- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Η περί φιλοσοφίας διδασκαλία τού Αγίου Νεκταρίου (Φώτιος Σχοινάς, Δρ. Φιλοσοφίας)

Στήν περοῦσα ἐργασία θά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν περί φιλοσοφίας διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Προτοῦ προχωρήσουμε στό κύριο θέμα τῆς ἐργασίας μας θά ἀναφερθοῦμε στήν γενικώτερη φιλοσοφική κατάρτιση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.

Ὄντως ἐκπλήσσει ἡ εὐρύτατη γνώση τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων τοῦ ἁγίου. Τοῦτο φαίνεται σέ πλεῖστα συγγράματά του. Αἴφνης στό ἐκτεταμένο ἔργο του Ἱερῶν καί Φιλοσοφικῶν Λογίων θησαύρισμα ὁ ἅγιος ἐκθέτει γνωμικά καί ἀποφθέγματα πλείστων ἀρχαίων φιλοσόφων. Καί ὄχι μόνο φιλοσόφων ἀλλά καί ποιητῶν, τραγωδῶν καί ἱστορικῶν. Ἡ ἀρχαιομάθεια τοῦ ἁγίου εἶναι εὐρυτάτη καί καλύπτει ὅλα σχεδόν τά λογοτεχνικά εἴδη τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Σέ ἕνα ἄλλο ἔργο του τό Περί ἀθανασίας τῆς ψυχῆς ὁ Ἱεράρχης μας στήν εἰσαγωγή ἐκθέτει συνοπτικά τίς περί ψυχῆς δοξασίες ὅλων τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, συμπεριλαμβανομένων, ἐκτός τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλους, τῶν Προσωκρατικῶν, τῶν Στωϊκῶν, τῶν Ἐπικουρείων καί τῶν Σκεπτικῶν. Μάλιστα ἀναφερόμενος στόν Πλάτωνα ἐκθέτει αὐτούσιον μέ παραπομπή τό χωρίον ἀπό τόν Φαίδωνα «ψυχή πᾶσα ἀθάνατος» (Πλάτ. Φαίδ. 245). Ὁμοίως στό ἔργο του Αἱ Οἰκουμενικοί Σύνοδοι εἶναι πασιφανές ὅτι γνωρίζει σέ βάθος καί κινεῖται μέ εὐχέρεια στούς νεοπλατωνικῆς προελεύσεως φιλοσοφικούς καί θεολογικούς ὅρους οὐσία, φύσις, πρόσωπον, ὑπόστασις, ἐνυπόστατον, συμβεβηκός, ἐνέργεια. Αὐτοί οἱ ὅροι εἶναι εἰλημμένοι ἀπό τούς νεοπλατωνικούς ὑπομνηματιστές καί σχολιαστές τοῦ Ἀριστοτέλους καί μετασχηματισθέντες καταλλήλως ἐνοφθαλμίστηκαν καί προσαρμόστηκαν στήν χριστιανική προβληματική καί συγκεκριμένα στή διατύπωση τοῦ Τραδολογικοῦ καί Χριστολογικοῦ δόγματος. Ἐπίσης στό ἔργο του Περί τῶν ἁγίων εἰκόνων δείχνει νά κατέχει μέ ἐπάρκεια τήν διδασκαλία τοῦ Πλάτωνος σχετικά μέ τό θέμα αὐτό. Ἀκόμη στό ἔργο του Μελέτη περί τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας προβαίνει στήν σύγκριση, προσαρμογή καί ὑπέρβαση τῶν δέκα ἀριστοτελικῶν κατηγοριῶν ἀπό τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἐκπλήσσει ἡ ἄνεση μέ τήν ὁποία χειρίζεται τίς δέκα ἀριστοτελικές κατηγορίες ὅταν τίς προσαρμόζει στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Στό ἔργο του Χριστιανική ἠθική διαφαίνεται ἡ βαθεῖα γνώση τῆς Ἀριστοτελικῆς καί Στωϊκῆς φιλοσοφίας πού κατεῖχε.

Ἄς προχωρήσουμε τώρα στήν ἐξέταση τῶν ἀπόψεων τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιά τήν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία πού ἐκθέτει στήν πραγματεία του Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία ὡς παιδαγωγός τῶν Ἑλλήνων πρός τόν Χριστιανισμόν, Ἀθῆναι 17 Ἰουνίου 1896. Ἡ ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία ὑπῆρξε κατά τόν ἅγιο Νεκτάριο προπαιδεία στόν Χριστιανισμό. Ὑπῆρξε παιδαγωγός, ποδηγέτης στόν Χριστιανισμό. Ἡ ὅλη ὕπαρξη καί λειτουργία της ἀποσκοποῦσε στό νά ὁδηγήσει τό Ἑλληνικό ἔθνος ἀλλά καί ὅλη τήν ἀνθρωπότητα στόν Χριστιανισμό. Ἡ ἑλληνική φιλοσοφία δέν εἶχε αὐτόνομη παρουσία στό διανοητικό στερέωμα τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλά τελοῦσε στήν ὑπηρεσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὡς προαγωγός σ᾿ αὐτόν. Ὅπως γράφει ὁ ἴδιος (σέ μετάφραση τοῦ π. Ἀντωνίου Μπιλάλη): «Ἡ Ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία ἔγινε γιά τήν Ἑλληνική φυλή ὁ παιδαγωγός γιά νά κατανοήσει τήν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια. Ἡ μεγάλη αὐτή ἀγάπη γιά τήν φιλοσοφία ἔγινε μεγάλη ἀγάπη γιά τόν Χριστιανισμό καί ἡ φιλοσοφία κατέληξε πίστη στόν Χριστό».[1] Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὁ φιλοσοφικός ἔρως μετασχηματίσθηκε σέ ἔρωτα πρός τόν Χριστό.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐκτιμοῦσε σέ ὑψηλότατο βαθμό τόν ἀρχαῖο Ἑλληνικό φιλοσοφικό στοχασμό. Μιλοῦσε μέ ἄκρως ἐπαινετικά λόγια γιά τήν βαθύτερη οὐσία καί ἀποστολή τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Μάλιστα τῆς προσδίδει καί οἰκουμενική, πανανθρώπινη ἀποστολή. Ἄς ἀκούσουμε ἐπ᾿ αὐτοῦ τόν ἅγιό μας (μετάφραση π. Ἀντωνίου Μπιλάλη): «Ἐλληνική φιλοσοφία. Δύο λέξεις ἀλλά λέξεις μεστές μεγάλων καί ὑψηλῶν ἐννοιῶν. Μέσα σ᾿ αὐτές ἐγκολπώνεται ἡ τέλεια ἔννοια γιά τόν ἄνθρωπο. Μέσα σ᾿ αὐτές συνάπτονται τά πέρατα τῆς φιλοσοφικῆς ἐνέργειας. Μέσα σ᾿ αὐτές περιλαμβάνεται τό σύνολο τῶν ἐπιστημονικῶν ἀρχῶν. Μέσα σ᾿ αὐτές ἐκφράζεται τό πνεῦμα τῆς ἀνθρώπινης προόδου. Μέσα σ᾿ αὐτές γίνεται εὐδιάκριτη ἡ τέλεια εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα σ᾿ αὐτές ὁμολογεῖται τό μέγεθος τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ. Τό ὕψος τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας, τό βάθος τῶν ἐννοιῶν, ἡ ἰσχύς καί τό κάλλος τοῦ λόγου, ἡ λεπτότητα τῶν διανοημάτων, ἡ εὐκρίνεια καί ἡ σαφήνειά τους, ἡ δύναμη, ἡ χάρη τους καί τέλος ἡ θεϊκότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία εἶναι ἡ θεμελιώδης ἀρχή τῆς ἀληθινῆς ἀνάπτυξης καί μορφώσεως. Εἶναι ὁ παιδαγωγός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ποδηγέτης στήν εὐσέβεια. Αὐτή ἔγινε διδάσκαλος τῆς ἀλήθειας καί διδάσκει τόν ἄνθρωπο ποιός εἶναι, ποιά εἶναι ἡ ἀποστολή του πάνω στήν γῆ καί τί πρέπει νά ἐργάζεται, ἐπειδή τόν διδάσκει γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, τή σχέση του μέ τόν Θεό καί τήν σχέση τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Διδάσκει ἀκόμα τά θεϊκά ἰδιώματα καί τή συγγένεια τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία δίδαξε τήν θεία πρόνοια στήν ἀνθρωπότητα καί ἔγινε μέ τίς ὑγιεῖς της θεωρίες παιδαγωγός τῆς ἀνθρωπότητας στόν Χριστό».[2]

Ἡ φιλοσοφία στήν ἐσώτατη φύση, λειτουργία καί ἀποστολή της εἶναι Ἑλληνική. Ἰδιάζον χαρακτηριστικό τοῦ Ἕλληνα καί προσδιοριστικό στοιχεῖο τῆς φύσεως καί τοῦ χαρακτῆρα του εἶναι ἡ ροπή του πρός τό φιλοσοφεῖν. Μέ αὐτή τήν φιλοσοφική δραστηριότητά του κατέστη ὁ διδάσκαλος ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητος. Μέ αὐτήν ἐξελλήνισε καί ἐξεχριστιάνισε ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ὁ ἅγιός μας γράφει ἐπ᾿ αὐτοῦ (μετάφραση π. Ἀντωνίου Μπιλάλη): «Ἡ φιλοσοφία εἶναι ἀληθινά ἀναφαίρετο ἀπόκτημα τοῦ Ἕλληνα. Διαδιδόμενη μάλιστα στά ἔθνη τά προσηλυτίζει καί τά καθιστᾶ ἑλληνικά ἐνῶ ταυτόχρονα δέν παύει ποτέ νά εἶναι ἑλληνική. Οἱ ὀπαδοί της καί ὅσοι ὁμιλοῦν τά ἑλληνικά ἀποβάλλουν τό ξένο καί βάρβαρο καί περιβάλλονται τό ἑλληνικό καί τήν εὐγένεια. Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία ἔχει προοριστεῖ νά καταστήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους Ἕλληνες. Γεννήθηκε γιά τόν χριστιανισμό καί συνταυτίστηκε μαζί του προκειμένου νά ἐργαστεῖ γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας. Ἕλληνας καί φιλοσοφία εἶναι δύο πράγματα ἀναπόσπαστα. Αὐτό τό μαρτυρεῖ κι ὁ Παῦλος ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν λέγοντας: οἱ Ἕλληνες ἀναζητοῦν τή σοφία καί τήν φιλοσοφία. Ὁ Ἕλληνας πράγματι γεννήθηκε γιά νά φιλοσοφεῖ γιατί γεννήθηκε διδάσκαλος τῆς ἀνθρωπότητας. Ἀλλά ἀφοῦ ἡ φιλοσοφία ἔγινε παιδαγωγός πού ὁδηγεῖ στό Χριστό συνεπάγεται ὅτι ὁ Ἕλληνας  πλάστηκε φιλόσοφος καί χριστιανός καί πλάστηκε γιά νά γνωρίσει τήν ἀλήθεια καί νά τήν διαδώσει στά ἔθνη. Ναί ὁ Ἕλληνας γεννήθηκε ἀπό τή θεία πρόνοια διδάσκαλος τῆς ἀνθρωπότητας»[3]. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί ὁ κορυφαῖος φιλόσοφος τοῦ περασμένου αἰώνα, ὁ Μάρτιν Χάϊντεγγερ, ἔλεγε αὐτά ἀκριβῶς πού λέγει καί ὁ ἅγιός μας: ἡ φιλοσοφία εἶναι ἡ διανοητική δραστηριότητα πού ἀνήκει καί προσιδιάζει στήν ἑλληνική ψυχοσύνθεση καί ὅτι τά ἑλληνικά εἶναι ἡ μητρική γλῶσσα τῆς φιλοσοφίας. Ὁ δέ διαπρεπής φιλόλογος καί φιλόσοφος W. Jaeger διετείνετο ὅτι «ἀπέβη ὁ Ἕλληνας ἀνθρωποπλάστης μεταξύ τῶν λαῶν».[4] Αὐτή εἶναι ἡ οἰκουμενική καί πανανθρώπινη ἀποστολή καί ἔργο τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας μέσα στήν ἀνθρωπότητα.

Κατά τόν ἅγιό μας «ὁ Ἕλληνας λοιπόν μέ τή φιλοσοφία γνώρισε πρῶτα τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καί ἔπειτα τόν ἑαυτό του, ποιός εἶναι ἀληθινά. Μέ τή γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπέκτησε τήν τέλεια γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του. Καί ἀφοῦ γνώρισε τόν ἑαυτό του γνώρισε καί τή σχέση του μέ τό Θεό καί τήν εὐγένειά του καί γνώρισε ὅτι ἡ ἀφομοίωση πρός τόν Θεό εἶναι τό πρώτιστο τῶν καθηκόντων του».[5] Πράγματι κατά τόν Πλάτωνα ἡ ὁμοίωση πρός τόν Θεό πρέπει νά εἶναι ἡ πρώτιστη μέριμνα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως γράφει στό περίφημο χωρίο τοῦ Θεαιτήτου (176 b): «Ἀλλ᾿ οὔτ᾿ ἀπολέσθαι  τά κακά δυνατόν, ὦ Θεόδωρε…τήν δέ θνητήν φύσιν καί τόνδε τόν τόπον περιπολεῖ ἐξ ἀνάγκης. Διό καί πειρᾶσθαι χρή ἐνθέδε ἐκεῖσε φεύγειν ὅτι τάχιστα. Φυγή δέ ὁμοίωσις θεῷ κατά τό δυνατόν· ὁμοίωσις δέ δίκαιον καί ὅσιον μετά φρονήσεως γενέσθαι». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἐπαναλαμβάνει σχεδόν αὐτολεξεί τό διάσημο αὐτό χωρίο τοῦ Πλάτωνος: «Ὁδός δέ ἡ πρός τόν οὐρανόν τήν ἀνθρωπίνην φύσιν ἀνάγουσα, οὐδεμία τίς ἔστιν ἄλλη, εἰ μή φυγή καί ἀπόστασις τῶν περιγείων ἀγαθῶν· τῆς δέ φυγῆς τῶν κακῶν ἐπίνοια, οὐκ ἄλλη μοί τις εἶναι δοκεῖ, πλήν τῆς πρός τόν Θεόν ὁμοιώσεως. Τό δέ ὁμοιωθῆναι Θεῷ, τό δίκαιόν τε καί ὅσιον καί ἀγαθόν καί τά τοιαῦτα δοκεῖ γενέσθαι».[6] Καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος γράφει (μετάφραση π. Ἀντωνίου Μπιλάλη): «Ὁ ἄνθρωπος γίνεται τέλειος ἀφομοιούμενος μέ τό Θεό καί ἀφομοιώνεται μέ τό Θεό ὅταν κοσμεῖται μέ τήν εὐσέβεια καί τή δικαιοσύνη καί τήν ἀλήθεια καί τήν ἐπιστήμη. Γιατί ἀληθινά οἱ ἀρετές αὐτές ἔχουν τελειωτική δύναμη μέσα τους ἀφοῦ ἡ εὐσέβεια γίνεται προσέγγιση στόν Θεό καί ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἐπιστήμη κι ὅλα αὐτά τοῦ γίνονται κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ».[7] Διαπιστώνουμε λοιπόν πώς διαχρονικό αἴτημα καί τῆς ἔξω (ἀρχαιοελληνικῆς) καί τῆς ἔσω (χριστιανικῆς) φιλοσοφίας εἶναι ἡ ὁμοίωση μέ τόν Θεό. Καί ἡ ὁμοίωση μέ τόν Θεό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν κτήση τῶν ἀρετῶν. Βέβαια κατά τόν ἱερό Πατέρα «κι ἄν δέν συλλαμβάνει ὅλο τό μέγεθος τῆς φιλοσοφίας ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία κι ἄν ἀκόμα εἶναι ἀσθενής στήν πλήρη ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου ἀλλά ὁπωσδήποτε προετοιμάζει τήν ὁδό μέ τή βασιλικότατη διδασκαλία σωφρονίζοντας κατά κάποιο τρόπο καί τό ἦθος διαμορφώνοντας  καί στήν παραδοχή τῆς ἀλήθειας ἀσκώντας το ἀπό πρίν».[8]

Ἡ φιλοσοφία ἦταν «συναίτιον αἴτιον», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἦταν συνεργός τῆς ἀληθείας ὄχι ὅμως ἡ ἀλήθεια αὐτή καθ᾿ἑαυτήν σέ ὅλη τήν τελειότητα καί ἐνάργειά της. Μποροῦσε νά ὁδηγήσει πρός τήν πηγή τῆς ἀληθείας ἀδυνατοῦσε ὅμως νά καταστήσει ἱκανό τόν ἄνθρωπο νά πιεῖ ἀπό τό ὕδωρ τό ζῶν τό ἀλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον. Μποροῦσε νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά σχηματίσει μία ἔννοια τοῦ θείου, ὄχι ὅμως νά τόν ἑνώσει μέ αὐτό. Καί τοῦτο διότι ἡ φιλοσοφία ἦταν ψιλή ἀνθρώπινη ἐνέργεια ἐνῶ ἡ Ἀποκαλυφθεῖσα Ἀλήθεια ἦταν μία θεία ἐνέργεια. Ἡ φιλοσοφία ἐστερεῖτο τῆς ζωοποιοῦ, ὑψοποιοῦ καί θεοποιοῦ θείας χάριτος. Ἀλλά ἄς ἀκούσουμε τόν ἴδιο τόν Ἅγιο (μετάφραση π. Ἀντωνίου Μπιλάλη):  «Ἀληθινά ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία ἦταν συναίτιο αἴτιο καί συνεργός καί αἰτία νά κατανοηθεῖ ἡ ἀλήθεια ὄχι ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια ἡ ὁποία μποροῦσε νά θεωρηθεῖ τό τέρμα τῶν ἐνεργειῶν τῆς Ἀνθρωπότητας καί τό τέλος καί ὁ σκοπός τῆς δράσεώς της. Στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἐναπελείπετο πάντα ἕνα κενό τό ὁποῖο ἡ φιλοσοφία δέν μποροῦσε νά ἀναπληρώσει. Κι ἡ φιλοσοφία ὄχι μόνο δέν μποροῦσε νά πληρώσει αὐτό τό κενό τῆς καρδιᾶς ἀλλά μᾶλλον περισσότερο τό μεγένθυνε ἀφοῦ ἀνεύρισκε τόν Θεό στά δημιουργήματα καί ἀνέπτυσσε τήν μεγάλη ἀγάπη πρός τό Θεό μέσα στήν καρδιά του ἀλλά ἀδυνατοῦσε νά Τόν προσεγγίσει καί νά Τόν ἐγκολπωθεῖ…Ἡ ἀνθρωπότητα ὅμως ἤθελε νά δεῖ καθαρά καί ἐπιζητοῦσε τήν ἕνωση μέ τόν Θεό. Ἡ φιλοσοφία ὅμως πάλι ἐννοοῦσε τό Θεό ἀπό τίς θεῖες του ἰδιότητες καί συναισθανόταν τό ἄπειρό Του μεγαλεῖο ἀλλά Τόν ἔβλεπε σάν εἰκόνα καί ἀδυνατοῦσε νά ἑνώσει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό.  Ἡ νόηση τῶν θείων ἰδιοτήτων μέ τή φιλοσοφία δίδαξε στόν ἄνθρωπο τίς ἠθικές ἀρετές γιά νά ἀφομοιωθεῖ μέ αὐτές μέ τό Θεό. Ἀλλά μόνη ἡ διδασκαλία ἀδυνατοῦσε νά ἀνυψώσει τόν ἄνθρωπο μέχρι τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ στόν ὁποῖο ἐπιθυμοῦσε νά φτάσει νά δεῖ τό Θεό πρόσωπο μέ πρόσωπο. Καί ἀδυνατοῦσε γιατί ἀδυνατοῦσε νά ἄρει τό μεσότειχο πού ἀνεγέρθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνάμεσα σέ Θεό καί ἀνθρώπους. Ἀδυνατοῦσε γιατί ἀδυνατοῦσε νά διαπλάσει τόν φθειρόμενο ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο ἐπειδή στερεῖτο τῆς θείας διαπλαστικῆς δυνάμεως. Ἀδυνατοῦσε γιατί στερεῖτο θείου κύρους. Ἀδυνατοῦσε γιατί στερεῖτο πίστεως πού θά πληροφοροῦσε μυστικά μέσα στήν καρδιά νά ἀποδεχτεῖ τή διδασκαλία χωρίς ἐπιφύλαξη. Ἀδυνατοῦσε γιατί στερεῖτο αἰώνιας ἐλπίδας καί ἀμείωτης καί καθαρῆς ἀπό κάθε εἴδους φόβο καί κάθε μεταμέλεια καί τέτοια ἐλπίδα πού θά εἶχε μέσα της τό πλήρωμα τῆς εὐδαιμονίας καί εὐτυχίας. Ἀδυνατοῦσε γιατί στερεῖτο δυνάμεως πού θά ἀνακούφιζε τήν καρδιά τῆς πάσχουσας ἀνθρωπότητας. Ἀδυνατοῦσε γιατί στερεῖτο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης ἡ ὁποία συνοδεύεται ἀπό τή θεία ἀγάπη καί χορηγεῖ ἀφθόνως τήν εὐδαιμονία καί εὐτυχία καί μακαριότητα. Ἀδυνατοῦσε γιατί στερεῖτο πίστεως πού θά πληροφοροῦσε τήν καρδιά τῶν ὀπαδῶν της γιά τήν ἀπόλυτη ἀλήθεια τῶν ἀρχῶν της. Ἀδυνατοῦσε γιατί στερεῖτο θείας δυνάμεως πού θά ἕλκυε τήν ἀνθρωπότητα κοντά της. Ἀδυνατοῦσε γιατί στερεῖτο δυνάμεως πού θά ἔπειθε καί μέ λόγια καί μέ ἔργα. Ἀδυνατοῦσε γιατί στερεῖτο τῆς μεγαλουργοῦ δυνάμεως πού ἐκθαμβώνει καί καταπλήσσει. Ἀδυνατοῦσε γιατί στερεῖτο τῶν ἄνωθεν μαρτυριῶν πού θά ἀποδείκνυαν καί θά ἔκαναν πιστευτή τήν ἀλήθεια τῶν λόγων της. Ἀδυνατοῦσε γιατί στερεῖτο θείων χαρισμάτων πού θά χορηγοῦσε πλουσιοπάροχα στούς ὀπαδούς της ἀπό τόν οὐρανό. Ἀδυνατοῦσε γιατί στερεῖτο τῶν καρπῶν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀδυνατοῦσε γιατί στερεῖτο ἁγιασμοῦ καί τῆς μεταδοτικῆς του δυνάμεως. Ἀδυνατοῦσε τέλος γιατί στερεῖτο θείας ἀποκαλύψεως καί θρησκευτικοῦ κύρους πού θά ἐπανέπαυε τίς καρδιές τῶν ὀπαδῶν της. Ὅλα αὐτά στερεῖτο καί εἶχε ἀνάγκη ἡ ἀνθρωπότητα γιά νά πειστεῖ καί νά βαδίσει τήν εὐθεῖα ὁδό καί νά ἀποστεῖ ἀπό τήν πλάνη καί νά ἀναπλαστεῖ καί νά τύχει τῆς μακαριότητας. Ἠ ἔνδεια αὐτή τῆς φιλοσοφίας τήν καθιστᾶ ἀνίσχυρη νά ἀποβεῖ ὁ σκοπός καί τό τέλος τοῦ πνευματικοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπό δῶ ἡ πεποίθησή μας ὅτι ἡ φιλοσοφία ἔγινε παιδαγωγός στό Χριστιανισμό μέσα στόν ὁποῖο βρίσκονταν τό πλήρωμα τῶν ἐλλείψεων τῆς φιλοσοφίας καί ἡ τέλεια ἱκανοποίηση τῶν πόθων τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου κι ὁ σκοπός καί τό τελικό ὅριο». [9]

Στά ἀνωτέρω λόγια τοῦ ἁγίου Νεκταρίου θά κάνουμε δυό-τρία σχόλια. Πρῶτον πολύ εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ Ἱεράρχης μας τήν ἀπουσία ἐλπίδας στήν ἔξω (ἀρχαιοελληνική) φιλοσοφία. Ὅλα τά φιλοσοφικά ρεύματα τῆς ἀρχαιότητος, πλήν τοῦ Πλατωνισμοῦ, ἀπέκλειαν κάθε ἐλπίδα σέ μία καλύτερη μεταθανάτια ζωή. Ὅ,τι εἶναι νά γίνει θά γίνει στήν παροῦσα ζωή κατά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες. Στό ἀρχαιοελληνικό φαντασιακό μετά θάνατον ζωή δέν ὑπάρχει ἤ ἄν ὑπάρχει εἶναι κατώτερη ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Στόν Ὅμηρο, στή Νέκυια τῆς Ὀδύσσειας, ὁ νεκρός Ἀχιλλεύς λέγει στόν Ὀδυσσέα ὅτι θά προτιμοῦσε νά εἶναι ὁ ἔσχατος δοῦλος στόν ἀπάνω κόσμο παρά ὁ βασιλεύς τῶν νεκρῶν στόν κάτω κόσμο.[10] Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης λέγει πώς στά τρία ἐρωτήματα τοῦ Κάντ, πού συνοψίζεται ὅλη ἡ φιλοσοφία, τί μπορῶ νά γνωρίζω, τί ὀφείλω νά πράξω, τί δικαιοῦμαι νά ἐλπίζω οἱ Ἕλληνες στά δύο πρῶτα δέν ἔδωσαν ὁριστική ἀπάντηση, μολονότι ἡ σχετική συζήτηση ἀρχίζει μέ αὐτούς, ἐνῶ στό τρίτο ἡ ἀπάνησή τους ἦταν ἕνα ὀγκῶδες καί ἠχηρό Τίποτα![11] Οἱ μή Χριστιανοί, οἱ ἐθνικοί, εἶναι γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο «οἱ λοιποί, οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα» (Πρός Θεσσαλομικεῖς Α′, 4, 13). Μοναδική ἐξαίρεση στόν ἀρχαῖο Ἑλληνικό κόσμο ἦταν ὁ Πλάτων πού πρέσβευε τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί τήν αἰωνιότητα τοῦ νοητοῦ κόσμου τῶν Ἰδεῶν, ἀλλά καί τήν μετεμψύχωση. Ὁ Πλατωνισμός καί ὁ Χριστιανισμός συνέπλεαν ὡς πρός τόν προσανατολισμό πρός τό ἐπέκεινα, ἀλλά ὅσον ἀφορᾶ στόν προσωπικό θεό διεχώρισαν τούς δρόμους τους. Στόν Πλάτωνα δέν ὑπάρχει οὔτε προσωπικός θεός, οὔτε προσωπικός ἄνθρωπος. Τοὐναντίον στόν Χριστιανισμό ὑπάρχει καί προσωπικός Θεός καί προσωπικός ἄνθρωπος. Ὅθεν χαρακτηριστικά λέγει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς ὅτι στόν Νεοπλατωνισμό ὑπάρχει αἰωνία μακαριότης ἀλλ᾿ ὄχι αἰώνιοι μακάριοι, «θά ὑπάρξει, ἄν θά ὑπάρξει, ζωή χωρίς ζῶντας. Θά ὑπάρξει αἰώνια εὐτυχία, χωρίς τούς εὐτυχισμένους».[12] Ὁ Χριστιανισμός προσέφερε λοιπόν ἐλπίδα στούς ἀνθρώπους κάτι πού δέν μποροῦσε νά προσφέρει ἡ ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία καί γι᾿ αὐτό – καί ὄχι μόνο γι᾿αὐτό βεβαίως – ἐπεκράτησε. Εὔστοχα λοιπόν ἐπαναλαμβάνουμε ἐπεσήμανε τήν προσφορά αὐτή τῆς ἐλπίδας στόν κόσμο τοῦ Χριστιανισμοῦ ὁ ἅγιός μας.

Ἐξίσου εὔστοχα ὅμως ἐπεσήμανε καί τήν πλούσια παροχή τῆς θείας δυνάμεως, τῆς θείας Χάριτος στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνικός κόσμος ἐστερεῖτο παντελῶς τήν ἄνωθεν βοήθεια, τή θεία ἀρωγή στήν προσπάθειά του νά ἀνυψωθεῖ καί νά ἑνωθεῖ μέ τό θεῖον. Στόν Πλάτωνα ὁ φιλόσοφος μόνος, μέ τίς δικές του δυνάμεις, προσπαθεῖ νά ἀναχθεῖ στίς αἰώνιες Ἰδέες καί νά θεαθεῖ τήν Ἰδέα τοῦ Ἀγαθοῦ, τήν ἐπέκεινα οὐσίας καί νοήσεως. Δέν ὑπάρχει καμμία θεία ἔλλαμψη, κανείς ἄνωθεν φωτισμός. Ὁμοίως καί στόν Πλωτῖνο. Γι᾿ αὐτόν γράφει ὁ καθηγητής Θεοδόσης Πελεγρίνης: «Γιά τόν Πλωτῖνο, ἡ καθεαυτό ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἕν, τό ἀπόλυτο ἤ τό θεῖον εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς καθαρά προσωπικῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου. Τό θεῖον δέν ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο ἐν εἴδει δωρεᾶς τοῦ θεοῦ πρός αὐτόν, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ θρησκευτικοί μῦστες. Ὁ κόσμος εἶναι ὀργανωμένος μέ τέτοιο τρόπο, πού νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνος του, μέ τίς δικές του δυνάμεις, νά φτάσει στήν πρώτη ἀρχή τοῦ παντός, στό ἕν. Δέν ὑπάρχουν χάσματα στό σύμπαν, ὥστε, κατά τή διαδρομή του πρός τήν ἀνώτατη ἀρχή, πρός τό ἕν, πρός τό ἀπόλυτο ἤ τό θεῖον, γιά νά ὑπερβεῖ ὁ ἄνθρωπος, νά χρειάζεται βοήθεια ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του-ἀπό τόν θεό, ὁρισμένως».[13] Ὁ Χριστιανισμός προσέφερε πλουσίως τήν ζωοποιό καί θεοποιό θεία Χάρη καί βοήθησε ἀποτελεσματικά τόν ἄνθρωπο νά καθαρθεῖ ἀπό τά ψεκτά πάθη, νά ἐξαγιασθεῖ, νά φωτισθεῖ, νά τελειωθεῖ καί νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό.

Τέλος χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ φιλοσοφία εἶναι ὁδηγός πρός τήν ἀλήθεια. Στήν Ἑλληνική ἀντίληψη ἡ φιλοσοφία εἶναι ταυτόσημη μέ τήν ἀλήθεια – μέ τήν ἀναζήτηση τῆς ἀληθείας. Ὁ Ἀριστοτέλης λέγει ἐμφαντικά ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Ὀρθῶς δ᾿ ἔχει καί τό καλεῖσθαι τήν φιλοσοφίαν ἐπιστήμην τῆς ἀληθείας» (Ἀριστοτέλους, Τά μετά τά φυσικά 993 b 25). Ἡ φιλοσοφία εἶναι ἡ ἐπιστήμη (Ἀριστοτέλης) καί ἡ ὁδός πρός τήν ἀλήθεια (ἅγιος Νεκτάριος).

Οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους ἀδυνατοῦσε ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία νά ὑποκαταστήσει τόν Χριστιανισμό στήν ἀναζήτηση καί προσοικείωση τῆς ἀληθείας ἦσαν βέβαια οἱ προανεφερθέντες ἀπό τόν ἅγιο, ἀλλά ὁ ἅγιός μας τονίζει καί ὅτι ἀδυνατοῦσε νά ἐπιλύσει τά ἑξῆς σημαντικώτατα ζητήματα τῆς ἀνθρωπότητος:[14]

1) ἀδυνατοῦσε νά ἐπιτύχει τήν γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, 2) ἀδυνατοῦσε νά ἐπιτύχει τή γνώση καί σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἑαυτό του καί μέ τόν Θεό, 3) ἀδυνατοῦσε νά καταστήσει ἐφικτή τή γνώση μέ τά περί τῆς αἰωνιότητος τοῦ ἀνθρώπου. Μέ ἄλλα λόγια ἡ φιλοσοφία κατά τόν ἅγιό μας ἀδυνατοῦσε νά καταστήσει δυνατή τήν τέλεια καί ἀληθινή θεογνωσία καί ἀνθρωπογνωσία. Ἄς ἀκούσουμε τά λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου (μετάφραση π. Ἀντωνίου Μπιλάλη): «Ὅτι ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία δέ μποροῦσε νά εἶναι ὁ σκοπός καί τό τελικό ὅριο τοῦ πνευματικοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου καί τό πλήρωμα τῶν πόθων τῆς καρδιᾶς του ἀποδεικνύεται καί ἀπό τήν ἀδυναμία του νά λύσει καί τά ἐξῆς τρία σπουδαιότατα ζητήματα πού ἀπασχόλησαν ἀπό αἰῶνες τό πνεῦμα τῆς ἀνθρωπότητας καί νά τήν πείσει ἀδίστακτα γιά τήν ἀλήθεια τῶν λόγων της. Ἡ ἀνθρωπότητα ἐπιθυμοῦσε νά γνωρίσει καί νά πιστέψει τόν ἀληθινό Θεό γιατί ἔνιωθε τήν ἀνάγκη νά τόν πλησιάσει. Ἐπιθυμοῦσε νά γνωρίσει καί νά πειστεῖ γιά τήν ἀξία του καί τήν σχέση του μέ τόν Θεό. Καί τρίτον ἐπιθυμοῦσε νά γνωρίσει τά σχετικά μέ τήν αἰωνιότητά του. Ἡ φιλοσοφία μποροῦσε νά ὁδηγήσει τούς φιλοσοφοῦντες πρός τήν ἀλήθεια καί νά τούς φανερώσει τήν εἰκόνα τῆς ἀλήθειας σά νά κοιτᾶμε μέσα σέ καθρέφτη καί μέσα ἀπό σώματα διαυγῆ καί διαφανῆ ἀλλά ἀδυνατοῦσε νά πείσει ὅσα δίδασκε καί νά ἄρει τό βάρος πού βάρυνε πάνω στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Μέ τά ζητήματα συνδέονταν ὅλος ὁ ἠθικός καί πνευματικός βίος τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλη ἡ δράση του στή ζωή. Ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμοῦσε νά πληροφορηθεῖ καί νά βεβαιωθεῖ νά κανονίσει τόν ἠθικό του βίο γιατί κανείς δέν οἰκοδομεῖ στερεά πάνω σέ ἀβέβαιες καί σαλευόμενες ἀρχές καί μάλιστα ἀρχές πού στεροῦνται θείου κύρους τόν ἠθικό του βίο. Ἡ φιλοσοφία δίδαξε ὑγιεῖς θεωρίες ἀλλά κανείς δέν πείστηκε νά κανονίσει τόν βίο του στίς καλές θεωρίες ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης θείου κύρους καί ἐνδόμυχης πληροφορίας. Ὁ ἄνθρωπος ἐπιζητοῦσε πληροφορίες καί ἀναζητοῦσε τήν ἀπόδειξη τῆς ἀληθείας τῆς διδασκαλίας τῆς φιλοσοφίας. Καί αὐτή ἡ ἀπόδειξη ἔλλειπε! Ἡ ἀπαίτηση αὐτή ἦταν ἀπαίτηση τοῦ πνεύματος καί τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου κι ἦταν τό προοίμιο τῆς συγκαταθέσεως τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ γιά τήν ἄσκηση τοῦ ἠθικοῦ βίου ἀλλά ὄχι καί τό μέσο γιά νά κατορθώσει κάτι τέτοιο γιατί ἀπαιτοῦνταν ὅλα ὅσα παραπάνω δείξαμε κι ὑπῆρξε γιά τό λόγο αὐτό ὁ σκόπελος πρός τόν ὁποῖο ἀμέσως ἐξαρχῆς ὁδηγήθηκε μέ φουσκωμένα πανιά καί ναυαγοῦσε προσαράζοντας ἡ φιλοσοφία. Αὐτή ἡ ἀδυναμία τῆς φιλοσοφίας πού μαρτυρεῖται καί ἀπό τήν ἱστορία κι ἡ ἀνικανότητα νά ἠθικοποιήσει τήν ἀνθρωπότητα καί νά ἱκανοποιήσει τούς ἀκόρεστους πόθους τῆς καρδιᾶς καί τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ νοῦ ἀποδεικνύει τό ἀνεπαρκές τῆς φιλοσοφίας στό μέγα ἔργο τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς διαπλάσεως τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ ἀνθρωπότητα ἐπιζητοῦσε θεία ἀποκάλυψη γιά νά μάθει τήν ἀλήθεια καί νά βεβαιωθεῖ καί νά πειστεῖ. Ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε ἀνάγκη θεῖο διαπλάστη. Κι ἡ φιλοσοφία στερεῖτο ὅλων αὐτῶν. Ἡ ἀνθρωπότητα τά ἀνακάλυψε στό χριστιανισμό πρός τόν ὁποῖο ποδηγετοῦσε ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία».[15]

Μέ τίς δοξασίες του αὐτές περί τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐπαναλαμβάνει τίς δοξασίες περί τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας τοῦ μάρτυρος Ἰουστίνου καί τοῦ Ἀλεξανδρέως Κλήμεντος, πρός τόν ὁποῖον ἄλλωστε πλειστάκις παραπέμπει καί παραθέτει ἀποσπάσματα ἀπό τό ἔργο του στήν πραγματεία Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία ὡς παιδαγωγός τῶν Ἑλλήνων πρός τόν Χριστιανισμόν μέ τήν ὁποία ἀσχολούμεθα. Ὁ μάρτυς Ἰουστῖνος στό ἔργο του Ἀπολογία Β, 23 γράφει: «οὐκ ἀλλότριά ἐστιν τά Πλάτωνος διδάγματα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾿ ὅτι οὐκ ἔστι πάντῃ ὅμοια». Οἱ Πλατωνικές δοξασίες κατά τόν Χριστιανό μάρτυρα δέν εἶναι ἀλλότριες τῶν διδαγμάτων τοῦ Χριστοῦ οὔτε βέβαια καί παντελῶς ὅμοιες. Ὁ ἴδιος Χριστιανός συγγραφέας διατυπώνει τόν «σπερματικόν λόγον» καί γράφει στήν Ἀπολογία Α, 46 «τόν Χριστόν πρωτότοκον εἶναι ἐδιδάχθημεν καί προεμηνύσαμεν λόγον ὄντα, οὗ πᾶν γένος ἀνθρώπων μετέσχε. Καί οἱ μετά λόγου βιώσαντες Χριστιανοί εἰσι, κἄν ἄθεοι ἐνομίσθησαν, οἷον ἐν Ἕλλησι μέν Σωκράτης καί Ἡράκλειτος». Κυριολεκτικῶς εἰπεῖν ὁ ἅγιός μας ξαναπιάνει τό νῆμα ἐκεῖ πού τό ἄφησε ὁ μάρτυς Ἰουστῖνος μέ τή θεωρία του περί «σπερματικοῦ λόγου», ὅτι δηλαδή ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία εἶναι παιδαγωγός πρός τόν Χριστιανισμό. Ἡ Ἐκκλησία στήν συνέχεια ἄφησε κατά μέρος αὐτή τή θεωρία διατυπώνοντας ἐν πολλοῖς ἀρνητικές κρίσεις γιά τήν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, αἴφνης, παραπέμποντας καί ἐπαναλαμβάνοντας τόν Μ. Βασίλειο, ὀνομάζει τήν Σχολή φιλοσοφίας τῶν Ἀθηναίων «φίλην τῶν πονηρῶν πνευμάτων».[16]

Βέβαια οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀπέρριψαν τήν Ἑλληνική φιλοσοφία συλλήβδην, ἀλλά ὁρισμένες ἐσφαλμένες – κατ᾿ αὐτούς – δοξασίες της, ὅπως τήν αἰωνιότητα, τήν ἀϊδιότητα, τοῦ κόσμου, τήν αἰωνιότητα καί αὐθυπαρξία τῆς ὕλης, τήν ἀντίληψη τοῦ Θεοῦ ὡς ἁπλοῦ διακοσμητοῦ τῆς προϋπαρχούσης αὐθύπαρκτης ὕλης καί ὄχι ὡς δημιουργοῦ ἐξ οὐκ ὄντων τοῦ κόσμου, τήν ἀντίληψη δηλαδή ὅτι ὁ Θεός εἶναι δημιουργός μόνον ποιοτήτων καί ὄχι πεποιωμένων οὐσιῶν[17], τόν ἀπρόσωπο χαρακτῆρα τοῦ θείου, τήν μετεμψύχωση, τήν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν, τίς Πλατωνικές ἰδέες κἄ.

Εἶναι γεγονός ὅτι στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ἀνέφυη ἡ τάση τῆς γενικῆς ἀπορρίψεως τῆς φιλοσοφίας, ὡς γενεσιουργοῦ αἰτίας αἱρέσεων. Δέν πρέπει ὅμως νά λησμονοῦμε ὅτι ὁρισμένοι Πατέρες, ὡς π.χ. ὁ ἱερός Δαμασκηνός, χρησιμοποιοῦν τήν φιλοσοφία ὡς μέσον ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν καί ὡς ὄργανο ἀκριβολόγου διατυπώσεως τοῦ Τριαδολογικοῦ καί Χριστολογικοῦ δόγματος[18]. Πάντως ἡ Ἐκκλησία ἀπέφυγε τήν ὁλική ἀπόρριψη τῆς φιλοσοφίας. Ὁ ἅγιός μας ἀρυόμενος τήν ἑξῆς πληροφορία ἀπό τόν ἅγιον Ἀναστάσιον γράφει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά γιά τήν δικαίωση τοῦ κορυφαίου φιλοσόφου τῆς ἀρχαιότητος, τοῦ Πλάτωνος: «Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας διαβεβαιοῖ ὅτι δι᾿ ἀποκαλύψεως ἐγνώσθη αὐτῷ ἡ τῶν ἐθνικῶν δικαίων σωτηρία· ἀναφέρει τήν καθ᾿ ὕπαρ ἐμφάνειαν τοῦ σοφοῦ Πλάτωνος πρός τινα εὐσεβῆ μοναχόν ἐξυβρίζοντα αὐτόν διά τινας πλάνας αὐτοῦ, καί λέγει ὅτι ἐμφανισθείς ἐδίδαξεν αὐτόν τά περί τῆς σωτηρίας του διά Ἰησοῦ Χριστοῦ καί προέτρεψε μή ἀμαρτάνειν ὑβρίζων».[19]

 

__________________________

[1] Ἁγίου Νεκταρίου, Θησαυρός λογίων, τόμος Γ′, κείμενα-μετάφραση καί ἑρμηνεία πρωτοπρασβυτέρου Ἀντωνίου Μπιλάλη, Δρ. φ., Ἀθήνα 2013, σελ. 35

[2] Ἅγίου Νεκταρίου, ὅ.π., σελ. 36

[3] Ἅγίου Νεκταρίου, ὅ.π., σελ. 36-37

[4] Werner Jeager, Παιδεία, τόμος 1ος, μετάφρασις Γεωργίου Π. Βερροίου, ἐκδ. Παιδεία, Ἀθῆναι 1971, σελ. 29

[5] Ἅγίου Νεκταρίου, ὅ.π., σελ. 39

[6] Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τήν προσευχήν, Λόγος Β 20, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 50

[7] Ἅγίου Νεκταρίου, ὅ.π., σελ. 39

[8] Ἅγίου Νεκταρίου, ὅ.π., σελ. 41

[9] Ἅγίου Νεκταρίου, ὅ.π., σελ. 45-46

[10] Ὁμήρου, Ὀδύσσεια, ραψωδία λ′, Νέκυια, μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη, ἐκδ. Στιγμή, Ἀθήνα 1994, σσ. 44-45

[11] Κορνηλίου Καστοριάδη, Χῶροι τοῦ ἀνθρώπου, μετάφραση Ζήση Σαρίκα, Ὕψιλον/Βιβλία, Ἀθήνα 1995, σελ. 184

[12] Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Φῶς Ἱλαρόν, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1991, σελ. 33

[13] Θεοδοσίου Κ. Πελεγρίνη, Οἱ πέντε ἐποχές τῆς φιλοσοφίας, 15η ἔκδοση, Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 2009, σελ. 159

[14] Χρυσῆς Δ. Ντουρανίδου, Ὁ  ἅγιος Νεκτάριος ὡς παιδαγωγός, Ἀθῆναι 2010, σελ. 120

[15] Ἅγίου Νεκταρίου, ὅ.π., σελ. 46-47

[16] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 1, 8, ΕΠΕ, τόμος 2, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 76

  Βλ. ἐπίσης Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 92

[17] Βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης ἑκατοντάς τετάρτη στ‘, Φιλοκαλία, τόμος δεύτερος, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1958, σελ. 41

[18] Βλ. Φώτη Σχοινᾶ, Βυζαντινή λογική καί ὀντολογία. Ἠ περί κατηγοριῶν διδασκαλία Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Θεωρητική στοιχείωση καί πρακτική ἐφαρμογή, ἐκδ. Παρουσία, Ἀθήνα 2005

[19] Ἁγίου Νεκταρίου, Περί ἀθανασίας ψυχῆς καί ἱερῶν μνημοσύνων, ἐκδόσεις Νεκτάριος Παναγόπουλος, Ἀθῆναι χ.χ., σελ.110

 

 

(Πηγή κειμένου: Aντίφωνο [1])