- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Γλωσσική μεταρρύθμιση και εθνική παρακμή (Φώτιος Σχοινάς, Δρ. Φιλοσοφίας)

Ἄν γυρίσουμε τήν μνήμη μας πίσω, πρό 45 περίπου χρόνων, ὅσοι τοὐλάχιστον εἴμαστε μιᾶς κάποιας προχωρημένης ἡλικίας, θά θυμηθοῦμε ὅτι τό 1976 ἡ τότε κυβέρνηση Κ. Καραμανλῆ μέ ὑπουργό παιδείας τόν Γεώργιο Ράλλη προέβη σέ σαρωτική γλωσσική μεταρρύθμιση: κατήργησε τά ἀρχαῖα ἀπό τό Γυμνάσιο, ἀποσκοράκισε τήν καθαρεύουσα ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τῆς Παιδείας καί τῆς Δημοσίας Διοικήσεως καί στή θέση της καθιέρωσε τήν Δημοτική (ἤ, ἄν θέλετε ὀρθότερα, τήν Κοινή Νεοελληνική). Λίγα χρόνια ἀργότερα, τό 1982, ἡ νεοεκλεγεῖσα κυβέρνηση τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου μέ ὑπουργό Παιδείας τόν Ἐλευθέριο Βερυβάκη ἀποσκοράκισε τούς τόνους καί τά πνεύματα καθιερώνοντας ἐπίσημα τόν μονοτονικό τρόπο γραφῆς.

Ἡ γλωσσική μεταρρύθμιση τῶν Κ. Καραμανλῆ − Γ. Ράλλη, ἰδιαίτερα αὐτή, πανηγυρίσθηκε δεόντως: ἐπί τέλους ἐτίθετο τέρμα στή διγλωσσία τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους πού κυριάρχησε ἐπί αἰῶνες, ἀρχῆς γενομένης ἐπί τοῦ πρώτου Ρωμαίου αὐτοκράτορα Αὐγούστου τόν 1ο π.Χ. αἰῶνα, καί κατεδίκαζε τούς Ἕλληνες στήν ἀπαιδευσία (γιά νά ἀκριβολογοῦμε καί νά μή ἀδικοῦμε, κατεδίκαζε στήν ἀπαιδευσίατά εὐρέα στρώματα τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, γιατί λίγοι πεπαιδευμένοι λόγιοι ὑπῆρχαν πάντα). Ἐπί τέλους τό ἔθνος θά ἀπέβαλε ὁριστικά τήν κακοδαιμονία του καί θά εἰσήρχετο ἰσοτίμως μέ τή δύναμη τῆς φωτισμένης καί μαζικῆς παιδείας του στήν ὁμάδα τῶν πεφωτισμένων ἐθνῶν τῆς Ἑσπερίας. Ὁ Δημοτικισμός δέν περιοριζόταν μόνο στή γλωσσική μεταρρύθμιση, ἀλλά ἀκριβῶς μέσῳ τῆς γλωσσικῆς μεταρρυθμίσεως ἐπίστευε ὅτι θά ἐπερχόταν ἡ παιδευτική καί γενικώτεραἐθνική ἄνθιση. Ἄν στοιχειωδῶς γνωρίζει κάποιος τήν ἱστορία τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος κατά τόν 19ο καί 20ο αἰῶνα τά ἐπιχειρήματα τῶν δημοτικιστῶν−γλωσσικῶν μεταρρυθμιστῶν ἦσαν συντριπτικά: ἐάν τό ἔθνος ἀπέβαλλε τόν γλωσσικό φραγμό τῆς ἀρχαίας, ἀρχαΐζουσας καί καθαρεύουσας καί καθιερωνόταν ἡ Δημοτική ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ ἔθνους, τό ἔθνος θά ἐσημείωνε σημαντική πρόοδο στήν ἀνάπτυξη τῆς παιδείας καί αὐτό μέ τή σειρά του θά συνεπαγόταν μεγάλη ἐπιστημονική, καλλιτεχνική, οἰκονομική καί κοινωνική ἀνάπτυξη τοῦ ἔθνους. Μέ ἁπλές λέξεις ἡ ἀπολάκτιση τῆς χρονοβόρου, ψυχοκτόνου καί πνευματοκτόνου λογίας γλώσσας καίἐπιβολή τῆς Δημοτικῆς θά ἐπέφερε ποιοτική καί ποσοτική (μέ τήν ἔννοια ὅτι οἱ εὐρύτερες μᾶζες θά εἶχαν μετοχή στήν παιδευτική ἀναγέννηση) ἀνάπτυξη τῆς Παιδείας καί ὡς ἐκ τούτου τό ἔθνος θά μεγαλουργοῦσε.

Ἀλήθεια σαρανταπέντε χρόνια μετά τήν ἐπιβολή τῆς Δημοτικῆς ὡς ἐπίσημης γλώσσας τοῦ ἔθνους, ποῦ βλέπουμε, ποῦ διαπιστώνουμε τή μεγαλουργία τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους; Ποῦ βλέπουμε καί ποῦ διαπιστώνουμε τήν ἐπιστημονική, καλλιτεχνική, οἰκονομική καί κοινωνική πρόοδο τοῦ ἔθνους; Νά πῶ ὅτι τά τελευταῖα εἴκοσι-τριάντα χρόνια εἴμαστεἐποχή τοῦ ἀπόλυτου, τοῦ ἀδιανόητου Τίποτα; Ἤδη τὄχουν πεῖ πρό ἐμοῦ καί σημαντικώτεροι ἀπό ἐμέ διανοούμενοι. Ὅσο γιά τήν οἰκονομική κατάρρευση τή βιώνει κατάσαρκα ὁ ἑλληνικός λαός. Ὁ ἀείμνηστος Χρῆστος Μαλεβίτσης πρό τεσσαρακονταετίας, ἐποχή κατά τήν ὁποία οὐδείς διενοεῖτοπλήν ὁμολογουμένως ἐλαχιστοτάτων διανοουμένων − τήν τραγική καί οἰκτρή κατάντια τοῦ ἔθνους μας, ἔγραφε: «Ὕστερα ἀπό τή νίκη τῆς λεγόμενης δημοτικῆς γλώσσας οἱ δημοτικιστές ἄς ἔχουν ὑπ’ ὄψη τους ὅτι δέν ἀνοίχτηκαν σέ λεωφόρο. Ἀλλά βρέθηκαν σέ σταυροδρόμι. Καί πρέπει νά ἐπιλέξουν κατεύθυνση. Εἶχαν ὑποσχεθεῖ, πώς μέ τή γενική καθιέρωση τῆς δημοτικῆς  θά ἀκολουθήσει χωρίς προηγούμενο πνευματική ἄνθιση. Ὁ ἀγώνας τους δικαιώθηκε. Αὐτοί δέν δικαιώθηκαν ἀκόμη». Ὄχι μόνο δέν δικαιώθηκαν οἱ προσδοκίες καί οἱ μεγαλόστομες ἐπαγγελίες τους γιά πνευματική ἄνθιση καί μεγαλουργία τοῦ ἔθνους, ἀλλά διαψεύστηκαν οἰκτρά, οἰκτρότατα!

Ἀκόμη ἕνας λησμονημένος, ἀλλά σημαντικός διανοούμενος, ὁ Βασίλειος Λαούρδας, ἔγραφε ἐπ᾿αὐτοῦ: «Τό πρῶτο σύνθημα πού ἔρριξεἐκπαιδευτική μεταρρύθμιση ἦταν ὁ δημοτικισμός. Στά περιοδικά δημοσιεύματα καί στά βιβλία τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης ἡ δημοτική μορφή τῆς γλώσσας ἐμφανίζεται ὡς μαγικό κλειδί πού ἀνοίγει σέ κάθε της κάτοχο κόσμους παραμυθένιους. Ἡ ἀνάγκη τῆς εἰσαγωγῆς τῆς δημοτικῆς τονίστηκε ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά γίνουνε οἱ Ἕλληνες πιό ἔξυπνοι, πιό θετικοί, καί πιό πατριῶτες ἀπό ὅ,τι ἦταν στά περασμένα τά χρόνια. Τοῦτο, πού γυρίζει καί ξαναγυρίζει στά κείμενα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης, ἠχεῖ σήμερα ὡς παραδοξολογία. Ἡ δημοτική μορφή τῆς γλώσσας λίγο ἤ πολύ ἐπεκράτησε σήμερα, ἀλλά εἶναι ζήτημα ἄν οἱ Ἕλληνες ἔγιναν πιό ἔξυπνοι, πιό θετικοί καί πιό πατριῶτες ἀπό ὅ,τι ἦταν ἄλλοτε». Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ὁ Β. Λαούρδας ἔγραφε τά ἀνωτέρω τήν δεκαετία τοῦ ᾿60. Ἄν ζοῦσε σήμερα τί θά ἔγραφε γιά τά ἀποτελέσματα τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρυθμίσεως!

Καί φταίει ἡ Δημοτική γιά τήν τωρινή κατάντια; ἀναβλύζει αὐθόρμητα τό ἐρώτημα κάθε ἑνός. Ἀπάντηση: Ὄχι! (ἤ τουλάχιστον ὄχι μονομερῶς καί ἀποκλειστικῶς αὐτή). Ἀλλά δύο πράγματα ἔχουμε νά ἐπισημάνουμε: Πρῶτον αὐτό πού ἔχουμε ἤδη τονίσει, ὅτι ἡ καθιέρωση τῆς Δημοτικῆς ὄχι μόνο δέν ἐπαλήθευσε τούς ὑποστηρικτές της πού ὑπόσχονταν πολύπλευρη ἀναμόρφωση καί ἀνάταση τῆς Νεοελληνικῆς κοινωνίας, ἀλλά τούς διέψευσε οἰκτρά καί κατά τρόπο, ὄντως, τραγικό γιά τούς Ἕλληνες. Μετά ἀπό σαρανταπέντε χρόνια διαπιστώνουμε ὅτι τό ἀκριβῶς ἐναντίον συνέβη αὐτοῦ πού μεγαλόστομα ἐπαγγέλονταν! Δεύτερον ὅτιἀφετηρία τῆς συνεχῶς διογκούμενης παρακμῆς τῆς Ἑλλάδος συμπίπτει μέ τή γλωσσική μεταρρύθμιση τοῦ Γ. Ράλλη καί κατόπιν τοῦ Ἐλευθ. Βερυβάκη. Ὑπάρχει χρονική συνάφεια μεταξύ τῆς προϊούσης παρακμῆς καί τῆς γλωσσικῆς μεταρρυθμίσεως. Ὑπάρχει ὅμως καί αἰτιώδης συνάφεια; Θεωροῦμε ὡς ἕνα βαθμό ναί! Ἡ ὅλη γλωσσική μεταρρύθμιση συνέβη, καί ἀπετέλεσε μέρος, τῆς γενικώτερης κατεδαφίσεως τῶν ἐρεισμάτων αὐτοῦ τοῦ ἔθνους ἀπό τή μεταπολίτευση καί δῶθε! Τῆς κατεδαφίσεως τῶν ἀξιῶν, τῶν ἀρχῶν, τῶν προτύπων, τῆς παραδόσεως (μέρος τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ καί ἡ γλωσσική παράδοση) αὐτοῦ τοῦ ἔθνους καθώς καί τοῦ ἤθους τῶν ἀνθρώπων πού συγκροτοῦν αὐτό τό ἔθνος. Καί στή θέση αὐτῆς τῆς γενικῆς κατεδαφίσεως ἡ πρόταξη τῆς ἀντιλήψεως ὅτι ὁ Νεοέλληνας μπορεῖ νά ἀπολαμβάνει τά πάντα ἄκοπα! Ὁ καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τοῦ Yale Στάθης Καλύβας γράφει στήν Καθημερινή: «Ἡ πρόσβαση σέ μιά ἄνετη ζωή θεωρήθηκε αὐτονόητο δικαίωμα ἄσχετο μέ τήν προσπάθεια καί τίς ἱκανότητες τοῦ καθενός καί ἐντελῶς ξεκομμένο ἀπό τήν ἱκανότητα τῆς χώρας νά καινοτομεῖ καί νά ἀνταγωνίζεται, δηλαδή νά παράγει πλοῦτο».Ἕλληνας τῆς Μεταπολιτεύσεως θεώρησε, λοιπόν, αὐτονόητο δικαίωμα νά ἀπολαμβάνει, ἐπαναλαμβάνουμε, τά πάντα ἄκοπα. Ὄχι μόνο τά καταναλωτικά ἀγαθά – κυρίως βέβαια αὐτά −, ἀλλά καί τά πνευματικά ἀγαθά! Γιατί νά κοπιάζει ὁ Ἕλληνας μαθητής νά μάθει τά ὄντως ἐπίμοχθα γιά τήν ἀπόκτησή τους συντακτικό, γραμματική καί τονικό σύστημα τῆς λόγιας γλώσσας του; Ἄς καταργηθοῦν ἤ, ἔστω, ἄς περιορισθοῦν δραστικά, γιά νά μποῦν στή θέση τους δόκιμες μεταφράσεις καί γενικώτερα πιό παραγωγικά μαθήματα! Ἔτσι ὁ Νεοέλληνας μαθητής δέν θά ἀσχολεῖται μέ νεκρούς τύπους, π.χ. μέ τό ἀπαρέμφατο τοῦ οἶδα καί τοῦ εἶμι, ἀλλά μέ τό τί εἶναι τό τραγικόν στό ἀρχαῖο θέατρο, ἡ ἰδέα κατά τόν Πλάτωνα, ἡ οὐσία κατά τόν Ἀριστοτέλη! Μόνο πού χάσαμε καί τά μέν καί τά δέ! Ἀπωλέσαμε ὁριστικά τήν αἴσθηση τῆς συνέχειας τῆς γλώσσας μας, τήν δέοὐσίατῆς κλασσικῆς μας παραδόσεως οὔτε κατ᾿ἐλάχιστη προσέγγιση ἐπετύχαμε (ὅπως διετείνοντο οἱ ὑποστηρικτές τῆς μεταρρυθμίσεως Ράλλη μέσῳ τῶν δοκίμων μεταφράσεων), τά δέ πιό παραγωγικά μαθήματα οὔτε σέ ἱκανοποιητικό βαθμό κατακτήσαμε! Μέ ἄλλα λόγια ἕνα πελώριο Τίποτα!

Παν. Δρακόπουλος, μιά προφητική φωνή τῆς μακρινῆς δεκαετίας τοῦ ᾽80, ἔγραφε στήν Ἐποπτεία (τεῦχος 77, Μάρτιος 1983, σελ. 249): «Μοναδικῆς ἐπικαιρότητος γιά τόν τόπο μας φιλοσοφικό ἐρώτημα συνιστᾶ ἡ παραίτηση τοῦ λαοῦ μας ἀπό ὁποιαδήποτε βούληση γιά ζωή. Σπεύδω νά παρατηρήσω ὅτι δέν ἔχουμε μπροστά μας αὐτοκτονικές διαθέσεις∙ αὐτό συνέβη – γιά τελευταία, φοβοῦμαι, φορά – κατά τή διάρκεια τοῦ ἔπους τοῦ ᾽40 καί τῆς κατοχῆς. Στίς μέρες μας, ὁ λαός πεθαίνει ἀπό ἀσιτία – χωρίς κἄν νά ἔχη ἐπιλέξει τό θάνατό του, χωρίς νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι πεθαίνει. Ὁ θάνατος ἔρχεται ἐρήμην μας.  Ἐάν προσέξετε τά ὅσα ἀπασχολοῦν καί τά ὅσα δέν ἀπασχολοῦν τά αὐτοαποκαλούμεναἀνώτατα πνευματικά ἱδρύματά” μας − ὅλα, ἀκαδημία, πανεπιστήμια, λογῆς σχολές καί δῆθεν ἰνστιτοῦτα −, ἐάν παρακολουθήσετε τά ὅσα γράφουν καί τά ὅσα δέν γράφουν οἱ ἐφημερίδες μας, ὁ σωρός τῶν περιοδικῶν μας καί ἡ σορός τῆς τηλεοράσεώς μας, θά διαπιστώσετε ἀμέσως τήν ἀνατριχιαστικῆς ὡμότητος ἀντίστροφο μέτρηση, τό ἐπερχόμενο σημεῖο μηδέν. Εἶναι ἐξαιρετικά χαρακτηριστικός καί ἄξιος πολλῆς μελέτης ὁ τρόπος τοῦ θνήσκειν. (Εἶναι βέβαιον ὅτι θ’ ἀποτελέση θέμα γιά τούς ἱστορικούς ἄλλων, ἀσφαλῶς, λαῶν). Ἐδῶ χρειάζονται μελέτες κοινωνιολογικές, ἱστορικές, φιλοσοφικές καί ἄλλες. Μέ τό σημείωμά μου αὐτό, θἄθελα νά ἐπισημάνω ἕναν ἀπό τούς ἐπί μέρους παράγοντες πού συναποτελοῦν τόν τρόπο τοῦ θνήσκειν: πρόκειται γιά τόν ἐγκλωβισμό μέσα σ’ ἕνα “σήμερα” χωρίς διαστάσεις, χωρίς ἐξακτινώσεις στό χρονικό συνεχές. Ἐνῶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἔχουμε αὐτονόητο τό δικαίωμα ν’ ἀποφασίζουμε γιά ὅλα, ἀκόμη καί γιά ὅσα μόνο σέ μεγάλες προοπτικές μποροῦν ν᾿ἀντιμετωπισθοῦν, οἱ ἀποφάσεις μας στεροῦνται οἱουδήποτε ἴχνους προοπτικῆς. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, ἀποφασίζουμε τήν κατάργηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (τοῦ τρόπου γραφῆς της, τῆς συντακτικῆς της δομῆς, οὐ μήν ἀλλά καί τῆς σημασιολογίας πού διαφυλάσσεται ἐπί χιλιετίες!) μέ κριτήριο τό πόσο “κουράζεται” ὁ κάθε Παυλάκης κι ὁ κάθε Νικάκης στό καθ᾿ὑπόθεσιν λειτουργοῦν σχολεῖο του! Ἤ, ἄλλο παράδειγμα, βλέπουμε τόν λαό τῆς Ἰθάκης νά ἀποφαίνεται διά δημοψηφίσματος ὅτι πρέπει νά κατεδαφισθοῦν πάραυτα ὅλα τά κτίρια παραδοσιακῆς ἀρχιτεκτονικῆς καί ν’ ἀντικατασταθοῦν μέ τριάρια καί τεσσάρια γιά νά βολεύεται ἡ κάθε κυρά-Κούλα (ἡ ὁποία, ὡς λαός καί αὐτή, ψήφισε “δαγκωτά”!)».

Χρῆστος Γιανναρᾶς ἔγραφε τό 1996 ἐξ ἀφορμῆς δηλώσεων τοῦ Γ. Ράλλη γιά τήν ἀναγκαιότητα καί τό ἐπωφελές τῆς γλωσσικῆς μεταρρυθμίσεώς του κατά τό 1976: «Στήν Καθημερινή τῆς περασμένης Κυριακῆς (21. 4. 96) ὁ κ. Ράλλης ὑπεραμύνθηκε μέ ἄρθρο του τῆς γλωσσικῆς μεταρρύθμισης πού ὁ ἴδιος, ὡς ὑπουργός Παιδείας, πραγματοποίησε τό 1976. Τολμῶ νά ἔχω κάποιες ἀντιρρήσεις στά ἐπιχειρήματά του καί στίς θέσεις του – μέ τήν ἐμπειρία τοῦ δασκάλου καί τῆς καθημερινότητας τοῦ ἁπλοῦ πολίτη. Τό πιό ἀληθινό, κατά τή γνώμη μου, γι᾿αὐτό καί ἰσχυρότερο, ἐπιχείρημα τοῦ κ. Ράλλη εἶναι ὅτι ἡ μεταρρύθμισή του ἀλλοιώθηκε καί κακοφόρμισε μετά τό 1982. Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά καταθέσω (γιά πολλοστή φορά) τήν ἐκτίμησή μου, πού τήν πιστεύω ρεαλιστική καί καθόλου συναισθηματική ἤ κομματικά μεροληπτική: ὅτι ἀπό τό ᾽82 καί μετά συντελέστηκε στήν παιδεία καταστροφή, πού γιά τήν Ἑλλάδα ἀποδείχνεται τραγικότερη τῆς μικρασιατικῆς. Γιατί τό 1922 χάθηκαν ὁριστικά πανάρχαιες κοιτίδες τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀλλά μετά τό ᾽82 χάθηκε τό συνεκτικό στοιχεῖο καί θεμέλιο τῆς διαχρονικῆς ἑνότητας τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων: ἡ γλωσσική συνέχεια. Χάθηκε μέ τήν κατάργηση τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων, τόν ἐξοστρακισμό τῆς μεταγενέστερης λόγιας παράδοσης∙ χάθηκε μέ τό ἔγκλημα τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ μονοτονικοῦ. Ἡ ἀνεπανόρθωτη πιά καταστροφή θά ἐρχόταν ἔτσι κι ἀλλιῶς μέ τήν πολιτική ἀλλαγή τοῦ ᾽81. Ὅμως συνέπεσε ἡ μεταρρύθμιση Ράλλη νά ἔχει ἀνοίξει τόν δρόμο. Ὑπάρχουν ἄλλοι, ἁρμοδιότεροι ἀπό μένα, γιά νά ὑπομνήσουν στόν σεβαστό πολιτικό κάποια καίρια καί στοιχειώδη δεδομένα: ὅτι ἡ γλώσσα πλάθεται ἀπό τόν λαό, τίς ἀνάγκες καί τίς εὐαισθησίες του∙ δέν μπαίνει στό γύψο μέ κρατικά διατάγματα δίχως νά προκληθοῦν τερατογενέσειςὅτι σέ μιά προηγμένη γλώσσα συνυπάρχει ὀργανικά λόγια ἔκφραση μέ τή δημώδη· ὅτι στήν Ἑλλάδα δέν ταυτίζεται συλλήβδην ἡ λόγια γλώσσα μέ τήν πλαστή κοραϊκή “καθαρεύουσα”. Ἡ κρατική ἐπιβολή τῆς δημοτικῆς στή δημόσια διοίκηση ὡςἑνιαίου καί δόκιμου γλωσσικοῦ ὀργάνου”, ὅπως τή θέλησε ὁ κ. Ράλλης, γέννησε μιά καινούρια “καθαρεύουσα” (γλώσσα πού ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νάκαθαρεύει” ἀπό λόγια στοιχεῖα), τεχνητή καί ψεύτικη, συχνά ὁλότελα κωμική: ἕναν τραγέλαφο κακῆς λόγιας σύνταξης μέ ὅρους δημώδους ἰδιώματος.“Δέν καταργήσαμε τήν ἀρχαιογνωσία στά σχολεῖα” λέει ὁ κ. Ράλλης. “Καθιερώσαμε νά διδάσκονται τά ἀρχαῖα κείμενα ἀπό δόκιμες μεταφράσεις”. Κάποιος ἁρμοδιότερος ἀπό μένα πρέπει νά τοῦ ὑπομνήσει τήν καισαρική διαφορά ὅτι εἶναι ἄλλο πράγμα ἡ πληροφορία πού παρέχει τό περιεχόμενο τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ κειμένου, καί ριζικά ἄλληγλωσσική παιδεία πού τό ἴδιο τό πρωτότυπο κείμενο προσφέρει. Ἄν τό ἑλληνόπουλο δέν προλάβει νά διδαχθεῖ τό “περιεχόμενο” κάποιων ἀρχαίων κειμένων, ἡ ζημιά δέν εἶναι ἀνεπανόρθωτη ἀρκεῖ νά ἔχει μάθει νά καταφεύγει σέ δόκιμες μεταφράσεις ὅποτε τό θελήσει. Ἄν ὅμως τό λληνόπουλο χάσει τήναἴσθησητῆς δοτικῆς, τόν ἐθισμό στή νοηματική της λειτουργία, ἄν δέν μπορεῖ πιά νά τραγουδήσει “ἐν τῷ σπηλαίῳ τίκτεται ἐν φάτνῃ τῶν ἀλόγων”, ἡ καταστροφή τοῦ γλωσσικοῦ του αἰσθητηρίου εἶναι πολιτιστικό ἔγκλημα. Ἀκριβῶς γιατί ἀποκόπτεται τό λληνόπουλο ἀπό τή δυνατότητα μέθεξης στή συνέχεια τοῦ πολιτισμοῦ του, χάνεται ἡ συνοχή τῆς πρότασης πού κόμιζε πάντοτε αὐτόςπολιτισμός. Εἶχε πεῖ κάποτε ὁ είμνηστος Παπανοῦτσος: “Δέν μπορεῖ κανείς νά μιλήσει καί νά γράψει σωστά τή δημοτική, ἄν δέν πατάει στέρεα στή γνώση τῆς ἀρχαίας κλασσικῆς γλώσσας”. Ἀναθεματίζουν ὅλοι σήμερα, καί ὁ κ. Ράλλης ἐπίσης, τόν “κακό τρόπο” μέ τόν ὁποῖο διδάσκονταν τά ἀρχαῖα ἑλληνικά στά σχολεῖα μας πρίν ἀπό τό 1976. Καί δέν θέλουν νά δοῦν ὅτι χάρη σέ ἐκεῖνο τόν “κακό τρόπο” ἡ ζωντανή καθημερινή γλώσσα ἀκόμα καί τῶν μή λογίων Ἑλλήνων διέσωζε τότε τήν ὀρθή κλίση τῶν τριτοκλίτων, τή σωστή ἐκφορά τῶν ἐπιρρημάτων, τή διάκριση τοῦ στιγμιαίου ἀπό τό διαρκές στούς χρόνους τῶν ρημάτων, καί πλῆθος ἀκόμα ἐκφραστικῶνδυνατοτήτων, πού σήμερα ἔχουν σχεδόν ἀφανιστεῖ. Ἡ ἀνεπιτήδευτη καθημερινή γλώσσα ἦταν κατάσπαρτη μέ τύπους καί ἐκφράσεις τῆς λόγιας, τῆς ἐκκλησιαστικῆςκαί τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παράδοσης. Λειτουργοῦσε, ἔστω ἀνεπίγνωστα, ἡ συνέχεια τῆς γλώσσας, ἡ συνέχεια τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνωνἀπόδοση ἱστορικῶν εὐθυνῶν δέν ἔχει κανένα νόημα. Ἡ καταστροφή ἔχει συντελεστεῖ καί εἶναι ἀνεπανόρθωτη. Ἄνσεβαστός μου κ. Ράλλης πάρει στά χέρια του τά γραπτά τῶν σημερινῶν φοιτητῶν μας, εἶμαι σίγουρος ὅτι θά παραιτηθεῖ ἀπό κάθε προσπάθεια ὑπεράσπισης τῆς γλωσσικῆς του μεταρρύθμισης. Ἄν καί ἀρκεῖ νά διαβάζει ἐφημερίδες, νά ἀκούει ραδιόφωνο καί τηλεόραση. Ἡ Ἑλλάδα αὐτοκαταδικάστηκε στήν πολιτική περιθωριοποίηση καί σέ ἐπιταχυνόμενη ὀπισθοδρόμηση. Ἑλλάδα τέλειωσε ἀπό τή στιγμή πού αὐτοκαταργήθηκε γλωσσικά».

Τήν ἐποχή τῆς γλωσσικῆς μεταρρυθμίσεως τῶν Ράλλη-Βερυβάκη ὑπῆρξαν λιγοστές ἀντιδράσεις. Μεταξύ αὐτῶν ἐξέχουσες προσωπικότητες τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς τότε Ἑλλάδος, ὅπως ὁ φιλόσοφος καί Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας Κωνσταντῖνος Τσάτσος καί ὁ ποιητής  Ὀδυσσέας Ἐλύτης (ἄν δέν μέ ἀπατᾶ ἡ μνήμη μου ἀντέδρασαν καί ἄλλοι σημαντικοί ποιητές, ὅπως, π.χ., ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος, ὁ ὁποῖος σέ τηλεοπτική ἐκπομπή τῆς τότε κρατικῆςμοναδικῆς τότε – τηλεοράσεως ἐτάχθη ὑπέρ τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ μαθήματος τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν στό Γυμνάσιο).

Κωνσταντῖνος Τσάτσος, καίτοι γνήσιος δημοτικιστής, ἀντιδρᾶ στόν ἐξοστρακισμό τῆς καθαρεύουσας, θεωρώντάς τον μιά πράξη βάρβαρη: «Ἀπό τό 1933 στρέφομαι ὁριστικά πρός τή δημοτική, χωρίς ποτέ νά θεωρῶ ξορκισμένη τήν καθαρεύουσα, τῆς ὁποίας τήν ὀμορφιά καί αἰσθάνομαι καί συχνά διαβάζω, καί ἀπό τήν ὁποία πολλά δανείζομαι, γιά νά ἐμπλουτίσω τή δημοτική μου. Θεωρῶ τόν διωγμό τῆς καθαρεύουσας πού τώρα ἐπιβάλλεται καί νομοθετικά ἀπό τήν Πολιτεία, μιά πράξη βάρβαρη, πού δέν ἐξηγεῖται παρά ὡς μέρος μιᾶς γενικώτερης τάσης νά καταλυθῆπλοῦτος τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης. Μπορεῖ μερικοί εἰδήμονες γλωσσολόγοι καί γραμματικοί νά συνεργοῦν σέ αὐτή τήν καταστροφή ἀπό μιά δογματική ἀκαμψία».ἴδιος φιλόσοφος ἐπικαίρως, τό 1976, ἀμέσως μετά τήν καθιέρωση τῆς Δημοτικῆς ὡς ἐπίσημης γλώσσας τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας καί τῆς Ἑλληνικῆς Δημοσίας Διοικήσεως, τήν ἀπολάκτιση τῆς καθαρεύουσας καί τήν κατάργηση τῆς διδασκαλίας τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στό τριετές Γυμνάσιο, ἐδήλωσε ἐπισήμως στήν Ἀκαδημία τῶν Ἀθηνῶν τά ἑξῆς: «Τά ἀρχαῖα ἑλληνικά δέν εἶναι ξένη γλῶσσα. Εἶναιγλῶσσα μας. Εἶναι ἡ ρίζα τῆς σημερινῆς μορφῆς της. Ἔχει τήν ἴδιαν ψυχήν, τόν ἴδιον ἐσωτερικόν ρυθμόν. Εἶναιἀκένωτος πηγή πρός ἐμπλουτισμόν, πρός ἐκλέπτυνσιν, πρός ἀποκρυστάλλωσιν τῆς σημερινῆς μας γλώσσης. Ὅσοι δέν γνωρίζουν καλά ἀρχαῖα ἑλληνικά, δέν ἠμποροῦν νά γράφουν καί καλήν Δημοτικήν».

Ὁμοίως καίὈδυσσέας λύτης τήν ἴδια ἐποχή ἀντιτίθεται στήν κατάργηση τῶν ἀρχαίων στό ἑλληνικό Γυμνάσιο: «γώ δέν ξέρω νά ὑπάρχει, παρά μόνο μία γλώσσα, ἡ ἑνιαία γλῶσσα, ἡ ἑλληνική, ὅπως ἐξελίχθηκε ἀπό τήν ἀρχαία, πού ἔπρεπε νά εἶναι τό μεγάλο καμάρι μας καί τό μεγάλο στήριγμα… Οἱ ρίζες μας βρίσκονται ἐκεῖ στά ἀρχαία. Γι’ αὐτό καί λυπᾶμαι πού καταργήθηκαν ἀπό τό γυμνάσιο καί ἄς μέ ποῦν εκαθυστερημένο... Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι μόνο ὅποιος γνωρίζει τά ἀρχαῖα μπορεῖ νά γράψη σωστά καί τήν νεοελληνική δημοτική. Αὐτά πού βλέπουμε καί ἀκοῦμε σήμερα γύρω μας, μέ συγχωρεῖτε, εἶναι κορακίστικα».

Ἀλλά καίΚορνήλιος Καστοριάδης πρός τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿80 εἶναι καταπέλτης κατά τοῦ μονοτονικοῦ: «Ἄν δέν θέλετε κύριοι τοῦ ὑπουργείου νά κάνετε φωνητική ὀρθογραφία, τότε πρέπει νά ἀφήσετε τούς τόνους καί τά πνεύματα, γιατί αὐτοί πού τούς βάλανε ἤξεραν τί ἔκαναν. Δέν ὑπῆρχαν στά ἀρχαῖα ἑλληνικά γιατί ἁπλούστατα ὑπῆρχαν μέσα στίς ἴδιες τίς λέξεις. Αὐτοί, οἱ Κριαρᾶς καί οἱ ἄλλοι, τά κτήνη τά τετράποδα πού ἔκαναν αὐτές τίς μεταρρυθμίσεις – αὐτό παρακαλῶ νά γραφεῖ στίς ἐφημερίδεςδέν ξέρουν τί εἶναι γλῶσσα. Δέν ξέρουν αὐτό πού γνώριζε ἡ κόρη μου στά τρία της χρόνια. Μάθαινε μιά λέξη καί μετά ἔψαχνε γιά τίς συγγενεῖς της. Αὐτό εἶναι μιά γλῶσσα. Ἕνα μᾶγμα, ἕνα πλέγμα, ὅπου οἱ λέξεις παράγονται οἱ μέν ἀπό τίς δέ, ὅπου οἱ σημασίες γλιστρᾶνε ἀπό τή μία στήν ἄλλη, εἶναι μία ὀργανική ἑνότητα ἀπό τήν ὁποῖα δέν μπορεῖς νά βγάλεις καί νά κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μιᾶς ψευτοκυβέρνησης, καθισμένος σ’ ἕνα γραφεῖο στό ὑπουργεῖο Παιδείας. Ἡ κατάργηση τῶν τόνων καί τῶν πνευμάτων εἶναι ἡ κατάργηση τῆς ὀρθογραφίας, πού εἶναι τελικά ἡ καταστροφή τῆς συνέχειας. Ἤδη, τά παιδιά δέν μποροῦν νά καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ἐλύτη γιατί αὐτοί εἶναι γεμᾶτοι ἀπό τόν πλοῦτο τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν. Δηλαδή, πᾶμε νά καταστρέψουμε ὅ,τι κτίσαμε. Αὐτή εἶναι ἡ δραματική μοῖρα τοῦ σύγχρονου ἑλληνισμοῦ».

Οἱ σημερινοί διανοούμενοι καί προοδευτικοί διανοούμενοι δέν λαμβάνουν ὑπ᾿ ὄψιν τήν τραγική ἐμπειρία τῆς Νεοελληνικῆς κοινωνίας ἀπό τή Μεταπολίτευση καί δῶθε; Καί τήν λογία γλῶσσα ἀπολέσαμε καί ἡ περιβόητη καί πολυθρύλητη παιδευτική ἀναγέννηση καί ἐθνική ἄνθιση ὄχι μόνο δέν ἔλαβε χώρα, ἀλλά ἔλαβε χώρα τό ἀκριβῶς ἀντίθετο, γενικευμένη ἀπαιδευσία, ἐθνική παρακμή καί οἰκονομική καταβαράθρωση! Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ὁ ρυθμός ἀναπτύξεως τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας τή δεκαετία τοῦ ᾽50, τοῦ ᾽60 καί μέχρι τά μισά περίπου τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽70 ἦταν τῆς τάξεως τοῦ 7%, γεγονός πού βάρυνε καθοριστικά στήν ἀπόφαση τῶν Εὐρωπαίων νά μᾶς δεχθοῦν στήν τότε ΕΟΚ. Μετά; Μετά ἡ ἀπόλυτη κατρακύλα! Καί ὄχι μόνο στόν οἰκονομικό τομέα, ἀλλά σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς δημόσιας ζωῆς τῆς Ἑλλάδος: τήν παιδεία, τόν πολιτισμό, τή πολιτική, τή φιλοσοφία, τή θεολογία, τή λογοτεχνία κλπ. Ὁ καθ. Κώστας Ἀνδρουλιδάκης αἴφνης γράφει: «Σοβαρό πρόβλημα ἐπίσης ἡ γενική πτώση τοῦ ἐπιπέδου τῶν πανεπιστημιακῶν σπουδῶν. Χωρίς ὑπερβολή μποροῦμε πιά νά μιλᾶμε γιά παρωδία σπουδῶν (εἰδικά στίς ἀνθρωπιστικές ἐπιστῆμες), ὅπως γενικότερα ἰσχύει ὁ τρομερός αὐτός χαρακτηρισμός γιά πλῆθος θεσμῶν στή χώρα μας». Μάλιστα ὁ ἴδιος καθηγητής λίγο παρακάτω στό ἀνωτέρω ἄρθρο κάνει λόγο γιά «τό συνεχές χαμηλότερο ἐπίπεδο τῶν διδασκόντων στά ΑΕΙ».

Βεβαίως δέν λησμονοῦμε καί καταδικάζουμε τό μετεμφυλιακό κλίμα διώξεων τῶν ἀριστερῶν, τά πιστοποιητικά κοινωνικῶν φρονημάτων καί τόν αὐταρχισμό πού ἐπικρατοῦσαν στή μεταπολεμική Ἑλλάδα. Δέν πρέπει ὅμως νά παραθεωροῦμε ὅτι πέραν τῆς ἀναντίρρητης οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως, εἶχεἙλλάδα νά παρουσιάσει καί μουσικούς τῆς περιωπῆς τοῦ Θεοδωράκη καί τοῦ Χατζηδάκι, ποιητές τῆς περιωπῆς τοῦ Σεφέρη καί τοῦ Ἐλύτη, φιλοσόφους τῆς περιωπῆς τοῦ Ἰ. Θεοδωρακόπουλου, τοῦ Κ. Τσάτσου, τοῦ Π. Κανελλόπουλου, τοῦ Ε. Παπανούτσου καί τοῦ Κ. Γεωργούλη. Τώρα τί ἔχει νά παρουσιάσει ἡ Ἑλλάδα; Καί ἄν κανείς, βασίμως, ἀντιλέξει ὅτι καί ἡ περίοδος τῆς Μεταπολιτεύσεως ἔχει νά ἐπιδείξει λαμπρά πνευματικά μεγέθη, ὅπως, π.χ., τόν Τ. Κονδύλη, τόν Χρ. Μαλεβίτση, τόν Εὐ. Μουτσόπουλο, τόν Χρ. Γιανναρᾶ, τόν Στ. Ράμφο, τόν Ἀρ. Σκιαδᾶ, τόν Ἀν. Γιανναρᾶ καί πλείστους ὅσους ἄλλους, θά συμφωνήσουμε μέν μαζί του, θά τοῦ ὑπενθυμίσουμε ὅμως ὅτι οἱ ὡς ἄνω πνευματικές προσωπικότητες (καί πλεῖστοι ἄλλοι − τελείως ἐνδεικτικά μνημονεύσαμε μερικούς) τήν σχολική τοὐλάχιστον παιδεία, ἀλλά καί τήν πανεπιστημιακή τους ὀφείλουν στήν πρό Ράλλη μεταρρύθμιση, ἔστω καί ἄν συμφωνοῦν μ’ αὐτήν. Ἕνας φίλος εἶχε πεῖ κάποτε ὅτι ἀπό τήν Ἑλλάδα τοῦ Ἐλύτη καί τοῦ Χατζηδάκι φτάσαμε στήν Ἑλλάδα τῆς Μενεγάκη καί τοῦ Λαζόπουλου! Βέβαια γιά νά εἴμαστε δίκαιοι στήν Μεταπολιτευτική Ἑλλάδα ἀνεδείχθηὑψηλῆς περιωπῆς κινηματογράφος τοῦ Θόδωρου Ἀγγελόπουλου.

Μάλιστα ὄχι μόνο δέν πραγματοποιήθηκαν οἱ ὑποσχέσεις τῶν μεταρρυθμιστῶν, ἀλλά κόπηκε καί τό νῆμα τῆς γλωσσικῆς συνέχειας τῆς ἑλληνίδος φωνῆς. Τό σύγχρονο ἑλληνόπουλο δυσκολεύεται ἤ ἀδυνατεῖ παντελῶς νά κατανοήσει τά πολιτικά κείμενα τοῦ μεγαλύτερου νεοέλληνα πολιτικοῦ, τοῦ Ἐλευθ. Βενιζέλου (καί τοῦ Χαριλάου Τρικούπη καί τοῦ . Καποδίστρια), τά διηγήματα τοῦ μεγαλύτερου νεοέλληνα πεζογράφου, τοῦ Ἀλ. Παπαδιαμάντη (ἤ καί τοῦ Γ. Βιζυηνοῦ), τά ἱστορικά κείμενα τοῦ μεγαλύτερου νεοέλληνα ἱστορικοῦ, τοῦ Κ. Παπαρρηγόπουλου (ἤ καί τοῦ Σπ. Ζαμπελίου καί τοῦ Σπ. Τρικούπη), τά κείμενα τοῦ μεγαλύτερου νεοέλληνα φιλολόγου, τοῦ Ἰ. Συκουτρῆ (ἤ καί τοῦ Ἀδ. Κοραῆ), τά κείμενα τῶν σπουδαίων φιλοσόφων τοῦ 20ου αἰῶνος, ὅπως τοῦ Θεοφίλου Βορέα, τοῦ Ν. Λούβαρι, τοῦ Σπ. Κυριαζόπουλου καί τοῦ Κων. Γεωργούλη, τά κείμενα τοῦ πρυτάνεως τῶν Ἑλλήνων θεολόγων τοῦ 20ου αἰῶνος, Παν. Τρεμπέλα (ἤ καί τοῦ Ἰ. Καρμίρη, τοῦ Παν. Μπρατσιώτη καί τοῦ Χρ. Ἀνδρούτσου), κείμενα σπουδαίων νεοελλήνων θεολόγων γραμμένα στήν καθαρεύουσα, ὅπως τοῦ π. Ἰωάννου Ζηζιούλα, τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, τοῦ Γεωργίου Μαντζαρίδη, τά κείμενα σπουδαίων Γερόντων τοῦ 20ου αἰῶνος, ὅπως τοῦ π. Φιλοθέου Ζερβάκου, τοῦ π. Γαβριήλ Διονυσιάτου, τοῦ π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, τοῦ π. Δανιήλ Κατουνακιώτου, τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου κ. ἄ., τά κείμενα τοῦ μεγάλου Ἁγίου τοῦ 20ου αἰῶνος, τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, τά κείμενα τοῦ μεγαλύτερου νεοέλληνα Πατέρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου – κείμενα πού ἄνετα κατανοεῖ ὁ γεννηθείς πρό τοῦ 1960 περίπου. Τώρα γιά νά γίνουν κατανοητοί οἱ ἀνωτέρω διανοητές χρειάζονται μεταγλώττιση στήν σημερινή μορφή τῆς γλώσσας μας.

Οἱ ἀνωτέρω ἀναφερθέντες καί πλεῖστοι ὅσοι ἄλλοι συγγραφεῖς, πού δέν μνημονεύσαμε, ἀλλ᾿ἔχουν ἐξίσου σημαντικό ἔργο, ἔχουν γράψει σέ λόγια μορφή τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς νεοελληνικῆς μας παραδόσεως. Χαρακτηριστικά ὁ Ρένος Ἀποστολίδης, πού κάθε ἄλλο παρά συντηρητικός, γλωσσαμύντωρ καί καθαρευσιάνος μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ἔχει γράψει: «Δύο αἰῶνες τώρα, τοὐλάχιστον (γιά νά μήν πῶ 25) ὅλος ὁ θεωρητικός ὁπλισμός αὐτοῦ τοῦ Τόπου, ὅ,τι σκέφτηκαν ἄνθρωποι ἱκανοί νά σκεφτοῦν καί νά διατυπώσουν κάτι τό θεωρητικό κ᾿ ἐπιστημονικό, εἶναι στήν Καθαρεύουσα». Βέβαια θεωρῶ ὅτι εἶναι ὑπερβολική αὐτήἀπόφανση τοῦ Ρένου Ἀποστολίδη∙ διασώζει ὅμως μεγάλο ποσοστό ἀληθείας. Μέ τόν βάρβαρο, ὅπως τόν ἐχαρακτήρισε ὁ Κ. Τσάτσος, καί βίαιο ἐξοστρακισμό τῆς καθαρεύουσας ἀπό τή Δημόσια ζωή καί Παιδεία τοῦ τόπου, καί τήν ἐπιποθούμενη καί ἰσχυρῶς ἐπηγγελμένη ἀπό τούς ὀπαδούς τῆς γλωσσικῆς μεταρρυθμίσεως πνευματική ἄνθιση, οἰκονομική ἰσχύ καί πολιτιστική ἀναγέννηση τῆς χώρας ἀπετύχαμε νά πραγματοποιήσουμε καί τοὐναντίον στερήσαμε, ἴσως ἀμετάκλητα, στή νεώτερη γενιά τῆς Ἑλλάδος τή γλωσσική πρόσβαση σέ ἕνα σημαντικό, ζωντανό καί πλούσιο κομμάτι τῆς νεοελληνικῆς μας παραδόσεως. Κυριολεκτικῶς εἰπεῖν πάθαμε αὐτό πού ἔπαθε ὁ συγκλητικός τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἐγκατέλιψε τό Συγκλητικό ἀξίωμα χάριν τῆς μοναστικῆς πολιτείας καί στόν ὁποῖοΚαππαδόκης Ἱεράρχης εἶπε: “Καί τό Συγκλητικόν ἀπώλεσας καί μοναχός οὐκ ἐγένω”.

Ἀπό τήν ἐμπειρία πού ἔχω ὡς Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων τῆς Μεσσηνίας τήν περίοδο 2007 ἕως 2011 μπορῶ βάσιμα νά ἰσχυριστῶ ὅτι ἡ γλωσσική ἐπάρκεια τῶν μαθητῶν εἶναι ἐλλιπεστάτη. Κατά τή διάρκεια τῆς θητείας μου ἐπισκέφθηκα περί τά 20 σχολεῖα στήν Καλαμάτα, ἀλλά καί εὐρύτερα στό νομό Μεσσηνίας καί ἦλθα σέ ἐπαφή μέ 100 περίπου φιλολόγους πού ἐργάζονται ὡς μάχιμοι ἐκπαιδευτικοί σέ αὐτά. Τό συμπέρασμα εἶναι ἄκρως ἀπογοητευτικό. Οἱ ἐκπαιδευτικοί μοῦ τόνισαν ὅτι οἱ μαθητές τους ἀδυνατοῦν νά παράγουν λόγο, εἴτε γραπτό εἴτε προφορικό, σέ ἱκανοποιητικό βαθμό. Μάλιστα ἀπεχθάνονται τά γλωσσικά μαθήματα εἴτε ἀφοροῦν τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά εἴτε τά Νέα Ἑλληνικά. Ὅπως χαρακτηριστικά μοῦ εἶπε Διευθύντρια φιλόλογος ἑνός Γυμνασίου τῆς Καλαμάτας τό μάθημα τῆς Γλώσσας (Νεοελληνικῆς καί Ἀρχαίας) ἀποτελεῖ τό φόβητρο τῶν μαθητῶν, ὅπως κάποτε φόβητρο τῶν μαθητῶν ἀποτελοῦσαν τά Μαθηματικά. Οἱ ἐκπαιδευτικοί τόνισαν ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτα τά βιβλία τῶν Γλωσσικῶν μαθημάτων, ἰδιαίτερα τά Ἀρχαῖα τῶν τριῶν τάξεων τοῦ Γυμνασίου.

γλωσσική νεπάρκεια συμπαρασύρει καί τή διδασκαλία τν λλων μαθημάτων σέ ναποτελεσματικότητα, κριβς γιατί διδασκαλία διενεργεται κυρίως μέσ τς γλώσσας. γλσσα διατρέχει λα τά διδασκόμενα μαθήματα καί ποτελε τό κυριώτερο μέσο μεταδόσεως τν πληροφοριν καί πικοινωνίας διδασκόντων καί διδασκομένων. Καί μαθησιακή ατή ποτυχία καί ναποτελεσματικότητα δέν περιορίζεται μόνο στά λεγόμενα θεωρητικά μαθήματα, λλά πεκτείνεται καί στά λεγόμενα θετικά. νας μαθηματικός μο λεγε τι οἱ μαθητές του δυνατοσαν νά κατανοήσουν τίς λέξεις νιοσακαί κατιοσα”. Στόν γνωστικό τομέα πού γλωσσική νεπάρκεια χει ρνητικώτατες συνέπειες εναι στορία, μάθημα βασικώτατο γιά τή συγκρότηση στορικς καί θνικς συνειδήσεως. Φαντάζομαι τι καί στά Θρησκευτικά κάτι νάλογο θά συμβαίνει μέ ποτέλεσμα νά κυρώνεται νά δυσχεραίνεται δραματικά νάπτυξη θρησκευτικς συνειδήσεως.

Ἀναντίρρηταγλῶσσα ἀποτελεῖ την κυριώτερη νοητική δεξιότητα (intellectualskill) πού καθιστᾶ δυνατή τήν πρόσβαση στή συνεχῶς διογκούμενη καί ἀνανεούμενη ἐπιστημονική γνώση. Ἡ γλῶσσα ἀποτελεῖ sine qua non προϋπόθεση γιά τήν ἀνάπτυξη ὄχι μόνο τῆς γνωστικῆς, ἀλλά καί τῆς μεταγνωστικῆς ἱκανότητος τῶν μαθητῶν. Ἡ πρόσβαση στήν συνεχῶς παραγόμενη καινούργια γνώση εἶναι ἀδύνατη χωρίς τήν ἐπαρκῆ κατοχή τοῦ γλωσσικοῦ ὀργάνου. Βεβαίως γνωρίζω τήν ἔνσταση ὁρισμένων στό θέμα αὐτό: ἡ πρόσβαση στήν καινούργια γνώση μπορεῖ νά γίνει ἀποτελεσματικώτερα μέ τά Ἀγγλικά παρά μέ τά Ἑλληνικά. Τοῦτο ὡς ἕνα σημεῖο εἶναι ἀναντιρρήτως ἀληθές. Ὅμως θά ἀφήσουμε τή γλῶσσα μας νά ἀχρηστευθεῖ de facto; Εἶναι θέμα ἐπιλογῶν καί προτεραιοτήτων τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, κυρίως αὐτοῦ, καί τῆς Ἑλληνικῆς πολιτείας…

Γιά νά εἴμαστε δίκαιοι ἡ ἀναντίρρητη γλωσσική ἀνεπάρκεια τῶν σημερινῶν μαθητῶν καί φοιτητῶν ὀφείλεται, σέ πολύ μεγάλο βαθμό, στήν χρήση τῆς νέας τεχνολογίας. Ἡ συνεχής χρήση τοῦ Η/Υ καί τοῦ κινητοῦ ἔχει ἄμεσες ἐπιπτώσεις στήν ὀργάνωση, δόμηση καί ἐκφορά τῆς γλώσσας. Τά περιβόητα Greeklish εἶναι γνωστά τοῖς πᾶσι καί δέν πρόκειται νά μείνουμε περισσότερο στό θέμα αὐτό. Πάντως συνιστᾶ ἕνα ἀκόμα πρόβλημα πού ὀφείλει νά ἀντιμετωπίσει Πολιτεία. Ὁ π. Βασίλειος Θερμός γράφει ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Παλιά τό περιβόητο γλωσσικό πρόβλημα ἦταν συνώνυμο τῆς ἀντιδικίας δημοτικῆς καί καθαρεύουσας, ἐνῶ σήμερα τοῦ ἀγῶνα ἐπικράτησης μεταξύ γλώσσας καί εἰκόνας-ψηφιακότητας». Θεωροῦμε πώς βασικά ἔχει δίκιο ὁ π. Βασίλειος. Γενικά ἐπίσης θεωροῦμε πώς εἶναι εὔστοχες οἱ ἀναλύσεις του γιά τή γλῶσσα σέ σχέση μέ τήν συνεχῆ χρήση τοῦ Η/Υ ἀπό τούς νέους πού ἐπιχειρεῖ στό πρῶτο κεφάλαιο, τό ἐπιγραφόμενοτωρινή γλωσσική κατάσταση τοῦ Ἕλληνα στό βιβλίο του Σύνεσις καί παράνοια. Ὅμως ἡ παραδοχή τῆς θέσεως αὐτῆς καθιστᾶ περιττή τή διδασκαλία τῶν ἀρχαίων καί τῶν νέων ἑλληνικῶν; Ἴσα-ἴσα τώρα ἐπιβάλλεταιἀποτελεσματικώτερη διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, σέ ὅλες τίς φάσεις καί μορφές τῆς διαχρονικῆς παρουσίας της. Εἶναι τό ἀπαραίτητο ἀντιστάθμισμα, τό ἀπαραίτητο ἀντίβαρο στήν ἐπίδραση τῆς νέας τεχνολογίας στόν γλωσσικό ἀκροτηριασμό τῶν συγχρόνων παιδιῶν!

Ὁ π. Παντελεήμων Μίχας, ἱερομόναχος  στή Μονή τῆς Κεχαριτωμένης στήν Τροιζήνα, πνευματικό τέκνο τοῦ π. Ἐπιφανίου [1] Θεοδωροπούλου [1], μοῦ εἶπε ὅτι ὁ μακαριστός Γέροντας ἦταν βαθιά, ἦταν ἀπαρηγόρητα στενοχωρημένος τό 1976 γιά τήν γλωσσική μεταρρύθμιση τοῦ Γ. Ράλλη. Τήν θεωροῦσε δέ τόσο καταστρεπτική γιά τήν Ἑλλάδα, ὅσο ἦταν καταστρεπτική ἡ ἀπώλεια τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ τό 1922. Ὁ μεγάλος ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, ὁ Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε: «γλῶσσα εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα. Ἔχουν πεῖ τόσο βαθιά πράγματα σ᾽ αὐτή τήν γλῶσσα καί δέν πρέπει ἐμεῖς νά τήν ἀφήσουμε, γιατί θά φτωχύνουμε πολύ. Θά καταργηθοῦν ὅλα, ἀλλά ὕστερα ἀπό χρόνια οἱ ἄνθρωποι θά ἀναζητήσουν πάλι τήν παλιά γλῶσσα καί τά κείμενα ἐκεῖνα. Γιατί θά κουραστοῦν, θά ἀδειάσουν. Ἡ λέξη πού χρησιμοποιεῖ ὁ παλιός ἔχει σημασία. Ἡ φράση “μέσα στόν Χριστό” διαφέρει ἀπό τήν φράση “ἐν τῷ Χριστῷ” ἤ “ἐν Χριστῷκαί ἄς φαίνεται ὅτι εἶναι τό ἴδιο. Λοιπόν, ἔπρεπε νά συνεχίσουν νά μαθαίνουν τά ἀρχαῖα τά παιδιά καί οἱ λογοτέχνες, οἱ ποιητές ἄς ἔγραφαν στήν νέα, ὅπως θέλουν, καί ἄς τούς διαβάζουν τά παιδιά καί ὅλοι. Ἐκείνη τήν γλῶσσα ὅμως νά μήν τήν ἀφήναμε, δέν ἔπρεπε. Φτωχαίνουμε πολύ». Ὡσαύτως ὁ π. Πορφύριος θεωρεῖ τήν διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἰσχυρή ἐκγύμναση τοῦ νοῦ: «Δέν ἔπρεπε νά πάψουν νά μαθαίνουν στά παιδιά τήν παλιά γλῶσσα. Εἶναι ψυχολογικοί οἱ λόγοι πού δυσκολεύουν τά παιδιά στήν μάθηση, ὄχι πώς εἶναι δύσκολο νά μάθουν ἀρχαῖα. Καί ἦταν μιά σπουδαία ἄσκηση αὐτή γιά τά παιδιά. Μιά ἐξάσκηση τοῦ νοῦ».

Βέβαια τώρα ἡ Δημοτική καί τό μονοτονικό ἐπεκράτησαν καί μᾶλλον ὁριστικά. Δέν ἔχουν πλέον θέση οἱ θρῆνοι καί οἱ ἱερεμιάδες γιά τόν ἀπολεσθέντα γλωσσικό πλοῦτο. γέγονε, γέγονε. Ἅς εἴμαστε προσεκτικοί νά μή ἐπαναλάβουμε τά ἴδια ἤ παραπλήσια λάθη καί στόν θεσμό τῆς γλώσσας (καί εἶναι ἕνας θεσμός ἡ γλῶσσα, ἕνας κοινωνικός θεσμός) ἤ σέ ἄλλους θεσμούς.

 

 

(Πηγή: antifono.gr [2])