- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Αγαπημένοι τόποι της συγχρόνου Ορθοδόξου θεολογίας (Παναγιώτης Γκουρβέλος, θεολόγος)

«ησος Χριστός χθές καί σήμερον ατός καί ες τούς αἰῶνας» (βρ. ιβ΄ 13), διακηρύσσει ὁ ἃγιος Ἀπόστολος Παῦλος. Ἑπομένως και ἡ Ὀρθόδοξη πίστη, ὡς «παξ παραδοθεῖσα τος γίοις πίστις» (ούδα 3), παραμένει σταθερή καί ἀναλλοίωτη μέσα στό πέρασμα τοῦ χρόνου. Βέβαια, κάθε ἂνθρωπος εἶναι μια μοναδική καί ἀνεπανάληπτη προσωπικότητα, πού προσλαμβάνει και βιώνει τήν ἲδια πάντοτε ἐξ Ἀποκαλύψεως παράδοση μέ τόν δικό του ἰδιαίτερο τρόπο. Καί τοῦτο εἶναι και φυσικό καί καλό: Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ἓνας ἰσοπεδωτικός και ὁμοιόμορφος τρόπος ζωῆς, ἀλλά ἀντίθετα σέβεται πλήρως την ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἀρκεῖ βεβαίως αὐτή νά μή ἐκτρέπεται ἀπό την Ὀρθόδοξη πίστη καί νά μή ἐκπίπτει σέ αἳρεση. Ἒτσι, καί κάποιες τάσεις, πού ἀνέκαθεν παρουσίαζε ἀλλά καί σήμερα παρουσιάζει ἡ Χριστιανική Θεολογία εἶναι καλές καί ἃγιες, καθότι ἀναδεικνύουν τήν ἰδιαιτερότητα τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων. Ὃμως, οἱ ἰδιαίτερες αὐτές προτιμήσεις δέν πρέπει ἐπ’ οὐδενί νά ἀπολυτοποιοῦνται καί νά ἀναπτύσσονται εἰς βάρος τῆς ὃλης («τῆς καθολικῆς») ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, διότι τότε καταντοῦν κακοδοξία και αἳρεση. Τέτοιες τάσεις, κατ’ ἀρχήν καλές, ἒχει νά ἐπιδείξει καί ἡ σύγχρονη Ὀρθόδοξη Θεολογία.

1) Πρώτη ἀγαπημένη προτίμηση μεγάλου μέρους τῆς σημερινῆς Θεολογικῆς «παραγωγῆς» εἶναι ἡ ἒμφαση, πού δίνει στήν πολεμική ἐναντίον τοῦ Μανιχαϊσμοῦ. Καθότι δέ ὁ Μανιχαϊσμός συνιστᾶ αἳρεση, πού ἀναιρεῖ τήν σωτηριώδη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ὀρθῶς πράττει ἡ νεώτερη Θεολογία, πού στρέφεται ἐναντίον του. Ὃμως ὃταν ἡ πολεμική αὐτή δέν στοχεύει ταυτόχρονα καί κατά τοῦ Πελαγιανισμοῦ, τῆς κακοδοξίας δηλαδή, πού φύεται στήν ἀντίπερα ὂχθη τοῦ Μανιχαϊσμοῦ, τότε ἡ ἀντιμανιχαϊστική αὐτή ἐκστρατεία καταντᾶ μονόπλευρη καί ἀναξιόπιστη.

Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἐνῶ ἡ παλαιότερη Θεολογική προτίμηση, λόγῳ τῆς ἀντιπελαγιανικῆς της διάθεσης, ἒκλινε ἀνεπίγνωστα πρός τήν ἀρνησίκοσμη καί ἀπαισιόδοξη κοσμοθεωρία τοῦ Μανιχαϊσμοῦ, πού δογματίζει τήν ἀνθρώπινη φύση καί μάλιστα τό ἀνθρώπινο σῶμα καί ὁλόκληρη τήν ὑλική κτίση κακή καί βδελυρή, ἡ νεώτερη Θεολογία, λόγῳ τοῦ ἀντιμανιχαϊστικοῦ της χαρακτήρα, ρέπει ἐμφανῶς πρός τόν ρομαντικό ἰδεαλισμό καί τήν ἀφελῆ αἰσιοδοξία τοῦ Πελαγιανισμοῦ, πού διακηρύσσει ὃτι ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀγαθή καί ἀμόλυντη ἀπό την ἁμαρτία, λές καί δέν ἒγινε ποτέ το προπατορικό ἁμάρτημα.

2) Δεύτερος κοινός «τόπος» πολλῶν σύγχρονων θεολόγων εἶναι ὁ ζῆλος, πού δείχνουν στήν καταπολέμηση τοῦ Ἀπόλυτου προορισμοῦ.

Καί ἀσφαλῶς καλά κάνουν πού ἐνεργοῦν ἒτσι, ὡς Ὀρθόδοξοι θεολόγοι. Πλήν ὃμως, ἡ ἀτολμία τους στό νά καταδικάσουν τήν αἳρεση, πού βρίσκεται στόν ἀντίποδα τοῦ Ἀπόλυτου προορισμοῦ, ἐννοῶ την Ἀποκατάσταση τῶν πάντων, τους καθιστᾶ ὓποπτους γιά προτίμηση τῆς Ἀποκατάστασης τῶν πάντων. Σημειωτέον ὃτι μεταξύ τῆς πρώτης τους ἀγάπης, δηλαδή τοῦ Πελαγιανισμοῦ καί τῆς δεύτερης, τῆς Ἀποκατάστασης τῶν πάντων, ὑφίσταται ἂμεση σχέση: Ἂν τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν μεταδίδεται κληρονομικά καί συνεπῶς ἂν ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀνέγγιχτη καί ἀπείρακτη ἀπό τό κακό –κατά τήν κακοδοξία τοῦ Πελαγιανισμοῦ–, τότε ἠ ἀνθρωπότητα ὃλη καί βέβαια καί οἱ δαίμονες θά ἀποκατασταθοῦν, τοὐτέστιν θά σωθοῦν κατά τήν Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία.

Ἀπό τήν ἂλλη πλευρά, ἀνάλογος σύνδεσμος ὑπάρχει ἀνάμεσα στον Μανιχαϊσμό καί στόν Ἀπόλυτο προορισμό: Ἐάν τό κακό ἒχει αὐθύπαρκτη ὀντότητα (ὑπόσταση), ὡς Δεύτερη Ἀρχή τῶν ὂντων δίπλα στον ἀγαθό Θεό –ὃπως διαδίδει ἡ αἳρεση τοῦ Μανιχαϊσμοῦ–, τότε ὁ ἂνθρωπος εἶναι ἀδύνατο νά πράξει τό ἀγαθό, ἐπειδή ἡ φύση μας καί μάλιστα τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι ἐκ κατασκευῆς κακή ὡς δημιούργημα τοῦ δεύτερου, τοῦ πονηροῦ Θεοῦ. Ἑπομένως οἰ ἂνθρωποι ὡς φύσει κακοί καί ἀνήμποροι νά τηρήσουμε τις ἐντολές τοῦ Θεοῦ, εἲμαστε ὃλοι, πλήν ὀλίγων ἐκλεκτῶν, προορισμένοι γιά τήν αἰώνια κόλαση, σύμφωνα μέ τήν ἀδυσώπητη κρίση τοῦ Θεοῦ.

3) Ἓνας τρίτος ἀγαπημένος τόπος ἱκανῆς μερίδας συγχρόνων θεολόγων εἶναι ἡ στράτευσή τους ἐναντίον τοῦ ἠθικισμοῦ. Καί αὐτή τους ἡ στάση κατά τοῦ νομικισμοῦ καί τοῦ πουριτανισμοῦ εἶναι δίκαια, ἀρκεῖ ὃμως νά μή τούς ἀποσπᾶ την προσοχή ἀπό τόν ἐχθρό, πού ἐπελαύνει ἀπό τήν ἀντίθετη πλευρά: τόν ἀντινομισμό (ἀμοραλισμό). Ἐάν ἦταν μονομερής ἡ πολεμική τῶν παλιῶν θεολόγων ἐναντίον τῆς ἀνηθικότητας, ἐξ ἲσου μονόπλευρο εἶναι καί τό ἐνδιαφέρον πολλῶν νεωτέρων γιά τήν διαφύλαξη τοῦ χριστιανικοῦ ἢθους ἀπό τόν ἠθικισμό, χωρίς συγχρόνως νά τούς μέλλει γιά τήν ἀλλοίωση τοῦ ὀρθόδοξου ἢθους ἀπό τόν ἀντινομισμό, την ἀπόρριψη δηλαδή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Διότι, ὃλοι μας κινδυνεύουμε εἲτε ἀπό τούς ἐξ ἀριστερῶν πειρασμούς, τήν ἂρνηση τοῦ χριστιανικοῦ τρόπου ζωῆς, εἲτε ἀπό τούς ἐκ δεξιῶν, δηλαδή τόν νομικισμό, τό δικανικό πνεῦμα.

4) Ἐπίσης, χαρακτηριστικό τῆς παλαιότερης Θεολογίας ἦταν ἡ ἂτεγκτη ἠθική της αὐστηρότητα και ἡ ὑπερβολική φοβία ἒναντι τοῦ κόσμου. Ἀπεναντίας, γνώρισμα τῆς σύγχρονης Θεολογίας ἀποτελεῖ ἡ δουλική της προσαρμογή στό πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τοὐτέστιν ἡ ἐκκοσμίκευση. Βεβαίως, ἡ αὐθεντική Ἁγιοπνευματική Θεολογία οὒτε περιφρονεῖ, ἀλλά οὒτε καί θεοποιεῖ τά ἐγκόσμια ἀγαθά, κρατώντας τη χρυσή ἰσορροπία ἀνάμεσα στην ἂρνηση τῶν ἀγαθῶν τοῦ παρόντος κόσμου (Μανιχαϊσμός) καί στην ἀπολυτοποίησή τους (ἐκ κοσμίκευση). Τό ἀσκητικό ἦθος τοῦ Χριστιανισμοῦ τέμνει τήν μέση ὁδό μεταξύ τοῦ Μανιχαϊσμοῦ καί τῆς ἐγκοσμιοκρατίας, μένοντας πιστό στόν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ζητετε πρῶτον την Βασιλείαν το Θεο καί τήν δικαιοσύνην ατο, καί πάντα τατα (τά

λικά, τά γκόσμια γαθά) προστεθήσεται μν» (Ματθ. στ΄ 13).

5) Tέλος, ἡ πλειονότητα τῶν θεολόγων τῶν παλιότερων γενιῶν χαρακτηρίζονταν ἀπό τήν κλειστότητα καί τήν ἒλλειψη διαλόγου με τούς ἑτερόδοξους καί τούς ἀλλόθρησκους. Ἀντίθετα, οἱ περισσότεροι σημερινοί θεολόγοι εἶναι ἀνοικτοί («οἰκουμενικοί») καί διαλέγονται μέ τούς ἂλλους, τούς διαφορετικούς ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά δέν μένουν σταθεροί στήν ἐν Χριστῷ ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια. Ἒτσι, τήν ἂνευ ἀγάπης σκληρή ἀλήθεια τῆς παλιᾶς γενιᾶς, ἀντικατέστησε ἡ χωρίς την ἀλήθεια ψεύτικη ἀγάπη τῆς νέας φουρνιᾶς τῶν θεολόγων.

Ἡ παράδοξη πρόταση τοῦ νεοπαγοῦς Θεολογικοῦ συνδέσμου «Καιρός», πού ζητεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν να ἀπευθύνεται σέ ὃλους τούς μαθητές μιᾶς σχολικῆς τάξης συμπεριλαμβανομένων καί τῶν ἑτεροδόξων καί τῶν ἀλλοθρήσκων, εἶναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μιᾶς τέτοιας ὑποκριτικῆς ἀγάπης, πού νοθεύει τήν Ὀρθόδοξη πίστη. Διότι εἶναι φανερό πώς, γιά νά ἱκανοποιηθοῦν καί οἱ μή ὀρθόδοξοι καί οἱ μη χριστιανοί μαθητές, θά πρέπει να ἀλλοιωθεῖ ὁλοκληρωτικά τό μάθημα τῆς Θεολογίας, οὓτως ὣστε να προσαρμοστεῖ στίς δικές τους πεποιθήσεις. Δέν θά ἦταν, τέλος πάντων, πιό ἒντιμο καί πιό δημοκρατικό, ἒναντι αὐτῆς τῆς ἑρμαφρόδιτης και ἀλλόκοτης λύσης, νά διδαχθεῖ τό ἐν λόγῳ μάθημα ἀπό καθηγητές τῆς ἲδιας χριστιανικῆς ὁμολογίας ἢ τῆς ἲδιας θρησκείας μέ τούς ἑτερόδοξους καί τούς ἀλλόθρησκους μαθητές;

(Πηγή: «Ορθόδοξος Τύπος», 29/10/2010)

Σχόλιο «Άλλης Όψεως»: “Θεωρούμε ότι η θεολογική ανάλυση του παρόντος άρθρου είναι εξαιρετική και προσυπογράφουμε τις θέσεις. Σχετικά όμως με την τελευταία παράγραφο πιστεύουμε ότι καλό θα ήταν να υπάρχει ένας διάλογος μεταξύ των θεολόγων και ότι σε έναν τέτοιο διάλογο είναι χρήσιμες όλες οι απόψεις. Χωρίς αφορισμούς και απολυτοποιήσεις. Γιατί τότε υπάρχει ο κίνδυνος να χάσουμε σωστά σημεία είτε από την μία είτε από την άλλη «πλευρά». Κάτι που κανείς -πιστεύουμε- δεν επιθυμεί.”