ΑΠ.: Παραδέχομαι ότι τα επιχειρήματά σας είναι ισχυρά. Έχω όμως μια απορία ακόμη. Δεν νομίζετε ότι ο Χριστός άφησε το έργο του ημιτελές; Εκτός και αν μας εγκατέλειψε. Δεν μπορώ να φαντασθώ ένα Θεό να παραμένη αδιάφορος στο δράμα του ανθρώπου. Εμείς να βολοδέρνουμε εδώ κι’ εκείνος από ψηλά να στέκη απαθής.
ΓΕΡ.: Όχι, παιδί μου, δεν έχεις δίκιο. Δεν άφησε το έργο Του ημιτελές. Αντιθέτως, στην ιστορία είναι η μοναδική περίπτωση του ανθρώπου, ο οποίος είχε την βεβαιότητα ότι ολοκλήρωσε το έργο Του και ότι δεν είχε τίποτε άλλο να κάνη και να ειπή. Ακόμη και ο μέγιστος των σοφών, ο Σωκράτης, ο οποίος μια ζωή έλεγε και δίδασκε, στο τέλος συνέθεσε και μια περίτεχνον απολογία και αν ζούσε θάχε και άλλα να πη.
Μόνον ο Χριστός, σε τρία χρόνια, είπε ότι είχε να ειπή, έπραξε ότι ήθελε να πράξη, και είπε και το «τετέλεσται». Δείγμα και αυτό της Θεϊκής Του τελειότητος και αυθεντίας. Όσο για την εγκατάλειψη που είπες, σε καταλαβαίνω. Χωρίς Χριστό ο κόσμος είναι θέατρο του παραλόγου. Χωρίς Χριστό δεν μπορείς να εξηγήσης τίποτε. Γιατί οι θλίψεις, γιατί οι αδικίες, γιατί οι αποτυχίες, γιατί οι ασθένειες, γιατί; Γιατί; Γιατί; Χιλιάδες πελώρια «γιατί». Κατάλαβέ το. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίση, με την πεπερασμένη λογική του, την απάντηση όλων αυτών των «γιατί». Μόνο με τον Χριστό όλα εξηγούνται. Μας προετοιμάζουν για την αιωνιότητα. Ίσως εκεί μας αξιώσει να πάρουμε απάντηση σε μερικά «γιατί».
Αξίζει τον κόπο να σου διαβάσω ένα ωραίο ποίημα από την συλλογή του Κωνσταντίνου Καλλινίκου, «Δάφναι και μυρσίναι», που έχει τίτλο «Ερωτηματικά»:
ΠΕΣ ΜΟΥ, ΠΑΤΕΡΑ!
Είπα στον γέροντα ασκητή τον εβδομηκοντάρη
που κυματούσε η κόμη του σαν πασχαλιάς κλωνάρι:
«Πες μου, πατέρα μου, γιατί σε τούτη δω τη σφαίρα
αχώριστα περιπατούν η νύχτα και η μέρα;
Γιατί σαν νάσαν δίδυμα φυτρώνουνε αντάμα
τ’ αγκάθι και το λούλουδο, το γέλιο και το κλάμα;
Γιατί στην πιο ελκυστική του δάσους πρασινάδα
σκορπιοί φωλιάζουν κι’ όχεντρες και κρύα φαρμακάδα;
Γιατί προτού το τρυφερό μπουμπούκι ξεπροβάλη
και ξεδιπλώση μπρος στο φως τ’ αμύριστά του κάλλη
μαύρο σκουλήκι έρχεται μια μαχαιριά του δίνει
κι’ ένα κουρέλι άψυχο στην κούνια του τ’ αφήνει;
Γιατί αλέτρι και σπορά και δουλευτάδες θέλει
το στάχυ ώσπου να γενή ψωμάκι και καρβέλι
και κάθε τι ωφέλιμο κι’ ευγενικό και θείο πληρώνεται
με δάκρυα και αίματα στο βίο,
ενώ ο παρασιτισμός αυτόματος θεριεύει
κι’ η προστυχιά όλη τη γη να καταπιή γυρεύει;
Τέλος, γιατί εις του παντός την τόση αρμονία
να χώνεται η σύγχυσις κι’ η ακαταστασία;»
Απήντησεν ο ασκητής με τη βαριά φωνή του
προς ουρανούς υψώνοντας το χέρι το δεξί του:
«Οπίσω από τα χρυσά εκεί επάνω νέφη
κεντά ο Μεγαλόχαρος ατίμητο γκερκέφι*.
Κι’ εφ’ όσον εις τα χαμηλά ημείς περιπατούμεν
την όψι την ξανάστροφη, παιδί μου, θεωρούμεν.
Και είναι άρα φυσικόν λάθη ο νούς να βλέπη εκεί
που να ευχαριστή και να δοξάζη πρέπει.
Περίμενε σαν Χριστιανός να έλθη η ημέρα
που η ψυχή σου φτερωτή θα σχίση τον αιθέρα
και του Θεού το κέντημα απ’ την καλή κυττάξης και τότε…
όλα σύστημα θα σου φανούν και τάξις».
Ο Χριστός, παιδί μου, δεν μας εγκατέλειψε ποτέ. Παραμένει μαζί μας μέχρι συντέλειας των αιώνων. Αυτό, όμως, θα το καταλάβης μόνο αν γίνης συνειδητό μέλος της Εκκλησίας Του και συνδεθής με τα μυστήριά της.
Όμως, γι’ αυτό, όποτε θελήσεις, έλα να τα ξαναπούμε.
*γκεργκέφι=κέντημα
(Πηγή: “Ο ΟΝΗΣΙΜΟΣ” Φθιν. – Χειμ. 2004)