- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Κριτική στο βιβλίο του αρχ. Νικ. Χατζηνικολάου με τίτλο ‘Ελεύθεροι από το γονιδίωμα” (Μοναχός Δαμασκηνός)

Περιλαμβάνεται, στα Παραρτήματα, και η κριτική του π. Κων/νου Στρατηγοπούλου

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΝΙΚ. ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΓΟΝΙΔΙΩΜΑ»1 (Περιλαμβάνεται, στα Παραρτήματα, και η κριτική του π. Κων/νου Στρατηγοπούλου)

α. Γενική εικόνα.

 

Είναι αληθές, ότι το βιβλίο αυτό έχει αρκετά φωτεινά σημεία, έχει όμως και ατέλειες, όπως κάθε αν­θρώπινη προσπάθεια. Δεν θα τα θίξωμε εδώ τα φωτεινά σημεία, τα οποία οπωσδήποτε τιμούν τον συγ­γραφέα, θα θίξωμε, όμως, τις ατέ­λειες μόνον, για δυο λόγους. Πρώ­τον, διότι πιστεύομε, ότι, κατά το Γραφικόν «δίδου σοφώ αφορμήν και σοφώτερος έσται»2, ο π. Νικόλα­ος θα κάνη ορθή χρήση της κριτι­κής αυτής εάν είναι σοφός, και, δεύτερον, διότι ο ίδιος ζητά κριτι­κή του βιβλίου του (σελ. 17), προφα­νώς για να το διορθώση, εάν την κρίνη ορθή, και όχι για να τον επαινέσουν. Στην σελ. 17, ο συγγραφεύς διατείνεται, ότι το βιβλίο του παρου­σιάζεται για να κριθή και να προκαλέση διάλογο, και, μάλιστα θεολογικό, υποθέτομε, και όχι επιστη­μονικό. Διότι, αν πάσχη σε κάτι, σε μερικά σημεία του, το βιβλίο, είναι στην θεολογία του. Αυτό φαίνεται και από την κριτική που ήδη έκανε στο βιβλίο αυτό ο π. Κων/νος Στρατηγόπουλος, με την ορθότητα της οποίας εμείς συμφω­νούμε (Βλέπε Παραρτήματα Α και Β της παρούσης εργασίας). Η ιδική μας παρούσα κριτική, αναφέρεται και φθάνει μέχρι την σελ. 310 του βιβλίου. Και τούτο, διότι μετά την σελ. 310 αναλαμβάνει την σκυτάλη ο π. Κων/νος, με την κριτική του οποίου, όπως είπα­με, συμφωνούμε απολύτως. Ο λόγος για τον οποίο ασχοληθήκαμε και γράψαμε την παρούσα κριτική, είναι επειδή συμμορφωθή­καμε προς την έκκληση – παράκλη­ση του π. Κων/νου προς το Άγιον Όρος να συμμετάσχη στην κριτι­κή του βιβλίου αυτού, και όχι επει­δή το ζητά ο συγγραφέας. Στην σελ. 17, ο συγγραφέας το­νίζει ότι το βιβλίο δεν προσφέρει τελικό και αλάνθαστο θεολογικό λόγο, αλλά αρχικό θεολογικό λό­γο. Αυτό, όμως, ηχεί σαν ταπεινολογία, διότι ακόμη και ο αρχικός θε­ολογικός λόγος δεν δημοσιεύεται επίσημα πριν σχολιασθή από ενδοεκκλησιαστικούς φορείς, ούτε προλογίζεται και προκαταβάλλεται ως ορθός εκ μέρους του προκαθη­μένου της Εκκλησίας. Ο Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος, στον πρόλογό του στο βι­βλίο αυτό, προκαταβάλλει την «ορ­θή ηθικά και θεολογικά εμβάθυν­ση και εκτίμηση των προβλημά­των της σύγχρονης βιοηθικής» εκ μέρους του συγγραφέα, πριν γίνη η κριτική και ο διάλογος στο πε­ριεχόμενο του βιβλίου από την Εκκλησία. Δεχόμενοι, όμως, τον θεολογι­κό λόγο του συγγραφέα που διατυ­πώνεται εγγράφως στο βιβλίο αυτό ως αρχικός (αν και δεν είναι αρχι­κός, αφού είναι δημοσίευσις παλαι­ών ομιλιών του), και ως υποκείμενο σε κριτική, προχωρούμε στην κριτική μας. Εάν εμείς κατενοήσαμε σωστά τα γραφόμενα, ο συγγραφέας, με το βιβλίο του αυτό, επιχειρεί τρία τινά. Πρώτον, επιχειρεί μία όσον το δυνατόν πλήρη ενημέρωση του πληρώματος της Εκκλησίας σχετι­κά με τις πρόσφατες επιστημονι­κές ανακαλύψεις και εφαρμογές τους, που εμπίπτουν στον χώρο της Βιοηθικής. Δεύτερον, σκιαγρα­φεί τα ηθικά, επιστημονικά, κοινω­νικά, θεσμικά, και πνευματικά πλαίσια των εφαρμογών αυτών. Τρίτον, επιχειρεί να σκιαγραφή­ση το ήθος με το οποίο η Εκκλη­σία οφείλει να αντιμετωπίση και αντιμετωπίζει (κατά την γνώμη του, βέβαια) τις εξελίξεις αυτές, και να τεκμηριώση θεολογικά και εκκλησιολογικά το ήθος αυτό. Σαν γενική εικόνα, μπορούμε να πούμε ότι ο καλοπροαίρετος αναγνώστης, που έχει τις προϋποθέ­σεις να κατανόηση τα γραφόμενα, δεν μπορεί παρά να επαινέση τον π. Νικόλαο για την προσπάθεια και διάθεσή του, όχι μόνο να μας ενημέρωση για τις τρέχουσες επι­στημονικές και τεχνολογικές εξ­ελίξεις στον κόσμο της Βιοηθικής, καθώς και για τα πλαίσια, τα ηθι­κά, κοινωνικά, νομικά και πνευμα­τικά, μέσα στα όποια λαμβάνουν χωράν αυτές οι εξελίξεις, αλλά και να μας διαφωτίση ως προς τις διά­φορες πτυχές και πλευρές των θε­μάτων τα οποία θίγει. Να τον επαι­νέση ακόμη και για την προσπά­θειά του να καλύψη θεολογικά τα διάφορα θέματα, αν και η θεολο­γία του, εν πολλοίς, είναι εσφαλμένη. Το βιβλίο περιέχει αρκετές λογι­κές αντιφάσεις, ασάφειες, και ενώ έχει από τη μια θαυμάσιες θεολο­γικές αναλύσεις, από την άλλη πε­ριπίπτει σε θεολογικά ατοπήματα. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό όσων, ενώ δεν είναι θεολόγοι αλλά θεολογούντες, αποπειρώνται να θεολογήσουν, με αποτέλεσμα να φιλοσοφοποιήσουν την θεολογία. Ακόμη και όταν χρησιμοποιούν θεολογικά χωρία των Πατέρων, φθάνουν να τα παρανοήσουν και να τα ερμηνεύσουν λανθασμένα. Ο συγγραφέας δίνει την εντύ­πωση ότι επιχειρεί με το βιβλίο αυτό, πέραν της καταθέσεως των θέσεών του και της κριτικής που επιθυμεί, έμμεσα να περάση και επιβάλλη τις θέσεις του αυτές, ελ­λείψει διαλόγου, γνωρίζων μάλι­στα εκ των προτέρων, τις σοβαρές αντιδράσεις που θα προκαλέσουν (αφού και παλαιότερα κάποιες θέ­σεις του, οι οποίες επαναλαμβάνον­ται στο βιβλίο αυτό, προεκάλεσαν έντονες ενδοεκκλησιαστικές αντιδράσεις), χωρίς να προσπαθήση να προλάβη τέτοιες σοβαρές αντι­δράσεις και εκ μέρους ενδοεκκλησιαστικών φορέων και εκ μέρους μερίδος του ιατρικού κόσμου. Φαί­νεται σαν να τις προκαλή. Γιατί; Εμείς, γνωρίζομε ότι ο πράγμα­τι ταπεινός άνθρωπος, και δη ο μοναχός, όχι μόνον δεν δημιουρ­γεί θέμα και πρόβλημα στην Εκ­κλησία, όταν γράφη κάτι, αλλά, συμβουλευόμενος και άλλους μονα­χούς ή επαΐοντας, και δη τους συνε­τωτέρους και διακριτικωτέρους, όταν μάλιστα πρόκειται για θεο­λογία, καταβάλλει κάθε προσπάθεια να προλάβη την σύγχυση και το σκάνδαλο, που ενδεχομένως θα προεκάλουν τα γραπτά του, εάν εδημοσιεύοντο, εξασφαλίζει την έγκριση της Ιεράς Μονής στην ο­ποία ανήκει για εκείνα που επιθυ­μεί να δημοσιεύση, ώστε να μη την εκθέση, και δεν προσπαθεί ούτε να παρασύρη την Εκκλησία εκεί όπου εκείνος θα ήθελε, ούτε να προσφέρη θεολογική ερμηνεία διαφορετική από εκείνην των Πατέρων, ούτε να προκαταβάλλη τις θέσεις της Εκκλησίας πριν την διαχρονική Συνοδική διαδικασία, προκειμένου για καινοφανή φαινό­μενα. Αλλά, τί κάνει; Όταν αποφασίση να γράψη κάτι, είτε αυτό είναι ήδη ζυμωμένο μέσα στην Εκκλησία και εκείνος επιθυμεί να το διατυπώση διαφορε­τικά, είτε πρόκειται για κάτι καινο­φανές, το οποίο πρόκειται να επηρεάση και διαμορφώση την συνείδη­ση του πληρώματος της Εκκλησίας, έστω και σαν αρχικό θεολογικό λόγο, ερωτά και διαβουλεύεται και συμβουλεύεται τους παραπάνω αναφερομένους, ώστε να δώσουν την συγκατάθεση ή ευλογία τους, και, όταν το γράψη, πάλι το κα­ταθέτει προς έγκριση σ’ αυτούς. Έτσι, διασφαλίζει, και τον εαυ­τό του από ενδεχόμενα λάθη, και δεν εκθέτει, ούτε τους προϊσταμέ­νους του, ούτε την Εκκλησία. Αυτή είναι η έντιμη μεθοδολογία. Βέβαια, ίσως σ’ αυτό απαντήση ο συγγραφέας, ότι κατέθεσε το κείμενό του στον Αρχιεπίσκοπο της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον προϊστάμενό του, και έλαβε την έγκρισή του. Διερωτώμεθα, όμως, πρώτον, αν ο Μακαριώτατος εδιάβασε το βιβλίο, πριν προλογίση σε αυτό, και, δεύτερον, αν συμφω­νή με όλα τα γραφόμενα στο βιβλίο. Επίσης, ο,τιδήποτε καινοφα­νές επιθυμεί να δημοσιεύση ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας, αν επιθυμή ταυτόχρονα να το εμπλουτίση θεολογικά, θα πρέπη, ό,τι γράψει, να είναι έκφρασις προσωπικής γνώμης, και όχι να ομιλή ως εκπροσωπών την Εκκλησία, ή ως εκφράζων το πνεύμα της Εκκλησί­ας, εφ’ όσον αυτό δεν θα έχη ζυμωθή μέσα στην Εκκλησία και δεν θα έχη γίνει αποδεκτό από την συνείδηση του Εκκλησιαστικού πληρώματος. Η Εκκλησία, όπως και ο Θε­ός, δεν βιάζεται, και ας τρέχουν οι εξελίξεις με 2000 ΜΗz. Αυτό, δεν είναι αιτία να πανικοβάλλε­ται ένας άνθρωπος του Θεού, ούτε να βιάζεται να θεολογήση επάνω σε καινοφανή θέματα, πριν περά­σουν στην συνείδηση του πληρώμα­τος της Εκκλησίας, επειδή οι εφαρ­μογές τρέχουν. Στην σελ. 55, αναφέρεται: «…Η Επιτροπή (Βιοηθικής), αντί να επιβάλλει απ’ έξω ένα κείμενο που θα υποχρεώνει τις συνειδήσεις, α­πλά προσανατολίζεται προς το να επεξεργάζεται τη φωνή της συνεί­δησης της Εκκλησίας». Εμείς, δεν νομίζομε ότι, μέχρι τώρα, τουλάχιστον αν κρίνωμε α­πό την στάση της στον τομέα των μεταμοσχεύσεων, η Επιτροπή «ε­πεξεργάζεται τη φωνή της συνείδη­σης της Εκκλησίας», η οποία, διερωτώμεθα αν φθάνη στ’ αυτιά Της. Τουναντίον, μας έχει δώσει την αίσθηση, ότι επιχειρεί να την δια­μορφώση και να την κατευθύνη. Αυτό, θα μπορούσε να ονομασθή «εκκλησιαστικό marketing»! Σαν προσθήκη στα παραπάνω, επίσης, λέγομε, ότι θα μπορούσε ο συγγραφέας, προκειμένου να προλάβη τουλάχιστον τα θεολογι­κά ατοπήματα που εμπεριέχονται στο βιβλίο του, να είχε συνεργασθή, πριν έγραφε ό,τι έγραψε, όχι μόνο με φωτισμένους και έμπειρους πνευματικούς της Ελλαδικής Εκ­κλησίας, αλλά και με Αγιορείτες πατέρες. Θα γνωρίζη, ασφαλώς, ότι και στο Άγιον Όρος υπάρχουν πατέρες με όχι λιγώτερη θεολογική και επιστημονική κατάρτιση απ’ όση είναι η ιδική του, οι οποίοι μάλιστα έχουν εκδώσει και σχετι­κά με την Ορθόδοξη ανθρωπολο­γία συγγράμματα, όχι κατώτερα σε επιστημονική αξία από το ιδι­κό του, αλλά και ισότιμα σε θεολογι­κή αξία, κατά την γνώμη μας, με εκείνα των Πατέρων της Εκκλησί­ας. Και διερωτώμεθα: Είχε συμβουλευθή ή συνεργασθή ο π. Νικόλα­ος με τους πνευματικούς ή τους πατέρες αυτούς, πριν δημοσιεύ­ση όσα εδημοσίευσε, ώστε ο αρχι­κός του θεολογικός λόγος να μην είχε τόσα ατοπήματα; Είχε την τα­πείνωση να το κάνη; Είχε, τουλάχι­στον, την ευλογία της Ιεράς Μο­νής, στην οποία ως μοναχός ανήκει, να δημοσιεύση τα όσα εδημοσί­ευσε; Δεν διεκδικούμε απάντηση· απλά, καταθέτομε τον προβλημα­τισμό.

β. Γενική κριτική.

1. Η ονομασία «Κέντρο Βιοϊα­τρικής Ηθικής και Δεοντολογίας», νομίζομε, θα έπρεπε να αλλάξη σε «Κέντρο Ορθόδοξης Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος». Μόνο έτσι, νομίζομε, θα δείχνη, ότι εκφράζει τις απόψεις της Εκ­κλησίας της Ελλάδος. Διότι, «βιοϊατρικές ηθικές» και «δεοντολογί­ες» μπορούν να εκφράζουν πολ­λοί φορείς, κοινωνικοί και πνευμα­τικοί. Στον όρο «Ορθόδοξη βιοηθική» αναφέρεται ο συγγραφεύς στην σελ. 16 και στην σελ. 26. Σε άλλα, όμως, σημεία του βιβλίου του την αποκαλεί «πνευματική βιοηθική». Αυτός ο τελευταίος ό­ρος είναι ασαφής. 2. Σελ. 18: Λέει ο συγγραφεύς, ότι «τα όρια ανάμεσα στον φωτι­σμό και την σύγχυση (που προξε­νούν τα καινοφανή προβλήματα και διλήμματα στον χώρο της Βι­οηθικής) συχνά είναι αρκετά ασα­φή». Και ότι, αν τα κείμενα του βιβλίου διαβασθούν με σεβασμό προς το πρόσωπο και τον κόπο και την προαίρεση του συγγρα­φέα, καθώς και με ταπεινή διάθεση, τότε ο αναγνώστης θα μεταμορ­φώση την σύγχυση σε φωτισμό. Ναι, αυτό είναι σωστό, εάν ο συγ­γραφέας φωτίζη, ο ίδιος, τις σκοτει­νές πλευρές των θεμάτων και τα αποσαφηνίζη, ώστε να αίρεται η σύγχυσις. Ενδέχεται, όμως, μη όν­τας ο ίδιος ξεκαθαρισμένος ή φωτι­σμένος, να προκαλή εκείνος την σύγχυση. 3. Σελ. 79:«…Το πρόσωπο σημαί­νει ανάγκη Θεού -αυτή είναι η έ­ξοδος από την φύση μας-, και αιώ­νια προοπτική – αυτή είναι η υπέρ­βαση του χρόνου-… …Διατήρηση του ανθρωπίνου προσώπου σημαίνει να παραμεί­νουν μέσα μας ενεργοί οι θύλακες των πνευματικών αξιών και ευαι­σθησιών, ανοικτά τα κανάλια επικοινωνίας και καθαροί οι ισθμοί του οπτικού μέρους της ψυχής του ανθρώπου…». Εδώ ο συγγραφεύς φαίνεται να εισάγη, εκτός από ασάφεια, και καινούργια θεολογία περί του αν­θρωπίνου προσώπου. Δεν θα επε­κταθούμε εδώ περισσότερο επά­νω στο θέμα αυτό. Απλώς, θα συστήσωμε σε όσους δεν γνωρίζουν πώς η Ορθόδοξη παράδοσις βλέ­πει το ανθρώπινο πρόσωπο, να με­λετήσουν το βιβλίο του Σεβ. Ιερο­θέου Βλάχου «Το πρόσωπο στην Ορθόδοξη παράδοση». 4. Σελ. 81: «Για να είναι πνευμα­τική η βιοηθική παρέμβαση, για να μπορέσει δηλαδή να διατηρή­σει το αισθητήριο της θεϊκής α­νάγκης…». Εδώ, εμείς θα αντικαθιστούσα­με την λέξη «ανάγκη» με την λέ­ξη «αγάπη». Έτσι, νομίζομε, απο­δίδεται καλύτερα εκείνο πού θέ­λει να πη ο συγγραφέας. 5. Σελ.94-95: «…Η ανάγκη του Θεού και η δυνατότητά του –ότι δηλαδή μπορούμε να Τον προσ­εγγίσουμε και να Τον ζήσουμε- είναι οι βασικοί άξονες της πνευμα­τικότητός της (της Εκκλησίας)… Εκκλησία δεν είναι η πράξη –αυτό που κάνουμε και είμαστε-, αλλά το φρόνημα και η δυνατότητα -αυτό που θά ‘πρεπε να είμαστε και μπορούμε να γίνουμε». Αυτή φαίνεται να είναι μία νέα θεώρηση για το τι είναι Εκκλη­σία και τι η πνευματικότητά Της. Επειδή εμείς δεν τα καταλαβαίνομε αυτά, θα μπορούσε κάποιος να μας τα εξηγήση; Τι θέλει, δηλ., να πη ο συγγραφέας; 6. Σελ. 95: «Για την Εκκλησία ηθικό είναι αυτό που δεν απομα­κρύνει τον Θεό από τον άνθρω­πο. Είναι, πρώτο, ό,τι συντηρεί την λειτουργία του αυτεξουσίου μέσα μας· δεύτερο, ό,τι διατηρεί την αρμονία της ψυχοσωματικής ισορροπίας μας και τρίτο, ό,τι προ­καλεί την ανάγκη του Θεού και την αίσθηση της αιώνιας προοπτι­κής στη ζωή μας». Εδώ, ο συγγραφέας ίσως έπρε­πε να πη: «Ηθικό είναι αυτό που δεν απομακρύνει τον άνθρωπο α­πό τον Θεό». Διότι, ο Θεός δεν α­πομακρύνεται ποτέ από τον άνθρω­πο. Βέβαια, εδώ μάλλον εννοεί, ό­τι ηθικό για την Εκκλησία είναι αυτό που δεν απομακρύνει την Χά­ρη του Θεού από τον άνθρωπο. 7. Σελ. 98:«Την Εκκλησία την ενδιαφέρει η προστασία του ανθρώ­που ως προσώπου. Με άλλα λό­για καλλιεργεί στον άνθρωπο την ανάγκη του Θεού, την προοπτι­κή της υπέρβασης του χρόνου, τη δυνατότητα να διακρίνει την αλή­θεια. Απεναντίας, απορρίπτει την επανάπαυση στο καλό και την επιτυχία. Το καλό παύει να είναι καλό, όταν υπάρχει το καλύτερο. Το καλύτερο κρύβει την ευτυχία, όχι το καλό. Ούτε αυτό που σήμερα αποτε­λεί το καλύτερό μας πρέπει να πα­ραμένει για πολύ καιρό. Είναι α­νάγκη να αναζητεί η ψυχή μας διαρκώς την ανανέωση με το όλο και πιο καλύτερο που θα αντικαταστήση το ως τώρα καλύτερο. Αυτή είναι η βαθειά ανάσα της Εκκλησίας· έτσι κατανοεί την πρόοδο και τη σχέση του ανθρώπου μαζί της». Αυτή φαίνεται να είναι μία και­νοφανής θεώρησις, μεμιγμένη με­τά σοφιστειών… Εκτός του ότι μία τέτοια λέξις, όπως «ευτυχία», δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο της Εκκλη­σίας, μήπως εδώ υπονοείται, ότι η Εκκλησία, απορρίπτουσα το καλό για το καλύτερο, ωθεί τον άνθρωπο προς την… ευτυχία; Δια­βάζοντας, πάντως, κάποιος αυτές τις γραμμές του έρχεται να πάρη … βαθειές ανάσες… 8. Σελ. 147: Λέει ο συγγραφέ­ας: «…Το σπέρμα του ανδρός δημι­ουργεί τη διαδοχή της αμαρτίας…». Την διαδοχή της αμαρτίας δεν την δημιουργεί το σπέρμα του αν­δρός, αλλά η ενυπάρχουσα, στην μεταπτωτική ανθρώπινη φύση, ροπή προς την αμαρτία, η οποία οφείλεται στην αρρώστεια της αν­θρωπίνης φύσεως, που είναι ο σκοτασμός του νοός, και η οποία κλη­ρονομείται, είτε από το σπέρμα, είτε από το ωάριο. Εάν οφειλόταν η διαδοχή της αμαρτίας αποκλειστικά στο σπέρ­μα του ανδρός, τότε η Εκκλησία έπρεπε να υπερμαχή της κλωνοποιήσεως, αφού ο κλωνοποιημένος άνθρωπος θα γεννάται δίχως σπέρ­μα, δηλ. «αναμάρτητος»! 9. Σελ. 147: Λέει ο συγγραφέ­ας: «Ο Κύριος προέρχεται άνευ σπέρματος και συνεπώς είναι εν­τελώς αμέτοχος των προπατορικών συνεπειών». Ο Χριστός είναι αμέτοχος των προπατορικών συνεπειών, όχι επει­δή προέρχεται άνευ σπέρματος, αλλά επειδή έχει κατά φύσιν ενωμέ­νη την Θεότητα στο Πρόσωπό Του, η δε Θεότης αγίασε την ανθρω­πότητα, δηλ. την ανθρώπινή Του φύση, την οποία προσέλαβε από την Θεοτόκο κατά τον Ευαγγελι­σμό Της, την οποία και εθέωσε «άμα τη προσλήψει». Και συνεχίζει, ο συγγραφέας: «Διά της Γεννήσεώς Του ο Κύριος εξαγίασε το φύλο, διά της Αναστά­σεώς Του το σώμα και διά της Α­ναλήψεώς Του την ανθρωπίνη φύ­ση». Ο Κύριος, «άμα τη προσλήψει» της ανθρωπίνης φύσεως, κα­τά τον Ευαγγελισμό, εξαγίασε, ταυτόχρονα, και το φύλο και το σώμα και την ανθρωπίνη φύση, αφού εθέωσε αυτήν, εξ άκρας συλ­λήψεως. Κατά την Ανάσταση Του, ενίκησε τον Άδην και τον θάνα­τον, και ανέστησε και αφθαρτοποίησε το σώμα Του, και, κατ’ επέκτασιν, την ανθρωπίνη φύση. Κα­τά δε την Ανάληψή Του, εδόξασε την ανθρωπίνη Του φύση και «συμπροσκυνείσθαι τη Θεότητι κατηξίωσεν». Την έκανε κατά φύσιν μέτοχο της ζωής και δόξης της Αγίας Τριάδος. Κατά χάριν δε, η ανθρωπίνη φύσις των Αγίων συνδοξάζεται με την ανθρωπίνη φύ­ση του Χριστού. 10. Σελ. 147: Λέει ο συγγραφέ­ας: «Το φύλο προσδιορίζεται βιο­λογικά από το σπέρμα, όχι από το ωάριο· από τον πατέρα, όχι από την μητέρα. Ο Κύριος ως “απάτωρ εκ μητρός” δεν είχε βιολογι­κή σχέση με την ανθρώπινη φύ­ση, αλλά σχέση χάριτος». Λέγοντας ο συγγραφέας ότι ο Κύριος «δεν είχε βιολογική σχέ­ση με την ανθρωπίνη φύση», ασφα­λώς θα εννοή ότι δεν είχε βιολογική σχέση με την προέλευση εκ σπέρματος ανδρός, και όχι με την ανθρωπίνη φύση. Με την ανθρωπίνη φύση δεν είχε ο Χριστός «σχέ­ση χάριτος», αφού ήταν κατά φύ­σιν άνθρωπος, και όχι κατά Χάριν. 11. Σελ. 150: «…Μας καλεί (η Εκκλησία) να γίνουμε “θείας κοινωνοί φύσεως” όντας ανάλα­φροι από την βαρύτητα της πτω­τικής φύσεώς μας. Γι’ αυτό και υπάρχουν οι ανάλογοι περιορι­σμοί… προκειμένου κανείς να προ­σεγγίσει το σώμα και το αίμα του Κυρίου», Εδώ ο συγγραφέας, εφαρμό­ζει λανθασμένα τον λόγο του απ. Πέτρου. Ο Απόστολος εννοούσε με την έκφραση «θείας κοινωνοί φύσεως» την μετοχή του ανθρώ­που στην άκτιστη δόξα του Θεού, που συμβαίνει μόνο στην εμπει­ρία της θεώσεως. Δεν έχει καμμία σχέση η έκφρασις αυτή με την Θεία Κοινωνία, όπως εσφαλμένα την συσχετίζει ο συγγραφέας. 12. Σελ. 153: Λέει ο συγγραφέ­ας: «(Τον γάμο) μυστήριο τον καθι­στά κυρίως η συνουσιακή σχέση ως έκφραση και ως μυστήριο πλή­ρους κοινωνίας και ολοκληρωτικής αλληλοπεριχώρησης, ως εργαστήριο δημιουργίας νέων ανθρώπων με αιώνια και θεϊκή προοπτική. Ναός στον οποίο διαρκώς επιτελείται είναι “η οικία” και ιερό θυσιαστήριο “η συζυγι­κή κλίνη”. …Τα ιδιώματα αυτά (του φύ­λου) αν τα ζήσει κανείς σωστά, οδηγούν σε μία κλίμακα αρετών κορυφή της οποίας είναι η αγά­πη του Θεού και βάση ο σεβασμός του εαυτού μας. Αυτός γεννά την εγκράτεια, όπως την εννοεί η Εκ­κλησία· η εγκράτεια την καθαρότη­τα· η καθαρότητα τον σεβασμό του άλλου· ο σεβασμός την ελευθε­ρία· η ελευθερία την κενωτική α­γάπη· η κενωτική αγάπη προς τον άλλον τη γνώση του εαυτού μας· και η αυτογνωσία οδηγεί στην αίσθηση της αγάπης του Θεού. Αν έτσι ζει κανείς, τα όργανα του φύ­λου του δεν είναι τα όργανα της ηδονής αλλά τα μέσα της ελευθε­ρίας του…». Η συνουσιακή σχέση, λοιπόν, κατά τον συγγραφέα, είναι εκεί­νη που κυρίως καθιστά τον γάμο μυστήριο. Αν, όμως, οι σύζυγοι αποφασίσουν να ζήσουν απ’ αρχής πνευματικά, χωρίς σαρκική σχέ­ση, χωρίς δηλ. επιδίωξη παιδοποιίας, τότε, τί γίνεται; Υπάρχει, τό­τε, μυστήριο, ή όχι; Εδώ, εισάγεται, από τον συγ­γραφέα, και μία Νέα Κλίμακα αρετών, που δεν είχαν προβλέψει ή φαντασθεί οι Πατέρες. Ο σεβα­σμός, λοιπόν, του εαυτού μας, και όχι ο φόβος του Θεού, γεννά την εγκράτεια (κοσμική θεώρησις), η δε εγκράτεια την καθαρότητα (ποια καθαρότητα; Του σώματος;). Η καθαρότητα, τον σεβασμό του άλλου (πώς;). Ο σεβασμός (του άλλου) γεννά την ελευθερία (ποια ελευθερία;). Την ελευθερία από το σαρκικό πάθος; Αυτά λέει ο ά­γιος Ιωάννης της Κλίμακος; Ή, τον συμπληρώνει ο συγγραφέας; Και, συνεχίζει: «Η ελευθερία (γεννά) την κενωτική αγάπη!» Και, όλα αυτά, σε ένα κοσμικό επί­πεδο, χωρίς τις πνευματικές προϋ­ποθέσεις και την συνεργία της Χάριτος του Θεού. «Η κενωτική αγά­πη προς τον άλλον (γεννά) τη γνώ­ση του εαυτού μας», δηλ. την αυτο­γνωσία. Δηλ., κατά τον συγγρα­φέα, η αυτογνωσία είναι αποτέλεσμα απλά της κενωτικής αγάπης προς τον άλλον, και όχι της μετανοί­ας, της νήψεως, της προσευχής, της διακονίας, και κυρίως, της συνεργίας της Χάριτος του Θεού. Ή, τα εννοεί και αυτά; Και συνεχίζει: «Η αυτογνωσία οδηγεί στην αίσθηση της αγάπης του Θεού». Εμείς γνωρίζομε, ότι στην αίσθηση της αγάπης του Θεού οδηγούν τον άνθρωπο η μετά­νοια και το έλεος που χαρίζει ο Θεός στον άνθρωπο, που του χαρί­ζει την επίγνωση της αμαρτωλότητός του, την άφεση των αμαρτιών του, του αποκαλύπτει τα πάθη του, του φωτίζει το σκότος του νου του, και τον αναγεννά πνευματικά. Η Χάρις συνεργεί στην αυτογνωσία, και, επίσης, η Χάρις οδηγεί τον άνθρωπο στην αίσθηση της αγά­πης του Θεού, επειδή τον ανασταί­νει εκ των νεκρών και τον μεταφέ­ρει εκ του πνευματικού θανάτου εις την ζωήν της Χάριτος. Η απλή αυτογνωσία δεν οδη­γεί στην αίσθηση της αγάπης του Θεού χωρίς την συνεργία της Χάρι­τος, η οποία να απεργάζεται, ταυτό­χρονα, και τα παραπάνω. Διότι, αν η Χάρις δεν συνεργήση, τότε, η απλή αυτογνωσία μπορεί να οδηγήση στην απελπισία και στην απόγνωση, διότι ο άνθρωπος βλέ­πει το χάος των παθών μέσα του, χωρίς να έχη ελπίδα και δυνατότη­τα να το αποβάλλη. Αυτά εννοεί ο συγγραφέας με όσα λέει; Τα όργανα του φύλου του, δεν είναι στον άνθρωπο τα μέσα της ελευθερίας του. Απλά, είναι τα α­ναπαραγωγικά του όργανα, και τίποτε άλλο. Αν δηλ. κάποιος δεν τα χρησιμοποίηση, όπως ένας μονα­χός, δεν μπορεί να ελευθερωθή εκ των παθών του; 13. Σελ. 162: «…Υπό την έννοιαν αυτήν (κατά την οποίαν, όταν συνέρχωνται δύο σύζυγοι, ιερουργούνται δύο μυστήρια, το μυστή­ριο της αγάπης και το μυστήριο της ζωής), ως ιερό αυτού του ναού, θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα ιδιωματικά του φύλου όργανα, τα αναπαραγωγικά όργανα, τα όργα­να της αγάπης και της ζωής». Το μυστήριο της αγάπης ιερουργείται στην καρδιά των ανθρώ­πων, το δε μυστήριο της ζωής ιερουργείται στην μήτρα, στην κοι­λία της γυναίκας, εκεί όπου συλλαμ­βάνεται ο νέος άνθρωπος. Ποτέ και πουθενά, στην Ορθόδοξη πα­ράδοση, δεν ευλογούνται ή υμνούνται ή μακαρίζονται τα αναπαραγωγικά όργανα, ως ιερός τόπος κά­ποιου μυστηρίου. Μακαρίζεται η κοιλία της αγίας Άννης ή της αγί­ας Ελισάβετ, επειδή εκεί μέσα συνελήφθησαν η Θεοτόκος και ο Τίμιος Πρόδρομος, όχι όμως τα αναπαραγωγικά όργανα του Ιωα­κείμ ή του Ζαχαρία. Πάλι, ο συγγραφέας εισάγει καινοφανή λανθασμένη θεολογία. 14. Σελ. 164: «…Αυτό που ονομά­ζεται σεξουαλική σχέση είναι κά­τι το εξόχως ιερό… Είναι στην φύ­ση της μία αθώα πράξη…». Λόγω της πτώσεως έπαυσε να είναι μία αθώα πράξη. Πουθενά μέσα στην θεολογία της Εκκλησίας δεν αναφέρεται αυτό. Αντιθέτως, φωνάζει ο Ψαλμωδός: «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου». Και εδώ εισάγει ο συγγρα­φεύς καινοφανή λανθασμένη θεο­λογία. Πάλι, στην σελίδα 166, ο συγγρα­φεύς αναφέρει: «…Πίσω από την σεξουαλική σχέση, (η Εκκλησία) δεν διακρίνει κατ’ ανάγκην το εν­δεχόμενο μιας χυδαιότητος και διαστροφής των ορμών, αλλά συν­αντά και την ιερότητα και αθωότη­τα μιας σχέσης που ως προορισμό της δεν έχει μόνο να οικοδομήσει το ανθρώπινο σώμα, αλλά κυρίως να αποτελέσει την ατμόσφαιρα που θα το μεταμορφώσει σε ναό της ψυχής». Και εδώ μιλά για την «αθωότη­τα» της σεξουαλικής σχέσης, και μάλιστα διατείνεται ότι η Εκκλη­σία έχει αυτήν την θεώρηση. Θα θέλαμε να τον ερωτήσωμε: «Η α­θωότητα μιας παρθένου ή ενός παρθένου διατηρείται μετά την πρώτη νύχτα του γάμου; Η αθωό­τητα, που νοείται; Στην φύση της σεξουαλικής πράξεως, ή στην ψυ­χή των ανθρώπων;» 15.    Σελ. 165: «Υπεισέρχεται και η θεϊκή βούληση όχι ως ντετερμινι­σμός αλλά ως χάρις και υποταγή του Θεού στην ελευθερία του αν­θρώπου». Ο Θεός δεν υποτάσσεται στο αυτεξούσιο του ανθρώπου. Αλλιώς, δεν θα υπήρχαν στείρα ζευγάρια. Η φράσις αυτή, διορθωμένη, θα μπορούσε να γραφή ως εξής: «Υ­πεισέρχεται και η θεϊκή βούληση όχι ως ντετερμινισμός αλλά ως χά­ρις και συνεργία του Θεού στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου». 16.    Σελ. 165: «Η αρχική πνοή του Θεού στον Αδάμ διαδίδεται και πολλαπλασιάζεται μέσω αθα­νάτων όντων…». Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης είπε ότι «…όχι μόνον η ψυχή, αλλά και το σώμα οφείλονται εις την άμεσον δημιουργικήν μετά των γονέων συνεργόν ενέργειαν του Θεού»3. Άρα, η δημιουργία των ψυχών των ανθρώπων δεν είναι αποτέ­λεσμα διαδόσεως, ούτε πολλαπλα­σιασμού, της αρχικής πνοής του Θεού στον Αδάμ, μέσω και δια της συνευρέσεως των ανθρώπων, χωρίς πλέον να επεμβαίνη ο Θε­ός. Δηλ., η ψυχή του εμβρύου δεν προέρχεται μόνο από συνένωση των ψυχών των γονέων του4, χω­ρίς να επεμβαίνη ο Θεός, αλλά συνδημιουργείται «αρρήτως και αγνώστως» κατά την στιγμή της συλλήψεως από την άκτιστη δημι­ουργική ενέργεια του Θεού. Αλ­λά, και το σώμα συνδημιουργείται από την άκτιστη δημιουργική ενέρ­γεια του Θεού, κατά την ως άνω φράσιν του π. Ιωάννου. 17. Σελ. 169: «…Η τρομερή ζωτι­κότητα και δύναμη του ζυγωτού (το ότι μπορεί να δώσει δίδυμα, να μην εμφυτευθεί, η μη αιτιοκρατικότητα, το απρόβλεπτο, πολλώ δε μάλλον η προοπτική μιας αιώνι­ας και αθάνατης ψυχής) αποδεικνύ­ουν την ενέργεια της ψυχής». Αυτό, όμως, δεν αποδεικνύει την ύπαρξη της κατ’ ουσίαν ψυχής των ανθρώπων. Συμβαίνει και στα ζώα, όμως, το ίδιο, δηλ. και το ζυγωτό των ζώων να έχη παρόμοια χαρακτηριστικά. Τα ζώα, όμως, δεν έχουν ψυχή κατ’ ουσίαν, αλλά μόνο κατ’ ενέργειαν. Η ψυχή τους πεθαίνει μαζί με το σώμα τους. Ά­ρα, αυτό, δεν λέει τίποτα. Δεν είναι επιχείρημα περί της υπάρξεως της ψυχής στον άνθρωπο, ως εικόνας του Θεού. Αλλά, αφού η ψυχή δεν μπορεί να ψηλαφισθή, να ανιχνευθή η ύπαρξή της, από την επιστή­μη, πώς αποδεικνύεται η ενέργεια της; Διότι, θα σου πη ο υλιστής: «Ναι, εδώ, υπάρχει μία ενέργεια, αλλά είναι καθαρά βιολογικής μορφής, και η μη αιτιοκρατικότητα είναι θέμα που απορρέει από την φυσική πιθανότητα που εν­υπάρχει στα φυσικά φαινόμενα». Δεν μπορείς να του αποδείξης, ότι αυτή η ενέργεια είναι ενέργεια της ψυχής, όπως την εννοούμε ε­μείς. Το μυστήριο δεν αποδεικνύ­εται. «Ου φέρει το μυστήριον έρευναν». Αποκαλύπτεται σε κάποιο βαθμό, και μετά πιστεύεται. 18. Σελ. 170: «Όπως εν τω προσώπω του Χριστού ενώθηκαν η ανθρώπινη και η θεία φύση και διετήρησε τη θεία, έτσι και μέσα στον γάμο ενώνονται οι ψυχές και τα σώματα των συζύγων, διατη­ρεί όμως ο καθένας τα ιδιώματα του αυτεξουσίου του». Είναι ατυχές να παραλληλίζε­ται η ένωσις των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού με την ένω­ση στις σχέσεις των ανθρώπων. Δεν υπάρχει καμμία ομοιότης, διό­τι στην περίπτωση του Χριστού υπεισέρχεται το άκτιστο. Εξ άλλου, η ένωσις των δύο φύσεων του Χρι­στού ήτο κατά φύσιν, όχι κατ’ ενέρ­γειαν. Ας μη προσπαθή ο π. Νικό­λαος να κάνη τέτοιου είδους θεολογία του γάμου. 19. Σελ. 170: «Όταν δύο σύζυ­γοι ζουν τη σχέση τους όπως η Εκκλησία ζει την σχέση της με τον Χριστό και τη χάρι Του, τότε η ένωσή τους, ακόμη και στη σωμα­τική της διάσταση, αποκτά σπά­νια πνευματικά χαρακτηριστικά και τους χαρίζει υπερβατικές της φύσεώς τους εμπειρίες, ανάλογες αυτών που ζουν οι ασκητές απο­νεκρώνοντας τη σάρκα τους». Άλλο είναι εκείνο που λέει ο Απόστολος, ότι οφείλει ο άνδρας να αγαπά την γυναίκα του όπως ο Χριστός αγαπά την Εκκλησία5, και άλλο είναι ο συγγραφέας να παραλληλίζη την συζυγική σχέ­ση με την σχέση του Χριστού και της Εκκλησίας Του. Η σχέσις του Χριστού με την Εκκλησία τί σχέσις είναι; Δεν εί­ναι σχέσις δότου και δεκτού; Ο Χριστός δίνει ζωή, ως πηγή της ζωής, και η Εκκλησία την δέχεται και ζει και τρέφεται και αυξάνε­ται. Ο Χριστός δίνει την Χάρη του, και η Εκκλησία Την δέχεται. Στο ζευγάρι, αυτό συμβαίνει; Ο ένας πάντα δίνει και ο άλλος πάν­τα παίρνει; Άρα, είναι ατυχές και αυτό το παράδειγμα. Αλλά, αν υποθέσωμε, ότι οι σύ­ζυγοι ζουν μόνιμα μέσα στην Χά­ρη, και οι δύο, έχουν γίνει δηλ. πνευματικοί άνθρωποι (μάλλον αυτό θα εννοεί εδώ ο συγγραφέας), τότε η σαρκική σχέσις τους δεν θα έχη καταργηθή; Διότι, όπου ενεργεί η Χάρις, το σαρκικό φρόνη­μα διακριτικά καταργείται, και η σαρκική ανάγκη εξαφανίζεται. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι ελεύ­θερος από το σαρκικό μεταπτωτικό πάθος. Οπότε, οι σύζυγοι ζουν τότε μία χαρισματική κατάσταση, πάρα πολύ όμορφη. Τότε, δεν χρειά­ζεται η σαρκική σχέσις, διότι είναι τελείως περιττή. Η Χάρις αναπληροί τα πάντα. Εάν, όμως, αποφασίσουν να συνέλθουν, θα συνέλθουν μόνο για παιδοποιία. Αλλά, τότε, διερωτώμεθα, «η ένωσή τους… αποκτά σπά­νια πνευματικά χαρακτηριστικά και τους χαρίζει υπερβατικές της φύσεώς τους εμπειρίες, ανάλογες αυτών που ζουν οι ασκητές απονε­κρώνοντας τη σάρκα τους»; Εδώ, διερωτώμεθα, ο συγγρα­φέας, αυτά, τα γνωρίζει από πείρα, του τα είπαν οι εξομολογούμενοι, τα διάβασε πουθενά (που;), ή τα φαντάζεται; Ή, μήπως, είδε στον ύπνο του τον προπάτορα Αβραάμ, ή τον Προφήτη Ζαχαρία, ή τον ά­γιο Ιωακείμ, και του τα είπαν; Διότι, αν υπάρχουν τέτοιες εμπειρί­ες, σίγουρα αυτοί θα τις είχαν. Θα μας ενδιέφερε η πηγή της πληροφο­ρίας… 20. Σελ. 171: «Αν ο πρώτιστος σκοπός τον γάμου ήταν η τελείω­ση των συζύγων και η αγάπη, τό­τε η Εκκλησία θα μπορούσε να ευλογήσει και την ομοφυλοφιλική σχέση (γιατί δυο ομοφυλόφιλοι που αγαπιούνται να μην τελειούνται με τη δική τους παρά φύσιν πράξη;). Αντ’ αυτού όμως επιτιμά και μάλιστα αυστηρώς την πρά­ξη, αυστηρότερα δε κάθε παρά φύσιν σχέση εντός του γάμου απ’ όσο εκτός αυτού. Η τελείωση των συζύγων πρέπει να περνάει και από την κατά φύσιν πράξη. Ο μυστηριακός χαρακτήρας του γά­μου είναι η γενετική κοινωνία και ανταλλαγή με σκοπό τη γέννηση αθανάτων ψυχών, γι αυτό και ο σκοπός του πρέπει να δικαιολογεί την ετεροφυλικότητα και τον φυ­σικό τρόπο. Επειδή η σεξουαλι­κή ικανοποίηση είναι άσχετη με το φύλο πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει αναπαραγωγικός προσανατολισμός. Αυτός, απαιτεί ετερο­φυλικότητα. Αυτό δεν έχουν οι ομοφυλοφιλικές και δεν δίνουν οι παρά φύσιν σχέσεις. Γι αυτό και αποτελούν αμαρτία. Η συνουσία γίνεται περισσότερο προς αναπα­ραγωγή παρά για σεξουαλική ηδο­νή». Εδώ, έχομε να αντιπαραθέσωμε τα εξής. Ότι: α) Ο πρώτιστος σκοπός του γάμου είναι η πνευματική τελείω­ση των συζύγων και η αγάπη. β) Η Εκκλησία δεν θα μπο­ρούσε ποτέ να ευλογήση την ομο­φυλοφιλική σχέση, διότι, όχι μόνο είναι θανάσιμη αμαρτία, κατά τον Απόστολο, αλλά επειδή είναι πά­θος και διαστροφή της ψυχής και της ανθρωπίνης προσωπικότητας, και η Εκκλησία δεν ευλογεί, ούτε την αμαρτία, ούτε τα πάθη. γ) Στην ομοφυλοφιλική σχέση δεν υπάρχει αγάπη, όπως την εννοεί η Εκκλησία, αλλά εμπαθής, εγωι­στική, διεστραμμένη και αρρωστη­μένη προσκόλληση. δ) Στην ομοφυλοφιλική σχέση δεν υπάρχει πνευματική τελείω­ση, παρά μόνο αν καταργηθή η σχέσις και θεραπευθή ο άνθρω­πος δια της μετανοίας. ε) Μία παρά φύσιν πράξις πο­τέ δεν τελειοί πνευματικά έναν άν­θρωπο, αλλά τον βυθίζει όλο και περισσότερο στην κόλαση. στ) Η τελείωση των συζύγων πρέπει να περνάη μόνο μέσα από την κατά φύσιν πράξη, και όχι και από την παρά φύσιν πράξη. ζ) Η φυσιολογική σεξουαλική ικανοποίησις είναι ετεροφυλική. Η μη ετεροφυλική, όπως και ο αυνανισμός, είναι διαστροφή, κατάχρησις, και άλογος χρήσις της φύ­σεως, είναι αποτέλεσμα μιας ήδη διεστραμμένης ψυχής και προσωπικότητος, οπότε, εδώ, όταν μιλάμε για σεξουαλική ικανοποίηση, μι­λάμε για ικανοποίηση της διαστρο­φής, όχι με σκοπό την επιδίωξη πνευματικής ζωής, την οποία επι­διώκουν και με την οποία καταγί­νονται όσοι Χριστιανοί ζουν υγιώς το μυστήριο του γάμου, οι οποίοι, χρησιμοποιούν μεν και αυτοί την φυσιολογική σαρκική σχέση για την κατάσβεση της σαρκικής πυρώσεως, όμως, δεν αυτονομούν την σαρκική σχέση, αλλά την εντάσ­σουν μέσα στον αγώνα τους για αύξηση στην πνευματική ζωή, ώ­στε να ειρηνεύουν, κατά τον Από­στολο, και να επιδίδωνται στην προσευχή. Κάτι τέτοιο, όσοι ζουν παρά φύσιν σεξουαλικά, είναι αδύνα­τον να το επιδιώξουν, διότι δεν συνεργεί η Χάρις του Θεού. Άρα, εκείνη η σεξουαλική ικανοποίη­σις, που μπορεί να μπη μέσα στα πλαίσια της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας, δεν είναι άσχετη με το φύλο, όπως ισχυρίζεται ο συγ­γραφέας. η) Μέσα στον γάμο, δεν πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχη αναπαρα­γωγικός προσανατολισμός, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας (ίσως ε­πειδή έχει οργανωσιακά κατάλοι­πα). Αυτό, φαίνεται καθαρά στους βίους των συζευγμένων Αγίων, ό­που υπήρξαν άγιοι που δεν συν­ήλθαν ποτέ σαρκικά, μετά τον γά­μο τους, για την αγάπη του Θεού. Διότι, όπως είπαμε, ο σκοπός του γάμου (στην Καινή Διαθήκη) είναι ο αγιασμός, και όχι η παιδο­ποιΐα. Ο καρπός του γάμου, εφ’ όσον οι σύζυγοι το επιθυμήσουν, επιθυμήσουν δηλ. να συνέλθουν σαρκικά, είναι η παιδοποιΐα. Αλλά, αυτή, δεν είναι υποχρεωτική στους εγγάμους, όπως προσπαθεί να το εμφάνιση ο συγγραφεύς. θ) Οι ομοφυλοφιλικές και οι παρά φύσιν σχέσεις μέσα στον γά­μο, δεν είναι αμαρτία επειδή απλώς δεν οδηγούν σε παιδοποιΐα, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας. Είναι αμαρτία, επειδή είναι έξω από το θέλημα του Θεού, επειδή οδηγούν την ψυχή σε ψυχική νέκρωση, σε χωρισμό από την Χάρη του Θεού. Οφείλονται σε διαστροφή της ψυ­χής από την φυσική της κατάστα­ση, είναι εκδήλωσις των παθών της ψυχής και του σώματος, και υποδηλώνουν μία ψυχή βαρειά άρρωστη, που χρειάζεται θερα­πεία για να επανέλθη στην φυσιο­λογική κατάσταση. ι) Η συνουσία, μέσα στον γά­μο, δεν γίνεται, όπως λέει ο συγγρα­φέας, «περισσότερο προς αναπαρα­γωγή, παρά προς σεξουαλική ηδο­νή». Η συνουσία μέσα στον γάμο γίνεται πρωτίστως για την κατάσβε­ση της σαρκικής πυρώσεως, με απώτερο σκοπό την ενασχόληση του ζεύγους με την προσευχή. Ούτε για αναπαραγωγή, ούτε για σεξου­αλική ηδονή. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τα αναλύει αυτά πεντακάθαρα6. 21. Σελ. 172: «Η νηστεία και α­ποχή, ο περιορισμός της σεξουαλι­κής “ποσότητος” συντελούν στην αύξηση και βελτίωση της σεξουαλι­κής ηδονικής ποιότητος. Η ποιότη­τα της ηδονής πιστοποιεί την ιερό­τητα της συνεύρεσης. Έτσι, ο άνθρωπος φεύγει από την ατμόσφαι­ρα της ορμής και μεταφέρεται στο κλίμα της κατά Θεόν ελευθερίας. Παύει να συμπεριφέρεται παρορ­μητικά και αρχίζει να λειτουργεί αυτεξουσίως. Ο σαρκικός άνθρω­πος είναι παρορμητικός· ο πνευμα­τικός αυτεξούσιος. Η αυτεξουσιότητα στη σεξουαλική έκφραση α­ποτελεί την κατ’ εξοχήν κίνηση ε­πιβολής του ανωτέρου ανθρώπου στη σαρκική φύση του. Και αυτό είναι που μεταμορφώνει την ηδο­νή από σαρκικό ή ψυχικό στοι­χείο σε πνευματική κατάσταση· από κάτι το οποίο ζει καθένας μό­νος του ή για τον εαυτό του σε κά­τι που ζουν οι δύο μαζί και ο καθέ­νας για τον άλλον. Έτσι η αγάπη γίνεται αυθεντική· από εγωιστι­κή κτητικότητα γίνεται ταπεινή κένωση· από εμπαθής ορμή συζυγι­κή τελείωση. Ο άντρας δίνει, η γυναίκα πε­ριμένει. Αμφότεροι προσφέρουν όχι αυτό που τους έρχεται φυσικά, αλλά αυτό που τους είναι δύσκο­λο· θυσιάζουν. Ο άνδρας χαρίζει την εγκράτεια, την παράταση του χρόνου· η γυναίκα την σύντμησή του. Έτσι βρίσκεται το χρονικό σημείο που τους κάνει να απελευ­θερώνονται και οι δύο από τον χρόνο. Ο ένας ζει για τον άλλον. Η ελευθερία του επιβάλλεται στη φύση του. Προσαρμόζεται στου άλλου τις φυσικές προδιαγραφές. Γίνεται αυτό που δεν είναι, χωρίς όμως και να χάσει αυτό που είναι. Αυτή η ηδονή της αγαπητικής ε­λευθερίας -που μπολιάζει την αγά­πη με την ιερότητα του σεβασμού στο πρόσωπο, την πράξη και τον Θεό- είναι πολύ μεγαλύτερη από κάθε ηδονή σεξουαλικού παρορμητισμού. Γιατί αυτή είναι πνευματι­κή και ψυχοσωματική, ενώ η άλλη σαρκική και φυσική». Εδώ, έχομε να πούμε τα εξής: α) «Η ποιότητα της ηδονής πι­στοποιεί την ιερότητα της συνεύ­ρεσης», λέει ο συγγραφεύς. Διερωτώμεθα, γνωρίζει, ότι η ποιότητα της ηδονής σε μία εξωσυ­ζυγική σχέση είναι ανώτερη από εκείνην με τον ή την σύζυγο; Ο­πότε, εδώ πιστοποιείται «η ιερό­τητα της συνεύρεσης»; Αλλά, και να διορθώση ο συγγραφέας την φράση, λέγοντας «η ποιότητα της ηδονής μέσα στον γάμο πιστοποιεί την ιερότητα της συνεύρεσης», θα τον ερωτούσαμε: «Αυτό, πώς εφαρ­μόζεται σε έναν ενάρετο»; Ποια ήταν, π.χ., η ποιότητα της ηδονής στην σχέση του Ζαχαρία και της Ελισάβετ προκειμένου να συλληφθή ο Τίμιος Πρόδρομος; Ε­μείς νομίζομε, ότι, αν και η ιερότητα της συνεύρεσης ήταν μεγίστη, αφού συνελήφθη ο Τίμιος Πρόδρο­μος, εν τούτοις η ηδονή ήταν μηδα­μινή. Για λόγους, που δεν θα αναλύσωμε εδώ. Οπότε, η ανωτέρω φράσις, δεν είναι μία ανοησία; β) Και συνεχίζει ο συγγραφέ­ας: «Έτσι ο άνθρωπος φεύγει από την ατμόσφαιρα της ορμής και με­ταφέρεται στο κλίμα της κατά Θε­όν ελευθερίας. (Δηλ.) παύει να συμπεριφέρεται παρορμητικά και αρχίζει να λειτουργεί αυτεξουσί­ως». Δηλ., αν κατανοούμε ορθά, περι­ορίζοντας την «ποσότητα» της η­δονής και βελτιώνοντας την ποιότη­τά της, ο άνθρωπος μεταφέρεται στο κλίμα της κατά Θεόν ελευθερί­ας! Νομίζομε, ότι και ο κ. Ασκη­τής θα το θαύμαζε αυτό, αν το διά­βαζε… Επειδή δηλ. αρχίζει το μυα­λό του ανθρώπου, περνώντας από την ποσότητα στην ποιότητα, να λειτουργή λίγο πιο καθαρά, λόγω της προηγηθείσης νηστείας και αποχής, «ο άνθρωπος φεύγει από την ατμόσφαιρα της ορμής και με­ταφέρεται στο κλίμα της κατά Θεόν ελευθερίας»! Αυτή είναι θεολο­γία! Μάλιστα, έτσι, χωρίς να ενεργήση επάνω του η Χάρις, επειδή έκανε μια ψευτοεγκράτεια, εισήλθε στο κλίμα της κατά Θεόν ελευθερίας! Και, για τον συγγραφέα, η είσο­δος στο κλίμα αυτό αρχίζει, όταν αρχίζη να λειτουργή το αυτεξού­σιο. Και εξηγεί, παρακάτω, τι εννοεί: «Ο σαρκικός άνθρωπος είναι παρορμητικός· ο πνευματι­κός αυτεξούσιος». Δηλ., ο σαρκι­κός άνθρωπος κινείται όπως τα ζώα, χωρίς το αυτεξούσιό του να λειτουργή. Και μόνο, όταν γίνη πνευματικός, αρχίζει το αυτεξού­σιό του να λειτουργή. Όμως, πώς έγινε πνευματικός χωρίς αυτεξού­σιο; Ιδού η απορία. γ) Και, συνεχίζει ο συγγραφέας: «Η αυτεξουσιότητα στη σεξου­αλική έκφραση … είναι που μετα­μορφώνει την ηδονή από σαρκι­κό ή ψυχικό στοιχείο σε πνευματι­κή κατάσταση· από κάτι το οποίο ζει καθένας μόνος του ή για τον εαυτό του σε κάτι που ζουν οι δύο μαζί και ο καθένας για τον άλλον». Εδώ, βλέπομε να μεταμορφώνε­ται η σαρκική ηδονή σε πνευματική κατάσταση χωρίς την συνερ­γία της Χάριτος, απλά και μόνον επειδή ανέλαβε τα ηνία το αυτεξού­σιο. Δηλ., ένα φυσικό αίτιο, το αυ­τεξούσιο, μεταμορφώνει την σαρκι­κή ηδονή σε πνευματική κατάστα­ση! Όντως, καινοφανής θεολο­γία. Ώστε, μπορεί να μεταμορφωθή η σαρκική ηδονή σε πνευματι­κή κατάσταση! Αυτό, δεν το ξέρα­με, μέχρι τώρα. Και προσθέτει ο συγγραφέας: «Έτσι η αγάπη γίνε­ται αυθεντική· από εγωιστική κτητικότητα γίνεται ταπεινή κένωση· από εμπαθής ορμή συζυγική τελείωση». Δηλ., το αυτεξούσιο, χωρίς την συνεργία της Χάριτος, μπορεί να μεταμορφώση την σαρκική αγάπη σε αγάπη αυθεντική, σε ταπεινή κένωση, σε συζυγική τελείωση! Πράγματι, καινοφανής θεολογία. Και, όταν, έτσι, φθάσουν σε αυ­τήν την κατάσταση, τότε «…ο άν­τρας δίνει, η γυναίκα περιμένει. Αμφότεροι προσφέρουν όχι αυτό που τους έρχεται φυσικά, αλλά αυτό που τους είναι δύσκολο· θυ­σιάζουν. Ο άνδρας χαρίζει την εγκράτεια, την παράταση του χρό­νου· η γυναίκα την σύντμησή του. Έτσι βρίσκεται το χρονικό σημείο που τους κάνει να απελευθερώ­νονται και οι δύο από τον χρόνο. Ο ένας ζει για τον άλλον. Η ελευθερία του επιβάλλεται στη φύση του. Προσαρμόζεται στου άλλου τις φυσικές προδιαγραφές. Γίνεται αυτό που δεν είναι, χωρίς όμως και να χάσει αυτό που είναι». Και εδώ, βλέπομε τον συγγρα­φέα να επιμένη, ότι το κατόρθω­μα αυτό του ενός για τον άλλον, το να «επιβάλλεται η ελευθερία του (δηλ. το αυτεξούσιο του) στην φύση του» και να προσαρμόζεται στις ψυχικές και βιολογικές ανά­γκες του άλλου, είναι κατόρθωμα αποκλειστικά του αυτεξουσίου του, δηλ. της βουλήσεώς του. Που­θενά αναφορά στην Χάρη του Θεού, που είναι η μόνη που μπο­ρεί να επιτέλεση την μεταμόρφω­ση του ανθρώπου. δ) Και συνεχίζει ο συγγραφέας: «Αυτή η ηδονή της αγαπητικής ελευθερίας -που μπολιάζει την α­γάπη με την ιερότητα του σεβα­σμού στο πρόσωπο, την πράξη και τον Θεό- είναι πολύ μεγαλύτερη από κάθε ηδονή σεξουαλικού παρορμητισμού. Γιατί αυτή είναι πνευματική και ψυχοσωματική, ενώ η άλλη σαρκική και φυσική». Εδώ, τώρα, γίνεται το κρεσσέντο: Αυτή, λοιπόν, η σαρκική ηδο­νή, που, με τον τρόπο που είπε ο συγγραφέας παραπάνω, μεταμορ­φώθηκε σε πνευματική κατάστα­ση, ή, καλύτερα, σε «ηδονή αγαπητικής ελευθερίας», και η οποία, μάλιστα, «μπολιάζει την αγάπη με την ιερότητα του σεβασμού στο πρόσωπο, την πράξη και τον Θεό» (;), είναι (τώρα)….πνευματική και ψυχοσωματική! Όχι μόνο πνευμα­τική, αλλά και ψυχοσωματική. Δηλ., η πνευματική ηδονή δεν εί­ναι ψυχοσωματική; Τί είναι; Δια­νοητική; Νομίζομε, ότι αυτό το κομμά­τι θα πρέπη να αναλάβη να το ανά­λυση, ως ειδικώτερος, ο κ. Γιαννα­ράς, ή, καλύτερα, ο σεβάσμιος και πολιός Γέρων π. Θεόκλητος Διονυσιάτης…! 22. Σελ. 181:«… Το έμβρυο …έχει συγκεκριμένα φυσικά ιδιώματα και χαρακτηριστικά που του δί­νουν ταυτότητα, το διακρίνουν και το διαφοροποιούν από κάθε άλλο ανθρώπινο έμβρυο- αυτό για τον άνθρωπο είναι πρόσωπο. … Το γονιμοποιημένο ωάριο έ­χει τη δική του μοναδική γενετι­κή έκφραση και ταυτότητα. Έχει μια διαφορετικότητα καινοφανή και μια γενετική ταυτότητα πρωτο­φανή, που θυμίζει μεν τους γονείς αλλά είναι πολύ διαφορετική από τη δική τους. Αυτό είναι το και­νούργιο πρόσωπο που διαφαίνε­ται και οφείλουμε εμείς και να δια­κρίνουμε και να βοηθήσουμε. Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο που καθιστά το έμβρυο πρόσωπο. Η αυτονο­μία, η αυτοσυνειδησία, η αυτεξουσιότητα, η ανθρώπινη μορφή και το όνομα αποτελούν τα στοιχεία που συμπληρώνουν και ολοκληρώ­νουν την προσωπικότητα». Εδώ, νομίζομε ότι ο συγγρα­φέας συγχέει την φύση του προ­σώπου με τα φυσικά του σωματι­κά και ψυχικά χαρακτηριστικά. Τα φυσικά ιδιώματα και χαρακτηριστικά του εμβρύου είναι τα εξωτε­ρικά χαρακτηριστικά του προσώ­που του. Το ποια είναι η φύσις του προσώπου του εμβρύου ή του αν­θρώπου, αυτό αναλύεται στο βι­βλίο με τίτλο «Το πρόσωπο στην Ορθόδοξη παράδοση» του Σεβ. Ιεροθέου Βλάχου. Πάντως, δεν είναι αυτό που λέει εδώ ο συγγρα­φέας. 23. Σελ. 227: «…Η ολοκλήρω­ση όμως του προσώπου επιτελείται όταν κανείς φθάσει στη δυνατότη­τα να διακρίνει το καλό από το κακό, να προκρίνει το αληθινό α­πό το θέλημα του ή ακόμη να αντι­λαμβάνεται την ελευθερία ως κατα­ξίωση εν τω αγαθώ και όχι ως δυ­νατότητα επιλογών (ελευθερία προσώπου). Αυτά όλα σφραγί­ζουν την ολοκλήρωση του προσώ­που. Παραμένει η τελείωσή του». Εμείς, την αρχή της αποκαλύψεως του προσώπου (όχι την ολοκλήρωση του προσώπου) του ανθρώ­που θα την συσχετίζαμε με την στιγμή που ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τον Θεό, συνειδητο­ποιεί την πτώση του, αρχίζει και ενεργεί μέσα του ο φόβος του Θεού, δηλ. αρχίζει η ζωή της μετα­νοίας του. Αν δεν ενεργήση μέσα στον άνθρωπο η Χάρις του Θεού, δεν μπορεί να διακρίνη το όντως καλό από το κακό (τί είναι «κα­λό», και τί «κακό»;), να γνωρίση και να αναγνωρίση το θέλημα του Θεού, δηλ. το αληθινό, και να το προκρίνη από το θέλημά του, ούτε αντιλαμβάνεται την ελευθερία ως καταξίωση εν τω αγαθώ (εν τω θελήματι του Θεού). Τότε, κατά την ταπεινή μας γνώμη, αρχίζει η αποκάλυψις (όχι η ολοκλήρωσις, τί θα πη «ολοκλήρωσις του προσώπου»;) του προσώ­που του ανθρώπου. Είναι θεμελι­ώδες να κατανοηθή, ότι η αποκάλυ­ψις του προσώπου έχει άμεση σχέ­ση με την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Τελείωσις του προσώπου επιτελείται όταν ο άνθρωπος αγιά­ση. Όταν αξιωθή να του αποκαλυφθή το πρόσωπο του Θεού, που συμβαίνει στην εμπειρία της θεώσεως. 24. Σελ. 260: «…Η προκλητή εξαγωγή σπέρματος γίνεται με μη φυσικούς και συνήθως ηθικά μη αποδεκτούς τρόπους. Όταν όμως αποσκοπεί στη δημιουργία απογόνων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εφάμαρτη πράξη απώλειας σπέρμα­τος, αρκεί να επιτελείται με τρό­πους μη ευτελιστικούς του καθό­λου ανθρώπου. Παρά ταύτα, απαι­τεί ιδιαίτερη ευαισθησία και προσο­χή, αφού αποτελεί οργασμό έξω από τα πλαίσια της φυσιολογικής συνουσίας». Εδώ, ισχυρίζεται ο συγγραφέ­ας ότι η προκλητή εξαγωγή σπέρ­ματος (δι’ αυνανισμού φυσικά) ε­νός δότη σπέρματος, (όχι του συζύ­γου, φυσικά, διότι ο σύζυγος είναι ακατάλληλος προς τεκνογονία, σ’ αυτήν την περίπτωση), δεν μπο­ρεί, επειδή αποσκοπεί στην δημι­ουργία απογόνων, να θεωρηθή ως εφάμαρτη πράξη. Αλλά, αν ο δότης σπέρματος είναι ένας συγκε­κριμένος εύρωστος νέος, που μόνι­μα χρησιμοποιεί μία αναπαραγω­γική κλινική σαν πηγή, «κρουνό», σπέρματος, τότε πάλι η προκλητή εξαγωγή σπέρματος δεν μπορεί να θεωρηθή ως εφάμαρτη; Αν, όμως, «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», τότε γιατί ο δότης να μη κοιμηθή με την σύζυγο; Αυτό, θα ήταν μοιχεία, ή η συνεύρεσις εδώ αμνηστεύεται, επειδή αποσκοπεί σε παιδοποιΐα; Έτσι δε, υπάρχει και το πλεονέκτημα, ότι αποφεύγεται και η εξωσωματική γονιμοποίησις και το έμβρυο συλλαμβά­νεται φυσιολογικά. Εκτός, όμως, του γάμου, κηρύτ­τει η Εκκλησία, πάσα σαρκική η­δονή είναι εφάμαρτος.. Ο δε αυνανι­σμός, είτε μέσα στον γάμο, είτε έξω από τον γάμο, είναι αμαρτία, και πάντα συνοδεύεται από εφάμαρ­τη ηδονή. Πώς, λοιπόν, ισχυρίζε­ται ο συγγραφέας, ότι δεν μπορεί να θεωρηθή ως εφάμαρτη πράξη; Ερώτημα: Ο αυνανισμός στον όποιον υποβάλλεται ο άνδρας προκειμένου να διαπιστωθή αν το σπέρμα του είναι γόνιμο, είναι ε­φάμαρτη πράξη, ή όχι; 25. Σελ. 271: Εδώ, ο συγγραφέ­ας έχει περιπέσει σε σύγχυση. Μιλά περί αληθείας χωρίς να διακρίνη, ότι υπάρχει: α) Η όντως Αλήθεια, η οποία είναι ο Χριστός. Αυτός είναι και η «πάσα αλήθεια», β) Η περί ζωής αλήθεια, που είναι η θεία γνώσις, γ) Η αλήθεια περί του Θεού, που είναι η άγνωστη γνώσις περί του ακτίστου, δ) Η αλήθεια περί του κόσμου, δηλ. η αλήθεια περί της κτιστής δημιουργίας. Αυτή αποκαλύπτε­ται ως θεωρία των όντων στον κεκαθαρμένο νουν (όχι την διάνοια), και πληροφορεί περί των λόγων των όντων. ε) Η επιστημονική αλήθεια πε­ρί των φυσικών νόμων, των υλικών κτισμάτων, και των φυσικών φαι­νομένων. Λέει, λοιπόν:« Το σωστό συμβαί­νει πολλές φορές να είναι και το πραγματικό· δεν είναι όμως πάντο­τε το αληθινό. Αληθινό είναι το ελεύθερο». Εδώ, λοιπόν, αρχίζει με φιλοσο­φία. Το «σωστό». Ποιο είναι το σωστό; Δεν το ορίζει. Σίγουρα, έ­τσι όπως το θέτει, το σωστό είναι μία ιδέα. Μία άποψις για κάτι. Τί σημαίνει: «Το σωστό συμβαίνει πολλές φορές να είναι και το πρα­γματικό»; Τίποτε. Δεν επεξηγεί τι εννοεί. Ποιο είναι το πραγματι­κό; Πώς ορίζεται; Και συνεχίζει: «(Το σωστό) δεν είναι όμως πάντοτε το αληθινό». Πότε είναι, και πότε δεν είναι; Δεν μας λέει. Και συνεχίζει: «Αληθινό είναι το ελεύθερο». Το ελεύθερο από τί; Δεν μας επεξηγεί. Μάλλον εννοεί από τον νόμο της φθοράς. Και συνεχίζει: «Η αλήθεια εί­ναι μία και αμετάθετη, ενώ η πρα­γματικότητα διαμορφώνεται και από μας. Η πραγματικότητα, όπως εμείς την έχουμε διαμορφώσει, μπορεί να μην έχει και πολλή σχέ­ση με την αλήθεια». Η αλήθεια, ποια αλήθεια; Πε­ρί Θεού, περί του κόσμου, ή η επι­στημονική αλήθεια περί της κτίσε­ως; Αν, όμως, η αλήθεια είναι αμε­τάθετη, τότε η πραγματικότητα δεν έχει ποτέ σχέση με την αλήθεια, διότι η πραγματικότητα καταλύε­ται με τον χρόνο και πάντα και παντού συνεχώς μεταβάλλεται. Ο συγγραφέας λέει ότι μπορεί να μην έχη και πολλή σχέση με την αλήθεια. Μπορεί, όμως, και να έ­χη; Και, πότε έχει, και πότε δεν έχει. Παρακάτω, λέει: «…Η αλήθεια δεν μπορεί να αντιβαίνει προς το κοινό αίσθημα περί καλού και ορ­θού, όπως αυτό εκφράζεται από την προσωπική και κοινωνική συν­είδηση». Πάλι, για ποια αλήθεια μιλά­ει εδώ; Μάλλον, για την αλήθεια που επιδιώκει να ανακαλύπτη η επιστήμη σχετικά με την φύση και τις δυνατότητες του ανθρώπου. Το αίσθημα περί καλού και ορ­θού δεν είναι ποτέ κοινό, διότι εί­ναι άμεσα συνδεδεμένο με το ήθος του ανθρώπου. Το δε ήθος του αν­θρώπου διαμορφώνεται από την θρησκευτική πίστη ή ιδεολογία του, από τα φυσικά και επίκτητα χαρίσματα, τα πάθη και τις αρε­τές του, από τις επιθυμίες και ανά­γκες του, από τις γνώσεις του, την παιδεία του, από το περιβάλλον (κοινωνικό, πνευματικό, κ.λπ.) και από την Χάρη του Θεού που δέχε­ται ανά πάσαν στιγμήν ο άνθρω­πος. Βέβαια, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής μέσα σε όλους τους ανθρώπους, λόγω του ‘κατ’ εικόνα’ που έχει κάθε άνθρωπος μέσα του και της ενεργείας του σπερματικού λόγου. Αυτός ο παρονομαστής διαμορφώνει ένα γενικό πλαίσιο περί του καλού και του ορθού μέ­σα σε κάθε άνθρωπο, και αυτό εκ­δηλώνεται σαν κοινό αίσθημα, κοινό αισθητήριο περί του κάλου και του ορθού σε όλους τους ανθρώ­πους. Αυτό επηρεάζει και την προ­σωπική και κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων, ώστε να διαμορ­φώνεται ένα θεμελιώδες παγκό­σμιο ήθος. Η προσωπική και κοινωνική συνείδηση, όμως, επηρεάζεται και διαμορφώνεται και από εξωγενείς παράγοντες. Αποτέλεσμα αυτού είναι τα εγκλήματα και οι πόλε­μοι. Οπότε, η αλήθεια περί του αν­θρώπου που ανακαλύπτει η επιστή­μη, πράγματι, δεν μπορεί να αντι­βαίνει προς το κοινό αίσθημα πε­ρί κάλου και ορθού, διότι η επιστή­μη ανακαλύπτει τα κρυφά μυστι­κά του ανθρώπου, και όχι κάτι το διαφορετικό. Παρακάτω, ο συγγραφέας λέ­ει: «Η ισορροπία ανάμεσα στην υπερβατική αλήθεια της ελευθερί­ας και τη δεοντολογική αλήθεια της ορθότητος είναι βασικό στοιχείο κάθε υγιούς προβληματικής». Εδώ, εισάγει νέες έννοιες, όπως «υπερβατική αλήθεια της ελευθερί­ας» και «δεοντολογική αλήθεια της ορθότητος», αποτέλεσμα φιλο­σοφικής διεργασίας, και οι δύο. Δηλ., ο συγγραφέας κάνει φιλο­σοφία, και μάλιστα χωρίς να επεξηγή τι εννοεί. Οπότε, αφού δεν κα­τανοούμε τι θέλει να πη, δεν μπο­ρούμε και να το κρίνωμε. Πάντως, αυτή η φράσις φαίνεται ασύνδε­τη με τα προηγούμενα. Τελικά, όλο το υποτμήμα (β) της σελ. 271 είναι, για μας, ακαταλα­βίστικο.

γ. Πνευματικά, ηθικά, θεσμι­κά και κοινωνικά πλαίσια Βιοϊατρι­κής.

Ο συγγραφεύς του βιβλίου, στην πρώτη ομιλία του βιβλίου αυτού με τίτλο “Βιοηθική και ο άνθρωπος”, αναφέρεται στο γενικώτερο και ευρύτερο αρνητικό κοινωνικό, πολιτικό και πνευματι­κό πλαίσιο, μέσα στο οποίο αντιμε­τωπίζονται σήμερα τα θέματα βιοηθικής. Διεσπαρμένα, επίσης, μέσα στο βιβλίο σκιαγραφείται το αρνητικό πλαίσιο αυτό, το οποίο είναι το εξής: Σελ. 34: «Η άμυνα της ψυχής στον μονόπλευρο παραγκωνισμό που της γίνεται εκφράζεται ως αύ­ξηση των ψυχικών παθήσεων. Η βελτίωση της σωματικής υγείας συνοδεύεται από έκρηξη των α­σθενειών της ψυχής, από υποβά­θμιση του βουλητικού δυναμικού και της αντοχής της και από πλή­ρη αποξένωση από τις πνευματι­κές της δυνατότητες». Σελ. 35: «Τη μοναδικότητα του προσώπου μας έρχονται να αμφισβητήσουν οι σύγχρονες γενε­τικές ανακαλύψεις και ιατρικές πρακτικές. Η υποκατάσταση της κατάστασης του ανθρώπου από άψυχες αριθμητικές παραμέτρους, η αντικατάσταση της ιατρικής θαλπωρής από τη διάγνωση της ιατρικής ομάδας και του ιατρεί­ου από το κερδοσκοπικό θεραπευ­τήριο τι άλλο κάνουν από το να αποπροσωποποιούν την υγεία και να ισοπεδώνουν τον ασθενή; Παράλληλα, η εμφάνιση των κλωνοποιητικών τεχνικών, η υπο­κατάσταση του τυχαίου -που αποτε­λεί την κύρια προστασία της μοναδικότητος του προσώπου- από το επιλεγμένο χαρακτηριστικό, η δια­πίστωση ότι το DNA δύο τυχαίων ανθρώπων συμπίπτει κατά το 99,9% και φυσικά η εξασθένηση του αυτεξουσίου οδηγούν στο ύποπτο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι έχου­με τελικά περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές. Είμαστε περισ­σότερο είδος παρά πρόσωπα». Σ’ αυτό το συμπέρασμα συντεί­νει και η αποδοχή από την επιστή­μη της θεωρίας του επιστημονι­κού υλισμού, που βασίζεται στην θεωρία της εξελίξεως των ειδών του Δαρβίνου. 3. Σελ. 36: «Η σύγχρονη βιοϊατρική ερευνά δεν είναι απλά επικεν­τρωμένη στην υγεία -αυτό είναι πολύ φυσικό και δικαιολογημέ­νο- αλλά αγωνίζεται για τη βελτίω­ση και παράταση της επιγειότητος αγνοώντας εντελώς τη φύση και την πραγματικότητα της ψυχής· την απογυμνώνει από το μεταφυσι­κό νόημά της, τη στιγμή που δί­νει μεταφυσική έπαρση στα εντελώς ανθρώπινα επιτεύγματά της· αποξε­νώνει την ζωή από την πλέον βέ­βαιη πραγματικότητα, το γεγο­νός του θανάτου, και έτσι συμπιέζει τον άνθρωπο μέσα στην ασφυξία του χρόνου, τον πνίγει με την θηλειά του παροδικού και του υπο­καθιστά την αλήθεια της πραγμα­τικότητάς του με το ψέμα των επιστημονικών φαντασιώσεων. Η υ­περτροφική μέριμνα για την παράταση και βελτίωση της επίγειας ζωής δυστυχώς όχι μόνον δεν συν­δυάζεται με παράλληλη καλλιέρ­γεια, αλλά και υποβαθμίζει την προοπτική της “μενούσης κρείττονος υπάρξεως εν ουρανοίς”7». Εδώ, η έκφρασις «μεταφυσι­κό νόημα» της ψυχής, νομίζομε, ότι είναι λανθασμένη. Η ψυχή δεν έχει μεταφυσικό νόημα, ή μεταφυ­σική υπόσταση, αλλά πνευματική φύση και υπόσταση. 4. Σελ. 36: «Αυτός ο υπερτονισμός της αξίας του βιολογικού αν­θρώπου και η αλαζονεία που συνε­πάγεται οδηγούν σε μία ψευδαί­σθηση αυτάρκειας. Η φαρμακευ­τική ή ψυχοτεχνική απαλλαγή από το ψυχολογικό αδιέξοδο, η ανυπο­χώρητη απαίτηση για θεραπεία από την ασθένεια,… η ανάγκη για υγεία η παιδοποιΐα σταδιακά απομακρύνουν την προσφυγή και ελπί­δα στον Θεό και την υποκαθιστούν με την εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο επίτευγμα και την επιστήμη». 5. Σελ 37: «Στον κόσμο της φυσι­κής νομοτέλειας και της γενετικής κυριαρχίας η ψυχή και το αυτεξού­σιο δεν φαίνεται να έχουν θέση. Ο άνθρωπος νοείται χωρίς ψυχή και η ψυχή δίχως αυτεξουσιότητα (όπως δηλ. των ζώων). Γι’ αυτό, και ο κόσμος φαντάζει με τον άν­θρωπο μοναχικόν χωρίς ούτε τον Θεό ούτε την ανάγκη Του». 6. Σελ. 46: «Καθώς αυξάνει η γνώση μας, εκθετικά αυξάνουν οι συνέπειες της άγνοιάς μας. Επί­σης, οι επιθυμίες μας είναι πολύ ασθενέστερες από τους μηχανι­σμούς της σύνεσης που απαιτούνται για να τις κοντρολάρουν και να τους δώσουν μία σωστή κατεύθυνση και, ενώ πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα οι επιθυμίες μας, υπο­βαθμίζεται επικίνδυνα η σύνεση». 7. Σελ. 65: «Η εντυπωσιακή στις μέρες μας πρόοδος των βιοϊατρικών εφαρμογών και οι ευρύτατες πρακτικές συνέπειές τους δημιουρ­γούν νέες ηθικές ευαισθησίες, τον πειρασμό για αναθεώρηση των κλασσικών κριτηρίων του καλού και του κακού, του επιτρεπτού και μη επιτρεπτού και την ανάγκη ε­νός consensus καθορισμού περιορι­στικών κριτηρίων προστασίας αυ­τής της ίδιας της ζωής και του ανθρώπου ως προσώπου…». 8. Σελ. 68-70: «…Σήμερα η ιατρι­κή κατήντησε περισσότερο επιχεί­ρηση παρά επιστήμη· περισσότε­ρο σχεδιασμός και προγραμματι­σμός παρά γνώση και ανακάλυψη· στο βάθος της διακρίνεται πιο πολύ η σκοπιμότητα τον οικονομι­κού κέρδους παρά η επιδίωξη της υγείας ή πολύ περισσότερο η ανάγ­κη των ανθρώπινων σχέσεων… Οι αμοιβές των ιατρών έφθασαν σε απαγορευτικό επίπεδο… τα νοση­λεία έγιναν απλησίαστα. Τη “λύ­ση” έφεραν οι ασφαλιστικές εται­ρείες, οι οποίες με τη σειρά τους προσδιορίζουν το πόσο θα μείνει κανείς στη μονάδα εντατικής θερα­πείας και σε ποια θεραπευτική διαδικασία ή επέμβαση θα υποβλη­θεί, το αν θα δοθεί κάποιο όργανο στον έναν ή τον άλλον ασθενή, το αν τελικά και πως θα επιζήσει ή όχι. Η λογική των οικονομικών πα­ραμέτρων διαδέχθηκε τη λογική των αισθημάτων και των αντικειμε­νικών αναγκών. Η ηθική των στε­νών συμφερόντων των μικρών ομά­δων υποκατέστησε την παγκόσμια ηθική των αιωνίων αξιών. (Αλή­θεια, ποια ήταν αυτή η “παγκό­σμια ηθική των αιωνίων αξιών”;). … Μία κοινωνία υλιστική, που το θεμέλιό της είναι το συμφέρον και το χρήμα, είναι δυνατόν στη δια­μόρφωση της πολιτικής της και την πορεία της εξέλιξής της να μη επηρεάζεται καθοριστικά από τους διαχειριστές του χρήματος; …Ο άνθρωπος γίνεται πλέον μία ομάδα ανεξαρτήτων ή συντονισμένων εξαρτημάτων και ανταλλα­κτικών (γονιδιακή θεραπεία, μετα­μοσχεύσεις οργάνων, τεχνητά σκέ­λη και όργανα, κλπ.), το δε μεγαλει­ώδες της υπόστασής του καταρ­γείται, αφού δεν νοείται πλέον ως ανεξιχνίαστο μυστήριο αλλά ως πληροφορία προς αποκωδικοποίη­ση ή ως μηχανή προς επισκευή». 9. Σελ. 85: «…Ό,τι τώρα μας φοβίζει σε λίγα χρόνια θα έχει θε­σμοθετηθεί και θα το αντιπαρερχόμαστε με μια παθητική αποδο­χή. Οι επιτροπές της κοινωνίας θα το θεωρούν πλέον ηθικό. Αυτό όμως δεν θα είναι τέτοιο. Θα έχει ίσως βέβηλα επηρεάσει την ουσία του ήθους και της ηθικής. Θα έχει καίρια τραυματίσει το κριτήριο του καλού ή του κακού και θα έχει ανεξέλεγκτα αποπροσανατολίσει το δράμα του θεόμορφου ανθρώ­που… …Ήδη έχουμε προχωρήσει στην “τεχνολογία της ψυχής” και τη μηχανική επεξεργασία του προσώ­που». 10. Σελ. 86: «Αν όλα πάνε κα­λά, θα φθάσουμε μάλλον σε μία έκτρωση και μία κλωνοποίηση· την έκτρωση του αυτεξουσίου και την κλωνοποίηση της σκέψης». 11. Σελ. 87: «Η σημερινή επο­χή αγωνίζεται υπεράνθρωπα για την βιολογική μας παράταση, τη στιγμή κατά την οποία η ψυχική μας αντοχή είναι τόσο μικρή, η δε πνευματική όλο και συρρικνούται. Η φύση όμως εκδικείται, καθώς στην παράταση της ζωής απαντά με την έκρηξη νόσων ψυχικής ή νευρικής κάμψης, όπως π.χ. της νόσου του Alzheimer. Για φαντα­σθείτε σώματα που φιλοξενούν παράλυτες ψυχές να δυσκολεύον­ται να αναπαυθούν, να πεθάνουν! Εκεί μας οδηγεί η υπερβολική τεχνολογία…» 12. Σελ. 31: «Η νέα μορφή ζωής θα δομεί την ποιότητά της πάνω στον θάνατο ανυπεράσπιστων και αδύνατων συνανθρώπων μας». 13. Σελ. 32: «Οι σχέσεις (ασθε­νούς και ιατρού) δεν αλλοιώθηκαν απλά έπαυσαν πλέον να υπάρχουν». 14. Σελ. 33: «Το πρόσωπο όλο και συρρικνώνεται. Η ελευθερία του ανθρώπου απειλείται όσο πο­τέ από την αιχμαλωσία στους νό­μους και τα οικονομικά συμφέρον­τα». 15. Σελ. 38: «Για την Εκκλη­σία… το αυτεξούσιο, η ελεύθερη βούληση, ο αρμονικός σύνδεσμος ψυχής και σώματος και η μοναδι­κότητα και ιδιαιτερότητα των προ­σώπων συνθέτουν τον κύριο άξο­να της σωτηρίας και την πολυτιμό­τερη περιουσία του ανθρώπου, η δε αιώνια προοπτική και η αίσθηση της ανάγκης του Θεού συναπαρτίζουν τα μέσα με τα οποία μπο­ρεί να ξεπεράσει τα δεσμά του θα­νάτου και τους περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης του. Χωρίς όλα αυτά ο άνθρωπος μπορεί μεν να παρατείνει τη διάρκεια της ζωής του, μπορεί να μεταβάλει τη μορ­φή της, δεν μπορεί όμως να έχει αίσθηση της ζωής ούτε βίωση της βαθύτερης φύσης του. Όλα αυτά τα εξασθενίζει η σύγχρονη βιοϊατρική πρόοδος». 16. Σελ. 89: «Ο κάθε ένας μας και η κοινωνία μας ως σώμα χρεια­ζόμαστε μεταμόσχευση φρονήμα­τος, ήθους και πνεύματος. Χρειάζε­ται να ανασυνδυασθούν τα γονί­δια της ψυχής και του πνεύματος ώστε να περάσουμε από τη φιλοδο­ξία της τεχνολογίας του βίου στην αυτοσυνειδησία της “τεχνολογί­ας” της ψυχής. Η αθανασία δεν επιτυγχάνεται με τεχνολογία αυτού που πεθαίνει, των γονιδίων μας, αλλά με μεταμόρφωση αυτού που δεν πεθαίνει, της ψυχής μας». 17. «Η υπερβολική ενασχόλη­ση με το φαινόμενο της ζωής, την υγεία, το σώμα μας είναι πιθανόν να υποβαθμίσει την ψυχή και να καταστρέψει την εικόνα του ανθρώπου μέσα μας. Έτσι μπορεί να δη­μιουργήσει μία βιολογική φιλοζωία, η οποία το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να φθείρει την ψυχή και να οδηγήσει σε γενικευμέ­νη και μυωπική φιλαυτία. Ήδη οι κοινωνίες μας πάσχουν από άκρατο εγωκεντρισμό και α­χαλίνωτο εγωισμό. Γι’ αυτό και ο κοινωνικός χαρακτήρας τους είναι σχεδόν ανύπαρκτος· συντηρούνται από μια εσωτερική δύναμη που λέγεται “κοινωνία”, διαπροσωπι­κή σχέση. Όταν ο καθένας μυωπι­κά αγωνίζεται μόνο και μόνο για να μην αρρωστήσει ή να επιβρα­δύνει τον θάνατό του ο ίδιος, τό­τε ποια συνεκτική δύναμη θα κα­ταφέρει να συντηρήσει την ζωή και να εξουδετερώσει τις διασπα­στικές τάσεις του κοινωνικού σώματος;». 18. Σελ. 106: «Οι αποφάσεις των άλλων για μας, είτε αυτοί λέγον­ται γιατροί είτε γονείς είτε νόμοι είτε οικονομικά συμφέροντα, τεί­νουν να γίνουν καθοριστικές της πορείας μας και δεσμευτικές της εξέλιξής μας. Οι άνθρωποι αποκτούμε μεγάλη μεν δύναμη, την οποία όμως δεν μπορούμε να χρησι­μοποιήσουμε για τον εαυτό μας. Η ανθρώπινη δύναμη βρίσκεται στα χέρια των γνωστών ή αγνώ­στων “άλλων”, που έχουν ήδη απο­φασίσει για μας. Το ανθρώπινο θέλημα έχει υποκαταστήσει, μα­ζί με το θέλημα του Θεού στη ζωή μας, και κάθε ενδεχόμενο δικής μας επιλογής». 19. Σελ. 134: «Ένας άνθρωπος με υπερβολικά έντονη βιολογική ελπίδα, με συνείδηση γονιδιωματικής αποκλειστικότητος, αμφιβο­λία ψυχικού σθένους και αμφισβή­τηση τον αυτεξουσίου του, κινδυνεύει να λειτουργεί περισσότερο ως μηχανή και λιγότερο ως πρόσω­πο. Η επικέντρωσή του στο εφή­μερο του αποδυναμώνει την αίσθηση της αιώνιας προοπτικής· η αλόγιστη προσπάθεια καθυστέ­ρησης της βιολογικής φθοράς εξα­σθενίζει τη σχέση του με την εμπει­ρία της αφθαρσίας· η ανάγκη της υγείας και της ζωής και τα συνα­φή υπερβολικά ενδιαφέροντα της βιολογικότητός του υπογραμμί­ζουν την κυριαρχία του σώματος επί της ψυχής· η αλαζονεία που γεννάται από τη δυνατότητα διόρ­θωσης τον απομακρύνουν από την αίσθηση και την ανάγκη του Θεού. Ο άνθρωπος γίνεται περισσότε­ρο βιολογικός και λιγότερο λογικός· περισσότερο σωματικός και λιγότερο πνευματικός· όλο και πε­ρισσότερο διεισδύει στις αρμοδιό­τητες του Θεού, αισθάνεται δημι­ουργός, Τον υποκαθιστά και τέ­λος Τον αρνείται». 20. Σελ. 206: «Και κάτι ακόμη· μία κοινωνία θεμελιωμένη στο συμφέρον, στην εφήμερη ευημερία, που κινείται από το χρήμα και κα­τευθύνεται από την εκμετάλλευση· μία κοινωνία που αγνοεί τις αξίες, έχει οξυωπία για τις εκτροπές και μυωπία για τις αρετές· μία κοινω­νία που η ίδια καλλιεργεί και τέ­λος νομιμοποιεί τις παρανομίες (π.χ. αμβλώσεις) · μια κοινωνία που για να βελτιώσει την υγεία ή την κοινωνική ζωή αυτών που ζουν και φαίνονται, επιλέγει τον εξαναγκαστικό βιολογικό θάνα­το αυτών που ζουν αλλά δεν φαί­νονται· είναι δυνατόν αυτή η κοι­νωνία να ρυθμίσει σωστά και με ισόρροπη ευαισθησία θέματα τό­σο λεπτά όσο το θέμα που μελετούμε;». 21. Σελ.233: «Ο αγώνας κατά της πτώσης και της φθοράς, όπως γίνεται στις μέρες μας, αποξενωμέ­νος από την αίσθηση της ανάγκης της χάριτος του Θεού, η προσπά­θεια να ελεγχθεί ο άρρωστος και ασθενής φυσικός κόσμος και να αντικατασταθεί από κάποιον άλλο τεχνολογικό κόσμο με άλλους νό­μους και αρχές που υπόσχεται πολ­λά, μπορεί να μας κληρονομήσει έναν δυνατό και ανεξέλεγκτα καταστροφικό κόσμο που θα έχει εξα­σφαλίσει κάποια ζωή, θα έχει όμως εξαφανίσει τη χάρι του Θεού». Εδώ, είναι η μόνη ίσως φορά, που ο συγγραφέας γίνεται σαφής και ορθός στην έκφρασή του, όταν μιλάη για «την ανάγκη της Χά­ριτος του Θεού» και όχι για «την ανάγκη του Θεού», για την οποία μιλάει σε άλλα σημεία στο βιβλίο του, στα οποία, νομίζομε, πρέπει να διορθώση την έκφραση αυτή. 22. Σελ. 281: «Η υγεία…έγινε έντονα οικονομική. Μπήκε μέσα της καθοριστικά το χρήμα και η πολυπλοκότητα. Συχνά η υγεία και η ζωή μας κρίνονται με καθα­ρά οικονομικά και νομικά κριτή­ρια. Πανάκριβα μηχανήματα, τερά­στιες αμοιβές, απλησίαστα νοσήλεια, όλα απόρροια της υψηλής τεχνολογίας, μεταφέρουν συχνά το πρόβλημα της υγείας από το ε­πίπεδο της δυνατότητος θεραπείας σ’ αυτό της οικονομικής ανταπόκρι­σης και επάρκειας. Το πόσο θα μείνει κανείς στη μονάδα, το αν θα δοθεί κάποιο όργανο στον έναν ή στον άλλον ασθενή, το αν θα υ­ποστεί κάποιος την μία ή την άλλη λιγότερο ή περισσότερο δαπανη­ρή θεραπεία ή επέμβαση έπαψε πλέον να είναι θέμα καθαρά ιατρι­κό- έγινε έντονα οικονομικό. Η τεχνολογία κοστίζει· το ίδιο και η υγεία. Την απολαμβάνει οποί­ος έχει και πληρώνει…». 23. Σελ. 209: «Πολλοί εκ των ε­πιστημόνων υποστηρίζουν έντονα την άποψη ότι επιλέγοντας όρ­γανα και ιστούς από πλεονάζον­τα έμβρυα μπορούμε πολύ να βελτιώσουμε την υγεία μας και τους όρους ζωής των ήδη ζώντων αν­θρώπων. Κάτι τέτοιο όμως δε χωρίζει τους ανθρώπους σε κατηγορίες ευνοουμένων και μη; Στην εποχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αυ­τό δεν είναι φυλετισμός, ρατσι­σμός; Δεν είναι καλύτερα αντί να εξαναγκάζουμε έναν σε θάνατο να πεθαίνουν δέκα φυσιολογικά; Το δεύτερο είναι φθορά. Το πρώτο διαστροφή και διαφθορά. Η απροστάτευτη ζωή ενός εμ­βρύου έχει πολύ μεγαλύτερη ηθι­κή αξία από την αυτόνομη ζωή ε­νός φυσιολογικού ανθρώπου. Το δικαίωμα της αρχής της ζωής είναι ανώτερο από την προστασία της από τη φυσιολογική φθορά». Εδώ, διερωτώμεθα: Αύτη η λο­γική και ευαισθησία δεν θα μπορούσε να είχε εφαρμοσθή, εκ μέ­ρους του συγγραφέα, και στο θέ­μα των μεταμοσχεύσεων; Το δικαίω­μα του φυσιολογικού θανάτου εί­ναι κατώτερο από το δικαίωμα των συγγενών ή της Πολιτείας να κάνουν χρήση του σώματος του ε­τοιμοθάνατου για παράταση ζωής άλλων; 24. Σελ. 228: «… Η ζωή είναι δώρο ιερό και μεγάλο γιατί κληρονομιά της δεν είναι ο θάνατος, αλ­λά τη διαδέχεται μια κατάσταση καλύτερης, αληθινής ζωής. Ο θάνατος είναι ιερός γιατί δεν είναι θάνατος ούτε τέλος, αλλά αρχή και ανάσταση στην όντως ζωή. Είναι τόσο σημαντική η νέα γέννηση (δηλ., η είσοδος στην άλλη ζωή, την αιώνια) ώστε, μπροστά της, το τέλος της βιολογικής ζωής είναι ασήμαντα μικρό. Γι’ αυτό και κάθε τεχνολογία που με το πρόσχημα της παράτασης της ζωής στην ουσία παρεμποδίζει τον φυσικό θάνατο είναι ευάλωτη πνευματικά». Στις μεταμοσχεύσεις, με το πρόσχημα της παράτασης της ζωής, παρεμποδίζεται ο φυσικός θάνα­τος του δέκτη. Αλλά και του δό­τη, όπως σε άλλα σημεία του βιβλί­ου του έχει υποστηρίξει ο συγγρα­φέας (μέχρι να τον σκοτώσουν και να του πάρουν τα όργανα). Άρα, σύμφωνα με τα λόγια του αυτά, παραδέχεται ο συγγραφέας, ότι και η τεχνολογία των μεταμοσχεύ­σεων είναι πνευματικά ευάλωτη, δηλ. όχι πάντα συμφέρουσα. Βέβαια, για έναν ο οποίος είναι έτοιμος να πεθάνη, δηλ. έχει προετοιμασθή πνευματικά, ώστε να εισέλθη στην μετά θάνατον ζωή με πληροφορία σωτηρίας, γι’ αυτόν η παράταση της βιολογικής ζωής του, με την βοήθεια οποιασδήπο­τε τεχνολογίας, είναι περιττή, ίσως και ανεπιθύμητη από τον ίδιο. Όμως, για έναν ο οποίος δεν ευρίσκεται σε μετάνοια, αλλά έχει προϋποθέσεις μετανοίας, η τεχνολο­γία των μεταμοσχεύσεων μπορεί να του παρατείνη την ζωή, ώστε να μπορέση να προετοιμασθή για την άλλη ζωή. Αρκεί, βέβαια, ο δότης να είναι πτωματικός (θα είναι, όμως;), δηλ. να μη σκοτώσουν κάποιον άλλον για να ζήση αυτός. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση η τεχνολογία των μεταμοσχεύσεων δεν είναι ευάλωτη πνευματικά. Για έναν, ο οποίος δεν έχει προϋ­ποθέσεις μετανοίας (αυτό, στην πράξη, κανείς δεν μπορεί να το ξέρη, μόνο ο Θεός το ξέρει), η παράτασις της ζωής του με μεταμό­σχευση ζωτικού οργάνου, δεν θα τον ωφελήση πνευματικά, αλλά θα είναι προς κατάκρισίν του, ό­πως, δυστυχώς, συνέβη με τον καϋμένο τον Γιάννη Λ., ο οποίος, αν και έκανε μεταμόσχευση καρδίας και έζησε άλλα δέκα χρόνια, επει­δή δεν ήλθε σε μετάνοια, ούτε ευχα­ρίστησε τον Θεό για το δώρο, κα­τήντησε να πεθάνη μέσα σε βαθειά απόγνωση, απομονωμένος και κλεισμένος στον εαυτό του, προγευόμενος δηλ. την κόλασή του μέσα στην μοναξιά του. Σε τι τον ωφέλησε η μεταμόσχευση καρ­διάς; Σε τίποτε απολύτως. Ενήργη­σε προς κατάκρισίν του. Σε μία τέτοια περίπτωση, η τε­χνολογία των μεταμοσχεύσεων, ό­ταν εφαρμόζεται χωρίς πνευματι­κή προετοιμασία και προοπτική του ασθενούς, είναι όντως ευάλω­τη πνευματικά. 25. Σελ. 285: «Καθώς η επιστή­μη διευρύνει τα σύνορα της Ιατρικής, μαζί με τα νεύρα μας, τεντώ­νει και τα όρια της παραδοσιακής ηθικής… Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η προσωπική αυτονομία φαίνεται πως αποτελούν το βαρύ τίμημα της καλύτερης υγείας. Η τεχνολογική ιατρική τείνει να καταστή απάνθρωπη όσον αφορά στην κοινωνική επικοινωνία, δια­τρέχοντας έτσι τον κίνδυνο να προσβάλει καίρια τις ανθρώπινες σχέσεις, και μόνον ανθρώπινη όσον αφορά στις ανθρώπινες δυνατότη­τες, περιορίζοντας έτσι σημαντι­κά τον ορίζοντα των προοπτικών. Έχει μη ανθρώπινα εξασθενίσει την ανθρωπιά και απάνθρωπα αυ­ξήσει τον ανθρωπομονισμό. … Το πρόβλημα δεν είναι η τεχνο­λογία, αλλά η μορφή και η κατεύ­θυνση που τελικά της δώσαμε… Τα αίτια ποτέ δεν βρίσκονται στα άψυχα. Το πρόβλημα είναι ο άνθρωπος. Δυστυχώς η έκρηξη της τεχνολογίας συμπίπτει με μια βαθειά κρίση αξιών… …Χωρίς αμφιβολία, μαζί με τα προβλήματα που λύνει η τεχνολο­γία, δημιουργεί νέα, πρωτοφανή και τεράστια διλήμματα. Στο μέ­τρο που είναι αξεπέραστα προκα­λεί σύγχυση. Στο επίπεδο που μπο­ρούμε να παλεύουμε μαζί τους γεν­νά πρωτόγνωρες ευαισθησίες και φέρνει στην επιφάνεια νέα στοι­χεία γι αυτήν την ίδια την ανθρώπι­νη ταυτότητα… …Η τεχνολογία, η εξέλιξη και η πρόοδος δεν χρειάζονται οδηγί­ες· χρειάζονται οδηγό. Χρειάζον­ται τον άνθρωπο. Τον αληθινό άν­θρωπο…». 26. Σελ. 107-108: «…Φτιάχνου­με και περιποιούμεθα τα σώματά μας με κάθε λεπτομέρεια και παρα­τήσαμε τις ψυχές μας. Επιδεικνύ­ουμε δυσανάλογη μέριμνα για τη βιολογική μας διάσταση που τε­λειώνει και πλήρη αδιαφορία για την πνευματική που αιώνια παρα­μένει». Αυτό που θα είχαμε να πούμε, μετά την παράθεση των ανωτέρω λόγων του συγγραφέα, είναι ότι ο ίδιος, εκ των λόγων του, θα ώφειλε να ήταν πολύ επιφυλακτικός στο θέμα των μεταμοσχεύσεων, και όχι τόσο ενθουσιώδης όσο εμφανίζεται. Οι καιροί είναι πονηροί, τα συμφέροντα τεράστια, το ανθρώπινο πρόσωπο περιφρονεί­ται. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να δε­χθούμε καλή προαίρεση στους υπερμάχους των μεταμοσχεύσε­ων, και να μη τους αντιμετωπίζω­με με μεγάλη επιφύλαξη; Ειδικά την Πολιτεία; Η Εκκλησία, μέ­σα σε τέτοια πλαίσια ζωής, δεν οφείλει να είναι πολύ επιφυλακτι­κή και καθόλου ενθουσιώδης; Δεν οφείλει να είναι φρόνιμη ως ο ό­φις; Πού, λοιπόν, την οδηγεί ο εν­θουσιασμός του συγγραφέα;

δ. Ειδική κριτική στα λεγόμε­να περί μεταμοσχεύσεων.

1. Σελ. 31: «Προκειμένου να δώ­σουμε ζωή εκεί που εμείς θέλουμε, παίρνουμε την ελευθερία των αδύνατων ατόμων (εγκεφαλικά νεκρών) και τη σιωπή τους τη βαφτίζουμε “συγκατάθεση” (“εικα­ζομένη συναίνεση” στη νομοθε­σία των μεταμοσχεύσεων)». Εδώ, φαίνεται καθαρά, ότι ο συγγραφέας θεωρεί τους εγκεφαλι­κά νεκρούς ως ζώντες. 2. Σελ. 43: «Με τη σύγχρονη ια­τρική τεχνολογία, η τεχνητή υποστήριξη κατέστησε δυνατή την καρδιακή λειτουργία μετά την επέ­λευση του εγκεφαλικού θανάτου και αδύνατον τον ακριβή προσδιο­ρισμό του βιολογικού θανάτου». Εδώ, ο συγγραφεύς ομολογεί, ότι ο εγκεφαλικός θάνατος δεν εί­ναι ο βιολογικός θάνατος, η στι­γμή του οποίου δεν μπορεί να προσδιορισθή. Δηλ., ο εγκεφαλι­κός θάνατος μπορεί να οδηγή (συν­ήθως, αν και υπάρχουν και εξαιρέ­σεις) τον άνθρωπο στον βιολογι­κό θάνατο, αλλά δεν είναι ο βιολο­γικός θάνατος. 3. Σελ. 48: «Ένα όμως ιδιαίτε­ρα αξιοσημείωτο είναι ότι ο μέ­σος Έλληνας, και αυτό δεν είναι άσχετο με την Ορθόδοξη πίστη και ζωή του, δίνει πιο εύκολα το δικό του νεφρό εν ζωή στο παιδί του παρά (το νεφρό) του (εγκεφα­λικά νεκρού) παιδιού του μετά θά­νατον στον γείτονα». Εδώ, ο συγγραφεύς, σαφώς εν­νοεί ότι ο εγκεφαλικός θάνατος είναι ο βιολογικός θάνατος. 4. Σελ. 49-50: Στο παράδειγμα του νέου της Δυτικής κοινωνίας που τραυματίζεται θανάσιμα με μηχανάκι, ο συγγραφέας λέει: «… Η αναπνευστική και καρδια­κή λειτουργία του σώματός του έ­χουν χάσει την αυτονομία τους και συντηρείται με μηχανήματα… Οι ειδικοί… ανακοινώνουν ότι είναι εγκεφαλικά νεκρός… Οι οικείοι και οι φίλοι… αρνούνται να πιστέ­ψουν ότι μπορεί να έχει πεθάνει… Είναι αυτοί που ζουν τον θάνατό του πιο επώδυνα κι από τον ίδιο… Έρχεται όμως ο εκπρόσωπος του νόμου και λέει ότι ο εγκεφαλικός θάνατος διεγνώσθη από τους για­τρούς… υποχρεώνει τον γιατρό να βγάλει την πρίζα της συσκευής… οπότε αρχίζει η διαδικασία αφαίρε­σης των οργάνων». Εδώ, ο συγγραφέας θεωρεί τον νέο αυτόν ως βιολογικά νεκρό. Α­πλά, οι γιατροί του συντηρούν το σώμα με μηχανήματα για να ανα­στείλουν την αποσύνθεση. Εδώ, θεωρεί, ο συγγραφέας, τον εγκεφα­λικό θάνατο του ανθρώπου ως τον βιολογικό του θάνατο. Εδώ, πρό­κειται για κλασσικό παράδειγμα φόνου, μάλιστα τη εντολή της Πολι­τείας. 5. Σελ. 51: «…Ουδέποτε πρόκει­ται να απαντηθούν βασικά ερωτή­ματα, όπως επί παραδείγματι το ερώτημα αν τελικά ο θάνατος είναι ο εγκεφαλικός ή ο καρδιακός θάνα­τος. Πότε δηλ. η ψυχή φεύγει από το σώμα; Όταν νεκρώνεται ο εγκέ­φαλος ή όταν καταπαύει η καρδια­κή λειτουργία; Εμείς, ως Ορθόδοξη Εκκλησία, δεχόμαστε ότι ο άνθρωπος αφ’ ής στιγμής βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση, ο εγκέφα­λος έχει αρχίσει να αποσυντίθεται, η δε εγκεφαλική ουσία να ρευ­στοποιείται, άσχετα αν εμείς υποχρεώνουμε μηχανικά την καρδιά να λειτουργήσει. Καλό είναι να παραμερίσουμε το αναπάντητο σχολαστικό ερώτημα και να δούμε πως θα βρει έκφραση η αγάπη μας προς τον άνθρωπο αφ’ ενός και ο σεβασμός προς το γεγονός του θα­νάτου αφ’ ετέρου και ως ατόμων και ως ιατρικής επιστήμης και ως κοινωνίας». Εδώ, ο συγγραφεύς κάνει ένα λάθος. Είναι γνωστό σε όλους ότι ο καρδιακός θάνατος, μετά παρέ­λευση π.χ. μισής ώρας, είναι ο βιο­λογικός θάνατος. Ο «καρδιακός θάνατος» κατά τα 4-5 πρώτα λε­πτά, δηλ. ο κλινικός θάνατος, δεν είναι ο βιολογικός θάνατος, δεδο­μένου ότι το υπόλοιπο σώμα ακό­μη ζει, άρα η ψυχή υπάρχει στο σώμα. Απόδειξις, ότι μπορεί και γίνεται ανάνηψις στον ασθενή και επαναλειτουργεί η καρδιά του. Σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν ανασταί­νεται ο ασθενής. Απλώς συνέρχε­ται, με τεχνητά μέσα, από την κατά­σταση του κώματος στο οποίο είχε περιπέσει. Άρα, γνωρίζομε υπό ποιες προ­ϋποθέσεις ο καρδιακός θάνατος είναι ο βιολογικός θάνατος, και ότι όντως είναι ο καρδιακός θάνα­τος ο βιολογικός θάνατος του αν­θρώπου μετά παρέλευση περίπου 10 λεπτών από την παύση της καρ­διακής λειτουργίας, καθώς και ότι, αν προλάβωμε τον ασθενή και του κάνωμε ανάνηψη στα πρώτα λεπτά μετά την παύση της καρ­διακής λειτουργίας, τότε ο «καρδια­κός του θάνατος» δεν είναι ο βιολογικός του θάνατος. Αυτά τα γνωρί­ζομε και δεν αποτελούν ερώτημα. Λέει, όμως, ο συγγραφεύς: «Ου­δέποτε θα απαντηθή αν ο θάνα­τος είναι ο εγκεφαλικός ή ο καρδια­κός θάνατος». Στον καρδιακό θάνατο, ήδη α­ναφερθήκαμε. Όσο για τον εγκε­φαλικό θάνατο, έχει ήδη απαντη­θή, την στιγμή που υπάρχουν ένα σωρό ενστάσεις, και εκ μέρους του ιατρικού κόσμου, και εκ μέρους μελών της Εκκλησίας, ότι ο εγκεφα­λικός θάνατος δεν είναι ο βιολογι­κός θάνατος του ανθρώπου, διό­τι δεν μπορεί να αποδειχθή ότι εί­ναι ο βιολογικός θάνατος του αν­θρώπου· και τούτο, διότι, κατά τον εγκεφαλικό θάνατο, το υπόλοι­πο σώμα ζει και η καρδιά κτυπά, άρα η ψυχή έχει συσταλή στο υπό­λοιπο σώμα. Αλλά, ούτε οι ιατροί το δέχονται αυτό. Μία σημαντική μερίδα σοβαρών επιστημόνων δεν δέχεται τον εγκεφαλικό θάνατο σαν τον βιολογικό θάνατο. Κανείς δεν μπορεί να αποδείξη, ότι ο εγκε­φαλικός θάνατος είναι ο βιολογικός θάνατος του ανθρώπου, όταν η καρδιά ακόμη κτυπά, ή όταν το αίμα κυκλοφορή στο σώμα. Ναι, αυτό, ουδέποτε θα αποδειχθή. Και, όσοι ισχυρίζονται, ότι ο εγκεφα­λικός θάνατος είναι πράγματι ο βιολογικός θάνατος, αυθαιρετούν. Όμως, και ο ίδιος ο συγγραφεύς έχει ισχυρισθή, ότι ο εγκεφαλικός θάνατος είναι όντως ο βιολογικός θάνατος. Άρα, περιπίπτει, με όσα λέγει εδώ, σε αντίφαση. Διότι, εδώ, ισχυρίζεται, ότι «ουδέ­ποτε αυτό θα απαντηθή». Στο ως άνω τμήμα, ο συγγραφεύς μιλά εξ ονόματος της Εκκλη­σίας, λέγοντας «Εμείς, ως Ορθόδο­ξη Εκκλησία», χωρίς να είναι εκπρόσωπος της Εκκλησίας, ούτε να εκφράζη το Εκκλησιαστικό φρόνημα. Διότι, παρακάτω, λέει: «Εμείς, ως Ορθόδοξη Εκκλησία, δεχόμαστε ότι, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση του εγ­κεφαλικού θανάτου, ο εγκέφαλος έχει αρχίσει να αποσυντίθεται, ά­ρα ο άνθρωπος έχει περάσει στην φάση της αποσυνθέσεως, άρα εί­ναι βιολογικά νεκρός. Οπότε, μπο­ρούμε να επιτρέψωμε να του πά­ρουν τα όργανα». Αυτά εννοεί με όσα λέει. Δηλ., λέει, «εμείς, ως Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν το ψάχνομε το πράγμα, δεν ψάχνομε δηλ. να βρούμε αν η ψυχή του εγκεφαλικά νεκρού είναι μέσα στο σώμα ή έξω· απλά, δεχόμαστε τον εγκεφαλικά νεκρό, ως νεκρό, άσχετα αν εμείς υποχρεώνουμε μηχανικά την καρ­διά να λειτουργήσει, και τελείω­σε το θέμα». Ποιος, όμως, του είπε, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία σκέ­πτεται έτσι, ή έχει αυτό το φρό­νημα; Εξ άλλου, με το να λέη αυτά, πάλι δεν περιπίπτει σε αντίφαση με εκείνο που ο ίδιος είπε αμέσως προηγουμένως; Διότι, προηγουμέ­νως, είπε: «Ουδέποτε πρόκειται να απαντηθή το ερώτημα αν ο βιο­λογικός θάνατος είναι ο εγκεφα­λικός θάνατος». Αν ουδέποτε θα απαντηθή, τότε, ειπέ μας, εσύ που ομιλείς εξ ονόματος της Εκκλησί­ας, πώς η Ορθόδοξη Εκκλησία θα αναλάβη την ευθύνη να δεχθή τον εγκεφαλικό θάνατο ως τον βιο­λογικό θάνατο του ανθρώπου; Η Ορθόδοξη Εκκλησία, επει­δή σέβεται το μυστήριο του θανά­του και δεν μπορεί να το ψηλαφή­ση, δεν προσδιορίζει, ούτε θα προσπαθήση να προσδιορίση πότε α­κριβώς φεύγει η ψυχή από το σώμα. Αυτό είναι αληθές. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να δεχθή τον εγκεφαλικό «θάνατο» σαν τον βιολογικό θάνατο του ανθρώπου, διότι απλούστατα δεν είναι πεπει­σμένη, ότι κατά τον εγκεφαλικό θάνατο η ψυχή έχει εγκαταλείψει το σώμα. Δεν είναι πεπεισμένη, και διό­τι ο ιατρικός κόσμος δεν είναι ομό­φωνος στο αν ο εγκεφαλικός θάνα­τος είναι όντως ο βιολογικός θάνα­τος του ανθρώπου, και διότι γνωρί­ζει ότι η ψυχή συστέλλεται στο υ­πόλοιπο σώμα, αν ένα μέρος του νεκρωθή. Δεν είναι πεπεισμένη ότι, όταν ο εγκέφαλος έχη νεκρωθή, τότε η ψυχή έχει εγκαταλείψει το σώμα. Δεν είναι πεπεισμένη ότι, όταν ο εγκέφαλος για παρατεταμέ­νο διάστημα είναι νεκρός και η καρδιά λειτουργή, έστω με μηχανι­κή υποστήριξη, ο άνθρωπος είναι βιολογικά νεκρός. Δεν μπορεί, συνεπώς, να ισχυρίζεται κάποιος, και μάλιστα εξ ονόματος της Εκ­κλησίας, ότι ο εγκεφαλικός θάνα­τος μπορεί κάλλιστα να θεωρηθή ως ο βιολογικός θάνατος του αν­θρώπου. Παρακάτω, στο ίδιο τμήμα, ο συγγραφεύς λέει: «Καλό είναι (παραμερίζοντας τα παραπάνω)… να δούμε πώς θα βρη έκφραση η αγά­πη μας προς τον άνθρωπο αφ’ ενός και ο σεβασμός προς το γεγονός του θανάτου αφ’ ετέρου…». Ας αρχίσωμε από το δεύτερο. Ας δούμε, δηλ., «πώς θα βρη έκ­φραση ο σεβασμός προς το γεγο­νός του θανάτου». Εδώ, υπονοεί ο συγγραφεύς το εξής: «Ας αφήσωμε τους σχολαστικισμούς, ας θεωρήσωμε τον εγ­κεφαλικά νεκρό ως νεκρό, και ας μη τον βασανίζωμε με το να του παρατείνωμε, στις ΜΕΘ, αναγκα­στικά την ζωή, παρεμποδίζοντάς του την αποσύνθεση. Ας σεβα­σθούμε το γεγονός (όχι το μυστή­ριο) του θανάτου του». Πάλι, εδώ, με την λέξη «γεγονός» υπονοεί ο συγγραφεύς, ότι ο εγκεφαλικά νε­κρός είναι τελεσίδικα νεκρός. Και κάνει μία προέκταση, υπο­νοώντας το εξής: «Ε, αφού είναι νεκρός ο άνθρωπος και έχη αρχί­σει ο εγκέφαλός του να αποσυν­τίθεται, όχι μόνο μη τον βασανίζε­τε, συνεχίζοντας να τον κρατάτε διασωληνωμένο, αλλά, σεβόμενοι το γεγονός του θανάτου του, δεχθήτε τον ως νεκρό, «μη έχοντα είδος, ουδέ κάλλος», ανακοινώστε με ιατρικό δελτίο τον θάνατό του, και… αγκαλιάστε τον, με πολλή α­γάπη (περνάμε στο πρώτο, τώρα), και σκεφθήτε πώς θα βρη έκφρα­ση αυτή η “αγάπη” σας…». Και, τώρα, εισερχόμεθα στον χώρο του Αγαπισμού. Πώς θα βρη έκφραση η αγάπη μας; Και, μάλιστα, απέναντι στον άνθρωπο; Ποιόν άνθρωπο; Αυτόν, τον νεκρό, ή κάποιον άλλον, π.χ. τον δέ­κτη, που περιμένει στην γωνία; Αν μιλάμε για τον νεκρό, η «α­γάπη» μας προς αυτόν, πώς θα βρη έκφραση; Προφανώς, με το να σταματήσωμε να τον θεωρούμε ζωντανό (είναι;), αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου, με το να τον αγαπήσωμε εις τέλος, και να του εκπληρώσω-με οποιαδήποτε προεκπεφρασμέ-νη του επιθυμία (τί άλλο μένει;). Π.χ., να ψάξωμε να βρούμε μήπως είχε εκφράσει την επιθυμία να γι­νόταν… δωρητής σώματος. “Αν ναι, τότε, θα πρέπη να κάνωμε το πάν να του εκπληρώσωμε αυτή του την τελευταία επιθυμία. Αυτό απαιτεί η «αγάπη»… Και, την συνέ­χεια, την φαντάζεσθε… Αν, όμως, μιλάμε για την «αγά­πη» μας προς τον συνάνθρωπο, αυτόν δηλ., τον οποιονδήποτε, που περιμένει στην γωνία, δηλ. τον δέ­κτη, τότε, πώς θα βρη έκφραση η «αγάπη» μας; Ε, πώς αλλιώς, πα­ρά με το να κάνωμε το παν να τον αναπαύσωμε, αναλαμβάνοντας την μέριμνα να του βρούμε το ή τα όργανα που χρειάζεται. Κι ας προέρχωνται από ανυπεράσπι­στους ταλαίπωρους, που, πολύ πιθανόν, τους σκοτώνουμε, στην ου­σία, αφού δεν ξέρωμε την στιγμή του θανάτου τους, για να τους πάρωμε τα όργανα. Ούτε, βέβαια, ξέρομε, αν, την στιγμή που τους παίρ­νουν τα όργανα, εκείνοι αυτό το εγκρίνουν. Μα, τί λέω; Αφού είναι νεκροί οι άνθρωποι, τί να εγκρίνουν; Δεν χρειάζεται να το εγκρί­νουν. Το είχαν εγκρίνει πριν. Έστω, με την «εικαζόμενη συναίνεση»! Αυτά, δυστυχώς, τα φαιδρά, συνάγονται εκ των λόγων και των υπονοουμένων του συγγραφέως. 6. Σελ. 52: «…Ανάλογη εσωτερι­κή άνεση θα μπορούσε κανείς να διακρίνει και στο επίπεδο της ευθα­νασίας. Έχουμε έναν άνθρωπο που τεχνητά τον υποστηρίζουμε σε τέτοιο βαθμό, ώστε στην ουσία του απαγορεύουμε την αναχώρη­ση της ψυχής. Εκεί, η Εκκλησία μπορεί να πει αυτό που δεν μπο­ρεί ή και δεν πρέπει να πει η Πο­λιτεία- να δώσει θέση εκεί που δεν μπορεί να δώσει απάντηση η λο­γική του ανθρώπου». Εδώ, πάλι στο ως άνω πνεύμα, ο συγγραφεύς υποστηρίζει, αν κα­τανοούμε ορθά τα ασαφή γραφόμενά του, ότι, λόγω της «αγάπης» και «ελευθερίας» που χαρακτηρί­ζει την Εκκλησία, η Εκκλησία εισέρχεται και στον χώρο της Ευθα­νασίας! Την ικετευτική προσευ­χή της Εκκλησίας προς τον Θεό για άμεσο, ανώδυνο και ειρηνικό τέλος ενός ανθρώπου, του οποίου η ψυχή δυσκολεύεται να βγη, για κάποιο λόγο, ο συγγραφεύς την συνδέει με την εξουσία του ‘δεσμείν και λύειν’, και μεταφέρει την εξουσία ‘του δεσμείν και λύειν’ στον χώρο της Ευθανασίας. Δηλ., ότι η Εκκλησία μπορεί, βάσει της εξουσίας Της αυτής, να δώση την άδεια μία ψυχή, εκβιαστικά μεν, «φιλάνθρωπα» δε, να βγη πριν την ώρα της. Παράδειγμα: Σε έναν εγκεφαλι­κά νεκρό, που κάνομε το παν για να μη πεθάνη βιολογικά, κατά τον συγγραφέα του απαγορεύομε την έξοδο της ψυχής. Οπότε, εδώ, μπορεί (και, ίσως, οφείλει), κατ’ αυτόν, να επέμβη η Εκκλησία και να πη: «Σταματήστε να τον βασανίζετε. Αφήστε τον να πεθάνη. Τραβήξτε του το σωληνάκι. Κλείστε τον αναπνευστήρα»! Να προτείνη δηλ. ένα είδος ευθανασίας. Αυτά, βέβαια, είναι πρωτάκου­στα στον χώρο της Εκκλησίας, και, φυσικά, απαράδεκτα. 7. Σελ. 71: «Αλλά, και η μηχανι­κή υποστήριξη πότε τελικά είναι παράταση ζωής -κάτι ευλογημένο- και πότε παρεμπόδιση θανάτου -κάτι που δεν μας επιτρέπεται; Αν ο θάνατος αποτελεί κατ εξοχήν ιερό γεγονός, τότε και η στιγμή του θανάτου έχει μοναδική ιερό­τητα. Τα ιερά είναι άβατα, δεν πα­ρεμβαίνει ο άνθρωπος. Εάν η μη­χανική υποστήριξη δεν είναι πα­ρέμβαση στις αρμοδιότητες του Θεού, γιατί είναι η διακοπή της;». Σ’ αυτά, παρατηρούμε τα εξής: Εδώ, έχομε και μία αρνητική θεώρηση για την μηχανική υποστή­ριξη, εκείνη της «παρεμποδίσεως του θανάτου». Το πότε είναι η μη­χανική υποστήριξις παράτασις ζωής και πότε παρεμπόδισις θανά­του, τούτο βέβαια εξαρτάται από τον σκοπό και τις προθέσεις του υπευθύνου ιατρού, ο οποίος την εφαρμόζει σε έναν ασθενή, αλλά και από τις δυνατότητες επιβιώσε­ως του ασθενούς. Όμως, επιτρέπεται να μιλάμε για «παρεμπόδιση θανάτου», έστω και αν ο ασθενής βαδίζη προς τον θάνατο; Π.χ., οι ακτινοβολίες σε έναν καρκινοπαθή τί είναι; Παρά­τασις ζωής, ή παρεμπόδισις θανά­του; Μπορούμε να μιλάμε εδώ για «παρεμπόδιση θανάτου»; Όχι, βέβαια. Το ίδιο δεν ισχύει και για τους εγκεφαλικά νεκρούς; Βέβαια, μάλλον, ο συγγραφεύς ομιλεί για «παρεμπόδιση θανά­του» σε εκείνους που θεωρεί εκείνος ότι είναι νεκροί, δηλ. στους εγκεφα­λικά νεκρούς (και το έχει δηλώ­σει αυτό), εννοώντας ότι, αφού εί­ναι νεκροί, γιατί με την μηχανική υποστήριξη δεν τους αφήνετε να αποσυντεθούν και τους παρουσιά­ζετε σαν ζώντες, την στιγμή μάλι­στα που δεν θέλετε να τους πάρε­τε τα όργανα για μεταμοσχεύσεις; Αυτό, (εννοεί) δεν είναι ασέβεια προς το γεγονός του θανάτου, παρέμβασις στο γεγονός του θανά­του, και, κατ’ επέκτασιν, παρέμβα­σις στις αρμοδιότητες του Θεού; Εμείς, εδώ, θα του απαντήσωμε ότι, εάν ήδη είναι νεκροί, τότε δεν τίθεται θέμα ασεβείας προς το μυστήριο του θανάτου, ούτε προς το πρόσωπο του Θεού. Εάν, όμ&ommga;ς, είναι ζώντες που βαδίζουν προς τον θάνατο, τότε δεν δικαιούνται μηχανικής υποστηρίξεως, όπως και οι καρκινοπαθείς ακτινοβολι­ών; Μπορούμε, τότε, να μιλάμε για «παρεμπόδιση θανάτου»; Τα ιερά είναι άβατα, λέει ο συγ­γραφεύς. Δεν παρεμβαίνει ο άνθρω­πος. Εννοεί, ότι δεν πρέπει να παρεμβαίνη. Δεν πρέπει να παρεμβαίνη δηλ. στο μυστήριο του θανά­του, αν και ομιλή για ‘γεγονός’ και όχι για ‘μυστήριο’ του θανά­του. Οφείλει, λοιπόν, να μη παρεμβαίνη ο άνθρωπος στο μυστήριο του θανάτου. Η στιγμή του θανά­του, λέει, έχει μοναδική ιερότητα. Αν, όμως, ο συγγραφεύς εδώ εννοή ότι, εφ’ όσον η στιγμή του θανάτου είναι ιερή, με το να παρεμβαίνωμε και να συνεχίζωμε την μηχανική υποστήριξη σε κάποιον ο οποίος βαδίζει προς τον θάνατο, όπως ο εγκεφαλικά νεκρός (αν τον θεωρήσωμε ζώντα), μήπως, εμποδί­ζοντας έτσι την φυσιολογική επέλευση του θανάτου και καθυστε­ρώντας τον, παρεμβαίνομε, στην ουσία, στις αρμοδιότητες του Θεού, κάτι που δεν μας επιτρέπεται; Και, αν δεν παρεμβαίνωμε στις αρμοδιότητες του Θεού, επειδή ο Θεός έδωσε αυτήν την εξουσία στους γιατρούς, τότε, γιατί, ερω­τά ο συγγραφεύς, η διακοπή της μηχανικής υποστηρίξεως, σε έναν τέτοιο ασθενή, να αποτελή παρέμ­βαση στις αρμοδιότητες του Θεού; Γιατί η Εκκλησία (εννοεί) να μην έχη την ελευθερία να το προτείνη; Η απάντησις, εδώ, είναι εύκο­λη. Στην δεύτερη περίπτωση δεν μας επιτρέπεται η διακοπή της μηχανικής υποστηρίξεως, διότι α­πλούστατα αυτό αποτελεί φόνο, αφού ο διασωληνωμένος θα πεθά­νη, όταν τον αποκόψωμε από την μηχανική υποστήριξη. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν μπορεί η Εκκλησία να προτείνη τέτοιου είδους ευθανα­σία. Έτσι, αυτό, φυσικά και είναι παρέμβασις στην αρμοδιότητα του Θεού. «Μα, θα πη κάποιος, εμείς αρχίσαμε την μηχανική υποστήρι­ξη, δεν μας την ζήτησε ο Θεός». Εδώ, θα του απαντήσωμε ότι, αν και εμείς την αρχίσαμε με ιδική μας πρωτοβουλία, δεν μας επιτρέπε­ται να την διακόψωμε με ιδική μας πρωτοβουλία. Οφείλομε να περιμένωμε ο ασθενής, είτε να ανανήψη, είτε να πεθάνη φυσιολογι­κά. 8. Σελ. 107: «Η Εκκλησία δεν φοβάται το ενδεχόμενο του λάθους του αποτελέσματος, αλλά συνετί­ζεται μπροστά στο δεδομένο μιας λάθος προαίρεσης. Όλο αυτό το παιγνίδι με το επικίνδυνο και το καινούργιο έχει την αιτία του. Αυ­τή μπορεί να είναι η ανάγκη της γνώσης ή ο πόθος της βελτίωσης των βασικών όρων ζωής. Όταν όμως γίνεται ανεξέλεγκτος και εν πολλοίς ασύνετος αυτοσκοπός, τό­τε πίσω απ’ αυτά τα «επιτεύγμα­τα» κανείς μπορεί να διακρίνει κάποια λάθος κίνητρα· κάποια βαθύτερα αίτια τόσο νοσηρά ώστε να φθάσει στο τραγικό συμπέρα­σμα ότι η σύγχρονη πρόοδος είναι αποτέλεσμα γενικευμένης ψυ­χικής και πνευματικής νόσου. Η φαινομενική πρόοδος είναι έξο­δος από το πραγματικό αλλά μη ορατό πρόβλημα. Άλλο το ριψοκίνδυνο της ανάγκης και άλλο το επι­κίνδυνο του παιχνιδιού. Η Εκκλη­σία παλεύει με την ανάγκη του Θεού η επιστήμη παίζει με τον κίνδυνο της περιέργειας». Η Εκκλησία, λοιπόν, δεν φο­βάται το ενδεχόμενο του λάθους του αποτελέσματος; Π.χ., αν θεολογήση λανθασμένα στο θέμα των μεταμοσχεύσεων, και πάρη πολύ κόσμο στον λαιμό Της, δεν το φοβά­ται αυτό; 9. Σελ. 292-293: «… Όταν δεν χάνεις την ευλογία του Θεού δίνον­τας ένα ποτήρι δροσερού νερού από τη βρύση, είναι δυνατόν να μην ωφεληθείς πολλαπλά όταν δί­νεις μία φιάλη ζεστού αίματος από το σώμα σου; Και ακόμη περισσότε­ρο, όταν προσφέρεις την πηγή, αυτό που παράγει το αίμα -τον μυ­ελό των οστών-, το φίλτρο που α­ποτοξινώνει το αίμα -το νεφρό σου-, τον οξυγονωτή του αίματος -το πνευμόνι σου-, ή ακόμη και τον κυκλοφορητή -την καρδιά σου- ή το συκώτι σου, το σώμα σου, την υπόστασή σου, πώς είναι δυνατόν όλα αυτά να μην αποτελούν κινήσεις μοναδικού πνευματικού διαμετρήματος; … Με δύο λόγια, η Εκκλησία δεν ξέρει την αγάπη ως απλή προσ­φορά -ένας, ο δυνατός, δίνει και άλλος, ο αδύνατος, παίρνει-, αλλά ως κοινωνία – δύο μοιράζονται. Και όχι μόνον ως κοινωνία δύο ανθρώπων -κάποιοι μοιράζονται την ζωή-, αλλά και ως κοινωνία δύο προσώπων -κάποιοι μοιρά­ζονται τον Θεό». Σε αυτήν την άποψη του συγ­γραφέα, έχει πολύ καίρια απαντή­σει ο π. Κων/νος Στρατηγόπουλος (Βλέπε Παραρτήματα Α και Β). 10. Σελ. 304-305: «Η μετάγγι­ση του αίματος, όπως και η διάθε­ση προσφοράς οργάνων, είναι η κατ’ εξοχήν πράξη που υπογραμμί­ζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της αγάπης. Γιατί δεν μεταφέρει κα­νείς μόνον αισθήματα και το περιε­χόμενο της διάθεσης ή ακόμη και της ψυχής του, αλλά προσφέρει και από τη βιολογική υπόστασή του. Τέτοιες πράξεις υπογραμμί­ζουν το δισύνθετο και διφυές του ανθρώπου· τη συνάφεια της ψυχής με το σώμα. Αυτή τη συμφυΐα, το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι ψυ­χή και σώμα, φύση και πνεύμα, η Εκκλησία την περιποιήθηκε με μακροχρόνιους δογματικούς αγώ­νες -προέκταση του δόγματος των δύο φύσεων του Χριστού είναι η διπλή φύση της εικόνας Του, του ανθρώπου· και την περιβάλλει με το βάρος της θεολογικής αλήθει­ας και διαύγειας. Η μετάγγιση λοιπόν αίματος, όπως και η μετα­μόσχευση, αποτελούν τις καλύτε­ρες εκφράσεις και τη θριαμβευτικότερη επιβεβαίωση της ανθρώπι­νης πληρότητος, ολότητος και ακεραιότητος. …Ο ίδιος ο Θεός μας έσωσε φο­ρώντας τη φύση και ενδυόμενος το σώμα μας. Και συνεχίζει να τρέ­φει τους πιστούς αντιπροσφέροντας το σώμα και το αίμα Του· διαρκώς «κλώμενος» και συνεχώς «εκχυνόμενος». Αυτό το στοιχείο αποτελεί και τη βάση της Ορθόδοξης πνευματι­κότητος στα θέματα της δωρεάς αίματος και σώματος, της μετάγγι­σης και των μεταμοσχεύσεων. Δεν υπάρχει περιεκτικότερη έκφραση της θεϊκότητος της αγάπης από το να ζει κανείς στον κόσμο μιμού­μενος τον Χριστό στη θυσία και στην προσφορά του. Τότε γίνεται ο ίδιος προσφερόμενος, «κλώμε­νος» κατά το σώμα και «εκχυνόμενος» κατά το αίμα για τον αδελ­φό του. Η Εκκλησία στέκεται ευ­γνώμων απέναντι του Θεού για το δώρο του συγκεκριμένου επιτεύ­γματος της επιστήμης, το οποίο και θεωρεί μοναδική ευκαιρία που μόνον η εποχή μας ως δυνατότη­τα απολαμβάνει. Είναι τόσο καλύτερο να σε κατε­βάζουν στη γη στεγνό και κομμα­τιασμένο από αγάπη παρά διατη­ρώντας την ακεραιότητα της φιλαυ­τίας και την απόδειξη της εγωιστικής σου αυτοεξασφάλισης. Τότε τα κομμάτια του σώματος πιστοποι­ούν την ακεραιότητα του προσώ­που και η στεγνότητα των αγγεί­ων επιβεβαιώνει το κινητικόν και αείροον της ψυχής. Άλλο είναι το δίνω αυτό που έχω και άλλο το δίνω απ’ αυτό που είμαι. Άλλο το δίνω τη ζωή μου και άλλο το δίνω την ψυχή μου, την υπόστασή μου. Στην Αγία Γραφή, η ζωή λέγεται «ψυχή», γιατί η προσφορά της είναι προσ­φορά ψυχής «ίνα τις την ψυχήν αυτού θη»8. Η προσφορά αίμα­τος είναι προσφορά ζωής άρα και προσφορά ψυχής. Όσο πιο υπαρ­ξιακή είναι τόσο πιο αυθεντική γίνεται. Δίνοντας αίμα στον συνάνθρωπό σου εξοφλείς το χρέος της προσφοράς του αίματος του Θεού σε σένα· κάνεις τον αδελφό σου να κοινωνεί. Καθιστάς τη σχέ­ση με τον συνάνθρωπό σου προέκταση της σχέσης του Θεού με την Εκκλησία, τον κόσμο, τον άνθρω­πο, την κάθε ψυχή, με εσένα τον ίδιο». Εδώ ο συγγραφέας κάνει σύγ­χυση, παραλληλίζοντας την μετάγ­γιση του αίματος με τις μεταμοσχεύ­σεις. Υπάρχουν δύο ουσιαστικές διαφορές μεταξύ μεταγγίσεως του αίματος και μεταμοσχεύσεων. Το αίμα είναι ιστός τον οποίο αναπλη­ρώνει ο οργανισμός. Τα ζωτικά όργανα δεν τα αναπληρώνει. Η μετάγγισις του αίματος γίνεται εν ζωή. Στην μετάγγιση του αίματος δεν κινδυνεύει κανείς να πεθάνη. Στις μεταμοσχεύσεις, ο δότης μπορεί να είναι ζωντανός, μπορεί να είναι, όμως, και νεκρός. Εδώ ο συγγραφέας θεωρεί τον δότη ζώντα, και υπονοεί, ότι οφείλει να θυσιασθή δίνοντας τα όργανά του για μεταμοσχεύσεις (έστω και αν είναι εγκεφαλικά «νεκρός»). Και, ότι, αυτή, είναι μία πράξις υπέρτα­της αγάπης. Για το αν μπορούμε να δώσωμε τα ζωτικά μας όργανα για μετα­μόσχευση, εν όσω είμαστε ακόμη εν ζωή, ή, για το αν μπορούμε να το κάνωμε αυτό, εν όσω είμαστε εγκεφαλικά νεκροί, απαντά, τελε­σίδικα, ο π. Κων/νος Στρατηγόπουλος (Βλέπε Παραρτήματα Α και Β). Στα ανωτέρω λεγόμενα του συγ­γραφέα, υπάρχουν θεολογικά ατο­πήματα. α) Ο συγγραφέας λέει ότι «προ­έκταση του δόγματος των δύο φύ­σεων του Χριστού είναι η διπλή φύση της εικόνας Του, του ανθρώ­που». Όμως, δεν μπορεί να παραλληλισθή η ένωσις των δύο φύσε­ων εν Χριστώ με την ένωση της ψυχής και του σώματος στον άν­θρωπο. Για τον απλούστατο λό­γο, ότι στον Χριστό έχομε ένωση κατά φύσιν του κτιστού με το άκτιστο, ενώ στον άνθρωπο έχομε ένωση του κτιστού (του σώματος) με το κτιστό (της ψυχής). Δεν υπάρ­χει ομοιότης της ενώσεως των φύσε­ων στο πρόσωπο του Χριστού με καμμία ένωση στα κτιστά. Δεν εί­ναι, λοιπόν, «προέκταση του δόγμα­τος της ενώσεως των φύσεων στον Χριστό η διπλή φύση του ανθρώ­που».Εδώ εισάγεται αιρετική θε­ολογία. β) Ο συγγραφέας αυθαιρετεί λέγοντας «αυτό το στοιχείο (η προσφορά του Σώματος και του Αίματος του Χριστού) αποτελεί και τη βάση της Ορθόδοξης πνευματικότητος στα θέματα της δωρε­άς αίματος και σώματος, της μετάγγισης και των μεταμοσχεύσεων». Κατά κανένα τρόπο δεν συμβαίνει αυτό. Είναι άλλο πράγμα εκείνο που έκανε ο Χριστός για να μας σώση, και άλλο πράγμα εκείνο που κάνομε εμείς δίνοντας το αίμα μας για μετάγγιση, ή δίνοντας το ένα μας νεφρό. Πάλι, εδώ, εισάγε­ται αιρετική θεολογία. γ) Για αυτήν την «μίμηση του Χρίστου στην θυσία και στην προσ­φορά του», για την οποία κόπτε­ται ο συγγραφέας, καθώς και για την αιρετική ερμηνεία των λόγων του Χριστού «ίνα τις την ψυχήν αυτού θη» που κάνει ο συγγραφέας, μεταφέροντάς τους στον χώρο των μεταμοσχεύσεων, έχει ήδη α­παντήσει, εκτενέστατα και αδιαφι­λονίκητα, ο π. Κων/νος Στρατηγόπουλος (Βλέπε Παραρτήματα Α και Β). Εμείς, στο σημείο αυτό, μπο­ρούμε να προσθέσωμε το εξής: Στο δοξαστικό της Λιτής του εσπερινού της εορτής των Αγίων Πάντων, αναφέρεται, ότι οι άγι­οι Μάρτυρες «…αικισμούς των ά­κρων του σώματος τω Θεώ προσήνεγκαν θυσίαν λογικήν…· οι μεν τας κεφαλάς αποτεμνόμενοι, έτε­ροι δε χειρών διαιρέσεις, και πά­σης αρμονίας άμα, πάντες οι Άγι­οι των του Χριστού παθημάτων κοινωνοί γεγόνασιν… Κύριε, κατ’ ίχνος τούτων πολιτεύεσθαι αξίωσον ημάς, ως φιλάνθρωπος»9. Στο τροπάριο αυτό της Εκκλη­σίας φαίνεται καθαρά ότι οι Άγι­οι Μάρτυρες προσέφεραν τα μέ­λη τους στον Θεό θυσία λογική. Μόνο τέτοια θυσία, και υπό τις προϋποθέσεις και περιστάσεις του μαρτυρίου, είναι ευπρόσδεκτη στον Θεό. Γι’ αυτό και το τροπά­ριο καταλήγει: «…Αξίωσον ημάς κατ’ ίχνος τούτων πολιτεύεσθαι». Διερωτώμεθα, λοιπόν, οι δότες των οργάνων προς μεταμόσχευση, με αυτό το πνεύμα, και κάτω από ανάλογες περιστάσεις και προϋποθέσεις, δίνουν τα όργανα τους; Ασφαλώς όχι. Οπότε, την «μίμηση του Χρίστου στην θυσία και στην προσφορά Του», που έκα­ναν οι άγιοι Μάρτυρες, μπορούμε να πούμε, ότι την κάνουν και οι δότες; Ασφαλώς όχι. Το λεγόμενο από τον συγγρα­φέα, ότι «η Εκκλησία στέκεται ευγνώμων απέναντι του Θεού για το δώρο του συγκεκριμένου επι­τεύγματος της επιστήμης, το οποίο και θεωρεί μοναδική ευκαιρία που μόνον η εποχή μας ως δυνατότητα απολαμβάνει», ισχύει μόνο για την μετάγγιση του αίματος, για δε τις μεταμοσχεύσεις ισχύει μό­νον, όταν δεν αφαιρούνται αν­θρώπινες ζωές προκειμένου να γίνη μία μεταμόσχευσις. Γενικώς, για τις μεταμοσχεύσεις η Εκκλησία έχει επιφυλάξεις, δεν έχει επισήμως ακόμη εκφρασθή, και τα γραφόμενα από τον συγ­γραφέα είναι προσωπικές απόψεις του συγγραφέα, ο οποίος ασφαλώς και δεν εκφράζει την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας στο θέμα των μεταμοσχεύσεων. δ) Λέει ο συγγραφέας ότι «δί­νοντας αίμα στον συνάνθρωπό σου εξοφλείς το χρέος της προσφοράς του αίματος του Θεού σε σένα· κάνεις τον αδελφό σου να κοινωνεί. Καθιστάς τη σχέση με τον συνάν­θρωπό σου προέκταση της σχέσης του Θεού με την Εκκλησία, τον κόσμο, τον άνθρωπο, την κάθε ψυ­χή, με εσένα τον ίδιο». Εδώ, έχομε να πούμε, ότι δεν εξοφλείται, κατά κανένα τρόπο, η προσφορά του Αίματος του Χριστού σε μας με τον τρόπο που αναφέρει ο συγγραφέας, διότι, απλού­στατα, το Αίμα του Χριστού είναι ατίμητο. Ούτε και έχει ο Χριστιανός απέναντι στον Θεό κανένα «χρέ­ος», που οφείλει να το εξόφληση. Αλλιώς, δεν θα έλεγε ο Χριστός το «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν…», αλλά θα έλεγε «δει υμάς οπίσω μου ελθείν…». Ούτε, βέβαια, με το να δίνης αίμα, «καθιστάς τη σχέ­ση με τον συνάνθρωπο σου προέ­κταση της σχέσης του Θεού με την Εκκλησία». Ο συγγραφέας, εδώ, εισάγει αιρετική θεολογία.

ε. Επίλογος.

 

Αυτός ο επίλογος προσετέθη αργότερα, στην παρούσα κριτική. Όταν στείλαμε την ανά χείρας κριτική σε φίλο αρχιμανδρίτη, ε­κείνος απήντησε, σε ένα του γράμ­μα, με την εξής φράση: «Θα σε πα­ρακαλούσα να προσπαθής να μάχε­σαι νόμιμα, χωρίς κτυπήματα κά­τω από την ζώνη, όπως κάνεις με τον π. Νικόλαο Χατζηνικολάου». Σε σχετικό ακόλουθο τηλεφώνη­μά μας προς αυτόν τον αρχιμανδρίτη, και σε ερώτησή μας να διασαφίση τι ακριβώς εννοεί με την φρά­ση αυτή, εκείνος επεξήγησε, ότι εννοούσε ότι δεν έπρεπε να αναφερ­θούμε, στην κριτική μας, στο πρό­σωπο του π. Νικολάου, παρά μό­νον σε ό,τι έγραψε, στα γραφόμε­νά του. Την επομένη ημέρα, δανειστή­καμε και διαβάσαμε το βιβλίο του π. Νικολάου με τίτλο «Άγιον Ό­ρος – Το υψηλότερο σημείο της γης» (β’ έκδ., εκδόσεις Καστανιώ­τη, Αθήνα 2000), το οποίο μπο­ρεί να χαρακτηρισθή και σαν μερι­κή αυτοβιογραφία του συγγρα­φέα, ως παραθέτον στοιχεία της προσωπικής ζωής και πνευματι­κής πορείας του συγγραφέα. Διαπι­στώσαμε, διαβάζοντας το, ότι το βιβλίο αυτό είναι ένα θαυμάσιο βιβλίο, καθώς και ότι ο συγγραφέ­ας του είναι ένας πολύ λεπτός, ευ­αίσθητος, αξιόλογος και σπάνιος άνθρωπος. Στο βιβλίο αυτό ο π. Νικόλαος ασκεί καλοπροαίρετη κριτική στους σημερινούς Αγιο­ρείτες, αν και τονίζη, στο βιβλίο, ότι δεν γράφτηκε με κριτική διάθεση. Απλά, καταγράφει προσωπι­κές του διαπιστώσεις από την σύγ­χρονη Αγιορείτικη πραγματικό­τητα. Θα θέλαμε, λοιπόν, να τονίσωμε εδώ, ότι και η ιδική μας ανά χείρας κριτική γράφτηκε με παρό­μοια καλοπροαίρετη διάθεση, πα­ρά το ότι, αναπόφευκτα, προσβάλλει και το πρόσωπο του συγγρα­φέα. Το ιδικό μας έργο δεν είναι να ασκούμε κριτικές σε βιβλία, ούτε να εκθέτωμε ή προσβάλλωμε την υπόσταση κανενός ανθρώπου. Επειδή, όμως, ως φαίνεται, αυτό συνέβη στην παρούσα κριτι­κή, ζητούμε την συγγνώμη των α­ναγνωστών της, καθώς και την συγγνώμη του ιδίου του π. Νικολάου. Τελειώνοντας, θα θέλαμε να εκφράσωμε την λύπη μας για τα λά­θη του π. Νικολάου, τα οποία επι­σημαίνονται στην παρούσα κριτι­κή, διότι θεωρούμε ότι είναι ανάρ­μοστα του προσώπου του και της διακονίας του. Από αυτόν περιμέ­νομε πιο υπεύθυνη προσφορά, στον χώρο που η Εκκλησία του ανέθεσε να διακονήση.

Παράρτημα Α’.

 

Στο περιοδικό ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗ­ΚΗ10, δημοσιεύεται άρθρο του π. Κων/νου Στρατηγοπούλου, ο ο­ποίος, αναφερόμενος στο βιβλίο με τίτλο «Ελεύθεροι από το γονιδίωμα», που εξέδωσε το Κέντρο Βιοϊατρικής και Ηθικής Δεοντο­λογίας της Εκκλησίας της Ελλά­δος, λέει τα εξής: «Το θέμα των μεταμοσχεύσεων οργάνων είναι σπουδαίο και πρέ­πει να λειτουργήσει, γύρω απ’ αυ­τό, ουσιαστική θεολογική σκέψη και διάλογος, προκειμένου η Εκ­κλησία, σε πανορθόδοξο επίπεδο, και όχι απλώς σε τοπικό, να κατα­θέσει λόγο ουσιαστικό. Ο μέχρι σήμερα προβληματι­σμός είχε ως κεντρικό του άξονα το ζήτημα των κριτηρίων του εγκε­φαλικού θανάτου. Είναι ισχυρά τα δεδομένα αυτού του κριτηρίου, όπως ορίστηκε στο Harvard; Γιατί, υπάρχουν, κατά τα νέα δεδομένα, δύο θάνατοι, εγκεφαλικός και κλι­νικός; Γιατί λαμβάνονται τα όργα­να του δωρητού πριν τον κλινικό θάνατο και μετά τον εγκεφαλικό; Είναι γνωστό, πως τα όργανα, εκτός από εξαιρέσεις, δεν μπορούν να ληφθούν από πτωματικό δότη, αφού, στις περισσότερες περιπτώ­σεις, μετά την παύση της καρδιάς είναι άχρηστα. Είναι βέβαιο πως λαμβάνονται από ζωντανό οργανι­σμό, του οποίου δεν λειτουργεί ο εγκέφαλος, κατά τα διαβλητά κρι­τήρια του Harvard. Ποιος μπορεί να γνωρίζει την ώρα του χωρισμού της ψυχής από το σώμα; Ποιος μπορεί να ορίσει το μυστήριο του θανάτου; Μπορεί η Εκκλησία να συνηγορήσει στην λήψη των οργάνων πριν από την οριστική διάλυση της συναφείας ψυχής και σώματος; Η Εκκλησία, δεν πρέπει να λάβει υπ’ όψιν Της την αντίδραση πολλών επιστημόνων, στην Ελλάδα και το Εξωτερικό, κατά των κριτηρίων του Harvard και κατά της καθιερώσεως διπλού θανάτου, εγκεφαλικού και κλινικού; Όλα τα προαναφερόμενα, αφορούν τα δεδομένα της μέχρι τούδε προβληματικής. Εμείς, προσωπικά, δεν δυνάμεθα να δεχθούμε παρέμβαση λήψεως οργάνων πριν τον οριστικό θάνατο, εφ’ όσον αντιστοιχεί σε αφαίρεση ζωής, έστω κι αν ο σκοπός είναι η θερα­πεία κάποιου ασθενούς. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Το μυστήριο του θανάτου θα παραμείνει για πάντα μυστήριο. Κανείς δεν πρέ­πει να το αποσυνθέσει και να το ορίσει κατά τις προσωπικές του ιατρικές ή θεολογικές αντιλήψεις. Κι ενώ η όλη συζήτηση βρισκό­ταν στα πλαίσια των προηγουμέ­νων σκέψεων, ήρθε στην κυκλοφο­ρία ένα βιβλίο που άλλαξε όλο το επίπεδο της ευρέσεως λύσεως, που, στο τέλος, θα προσκρούει στο μυ­στήριο του θανάτου. Το βιβλίο εί­ναι γραμμένο από τον αρχιμ. Νικόλαο Χατζηνικολάου και εκδόθη­κε από το «Κέντρο Βιοϊατρικής και Ηθικής Δεοντολογίας» και έ­χει τίτλο «Ελεύθεροι από το γονιδίωμα». Στο κεφάλαιο «Πνευματική η­θική και παθολογία των μεταμο­σχεύσεων» (σελ. 315-345) εμφανί­ζονται θέσεις που ξεπερνούν την μέχρι τούδε προβληματική. Τις καταθέτουμε, αναμένοντας και α­πάντηση στα ερωτήματα που υπο­βάλλονται μέσα από αυτό εδώ το κείμενο. Στην σελίδα 318 αναφέ­ρονται τα ακόλουθα: «Η ζωή είναι δώρο του Θεού, αλλά δεν είναι δώρο που ανήκει μόνο στον δωρητή. Ανήκει και στον αποδέκτη της. Είναι και δι­κή μας. Αποτελεί το κατ’ εξοχήν πεδίο εξάσκησης του αυτεξουσί­ου μας. Δεν μας χαρίζεται για να βιώνουμε την φιλαυτία και την κτητικότητά μας, αλλά μας προσ­φέρεται για να είναι τόσο δική μας, ώστε να μπορούμε ακόμη και να την προσφέρουμε. Γι αυτό και την αγαπούμε και την προστατεύ­ουμε περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο. Με περίσκεψη μεν, γιατί εί­ναι του Θεού, αυθόρμητα δε, γιατί είναι δική μας. Ο καλύτερος τρόπος επιστροφής της στον Θεό είναι η προσφορά της στον πλησί­ον. “Ουκ έστιν άλλως σωθήναι, ει μη δια του πλησίον” (άγιος Μα­κάριος ο Αιγύπτιος)». Ερώτημα 1. Η ζωή μας και φυσικά είναι πεδίο εξασκήσεως του αυτεξουσίου μας. Αν, όμως, το αυτεξούσιο δεν μας οδηγεί στον Θεό, η προσφορά αυτή δεν είναι οριζόντια και απλώς ανθρωπιστι­κή; Ερώτημα 2. Μήπως η φράση για την ζωή, που είναι «και δική μας», δώσει θεολογικό δικαίωμα για να κάνουμε την ζωή μας ό,τι θέλουμε; Ερώτημα 3. Τί νόημα έχει η λειτουργική φράση «και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»; Ερώτημα 4. Μήπως ο συγγρα­φέας του κειμένου συγχέει την λέ­ξη «διακονία» (εις τους αγίους, Β’ Κορ. 8, 4) με την λέξη «παρατίθημι», όπως «εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα» (Λουκ. 23, 46), ή και το «παρέθεντο εαυτούς τω Κυρίω» (Πράξ. 14, 23), ή και το «πιστώ κτίστη παρατιθέσθωσαν τάς ψυχάς αυτών εν αγαθοποιΐα» (Α’ Πέτρου 4,19); Ερώτημα 5. Πώς χρησιμοποιεί­ται αυθαίρετα το χωρίο του αγίου Μακαρίου για σκοπούς που δεν ήταν μέσα στις προοπτικές του, όταν ζούσε; Ερώτημα 6. Η αυθαίρετη και αποσπασματική χρήση του χωρί­ου του αγίου Μακαρίου δεν κινδυ­νεύει να ανοίξει τον δρόμο για να θεωρηθή η ανθρωπιστική προσφο­ρά, σωτηριολογική, από μόνη της, και να θεωρηθεί περιττή η εν τω μυστηρίω ζωή μέσα στην Εκκλη­σία; Μήπως η ισορροπία του χω­ρίου του απ. Πέτρου, που προανα­φέραμε στο ερώτημα 4, δίνει την ολοκληρωμένη απάντηση, χωρίς επικίνδυνες πολωτικές θέσεις; Ερώτημα 7. Αφού το κείμενο ομιλεί για προσφορά και αγάπη, μήπως, ταυτόχρονα, ομολογεί το γεγονός της λήψεως των οργάνων και από ζωντανό άνθρωπο, εφ’ όσον οι νεκροί, ή και οι κατ’ αυτούς εγκεφαλικά νεκροί, δεν έχουν την δυνατότητα του αυτεξουσίου για προσφορά και αγάπη; Ερώτημα 8. Μήπως, με ωραίες λέξεις, προσπαθούμε να πείσου­με τον λαό του Θεού για να κάνη μία προσφορά, που δεν είναι προσ­φορά, ή, αν είναι ζωντανός ο δό­της, δεν αφήνει το γεγονός του θανάτου στον Κύριο της ζωής και του θανάτου; Στην σελ. 319, ομολογείται ευ­θαρσώς πως η λήψη των οργάνων θα γίνει από ζωντανό οργανισμό, με την φράση: «Ο σεβασμός και η αναγνώρι­ση της αξίας της ζωής που εκφράζονται περισσότερο; Απέναντι στον δότη, που αμετάκλητα αναχω­ρεί, ή, στον λήπτη, που μπορεί να ζήσει;». Ερώτημα 9. Πώς ο συγγραφέ­ας είναι σίγουρος για το «αμετάκλη­το»; Ο Θεός δεν μπορεί να παρέμ­βει και στα δικά μας «αμετάκλητα»; Ερώτημα 10. Γιατί ο συγγραφέ­ας διερωτάται για το «που» εκφρά­ζεται περισσότερος σεβασμός, ανά­μεσα στον δότη και στον λήπτη; Η Εκκλησία κάνει αξιολογήσεις στο μέτρο του σεβασμού προς ο­ποιοδήποτε πρόσωπο; Ερώτημα 11. Ο συγγραφέας δέχεται και πάλι το γεγονός του ζωντανού δότη, εφ’ όσον ομιλεί για αμετάκλητη αναχώρηση. Δέχε­ται, άρα, την αφαίρεση της ζωής κάποιου; Μπορεί η Εκκλησία να συνεργήσει στην αφαίρεση μιας ζωής; Στην ίδια σελίδα 319, ο συγγρα­φέας κάνει λόγο περί «ενός απίθα­νου θαύματος, διότι περί αυτού πρόκειται». Ερώτημα 12. Υπάρχει άρνη­ση και στην δυνατότητα του θαύμα­τος; Μα, όλα τα θαύματα είναι, α­πό την φύση τους, «απίθανα» γεγο­νότα. Πως ο συγγραφέας προκαθορίζει (αποκλείει) την ελεύθερη παρέμβαση του Θεού για να κά­νει θαύμα; Πώς αποκλείεται ο Θεός μια για πάντα από το θαύμα; Φοβάμαι, πως ο Λάζαρος, ο νε­κρός της πόλεως Ναΐν, και η κό­ρη του Ιαείρου δεν θα προλάβαι­ναν να αναστηθούν, αν ζούσαν σήμερα, αφού και με τις ευλογίες των ποιμένων της Εκκλησίας θα τους είχαν αφαιρεθή τα όργανα, για λόγους «προσφοράς». Στην σελίδα 320, αναφέρεται η φράση: «Η Ιατρική αντιμετωπίζει το δίλημμα και καλείται να τολμή­σει την αγάπη μπροστά σε δύο αν­θρώπους που πεθαίνουν. Σε δύο ανθρώπους, που, τελικά, ο ένας μπορεί να οικοδομήσει την ζωή του από τα ερείπια, τα απομεινά­ρια, της ζωής ενός άλλου». Ερώτημα 13. Τί είδους «αγά­πη» είναι αυτή, αφού σκοτώνει κάποιον για να ζήσει ο άλλος; Επι­τρέπεται να σκοτώνω εν ονόματι της αγάπης; Ερώτημα 14. Μήπως ανοίγει, με όλα αυτά, ο δρόμος για μια «θε­ολογία» της ευθανασίας, ή, και μεταγενέστερα, της αυτοκτονίας; Στην σελίδα 323, διαβάζουμε: «Η “συνειδητή συναίνεση” για την διάθεση του σώματος μετά θά­νατον, αποτελεί μία κατ’ εξοχήν ιερή πράξη αυταπάρνησης και αγάπης, διότι η παροχή της σημαί­νει, ότι ο δότης έχει την ευκαιρία: Α Β       , κ.λπ. Ζ. Τέλος, να εκχωρήσει, από τις στιγμές της ευδαίμονος νηφαλιό­τητάς του, το δικαίωμα, και συνε­πώς την εμπιστοσύνη στους για­τρούς και στους δικούς του, αντί να σταματήσει λίγο αργότερα, από μόνη της, να του σταματήσουν αυ­τοί, την καρδιά, εκείνην την στι­γμή πού αυτοί κρίνουν, οντάς βέ­βαιος πώς μόνο το καλό του θέλουν»(!) Ερώτημα 15. Το κείμενο δεν βρίσκεται σε καίρια νοηματική αντίφαση, αφού, ενώ στην αρχή τονίζει το «μετά θάνατον», μετά ομιλεί για πράξη αγάπης; Υποβάλ­λεται και πάλι το ερώτημα για το «πώς μπορεί κάποιος να αγαπά μετά θάνατον»; Ερώτημα 16. Ο συγγραφέας δεν αυτοαναιρείται ομιλώντας, με­τά από λίγο, για «ευδαίμονα νηφα­λιότητα»; Ο νεκρός έχει νηφαλιό­τητα; Ερώτημα 17. Ποιος Ορθόδοξος ορισμός, ή σκέψη, ή παράδοση δίνει το δικαίωμα σε κάποιον για να παρακαλέσει να του σταματή­σουν την καρδιά «αντί να σταματή­σει λίγο αργότερα, από μόνη της»; Το κείμενο είναι πεντακάθαρο. Προτείνεται στην Εκκλησία να δώσει ευλογία για παρέμβαση σε ζωντανό οργανισμό. Ποιος θα πά­ρει τέτοια ευθύνη; Ποια «θεολο­γία» θα συντονιστεί με τα μέτρα των αθεολογήτων αυτών παραλογισμών; Στην σελίδα 331, τα κείμενα είναι ξεκάθαρα: «Υπάρχει, πάλι, περίπτωση, που σεβασμός στον άνθρωπο σημαί­νει, ότι όχι απλώς του επιτρέπουμε, αλλά ακόμη και τον διευκολύνουμε να πεθάνει»(!) Ερώτημα 18. Που διδάχθηκε ο συγγραφέας, στον χώρο της Ορ-θόδοξης Εκκλησίας, τα περί «διευ­κολύνσεως» για να πεθάνει κά­ποιος; Ο συγγραφέας, στην συνέχεια, προσπαθώντας να δώσει χροιά Ορθόδοξη στην πρωτοφανή και απαράδεκτη «θεολογία» του, επικα­λείται την «Ευχή εις ψυχορραγούντα» του Μικρού Ευχολογί­ου. Επικαλείται, μάλιστα, την πρό­ταση: «Λύσον τον δούλον Σου της αφορήτου ταύτης οδύνης και της συνεχούσης αυτόν πικράς ασθενεί­ας, και ανάπαυσον αυτόν ένθα των δικαίων τα πνεύματα». Ερώτημα 19. Ποια σύγκριση υπάρχει μεταξύ της ευχής που πα­ρακαλεί για «λύση της οδύνης», και της διαδικασίας της αφαιρέσε­ως οργάνων, που, εφ’ όσον ο οργα­νισμός είναι ζωντανός, κατά τις προηγηθείσες σκέψεις του συγγρα­φέα, θα επιφέρει αφόρητο πόνο στο σώμα, και θα κάνει πιο οδυνη­ρό το γεγονός του θανάτου; Ερώτημα 20. Με την βίαιη παρ­έμβαση για την λήψη των οργά­νων από τον ζωντανό δότη, δεν α­ναιρείται η προσευχή για «ειρηνι­κά τα τέλη της ζωής ημών»; Πώς η Εκκλησία προσεύχεται για «ειρη­νικά τέλη», και, ταυτόχρονα, προτεί­νει «βίαια τέλη»; Η αντιφατικότητα του κειμένου φαίνεται στις ‘καλές’ στιγμές του. Στην σελίδα 330, αναφέρεται: «Στο σώμα παρεμβαίνουμε μό­νο θεραπευτικά. Κάθε κίνηση που συνηγορεί στην φθορά του, προσ­βάλλει και την ψυχή, και είναι εφάμαρτη. Γι αυτό, και η διαδικα­σία της φθοράς πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξηναγκασμένη». Και, στην σελίδα 329, διαβάζουμε: «Επ’ ουδενί λόγω πρέπει να ε­πιταχύνεται ο θάνατος. Δεν δικαιούμεθα ούτε από το σώμα κάτι να πάρουμε, ούτε την συζυγία της ψυχής με το σώμα της να διασπάσουμε, ούτε και τον χρόνο της ψυ­χοσωματικής συμφυΐας κάποια στιγμή να αφαιρέσουμε». Ερώτημα 21. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να ξεκαθαρίσει τι θέση έχουν αυτές οι γραμμές περί «μη επιταχύνσεως του θανάτου», και περί «φυσικής και ποτέ εξηναγκασμένης διαδικασίας φθοράς», αφού πριν από λίγο μιλούσε για «διευκόλυνση» στον θάνατο; Ο συγγραφέας έχει θέσεις συγκεκρι­μένες, που φαίνονται με τα τελευ­ταία αυτά κείμενα να αυτοαναι­ρούνται. Μήπως γίνεται (εσκεμμέ­νη) προσπάθεια αποπροσανατολι­σμού και με κάποιες σωστές θεολογικές σκέψεις; Ερώτημα 22. Με την φράση «δεν δικαιούμεθα ούτε από το σώμα κάτι να πάρουμε», ο συγγρα­φέας αρνείται και την μεταμόσχευ­ση των διπλών οργάνων από ζωντα­νό δότη σε ζωντανό λήπτη; Αρνεί­ται την μεταμόσχευση του μυελού των οστών; Αρνείται, τέλος, και την μετάγγιση του αίματος; Στην σελίδα 325, αναφέρονται τα κάτωθι: «Η μεταμόσχευση δεν έχει τό­ση αξία για τον λήπτη -σ’ αυτόν δίνει βιολογική ζωή-, όσο για τον δότη -αυτός δίνει όργανα-, παίρ­νει χυμούς πνευματικής ζωής». Ερώτημα 23. Αφού η μεταμό­σχευση δεν έχει τόση αξία για τον λήπτη, γιατί τόση επιχειρηματολο­γία περί αγάπης και προσφοράς; Μήπως θέλουμε να κερδίσει πνευματικά ο δότης; Ερώτημα 24. Τί σημαίνει η φράση «παίρνει, ο δότης, χυμούς πνευματικής ζωής»; Εδώ, διδά­σκεται μία νέα Ασκητική της Εκ­κλησίας; Πνευματική ζωή αποκτούμε δια της ασκήσεως μέσα στον χώρο της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή, από τώ­ρα και μετά, ο άνθρωπος, θα έχει πνευματική ζωή, όταν δίνει, ζωντανός, τα όργανά του; Θα γίνεται «πνευματικός άνθρωπος» (στιγ­μιαία) την ώρα που πεθαίνει (κατ’ αυτόν τον τρόπον); Στην σελίδα 335, διαβάζουμε: «Ο ίδιος ο Κύριος, στις υποθή­κες Του στους αγίους Αποστό­λους, κατά την διάρκεια του Μυστι­κού Δείπνου, ως μείζονα έκφραση της αγάπης παρουσιάζει την προσ­φορά και αυτής της ζωής μας για τον άλλο: “Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού11». Ερώτημα 25. Επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε τα χωρία για να εξυπηρετούν τις θεολογικές απαιτή­σεις μας; Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος, ερμηνεύοντας το «και την ψυ­χήν μου τίθημι υπέρ των προβά­των»12, γράφει: «Συνεχώς αυτό λέγει δια να δηλώση, ότι δεν είναι πλάνος»13 Στο κείμενο του κατά Ιωάν­νην14 «… ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν ου­δείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ ε­γώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού. Εξουσίαν έχω θείναι αυτήν και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν», πά­λιν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος γράφει: «Ας προσέχωμεν δε με όλην την προσοχήν μας εις το λεγόμενον “Εξουσίαν έχω να θυσιάσω την ζωήν μου”, λέγει. Και ποιος δεν έχει εξουσίαν να θυσιάση την ζωήν του; Διότι, ο καθένας που θέ­λει, ημπορεί να θανατώση τον ε­αυτόν του. Αλλ’ όχι έτσι, λέγει. Αλλά, πώς; Έχω τέτοιαν εξουσίαν να θυσιάσω την ζωήν μου, ώστε κανείς να μην ημπορέση, εάν δεν το θέλω εγώ, να το κάνη αυτό, πρά­γμα που δεν είναι δυνατόν να γίνη εις τον άνθρωπον· διότι ημείς δεν έχομεν εξουσίαν να θυσιάσωμεν την ζωήν μας κατ’ άλλον τρόπον, αλλά θανατώνοντες μόνον τον εαυ­τόν μας. Εάν δε ηθέλομεν πέσει εις ανθρώπους που μας επιβουλεύ­ονται και που ημπορούν να μας φονεύσουν, δεν έχομεν τότε εξουσίαν να θυσιάσωμεν ή όχι την ζωήν μας, αλλά χωρίς να το θέλωμεν εκείνοι μας την αφαιρούν. Εις την περίπτωσιν του Κυρίου όμως δεν έχει το πράγμα έτσι, αλλά, αν και τον επεβουλεύοντο άλλοι, ο ίδιος ήτο κύριος να μη θυσιάση την ζωήν του. Αφού είπε, λοιπόν, ότι “κανείς δεν ημπορεί να την αφαιρέση από εμένα”, τότε προσέθεσεν “έχω εξουσίαν να θυσιάσω την ζωήν μου”, δηλαδή “μόνον εγώ είμαι κύριος να θυσιάσω αυτήν”, πράγμα που εσείς δεν ημπορείτε να το κά­νετε· καθ’ όσον και πολλοί άλλοι είναι κύριοι να αφαιρέσουν την ζωήν σας από εσάς. Αλλ’ αυτό, δεν το είπεν από την αρχήν (ούτε βέβαια επρόκειτο να πιστευθή ο λόγος), αλλά, όταν έλαβε την μαρτυρίαν από τα ίδια τα πράγματα, και τον επεβουλεύθησαν πολλές φορές και δεν ημπόρεσαν να τον συλλάβουν (καθ’ όσον έφυγε από τα χέρια των μυρίας φοράς), τό­τε, πλέον, λέγει: “Κανείς δεν ημπο­ρεί να αφαίρεση την ζωήν μου”. Εάν δε αυτό είναι αληθές, συν­άγεται, ότι και εκείνο είναι, το, ό­ταν θέληση να την λάβη, θα ημπορέση και πάλιν· διότι, εάν ο θάνα­τός του ήτο ανώτερος από τον θάνατον των ανθρώπων, μη αμφιβάλλης, λοιπόν, και δι’ εκείνο· καθ’ ό­σον, το ότι αυτός μόνος είναι κύρι­ος να θυσιάση την ζωήν του, δεί­χνει, ότι είναι κύριος, από την ιδίαν εξουσίαν, το να λάβη αυτήν. Βλέ­πεις, πως από το πρώτον απέδει­ξε και το δεύτερον, και από τον θάνατον έδειξε και την ανάστασιν αναμφισβήτητον;»15. Στο «τιθέναι τάς ψυχάς υπέρ των αδελφών», ο άγιος Ιωάννης απαντά, λέγοντας: «Είπεν ο Κύριος, ότι “αυτά, σας τα είπα διά να αγαπάτε ο ένας τον άλλον”, δηλαδή, “δεν τα λέγω αυτά δια να σας κατηγορήσω, ότι θυσιάζω δηλαδή την ζωήν μου, αφού πρώτα επεδίωξα την γνωριμίαν μου με εσάς, αλλά δια να σας οδηγήσω εις την φιλίαν”. Έπει­τα, επειδή ο διωγμός εκ μέρους των πολλών και αι κατηγορίαι ή­σαν κάτι το φοβερόν και ανυπόφορον και ικανόν να ταπεινώση και την υψηλόφρονα ψυχήν, διά τούτο, αφού τους προείπε πάρα πολλά, τότε πλέον ανέφερεν ο Χριστός αυτό· αφού δηλαδή προητοίμασε την ψυχήν των, τότε έρχεται εις αυτά και δείχνει με αφθονίαν, ότι αυτά λέγονται δι’ αυτούς…»16. Με θεολογικούς ακροβατισμούς ή ακροβολισμούς, δεν μπορούμε να πείσουμε το πλήρωμα της Εκ­κλησίας. Η ευθύνη είναι μεγάλη και κανείς δεν μπορεί να προκα­λεί, με αντιφατικές θέσεις, την απο­δοχή ενός γεγονότος, που, αν δεν αντιμετωπισθεί με θεολογική σύνε­ση, μπορεί να οδηγήσει σε δύσκο­λες στιγμές την στάση της Ορθοδοξίας απέναντι στον σεβασμό του κάθε προσώπου και στο μυστήριο του θανάτου».

Παράρτημα Β’.

Η τελεσίδικη απάντησις στο θέμα των μεταμοσχεύσεων ζωτι­κών οργάνων. Ο π. Κων/νος Στρατηγόπουλος, σε κατηχητική ομιλία του, την 28η/2/2002, αναφέρθηκε έμμεσα στο βιβλίο του π. Νικολάου Χατζηνικολάου με τίτλο «Ελεύθεροι από το γονιδίωμα». Σε αυτήν, είπε τα εξής σχετικά17: «… Διά τούτό με ο πατήρ αγα­πά ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν»18. «Γι αυ­τό μ’ αγαπάει ο Πατέρας, λέει, για­τί εγώ βάζω την ζωή μου, την ψυ­χή μου, για να την πάρω πάλι πί­σω». Κοιτάξτε αυτό που λέει εδώ. Είναι εκείνο που έλεγε την προη­γούμενη φορά με το «την ψυχήν μου τίθημι»19, αλλά διευρυμένο. Προσέξτε αυτό το «διευρυμένο». Δεν λέει (τώρα) μόνο «τίθημι την ψυχήν μου», αλλά προσθέτει «ίνα λάβω αυτήν». Εδώ, σημαίνει κά­τι τρομερά εξουσιαστικό. Κανείς δεν μπορεί να πη την φράση ολοκληρωμένη «εγώ, θα βάλω την ψυ­χή μου εδώ, δηλ. θα θυσιασθώ γι αυτό», χωρίς να έχη και το δεύτε­ρο στοιχείο. Έβαλες την ψυχή σου. Μετά, τί γίνεται; Ο Χριστός, όμως, είναι κυρίαρ­χος, και λέει «ίνα λάβω αυτήν». Την βάζω και την παίρνω. Που την βάζει την ψυχή του; Πρέπει να θεολογήσωμε εδώ. «Τίθημι», λέει. Πού; Για ποιούς; Για τον λαό. Πού; Εδώ, είναι καθαρή η θεολο­γία περί Αναστάσεως και η περί καθόδου στον Άδη θεολογία της Ορθοδοξίας μας. Το λέει και το τροπάριο: «Εν τάφω σωματικώς, εν Άδου δε με­τά ψυχής, ως Θεός…, πάντα πληρών ο απερίγραπτος».Υπάρχει, εδώ, μία θεολογία. Είναι η κάθοδος στον Άδη, που κατεβαίνει ο Χριστός, με την ψυχή Του, γιατί το σώμα Του είναι στον τάφο. Και κατεβαίνει ως νικητής, και είναι κυρίαρχος του Άδη, και αίρει τις ψυχές επάνω. Ο κάθε νεκρός, όμως, δεν μπο­ρεί να κυριαρχήση στα πράγμα­τα. Αλλά, ο Χριστός κυριαρχεί στα πράγματα. Είναι η ιδιαιτερό­τητα αυτού του νεκρού. Μέχρι τότε, όλοι οι δίκαιοι πήγαιναν στον Άδη, και δεν μπορούσαν να έχουν μία άρση της ψυχής τους από μέ­σα. Και έρχεται ο Χριστός και κά­νει αυτήν την κίνηση, που κατεβαί­νει και (τραβώντας) μπορεί να ανεβή και να πάρη όλες τις ψυχές μα­ζί Του. Γι’ αυτό, λέει, «αίρω αυτήν». «Δεν είναι απλώς, ότι μπορούν να με σκοτώσουν (λέει). Φυσικά, και μπορεί να με σκοτώσουν, ανά πάσα στιγμή. Αλλά, εγώ, κυριαρχώ στα πράγματα. Και αν ακόμη με σκοτώ­σουν, κατά την κοινή λογική η ψυ­χή μου θα πάη στον Άδη». Με την θεία, όμως, λογική, θα τους πάρη όλους από τον Άδη και θα τον αδειάση τον Άδη. Και, εδώ, έχει τα ουσιαστικά στοιχεία της θεο­λογίας της καθόδου στον Άδη. Και, δευτερευόντως, ως ήθος, δηλώνει και κάτι πολύ ουσιαστι­κό. Όταν ένας Χριστιανός μπαίνη σε έναν δύσκολο χώρο, αν έχη κουράγιο και είναι άνθρωπος πνευματικός, τον καθαρίζει τον χώρο. Περνάει μαρτυρικά, αλλά τον καθα­ρίζει. Αλλά, το χωρίο, εδώ, είναι συγ­κεκριμένο. Το χωρίο αυτό, αφορά τον Χριστό, και μόνο Αυτόν… Λέ­ει ακριβώς ο άγιος Ιωάννης ο Χρυ­σόστομος, ότι αυτό το χωρίο αναφέ­ρεται μόνο στο πρόσωπο του Χρί­στου· και κανείς δεν μπορεί να κά­νη χρήση του χωρίου αυτού για τον εαυτό του. Γιατί κανείς δεν μπορεί μόνος του «να άρη την ψυχήν αυτού». Γιατί κανείς δεν μπο­ρεί να σώση κάποιον. Μόνον ο Χριστός σώζει, μ’ αυτήν την νίκη του επάνω στον θάνατο. Κι εμείς ακολουθούμε πια τον Χριστό, ενω­νόμαστε μαζί Του, και έχοντας αυ­τήν την ένωση μαζί Του, ξεπερνού­με τον θάνατο. Αλλά, εν Χριστώ. Πρωτογενώς, Εκείνος το έκα­νε. Εμείς, απλώς μετέχομε στην ζωή Του. Χριστοποιούμεθα. Και, επειδή Εκείνος είναι ο νικητής του Άδη, εμείς, έχοντας ζωή μέ­σα στην ζωή του νικητή του Άδη, νικούμε τον Άδη. Αλλά, όχι πρωτογενώς. Εδώ, το λέει Εκείνος. Λέει «αίρω αυτήν, ίνα πάλιν λά­βω αυτήν». Μιλάει προσωπικά. Εμείς, (όμως) μετέχομε στον Χρι­στό. Εκείνος, μιλάει προσωπικά. Αφορά μόνο τον Χριστό αυτό το κομμάτι. Και το τονίζω, γιατί αυτό το χωρίο είναι καίριο. Και είναι μια πιο προωθημένη απάντηση, αυτό ειδικά το δεύτερο μέρος, στην θεολογία περί μεταμο­σχεύσεων, που προσπαθούν να θε­μελιώσουν, μέσα από αυτό το χω­ρίο. Είναι αιρετική η χρήσις του χωρίου αυτού για τις μεταμοσχεύ­σεις. Γιατί, δεν μπορείς να πης, ό­τι δίνεις τα όργανά σου και «θέτεις την ψυχήν σου». Μπορείς να την λαβής; Και τι είναι αυτό που λένε οι Πατέρες, ότι μόνο τον Χριστό άφορα αυτό το κομμάτι; Τουλάχιστον, γιατί χρησιμοποι­ούν αυτό το χωρίο οι διαστρέφοντες την θεολογία των μεταμοσχεύ­σεων; Για να δείξουν ψευτο-αγαπητική διάθεση; Είναι δύο πράγμα­τα, που τρέχουν γύρω από αυτήν την ιστορία… Πρέπει να ξεκαθαρίσωμε τα πράγματα. Ο λαός πρέ­πει να ξέρη. Και μπορεί να ξέρη μόνο μέσα από την θεολογία του, και τίποτε άλλο. Και αυτά είναι κείμενα θεολογικά. Και από τους άλλους, δεν ζητώ τίποτε. Ας κάνουν επιστήμη. Αυτός είναι ο ρόλος τους. Μακάρι να θεο­λογούσαν, κι όλας. Αλλά, από μας ζητώ θεολογία. Και τα κείμενα αυτά είναι αναλλοίωτα. Ούτε τον Ιωάννη (τον Ευαγγελιστή) αλλά­ζεις, ούτε τον Χρυσόστομο αλλάζεις. Σου αρέσει, δεν σου αρέσει. Θέλεις δεν θέλεις. Δεν γίνεται αλ­λιώς. Δεν είναι δική σου επιθυμία πως θα τον χρησιμοποίησης. Πρέπει να έχωμε, λοιπόν, δύο πράγματα στον νου μας. Δυο βασικώτατα στοιχεία. Για να έχετε ξεκαθαρισμένο νου. Με ενδιαφέρει οι Χριστιανοί να έχουν με απλότητα ξεκαθαρισμένο νου. Να ξέρουν ένα-δυό πράγματα, ώστε να είναι ξεκαθαρισμένος ο νους τους. Προσέξτε: Αφετηριακά, κανείς δεν μπορεί να αρνηθή τις μεταμο­σχεύσεις. Αν έχω πραγματικά πε­θάνει και μου πάρουν το δάκτυ­λό μου, δεν με νοιάζει. Αν είναι κάποιος εν ζωή και θέλη να δώση στο παιδί του, που είναι άρρω­στο, το νεφρό του, εγώ δεν έχω αν­τίρρηση. Αφετηριακά, δεν έχομε αντίσταση, αντίδραση. Αρκεί, εκείνος από τον οποίο παίρνομε τα όργανά του να είναι νεκρός. Η αντίδρασις αρχίζει από ε­κείνο το σημείο ακριβώς. Ότι, ε­μείς πιστεύομε, ότι δεν είναι νε­κρός. Εκεί αρχίζει το καίριο ση­μείο. Γι’ αυτό ακριβώς άλλαξαν τον όρο. Έκαναν τον θάνατο «εγκε­φαλικό». Και υπάρχει και ο κλι­νικός θάνατος. Δύο, δηλ. «θάνα­τοι», υπάρχουν γι’ αυτούς! Γιατί; Για να πάρουν στο (υποτιθέμενο) ενδιάμεσο, τα όργανα (δηλ., για να κάνουν χρήση του τεχνητού κατασκευάσματος του εγκεφαλι­κού θανάτου και να πάρουν κά­ποιου τα όργανα). Λοιπόν, δεν αρνούμεθα αυτές καθ’ εαυτές τις μεταμοσχεύσεις. Και οι άγιοι Ανάργυροι έκαναν μεταμόσχευση. Πήραν το πόδι ενός μαύρου, μετά 4 ημέρες από τον θά­νατο του, και το έβαλαν σε έναν ασθενή. Έτσι… Ας μη φοβόμαστε, μήπως στον Παράδεισο θα είμαστε χωρίς μέλη (εάν μας τα πά­ρουν εδώ). Δεν είναι αυτή η θεο­λογία. Άρα, βλέπετε, το πρώτο (επιχείρημά μας εναντίον των κατηγό­ρων μας) είναι, ότι δεν αρνούμεθα. Αλλά, δεν θέλομε να σκοτώ­νουν ανθρώπους για να παίρνουν τα όργανα. Αυτό, είναι το πρώτο βασικό που πρέπει να έχετε στον νου σας. Αυτό, είναι το πρώτο ου­σιαστικό και βασικό. Προκειμένου, όμως, να πείσουν τους Χριστιανούς για να δίνουν τα όργανά τους, δεν μπορούν να χρησιμοποιούν αυτό το χωρίο. Και, όμως, το χρησιμοποιούν. Αυτό είναι το λάθος. Δεν μπορούν, όμως, οι θεολόγοι, να πλανούν τους πι­στούς. Δεν είπα «η Εκκλησία». Η Εκκλησία δεν έχει πάρει ακό­μη επίσημη απόφαση, παρ’ όλο που οι εισηγήσεις, που γίνονται από τους θεολόγους, αυτό το χω­ρίο χρησιμοποιούν. Αιρετικώτατα. Σκανδαλωδώς αιρετικώτατα. Αν δεν ξέρουν τι λένε οι Πατέ­ρες, να σωπάσουν. Ας μιλήσουν για ουράνια πράγματα, περί αγγέ­λων, αρχαγγέλων, Σεραφείμ, κ.λπ., και να σταματήσουν την άκαιρη ανθρωπολογία τους. Δεν μπορεί κανείς να παίζη με αυτά τα πράγμα­τα και με την ζωή του λαού. Έτσι, λοιπόν, εδώ, είναι συγκε­κριμένο το πράγμα. Είναι μόνο για τον Χριστό αυτό το κομμάτι. Δεν μπορούν να λένε και αυτοί: «Την ψυχήν μου τίθημι υπέρ των προβάτων», και να εννοούν, ότι και αυτοί μπορούν να κάνουν το ίδιο. Εσύ, που το λες αυτό, τί είσαι; Σωτήρ, είσαι; Να βρεθή τρόπος να πάρουν τα όργανά μου μετά τον θάνατο μου, καμμία αντίρρηση. Αλλά, δεν γίνεται (αυτό) σήμερα. Πρέπει το όργανο να είναι ζωντανό. Αν έχης πεθάνει, δεν μπορεί να στο πάρη. Άρα, πρέπει να σε σκοτώση για να σου το πάρη. Η ιστορία είναι “μόλις τρία δευ­τερόλεπτα ακόμα και θα πεθάνη’ (λένε). Για μένα, όμως, τρία δευτερόλεπτα είναι αιώνας. Για το μά­τι του Χριστού είναι αιώνας. Δεν μπορεί ο λαός να πλανάται με ψευτοθεολογίες. Τί είναι, όμως, αυτό το φαινόμε­νο; Εγώ, αυτό το λέω «μία κακοδο­ξία του ψευτοαγαπισμού». Έτσι το λέω. Είναι κακοδοξία του ψευτοαγαπισμού. Υπήρχαν και παληά, και στον αιώνα μας, στον χώρο ει­δικά της Ρωμαιοκαθολικής «Εκ­κλησίας», τέτοιες κακοδοξίες ψευ­τοαγαπισμού, σε άλλα όμως μεγέ­θη… Επανέρχεται, όμως, αυτή η ορολογία κάτω από νέο πρίσμα. Είναι η κακοδοξία του ψευτοαγα­πισμού. Έτσι, πείθεται ο λαός, συγκι­νείται, και λέει: «Να, κοίταξε, το έκανε και ο Χριστός». Τί έκανε ο Χριστός; (Ο Χριστός) κατέβηκε ως νικητής στον Άδη και έσωσε εμάς. Και, δεν σημαίνει το «τίθημι την ψυχή μου», του Χριστού, δεν ερμηνεύεται, σήμερα, με το: «Πάρε­τε τα όργανά μου για να σωθήτε»! Μακάρι να βρη η επιστήμη τρό­πο και να τα παίρνη μετά τον θά­νατο μου. Εγώ, προσωπικά, δεν έχω αντίρρηση. Αλλά, όχι έτσι. Όχι πλανώντας τον κόσμο και μπαίνοντας σε μία διεργασία πρα­γματικού θανάτου για τον άλλον, ενώ ζη ακόμη. Εμείς δεν μπορούμε να μη θεολογήσωμε. Το Κράτος να πάρη τις ευθύ­νες του. Αλλά, εμείς δεν μπορούμε να γίνωμε αγκωνάρι στο κράτος για να πετύχη τα επιδιωκώμενα. Και το Κράτος καίγεται. Και έχει τρομερά την ανάγκη της Εκκλησί­ας γι’ αυτό το θέμα. Η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα σε δότες στην Ευρώπη. Και, αν η Εκκλησία πη λόγο (υπέρ του εγκεφαλικού θανάτου) θα ανοίξουν οι κρου­νοί… Η Εκκλησία, όμως, δεν πρέπει να πη λόγο. Και, δεν πρέπει να παίξη το παιχνίδι τους, για λόγους θεολογικούς. Γιατί, εμείς οι Ορθόδοξοι, έχομε (γνήσια) θεολο­γία. Δεν έχομε άκαιρη ανθρωπολο­γία. Και, κάτι ουσιαστικό και τελι­κό: Αυτό το κομμάτι του Ευαγγε­λίου που αρχίζει με την φράση «αίρω την ψυχή μου …» κ.λπ. έχει μία μοναδικότητα μέσα της. Μία μοναδικότητα και ένα κάλλος, που κανείς δεν μπορεί να υποκαταστήση αυτό το κάλλος, και να παίζη με αυτά τα πράγματα. Και να «αποκτήσωμε», λοιπόν, αγάπη, και να λέμε: «Ξέρεις, μα και οι μάρτυρες έδιναν το αίμα τους…». Μα, τί; Είναι το ίδιο πρά­γμα; Το άκουγα προχθές, που το έλεγε ένας καθηγητής της Θεολογι­κής Σχολής… Είναι το ίδιο πράγμα; Και, το τελευταίο επιχείρημα, είναι, ότι ο Χριστός θέλει και κά­νει αυτό που κάνει. Ένας, ο οποίος είναι, κατ’ αυτούς, νεκρός, θέλει να κάνη αυτό πού εκείνοι θέλουν; Είπε «εγώ θέλω»; Όχι. Δεν είπε το «θέλω» του. Δεν είπε: «Ναι, σκοτώστε με και πάρτε τα όργανά μου». Το θέμα είναι ανοικτό; Όχι. Το θέμα είναι κλειστό. Το θέμα, πιστεύω, πως, από εδώ και μετά, δεν σηκώνει κουβέντα. Και, δεν σηκώνει κουβέντα, πιστεύω, για έναν λόγο. Δεν χρειάζεται πια να γίνεται διαμάχη στο διπλό επίπε­δο, τι λέει η επιστήμη, τι λέει η θε­ολογία. Η μεν επιστήμη πήρε τον δρόμο της. Η επιστήμη τόσο γνωρί­ζει. Ξέρει που πεθαίνει το σώμα. Μπορεί να δη τι ώρα φεύγει η ψυ­χή; Απλώς, διαπιστώνει πως ο άν­θρωπος είναι ζωντανός ακόμα, και ότι θα πεθάνη σύντομα. Και (εφ’ όσον θα πεθάνη σύντομα), του παίρνουν τα όργανα. Η θεολο­γία ξέρει πότε φεύγει η ψυχή από το σώμα; Όχι. Ούτε αυτή το ξέ­ρει. Αφού μιλούν τα τροπάρια πε­ρί «του μυστηρίου του θανάτου»; Ε, λοιπόν, πρόκειται περί μυ­στηρίου. Αυτή είναι η ιστορία. Η ώρα που χωρίζεται το σώμα από την ψυχή είναι μυστήριο. Ποιος μπορεί να μπη στο μυστήριο; Η επιστήμη; Αδύνατον. Η θεολο­γία; Αδύνατον. Άρα, η θεολογία είναι περιφεριακή (και όλα αυτά που σας λέω), για να αποτραπή το έγκλημα, και η επιστήμη είναι ανύπαρκτη (ανίκανη), ώστε να μπορή να έχη λόγο για την ώρα του χωρισμού της ψυχής από το σώμα. Εφ’ όσον, λοιπόν, πρόκειται περί μυστηρίου, οποιοσδήποτε λό­γος είναι περιττός, περί (εγκεφαλι­κού) θανάτου. Οποιοιδήποτε άλλοι μιλούν, (τί κάνουν); Πάνε να ερευ­νήσουν το μυστήριο. Αλλά, «ου φέρει το μυστήριον έρευναν». Αυτό πήγε να κάνη ο Βαρλα­άμ, και αντιτάχθηκε ο Παλαμάς. (Ο Βαρλαάμ) πήγε να ερευνήση το μυστήριο της γνώσεως της ου­σίας του Θεού. Είναι δυνατόν να γίνη; Και εκεί χτυπήθηκαν οι δύο πολιτισμοί. Του εγκεφαλισμού, και του μυστηρίου του Θεού, πριν από επτά αιώνες. Εμείς, δεν μπο­ρούμε να επανέλθωμε σε Νεοβαρλααμισμούς… Να ερευνούμε το μυ­στήριο. Ό,τι και να πουν, ό,τι και να βρουν, όπως και αν ορίσουν τον θάνατο, ο θάνατος θα παραμένη μυστήριο. Το τι ώρα φεύγει η ψυχή από το σώμα. Γι’ αυτό, εμείς, πρέπει να περιμένωμε το σώμα πραγματικά να είναι πεθαμένο. Ας το διαπιστώνωμε, όπως το διεπίστωνε η παληά Ιατρι­κή, ο παληός ο γιατρουδάκος, ώστε να είμαστε σίγουροι. Το πότε ακρι­βώς πέθανε ένας άνθρωπος δεν ξέρομε. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να γίνωνται άκαιρες παρεμβάσεις. «Ου φέρει, λοιπόν, τό μυστήριον έρευ­ναν». Και, σ’ αυτό, ποιος θα έχη (θα μπορή) να απάντηση; Να πη κά­τι; Κανείς. Ποιος θα έχη να πη κά­τι για το μυστήριο; Άρα, τονίζω και φωνάζω, από σήμερα και με­τά, ότι «το θέμα δεν σηκώνει κου­βέντα». Παύσετε να κουβεντιάζε­τε, θεολογικά. Ή, χρησιμοποιώντας την Ιατρική σαν δεκανίκι. Δεν γί­νεται. Πρόκειται περί μυστηρίου. Και, πίσω από εκεί, είναι (κρυμμέ­νο) το μυστήριο της εν Χριστώ σω­τηρίας, του ανθρώπου. Βλέπετε, το κείμενο τι επικαιρότητα απο­κτά τώρα; Βλέπετε, πως τα λέει ο Χριστός! Με τι προοπτικές τα λέ­ει! Τι έχει στον νου του! Βλέπει το αύριο και το μεθαύριο, Εκείνος. Έτσι, μετά από αυτά που λέει (στην αρχή), επανέρχεται και λέ­ει: «Ίνα λάβω αυτήν». Και συνεχί­ζει το κείμενο: «Ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού. Εξουσίαν έχω θείναι αυτήν και εξουσίαν έχω πάλιν λα­βείν αυτήν’ ταύτην την εντολήν έλαβον παρά του πατρός μου»20. «Κανείς δεν μπορεί να πάρη την ψυχή μου, λέει, κι ας με σκοτώσουν. Εγώ, την καταθέτω, και έχω, απ’ εμαυτού, εξουσίαν να την θύσω, και πάλιν έχω εξουσίαν ίνα λάβω αυτήν, γιατί έτσι μου είπε ο Πατέρας μου». Βλέπετε την μοναδι­κότητα της εξουσίας; Αυτός μόνο (μπορεί να το κάνη). «Εξουσίαν έχω, λέει, παρά του πατρός μου». Δεν έχει το κείμενο μοναδικότη­τα; Μπορεί κανείς να το χρησιμο­ποίηση για οποιαδήποτε άλλη πε­ρίπτωση; Μπορεί ένας να πη, ότι «εξουσίαν έχω να πάρω την ψυ­χή μου και να την δώσω»; Έχο­με, εμείς, τέτοια εξουσία; Που ση­μαίνει, (εγώ) σώζω τον άλλον; Σωζόμεθα εν Χριστώ. Και, αγα­πώντας τον άλλον, του ανοίγομε τον δρόμο για τον Χριστό. Όλος ο κόσμος. Αυτό που κάνετε εσείς, και αυτό που κάνω εγώ. Ο καθέ­νας μας, με τον τρόπο του, από τον χώρο και το μετερίζι που βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία, γίνεται ένας βοηθός σωτηρίας του άλλου. Βλέπετε, η Εύα ήταν «βοηθός κατ’ αυτόν (τον Αδάμ)». Δηλ., βο­ηθός σωτηρίας του Αδάμ. Αυτό παραμένει το μοναδικό μέγεθος. Και ένας ιερέας, ένας πνευματι­κός, ένας επίσκοπος, τί είναι; Είναι αυτό το μέγεθος που βοηθεί, ανοί­γει δρόμο, αλλά ένας είναι ο σώζων. Ο Χριστός. Δεν μπορεί κάποιος να πάρη αυτήν την εξουσία και να πη: «Ε­γώ θα σώσω». Αν το πη, θα κρύ­βεται πίσω ένας τρομερός εγωι­σμός… Είμαστε εν δυνάμει συνερ­γοί της σωτηρίας του άλλου. Συνεργοί της σωτηρίας του άλλου… Διακονούμε την σωτηρία των άλ­λων… Αυτό είναι το κύριο, το πρω­τογενές έργο του κάθε ανθρώπου, όπου και αν βρίσκεται. Ο Χριστός, (όταν γιατρεύη), γιατρεύει και τα δύο. Και την ψυ­χή και το σώμα. Δεν υπάρχει αγά­πη μονομερής, που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο μονομερώς (που θέ­λει δηλ. να γιατρέψη μόνο το σώμα, και αδιαφορεί για την ψυχή). Ό­σο βλέπομε την αγάπη μονομερώς, τότε ή θα την κουκουλώνομε με την τραγωδία μας, ή θα κομματια­ζόμαστε. Και ο Χριστός επιτρέπει να κομματιαζώμαστε για να δούμε την αποτυχία μας. Δεν υπάρχει α­γάπη μονομερής. …Ακόμη και η κουβέντα περί αγάπης είναι δαιμονισμένη, πολ­λές φορές, αν κρύβη την αλήθεια (την περί ζωής αλήθεια). Π.χ. «αγαπηθήτε, αγαπάτε, και μη σας νοιάζη για τα υπόλοιπα». Και, εν ονό­ματι μιας ψευτοαγάπης, διχάζουν τον κόσμο. Ξέρω, πως είναι μυστήριο ο θάνατος. Και, επειδή θα περάσω από το μυστήριο του θανάτου, προτρέχω (και προσπαθώ να μπω) μέσα στο μυστήριο της παρουσίας του Χριστού, για να ζήσω τον θάνα­το ως μυστήριο χριστοειδές, και όχι ως μυστήριο χαμού. Προσεγ­γίζω το μυστήριο βιωματικά πια. Και, πραγματικά, εκεί φθάνει όλη αυτή η αναζήτηση, για τον εγκεφαλικό θάνατο, κ.λπ. Δεν μπο­ρούμε πια να πούμε τίποτε. Η επι­στήμη χίλια να πη, δεν μπορεί να εισέλθη (στο μυστήριο). Θα λέη πάντα πως είναι το σώμα. Βλέπει την ψυχή; Έχει όργανα (για να την ανιχνεύση); …Η ψυχή, κατά τους Πατέρες, διαχέεται σ’ όλο το σώμα. Σταμάτησε (έστω) ο εγκέφαλος. Η ψυχή, δεν είναι στα άλλα μέρη του σώμα­τος; Δεν μπορώ να το αγνοήσω αυτό το πράγμα. Ο άγιος Νικόδημος, λέει, ότι μαζεύεται στα μέσα στοιχεία του σώματος. Συγκεντρώνεται μέσα, ακόμη και αν δεν υπάρχη ψυχή στον εγκέφαλο, και (ο άνθρωπος) δεν κινείται. Πέθανε ο άνθρωπος; Όχι. Να, η δογματική της Εκκλη­σίας: Ότι διαχέεται παντού η ψυ­χή. Σ’ όλο το σώμα. Πότε φεύγει οριστικά, τελευταία-τελευταία, δεν ξέρομε. Αλλ’ εφ’ όσον υπάρ­χη ακόμη (μέσα στο σώμα), δεν μπορούμε να τον αγγίξωμε (τον άνθρωπο). Άκουσα, προχθές, έναν καθηγη­τή να χρησιμοποιή, ανοήτως, το πείραμα του βατράχου, που κά­νουν όλοι οι πρωτοετείς φοιτητές της Ιατρικής (στο μάθημα της Βιολογίας), (για να δώση λύση στο θέμα του εγκεφαλικού θανάτου). Μα, αυτά, είναι ανόητα πράγματα… Παίρνουν τον βάτραχο, του κό­βουν το κεφάλι (κατά ακρίβειαν, του νεκρώνουν τον εγκέφαλο με μία βελόνα) και παρατηρούν, ότι ο βάτραχος ακόμη κινείται. Είναι ο μυϊκός τόνος. Και, λένε: «Κοίτα­ξε, δεν έχει εγκέφαλο σε λειτουρ­γία, αλλά κινείται». Είναι ο μυϊ­κός τόνος. Αλλά, ξεχνάνε, ότι ο βάτραχος δεν έχει ψυχή, που έχει εικόνα του Θεού επάνω της. Και, αυτό, το είπε ο καθηγη­τής για να επιβεβαίωση (υποστηρίξη) τις μεταμοσχεύσεις! Και έφε­ρε (ως απόδειξη), σε κληρικούς και θεολόγους, το πείραμα του βα­τράχου! Μα, είναι σοβαρά πράγμα­τα αυτά; … Συγγνώμη, αλλά ξέρεις πό­τε πεθαίνει ο άνθρωπος; Εσύ, βλέ­πεις τον εγκέφαλο. Λες μόνο, ότι «πέθανε ο εγκέφαλος». Και, μου λες, μόνος σου, ότι «η καρδιά ζει ακόμη», και, γι’ αυτό, λες, «μπορώ να την πάρω». Άρα, ζει η καρδιά. Και, εγώ μεν σου μιλάω για το «μυ­στήριο του θανάτου», και ότι η ψυχή παραμένει ακόμη στο σώμα, και εσύ μου λες για το «μυστήριο του βατράχου»! Ε, δεν μπορεί να γίνη διάλογος έτσι. Μιλάμε για ανόμοια πράγματα. Αν μετά από ένα τροχαίο δυστύχημα, ένας καταλήξη εγκεφαλικά νεκρός, και δηλωθή ως εγκεφαλι­κά νεκρός, αλλά όχι κλινικά νε­κρός, εγώ δεν μπορώ να πάρω τα όργανά του. Με την προοπτική ό­τι θα πεθάνη μετά από πέντε δευτε­ρόλεπτα, εγώ όργανα δεν μπορώ να πάρω. Αδυνατώ. Μας έλεγε, προχθές, ο π. Κων/νος, από το Ασκληπιείο (Βούλας), ένα πολύ ωραίο παράδειγμα. Και, μας τόνισε την προσωπική του ευ­θύνη πάνω σ’ αυτό το γεγονός… Παληά, πριν αρχίση όλη αυτή η διαμάχη (για τις μεταμοσχεύσεις), όταν ήταν εφημέριος του Νοσο­κομείου, ο παππούλης, έρχεται έ­νας πατέρας και λέει στον π. Κων/νο: «Το παιδί μου είναι εγκεφα­λικά νεκρό, και μου ζητούν οι για­τροί να υπογράψω για να πάρουν τα όργανά του. Παππούλη, τι να κάνω;» Του λέει εκείνος: «Δώστα». Δεν ήξερε, τότε, ο παππούλης. Ο πατέρας, πηγαίνοντας να υπογράψη, πέρασε από το εκκλησά­κι του νοσοκομείου, τον άγιο Παντελεήμονα. Του λέει: «Άγιε Παντε­λεήμονα, πες μου τί να κάνω; Είμαι σε προβληματισμό». Και λέει, με­τά: «Ας το αφήσω, μέχρι αύριο το πρωΐ, και μετά υπογράφω». Το άλλο πρωΐ, το παιδί του γίνεται καλά! Και, μας ρωτάει ο π. Κων/νος: «Εγώ, τί ευθύνη θα είχα μετά;». Αλλά, και πόσοι γονείς υπέγρα­ψαν, χωρίς να ξέρουν οι άνθρωποι… Δεν ζητούμε ευθύνες, δεν κάνομε δικαστήριο. Κάνομε θεολογία. Πε­ρί θανάτου θεολογία, για να μη λειτουργήση ένα άνομο σύστημα αγρίας εκμεταλλεύσεως του άλλου… Ούτε εγείρεται θέμα σωτηρίας για εκείνον που έδωσε τα όργανά του. Αυτά, είναι ανόητα πράγματα… …Ηθελημένα μιλάνε για διπλό θάνατο… Ιατρικά, (το θέμα του χωρισμού της ψυχής) ποτέ δεν θα το λύσουν. (Επιφανειακά), αυτοί, το έλυσαν. Έβαλαν τον όρο “εγκε­φαλικός θάνατος”, και το έλυσαν. Αλλά, στην πράξη, κατά αλήθειαν, δεν το έλυσαν. Απόδειξις, ότι δεκάδες επιστήμονες, παγκοσμίως, διαμαρτύρονται. Αυτό, δεν λέει κάτι; Όταν δε είπαμε (σ’ αυτούς), ότι δεκάδες επιστήμονες διαμαρτύ­ρονται, ξέρετε τι απάντηση πήρα­με; «Όσοι διαμαρτύρονται, διαμαρ­τύρονται όχι ιατρικά, αλλά φιλοσο­φικά. Είναι φιλόσοφοι, αγνοήστε τους»! Μα, αυτά, είναι σοφίσματα. Δεν μπορούμε, δια σοφισμάτων, (να βρούμε άκρη, και) να αναιρούμε όλους τους γιατρούς που δεν συμ­φωνούν μαζί μας και να λέμε, ότι είναι φιλόσοφοι, επειδή δεν συμφω­νούν (μαζί μας). Λένε, ότι οι Πατέ­ρες της Εκκλησίας δεν έχουν επαρ­κείς αποδείξεις. Αν ζούσαν σήμε­ρα, λένε, άλλα πράγματα θα έλε­γαν. Έτσι, πετάμε και τους Πατέ­ρες, και μένει η δική μας γνώμη μόνο! Ακρότατα Βατικάνειο (πνεύμα). Όμως, σ’ αυτόν τον τόπο, δεν μπορεί να λειτουργήση Βατικάνειο (πνεύμα). Υπάρχει (εδώ, Ορθόδοξη) θεολογία. Και τίποτε άλλο να μην υπάρχη, υπάρχει το μυστήριο του θανάτου, που θα τους κυνηγά­ει μέχρι τον θάνατο…».

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

  1. Έκδοσις Κέντρου Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, Αθήνα 2002.
  2. Παροιμ. 9, 9.
  3. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Προπατορικό Αμάρτημα, έκδοσις Δόμος, Αθήνα, 1992, σελ. 159.
  4. Ίσως κάτι τέτοιο να επιχειρήση να αποδείξη η σημερινή Γενετική, που εμπνέε­ται από τον επιστημονικό υλισμό.
  5. Εφεσ. 5, 25-28.
  6. Βλ. Ιω. Χρυσοστόμου, Έργα, Ομιλία ΙΘ’, ΕΠΕ 18, Θεσ/κη 1979.
  7. Εβρ.. 10, 34.
  8. Ιωάν. 15, 13.
  9. Βλ. Πεντηκοστάριον, Κυριακή των Αγίων Πάντων.
  10. Τεύχος Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2002, σελ. 17
  11. Ιωάν. 3, 16.
  12. Ιωάν. 10, 15.
  13. ΕΠΕ, 14, 121.
  14. 10, 17-18.
  15. ΕΠΕ, 14, 125-127.
  16. ΕΠΕ, 14, 481.
  17. Απόσπασμα από μαγνητοφωνημένη ομιλία.
  18. Ιωάν. 10, 17.
  19. Ιωάν. 10, 15.
  20. Ιωάν. 10, 18.

(Πηγή: ‘ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ’)