- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

«Κι εγώ μένω στα χέρια του Θεού τώρα, για πάντα!»

Ευγένιος Lufika. Ανδρας 33 ετών. Χρόνια τώρα ανάπηρος σε καροτσάκι. Όμως πιστός, ειρηνικός, ευγενής, καρτερικός. Η ιεραποστολή φρόντισε και του εξασφάλισε καινούργιο αμα­ξάκι. Μου είπαν ότι είναι στην αυλή μας. Τον πλησίασα. Κάθισα στο καινούργιο μεταφορικό μέσον του. Πιάσαμε την κουβέντα και μου διηγήθηκε. «Γεννήθηκα στις 31.5.1975. Είχα πατέρα, μητέρα και τέσσερα αδέλφια. Εγώ δεύτερος από πάνω. Όλοι μας Ρωμαιοκαθολικοί. Ζούσαμε στο Κολουέζι. Στα έξι μου γράφτηκα στο Δημοτικό Σχολείο, που, με πολλά εμπόδια, το τελείωσα στα δεκαέξι μου, το 1991. Πήγα σε Κολλέγιο για γυμνασιακές σπουδές. Όταν ακόμη ήμουν στο Δημοτικό Σχολείο, μας επισκεπτόταν συ­χνά μια θεία μου, που ήταν Ορθόδοξη και μας μιλούσε για την Ορθοδοξία. Την άκουγα με προσοχή και μέσα μου κάτι ιδιαίτερο αισθα­νόμουν.

– Θεία, θέλω να γίνω κι εγώ Ορθόδοξος, της είπα.

– Να το δούμε, μου απάντησε.

Το 1988, 13άρης, βαπτίστηκα. Φόρεσα τον Χρι­στό μέσα στην εκκλησία τού αγίου Γεωργίου, στο Κολουέζι. Τώρα «ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρ­τιών» κι αυτό το βάπτισμα θα μένει μέσα στο πνεύμα μου· δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Ένα λυπηρό γεγονός στη ζωή μου τα ανέτρεψε όλα. Η πολιτική κατάσταση της πατρίδας μου το 1992 ήταν τραγική. Ένας εμφύλιος πόλεμος ξέσπα­σε στην επαρχία Κατάνγκα. Έπρεπε να φύγουμε για να σωθούμε. Είμασταν απ’ το Κασάι. Υποβληθήκα­με σε έκτακτη, υποχρεωτική προσφυγιά. Μια μιζέρια μας ακολούθησε πλέον. Το μέλλον μας σκοτεινό. Έμεινα ορφανός. Ο πατέρας μου δεν άντεξε τις κακουχίες αυτής της προσφυγιάς· πέθανε! Έμεινε η μάνα μου χήρα με πέντε παιδιά μικρά κι όλα τους τα προβλήματα: δρόμος, πείνα, αρρώστιες, αβεβαιότητα… Ήρθαμε (πως ήρθαμε) στο Κασάι, εδώ στην Κανάνγκα. Δυστυχία απερίγραπτη. Χιλιάδες οι πρόσφυγες, όπως εμείς. Εγώ αποφάσισα να πάω στο Μπουζιμάι. Αφέθη­κα να μ’ οδηγεί ο άνεμος όπου φυσούσε. Μια ελπί­δα με κράταγε στη ζωή. Πουλούσα πόσιμο νερό στους διψασμένους μ’ ένα μπιτόνι στο κεφάλι. Αλ­λοτε έκανα το χαμάλη κ.λπ. Δύσκολο να νοικιάσω κανένα δωμάτιο. Ήταν ακριβά. Μέρα-νύχια έμενα στο ύπαιθρο. Αχ! εκείνα τα βράδια· μόνος, κάτω απ’ τον ουρανό με τ’ άπειρα άστρα ή τη συννεφιά με τη βροχή και τις αστραπές, που μ’ αγρίευαν… Κάποτε μού ‘ρθε ξαφνικά μια ιδέα· να πουλώ αυγά βρασμένα η ωμά. Αυτή η δουλειά ήταν απο­δοτική. Κατάφερνα να ζω και να στέλνω κάθε εβδο­μάδα κάτι στην φτωχιά τη μάνα μου, που πάλευε κι αυτή στην Κανάνγκα να βολεύει τα μικρότερα αδέλ­φια μου. Δούλευα νύχτα-μέρα. Σύχναζα και στους τόπους όπου έσκαβαν οι εργάτες ψάχνοντας να βρουν δια­μάντια. Ελπίδα και μόχθος! Ήταν Ιούλιος μήνας του 1999. Ήμουν στα 24 χρόνια μου. Στην ακμή της δουλειάς μου. Όταν άρχιζα να βλέπω φως στην άκρη του τούνελ. Βρά­δυ σκοτάδι· 11 κοντά στα μεσάνυχτα· δεν έβλεπα μπροστά μου και …έπεσα σ’ ένα λάκκο, Θεέ μου! Είκοσι δύο μέτρα βάθος. Ήταν από εκείνους που ανοίγουν οι εξερευνητές αδαμάντων και όταν τελει­ώσουν δεν φροντίζουν κάπως να τους σκεπάσουν. Σκοτοδίνη, σοκ, δεν πολυκατάλαβα τι συνέβη, ήμουν ακόμη ζεστός, έπειτα άρχισαν οι φοβεροί πό­νοι στη μέση μου. Αρχισα να φωνάζω γοερά· «Βοήθειαααα». Κάποιοι μ’ άκουσαν. Με σχοινιά προσπάθησαν και μ’ έβγαλαν. Ο Θεός να τους έχει καλά, όποιοι κι αν ήσαν. Δεν τους γνωρίζω. Όμως η σπονδυλική μου στήλη με …πρόδωσε! Το κατάλαβα μετά όταν δεν μπορούσα να περπατή­σω ούτε και να σταθώ όρθιος. Με πήγαν σηκωτό στο νοσοκομείο (στο Μπουζιμάι). Μακρά θεραπεία. Επέζησα, αλλά ατροφικός, πάνω σε μια καρέκλα με ρόδες. Μου το είπαν οι γιατροί, το καταλάβαινα και ο ίδιος· θα έμενα για πάντα ανάπηρος! Δεν απελπίστηκα, δεν απογοητεύθηκα για το ανάπηρο κορμί μου. Η σκέψη ότι είχα μία Ορθόδο­ξη πίστη μου έδινε κουράγιο, αντοχή, δύναμη. Η οικογένειά μου συνέχιζε να είναι παπική. Αυτό μ’ απασχολούσε. Προσευχόμουν, έψαλλα, δοξολογούσα τον Θεό, ζούσα με Ορθόδοξο τρόπο. Εδώ στην Κανάνγκα βρέθηκα με τη μητέρα και τα αδέλφια μου. Αρχίσαμε ν’ ακούμε ανελλιπώς τις εκπομπές του Ορθοδόξου ραδιοφωνικού σταθμού «Η φωνή της Ορθοδοξίας». Άλλαξαν όλα στο σπίτι μας, στην οι­κογένειά μου. Το 2007 όλοι βαπτίστηκαν στο βαπτιστήρι του αγίου Ανδρέα. Τώρα όλοι είμαστε ομόδοξοι. Και εγώ «μένω στα χέρια του Θεού τώρα και για πάντα και στους αιώνες!». Τελείωσε τη διήγησή του ο ευγενής Ευγένιος μ’ ένα χαμόγελο, που του φώτιζε το πρόσωπο και αντι­κατόπτριζε το ήρεμο εσωτερικό του και τον έκαμνε εξαιρετικά συμπαθή και αξιοθαύμαστο. «Μεγάλα τα της πίστεως κατορθώματα».

+ ο Κεντρώας Αφρικής Ιγνάτιος

(Πηγή: «Πάντα τα έθνη», τεύχος 106, Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 2008)