Αντίφωνο στην «Ιθάκη» του Κ. Καβάφη (Κωνσταντίνος Γανωτής, Φιλόλογος)

Στα κείμενα που ακολουθούν θα βρει ο αναγνώστης πρώτα ανάλυση, που απευθύνεται στον αναγνώστη και στη συνέχεια στο δεύτερο μέρος ένα αντίλογο σε ύφος καβαφικό στο συγκεκριμένο ποίημα ("Ιθάκη"), που παρατίθεται κι αυτό. Ο ποιητικός αντίλογος είναι σε προσωπικό ύφος και αποσκοπεί στο να γίνει ένας διάλογος με τον ποιητή, πρώτον γιατί είναι οπωσδήποτε ως άνθρωπος σεβαστός και συμπαθής, και δεύτερον γιατί ως σύμβολο εκφράζει τον άνθρωπο του αιώνος τούτου, που είναι όχι μόνο συνάνθρωπός μας αλλά και… εμείς οι ίδιοι. […] (από τον πρόλογο του συγγραφέα)

Εισαγωγικό σχόλιο:

Ενώ στην «Πόλιν» ο διδακτισμός του Καβάφη είναι μόνο αρνητικός και δεν δείχνει στον αποδέκτη του τί θα ήταν το σωστό να κάνει, στο άλλο σημαντικό και ξακουσμένο ποίημά του, στην «Ιθάκη», γίνεται πια θετικός και συμβουλεύει τον αποδέκτη του τί να κάνει. Βέβαια ο αποδέκτης στο ποίημα «Ιθάκη» δεν είναι ο αποτυχημένος και ρημαγμένος άνθρωπος αλλά ο αγωνιζόμενος και περιπλανώμενος άνθρωπος, που τον συμβολίζει ο ήρωας της Οδύσσειας. Η πρώτη του συμβουλή πέφτει αμέσως στους δυο πρώτους στίχους:

Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος…

Ας φανταστούμε τον Οδυσσέα να ακούει αυτή τη συμβουλή. Δεν θα μπορούσε να ακούσει βαρύτερη κατάρα, πιο παράλογη συμβουλή απ’ αυτή. Όλη η Οδύσσεια χρωματίζεται από το νόστο και την αγχώδη βιασύνη να φτάσει το γρηγορότερο στην αγαπημένη του Ιθάκη με ό,τι περιλαμβάνεται μέσα σ’ αυτή. Τον είδαμε τον Οδυσσέα μετά την αναχώρηση απ’ το νησί του Αιόλου να κατευθύνεται με την πνοή του Ζέφυρου προς την Ιθάκη με τόση ένταση, ώστε «εννήμαρ», εννέα μέρες και νύχτες άγρυπνος κρατούσε το τιμόνι και με πόση συγκίνηση είδε να διαγράφονται τα βουνά της Ιθάκης στον ορίζοντα… και τότε είναι που τον πήρε ο ύπνος της κόπωσης κι έγινε το κακό. Μόνο κοντά στην Κίρκη ξεχάστηκε ένα χρόνο και τότε οι σύντροφοί του τον συνέτισαν και του θύμισαν τον κοιμισμένον μέσα του νόστο («Δαιμόνι’, ήδη νυν μιμνήσκεο πατρίδος αίης»). Ο Καβάφης δεν μπορεί να αγνοήσει ότι το ταξίδι του νόστου ήταν (και είναι) γεμάτο περιπέτειες οδυνηρές με κινδύνους, απειλές και θανάτους, αλλά τον σύγχρονο αποδέκτη του διδακτικού του ποιήματος τον βεβαιώνει ότι όλα τα τέρατα και τα φριχτά συναπαντήματα της ζωής, που τα συμβολίζει ο Όμηρος με τους Λαιστρυγόνες, τους Κύκλωπες και τ.ά., είναι φανταστικά, προβολές του υποσυνείδητου, που παραπλανούν τον οδοιπόρο.

«Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβαλείς μες στην ψυχή σου…»

Δηλαδή ο Ομηρικός Οδυσσέας κατά τον Κωνσταντίνο Καβάφη ήταν ένας άνθρωπος με ψυχιατρικά προβλήματα και κατατρύχονταν από έμμονες ιδέες και φοβίες. Κατά τα άλλα η ζωή είναι μια διασκεδαστική σαπουνόπερα, όπου ο ήρωας μπορεί να είναι ένας κυνηγός ηδονών και κάποτε και ένας ήρωας περιπετειών με εξασφαλισμένο το happy end. Ακόμα ο ήρωας μπορεί, αν θέλει, να είναι ένας εκλεπτυσμένος τουρίστας και να απολαμβάνει τα λιμάνια, που σαν πρωτοϊδωμένα ικανοποιούν την περιέργεια και προσφέρουν κι ένα εντυπωσιακό και ερεθιστικό παζάρι. Εκεί αγοράζει, αν του κάνει κέφι, σεντέφια και κοράλια κ.λπ. και πολλά ηδονικά αρώματα…

«όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά»

Αυτόν τον στίχο τον παρέλειπαν στις σχολικές εκδόσεις παλιότερα, γιατί σκανδάλιζε ακόμα και τους υπερπροοδευτικούς εκπαιδευτικούς του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου!

Είναι τόσο κραυγαλέα η διάψευση της ίδιας της ζωής στην Καβαφική σαπουνόπερα, που δεν θα άξιζε να την σχολιάσει κανείς. Τα ακόμα έμβρυα, που μέσα στην μητρική ασφάλεια αντιμετωπίζουν το τρυπάνι της έκτρωσης, τα παιδιά των πολέμων, των διαζυγίων, της εκμετάλλευσης, οι γυναίκες εμπόρευμα, τα νεαρά θύματα των ναρκωτικών, οι εγκαταλειμμένοι γέροντες και μέσα σ’ όλους αυτούς όσοι βρίσκονται μπλεγμένοι αδυσώπητα με τα χίλια κακά της μοίρας χωρίς ελπίδα, χωρίς να έχουν διδαχτεί το «Κύριε ελέησον», όλοι αυτοί, που σηκώνουν αθέλητα τον αθεράπευτο πόνο χωρίς υποψία ελπίδας σ’ αυτόν τον κόσμο, είναι το αντίστοιχο πραγματικό του συμβόλου των αντιπάλων των Λαιστρυγόνων και των Κικόνων και του Κύκλωπα και των Σειρήνων. Πώς λοιπόν Κωνσταντίνε Καβάφη λες πως δεν θα βρούμε τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες; Ή μήπως το εμβρυάκι, που ξεκίνησε από το ένα κύτταρο κι έγινε κανονικό ανθρωπάκι στην κοιλιά της μαννούλας του, κουβαλούσε μέσα του τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλω­πες του μαιευτηρίου;! Και συνεχίζει να συμβουλεύει:

«Πάντα το νου σου νάχεις στην Ιθάκη,

το φθάσιμον εκεί είναι ο προορισμός σου…»

Εδώ προκαλεί το διχασμό στην ψυχή του αποδέκτη του ο Κ. Καβάφης, γιατί του προβάλλει δυο σκοπούς, το ηδονικό ταξίδι ο ένας και το «φθάσιμον» στην Ιθάκη ο άλλος. Απ’ τη ζωή ξέρομε ότι το κίνητρο για την πορεία είναι πάντα ο προορισμός. Ο προορισμός, που είναι η αμοιβή, το τελικό κέρδος του οδοιπόρου, για να σηκώσει τα βάσανα της διαδρομής, εδώ γίνεται χαλαρό, χαλαρότα­το κίνητρο και η διαδρομή ουσιαστικά γίνεται το κίνητρο για τον εαυτό της. Είναι προφανές λοιπόν ότι ο ποιητής επιδιώκει να μειώσει τη σημασία του σκοπού της ζωής εν γνώσει του βέβαια ότι μόνον ο σκοπός μπορεί να είναι αθάνατος και αιώνιος, ενώ όλα τα πριν απ’ αυτόν όσο «υψηλά» κι αν είναι, είναι θνητά ή αντλούν την αξία τους μόνο από τον προορισμό.

Ας φανταστούμε να θέσομε την Καβαφική φιλοσοφία σαν αίτημα στον αγώνα των μαρτύρων της πίστεως ή και των εθνικών ηρώων. Αυτόματα θα τους μετατρέπαμε σε ηθικούς και ψυχολογικούς επιδειξίες. Γιατί τέτοιους θέλει ο Κ. Καβάφης τους αποδέκτες της ποίησής του. Τονίζει ότι οι περιπέτειες κάνουν σοφό τον ήρωα («να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους … πλούσιος απ’ όσα κέρδισες στο δρόμο…»). Προβάλλει την πείρα και την γνώση ως ιδανικά· είναι όμως ιδανικά, που πεθαίνουν μαζί με τον άνθρωπο, που τα κατακτά. Αλήθεια τί θα την κάνει τη γνώση, όταν θα φτάσει στην Ιθάκη ο Οδυσσέας; Όταν θα ζει λ.χ. στο πλάϊ της πολυαγαπημένης του Πηνελόπης, θα αναπολεί τη γνώση, που απόχτησε τόσα χρόνια κοντά στη Καλυψώ; Θα θυμάται βέβαια ότι η «ευπλόκαμος νύμφη» ήταν ωραιότερη κατά πάντα από την Πηνελόπη και η Πηνελόπη «ακιδνοτέρη» κατά πάντα. Πλην όμως ο Οδυσσέας εδήλωσε καθαρά στην Καλυψώ, που προσπαθούσε να τον πλανέψει «και ως εθέλω … νόστιμον ήμαρ ιδέσθαι» (και παρ’ όλ’ αυτά θέλω … να ιδώ τη γλυκειά μέρα του γυρισμού μου). Η γνώση της Κα­λυψώς ήταν γνώση των αισθήσεων, επιδερμική, ενώ η γνώση της Πηνελόπης είναι μυστήριο βαθύ κι αυτό το μυστήριο το κουβαλούσε μέσα του ο Οδυσσέας, δεν τόμαθε στο δρόμο.

Αν είχε αρνηθεί αυτή τη βαθειά γνώση ο Οδυσσέας, τη γνώση του προσώπου, και είχε προτιμήσει την επιδερμική γνώση της Καλυψώς του δρόμου, τότε θα ήταν σοφός κατά τον Καβάφη:

«Έτσι σοφός που έγινες με τόση πείρα».

Και τότε βέβαια η Ιθάκη θα του φαίνονταν «πτωχική», όπως φαίνεται η κάθε απατημένη σύζυγος στα μάτια του ξεμυαλισμένου άντρα της. Γι’ αυτό ο Κ. Καβάφης καταλήγει με τη χλευαστική καταδίκη της Ιθάκης, της κάθε Ιθάκης του κάθε ανθρώπου:

«ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν».

Τί σημαίνουν αλήθεια οι Ιθάκες; Σημαίνουν για τον Κ. Καβάφη το απατηλό φτηνό αλλά υπερτονισμένο ιδανικό, που ενεργεί σαν φανταστικό κίνητρο της περιπέτειας, που είναι το ζητούμενο στη ζωή.

Αυτό είναι το όραμα ζωής όλων των αλητών της ζωής, που ο λαός τους χαρακτηρίζει «χαμένα κορμιά» και ο Όμηρος «άχθος αρούρης». Με τέτοια φιλοσοφία ζωής μας ταΐζει ο Κ. Καβάφης αλλά και η «προοδευτική» παι­δεία του «αιώνος τούτου».

 

ΙΘΑΚΗ (Κ. Καβάφης)

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μεν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

 

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.

Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι

που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·

να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·

σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

 

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.

Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.

Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·

και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

 

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.

Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

 

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

 

 

ΑΝΤΙΦΩΝΟ ΣΤΗΝ «ΙΘΑΚΗ» (Κ. Γανωτής)

Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

παλληκάρι μου,

πρώτα να κάνεις το Σταυρό σου.

Γιατί είναι μεγάλο το ταξίδι, που αποφάσισες

κι εσύ δεν αναπαύεσαι παρά μόνο στην Ιθάκη.

Αλλά και την Ιθάκη και το δρόμο της

σου τα δίδαξαν οι γονείς σου και γι’ αυτό

να τους ευχαριστείς.

Ίσως όμως δεν μπόρεσαν να σου τα πουν όλα

τα συναπαντήματα, που θάχεις στο δρόμο σου.

Εσύ όμως κοιτάζοντας τις ζάρες γύρω

στα μάτια τους, τους ρόζους στα χέρια τους,

τις κουρασμένες κινήσεις τους,

θα το κατάλαβες βέβαια πως το ταξίδι τους

ήταν κι αυτών μια Οδύσσεια.

Και Κίκονες και Λαιστρυγόνες

και Λωτοφάγους αντάμωσαν σίγουρα,

και Κύκλωπες έπεσαν επάνω τους

σίγουρα και τους τσαλάκωσαν.

Κάποιοι απ’ αυτούς σαν τον Κωνσταντίνο Καβάφη,

απ’ το φόβο τους κρύφτηκαν και δεν θέλησαν

να παραδεχτούνε τα τέρατα.

Λένε ότι τα βλέπεις,

μόνο, γιατί τα κουβαλείς εντός σου.

Εσύ όμως μην τα φοβάσαι·

γι ’ αυτό να τα περιμένεις

Θάρθουν … και τότε ρώτησε τους γονείς σου

να σου πούνε πώς τα πολέμησαν.

Όσοι ως τα βαθιά γεράματα κι ως το βαθύ

τον πόνο έχουν το μάτι τους ήρεμο,

την καρδιά γαληνεμένη και καλωσυνάτη,

αυτοί να σου πούνε, ρώτησέ τους,

πώς γλύτωσαν απ’ την Κίρκη, απ’ τις Σειρήνες

απ’ τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, απ’ την

Καλυψώ και προ παντός απ’ τη συνετή Ναυσικά.

Γιατί μόνον αυτοί έφτασαν πριν από σένα

στην Ιθάκη. Είναι οι άγιοι Μάρτυρες,

οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες.

Βέβαια έφτασαν με τα μάτια κλειστά

στην Ιθάκη τους. Μήπως κι ο Οδυσσέας

δεν αποβιβάστηκε στο νησί του

κοιμισμένος πάνω σ’ ένα σεντόνι;

Αλήθεια, τί θάξιζε να θωρεί και τί νακούει

απ’ όλο τον άλλον τον κόσμο την ώρα,

που πρόβαλε μπροστά του η αγκαλιά της Ιθάκης;

Και τη χαρά του στο πρωτοαντίκρυσμά της,

πώς θα την άντεχε η κουρασμένη καρδιά του;

Πώς εβάσκανε, αλήθεια, ο Καβάφης το μεγάλο

αυτό πανηγύρι του νόστου!…

Ο Όμηρος όμως δεν άφησε τον Οδυσσέα

νακούσει τους εμπαθείς λογισμούς του Καβάφη,

πως τάχα η Ιθάκη είναι φτωχή και τίποτα

δεν έχει να του δώσει, κι αν έχει μυαλό,

«θα το κατάλαβε οι Ιθάκες τι σημαίνουν».

Και να εύχεται, λέει, νάναι μακρύς ο δρόμος,

σαν να μην έφταναν τα είκοσι χρόνια

χωρίς Πηνελόπη, χωρίς Τηλέμαχο, χωρίς Ιθάκη.

Και να κάθεται, λέει, όσο μπορεί στα εμπορικά

λιμάνια, να ψωνίζει χρυσαφικά κι αρώματα

ηδονικά … έτσι για να τα φορεί στο δρόμο του.

Βέβαια, αν επίστευε πολύ τέτοιες ανοησίες

ο Οδυσσέας, θα γίνονταν ένα ρεμάλι,

που κυλιέται στα χαμαιτυπεία των λιμανιών.

Κι η Πηνελόπη, ο Τηλέμαχος, ο Εύμαιος

η Ευρύκλεια και ο Αργος…

μάταια θα τον περίμεναν.

Είδες τι κακό είναι να πιστέψεις ότι η Ιθάκη

δεν υπάρχει ή, κι αν υπάρχει, πως

τίποτα δεν αξίζει;

Ο Όμηρος έσπρωχνε θαρρετά τον Οδυσσέα

στην Ιθάκη με πίστη στην ύπαρξή της,

πίστη ότι υπάρχει και παραϋπάρχει η αλησμόνητη

Ιθάκη, η θεσπέσια, πιστή Πηνελόπη, όλα υπάρχουν.

Κι αντί να του εύχεται νά ’ναι μακρύς ο δρόμος

προς την Ιθάκη του και να χασομερά σε

εμπορεία Φοινικικά … εκάλεσε η Αθήνα

την Αυγούλα και της εμήνυσε ν’ αργήσει

το ξημέρωμα εκείνη τη νύχτα, που αντάμωσαν

ο Οδυσσέας κι η Πηνελόπη, κι έμειναν μιαν

ολόκληρη ατελείωτη νύχτα αγκαλιασμένοι

ύστερ’ από είκοσι χρόνια χωρισμό.

Εκείνη τη νύχτα πρέπει να έσκασε ο Καβάφης.

Αφού του είπα, σου λέει, πως «άλλο δεν έχει

να σε δώσει η Ιθάκη, σου έδωσε το ωραίο

ταξίδι, κι αν φτωχή τη βρήκες δεν σε γέλασε»

και άλλα τέτοια, αυτός σημασία δεν έδωσε

στο περίφημο ποίημά μου, μόνο τρυγάει και

δε χορταίνει το μέλι της αληθινής Ιθάκης.

Κι ο Οδυσσέας δεν του χαρίζει ούτ’ ένα βλέμμα!

Έτσι κι εσύ, παλληκάρι μου, βάδιζε με πίστη

στην Ιθάκη σου.

Γιατί «ουκ άξια τα παθήματα

του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν

αποκαλυφθήναι».


Απόσπασμα από το βιβλίο:

Αντίφωνα στο έργο του Κ. Καβάφη

Αντίφωνα στο έργο του Κ. Καβάφη
Συγγραφέας: Γανωτής, Κωνσταντίνος
Εκδότης: Πηλός
ISBN: 960-88224-6-7
Έκδοση: Απρίλιος 2007
Σελίδες: 100

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]