- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Η αληθινή θεογνωσία και αυτογνωσία (Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)

Μόνο ὁ νοῦς ποὺ ἔχει καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔχει ἁγιασθεῖ μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι σὲ θέση νὰ αἰσθανθεῖ καὶ νὰ συλλάβει καὶ νὰ ἀγαπήσει αὐτὸ ποὺ εἶναι ἅγιο, καὶ νὰ ζήσει ἀπ’ αὐτὸ καὶ γι’ αὐτό. Μόνο οἱ καθαροὶ μποροῦν νὰ γνωρίσουν τὸν Μόνο καθαρό. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Πρῶτα θὰ Τὸν δοῦν στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων Του, διότι ὁ Θεὸς «ἐν ἁγίοις ἐπαναπαύεται». Καὶ ἐκεῖ θὰ δοῦν καὶ κάθε θεῖο δῶρο, τὸ ὁποῖο ἔχει ἐναποτεθεῖ σὲ κάθε πλάσμα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τόσο μυστηριώδης καὶ αἰνιγματικὴ στὴν ἀμεσότητα καὶ πραγματικότητά της, ὥστε τίποτε μικρότερο ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴ δώσει στὸν ἄνθρωπο. Στὸν ἐσώτατο πυρήνα της ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση εἶναι θεοσυνείδηση. Διότι κατ’ οὐσίαν ἡ συνείδηση ἔχει δοθεῖ ὡς θεῖο δῶρο στὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει αὐτοσυνειδησία, ἐὰν αὐτὸ δὲν εἶχε δοθεῖ σ’ αὐτὸν ἀπὸ τὸ Θεό.

Τὴν ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ θεογνωσία καὶ αὐτογνωσία ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ μόνο διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης. Ἀγαπώντας τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ἐμπειρικὰ ὅτι ἡ ψυχὴ του εἶναι χριστοειδής καὶ ἀθάνατη. Ἡ ἐμπειρία τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης ὡς μέθοδος τῆς θεογνωσίας καὶ ἀνθρωπογνωσίας εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια, τὸ ὁποῖο ὁ Θεάνθρωπος χάρισε στὸ ἀνθρώπινο γένος. Χρησιμοποιώντας τὴ μέθοδο αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος γρήγορα βρίσκει καὶ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἑαυτό του. Ἐνῶ στοὺς δρόμους τοῦ μίσους ὁ ἄνθρωπος εὔκολα χάνει καὶ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἑαυτό του. Ἔχοντας εἰσαχθεῖ καὶ χρησιμοποιηθεῖ ἀπὸ τὸ Θεάνθρωπο ἡ μέθοδος αὐτὴ τῆς θεογνωσίας καὶ αὐτογνωσίας ἔγινε καὶ παρέμεινε ὁριστικὰ μέθοδος ὀρθόδοξης γνωσιολογίας.

Στὸ Θεάνθρωπο Χριστὸ ὑπάρχει κάτι τὸ ἀσύγκριτα πιὸ μεγάλο ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, τὴν Ἀγαθότητα, τὴν Ὡραιότητα. Ὁ ἴδιος εἶναι ὅλα αὐτὰ στὴν ἀπόλυτη ἔννοια καὶ ταυτόχρονα κάτι πολὺ περισσότερο ἀπ’ αὐτά. Ὅ,τι πιὸ καλὸ ὑπάρχει γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ὁ Χριστὸς τὸ ἑλκύει πρὸς Ἑαυτὸν μὲ κάποιο ἀκαταμάχητο μαγνητισμὸ τῆς ἀγάπης. Αὐτὸς δίνει στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ἐκεῖνο ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τῆς δώσουν οὔτε ἡ ἀπόλυτη Ἀλήθεια, οὔτε ἡ ἀπόλυτη Ἀγαθότητα, οὔτε ἡ Ἀπόλυτη Ὡραιότητα μόνες τους.

Μόνο ἕνας δρόμος ὁδηγεῖ στὴ γνώση τῆς Αἰώνιας Ἀλήθειας: αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀγάπη. Ἀποκτώντας τὴν Ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται πραγματικὰ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἔρχεται στὴν πραγματικὴ γνώση τῆς Αἰώνιας Ἀλήθειας. Ἡ Ἀγάπη γεμίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό. Ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τῆς πληρώσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸ Θεό. Πληρούμενος ἀπὸ τὸ Θεὸ ὁ ἄνθρωπος φωτίζεται, ἁγιάζεται, θεώνεται καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἔρχεται στὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἀποδοχὴ καὶ βίωση τῆς «πρώτης καὶ μεγάλης ἐντολῆς», ὁ ἄνθρωπος γίνεται «θείας κοινωνὸς φύσεως» (Β’ Πέτρ. 1, 4). Ἡ θεία ἐνέργεια τῆς ἀγάπης εἰσάγει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο στὴν πορεία τῆς θεώσεως: τοῦ θεώνει τὴν καρδιά, τὴν ψυχή, τὸ νοῦ, τὴ βούληση καὶ καθετὶ ποὺ εἶναι ἀνθρώπινο· ζεῖ διὰ τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνεται διὰ τοῦ Θεοῦ, σκέπτεται διὰ τοῦ Θεοῦ, θέλει διὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτό, τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει στοὺς ἀνθρώπους τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, διότι «οὐδεὶς οἶδε τὰ τοῦ Θεοῦ εἰ μὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Ἃ’ Κόρ. 2, 11). Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι «Πνεῦμα ἀγάπης» καὶ «Πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως», δηλαδὴ Πνεῦμα γνώσεως.

Ὁ Θεάνθρωπος κατέστησε τὴν ἀγάπη οὐσία καὶ μέθοδο τῆς θεογνωσίας καὶ τῆς ἀνθρωπογνωσίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ κύρια δημιουργικὴ δύναμη μὲ τὴν ὁποία ἡ καινοδιαθηκικὴ προσωπικότητα συνθέτει ἑαυτήν. Τὸ μυστήριο τοῦ θαυμάσιου Προσώπου τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται στὴν ἀγάπη. Στὴν ἀγάπη βρίσκεται καὶ τὸ μυστήριο τῆς καινοδιαθηκικῆς γνωσιολογίας. Ἡ θεανθρώπινη ἀγάπη εἶναι ὁ νέος δρόμος τῆς ἐπιγνώσεως. Ἡ κατηγορηματικὴ προσταγὴ τῆς εἶναι: ἀγάπα γιὰ νὰ γνωρίσεις. Ἡ ἀληθινὴ γνώση τῶν πάντων ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, γεννιέται ἐν ἀγάπῃ, ἀναπτύσσεται διὰ τῆς ἀγάπης, φθάνει στὴν τελειότητα μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἀγάπης. Ἀγαπῶ, ἄρα γνωρίζω. Ἡ γνώση εἶναι ἀπόρροια τῆς ἀγάπης. Ὅλη ἡ φιλοσοφία τῆς γνώσεως περιέχεται στὴ φιλοσοφία τῆς ἀγάπης. Μόνο ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ μὲ τὴ χριστοειδὴ ἀγάπη εἶναι ἀληθινὸς φιλόσοφος καὶ γνωρίζει τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου. Μὲ τὴν ἀγάπη ὁ Θεὸς εἶναι Θεός, τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀγάπη εἶναι ἄνθρωπος.

Ἡ χριστοειδὴς προσωπικότητα ὁδηγημένη ἀπὸ τὸ Χριστὸ στὰ μυστήρια τῶν κόσμων τοῦ Θεοῦ, βλέπει τὸ Λόγο καὶ τὴ λογική του σύμπαντος καὶ τὸ κάθε κτίσμα τὸ δέχεται σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Δημιουργοῦ. Ὅταν καθρεφτίζεται στὸν καθρέφτη τῆς ψυχῆς μίας τέτοιας προσωπικότητας ἡ κτίση τῆς ἀσθένειας καὶ τῆς φθορᾶς, ἀναδεικνύεται στὴν ἔλλογή της ἀναμαρτησία καὶ ὡραιότητα. Στὴ χριστοειδὴ ψυχὴ ἀποκαλύπτεται τὸ ἔσχατο μυστήριο τῆς κτίσεως, γιατί αὐτὴ συμπαθεῖ καὶ ἀγαπᾶ τὴν κτίση. Ὁ ἀγαπώμενος πάντοτε ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριό του σ’ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τὸν ἀγαπᾶ. Ἡ χριστοειδὴς προσωπικότητα κοιτάζει τὴν κτίση καὶ τὴ φύση ὄχι σὰν ἄγριο τέρας ποὺ πρέπει σκληρὰ νὰ τὸ δαμάσει ἀλλὰ σὰν ἀσθενῆ ποὺ πρέπει νὰ τὸν ἐλεεῖ, νὰ τὸν συμπαθεῖ καὶ νὰ τὸν ἀγαπᾶ. Γι’ αὐτὴν ἡ κτίση δὲν ἀποτελεῖ ἄψυχη ὕλη, πρὸς τὴν ὁποία πρέπει νὰ συμπεριφέρεται μὲ τραχύτητα καὶ νὰ τὴν ἐκμεταλλεύεται κατακτητικὰ καὶ μὲ θράσος, ἀλλὰ πολύτιμο μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο πρέπει μὲ προσευχὴ νὰ ἐλεεῖ καὶ μὲ ἀγάπη νὰ σπουδάζει. «Ἀγαπᾶτε κάθε πλάσμα τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ Ντοστογιέφσκι, καὶ ὅλα τὰ πλάσματα μαζὶ καὶ κάθε ψίχουλο. Ἀγαπᾶτε τὰ ζῶα, ἀγαπᾶτε τὰ φυτά, ἀγαπᾶτε κάθε κτίσμα. Ἂν ἀγαπᾶς κάθε πλάσμα, θὰ καταλάβεις τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ μέσα στὰ πλάσματα. Καὶ ἂν τὸ καταλάβεις μία φορά, κατόπιν χωρὶς κόπο θὰ ἀρχίσεις νὰ καταλαβαίνεις ὅλο καὶ περισσότερο καθημερινά».

Μὲ τὸ διορατικὸ ὀφθαλμὸ τῆς προσευχητικῆς ἀγάπης ἡ χριστοειδὴς προσωπικότητα βλέπει τὴν ἄφθαρτη ἀλήθεια κάθε πλάσματος τοῦ Θεοῦ καὶ βρίσκει τὴ σωστή του θέση μέσα στήν ἔλλογη ἁρμονία τοῦ κόσμου. Ἀληθινὰ κάθε πλάσμα εἶναι καλὸ καὶ τίποτε δὲν εἶναι γιὰ περιφρόνηση, ὅταν πλησιάζεται καὶ γίνεται δεκτὸ μὲ προσευχητικὴ ἀγάπη, διότι «ἁγιάζεται διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τῆς προσευχῆς» (Ἃ’ Τίμ. 4, 4-5). Πράγματι «πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς», ἐνῶ γιὰ τοὺς μιασμένους καὶ ἄπιστους τίποτε δὲν εἶναι καθαρό.

 

(Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, “Οδός Θεογνωσίας”, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1985)

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiazoni.gr [1])