- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Η Παράδοσις της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο Φαρμακίδης – Προς την Οικουμενικήν Εκκλησίαν (Δρ. Δημ. Γρ. Τσάκωνας, Καθηγητού της Χριστ. Κοινωνιολογίας εν τω Ορθοδ. Θεολογ. Ινστιτούτω Παρισίων)

κκλησία τοῦ Χριστο δέν εναι θνική, λλά Οκουμενική. Ἐάν δέν ἦτο Οἰκουμενική, θά ἐχαρακτηρίζετο ἐπίγειος. Ἐν οὐδεμιᾶ περιπτώσει θά ἦτο ἐθνική. Πάσα σύλληψις θνικς κκλησίας ντιστρατεύεται τήν καθολικότητα καί κεραίωσιν τοῦ σώματος τοῦ Χριστο. Τό Ἔθνος ὑπῆρξε προϊόν τῆς πολιτικῆς χειραφετήσεως τῆς ἀστικῆς τάξεως ἐν τῆ Δύσει, στραφέν πρός ἀποκλειστικήν ἐπιδίωξιν συμφερόντων. Ἐάν λογική εἶναι ἡ ἀνάγκη, ἤτις ἐγέννησε τό Ἔθνος, ὁ Χριστιανισμός ὑπῆρξεν ἀπόρροια καί ἐξ Ἀποκαλύψεως ἐκδήλωσις. Διό καί ὅταν ἀντιστρατεύηταί τις τήν Οἰκουμενικήν Ἐκκλησίαν, δέν εἶναι ὅτι ἀντιτίθεται εἰς τήν Παράδοσιν τῆς καθ’ ἡμᾶς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά καί ἀποδεικνύεται γόνος τοῦ Δυτικοῦ Οὑμανισμοῦ, νοσηρός φιλελεύθερος. Τό αἴτημα τοῦ Θεοκλήτου Φαρμακίδη νά ἀνεξαρτοποιήση τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως, δέν εἶχε μόνον ἀνθρωπίνην ματαιοδοξίαν, ἤ ἀτομικά ἐλατήρια ἑνός φραγκοσπουδασμένου φιλόδοξου· ἦτο περισσότερον ἀπ’ ὅλα αὐτά μία «εὐφυής» προσχώρησις εἰς τήν παντοδύναμον ἐν Ἑλλάδι Βαυαροκρατίαν, μία στροφή πρός τόν Ἐκκλησιαστικόν Οὐμανισμόν τῆς Δύσεως, τήν Μεταρρύθμισιν, καί πολιτικῶς εἰς τόν Φιλελευθερισμόν, προκειμένου νά ἀπομακρυνθῆ τό Ποίμνιον ἀπό τήν βυζαντινήν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας του. Ἡ ὁλότης τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τ.ἔ. ἡ Οἰκουμενική Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, ἐτεμαχίζετο ἐλέω Φαρμακίδη εἰς πλείονας ἐθνικάς Ἐκκλησίας. Ἡ ὀργανικότης τῆς Ἐκκλησίας ἐθυσιάζετο εἰς τόν ἐθνικόν τεμαχισμόν, ἡ καθολικότης ἀνήγετο εἰς τό μερικόν καί ἐπουσιῶδες. Κι’ ὅλα αὐτά δέν προεκλήθησαν ἀπό κανενός εἴδους πνευματικήν ἀναγκαιότητα. Ἦτο ἁπλῶς ἡ πρώτη ἐπαφή τοῦ ἀνέμου τῆς Δύσεως, ὅστις ἐθώπευε τά κουρασμένα φυλάκια τῆς προκεχωρημένης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἱστοριογράφοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος ἀρχίζουν κάθε φορά ἀπό τόν Ἀπόστολον Παῦλον. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως τῶν Ἀθηνῶν δέν ἱδρύθη ἀπό τόν Παῦλον ὡς Ἐκκλησία ἐθνική. (Β. Λαούρδα: Θέματα Παιδείας, σελ. 27). Ἱδρύθη διά νά γίνη μέλος τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, οὐχί δέ διά νά παιδαγωγήση εἰς αὐτοκεφαλίαν τήν Βουλγαρικήν καί τάς λοιπάς Ὁμοδόξους τοιαύτας.

Ἐξ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐκείνη ἡ ὁποία ἔχει τά ὀλιγώτερα δικαιώματα νά εἶναι αὐτοκέφαλος, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος· διότι ἡ γλῶσσα της καί αἱ παραδόσεις της δέν εἶναι γλῶσσα καί παραδόσεις ἑνός Ἔθνους, ἀλλά γλῶσσα καί παραδόσεις τοῦ Οἰκουμεν. Πατριαρχείου (ἔνθα ἀνωτ.). Ἡ ἱστορία τῆς ὠργανωμένης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀρχίζει ἀμέσως μετά τήν ἵδρυσιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖον αὕτη καί παρακολουθεῖ καί εἰς τό Βουλγαρικόν Σχίσμα καί εἰς τήν καθόλου μετά ταῦτα πορείαν Αὐτοῦ. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διαθέτει καί πνευματικότητα καί παράδοσιν, ποῦ ἀλλοῦ δύναται νά ἀνεύρη ταύτας παρά εἰς τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, ἧς ἀναπόσπαστον μέρος ἀπό τῆς ἱδρύσεώς της ὑπῆρξεν ; Οὐδείς ἀρνεῖται τάς παραδόσεις του δι’ ἐθνικάς, ἤ πολιτικάς δυσχερείας (Β. Λαούρδα: ἔνθ. ἀνωτ. καί Δ. Τσάκωνα: Κοινωνιολογία πνευματικῶν σχέσεων Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἐναρκτήριον Μάθημα), τοὐναντίον μάλιστα ὀφείλει, ἐκ τοῦ γεγονότος καί μόνον, ὅτι ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας του δέν εἶναι οὔτε αὐτοπροσδιόριστος, οὔτε αὐτόχθων, νά τήν ἀνάγη εἰς τάς ρίζας της, καί νά τήν μετατρέπη εἰς παράδοσιν ἐνεργόν, ἥτις νά ὑφίσταται διαρκῆ ἀνανέωσιν καί συνεχῆ προσαρμογήν εἰς τά δεδομένα τῆς ἑκάστοτε πραγματικότητος. Ἐάν τοῦτο ὑπερβαίνη τήν πρόθεσιν ἤ τήν πραγματικότητα, αὐτό οὐδαμῶς σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν δύναται νά ἀποτελῆ πεδίον μερίμνης τῆς Μητρός Ἐκκλησίας· διότι εἶναι ὑψηλή σκοπιά ἡ νουθεσία, ἀλλά καί διότι ἡ παράδοσις ἵδρυσε ἰδία τήν Ἐκκλησίαν τῶν Ἀθηνῶν οὐχί ὡς ἐθνικήν, ἀλλά ὡς μέλος τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας.

«Ἀπόστολος Ἀνδρέας»

τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου

8 Μαΐου 1954

(Πηγή: Δ. Τσάκωνα, «Κοινωνία καί ρθοδοξία», θναι 1956, σ. 148-150)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ

Εἰς ἄρθρον, δημοσιευθέν εἰς τήν «Καθημερινήν» τῆς 10 Ἰουλίου 1954, ὑπό τόν τίτλον «Ἡ ἑνοποίησις τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας», ὁ σεβαστός φίλος καί ἀγαπητός Πρέσβυς κ. Γ. Τριανταφυλλίδης ἔρχεται εἰς ἐνίσχυσιν τῶν ἀπόψεων τοῦ φίλου συναδέλφου ἐν τῷ Πανεπιστημίω Ἀθηνῶν Καθηγητοῦ κ. Δ. Βεζανῆ. Ὁ κ. Βεζανῆς εἶχε διατυπώσει πρό καιροῦ τήν ἀντίληψιν ὅτι «τό παρ’ ἡμῖν καθεστώς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶχε προσλάβει τέσσαρας μορφάς: 1) Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδος (Αὐτοκέφαλος Ἑλληνική Ἐκκλησία), 2) Νέων Χωρῶν (πλήν Κρήτης) αἵτινες ὑπάγονται διοικητικῶς ὑπό τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καί πνευματικῶς ὑπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, 3) Ἐκκλησία Κρήτης, διοικουμένη ὑπό ἰδίας τοπικῆς Συνόδου καί ἐξαρτωμένη ἀπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, 4) Ἐκκλησία Δωδεκανήσου, ἥτις ὑπάγεται διοικητικῶς καί πνευματικῶς ὑπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον». Ὁ κ. Βεζανῆς ὑπερτονίσας τήν ἀνάγκην ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προσδιορισθῆ ἐκ στενοτάτων δεσμῶν πρός τήν Πολιτείαν, προέτεινε «τήν ὑπαγωγήν εἰς τόν Καταστατικόν Χάρτην τῆς Ἐκκλησίας ταύτης πασῶν τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐπισκοπῶν». Καί ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι τό κεντρομόλον σημεῖον τοῦ προβλήματος.

Ἤδη ὁ Πρεσβευτής κ. Τριανταφυλλίδης ἐπεκτείνων τάς ὡς ἄνω ἀπόψεις τοῦ Καθηγητοῦ κ. Βεζανῆ ὑποστηρίζει, ὅτι καί ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου δέν θά ὑπάρχουν οὐσιαστικαί τοὐλάχιστον ἀντιρρήσεις (προκειμένου νά ὑπαχθοῦν ἅπασαι αἱ ἐν Ἑλλάδι Ἐπισκοπαί ὑπό τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῶν Ἀθηνῶν), δεδομένου ὅτι ἐπί ἀναλόγου θέματος ἔχει ἤδη δίς ἀποφανθῆ τό Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως κατηγορηματικῶς καί ἠτιολογημένως, μετά τήν ὑπ’ αὐτοῦ, τό 1858 ἀναγνώρισιν τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπέρ τῆς πλήρους ὑπαγωγῆς νεοπρασαρτηθεισῶν Ἐπαρχιῶν, εἰς τήν δικαιοδοσίαν αὐτῆς. Τό ζήτημα, λέγει, ἐτέθη πρῶτον, ὅταν περιῆλθον ὑπό τήν Ἑλληνικήν κυριαρχίαν αἱ Ἰόνιοι Νῆσοι, καί ἀργότερον, ὅταν προσηρτήθη εἰς τήν Ἑλλάδα ἡ Ἤπειρος καί ἡ Θεσσαλία. Εἰς ἀμφοτέρας τάς περιπτώσεις ἡ ὑπαγωγή τῶν εἰς τάς ἐν λόγω περιοχάς Ἐπισκοπῶν ὑπό τήν ἀπόλυτον δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐγένετο τῆ συγκαταθέσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, το ὁποῖον εἰς τά σχετικά ἔγγραφά του ἀπεφήνατο ὅτι ἡ λύσις αὕτη ἦτο «εὔλογος» καί «φυσική».

Λυποῦμαι, διότι εἰθισμένος νά τιμῶ τούς θεσμούς περισσότερον τν προσώπων εἶμαι ὑποχρεωμένος νά διαφωνήσω πρός αὐτήν τήν μικροαστικήν καί στενόκαρδον ἐκκλησιαστικήν πολιτικήν, τήν ὁποίαν, ἀπορῶ πῶς ἄνθρωπος τῆς ἐγνωσμένης ἐκκλησιαστικῆς πείρας καί γνώσεως τοῦ κ. Τριανταφυλλίδη, ἀπεφάσισε νά ὑποστηρίξη· διότι ἡ δημιουργία μιᾶς ἑνιαίας ἐθνικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀντίθετος πρός τήν οἰκουμενικήν ἡγεμονίαν της, ὅταν μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία διαθέτη τό πρωτεῖον τοῦ Κων/πόλεως. Καί θεωρῶ, ὅτι εἶναι οὐχί ἑλληνική, ἀλλ’ ἑλλαδική (δηλ. στενά κρατική) ὁροθεσία, καί οὐχί καθολική ἐθνική ἀντιμετώπισις τό νά μή προσανατολίζωμεν ἑαυτούς πρός τήν Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν καί τήν ἀποστολήν Αὐτῆς καί οὕτω πως νά αὐτοπεριοριζώμεθα εἰς τήν ταπεινήν ἰδέαν μιᾶς μικρᾶς καί νοικοκυρευμένης Ἐκκλησίας, χωρίς πόθους, δίχως ἀνάτασιν, χωρίς πνοήν στερουμένην δέ παντός Οἰκουμενικοῦ ἐρείσματος καί Οἰκουμενικοῦ χαρακτῆρος.

Καί, ἐπειδή θεωρῶ τοῦτο καί ἀνεδαφικόν, εἶμαι ὑποχρεωμένος νά ἀπαντήσω. Λυποῦμαι μόνον, διότι ἡ ἀπάντησίς μου δέν δύναται νά ἐπεκταθῆ ἐπέκεινα τῶν ὁρίων τῆς σκοπιμότητος, ἄτινα ἐνδεχομένως παρεβίασε ἡ κατά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπίθεσις, ἥν πολύ θά ἐδικαιολόγουν, ἐάν προήρχετο ἐξ ἄλλης καί δή μή Ἑλληνογενοῦς πηγῆς.

Τό βασικόν ἐπιχείρημα τοῦ Πρεσβευτοῦ κ. Τριανταφυλλίδη, εἶναι, ὡς ἀνωτέρω διετυπώθη, ἡ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπόφασις, ἥτις ἀναφέρει, ὅτι «…ἡ Μετριότης ἡμῶν, διασκεψαμένη μετά τῆς περί Αὐτήν Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, ἐπειδή κατείδομεν τήν περί ἧς ὁ λόγος ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑπτανήσου πρός τήν τῆς Ἑλλάδος εὔλογον μέν ἄλλως καί ὡς εἰπεῖν φυσικήν οὖσαν συνέπειαν τῆς ἐν τοῖς πολιτικοῖς πράγμασι ἀφομοιώσεως ὁμολογουμένως ἐναπαιτούσης ἐκείνης καί τήν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν, κατ’ οὐδέν δέ τά πνευματικά ἐκείνης συμφέροντα παραβλάπτουσαν…».

Ἀλλά μεταξύ τοῦ 1850 καί τοῦ 1954 ἡ σκοπιμότης ὑπέστη διάβρωσιν. Τότε ἐσχηματίζετο ἕν Κράτος, τό ὁποῖον εἶχεν ἀνάγκην νά στοιχειοθετήση τόν ἐθνικόν καί ἐκκλησιαστικόν ἑαυτόν του, ἕνα μικρόν μέν Κράτος μεγάλων ὅμως ἱστορικῶν προσδοκιῶν. Ἡ Μικρασιατική καταστροφή ἀπέδειξεν, ὅτι ἡ «Ἑλλαδική» μικροκομματική καί στενοκέφαλος ψυχολογία ἦτο ἰσχυροτέρα ἀπό τήν Ἑλληνικήν μνήμην καί ἱστορικότητα. Δι’ αὐτό καί ἡ σκοπιμότης ἤλλαξε, μετεκινήθη. Ἄν τότε ἐζητούσαμεν νά στοιχειοθετήσωμεν ἐθνικόν Κράτος, σήμερον ἀποζητοῦμεν νά σφυρηλατήσωμεν διακρατικήν Ἕνωσιν. Ἄν τότε ὡδεύομεν εἰς τήν ἀπομόνωσιν καί ἀποδέσμευσιν, σήμερον συνειδητοποιοῦμεν τήν ὁμοσπονδίωσιν, ἤ καί συγχώνευσιν. Μεταξύ λοιπόν τοῦ 1850 καί τοῦ 1954 ἡ σκοπιμότης μετεκινήθη. Δι’ αὐτό, ἄν τότε λόγοι ἐπέβαλον τήν ἀποκοπήν Ἐπαρχιῶν ὑπέρ τῆς μικροαστικῆς καί ἐρειπωμένης αὐτοτελείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σήμερον λόγοι Οἰκουμενικοί καί Πανορθόδοξοι ἐπιβάλλουν ὄχι τήν ἀποκοπήν, ἀλλά τήν ἐπιστροφήν Ἐπαρχιῶν ἐκ τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως. Καί πρῶτος ἀναγνωρίζει τήν σκοπιμότητα ταύτην ὁ σεβαστός φίλος μου Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Σπυρίδων. Συνεπῶς ὁ Πρεσβευτής κ. Τριανταφυλλίδης δέν νομίζω, ὅτι ἀπηχεῖ τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ ἐκ Φαναρίου Προκαθημένου της· διότι τήν στιγμήν, κατά τήν ὁποίαν ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, δι’ ἐγγράφου του ὡς καί δι’ αὐτοβούλου ἐνεργείας του, ἤρχισεν ἀποδίδων εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον Ι. Μονάς, (ὡς τήν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας), προκειμένου νά διευρύνη τόν ζωτικόν του χῶρον, εἰς στιγμήν, κατά τήν ὁποίαν ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Ἀθηναγόρας, προσφωνῶν, παρόντος καί ἐμοῦ, τόν Στρατάρχην Παπάγον ἐν Φαναρίῳ τοῦ ὑπομιμνήσκει «τά τῆς ἰδιαιτέρας προστασίας —τῆς ὁποίας πρέπει νά τύχουν αἱ ἐν τῆ Βορείῳ Ἑλλάδι Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου— αἵτινες ἐπιτροπικς καί χρι καιρο ἔχουσι τεθῆ ὑπό τήν μέριμναν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», δέν εἶναι δυνατόν νά συζητῆται ὅ αὐτοπεριορισμός τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τά ὅρια: μιᾶς χωροεπισκοπῆς. Οὐδέ ἐπιτρέπεται ὁ τραυματισμός τοῦ κύρους του. Πάσα ἀντίθετος ἄποψις μοιραίως θά ὡδήγει εἰς σύλληψιν ἀνεδαφικῆς τινος πολιτικῆς· διότι, καί ἀπό ἡμετέρας ἔστω σκοπιᾶς ἐξεταζομένου τοῦ ζητήματος, τί περισσότερον θά ἠθέλαμεν ἀπό τοῦ νά διευρύνωμεν καί κραταιώσωμεν τήν αἴγλην τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐκ τοῦ ὁποίου καί ἐκπορεύεται ἡ Οἰκουμενικότης; Καί ἐρωτῶ, τήν στιγμήν κατά τήν ὁποίαν ἐν τῷ Οἰκουμενικῶ χώρῳ τοῦ Φαναρίου τό Πρωτεῖον τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἐπιβιώνεται, διατί ἡμεῖς —ἀεί παῖδες— θέλουμεν νά γκρεμίσουμεν τήν παράδοσιν, οἰκοδομοῦντες ἔστω ἕν «Πατριαρχεῖον» εἰς Ἀθήνας, τό ὁποῖον ἀξιολογικῶς θά ἕπεται τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σόφιας;

Ἀθῆναι, Ἰούλιος 1954,

«Ἀπόστολος Ἀνδρέας»

τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου»,

4 Αὐγούστου 1954

(Πηγή: Δ. Τσάκωνα, «Κοινωνία καί ρθοδοξία», θναι 1956, σ. 163-168).