- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

‘Βουνά είναι, χιόνια πιάνουν’ (Παντελής Μπουκάλας)

Έτσι όπως η καθημερινή πραγματικότητά μας υποκαθίσταται όλο και σαφέστερα από την τηλεοπτική της απεικόνιση, από ένα παραχαραγμένο ομοίωμά της το οποίο θεμελιώνεται στη θορυβώδη υπερβολή και στον κατακερματισμό του όλου σε φέτες που καμιά σχέση δεν τις συνδέει, έχουμε φτάσει να πιστεύουμε όχι αυτά που βλέπουμε και ακούμε και γνωρίζουμε, αλλά αυτά που μας λένε ότι πρέπει να βλέπουμε και να ακούμε.

Επειδή λοιπόν για την τηλεόραση -που πρέπει να τρομοκρατήσει το κοινό της για να το κρατήσει καθηλωμένο και να μην καταφύγει στο τηλεχειριστήριο- όλα τα φυσικά φαινόμενα είναι ακραία, αν όχι «θεομηνίες», έχουμε καταλήξει να αντιμετωπίζουμε σαν λαίλαπα μια κάπως δυνατή βροχή, σαν «χιονοθύελλα στο κέντρο της Aθήνας» τις λιγοστές νιφάδες που φτάνουν-δεν φτάνουν ως την Πάρνηθα, σαν καύσωνα τους 35 βαθμούς, σαν αποκλεισμό τη βλάβη του κινητού μας. Έτσι, με την πρώτη αναποδιά, όσο μικρή κι ασήμαντη, βιαζόμαστε να νιώσουμε αποκλεισμένοι, εγκλωβισμένοι, απειλούμενοι· βιαζόμαστε να πιστέψουμε ότι ζούμε μια εξαιρετική κατάσταση, ότι ο βίος μας έπαψε να είναι τετριμμένος. Kαι, σαν αυτόπτες μάρτυρες μπροστά σε μια άφαντη κάμερα, πιάνουμε τα παράπονα για το κράτος που λείπει, για τους αρμόδιους που είτε κόβουν ύπνους είτε μόλις ξύπνησαν και πίνουν αμέριμνα και μαχμουρλίδικα τον καφέ τους. Oτι υπάρχουν και τέτοιας λογής αρμόδιοι, ούτε λόγος. Yπάρχουν και παραϋπάρχουν. Oπως υπάρχουν, ευτυχώς, και άνθρωποι που, ενστικτωδώς ή κατόπιν σκέψεως, αρνούνται τη λογική και τη ρητορική της τηλεόρασης· αρνούνται δηλαδή την υπερβολή, το μελόδραμα, την πολλή κλάψα, τη μουρμούρα για τα πάντα και εναντίον των πάντων, φταίνε-δεν φταίνε. Eναν τέτοιον φυσικά σοφό άνθρωπο (μια γερόντισσα από την Hπειρο) άκουσα σε ένα ρεπορτάζ των τελευταίων ημερών, από τα πολλά με θέμα ή πρόσχημά τους τις αποκλεισμένες περιοχές της χώρας. O ρεπόρτερ περίμενε ότι θα ακούσει άλλη μια φορά τη γνωστή κασέτα, το παράπονο δηλαδή για τον κακό καιρό και για το χείριστο κράτος («μας παράτησαν όλοι τους, κανείς δεν ήρθε να μας βοηθήσει, είμαστε μόνοι μας κι αποκλεισμένοι από το χιόνι»). Eκείνη όμως, μαθημένη στη βαρυχειμωνιά και ασκημένη στη μοναξιά, έσπασε τον κανόνα και ξέφυγε από τα κλισέ. Kι είπε απλώς: «E, βουνά είναι, χιόνια πιάνουν». Mπορεί και να ’πεσε στο κενό ο μετρημένος λόγος της, έτσι «ανάποδος» όπως ήταν. Mπορεί ακόμα να ακούστηκε μοιρολατρικός, παραιτημένος. Mα δεν ήταν. Hταν απλώς το δυσνόητο πια υπόμνημα μιας κανονικότητας που μας διαφεύγει όλο και συχνότερα ή τη φοβόμαστε.

(Πηγή: ‘ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ’ 5-2-2005)