγιότητα, μέσα ἀπό τά ὁποῖα μποροῦμε νά ζήσουμε τήν πίστη ὡς γιορτή. Ὁ ναός, στόν ὁποῖο γινόμαστε μέλη τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης, τῆς οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ καί συναντοῦμε τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Τό εὐαγγέλιο, μέσα ἀπό τό ὁποῖο μαθαίνουμε καί θυμόμαστε τί θέλει ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς. Καί ἡ ἁγιότητα, πού μᾶς δείχνει τήν ἁλυσίδα ὅλων ὅσοι προηγήθηκαν ἀπό ἐμᾶς στόν ἀγώνα τῆς πίστης καί πού πρεσβεύουν γιά ἐμᾶς, ὥστε νά μή νικηθοῦμε ἀπό τόν πόλεμο τοῦ κόσμου καί τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου, νά μή διαλέξουμε τήν ὁδό τῆς ἀδιαφορίας ἤ τῆς ἄρνησης. Μέ τή βοήθεια αὐτῶν τῶν «δομάτων» μποροῦμε νά γνωρίζουμε γιατί γιορτάζουμε, γιατί ἡ Ἐκκλησία θά παραμένει ὁ τρόπος ἐκεῖνος πού θά δίνει νόημα καί στήν ὕπαρξη καί στόν χρόνο μας.


π. Θ. Μ.

 

(Πηγή: “Φωνή Κυρίου” APIΘ. ΦΥΛ. 2 (3528), Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος)