Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι ιερά και άγια και οδηγούν στην αιώνια ζωή (Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος)

Υπάρχουν δύο ισχυρά επιχειρήματα, που κάνουν αναντίρρητη αυτήν την πρόταση. Το ένα είναι οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης· το επιχείρημα αυτού του είδους οι φιλό­σοφοι το ονομάζουν «εκ των προτέρων». Το άλλο είναι τα θαύ­ματα· η απόδειξη που προέρχεται από αυτά, λέγεται «εκ των υστέρων». Αυτά τα δύο επιχειρήματα, ο Ωριγένης [1] ο οποίος υπήρξε μεγάλος δάσκαλος, όχι μόνο για τους Χριστιανούς, αλλά και για τους Έλληνες [2] τα χαρακτήρισε ως τους δύο άξονες, γύρω από τους οποίους στρέφεται η Χριστιανική θρη­σκεία, δηλαδή ο Νόμος της Χάριτος. Και το πρώτο χάρισμα, το προφητικό δηλαδή, το ονόμασε «επίδειξη πνεύματος», ενώ το δεύτερο, δηλαδή τα ουράνια θαύματα, το ονόμασε «επίδειξη δυνάμεως». Γύρω από αυτά τα δυο, έλεγε, στρέφεται ο Νόμος της Χάριτος, σαν γύρω από κάποιον άξονα. Επομένως, η θεοπνευστία και η ιερότητα των βιβλίων της Χριστιανικής Πίστης αποδεικνύεται από τις προφητείες και από τα θαύματα [3].

Ας αρχίσουμε λοιπόν από τα «εκ των προτέρων» επιχειρή­ματα, δηλαδή από τις προφητείες. Να εξετάσουμε εν πρώτοις τι είναι προφητεία και πώς μπορει να υπάρξει απόδειξη από αυτήν, και εν συνεχεία θα μιλήσουμε για τα θαύματα.

Η Προφητεία, λοιπόν, είναι πρόρρηση για τα μέλλοντα. Είναι δηλαδή λόγος που λέει από πολύν καιρό πριν πράγματα που πρόκειται να γίνουν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Ας αφήσουμε προς το παρόν τις προφητείες για ασήμαντα και επιμέρους θέματα και ας πλησιάσουμε στο μεγάλο και φρικτό Μυστήριο της Ένσαρκης Οικονομίας, το οποίο κατ’ εξοχήν πολεμούν οι εχθροί της Πίστης.

Ήταν προορισμένο, ο Υιός του Θεού να κατεβεί στη γη και να γίνει άνθρωπος για να σώσει τον κόσμο, πράγμα που αποτελεί ακόμη και για τους Αγγέλους μυστήριο μεγάλο, φρικτό και απόρρητο. Για τον λόγο αυτόν ο Πάνσοφος Θεός, οικονό­μησε εξ αρχής, πολλούς αιώνες πριν, να εμπνεύσει τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος σε όσους βρήκε καθαρούς και άξιους να τη δεχτούν, και έτσι προείπε όσα επρόκειτο να γίνουν κατά τους έσχατους καιρούς.

Ο θεόπνευστος Προφήτης και βασιλεύς Δαβίδ λέει ότι η γλώσσα του ήταν κάλαμος, κονδύλι δηλαδή, γραμματέως ταχυγράφου: «Η γλώσσα μου κάλαμος γραμματέως οξυγρά­φου». Και θέλει να πει ότι, όταν προφήτευε, δεν έλεγε δικά του λόγια, αλλά εκείνα που του έβαζε στον νου και στο στόμα το Πνεύμα το Άγιο, το Οποίο και ονόμασε ταχυγράφο γραμ­ματέα. Το ίδιο συνέβαινε και σε όλους τους άλλους Προφή­τες. Εμπνευσμένοι δηλαδή από το Άγιο Πνεύμα, όπως προαναφέραμε, προείπαν σε διάφορες εποχές όλα τα σχετικά με το μυστήριο της Ενσάρκου Οικονομίας, τα οποία πραγματοποιήθηκαν πολλούς αιώνες αργότερα.

Χίλια τετρακόσια ογδόντα πέντε χρόνια πριν, ο Θεόπτης Μωυσής πρώτος είπε στους Εβραίους ότι «προφήτην, υμίν αναστήσει Κύριος ο Θεός ημών ως εμέ, εκ των αδελφών υμών, αυτού ακούσετε». Είναι Εκείνος που στην εβραϊκή Τον έλεγαν Μεσσία και στην ελληνική Χριστό, δηλαδή χρισμένο και είναι ο κατ’ εξοχήν Κεχρισμένος, Προφήτης και τα υπόλοιπα.

Μετά απ’ αυτήν την πρόρρηση, προφήτευαν όλοι γι’ Αυτόν. Και δεν υπάρχει τίποτε που να έπραξε, ή να είπε, ή να έπαθε ο Μεσσίας Αυτός, το οποίο να μην προείπαν οι Προ­φήτες εμπνευσμένοι από τον Θεό. Προείπαν και τη Γέννηση, και το Βάπτισμα, και την προσένεξή Του στον Ναό (την Υπαπαντή), και τη φυγή Του στην Αίγυπτο, και τη θριαμβευτική είσοδό Του στην Ιερουσαλήμ, και τα σχετικά με το Πάθος και την Ανάστασή Του, καθώς και για την Ανάληψη και την αποστολή του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές Του· και τα είπαν με τόση βεβαιότητα, ώστε πολλοί εξ αυτών τα περιγράφουν και με αντιχρονισμό, σαν να είχαν δηλαδή ήδη γίνει, και με τέτοια σαφήνεια, σαν να τα έβλεπαν ήδη με τα αισθητά τους μάτια. «Ούτος ο Θεός ημών, ου λογισθήσεται έτερος προς αυ­τόν … μετά δε ταύτα επί γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη», λέει ο Βαρούχ. Με τον ίδιο αντιχρονισμό λέει και ο προφήτης Ησαΐας, τρόπον τινά εκ μέρους του Ιδίου του Δε­σπότου Χριστού: «τον νώτόν μου έδωκα εις μάστιγας, τας σιαγόνας μου εις ραπίσματα, το δε πρόσωπόν μου ουκ απέστρεψα άπό αισχύνης εμπτυσμάτων».

Αλλά και ο Προφητάναξ Δαβίδ, παρομοίως λέει: «ώρυξαν χείράς μου και πόδας» και «διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου» και «επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον». Και μολονότι το διά­στημα από την εποχή των Προφητών που αναφέρονται στον Χριστό λέγοντας αυτά -μέχρι την έλευσή Του-, υπολογίζεται ότι ήταν οκτακόσια χρόνια από τον Ησαΐα, ενώ από τον Δαβίδ πάνω από εννιακόσια πενήντα. Παρόμοιο είναι και το «Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος». Και άλλα πολλά τα έλεγαν με τον ίδιο τρόπο οι ιεροί Προφήτες, σαν να είχαν ήδη πραγματοποιηθεί. Διότι τα μελλούμενα, κα­θώς ακόμη δεν έχουν αποκαλυφθεί, υπόκεινται στην αμφιβολία για το αν θα πραγματοποιηθούν ή όχι, ενώ για όσα ήδη πραγματοποιήθηκαν δεν υπάρχει καμία αμφιβολία.

Έτσι λοιπόν, έχοντας οι άγιοι Προφήτες τη βεβαιότητα από το Άγιο Πνεύμα ότι εκείνα που ο Θεός προόρισε και αποφάσισε να πραγματοποιήσει θα γίνουν οπωσδήποτε, χωρίς να χωρά καμιά αμφιβολία, γι’ αυτό και τα περισσότερα τα αναγγέλλουν σε παρελθόντα χρόνο. Και ποιος να μην θαυμάσει και να μην εκπλαγεί για τη δύναμη και την ενέργεια του προφητικού χαρίσματος! Όχι απλώς προέλεγαν αυτά που θα γί­νονταν μετά από πολλούς αιώνες, αλλά η θεία Χάρη φώτιζε τον νου τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τους φαίνονται όλα παρόντα και να τα βλέπουν οφθαλμοφανώς.

Έτσι, ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας, προφητεύοντας τα σχετικά με το Πάθος, λέει: και είδομεν αυτόν, και ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος· αλλά το είδος αυτού άτιμον και εκλείπον παρά πάντας τους υιούς των ανθρώπων. Πώς όμως, άγιε Προφήτη, λες ότι είδες τον υιό της Παρθένου, τον «ωραίον κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων», όπως μαρτυρεί ο Θεοπάτωρ Δαβίδ, λες ότι Τον είδες και«ουκ είχεν είδος ουδέ κάλ­λος»; Επειδή, απαντά, εμείς Τον είδαμε όταν δεχόταν τους ραβδισμούς, τους εμπτυσμούς, τους κολαφισμούς· Τον είδαμε στεφανωμένον με το ακάνθινο στεφάνι, να τρέχουν στο πρό­σωπό Του τα αίματα από τα αγκάθια που καρφώνονταν στο θεϊκό Του κεφάλι από τα βάρβαρα χέρια των στρατιωτών, οι οποίοι«έτυπταν την κεφαλήν Αυτού καλάμω».

Αλλά θα μπορούσε κανείς ν’ αναρωτηθεί άραγε, γι’ Αυτόν τα λέει αυτά ο Προφήτης; Για Αυτόν, ο Οποίος και σήμερα υβρίζεται και περιφρονείται από αυτούς τους ανόμους, ή για κάποιον άλλον; Ναι, βεβαιότατα γι’ Αυτόν. Αυτός είναι Εκείνος, ο Οποίος και τότε υπέμεινε τους υβριστές Του με άφατη μακροθυμία και ούτε τη γη πρόσταζε ν’ ανοίξει ρωγμές και να τους καταπιεί, όπως τον Δαθάν και τον Αβειρών, ούτε κεραυνούς έριξε για να τους κατακάψει, όπως έκανε κάποτε ο προφήτης Ηλίας με τις δυο πεντηκονταρχίες των στρατιω­τών. Με την ίδια αυτή μακροθυμία ανέχεται και αυτούς της εποχής μας, κρίμασιν οις οίδεν Εκείνος μόνον, οι οποίοι τολμούν να επιχειρούν την αναίρεση της θείας Του Γραφής και (αλλοίμονο, τι μέγεθος αθεότητας!) να Τον χαρακτηρίζουν πλάνο και απατεώνα οι πραγματικά πλάνοι και απατεώνες και άξιοι απειράριθμων κολάσεων.

Ναι, Εκείνον, τον Μόνον Αναμάρτητο είδε ο Ησαΐας σε κείνην την αξιοδάκρυτη κατάσταση. Και λέει ξεκάθαρα ο Προφήτης ότι όλα αυτά τα υπέφερε χωρίς να έχει διαπράξει κανένα κακό: ότι ανομίαν ουκ εποίησε, όπως δήλωσε και ο Πιλάτος ενώπιον του Ιουδαϊκού λαού, λέγοντας: «εγώ αιτίαν ουδεμίαν ευρίσκω εν αυτώ». Και όχι μόνο δεν διέπραξε κανέ­να κακό, αλλά ούτε καν λόγος πονηρός δεν βγήκε από το στόμα Του: «Ανομίαν ουκ εποίησεν ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». Αυτός είναι ο προορισμένος προαιωνίως, ο της μεγάλης Βουλής του Θεού και Πατρός Άγγελος, ο Οποίος ήλθε και εκπλήρωσε το μέγα και απόρρητο έργο της θείας Οικονομίας για τον άνθρωπο, έργο το οποίο, κατά τον ίδιον Προφήτη, κανένας, ούτε Άγγελος ούτε άνθρωπος, μπορούσε να φέρει εις πέρας: «ου πρέσβυς ουδέ άγγελος, αλλ’ αυτός Κύ­ριος έσωσεν αυτούς».

Και για να το πω ολοκληρωμένα, Αυτός είναι το τελικό σημείο αναφοράς, στο Οποίο αναφέρονται και παραπέμπουν όλες οι Προφητείες που ειπώθηκαν σε διαφορετικούς χρό­νους και καιρούς.

Οι ιεροί Ευαγγελιστές είναι οι αλάνθαστοι και τελειότατοι ερμηνευτές των προφητικών προαναγγελιών. Έτσι λοιπόν, ο ένας λέει: «Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του (τάδε) προφήτου». Άλλος λέει «και επληρώθη η γραφή η λέγουσα… και πάλιν ετέρα γραφή λέγει το και το».

Επειδή λοιπόν, κάθε Προφητεία είναι έμπνευση του Αγίου Πνεύματος και επειδή και οι θείοι Απόστολοι ήταν δοχεία της -Χάρης- του Αγίου Πνεύματος, και εξ αιτίας αυτού εξήγησαν ορθά και ευσεβώς μία προς μία τις σχετικές με τον Χριστό Προφητείες, γιατί όλες Αυτόν έχουν ως κέντρο· για τον λόγο αυτόν λέω ότι, με βάση όσα προαναφέραμε, κατ’ ανάγκην οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι και Αυτός, ο προφητευμένος, είναι Άγιος και υπεράγιος και αναμάρτητος. Και όχι μόνον ως Υιός Θεού και Θεός αληθινός, αλλά και ως άνθρωπος, εξ αι­τίας της καθ’ υπόστασιν ένωσης των δύο φύσεων (Θείας και ανθρωπίνης). Και όλα τα έργα Του, τα Πάθη, οι πράξεις και τα λόγια Του, τα οποία αποτελούν το συστατικό περιεχόμενο όλων των ιερών Ευαγγελίων, είναι άγια, θεϊκά και σεβάσμια.

Η απόδειξη αυτή, που προκύπτει δηλαδή από τους ιερούς Προφήτες, ονομάζεται, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο [4] «εκ των προτέρων» και «εκ του διότι». Καιρός τώρα να περάσουμε στην «εκ των υστέρων», απόδειξη, όπως την αποκαλεί ο ίδιος φιλόσοφος, δηλαδή αυτήν που προκύπτει από το Ευαγγέλιο. «Εκ των υστέρων», εννοώ τα θαύματα που επετέλεσε ο Ιησούς Χριστός, επειδή, κατά φυσική αλληλουχία, πρώτα υπάρχει κάτι, ή κάποιος, και κατόπιν ενεργεί ή πά­σχει κάτι. Θαύμα δε, ονομάζεται εκείνο το γεγονός που συντελείται πέρα από τους συνηθισμένους φυσικούς νόμους και υπερβαίνει τη φυσική αιτιότητα. Για παράδειγμα, φυσικό ιδίωμα του ποταμού, είναι να τρέχει στην κατηφόρα. Αν όμως σταματήσει να τρέχει, όχι από κάποιο υλικό αίτιο (το οποίο μπορεί να συμβεί) αλλά μόνον από υπερφυσική δύναμη, αυτό λέγεται θαύμα.

Τα θαύματα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, στα «κατά την ουσία» και στα «κατά τον τρόπο». Κατά την ουσία λέγο­νται τα θαύματα εκείνα που είναι αδύνατον να πραγματο­ποιηθούν από τις φυσικές δυνάμεις, όπως είναι η ανάσταση των νεκρών ή η ανάβλεψη των τυφλών, τα οποία, σύμφωνα με τον Θεοφύλακτο, ο Χριστός τα ονομάζει «τέρατα» στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: «Εάν μη σημεία και τέρατα ίδητε, ου μη πιστεύσητε». Θαύματα δε κατά τον τρόπο, είναι εκείνα τα οποία μπορούν να γίνουν και από φυσικές αιτίες, αλλά όχι κατά τον ίδιον τρόπο. Λ.χ. η θεραπεία ενός πυρετού είναι κάτι που δεν υπερβαίνει τις φυσικές δυνάμεις· ένας πυρετός μπορεί να αντιμετωπιστεί και με φυσικά μέσα, αλλά μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Το να καταπαύσει όμως αμέσως, με έναν λόγο ή με ένα άγγιγμα του χεριού μονάχα, αυτό είναι ασφαλώς θαύμα, εξ αιτίας του πρωτοφανούς τρόπου που πραγματοποιήθηκε.

Με αυτόν τον τρόπο, ορθώς και θεοσεβώς εξηγούν τα αληθινά θαύματα οι θεοσεβείς διδάσκαλοι· και λέγοντάς τα αληθινά, εννοώ αυτά που πραγματοποιούνται κατά την πα­ραχώρηση του Θεού. Γιατί και οι δαίμονες ενεργούν φαντασ­τικά θαύματα, παρόμοια με τα αληθινά, για να εξαπατήσουν τους αφελείς, όπως εκείνα που έκαναν οι μάγοι της Αιγύπτου επί Φαραώ, κατά μίμηση των θαυμάτων που επιτελούσε ο Μωυσής, αλλά εκείνα των μάγων δεν ήταν πραγματικά.

Οι Βολταιριστές βέβαια γελούν ακούγοντας για θαύματα και αρνούνται ότι μπορεί να αποδειχθεί από τα θαύματα η αλήθεια των θείων Γραφών. Είναι εύκολο να αρνείται κανείς τη μαρτυρία κάποιου, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι αληθινή. Για παράδειγμα, είναι εύκολο να πει κάποιος ότι είναι ψέμα και δεν υπήρξε ποτέ στον κόσμο αυτόν ο μέγας Αλέξανδρος, ή ο Κύρος ο Πέρσης που κυρίευσε τη Βαβυλώνα· και πολλά άλλα παρόμοια, είναι εύκολο να τα αμφισβητήσει κάποιος αυθάδης. Πρέπει όμως να αντιτείνει τα ανασκευαστικά του επιχειρήματα για να στηρίξει την άποψή του αυτήν.

Γελούν λοιπόν οι Βολταιριστές ακούγοντας για θαύματα, αλλά ας μας απαντήσουν: δεν αποδέχονται ορισμένα μόνον θαύματα, ή απορρίπτουν ολότελα την ύπαρξη θαυμάτων; Αν περιγελούν κάποια μόνον από αυτά, ας μας πουν ποια είναι, ώστε να απαντήσουν οι ευσεβείς ό,τι έχουν να απαντήσουν. Αν πάλι τα απορρίπτουν όλα, που νομίζω ότι τελικά αυτό εννοούν, ότι δηλαδή γενικά δεν γίνονται καθόλου θαύματα και όλα είναι ψέματα και φαντασίες, και εκείνα που έγιναν επί Μωυσή στην Αίγυπτο και στην έρημο, και εκείνα που έγιναν επί Ιησού του Ναυή, και τα επί των προφητών, στη Σαμάρεια, στην Ιουδαία και στη Βαβυλώνα ακόμα· όσα προβάλλουν στη συνέχεια τα ιερά Ευαγγέλια, οι Πράξεις των αγίων Αποστόλων και όσα διηγούνται οι ανά την οικουμένη Εκκλησίες και οι ιστορίες και που μέχρι τις ημέρες μας βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια να επιτελούνται με τρόπο υπερφυσικό, που ούτε κατά φύση ούτε με τη βοήθεια της τέχνης μπορούν να πραγματοποιηθούν.

Αν όλα αυτά τα αρνούνται εξ ολοκλήρου, δεν είναι μόνον αυθάδεις και αναίσχυντοι, αλλά και εντελώς ασυλλόγιστοι, αφού δεν δίνουν σημασία ούτε καν στην απλή λογική. Διότι ένα, δύο ή τρία, ας δεχτεί κανείς ότι ήταν ψευδεπίγραφα. Πώς όμως είναι δυνατόν να είναι φαντασιώσεις τα απειράριθμα θαύματα που πραγματοποιήθηκαν απ’ αρχής και συνεχίζουν να πραγματοποιούνται μέχρι σήμερα, και όχι κρυφά, σε κάποια γωνιά της γης, αλλά ολοφάνερα και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης;

Εξ άλλου, όλοι αυτοί, που καυχώνται για την ανόητη σο­φία τους, πώς δεν συλλογίζονται τι ήταν αυτός ο κόσμος πριν το Χριστιανικό κήρυγμα και πώς θα μπορούσε να μετασχη­ματιστεί σε αυτό που είναι σήμερα και μάλιστα μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, χωρίς αυτήν την ουράνια δύναμη; Μεταμορφώθηκε ο Ελληνισμός και έγινε Χριστιανισμός, «του Κυ­ρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος διά των επακολουθούντων σημείων», που επιτελέστηκαν από λίγους φτω­χούς, άσημους, ιδιώτες και αγράμματους κήρυκες. Και μαρτυ­ρεί την ουράνια δύναμή τους ο Απόστολος των Εθνών, όταν λέει «ου γαρ τολμήσω λαλείν τι ων ου κατειργάσατο Χριστός δι’ εμού εις υπακοήν εθνών λόγω και έργω, εν δυνάμει σημείων και τεράτων, εν δυνάμει Πνεύματος Θεού».

Αλλά οι ανόητοι και παράφρονες γελούν και αρνούνται τον Δημιουργό της Φύσης και δεν θέλουν να ψάλλουν μαζί με τους θεόφρονες: «Ο πάντα εκ μη όντων όντα ποιήσας, και φύσιν δους εκάστω των γινομένων, αυτός και τας δοθείσας φύ­σεις αμείβειν οίδεν, ως βούλεται». (Εκείνος που δημιούργη­σε από την ανυπαρξία όλα τα όντα και στο κάθε δημιούργημα έδωσε την ανάλογη φύση, Αυτός γνωρίζει και τη φυσική τους τάξη να τη μεταβάλλει όπως ο Ίδιος θέλει).

Για τον λόγο αυτόν εκούγεται και Παρθένος να γεννά, και η θάλασσα να διαιρείται στα δυο, και ποταμός να σταματά με αόρατη δύναμη, και νεκροί να σηκώνονται σαν από ύπνο, και τα ανθρώπινα σώματα να μένουν άφλεκτα μέσα στην αβάστακτη φλόγα. Ποιος λοιπόν να μη θαυμάσει; Γι’ αυτό άλλω­στε λέγονται θαύματα· διότι, εκείνο που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να κατορθώσει με ανθρώπινη δύναμη ή τεχνική, μόνον ο Δημιουργός της Φύσης και των νόμων που τη διέπουν μπορεί να μεταβάλλει και τη φύση και τους νόμους της και να πραγματοποιήσει εκείνα που είναι αδύνατον να πραγμα­τοποιηθούν από τους ανθρώπους. Και όταν εμείς οι θνητοί βλέπουμε τα σημεία αυτά, δικαίως και επαξίως εκπληττόμαστε και τα ονομάζουμε θαύματα. Και τέτοια είναι αναμφίβολα τα θαύματα που περιγράφουν τα ιερά Ευαγγέλια, κι ας γε­λούν μέχρι σκασμού – οι ασεβείς.

Θαύματα βέβαια, και μάλιστα πολλά και μεγάλα, έκαναν και οι Προφήτες και μετά και οι άγιοι Απόστολοι, αλλά όχι από δική τους εξουσία, αυθεντικώς, για να το πούμε έτσι, αλλά «υπουργικώς», σαν υπηρέτες, λαμβάνοντας, δηλαδή, από το Θεό μία μερική Χάρη και Δύναμη. Μόνον ο Θεός, όπως θα πούμε παρακάτω, μπορεί να μεταβάλλει και τη φύση των πραγμάτων και τους νόμους που τη διέπουν. Αυτήν την πα­ντοδύναμη αυθεντία τη βλέπουμε φανερά σε όλα τα θαύματα του Ιησού Χριστού. Με έναν απλό λόγο Του επιτελούσε όλα εκείνα τα θαύματα και τα σημεία. «Θέλω, καθαρίσθητι», είπε στον λεπρό και ο λεπρός αμέσως θεραπεύτηκε. «Έκτεινον την χείρα σου», είπε σ’ εκείνον που είχε ξερό το ένα χέρι του, και έγινε υγιές όπως και το άλλο. «Ύπαγε», είπε στον εκατόνταρχο, «και ως επίστευσας γενηθήτω σοι· και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη (Μτ. 8, 13)». Στον παραλυτικό: «Εγερθείς άρόν σου τον κράββατον και ύπαγε εις την οικίαν σου». Στην αιμορροούσα: «Θάρσει θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε». Άγγιξε τα μάτια των δύο τυφλών, λέγοντας «κατά την πίστιν υμών γεννηθήτω υμίν», και τα μάτια τους ανάβλεψαν. «Ταλιθά κούμι», δηλαδή «κοριτσάκι, σήκω», είπε στο νεκρό κορίτσι και αμέ­σως αναστήθηκε και Εκείνος είπε να της φέρουν να φάει.

Τέτοια θαύματα, για να μην τα απαριθμούμε όλα, ο Ιησούς Χριστός τα επιτελούσε προστακτικά και με αυθεντία, με έναν απλό μόνο λόγο. Με τον ίδιο τρόπο επιτελούσε όλα Του τα θαύματα. Με αυτόν τον ίδιο τρόπο, προστακτικά, επιτιμούσε τους ανέμους και τη θάλασσα, λέγοντας «σιώπα, πεφίμωσο» και αμέσως γινόταν γαλήνη. Αυτά τα μεγάλα και εξαίσια θαύματα είναι τα έργα που φανέρωναν ότι ήταν Υιός Θεού και Θεός αληθινός, για τα οποία ο Ίδιος λέει «τα έργα α εγώ ποιώ, μαρτυρεί περί εμού ότι ο πατήρ με απέσταλκε» και αλλού: «ει τα έργα μη εποίησα εν αυτοίς α ουδείς άλλος πεποίηκεν, αμαρτίαν ουκ είχον».

Και ότι κανένας δεν είχε πραγματοποιήσει τόσο μεγάλα θαύματα, το επιβεβαίωναν και οι ίδιοι εκείνοι που τα έβλεπαν: «Ποταπός εστιν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ;» και πάλι «Τις ο λόγος ούτος, ότι εν εξουσία και δυνάμει επιτάσσει τοις ακαθάρτοις πνεύμασι, και εξέρχονται;».

Παρατηρούμε μάλιστα ότι στο πρώτο Του θαύμα, που έκανε στην Κανά της Γαλιλαίας, μεταβάλλοντας το νερό σε κρασί, δεν φαίνεται ούτε καν να είπε κάποιο λόγο, αλλά μο­νάχα πρόσταζε να γεμίσουν τις υδρίες με νερό και εν συνε­χεία να αντλήσουν από κει και να το πάνε στον αρχιτρίκλινο, ο οποίος όταν το δοκίμασε θαύμασε και είπε ότι έκρινε αυτό το κρασί καλύτερο.

Ποιος λοιπόν δεν βλέπει από τον τρόπο που έγιναν αυτά τα θαύματα, ότι Αυτός που τα έκανε είναι Εκείνος που εξ αρχής είπε: «Γενηθήτω το στερέωμα και εγένετο ούτω; Συναχθήτω το ύδωρ εις συναγωγήν μίαν, βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος», και όλη την άλλη Δημι­ουργία που έκανε ο Θεός με ένα μόνον πρόσταγμα.

Ο σοφότατος Κλήμης, όπως απέδειξε ότι τα βιβλία του Μωυσή είναι απολύτως γνήσια και αξιόπιστα, αντικρούοντας τις άθεες συκοφαντίες του ασεβέστατου Βολταίρου, κατά τον ίδιο τρόπο, με τις μαρτυρίες αρχαιοτάτων και αξιόπιστων ανδρών, απέδειξε ότι και τα ιερά Ευαγγέλια δεν έχουν γραφεί από κάποιους μεταγενεστέρους, όπως φλυαρούσε εκείνος ο άθλιος, αλλά έχουν γραφεί από τους ίδιους εκείνους που υπήρξαν όχι μόνον σύγχρονοι του Ιησού Χριστού, αλλά και αυτόπτες μάρτυρες και ακόλουθοί Του από την αρχή, όπως ο Πέ­τρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και αμέσως μετά απ’ αυτούς ο Λουκάς. Για τον λόγο αυτόν, όσα έγραψαν είναι απολύτως γνήσια και αληθινά.

Επί πλέον, λένε οι σοφοί, στη βεβαίωση της αλήθειας όσων λέγονται ή γράφονται, συμβάλλει και η αρετή και το άπλαστο ήθος των συγγραφέων: «τοις επιεικέσι γαρ πιστεύομεν» [5] λέει ο Σταγειρίτης. Και είναι άριστα και θαυμάσια τα όσα λέει για το θέμα αυτό ο Αντώνιος ο Γενοβέζης στο συνόψισμα για τη Χριστιανική θρησκεία, που περιέχεται στο μεταφρα­σμένο βιβλίο της Μεταφυσικής του, στη σ. 283. Επειδή όμως ενδέχεται οι περισσότεροι να μην έχουν αυτό το βιβλίο, ιδού, γράφουμε εδώ αυτολεξεί τα ίδια πράγματα. Λέει λοιπόν:

«Την καλωσύνη και τη σεμνότητά τους (εν. των αγίων Απο­στόλων), είναι αρκετό να την κρίνει ο ίδιος ο αναγνώστης που διαβάζει χωρίς προκαταλήψεις. Είναι παντού ολοφάνε­ρος ο απροσποίητος και ανεπιτήδευτος χαρακτήρας των Ευαγγελιστών, η εντιμότητα και η σεμνότητά τους. Το ύφος τους είναι επίσης απλό, ρέει φυσικά και χαρακτηρίζεται από την ίδια ανεπιτήδευτη σεμνότητα που προσιδίαζε στον χαρακτή­ρα των απλών και ακέραιων ψυχών τους. Δεν φαίνεται που­θενά να αποσιωπούν κάποιο γεγονός που θα τους δυσφήμιζε ή θα τους υποτιμούσε στα μάτια του πλήθους: την πενία των νομιζομένων γεννητόρων του Χριστού, την ταπεινή Του Γέν­νηση στο σπήλαιο, τον πατέρα Του, ο οποίος αν και καταγό­ταν από τη γενιά του Δαβίδ, ήταν ένας απλός ξυλουργός.

»Δεν αποσιωπούν τις κρίσεις των Φαρισαίων για τον Χρι­στό, που Τον χαρακτήριζαν άλλοτε δαιμονισμένο, άλλοτε απατεώνα, άλλοτε στασιαστή του λαού, βλάσφημο, καταλύτη του Μωσαϊκού Νόμου. Περιγράφουν καθαρά τον ατιμωτικό τρόπο με τον οποίον Τον μεταχειρίστηκαν οι στρατιώτες, που Τον παρουσίασαν ντύνοντάς Τον περιπαικτικά, στεφανωμένον με το αγκάθινο στεφάνι, καταφρονώντας, δήθεν, τον βασιλιά των Ιουδαίων, και για μεγαλύτερη καταισχύνη Τον σταύ­ρωσαν ανάμεσα σε δύο ληστές.

»Δεν έκρυψαν την αδυναμία κάποιων μαθητών, ούτε την ευμετάβλητη πίστη κάποιων άλλων, ούτε την προδοσία του Ιούδα, ούτε την άρνηση του Πέτρου. Αλλά και για τους εαυτούς τους δεν είπαν τίποτα ιδιοτελές ή αλαζονικό. Απενα­ντίας, ομολογούν ότι ήταν απλοί ψαράδες, φτωχοί και αμαθείς. Και εκείνο που μου φαίνεται πιο αξιοθαύμαστο από όλα τα άλλα, είναι ότι δεν βγαίνει ούτε ένας προσβλητικός ή υβρι­στικός λόγος από το στόμα τους εναντίον των εχθρών του Διδασκάλου τους και αυτών των ίδιων. Διατηρούν πάντοτε μία θαυμάσια ειρήνη στην καρδιά, μίαν αταραξία στην κρίση και μία συστολή που είναι άγνωστη στους ψευδομάρτυρες.

»Και, τέλος, τα έργα αυτά και τις διδαχές, αγωνίστηκαν να τις κηρύξουν και να τις μαρτυρήσουν, όχι απλώς δίχως να ελπίζουν σε κάποιο κέρδος στον κόσμο αυτόν, αλλά απεναντίας, να υφίστανται και χλευασμούς από όλους για το παρα­μικρό. Και τους χλεύαζαν σαν δήθεν ελαφρόμυαλους, μεθυσμένους και ανόητους, τους καταδίωκαν ως αποστάτες και στασιαστές της Ιουδαίας και εν τέλει τους συνελάμβαναν, τους εξόριζαν, τους σταύρωναν, τους έγδερναν, τους έψηναν πάνω σε κάρβουνα και όλα τα άλλα βασανιστήρια.

»Αν δεν αποτελούν κριτήρια ήθους και αξιοπιστίας όλα αυτά, τότε εμείς αγνοούμε αν υπάρχουν αξιοπιστότεροι μάρ­τυρες και που θα τους βρούμε».

Τα θαύματα, λοιπόν, που περιγράφονται στο ιερό Ευαγγέλιο, επειδή πραγματοποιούνται με εξουσία και με ένα απλό πρόσταγμα του λόγου, αποδεικνύουν ότι Αυτός που κατ’ αυτόν τον τρόπο θαυματουργεί είναι ο Θεός, αφού έχει τη δύ­ναμη να μεταβάλλει και να αλλάζει τόσο εύκολα τις δυνάμεις της Φύσης. Αλλά και εκείνα που επιτελούνταν από τους αγίους Αποστόλους και τους άλλους Αγίους, το ίδιο ακριβώς αποδεικνύουν σε όχι μικρότερο βαθμό, αφού τα πραγματο­ποιούσαν στο Όνομα Εκείνου. Όπως τους είχε προφητεύσει μετά την Ανάστασή Του,«σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα πα­ρακολουθήσει· εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς· όψεις αρούσι· καν θανάσιμόν τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει· επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι, και καλώς έξουσιν» [6]. Όλα αυτά, επαληθεύτηκαν αδιάψευστα σε όλα τα έργα τους. Αμέσως μετά τη θεία Ανάληψη, ο Από­στολος Πέτρος είπε στον εκ γενετής παράλυτο «εν τω ονόματι Ιησού του Ναζωραίου έγειρε και περιπάτει· και πιάσας αυτόν της δεξιάς χειρός ήγειρε· παραχρήμα δε εστερεώθησαν αυτού αι βάσεις και τα σφυρά, και εξαλλόμενος έστη και περιεπάτει, και εισήλθε συν αυτοίς εις το ιερόν περιπατών και αλλόμενος και αινών τον Θεόν» [7]. Και λίγο πιο κάτω, ο ίδιος αυτός Απόστολος, λέει στους άρχοντες και τους πρεσβυτέρους: «γνωστόν έστω πάσιν υμίν και παντί τω λαώ Ισραήλ ότι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, ον υμείς εσταυρώσατε, ον ο Θεός ήγειρεν εκ νεκρών, εν τούτω ούτος παρέστηκεν ενώπιον υμών υγιής» [8].

Με τη δύναμη του φοβερού αυτού Ονόματος και ο θείος Παύλος στο Ικόνιο έδιωξε το πνεύμα του Πύθωνα από τη νεαρή δούλη, λέγοντάς της: «Παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού εξελθείν απ’ αυτής. και εξήλθεν αυτή τη ώρα».

Ας ρωτήσουμε λοιπόν αυτούς τους σοφούς «κριτικούς», ιδιαίτερα αυτόν που προεξάρχει στην αθεΐα. Για πες μας λοι­πόν, έξαρχε των αθέων Βολταίρε, ακούστηκε ποτέ, με την εκφώνηση του ονόματος κάποιου μεγιστάνα, βασιλιά ή αυτοκράτορα, να θεραπευτεί εκ γενετής χωλός, άνω των σαράντα ετών μάλιστα, και αμέσως να σηκωθεί και να τρέχει και να πηδά από τη χαρά του; Ή, πού ακούστηκε να διώχνονται τα δαιμόνια από ένα σκέτο Όνομα, όχι ανθρώπου, αλλά ακόμα και Αγγέλου, ή άλλης ανώτερης επουράνιας δύναμης; [9]. Ασφαλώς, ούτε ακούστηκε, ούτε είναι δυνατόν να γίνει ποτέ. Διότι δεν υπάρχει υπό τον ουρανό άλλο τέτοιο όνομα, από τη δύ­ναμη του οποίου και αρρώστιες να θεραπεύονται, και δαιμό­νια να διώχνονται, και άγνωστες γλώσσες να ομιλούνται, και τα στόματα των φιδιών να χάνουν τη φυσική τους ενέργεια, και η δύναμη των δηλητηρίων να αποδεικνύεται μάταιη.

Ένα και μοναδικό Όνομα υπάρχει στον κόσμο, φοβερό, δοξασμένο και σεβάσμιο και προσκυνητό σε ολόκληρη την Κτίση, το Όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και μονάχα χάρη σ’ αυτό, μονάχα «εν τω ονόματι Ιησού», κατά τον θείο Παύλο, «παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και κατα­χθονίων».

Πώς λοιπόν εσύ, μιαρέ και παμμίαρε, βέβηλε και παμβέβηλε, εσύ, το σκουπίδι, το σκουλήκι της γης, τολμάς να ανοίγεις το στόμα σου εναντίον της Θεϊκής Μεγαλειότητας του Ιησού και να διαστρεβλώνεις, να διαφθείρεις και να απορρίπτεις τις θείες Γραφές Του, που μαρτυρούν τη Θεότητά Του πιο λαμ­πρά κι από τον Ήλιο, έχοντας σαν τελικό σου στόχο να κα­τορθώσεις, με τη μιαρή γλώσσα σου, εκείνο που δεν κατόρ­θωσαν οι παλαιοί τύραννοι της Ρώμης με όλους τους διωγ­μούς που εξαπέλυσαν, δηλαδή να ξεριζώσεις από τον κόσμο την αγιότατη Χριστιανική Πίστη;

Ακούστε, άνθρωποι, με πόση ασέβεια μιλάει, ο θεομίση­τος. Αφού, λέει, σταύρωσαν τον Χριστό οι Εβραίοι, οι σύ­ντροφοί Του (δεν τους ονομάζει καν μαθητές ή Αποστόλους), διεκδικώντας Τον διέδιδαν παντού ότι ο Θεός Τον ανέστησε από τους νεκρούς, ότι, δηλαδή, ψευδώς διέδιδαν ότι Τον ανέστησε, ενώ δεν Τον ανέστησε πράγματι. Στη συνέχεια, δεν ξέ­ρω πώς, ο αναιδέστατος λέει, ψευδόμενος ολοφάνερα και χω­ρίς να ντρέπεται, ότι εν τέλει η θρησκεία αυτή, η Χριστιανική δηλαδή, αφού διώχτηκε από την Ανατολή (δες τι χοντροκομ­μένο ψέμμα), όπου γεννήθηκε, κατέφυγε στη Δύση.

Διώχτηκε από την Ανατολή; Πού το διάβασε αυτό; Πότε έλειψε από την Ανατολή η αγία Πίστη; Δεν είναι αληθέστατο ότι ιδιαίτερα εκεί έλαμψε και από κει εξαπλώθηκε παντού, χωρίς ποτέ μέχρι σήμερα να λείψει; Ποιος δεν βλέπει ότι με αυτά και τα παρόμοια, προσπαθεί ο αναιδέστατος να παρουσιάσει σαν χίμαιρες, δηλαδή δημιουργήματα της φαντασίας τις αγιότατες διηγήσεις των ιερών Ευαγγελίων, των Πράξεων των ιερών Αποστόλων και τις πάνσοφες και αληθέστατες Επιστολές τους;

Και δείχνουν τέτοια προτίμηση, τέτοια εμπιστοσύνη, τέ­τοια εύνοια, τέτοια υπόληψη σε ένα τόσο αναίσχυντο ανθρωπάκι, που ψευδολογεί φανερά και εκφαυλίζει τα όσια και τα ιερά; Πραγματικά, αυτό είναι μεγάλης απορίας άξιο.

 

__________________

[1] Ο Ωριγένης υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Γεννήθηκε πιθανώς στην Αλεξάνδρεια, περίπου το 182 και πέθανε στην Καισάρεια, περί το 251. Ο πατέρας του Λεωνίδης μαρτύρησε το 202 στο διωγμό του Σεπτίμιου Σεβήρου. Αγαπήθηκε βαθειά από τους μαθητές του για τα κηρύγματα, τη διαλεκτική, τη φυσική, την ηθική και τη μεταφυσική του. Οι θεωρίες του Ωριγένη αλλά και ο ίδιος έχουν καταδικαστεί από την 5η Οικουμενική Σύνοδο. Ωστόσο πολλοί από τους αγίους Πατέρες (Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Ανατολή, Ιλάριος Πικταβίου, Αμβρόσιος Μεδιολάνων, Βικέντιος Λειρίνου στη Δύση) χρησι­μοποιούσαν τον Ωριγένη, σημειώνοντας όμως τις παρεκκλίσεις του. Η στάση τους αυτή μπορεί να συνοψιστεί στη δήλωση του Θεοφίλου Αλε­ξανδρείας: «ει τι ουν εν αυτοίς (τοις βιβλίοις του Ωριγένους) εφεύρω κα­λόν, τούτο δρέπομαι, ει δε τι μοι ακανθώδες φανείη, τούτο ως κεντούν υπερβαίνω» (Σωκράτης, Εκκλ. Ιστ. ΣΤ’ 17).

Ο Στ. Παπαδόπουλος στην Πατρολογία του, αναφέρει τα εξής για τη θέση του Ωριγένη στην Ορθόδοξη Εκκλησία:

«Αποτέλεσμα της σαφούς συνοδικής καταδίκης του Ωριγένη υπήρξε οπωσδήποτε η μείωση του κύρους του, χωρίς όμως ο ίδιος να λησμονηθή ποτέ. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έμμεσα ή άμεσα, λίγο ή πολύ γνώρι­ζαν το έργο του, χρησιμοποιούσαν από αυτό ό,τι θεωρούσαν καλό ή ακίνδυνο και στηλίτευαν τις παρεκκλίσεις του».

 

[2] Με τον όρο «Έλληνες» εννοούνται οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες.

 

[3] Υποσημείωση αγ. Αθανασίου: Αυτοί οι δύο όροι, δηλαδή οι προφη­τείες και τα θαύματα, χρησιμοποιήθηκαν πολύ καλά από τον ανώνυμο συγγραφέα της Χριστιανικής Απολογίας, στο κεφάλαιο για την απόδειξη της Θεότητας του Ιησού Χριστού· και αξίζει τον κόπο να δουν και να μελετή­σουν αυτά τα αποσπάσματα οι ευσεβείς, μάλλον δε και όλο το βιβλίο, αφού και ο ιερός και θαυματουργός επίσκοπος Κορίνθου (ΣτΜ: εννοεί τον άγιο Μακάριο Νοταρά) το θεώρησε ψυχωφέλιμο, τόσο πολύ μάλιστα, ώστε όταν πρωτοτυπώθηκε στη Λειψία και το μελέτησε, θεωρώντας ότι είναι ψυχωφελέστατο, βρήκε τρόπο και συγκέντρωσε πεντακόσια γρόσια τα οποία προσέφερε για να επανεκδοθεί. Γιατί όλη σχεδόν τη ζωή του ο μακάριος εκείνος άνδρας την ανάλωσε στην ψυχική ωφέλεια του απλού λαού, και εννοώ την ουράνια και αιώνια ωφέλεια. Ας μείνει αυτό σαν μία απόδειξη ότι αυτό τό βιβλίο υπήρξε άξιο λόγου και όχι «βρωμοφυλλάδα», όπως αποκαλούν χω­ρίς ντροπή κάποιοι από τους σύγχρονους φιλοσόφους τα βιβλία που διδά­σκουν την αρετή και την ευσέβεια.

 

[4] Εννοεί τον Αριστοτέλη, τον θεμελιωτή της Λογικής Επιστήμης.

 

[5] Αριστοτέλους, Ρητορική [1356a] (1). [4] διά μεν (5) ουν του ήθους, όταν ούτω λεχθή ο λόγος ώστε αξιόπιστον ποιήσαι τον λέγοντα: τοις γαρ επιεικέσι πιστεύομεν μάλλον και θάττον, περί πάντων μεν απλώς, εν οις δε το ακριβές μη έστιν αλλά το αμφιδοξείν, και παντελώς.

Νεοελληνική Απόδοση: Ο ρήτορας όταν μιλάει κατά τρόπο που ο λό­γος του να τον κάνει αξιόπιστο, πείθει με τον χαρακτήρα του· γιατί τους έντιμους ανθρώπους τους εμπιστευόμαστε πιο πρόθυμα, γενικά βέβαια για όλα τα θέματα, αλλά με απόλυτο τρόπο για θέματα στα οποία δεν υπάρχει βεβαιότητα και αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας.

 

[6] Μάρκ. ΙΣΤ’, 17-18 (Μτφ.: αυτά τα σημεία θα ακολουθούν όσους πιστέψουν· στο Όνομά Μου θα διώχνουν τα δαιμόνια, θα μιλούν καινούριες γλώσσες, θα σηκώνουν φίδια κι αν πιουν κάτι θανατηφόρο δεν θα τους βλάψει. Θα αγγίζουν τους αρρώστους με τα χέρια τους και κείνοι θα γίνονται υγιείς).

 

[7] Πράξ. Γ’, 7-8. (Μτφ.: στο Όνομα του Ιησού του Ναζωραίου, σήκω και περπάτησε. Και αμέσως στερεώθηκαν τα πόδια και οι αστράγαλοί του και σηκώθηκε μ’ ένα πήδημα όρθιος και περπατούσε· και μπήκε μαζί τους στο Ναό, χοροπηδώντας και δοξολογώντας τον Θεό.

 

[8] Πράξ. Δ’, 10. (Μτφ.: Ας γνωρίζετε κι εσείς και όλος ο λαός του Ισραήλ ότι στο Όνομα του Ιησού του Ναζωραίου, τον Οποίον σταυρώσατε και τον Οποίον ο Θεός ανέστησε από τους νεκρούς, στο Όνομά Του στέκεται όρθιος αυτός ο άνθρωπος).

 

[9] Εννέα είναι τα τάγματα των Αγίων Αγγέλων, κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας: Σεραφείμ, Χερουβείμ, Θρόνοι, Κυριότητες, Αρχές, Εξουσίες, Δυνάμεις, Αρχάγγελοι, Άγγελοι. Με τον όρο Άγγελοι, σημαίνεται και το συγκεκριμένο τάγμα, αλλά και όλες οι επουράνιες δυνάμεις. Προφανώς ο Άγιος χρησιμοποιεί εδώ τον όρο Άγγελος για να υποδηλώσει το συγκεκριμένο τάγμα, γι’ αυτό και το αντιδιαστέλλει προς άλλες επουράνιες δυνάμεις (“υψηλότερα πνεύματα”, όπως λέει στο πρωτότυπο κείμενο).

 

(Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο “Αλεξίκακον Φάρμακον” των εκδόσεων “Γρηγόρη”)

 

 

 

 

[Ψήφοι: 2 Βαθμολογία: 5]