Κυριακή Θ’ Ματθαίου: Πνοή αιωνιότητας

(Α´ Κορ. γ´ 9-17)

Οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦμε τά ἔργα μας καί οἱ κόποι μας νά ἀναγνωρίζονται. Ὅσοι πιστεύουμε στόν Θεό ἔχουμε τήν ἐλπίδα ὅτι, ἀκόμη κι ἄν σ’ αὐτή τή ζωή βροῦμε ἀχαριστία ἤ ἀδιαφορία ἀπό τούς συνανθρώπους μας, ὁ Θεός δέν θά λησμονήσει τίς προσπάθειές μας καί θά μᾶς δώσει τήν ἀνταπόδοση στήν αἰωνιότητα. Μπορεῖ ὁ λογισμός νά μᾶς κατατρώει, ἀλλά καλλιεργούμαστε καί στήν ὑπομονή. Ἐκεῖ πού δυσκολευόμαστε πάντως εἶναι ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀμφισβητοῦν τά ἔργα μας. Καί κάνουμε ἀγώνα ὥστε νά τούς πείσουμε γιά τήν ἀξία τους, γιά τόν κόπο πού ἔχουμε καταβάλει, γιά τή σημασία τοῦ νά ὑπάρχει δικαιοσύνη στή ζωή γιά νά γίνεται ἀποδεκτό ὅ,τι ἀξίζει. Ἰδίως οἱ γονεῖς ἀπέναντι στά παιδιά μας, θέλουμε αὐτά νά μᾶς καταλάβουν καί συχνά παραπονιόμαστε γιά τήν ἀχαριστία τους.


Τά ἐφήμερα δημιουργήματα


Ἄραγε τά ἔργα μας ἀρέσουν στόν Θεό; Μοιάζουμε σάν νά θέλουμε
ἕναν μισθό, μιά ἀνταμοιβή. Καί κοιτάζουμε τόν ἑαυτό μας, ἄν εἴμαστε ἐντάξει, μέ ὅσα πράττουμε ὡς χριστιανοί. Καθησυχάζουμε τή συνείδησή μας, ὅταν συγκρίνουμε τούς ἑαυτούς μας μέ ἐκείνους πού δέν ἔχουν καθόλου σχέση μέ τόν Θεό καί τήν ἐκκλησιαστική συνήθεια καί παράδοση. Κατά βάθος ὅμως γνωρίζουμε πώς τά ἔργα μας δέν φτάνουν νά νικήσουμε τόν θάνατο. Μᾶς παρηγορεῖ ὁ κόπος, ἀλλά γνωρίζουμε ὅτι δέν φτάνει.

Στόν κόσμο σήμερα ὑπάρχουν πολλοί πού εἶναι ἀδιάφοροι καί ἄθεοι,
καθώς ἡ κοινωνία μας βαδίζει τήν ὁδό τῆς ἀπο-χριστιανοποίησης. Θεωροῦν ὅτι ἔχουν ἀποτινάξει τόν ζυγό τοῦ Θεοῦ. Πιστεύουν στόν ἑαυτό τους, στή δύναμη τῆς κοσμικῆς ζωῆς, στά ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτισμοῦ.

Καί ἀναζητοῦν ἀναγνώριση στή γνώση πού συσσώρευσαν, στήν ἐπιστημονική καταξίωσή τους, στήν εἰκόνα τους, στό πόσους ὀπαδούς καί διαδικτυακούς ἀκόλουθους ἔχουν, στό πόσο οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν γι’ αὐτούς. Καί ἐπειδή δέν πιστεύουν στήν ἀνάσταση καί τήν αἰωνιότητα, θεωροῦν πώς μένει γι’ αὐτούς τό ἔργο πού συζητιέται στό «ἐδῶ καί τώρα», καί ὄχι ἐκεῖνο πού ὁ χρόνος θά φανερώσει πόσο πραγματικά ἄξιζε, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι θά πεθάνουν.


Τό ἔργο γιά τόν Θεό

Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας τρίτος δρόμος. Εἶναι ὅσοι μέσα ἀπό τήν πίστη
ἐργάζονται γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον καί ὄχι γιά τόν ἑαυτό τους. Διψοῦν γιά τήν ἀλήθεια πού εἶναι ὁ Χριστός. Ζοῦνε μέ τήν ἐπίγνωση ὅτι ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται μετάνοια, δηλαδή ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ γιά ὅσα δέν μπόρεσε ἤ δέν θέλησε ἤ δέν κατανόησε. Δέν μένουν ὅμως μόνο ἐδῶ. Ἡ ἀναζήτηση γιά τόν Θεό περνᾶ μέσα ἀπό τήν ἀγάπη γιά τόν πλησίον. Καί ἡ ἀγάπη φανερώνεται μέσα ἀπό τήν προσευχή, ἀλλά καί μέσα ἀπό τήν ἐλεημοσύνη. Μέσα ἀπό τό μοίρασμα τῆς γνώσης, τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τοῦ προβληματισμοῦ γιά τή ζωή, ἀλλά καί τή συναίσθηση τῆς ταπεινότητας ὅτι δέν ἐπαρκοῦν. Ὡστόσο δέν κρύβονται. Ἄλλοι ἀφιερώνονται ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Οἱ περισσότεροι ζοῦν τήν ὁδό τοῦ κόσμου. Δέν ἐκκοσμικεύονται ὅμως ἀναζητώντας τήν ἀνθρώπινη δόξα.

Σωτηρία καί δικαίωση

Στήν ἀγωνία λοιπόν γιά τή δικαίωση ἀναφορικά μέ τά ἔργα τῆς ζωῆς
μας ἡ Ἐκκλησία ἀπαντᾶ διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Ἄν τό ἔργο πού ἔχτισε κάποιος ἀντέξει, αὐτός θά λάβει μισθό. Ἄν ὅμως τό ἔργο του καταστραφεῖ ἀπό τή φωτιά, αὐτός θά χάσει τήν ἀμοιβή του, ὁ ἴδιος ὅμως θά σωθεῖ, ὅπως ἕνας πού περνάει μέσα ἀπό τίς φλόγες» (Α ́ Κορ. 3,15).

Μισθό λοιπόν καί ἀνταπόδοση θά λάβει ὅποιος δεῖ τό ἔργο του νά μένει
στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ὅποιος δηλαδή ἔμπρακτα ἀγάπησε τόν Θεό καί τόν πλησίον, χωρίς νά θελήσει νά κάνει ὀπαδούς πού νά τόν δοξάζουν. Ὅποιος θέλησε νά δικαιωθεῖ στούς ἀνθρώπους, τά ἔργα του θά ξεχαστοῦν. Ὁ ἴδιος ὅμως μπορεῖ νά σωθεῖ ἄν ἔχει μετάνοια, διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι τέτοια πού δίνει ἔλεος ἀκόμη καί στόν ἐλάχιστο.

Ὅσοι μένουν ὅμως σέ μία ζωή χωρίς Θεό, διατρέχουν τόν κίνδυνο νά
μήν μπορέσουν νά ἀναγνωρίσουν τόν Θεό στήν αἰωνιότητα.

Ὁ τρόπος τῆς Ἐκκλησίας μᾶς κρατᾶ ταπεινούς σέ ὅ,τι κι ἄν πράττου
με. Μᾶς δείχνει πώς ὁ Θεός συμπληρώνει ὅ,τι μᾶς λείπει. Πώς δέν μᾶς χρειάζεται ἀναγνώριση ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά αἰσθανόμαστε ὅτι κάναμε τό χρέος μας, δείξαμε τήν ἀγάπη, μοιραστήκαμε αὐτό πού μπορούσαμε. Καί ἀπό τό λίγο πού σπείραμε, ὁ Θεός θά θερίσει τόσο ὅσο νά εἴμαστε μαζί του στή βασιλεία του, ἀλλά καί νά μείνει στούς ἀνθρώπους τό ἴχνος ἐκείνων πού πάλεψαν νά ἀφήσουν πίσω τους θεάρεστα ἔργα.

 

π. Θ.Μ.

 

(Πηγή: “Φωνή Κυρίου” APIΘ. ΦΥΛ. 34 (3560), Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 4]