Η υπομονή και η ευχαριστία στην ευρύτερη σκέψη και τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας μας (Αδελφότης Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα)

Η ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ Βαθύτερη έννοια της αρετής της υπομονής
«Όρος υπομονής» Η αρετή της υπομονής, ως υπέρβαση ορισμένων αντί­ξοων καταστάσεων της ζωής, δεν είναι κάποιο περιπτωσιακό φαινόμενο συμπεριφοράς, αλλά τρόπος ζωής. Είναι κάνιστρο που εμπεριέχει τη χάρη και την καρποφόρο λειτουργία πολλών άλλων αρετών. Είναι στεφάνι με όλα τα άνθη των αρετών, τις οποίες, ασφαλώς, προϋποθέτει, καλλιεργεί και αυξάνει.

Λέγοντας υπομονή δεν εννοούμε βέβαια τη μοιρολατρική αποδοχή ή την απλή ανοχή των θλι­βερών καταστάσεων της ζωής, αλλά εκφράζουμε την κατάφαση του λογισμού στη βίωση της θυσίας και του πάθους.

Αναδεικνύουμε δηλαδή τη δυναμική εκείνη, που οδηγεί στην υπέρβαση των φαινομένων.

Η υπομονή είναι χριστοπρεπές ήθος· είναι το μέτρο που φανερώνει το μέγεθος και την ποιότητα της αγάπης μας στον Θεό και της εμπιστοσύνης μας στον Ευαγγελικό λόγο.

Η υπομονή, κατά τον Απόστολο, μας κάνει «συμμόρφους» του Χριστού (Φιλιπ. 3, 10) και είναι «γεννήτωρ» και «συναίτιος» της απολαύσεως των μελλό­ντων αγαθών (Ιωάννης Χρυσόστομος). Με αυτό το στεφάνι της υπομονής, λέει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, «ο Ιησούς συνήθως στεφανώνει τους αθλητές Του». Θεωρεί μάλιστα ως Μάρτυρες τους υπομένοντας και λέει ότι ο Χριστός έστεψε τους Μάρτυρες της υπομονής με στεφάνια που ήταν φτιαγμένα με λουλούδια κάθε είδους.

Η λέξη υπομονή είναι παράγωγο του ρήμα­τος υπομένω (υπο-μένω), μένω δηλαδή κάτω από κάτι, στέκομαι χαμηλά, ταπεινούμαι ή, όπως ο μακαριστός πατήρ Σωφρόνιος θα μας έλεγε, οδεύω προς την κορυφή της αντεστραμμένης πυραμίδας, εκεί όπου βρίσκεται ο Μόνος Ταπεινός:

«Ο Χριστός», λέει, «ως Δημιουργός, δη­λαδή ως αιτία της υπάρξεως του κόσμου, σήκωσε πάνω Του το βάρος των αμαρτιών όλου του κόσμου “γενόμενος υπέρ ημών κατάρα” (Γαλ. 3, 13). Αυτός είναι η κορυφή της αντεστραμμένης πυραμίδας, κορυφή που πάνω της πέφτει όλο το βάρος της υπάρξεως. Όσοι ακολουθούν τον Χριστό με άρρητο τρόπο εξομοιώνονται μαζί Του, σηκώνοντας τα βάρη ή τις αδυναμίες των άλλων: ‘Οφείλουσι δε οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν’ (Ρωμ. 15, 1)» [Π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ: «Ο άγιος Σιλουανός, ο Αθωνίτης», Έκδ. 10η. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Essex. σελ. 302]. Με βάση αυτή την τοποθέτηση, υπομένω σημαίνει πορεύομαι στο βυθό της θάλασσας του πειρασμού, δια της ευχαριστίας, με κατεύθυνση τον πυθμένα της αυτομεμψίας. Εκεί που δεν μπορεί να με φθάσει το καταστροφικό μίσος του Πονη­ρού. Εκεί που δεν υψώνεται το ανυπέρβλητο κύμα του αδυσώπητου «γιατί;». Αυτού του ανεξήγητου, ερωτηματικού που γεννιέται την ώρα της αφόρητης θλίψης και του πειρασμού και δοκιμάζει υπαρξι­ακά τον άνθρωπο.

Εκείνος που υπομένει δεν αντιδρά «δυνα­μικά» -με τη σημασία που δίνει σ’ αυτό τον όρο ο απόγονος του Αδάμ- αλλά αμύνεται σταυρικά. Υπ’ αυτή την έννοια, υπομένω σημαίνει στέκομαι «εν αγάπη, εν προσευχή και επ’ ελπίδι». Είμαι, μ’ άλλα λόγια, γαντζωμένος στο βράχο της πίστης, έτσι που να περάσει το κύμα από πάνω μου και να μη με διαλύσει. Αντλώ δυνάμεις από τη χαρά της θέας του Προσώπου Του. Παραμένω ασάλευτος «επί την πέτραν» (Ματθ. 7, 24) και υπομένω υποταγμένος στο ρήμα του Κυρίου, που μας παραγγέλλει να μην προβάλλουμε αντίσταση στις πειρασμικές επι­θέσεις του πονηρού [«Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ»: Ματθ. 5, 39].

Η υπομονή είναι συνισταμένη πολλών αρε­τών, είναι καρπός σκληρού και γνήσιου αγώνα και ταυτόχρονα η δόξα και ο στέφανος της πνευμα­τικής καρποφορίας. «Ανάλογα με την υπομονή», λέει, «θά ‘ρθουν και τα στεφάνια». Γι’ αυτό και ο άγιος Ησύχιος Ιεροσολύμων, θέλοντας να ορίσει τη μεγάλη δύναμη και την αξία της υπο­μονής, την αποκάλεσε «βασιλικόν περιδέραιον».  «Προσπάθησε», λέει, «να αποκτήσεις την υπο­μονή, γιατί αυτή έχει μεγάλη αξία, όπως ακριβώς έχει και ένα βασιλικό περιδέραιο».

Η υπομονή στην ουσία της είναι βράχος πί­στης, ποτάμι ελπίδας και πέλαγος αγάπης.

Χωρίς τις τρεις αυτές βασικές προϋποθέσεις δεν ανθίζει το σπάνιο και πολύτιμο αυτό άνθος. Από αυτές τις αρετές γεννιέται και ταυτόχρονα αυτές το «υποστασιάζουν» και αυτές το συγκρα­τούν στη ζωή.

Αν δεν πιστεύει κανείς στον Ζώντα Θεό και αν δεν ελπίζει στην αγάπη και στο έλεός Του, πώς μπορεί να υπομείνει, αλλά και τί νόημα μπορεί να έχει η υπομονή του; Αν πάλι δεν μπορεί να αγαπήσει «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής του και εξ όλης της διανοίας του και εξ όλης της ισχύος του» (Μάρκ. 12, 30). Εκείνον που «Πρώτος μας αγάπησε» (Α’ Ιωάν. 4, 19) την εικόνα Του -δηλαδή τον κάθε άνθρωπο- τότε πώς θα μπορέσει να υπερβεί τον εαυτό του; Πώς θα καταφέρει να παρακάμψει το λογισμό του και να βάλει το θέλημα του αδελ­φού μπροστά από το δικό του (Αββάς Δωρόθεος);

Η πίστη στον «Ζώντα Θεόν» ως πηγή έμπνευσης και δύναμης για την άσκηση της αρετής της υπομονής «Τίς η υπομονή μου; ουχί ο Κύριος;» (Ψάλμ. 38, 8) Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να υπομείνει, και μάλιστα να ευχαριστεί τον Θεό για τα λυπηρά, αν δεν έχει προηγουμένως νοηματίσει τη ζωή του η πίστη στον Ζώντα Θεό και αν δεν χαριτώνεται στον αγώνα του από τη στήριξη και την παραμυθία του Παρακλήτου Πνεύματος.

Μόνο η πίστη στον Χριστό μπορεί να δώσει νόημα και περιεχόμενο στον αγώνα του δοκιμα­ζόμενου ανθρώπου και μόνο για Εκείνον και «εν Αυτώ» μπορεί κανείς να αμύνεται στην καταλυτική δύναμη της θλίψεως και της απόγνωσης. Γιατί η υπομονή είναι «έργον πίστεως εν δυνάμει» (Θεοδώρητος Κύρου). Γι’ αυτό, υπομονετικοί, λέει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, μπορεί να είναι μόνο εκείνοι που ανθίζουν «στις αυλές του Κυρίου. Εκείνοι, που, υπομένοντας, είναι ριζωμένοι γερά στην πίστη, αυτοί μονάχα μπορούν να φέρουν πολύ πνευμα­τικό καρπό».

Ο ιερός Φώτιος επίσης ορίζει ως βασική προ­ϋπόθεση και όρο της αρετής της υπομονής, όχι απλά την πίστη, αλλά την πίστη «εν δυνάμει». Δηλαδή τη ζώσα βεβαιότητα, η οποία διακρατεί μόνιμα, ζωντανή και άμεση την παρουσία του Κυρίου στην ψυχή εκείνου που θλίβεται. Στην ομιλία του «Προς Ταράσιον» λέει χαρακτηριστικά: «Υπομονή ση­μαίνει να βλέπεις, με τα πνευματικά σου μάτια, τον αόρατο Θεό, σαν νά ‘ταν συνεχώς μπροστά σου και να υπομένεις με καρτερία αδιάκοπα τα διάφορα δεινά».

Η δυνατότητα, να υπερβεί ο άνθρωπος με μόνες τις δυνάμεις του την αμαρτητική ροπή που τον σέρνει σε εμπαθή αντίδραση, στο μίσος ή ακόμη και στην αντιδικία, είναι από ανύπαρκτη μέχρι μηδαμινή. Μόνο με τη δύναμη που χαρίζει η πίστη στον «Μόνον Αγιον Κύριον» και με την ευλογία της Βαπτισματικής Χάρης μπορεί κανείς να υπερβεί τον εαυτό του και να υπομείνει και έτσι να αξιωθεί να τηρήσει την εντολή Του (Α’ Ιωάν. 2, 26-27). Να παραμείνει δηλαδή την ώρα της καταιγίδας ειρηνικός και αναλλοίωτος, έτσι όπως Εκείνος θέλει. «Μας είναι αρκετή η χάρη της υπομονής, ώστε με αυτή να ξεπεράσουμε στη δύναμη τους πνευματικούς εχθρούς μας» (Θεοδώρητος Κύρου). Γιατί «η Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, την οποία δεχθήκαμε με το Βάπτισμα, φύτευσε μέσα μας τον Θείο πόθο» (Θεοδώρητος Κύρου). Εξαιτίας λοιπόν αυτής της δωρεάς, προσθέτει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «ζώντας σε κοινωνία με τον Θεό, μπορούμε καρτερικά και αδιάκοπα να υπομένουμε».

Ο πειρασμός είναι η δύναμη, αλλά και η εξαιρετική εκείνη ευκαιρία, η οποία αποκαλύπτει την πνευματική κατάσταση της ψυχής (Αββάς Ποιμήν).

Μ’ άλλα λόγια, αν ο άνθρωπος παραμένει ειρηνικός, τις ώρες της υπαρξιακής του αναμέτρη­σης με τις θλίψεις και με τους πειρασμούς, αυτό οφείλεται και είναι αποκλειστικά «αποκύημα έργου πίστεως». Γιατί την ώρα αυτή τη μοναδική, πέφτουν τα προσωπεία, απομακρύνονται τα ιδεατά στοιχεία που επικαλύπτουν την πραγματικότητα και ενεργοποιείται η αυτοάμυνα. Τότε ορθώνε­ται απροκάλυπτα και αμείλικτα, πολλές φορές, η αυτοπροστασία του θιγμένου εγώ, αποκαλύπτο­ντας έτσι ολόγυμνη την αλήθεια της ύπαρξης. Τότε δηλαδή φανερώνεται η ανεπάρκεια των κτιστών ανθρώπινων δυνάμεων και η ανάγκη της συνερ­γασίας του ανθρώπου με τη Χάρη του Θεού. Αυτή ακριβώς είναι η στιγμή που η ψυχή σηκώνει το βλέμμα της στον ουρανό και μαζί με τον Ψαλμωδό ανακράζει: «Τί άλλο μπορεί να με κάνει να αντέξω τα δεινά και να υπομείνω, παρά ο Κύριος και η πίστη μου σ’ Εκείνον;» (Ψαλμ. 38, 8).

Και αυτός ακριβώς, είναι ο λόγος που, πολλές φορές, ο πειρασμός θεωρείται από τους αγίους Πατέρες και είναι πραγματικά για τον άνθρωπο η «ευκαιρία του Θεού» (Γρηγόριος Θεολόγος).

Ο πειρασμός είναι η καίρια εκείνη στιγμή που η πίστη, δια του πόνου, κάνει φανερή την ύπαρξή της, αλλά παράλληλα καταδείχνει και τη γνησιότητά της: «Πίστη έχει κανείς όταν παραμένει ασάλευτος την ώρα του κινδύνου. Γιατί δεν πρέπει μονάχα τον καιρό της ειρήνης και της ηρεμίας να φανερώνει κανείς την πίστη του, αλλά και τη στιγμή της φουρτούνας και της ανεμοζάλης να εξακολουθεί να έχει ασάλευτη την καρδιά του», μας βεβαιώνει ο άγιος Θεοδώρητος Κύρου.

Μ’ άλλα λόγια, υπομονή σημαίνει το να βλέπει κανείς τον ήλιο, όχι μονάχα όταν ο ουρανός είναι καθαρός, αλλά να είναι βέβαιος για την ύπαρξή του και όταν ο ορίζοντας είναι σκεπασμένος με πυκνά, μαύρα σύννεφα.

Η ελπίδα ως γεννήτρια και τροφός της αρετής της υπομονής «Ελπίς, η γεννήτωρ της υπομονής» (Ιωάννης Δαμασκηνός)

Η πίστη όχι μόνο γεννά μέσα στην ψυχή του ανθρώπου την ελπίδα, αλλά και, παράλληλα, καρ­ποφορεί την ελπίδα (Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως). Ο Ψαλμωδός λέει χαρακτη­ριστικά ότι ποτέ δεν θα πάει χαμένη η υπομονή των φτωχών και των ταλαίπωρων ανθρώπων (Ψαλμ. 9, 18). Γι’ αυτό στηρίζεται ο πονεμένος επάνω της, σαν σε βακτηρία, και οδεύει ανάμεσα στα κακοτράχαλα μονοπάτια της ζωής, εξακολουθώντας να καλλιερ­γεί μέσα του την ελπίδα μιας άνοιξης: «Αν ποτέ πέσει κανείς σε πειρασμούς, ας έχει την υπομονή και την ελπίδα αντί για ραβδί και πάνω τους να στηρίζεται», λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης.

Ο δρόμος προς τον ουρανό είναι για τους πιστούς πάντα μονόδρομος. «Ο λαός του Θεού», λέει ο Αγιος, «είναι τις περισσότερες φορές, έθνος καταπατημένο και γεμάτο ελπίδα· ελπίδα που γεννιέται από την υπομονή» (Προκόπιος Γάζης).

Η ελπίδα είναι το άνθος που ανοίγει όπου ανατέλλει ο «Ανέσπερος Ήλιος», εκεί όπου υπάρχει προέκταση του σήμερα. Εκεί που ο άνθρωπος πε­ριμένει «εν νήψει και εγρηγόρσει» τον Κύριο του «πότε αναλύσει εκ των γάμων» (Λουκ. 12, 36). Γιατί, καθώς λέει ο άγιος Θεοδώρητος Κύρου, «εκείνος που είναι φλογερός στο πνεύμα και εργάζεται πρόθυμα για τον Κύριο και αναμένει την απόλαυση των μελλο­ντικών αγαθών, αυτός και στους πειρασμούς που τον βρίσκουν αντιτάσσει την υπομονή, καλώντας διαρκώς σε συμμαχία του τη Θεία Χάρη».

Έτσι, συμπληρώνει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Μωυσής, οδηγώντας το λαό του Θεού, ανά­μεσα σε τόσους πειρασμούς και βάσανα, προς τη γη της επαγγελίας, «τον αόρατον ως ορών εκαρτέρησεν». Αντεξε τα δεινά της έρημης γης και τις τόσες άλλες δοκιμασίες, υπομένοντας και προσβλέποντας στο Πρόσωπο Εκείνου, ο Οποίος τον κατεύθυνε. Γιατί εκείνος που υπομένει «επ’ ελπίδι» δεν είναι ποτέ μόνος. «Επόπτης» των αγώνων του «εστίν ο των όλων Θεός». Η ελπίδα δεν είναι μονάχα ανθρώπινο κατόρ­θωμα, αλλά πρωτίστως είναι έργο της Χάριτος του Θεού, ο Οποίος εποπτεύει και στεφανώνει την προαίρεση του ανθρώπου και τον διαρκή αγώνα για την τήρηση των Ευαγγελικών εντολών: «Ο Θεός», λέει ο άγιος Θεοδώρητος Κύρου, «μας χάρισε την ελπίδα της αναστάσεως των νεκρών, της αθάνατης ζωής, της βασιλείας των ουρανών. Πρέπει λοιπόν να κάνει υπομονή όποιος έχει δεχθεί αυτή την ελπίδα και να σηκώνει με γενναιότητα τις θλίψεις που τον βρίσκουν. Γιατί τα πάντα είναι κάτω από το μάτι του Θεού».

Το πρόσκαιρο αυτής της ζωής και η ρευστό­τητα που εκπηγάζει από τη χοϊκότητα των πάντων, δεν αποκαρδιώνει τον πιστό. Αντίθετα, η επίγεια ματαιότητα προσφέρει στον σώφρονα νου «το ακατάσειστον εν υπομονή» (Κύριλλος Αλεξανδρείας) και τη χάρη της προσμονής της «Ανέσπερης Ημέρας».

Επιπλέον, τα επιτεύγματα της επιστήμης, η ευρύτητα της γνώσης, η συσσώρευση των αγαθών, το κάλλος, η υγεία και όλα τα θεωρούμενα αγαθά αυτής της ζωής, καταντούν για τον γνώστη της ύπαρξης της «γης των ζώντων» δευτερεύοντα στοι­χεία, κούφια παραγεμίσματα της φθαρτής καθημε­ρινότητας. Γι’ αυτό και όταν επιτρέπει ο Θεός να στερηθεί ένα ή και όλα αυτά, αυτός δεν απειλείται υπαρξιακά. Προσδοκά την «Ημέρα του Κυρίου», τότε που θα του χαρισθούν αιώνια τα πάντα και μάλιστα «εκατονταπλασίονα».

Σ’ αυτή τη βάση κινείται η σκέψη του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ο οποίος παρηγορεί τους πιστούς που βρίσκονται σε θλίψεις και τους λέει: «Πάρτε δύναμη, για να υπομείνετε. Και αν σας βρει κάποια θλίψη από πειρασμούς που έχουν ξεσηκω­θεί εναντίον σας, και αν αντιμετωπίζετε την ωμή συμπεριφορά εκείνων που σας καταδιώκουν, κάνετε λίγο υπομονή και σηκώστε για λίγο τις θλίψεις, για να αξιωθείτε να αποκτήσετε τον πλούτο της ελπίδας, εννοώ την ελπίδα εκείνη, που προσδοκά όσα ξεπερνούν τον ανθρώπινο νου. “Εκείνα που ποτέ δεν τα ατένισε ανθρώπινο μάτι και ανθρώπινο αυτί δεν άκουσε και ούτε έφθασε ποτέ κανείς να επιθυμήσει, όσα ετοίμασε ο Θεός για εκείνους που τον αγαπούν”» (Α’ Κορ. 2, 9).

Η ελπίδα και η υπομονή είναι «το πνευ­ματικό εκείνο υποστήλωμα», λέει ο Θεοδώρητος Κύρου, «το οποίο μπορεί να στηρίξει όποιον έχει αποκάμει από τα χτυπήματα των πειρασμών και των θλίψεων. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρεί μάλιστα τη γενναιότητα και την υπομονή κατά τον καιρό των θλίψεων, ως κύριο χαρακτη­ριστικό γνώρισμα των πιστών που τους κάνει να ξεχωρίζουν από τους άλλους ανθρώπους.

Βασική προϋπόθεση της ασκήσεως της αρετής της υπο­μονής είναι η σταυρική αγάπη του υπομένοντος «Υπομονή: Αγάπη έγκοπος» (Ιωάννης Δαμασκηνός) Η υπομονή είναι γεννήτορας και καρπός όχι μόνο της ελπίδας, αλλά και της αγάπης. Αγάπης προς τον Θεό και ταυτόχρονα, προς την εικόνα Του, τον κάθε συνάνθρωπο. Και αυτή νοείται, καθώς λέει ο άγιος Κλήμης Αλεξανδρείας, ως έκφραση πραότητας, καλοσύνης, υπομονής, έλλειψης φθόνου, ζήλειας, μίσους και μνησικακίας. Εκείνος που υπομένει «εν γνώσει» έχει, κατά κύριο λόγο, και γνώση της Θείας Αγάπης και της Πρόνοιάς Της για τον άνθρωπο. Παράλληλα έχει πλήρη επίγνωση της μηδαμινότητας, της φτώχιας και της αμαρτωλότητας αυτού του ιδίου. Γιατί η συνέπεια στην τήρηση των εντολών του Θεού και η έως θανάτου υπομονή αποτελεί, κατά τον Κυριακό λόγο, απόδειξη της αγάπης μας προς Εκείνον τον Ίδιο, αλλά και προς την εικόνα Του, τους συνανθρώπους μας («Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε»: Ιωάννου 14, 15).

Ο Μέγας Βασίλειος, ερμηνεύοντας το σχε­τικό Ευαγγελικό χωρίο, λέει ότι αποδεικτικό στοι­χείο του ότι αγαπάμε τον Θεό είναι η τήρηση των εντολών Του με υπομονή μέχρι θανάτου. Στην ίδια ευθεία βρίσκεται και η σκέψη του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ο οποίος επισημαίνει ότι η αγάπη γίνεται φανερή από την ύπαρξη της υπομονής στις θλίψεις. Και αυτό γιατί, χωρίς τον συνεκτικό δεσμό της υπομονής, η αγάπη δεν μπο­ρεί να σταθεί και διαλύεται. «Το να αγαπάς», λέει, «τον Θεό σημαίνει το να υπομένεις τις υπέρ Αυτού θλίψεις και έτσι να συνδυάσεις την αγάπη με την υπομονή. Καλύτερα να πω, να σφραγίσεις την αγάπη με την υπομονή. Γιατί, αν αγαπάμε αλλά δεν υπομένουμε, διαλύεται η αγάπη και δεν ζει». Υπομένοντας κανείς ταπεινά «τον καύσωνα της ημέρας» και εναποθέτοντας «πάσαν την ζωήν του Χριστώ τω Θεώ» (Θεία Λειτουργία), δεν βασίζεται πλέον στις δυνάμεις του, δεν λειτουργεί το θέλημά του, δεν εμπιστεύεται στο λογισμό του. Περιμένει μονάχα τη δική Του απλανή χειραγωγία και εκζητεί τη δική Του αληθινή γνώση και την άνωθεν σοφία: «Κύριε, γνώρισόν μοι και γνώσομαι» (Ιεζ. 11, 18), λέει ο Προφήτης. Είναι σαν να θέλει μ’ αυτό ο Προφήτης να πει:

Κύριε, αποκάλυψέ μου την αλήθεια. Γιατί Εσύ είσαι η Αλήθεια. Γνώρισέ μου το επέκεινα της πεπερασμένης σοφίας μου, το πέραν των φαινομένων. Γιατί τα φαινόμενα απατούν. Και εγώ, ως άνθρωπος πεπερασμένος και άσοφος, επηρεάζομαι μονάχα απ’ όσα βλέπω και αγγίζω. Και γι’ αυτό ατυχώς, με βάση τα παράγωγα των φαινομένων και των αισθήσεων, οικοδομώ τις σχέσεις μου με Εσένα και με τους αδελφούς μου…

Μια τέτοια υπομονή αποφέρει στην ψυχή τα αγαθά της «υιότητας». Όταν δηλαδή ο άνθρωπος τελεί εν γνώσει και εν συνειδήσει της παιδαγωγίας που του παρέχεται, δια των θλίψεων, από τον Ουράνιο Πατέρα του, τότε είναι έτοιμος να δε­χθεί τα διάφορα αντίξοα και λυπηρά, ως καρπό αυτής της αγάπης και της προνοίας Του για τον άνθρωπο. «Εάν υπομένετε την παιδαγωγία, ο Θεός συμπεριφέρεται σε σας όπως ένας πατέρας στα παιδιά του» (Εβρ. 12, 7), λέει ο Απόστολος. Έτσι, κατά τον Προφητάνακτα, «εκείνοι που σπέρνουν με δάκρυα θα θερίσουν γεμάτοι αγαλλίαση» (Ψαλμ. 125, 5). Θα θερίσουν ασφαλώς, από αυτή κιόλας τη ζωή και «εν μέσω ποικίλων θλίψεων», την παράκληση και τη Θεία παραμυθία των «πεφιλημένων υιών» του Πατέρα. Οι υπομένοντες, λέει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύ­μων, έχουν πάντα προ οφθαλμών την «ημέραν της υπομονής του Κυρίου» και «μετέχοντας στη δική Του ζωή μπορούν και κάνουν υπομονή. Γιατί, με την υπομονή αξιώνονται να βρίσκονται πάντα δίπλα Του». Και όταν η ψυχή τους συνθλίβεται στις μυλόπετρες του πόνου, ξέρει αυτή που να στρα­φεί και σε Ποιον να καταφύγει. Ατενίζει Εκείνον, που, «ώσπερ πελεκάν τετρωμένος τη καρδία» («Εγκώμια» του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου), κρέμεται στο Σταυρό της Αγάπης. Αγκαλιάζει έτσι και τον δικό του σταυρό και πορεύεται να συσταυρωθεί με Εκείνον, «ίνα ζήση» (Γαλ. 2, 19).

Η αναφορά, εκείνου που υπομένει «εν γνώσει», είναι πάντα προς το Πρόσωπο «του υπέρ ημών Παθόντος και Αναστάντος Κυρίου» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Εκεί προσβλέπει, Εκείνον έχει πρότυπο και εμπνευστή. Εκείνον, τον «κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν» Κύριον (Τροπάριον Κανόνος Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου). Από Εκείνον προσπορίζεται δύναμη και υπομονή, για να αντέξει τους δικούς του «μώλωπες και τα στίγματα»· τις πληγές που αφήνει επάνω του το βαθύ άροτρο του πόνου: «Ας έχουμε στο νου μας», λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «και κατά την ώρα της τρικυμίας την καλοκαιρία και κατά τον καιρό του χειμώνα τον Κυβερνήτη. Ας μη δειλιάσουμε μπροστά στις θλίψεις, ούτε να γίνουμε σαν τους κακούς δούλους. Όταν δηλαδή απολαμβάνουμε τις δωρεές Του, να Τον δοξάζουμε και όταν μας παιδαγωγεί, να αντιδρούμε. Γιατί πολλές φορές είναι πιο ωφέλιμος ο πόνος από την υγεία και η υπομονή από την άνεση».

Ατενίζοντας ο πιστός τον Σταυρό και ακο­λουθώντας τα ίχνη του «Πάσχοντος Δούλου» (Ησ. 49, 1-53), ζωγραφίζει στην ψυχή του, με τον λεπτό χρωστήρα της Χριστομίμητης υπομονής, τη δική Του μορφή και γίνεται και αυτός χριστοειδής. «Όλα αυτά» λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «τα υπέμεινε με πραότητα και μακροθυμία Εκείνος που, με τη δική Του συμπεριφορά, έθεσε νόμο για μας τη μακροθυμία». Κατά τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, ο άνθρωπος πρέπει να προσβλέπει στον Χριστό, στην Πρωτότυπη Εικόνα του Θεού. Σ’ αυτή την εικόνα να ατενίζει και κατά το παράδειγμά της να καλ­λωπίζει και τη δική του τη μορφή. Έτσι θα γίνει κι αυτός εικόνα του αόρατου Θεού, η οποία θα έχει ζωγραφισθεί με το πινέλο της υπομονής».

Η Αποστολική φωνή που παροτρύνει τον πιστό λέγοντας, «ει υπομένομεν και συμβασιλεύσομεν» (Β’ Τιμ. 2, 12), ενισχύει την καρτερία και κάνει τον άνθρωπο, που ο πόνος και η κακόβουλη επέμβαση του Πονηρού τον έχει καταντήσει «πτώμα εξαίσιον» (Ιώβ 18, 12), να αναζωογονηθεί και να γίνει και αυτός με τη σειρά του «πανσθενουργός» και αδιάπτωτος, από τις καταιγίδες των πειρασμών και από τα πικρά βέλη του πόνου. «Πρέπει να μιμούμαστε τον Χριστό κατά τα παθήματά Του και να ζηλεύουμε την υπομονή Του» μας παραγγέλει ο άγιος Κλήμης Ρώμης. Γι’ αυτό, ο πιστός αγωνίζεται διαρκώς και επίπονα -όσο και αν αυτό του στοιχίζει- και προσπαθεί, όχι μόνο να μην εκπίπτει της αγάπης, αλλά και να αποδέχεται «Χριστοπρεπώς» τους εκάστοτε σταυρωτές του. Έτσι, «ακολουθώντας τα ίχνη Του» (Α’ Πέτρ. 2, 21) και υπομένοντας, διδάσκεται ο άνθρω­πος να ανιχνεύει τη φλέβα εκείνη, η οποία εκβλύζει το «ύδωρ το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 4, 14). Κι όταν τα βάσανα χτυπούν το σώμα, ο άνθρωπος του Θεού προσβλέπει προς το Σταυρωμένο Κυριακό Σώμα και, αντλώντας δύναμη από την λογχευμένη πλευρά Του, υπερβαίνει τον δικό του «σκόλωπα της σαρκός» (Β’ Κορ. 12, 7). Απομακρύνεται ο λογισμός από τον πόνο των δικών του σωματικών μελών, από τον ακρωτηριασμό και την πάσης φύσεως ανα­πηρία και συνθέτει, με το δοξάρι του πόνου του, δοξολογικό παιάνα προς τον «Πάσχοντα Δούλο» (Ησ. 49, 1), αναβοώντας σταυροαναστάσιμα:

«Έκαστον μέλος της αχράντου Σου σαρκός, ατιμίαν δι ημάς υπέμεινε· τας ακάνθας η κεφαλή, η όψις τα εμπτύσματα, αι σιαγόνες τα ραπίσματα, το στόμα την εν όξει κερασθείσαν χολήν τη γεύσει, τα ώτα τας δυσεβείς βλασφημίας, ο νώτος την φραγγέλωσιν και η χειρ τον κάλαμον αι του όλου σώματος εκτάσεις εν τω σταυρώ- τα άρθρα τους ήλους και η πλευρά την λόγχην» (Στιχηρόν των Αίνων του Όρθρου της Μ. Παρασκευής).

Βλέποντας ο βασανισμένος άνθρωπος τα Πα­νάγια μέλη του Κυρίου, πάσχοντα και οδυνόμενα, παίρνει κουράγιο για να υπομείνει και αυτός τον δικό του πόνο ή την αναπηρία των δικών του μελών. Ζει εν κοινωνία με τον «Πάσχοντα Κύριο» και μοιράζεται μαζί Του τον ασύγκριτα μικρότερο προσωπικό του πόνο. Γιατί, όπως μας συνιστά ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «κάθε μέλος του σώματος χρεωστεί στον Δημιουργό του την υπομονή». Έτσι και ο βασανισμένος άνθρωπος, ως άλλος Μάρτυς αναβοά αποφασιστικά: «Ας με σουβλίζει αυτός που με τρυπάει- ας με καταξεσχίσει εκείνος που με χτυπάει- ας πλησιάσει πάνω μου τη φλόγα εκείνος που με καίει- ας μου βγάλει τη γλώσσα εκείνος που ενοχλείται από τα λόγια μου- γιατί κάθε μέλος του σώματος χρωστά στον Δημιουργό του την υπομονή».

Ο άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης γράφοντας προς τους Φιλιππισίους, τους συνιστά να ζήσουν την αγάπη τους προς τον Θεό και να αυξηθούν πνευματικά με το να γίνουν μιμητές της «υπομονής του Χριστού» (Β’ Θεσ. 3, 5). Γιατί «Εκείνος», λέει, «υπέμεινε τα πάντα για να ζήσουμε εμείς. Ας γίνουμε λοιπόν, μιμητές της υπομονής Του. Και αν πάσχουμε για το Αγιο Όνομά Του, έτσι Τον δοξάζουμε. Γιατί αυτό το παράδειγμα μας έδειξε ο Ίδιος ο Κύριος και εμείς σ’ αυτό πιστεύσαμε. Σας παρακαλώ λοιπόν όλους σας, να πειθαρχείτε στον άγιο λόγο Του και να κάνετε πάντα και σε όλα υπομονή». Με αυτή την έννοια, η υπομονή είναι η ισχυρότερη και η πλέον αδιαμφισβήτητη απόδειξη της αγάπης.

Η πάσχουσα αγάπη είναι η μόνη δοκιμασμένη και γνήσια, γιατί αυτή μονάχα, με συνεργό την «εξ ύψους δύναμη» (Λουκ. 24, 49), «έχει διέλθει δια πυρός και σιδήρου», μένοντας αναλλοίωτη. Και γι’ αυτό είναι και η μόνη που είναι «χριστομίμητη» και γι’ αυτό μπορεί να αντέξει και να υπομείνει «εις τέλος» (Ιωάν. 13, 1). Γιατί, καθώς μας επισημαίνει ο άγιος Κλήμης Αλεξανδρείας, «ούτε μόνο η πίστη, ούτε μόνο η αγάπη, ούτε η καρτερία μιας ημέρας, αλλά εκείνος που θα υπομείνει τα πάντα έως το τέλος, αυτός θα σωθεί».

Οι προϋποθέσεις και οι εξωτερικές συγκυρίες, που γεννούν τους πειρασμούς και τις εξ αυτών προερχόμενες θλίψεις, διαφέρουν κατά το είδος και την προέλευση.

Στη σκέψη των αγίων Πατέρων της Εκκλη­σίας μας, οι πειρασμοί, αν και παρουσιάζονται δι­αφορετικοί κατά το φαινόμενο, εντούτοις έχουν το αυτό βασικό αίτιο και αποφέρουν το ίδιο πλήγμα στον άνθρωπο. Σηματοδοτούν μάλιστα οι άγιοι Πατέρες ως ευαίσθητο σημείο -στο οποίο πλήττε­ται η ψυχή κατά την σταυροαναστάσιμη πορεία της και στο οποίο κατά κύριο λόγο καλείται να λειτουργήσει την αρετή της υπομονής- την επιτυχη­μένη σχέση της με τον Θεό και τον συνάνθρωπο.

Επειδή στη συνείδηση του μεταπτωτικού ανθρώπου εύκολα αναφύεται κάποια σύγχυση που τον οδηγεί στο να ταυτίζει τον άνθρωπο με τις πράξεις του και με την εν γένει συμπεριφορά του, η αγάπη του προς τον αδελφό «ψύχεται» (Ματθ. 24, 12). Αυτό ακριβώς αποτελεί το συστατικό στοιχείο της πρόκλησης. Γιατί έτσι γίνεται εμφανής η ανάγκη της ύπαρξης και της λειτουργίας της ανοχής, της μακροθυμίας και της υπομονής.

Μ’ άλλα λόγια, όλη η προσπάθεια γίνεται για να μην προδώσει ο πιστός την αγάπη προς τον Θεό και προς τον αδελφό. Αγωνίζεται λοιπόν να παρα­μείνει στο σταυρό του, εδραιωμένος στην πίστη και αναλλοίωτος αγαπητικά, όπως ακριβώς παρέμεινε πάνω στο Σταυρό Του ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος, προς τον Οποίο ο δοκιμαζόμενος καλείται να προσβλέπει και του Οποίου «τα ίχνη να κατακολουθεί» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Αυτό ακριβώς είναι το βασικό νόημα, η ουσία, θα λέγαμε, του πειρασμού.

Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά πα­ραδείγματα της χριστομίμητης αυτής στάσης κατά την ώρα του πειρασμού, είναι εκείνο του πρωτομάρτυρα Στέφανου, ο οποίος απέδειξε το αναλλοίωτο της αγάπης του προς τους δημίους, με την μνημειώδη εκείνη προσευχητική φράση του: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. 7, 60). Ο πειρασμός -είτε αυτός έχει προκληθεί από πάθος ή λάθος του ίδιου του ανθρώπου, είτε από κάποιο αντίστοιχο του συνανθρώπου του-δοκιμάζει πάντα στην καρδιά του την αγάπη, «ήτις εστί σύνδεσμος της τελειότητος» (Κολ. 3, 14). Έχει δηλαδή στόχο του να σκοτώσει ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει για τον άνθρωπο στη ζωή, την αγάπη, την κοσμοσωτήρια αυτή και ψυχοτρόφο δύναμη. Και αυτό γιατί ο πειρασμός μετατρέπει την καρ­διά του ανθρώπου σε πεδίο αναμέτρησης. Εκεί, όταν λείψει η κατά Θεόν ζωή της υπομονής και της ευχαριστίας, μπορεί να ατενίσει κανείς αδελ­φοκτόνους και θεοκτόνους λογισμούς, γη «έρημη, άβατη και άνυδρη» (Ψαλμ. 63ος, 25).

Η προσβολή, η ύβρις, η αχαριστία, η συ­κοφαντία, η ασυμπάθεια και όλες οι παρόμοιες εμπαθείς κινήσεις της ψυχής του συνανθρώπου, είναι πάντα μια ισχυρή πρόκληση για αναμέτρηση των δυνάμεων της ψυχής αυτού που δοκιμάζεται, με «την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. 10, 19) -η οποία ασφαλώς σε τέτοιες περιπτώσεις, συνεργάζεται στενά με τα πάθη του πλησίον- αλλά και του ιδίου του πάσχο­ντος. Τότε, καθώς λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, αν δεν υπομείνει ο άνθρωπος τη θλίψη που τον βρήκε με υπομονή, υφίσταται «διπλήν βάσανον»: «Πάσα θλίψις» λέει, «μη μετέχουσα υπομονής διπλή εστίν η βάσανος αυτής». Πρέπει, μ’ άλλα λόγια, να υπομείνει κανείς καρτερικά και αυτή την ίδια την προσβολή αλλά ταυτόχρονα να διαφυλάξει αναλλοίωτη στην ψυχή του την αγάπη προς εκείνον που τον προκαλεί. Ο αββάς Δωρόθεος συστήνει στον πιστό, που βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν τέτοιο πειρασμό, να προσεύχεται θερμά. Δίνει μάλιστα και τον τύπο μιας τέτοιας προ­σευχής, υποδεικνύοντας έμμεσα και τα βιώματα που πρέπει να κυριαρχούν στην ψυχή εκείνου που βρίσκεται στη δοκιμασία. Λέει λοιπόν ο Αββάς σε κάποιον αδελφό που βρισκόταν σε πειρασμό: «Αν συνεχίζεται η ταραχή, βίασε την καρδιά σου και προσευχήσου λέγοντας: «Φιλάνθρωπε και φιλόψυχε Θεέ μου, Συ που από την πολλή Σου αγαθότητα μας έφερες από την ανυπαρξία στη ζωή, για να απολαύσουμε τα αγαθά Σου και, μολονότι παραβήκαμε τις εντολές Σου, μας ξαναμάζεψες κοντά Σου, με το Αίμα του Μονογενούς Υιού Σου, του Σωτήρα μας, έλα και τώρα και στάσου κοντά μας την ώρα αυτή της αδυναμίας μας και επιτίμησε την ταραχή της καρδιάς μας, όπως ακριβώς επιτίμησες τότε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Κάμε ώστε να μη στερηθείς την ίδια ώρα και τα δυο παιδιά Σου, που τα θανάτωσε η αμαρτία και μη μας πεις ποτέ, τι και αν έχυσα για σας το Αίμα μου, ποιά η ωφέλεια που κατέβηκα για σας στον Αδη; (Ψαλμ. 29, 10) “αληθινά σας λέω, δεν σας γνωρίζω” (Ματθ. 25, 12), γιατί “σας τελείωσε το λάδι και σβήσανε οι λαμπάδες σας”».

Σε τελευταία ανάλυση, εκείνος που αγωνίζε­ται να υπερβεί τον πειρασμό, για να κρατήσει την αγάπη αναλλοίωτη, είναι πάντα σταυρωμένος. Αυτή όμως η φαινομενική ήττα του, αν είναι ειλικρινής επιλογή του και αν τα βιώματά του είναι ταπεινά και ευχαριστιακά, κυοφορεί οπωσδήποτε και την ανάστασή του.

Ο πόνος και ο πειρασμός ως πρόκληση και ευλογία «Εν υπομονή πολλή» (Β’ Κορινθ. 6, 4)

Προκειμένου να προσεγγίσει κανείς την έννοια και το βάθος της αρετής της υπομονής, περνάει υποχρεωτικά -σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν έως τώρα- από το δίαυλο των εννοιών, «πειρασμοί» και «θλίψεις». Γιατί οι πειρασμοί και οι θλίψεις είναι το στημόνι εκείνο, πάνω στο οποίο καλείται ο πιστός να εργασθεί και να προσθέσει, «εν υπομονή πολλή», το δικό του υφάδι, ώστε να αξιωθεί τελικά να φθάσει στην πνευματική του ολοκλήρωση και να εκπληρώσει την αποστολή και την κλήση του «άγιοι γίνεσθαι, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α’ Πέτρ. 1, 16). Υπ’ αυτή την έννοια, οι πειρασμοί και τα ποικίλα βάσανα, αν και ανεπιθύμητα από τον μεταπτωτικό άνθρωπο, είναι η βασική προϋπόθεση της πνευματικής καρποφορίας του.

Παρόλο που η «κεκλεισμένη» πύλη του κή­που της Εδέμ ανοίχθηκε οριστικά, μετά τη ζωηφόρο Ανάσταση του Κυρίου και παρόλο που ο «Προαιώνιος Παράδεισος» προσέλαβε σάρκα και έκτοτε προσφέρεται ως «βρώσις και πόσις» των πιστών παιδιών Του και ο Παράκλητος παραμυθεί τους αγωνιστές πολίτες της «καλλιπόλεως των ουρανών», εντούτοις το δάκρυ δεν έπαυσε να τρέχει διαρκώς άφθονο στον δύστηνο πλανήτη μας και στις φτωχιές καρδιές μας.

Ο πόνος είναι αναπόφευκτα για τον πιστό το καθημερινό πνευματικό του «σιτομέτριον» (Λουκ. 12, 42), όπως ακριβώς το βαθύ όργωμα της χέρσας γης, είναι προϋπόθεση για τη σπορά και την καρποφορία της (Ιωάν. 15, 5). Ο Δημιουργός και Κύριός μας Ιησούς Χρι­στός, γνωρίζοντας το ευάλωτο και την ασθένεια της ανθρώπινης φύσης, μας δίδαξε, όταν προ­σευχόμαστε και απευθυνόμαστε στον επουράνιο Πατέρα μας, να Τον παρακαλούμε λέγοντας: «Μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού» (Ματθ. 6, 13). Στις διάφορες επίσης λα­τρευτικές ακολουθίες της Εκκλησίας μας, και κυρίως κατά τη Θεία Λειτουργία, ο Λειτουργός προτρέπει το πλήρωμα των πιστών να παρα­καλέσουν όλοι μαζί τον Κύριο «υπέρ του ρυσθήναι ημάς από πάσης θλίψεως, οργής, κινδύνου και ανάγκης…». Και αυτό το αίτημα επαναλαμβάνεται, κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, ως πάγια ικεσία των μελών της λατρευτικής Σύναξης και ως εκζήτηση της Θείας επέμβασης στη ζωή του κάθε πιστού. Παρακαλεί σύσσωμη η Εκκλησία, ώστε να μην επιτρέψει ο Θεός να βρεθεί κάποιος πιστός στην ανάγκη να γευθεί το πικρό ποτήρι της πάσης φύσεως θλίψης, οδύνης και πειρασμού.

Η ανησυχία είναι εύλογη και το αίτημα αποφυγής της θλίψης πλήρως κατανοητό από τον καθένα. Γιατί όλοι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, είναι εμπειρικά γνώστες του τι μπορεί να σημαίνει, για την όλη ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου, ένας αναπάντεχος πειρασμός, μια θλίψη ή ακόμα και αυτά που ονομάζουμε συνηθισμένα, καθημερινά «μικροβάσανα» αυτής της ζωής.

Ο απόστολος Ιάκωβος ο αδελφόθεος θεωρεί ότι είναι μακάριος ο άνθρωπος που αντιμετωπί­ζει σθεναρά και με ευχαριστιακό φρόνημα τους πειρασμούς, αφού κατά την επίγεια πορεία του ο άνθρωπος έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με ποικι­λόμορφες αντίξοες καταστάσεις, η αντιμετώπιση των οποίων απαιτεί μεγάλα αποθέματα αντοχής, μακροθυμίας, και υπομονής.

Οι θλίψεις —είτε αυτές είναι συνέπεια και αποτέλεσμα προσωπικής αμαρτίας είτε είναι παραχώρηση του Θεού για παιδαγωγία του ανθρώπου- είναι πάντα αφορμή για τον καθένα να δοκιμασθεί και, όπως θα λέγαμε απλά, να «δώσει εξετάσεις» ενώπιον «Αγγέλων και ανθρώπων».

Σχολιάζοντας το σχετικό χωρίο της Επι­στολής του αποστόλου Ιακώβου ο άγιος Νικόδη­μος ο Αγιορείτης, λέει: «Μακάριος είναι όποιος υπομένει πειρασμό, είτε αυτός ο πειρασμός έρχεται κατά παραχώρηση Θεού, εξαιτίας της αμαρτίας μας, είτε επειδή και πάλι τον επιτρέπει ο Θεός για τη δοκιμασία και την πνευματική μας πρόοδο. Δοκιμαζόμαστε ώστε, δια της υπομονής, να καταξιωθούμε της αιώνιας ζωής. Πριν έρθουν οι πειρασμοί πρέπει, όπως ακριβώς μας δίδαξε ο Κύριος, να προσευχόμαστε να μην έρθουν. Όταν όμως μας βρουν πειρασμοί, τότε πρέπει οπωσδήποτε να τους υπομείνουμε με ανδρεία και ευχαριστία προς τον Θεό… Εάν λοιπόν, εσύ χριστιανέ, υπομένεις ευχαρίστως τους κατά πα­ραχώρηση του Θεού πειρασμούς που σου έρχονται για τις αμαρτίες σου, πληρώνεις το χρέος και τον κανόνα των αμαρτιών σου και παίρνεις έτσι συγχώρηση. Και αν υπομένεις εκείνους που σε βρίσκουν κατά παραχώρηση του Θεού για να δο­κιμασθείς, τότε θα πάρεις το στεφάνι, όπως ο Ιώβ και ο Αβραάμ. Θα πάρεις, καθώς λέει ο Προφήτης Ζαχαρίας, το στεφάνι εκείνο που προορίζεται γι’ αυτούς που υπομένουν (Ζαχ. 6, 14), για όσους αγωνίζονται να λειτουργήσουν την υπομονή και για εκείνους που γνωρίζουν καλά την αξία της». Στο πεδίο της αναμέτρησης, μ’ άλλα λόγια, ο άνθρωπος βρί­σκεται όχι άσκοπα και ανοημάτιστα, αλλά για να αναδειχθεί νικητής και να πορευθεί καθαρότερος και πλέον ενισχυμένος προς την ανοδική και χριστομίμητη, ουράνια πορεία του. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέει χαρακτηριστικά ότι ο Θεός δεν είναι αμέτοχος του αγώνα των πιστών, αλλά ότι προσθέτει στην αγαθή προαίρεση του ανθρώπου που δοκιμάζεται και αντιστέκεται «εν Χριστώ», «την άνωθεν ευσθένειαν», δηλαδή τη βοήθεια και την παραμυθητική επίσκεψη του Παρακλήτου Πνεύματος.

Η αυτομεμψία και τα ευχαριστιακά βιώματα ως σω­τήριο αντίδοτο και τροφοδότες της αρετής της υπο­μονής «Εμόν το τραύμα» (Ιωάν. Σιναΐτου, Κλίμαξ)

Η συνήθης αντίδραση του ανθρώπου, όταν αυτός πλήττεται από κάποιον πειρασμό, είναι να βρει τον αίτιο που προκάλεσε την αναπάντεχη θλίψη του. Και ως χώρος ανίχνευσης προσφέρεται, συνήθως, κάθε «άλλο και άλλος», εκτός από τον ίδιο τον εαυτό του. Κάποιος άλλος πάντα φταίει για το καθετί. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις που ο πει­ρασμός δεν προκαλείται άμεσα από κάποιο συν­άνθρωπο -ώστε να αποδοθεί σ’ αυτόν η ευθύνη για την κακοτυχία- αλλά είναι, για παράδειγμα, μια αρρώστια, μια φυσική καταστροφή ή ο θάνατος κάποιου προσφιλούς προσώπου. Τότε ο άνθρω­πος δέχεται ισχυρή πρόκληση για να αντιδράσει θετικά ή αρνητικά, ανάλογα με το που ο ίδιος θα αποδώσει τα αίτια της συμφοράς του.

Αν, μ’ άλλα λόγια, θεωρήσει κανείς ως αίτιο της θλίψης του τον Θεό, τότε σίγουρα θα δοκιμα­σθεί πολύ η πίστη του, αλλά πολύ περισσότερο, η αγάπη του προς Αυτόν. Και τότε είναι που θα γίνει όχι «διπλή», αλλά πολλαπλή η βάσανός του: «Κανένας», μας λέει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος «ας μη λέει, όταν βρίσκεται σε πειρασμό, ότι από τον Θεό πειράζομαι, γιατί ο Θεός δεν πειράζεται από το κακό και ούτε πειράζει κανέναν. Καθένας πειράζεται, όταν δελεάζεται και παρασύρεται από τη δική του επιθυμία» (Ιακ. 1, 13-14).

Ο Θεός είναι «κατά φύσιν» Αγαθός, είναι Αυτοαγαθότης. Συνεπώς, δεν είναι ποτέ δυνατόν να είναι Εκείνος η αιτία της θλίψης ή του οποι­ουδήποτε πειρασμού. Τα βάσανα και οι συμφορές που βρίσκουν τον άνθρωπο είναι αποτελέσματα της ελεύθερης επιλογής του, είτε σε προσωπικό είτε σε πανανθρώπινο επίπεδο και παράλληλα είναι η φυσική συνέπεια της αποτυχίας του να ζήσει σύμφωνα με τις προδιαγραφές της «κατ’ εικόνα» δημιουργίας του. Υπεύθυνος, συνεπώς για κάθε θλίψη και βάσανο είναι αποκλειστικά, καθώς λέει ο Υμνωδός, η «φιλαμαρτήμων» προαίρεση του ανθρώπου.

Αν καθένας που θλίβεται κινείται σ’ αυτή τη βάση και αν λειτουργεί με τέτοια βιώματα, τότε οδηγείται φυσικά στη σωτήρια αντίδραση της αποδοχής των δεινών, θεωρώντας ότι αυτά παρα­χωρήθηκαν ως αντίδοτα κατά της αμαρτίας του. Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες μας συστήνουν την αυτομεμψία και την ευχαριστία ως μόνη οδό για την απαλλαγή μας από ενοχικά συναισθήματα, αλλά και για την άσκηση της αρετής της υπομονής. Από αυτό ακριβώς το σημείο, αρχίζει η πνευμα­τική ανάταξη του ανθρώπου, που λειτουργείται πρωταρχικά και, κατά κύριο λόγο, με τη βοήθεια της αυτομεμψίας και της ευχαριστίας, αρετές που είναι οι βασικές γεννήτριες και υποστήλωμα της αρετής της υπομονής.

Η υπομονή σε κάθε είδους πειρασμό γίνεται, μ’ άλλα λόγια, εφικτή μόνο όταν υποστηρίζεται και ενδυναμώνεται από την αυτομεμψία και την ευχαρι­στία: «Αυτό το μεγάλο έργο», λέει χαρακτηριστικά, ο Μέγας Αντώνιος, «πρέπει να κάνει ο άνθρωπος: Να φέρει ενώπιον του Θεού το σφάλμα του και να είναι έτοιμος για να αντιμετωπίσει πειρασμό μέχρι τελευταίας αναπνοής». Είναι αναπόφευκτος, και ως ένα σημείο, δε­δομένος, για τον απόγονο του Αδάμ, ο χορός στην ολισθηρή πίστα των πειρασμών και των θλίψεων. Σε κάθε περίπτωση, σίγουρο καταφύγιο και ισχυρή ασπίδα παραμένει πάντα η αυτομεμψία και η ευχαριστία. «Εκείνος που μέμφεται τον εαυτό του, αν του συμβεί κάτι κακό ή αν του γίνει κάποια προσβολή ή αν τον βρει οποιαδήποτε άλλη θλίψη, προλαβαίνει και θεωρεί τον εαυτό του άξιο να πάθει όλα αυτά που έπαθε, και έτσι ποτέ δεν ταράσσεται», αποφθέγγεται ο Αββάς Δωρόθεος, επισφραγίζοντας το ρητό του αββά Ποιμένα, ο οποίος επαναλαμβάνει το απόφθεγμα του αγίου Αντωνίου. Η συζυγία της αυτομεμψίας και της ευχαριστίας είναι, τελικά, η ασφαλής ατραπός που απομένει ισχυρός φρουρός και περιτείχισμα στις ποικίλες προσβολές και θλίψεις. Γι’ αυτό και ο Σοφός Σειράχ συνιστά: «Παιδί μου, εάν έρχεσαι να εργασθείς για τον Κύριο, ετοίμασε την ψυχή σου για να αντιμετωπίσει πειρασμό– δυνάμωσε την καρδιά σου και καρτέρησε». Είναι αδιαμ­φισβήτητο ότι, την ώρα της επιδρομής του πειρασμού και της θλίψης, τη στιγμή της εξουθένωσης και της απαράκλητης αναμέτρησης με τον πόνο, ο άνθρωπος ή θα αποθέσει την ελπίδα του στον Ζώντα Θεό και θα στηριχθεί στον «ισχυρό Του βραχίονα» (Πράξ. 13, 17) ή θα αποκάμει και θα οδεύσει προς την απόγνωση. Αν εναποθέσει κανείς τις ελπίδες του στον Κύριο, ασφαλώς δεν θα διαψευσθεί. Γιατί, καθώς λέει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο Κύριος «μας έχει υποσχεθεί ότι θα μας χορηγήσει ουράνια τροφή, δηλαδή την παράκληση του Αγίου Πνεύματος, το ‘μάννα το νοητό’. Με αυτή την τροφή θα ενισχυθούμε και θα μπορέσουμε να υπομείνουμε καθετί θλιβερό».

Οδεύοντας με συνεργό την «εξ ύψους βοή­θεια» ο άνθρωπος θα αναγεννηθεί, θα επιβιώσει «εν ετέρα μορφή» (Μάρκ. 16, 12) και θα επανέλθει στο στίβο της ζωής «ως εκ νεκρών αναστάς». Θα αναβλαστήσει, σαν τον σαπισμένο σπόρο, και θα καρ­ποφορήσει «εις εκατόν» (Ματθ. 13, 8). Γιατί η παιδαγωγία του πόνου θα βρει στην ψυχή του «γη αγαθή», που καρποφορεί πλούσια «εν υπομονή» (Λουκ. 8, 15). Και τότε, κατά τον πνευματικό νόμο, «ανάλογα με το βαθμό της υπομονής του ανθρώπου, θα του χαρισθεί και η αμοιβή για το άθλημα. Γι’ αυτό ακριβώς επιτρέπει ο Θεός να δοκιμασθεί κανείς με μύριες θλίψεις, για να του χαρισθεί το στεφάνι της νίκης. Γιατί, πάντα αυτό το τέλος έχουν όσα η Θεία Πρόνοια έχει οικονομήσει για τη σωτηρία του ανθρώπου» (Νεμέσιος Εμμέσης).

Η αρετή της υπομονής ως κύριο χαρακτηριστικό των Αγίων της Εκκλησίας μας «Υπομονή, η τοις Αγίοις πρεπωδεστάτη» (Κύριλλος Αλεξανδρείας) Η αρετή της υπομονής δεν είναι μια στιγμιαία θετική αντίδραση στην επιδρομή των λυπηρών της ζωής, αλλά είναι δείκτης της πνευματικής ωριμό­τητας του ανθρώπου και της σταθερότητας στην πίστη του. Γι’ αυτό ακριβώς αυτή αποτελεί το κατ’ εξοχήν γνώρισμα των Αγίων. Η υπομονή είναι η αντίρροπος δύναμη για κάθε πειρασμό και θλίψη. Δύναμη που εκπηγάζει και τρέφεται από τη Χάρη του Παρακλήτου Πνεύματος.

Αν για τη ζωή κάθε ανθρώπου η υπομονή και η ευχαριστία είναι το αντίδοτο για κάθε πόνο, πολύ περισσότερο για τους «υιούς του φωτός» είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τους διαφο­ροποιούν από τους «υιούς του αιώνος τούτου» (Λουκ. 16, 8. Ιωάν. 12, 36. Α’ Θεσ. 5, 5). Γιατί το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου που κρύβει μέσα του τη ζώσα και ενεργό «εν Χριστώ» ζωή, είναι η δυναμική αντίστασή του στον πόνο και στη θλίψη των πειρασμών (Μάξιμος Ομολογητής).

Γι’ αυτό η υπομονή είναι σημείο καταξίωσης κάθε αγωνιζόμενου ανθρώπου, είναι σταυρός και στολισμός, οδύνη και δόξα του. Η ύπαρξη της αρετής της υπομονής είναι τρανότατη απόδειξη πνευματικής σοφίας, επισημαίνει χαρακτηριστικά ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.

Η υπομονή είναι σημείο αναστάσεως της ψυχής, κήρυγμα της Βασιλείας Του που έρχεται «και νύν εστιν» (Ιωάν. 4, 23). Η υπομονή είναι ο στέφανος και η αιτία της καταξίωσης του ποικιλότροπου αγώνα των Αγίων της Εκκλησίας μας (Ιακ. 5, 10-11). Ο πάσης φύσεως πόνος οδηγεί, κατά τρόπο φυσικό, στην ανάδειξη της υπομονής ως του βασικού δομικού υλικού, που απαρτίζει τη δυναμική αντίδραση του ανθρώπου ενάντια στην καταιγίδα των πει­ρασμών και των θλίψεων. Ταυτόχρονα όμως και ως γλυκόχυμο καρπό της αναμέτρησης του έσω «εν Χριστώ» ανθρώπου με «τα πνευματικά εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. 6, 12).

Η υπομονή είναι η ποτιστική εκείνη βροχή που θα κάνει το στάχυ να θεριέψει και να συνάξει «καρπόν εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 4, 36). Αυτή και η ανδρεία αποτελούν, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, το ζευγάρι που σέρνει το αλέτρι εκείνο, το οποίο κάνει «την βαθείαν άροσιν» στην ψυχή: «Η υπο­μονή και η ανδρεία» λέει, «είναι το πιο καλό και όμορφο ζευγάρι των αρετών· το πιο ταιριαστό και εκείνο που πρέπει στους αγίους». Γι’ αυτό, συμπληρώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «πάρτε δύναμη και θάρρος για να αποκτήσετε την υπομονή. Και αν σας βρει κάποια θλίψη και αν ξεσηκωθούν εναντίον σας πειρασμοί, κάντε για λίγο υπομονή, για να αποκτήσετε τον μεγάλο πλούτο της ελπίδας». Και αλλού πάλι λέει: «Ας αποκτήσουμε» λοιπόν «ασάλευτη υπομονή». Η έννοια της υπομονής στη σύγχρονη αντί­ληψη έχει ατυχώς κατά πολύ παρεκκλίνει από την ουσιαστική και πρωταρχική σημασία της. Ο σύγχρονος άνθρωπος, λίγο-πολύ, μιλώντας για τις θλίψεις και τα βάσανα της ζωής, συνήθως καταλήγει: «Τί να κάνουμε; Υπομονή» ή, όπως πολλές φορές λέει θυμόσοφα ο λαός μας, «χτύπα το μαχαίρι με τη γροθιά». Εννοώντας μ’ αυτό, ότι δεν μπορείς να αντισταθείς σε κάτι που θεωρείς ότι ξεπερνάει τις δυνατότητες και τις δυνάμεις σου.

Στη σκέψη όμως των Πατέρων της Εκ­κλησίας μας, η έννοια υπομονή δεν σημαίνει ανα­γκαστική και παθητική υποχώρηση του ανθρώπου μπροστά στη δύναμη και την πίεση του πειρα­σμού. Αντίθετα, υπονοεί τη δυναμική αναμέτρηση του «έσω ανθρώπου» «ενάντια στις αρχές, τις εξουσίες, τους κοσμοκράτορες του σκοτεινού τούτου κόσμου» (Εφεσ. 6, 12). Γι’ αυτό και με τα κείμενα που μας αποθησαύρισαν, προτρέπουν έντονα τους πι­στούς να ανδρωθούν και να αντιπαλέψουν προς τις ενάντιες δυνάμεις, οι οποίες κάθε φορά ασφαλώς υποκρύπτονται στον πάσης φύσεως πειρασμό.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει χαρα­κτηριστικά: «Φόρεσε το ένδυμα της υπομονής· στάσου με ανδρεία κατά των εχθρών σκέψου όπως πρέπει σε χριστιανό… Ας δώσει ο Θεός να αποκτήσουμε το ζήλο και την υπομονή και ας αξιωθούμε να τα κάνουμε κτήμα της καρδιάς μας». Όταν λοιπόν, η υπομονή είναι «έναυλος», εγκατεστημένη στην ψυχή, τότε αποτελεί και κτήμα της αναφαίρετο. Τότε έχει ο άνθρωπος γερό δυναμάρι, που τον στηρίζει σίγουρα και που τον κρατάει ασάλευτο, ενάντια σε κάθε είδους βάσανο και θλίψη, αλλά και τον ολοκληρώνει ως τέκνο του Παντέλειου και Πανάγαθου Πατέρα του.

Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης στο έργο του ‘Ερμηνεία εις τας Επιστολάς’, αναφέρει κά­ποια σχετική πνευματική τοποθέτηση του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος, ερμηνεύοντας το Ευαγγελικό χωρίο «έσεσθε ουν τέλειοι» (Ματθ. 5, 48), λέει: «Επειδή έχουμε τη λογική ύπαρξη ως εικόνα Θεού, μπορούμε να φθάσουμε στο ‘καθ’ ομοίωσιν’ και να γίνουμε τέλειοι και όμοιοι με τον Θεό, όσο βέβαια είναι δυνατόν αυτό στον χοϊκό άνθρωπο. Και πώς μπορεί να γίνει αυτό; Αν συμπεριφερόμαστε και εμείς προς τους αδελφούς που μας έχουν βλάψει όπως ο Θεός κάνει προς εμάς. Έτσι, δείχνοντας και εμείς ευσπλαχνία προς τον πλησίον μας, θα γίνουμε όμοιοι με τον Θεό».

Η «εις τέλος» υπομονή ως δομικό στοιχείο της απο­δοχής των ακουσίων θλίψεων ως εκουσίων «Κτησώμεθα υπομονήν ευχάριστον» (Κύριλλος Αλεξανδρείας)

Χαρακτηριστικό της «κατά Θεόν» υπομονής είναι το ότι αυτή δεν συνοδεύεται από αισθήματα άλγους, μεμψίμοιρης διάθεσης και γογγυσμού του υπομένοντος, αλλά είναι «έλλογος» και αγαπητική στάση απέναντι στον υποκινητή του πειρασμού. Γι’ αυτό ακριβώς και αυτή η εξέχουσα αρετή λειτουργείται και συνοδεύεται από ευχαριστιακά βιώματα και όχι μόνο δεν καταβάλλεται ψυχικά ο άνθρωπος που την ασκεί, αλλά γίνεται γι’ αυτόν αφορμή ενδυνάμωσης και οδηγός για την περαιτέρω πνευματική του ανύψωση και προκοπή.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Επι­στολή του προς τη διακόνισσα Χαλκιδία, η οποία αντιμετώπιζε ορισμένες αντίξοες καταστάσεις, γράφει χαρακτηριστικά: «Τίποτα απ’ όσα δυσά­ρεστα σου συμβαίνουν να μη γίνεται για σένα αφορμή θλίψεως. Γιατί, όσο περισσότερες είναι οι δύσκολες περιστάσεις που σε βρίσκουν, τόσο μεγαλύτερο το κέρδος και ο μισθός που θα σου χαρίσει ο φιλάνθρωπος Θεός, με την προϋπόθεση όμως ότι, εσύ θα σηκώνεις με υπομονή, ανεκτικό­τητα και ευχαριστιακά βιώματα, καθετί απ’ όσα σου συμβαίνουν».

Όταν άλλοτε η μάχη με τον πόνο και τον πειρασμό δίνεται στο χώρο της «βαθείας καρδίας», πάλι γνωρίζει ο μαθητής του Ταπεινού πως να αντιμάχεται ενάντια στα πάθη, και κυρίως, πως να αντιπαλεύει κατά των πονηρών επιβουλών του Εχθρού της ψυχής του, που, κατά τους νηπτικούς Πατέρες, εμπεριέχονται κυρίως στο μαύρο σύννεφο της ακηδίας.

Η ακηδία κατά τον Παλλάδιο -τον βιογράφο του Ιωάννου του Χρυσοστόμου- είναι ο αντίπο­δας της υπομονής. Η ύπαρξη της ακηδίας προϋ­ποθέτει, οπωσδήποτε, την απουσία της υπομονής. «Ο Θεός» λέει, «τοποθέτησε ενάντια σε κάθε κακία μια αρετή… στην ακηδία έβαλε αντίδικο την υπομονή».

Η πείρα των Πατέρων της Εκκλησίας μας, μας έχει παραδώσει τη σύνθεση του πνευματι­κού «αντίδοτου», που πολεμά και καταστέλλει το πάθος της ακηδίας. Και αυτό το πνευματικό θεραπευτικό παρασκεύασμα έχει βασικά συ­στατικά την υπομονή και την ευχαριστία. «Η υπομονή και η ευχαριστία πρεσβεύουν υπέρ της αδυναμίας μας», λέει χαρακτηριστικά ο όσιος Βαρσανούφιος.

Και ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, επε­κτείνοντας τη σκέψη του Οσίου, συμπληρώνει ότι είναι έργο του πραγματικά πιστού ανθρώπου το να δέχεται όσα λυπηρά του συμβαίνουν με υπομονή, μακροθυμία και ευχαριστία. Γιατί η αντιμετώπιση με υπομονή και ευχαριστία όλων των λυπηρών που συμβαίνουν είναι η λυδία λίθος της πίστης και της γνησιότητας των χριστιανών.

Υπομένοντας ο πιστός και ευχαριστώντας τον Θεό «υπέρ ων ίσμεν και υπέρ ων ουκ ίσμεν των φανερών και αφανών ευεργεσιών των εις ημάς γεγενημένων» (Θεία Λειτουργία Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου. Ευχαριστήριος Ευχή της Αγίας Αναφοράς), κρατά καθαρή τη συνείδησή του, δεν αποκάμει, δεν υποχωρεί, δεν αντιδικεί εκδικητικά, αλλά και δεν συμβιβάζεται παθητικά. Το «καθαρό συνειδός» είναι η μήτρα της αδιάσειστης υπομονής και της βεβαίας ελπίδας (Ιωάννης Δαμασκηνός). Γι’ αυτό και οι άγιοι Μάρτυρες, όχι μόνο υπέμεναν καρτερικά τα πάνδεινα βασανιστήρια, γεμάτοι χαρά και ελπίδα για τα μελλοντικά, αλλά και έφθαναν στο σημείο να ζουν το Μαρτύριο «ως εν αλλοτρίοις σώμασι». Αυτό φανερώνεται εναργέστατα στο λόγο του Μεγάλου Βασιλείου προς τους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Σ’ αυτό το εγκώμιο ο σοφός Ιεράρχης παρουσιάζει τους Αγίους, κατά την ώρα του μαρτυρίου τους, να αλληλοενισχύονται και να ενδυναμώνει ο ένας τον άλλο στην πίστη, λέγοντας:

«Είναι βαρύς ο χειμώνας, αλλά είναι γλυκύς ο παράδεισος. Το πάγωμα είναι οδυνηρό, αλλά είναι γλυκιά η ανάπαυση. Ας κάνουμε λίγο υπο­μονή και θα μας ζεστάνει ο κόλπος του πα­τριάρχη (Αβραάμ). Θα ανταλλάξουμε μια νύχτα με ολόκληρο τον παράδεισο. Ας κατακαούν τα πόδια, για να χορεύουν αιώνια με τους Αγγέλους. Ας αποκοπούν τα χέρια, για να έχουν παρρησία να σηκώνονται προσευχητικά προς τον Δεσπότη (Χριστό). Πόσοι από τους στρατιώτες μας δεν έπεσαν στη μάχη, για να τηρήσουν την πίστη τους στον επίγειο βασιλιά; Εμείς, για την πίστη στον αληθινό Βασιλιά, δεν θα χαρίσουμε τη ζωή μας; Πόσοι από τους κακούργους δεν θανατώθη­καν για τα αδικήματα που διέπραξαν; Εμείς δεν θα υποφέρουμε το θάνατο για χάρη του νόμου του Θεού; Αδέλφια, ας μη λιποτακτήσουμε. Ας μην προσχωρήσουμε στη μερίδα του διαβόλου. Σάρκες είναι, ας μη τις λυπηθούμε. Επειδή κάποια μέρα θα πεθάνουμε, ας πεθάνουμε λοιπόν, τώρα, για να ζήσουμε». Η «ευχάριστος» (Κύριλλος Αλεξανδρείας) υπομονή όλων των Αγίων Μαρτύρων ήταν και θα είναι για πάντα στήριγμα για τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας και παράλληλα ισχυρό πλήγμα για τον εφευρέτη της κακίας διάβολο. Έπασχαν ποικιλότροπα οι άγιοι Μάρτυρες και ούτε γιατρός ούτε φάρμακο βρισκόταν. Καμιά ανθρώπινη παρηγοριά δεν συν­τρόφευε την οδύνη τους. Η μοναδική ανάπαυση και παραμυθία τους ήταν «το θεοδώρητον της υπο­μονής έμπλαστρον». «Ήταν» λέει, οι άγιοι Μάρτυ­ρες, «απ’ την κορυφή ως τα νύχια ένα τραύμα. Δεν υπήρχε φάρμακο να βάλουν, ούτε βρισκόταν πουθενά γιατρός για να τους προσφέρει ανα­κούφιση. Δεν υπήρχε λάδι να βάλουν στις πληγές τους, ούτε κάποιος δικός τους που να τους προ­σφέρει βοήθεια. Τίποτα από τα πράγματα αυτού του κόσμου δεν υπήρχε, την ώρα του μεγάλου πόνου τους, παρά μονάχα το χαρισμένο από τον Θεό έμπλαστρο της υπομονής. Αυτή χρησιμοποίησε και ο Ιώβ και κατάφερε να βοηθήσει τον εαυτό του, ώστε να μην υποκύψει στη συμφορά, και τε­λικά, να κατατροπώσει τον διάβολο» (Λεόντιος Κωνσταντινουπόλεως).

Όλη η χορεία των Αγίων της Εκκλησίας μας είναι κατά κυριολεξία, «αθλητών όμιλος». Το ορθόδοξο Συναξάρι θα μπορούσε επιτυχημένα να ονομασθεί «οδοιπορικό υπομονής εν προσευχή και επ’ ελπίδι».

Η υπομονή μοιάζει με διελκυστίνδα που κι­νείται μεταξύ πειρασμών και παράκλησης, θλίψεων και παραμυθίας. Είναι ο εαρινός, ο παρηγορημένος αναστεναγμός, η γλυκιά χαρμολύπη του Μεγάλου Σαββάτου. Η δριμύτητα των ποικίλων θλίψεων και των πειρασμών, καθώς και η ακατάβλητη υπομονή και η καρτερία των αγίων αγωνιστών του πνεύμα­τος, καταγράφεται πλούσια, τόσο στα κείμενα της Πατερικής Γραμματείας, όσο και στην υμνολογία της Εκκλησίας μας. Για παράδειγμα, για τους Όσιους Πατέρες συνήθως συνθέτουμε ύμνους και τροπάρια, εξυμνώντας την ποικιλόμορφη υπομονή που αυτοί επέδειξαν κατά τον επί γης βίο τους και ψάλλουμε:

«Υπομονής στύλος γέγονας, ζηλώσας τους προπάτορας, Όσιε…». (Απολυτίκιον Οσίου, Ήχος α’)

Ή αλλού:

«Εν τη υπομονή σου εκτήσω τον μισθόν σου, πάτερ Όσιε…». (Απολυτίκιον Οσίου, Ήχος πλ. δ’)

Η υπομονή είναι, μ’ άλλα λόγια, το νερό εκείνο που κάνει το βλαστό του πνεύματος αει­θαλή και αιώνιο. Η υπομονή είναι περιεκτική αρετή και δεν υπόκειται σε προϋποθέσεις και όρια, γιατί είναι «ήθος θεοειδές», «σταυρότυπος στάση ζωής» «Υπομονή, τέλειον έργον εχέτω» (Ιακ. 1, 4).

Η αρετή της υπομονής δεν έχει περιορισμένα χρο­νικά όρια ούτε νοείται ως επί μέρους αρετή που, ανάλογα με τις περιπτώσεις και τις περιστάσεις, λειτουργείται ή όχι. Για να θεωρηθεί, λέγουν οι άγιοι Πατέρες, ότι κάποιος κοσμείται με την αρετή της υπομονής, θα πρέπει αυτός να τη λειτουρ­γεί αδιάπτωτα και αδιάλειπτα. Υπομονή δηλαδή απαιτείται σε όλες τις περιστάσεις και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και μάλιστα κατά τις πε­ριόδους της «άρσης της Χάριτος». Γιατί, πέρα από τις θλίψεις και τα βάσανα που βαρύνουν την υλική υπόσταση του ανθρώπου, υπάρχει η βαθμίδα των θλίψεων εκείνων που προέρχονται, όχι από τις εφήμερες απώλειες που αφορούν στα πράγματα και στις καταστάσεις της επίγειας ζωής, αλλά από τη θλίψη που γεννιέται στην ψυχή κατά την περίοδο «της άρσης της Χάριτος».

Ψυχές οι οποίες αγωνίσθηκαν και αξιώθη­καν να γευθούν την παράκληση των ουρανίων δω­ρεών, και στη συνέχεια, κατά Θεία παιδαγωγία, στερήθηκαν πρόσκαιρα αυτή τη Χάρη, υφίστα­νται ανέκφραστες οδύνες και πενθούν γοερά και απαράκλητα. Τα πνευματικά αποθέματα αυτών των ψυχών πρέπει να είναι υπερμεγέθη, ώστε, όντας σε τέτοιον άδη, να καταφέρουν να παραμείνουν «εν υπομονή και εν ευχαριστία», παραδομένοι στο θέλημα του Μεγάλου Παιδαγωγού και Πατέρα. Γιατί, καθώς μας διαμηνύουν οι Αγιοι προπάτορές μας, τα μεγαλύτερα αποθέματα υπομονής και καρτερίας απαιτούνται, για να αντιμετωπίσει η ψυχή -η οποία ήδη γεύθηκε τη Χάρη και την Αγιοπνευματική κοινωνία- τη «Θεοεγκατάλειψη», την πνευματική δηλαδή οδύνη που συχνά γεννιέται στην ψυχή, μετά από τις «Πασχάλιες» εμπειρίες της (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ). Ψυχές που γεύθηκαν τη Χάρη και απήλαυσαν ουράνια χαρίσματα, αγωνιστές του πνεύμα­τος που είχαν υπερκόσμιες προσπελάσεις και οι οποίες εγκαταλείφθηκαν προς καιρόν -για λόγους Θείας Οικονομίας, που και πάλι η Ίδια η Χάρη λειτουργεί- διηγούνται την απερίγραπτη οδύνη και το απαράκλητο δάκρυ, που τους προκαλεί αυτή η στέρηση. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, λέει χαρακτηριστικά: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από την απώλεια της Χάριτος. Τότε η ψυχή νοσταλγεί τον Θεό. Και με τί να πα­ρομοιάσω τη νοσταλγία αυτή; Θα την παρο­μοιάσω με το κλάμα της μητέρας που έχασε τον μονάκριβο αγαπημένο γιο της και φωνάζει: ‘Που είσαι σπλάγχνο μου αγαπημένο, που είσαι χαρά μου;’. Έτσι, και ακόμη περισσότερο, πονά η ψυχή για τον Κύριο, όταν αποστερηθεί τη γλυκύτητα και τη χάρη της αγάπης του Θεού». Αυτές οι άγιες ψυχές, σαν αυτή του Οσίου Σιλουανού, μπορούν πραγματικά να μας διδάξουν τις ατραπούς του Πνεύματος και τα απροσμέτρητα μεγέθη της υπομονής, που απαιτείται για να αντέξει κανείς την «απέναντι του Παραδείσου» οδύνη. Και παρόλο που αυτά τα γεύονται σ’ αυτή τη ζωή σχε­τικά λίγοι άνθρωποι, εντούτοις πρέπει να κατα­δεικνύονται, ώστε και οι χαμερπείς και αδύναμοι αγωνιστές της καθημερινότητας να προσβλέπουν «εις τα όρη» του πνεύματος, στην κορυφή της υπο­μονής και της ταπείνωσης, «όθεν βοήθεια ήξει».

Οι καρποί της υπομονής «Παντός αγαθού προμνήστρια η υπομονή» (Κύριλλος Αλεξανδρείας) Ο καρπός της υπομονής, κατά τους αγίους Πατέ­ρες, είναι πολύμορφος και διαχρονικός. Γι’ αυτό η αρετή της υπομονής θεωρείται ως αρραβώνας όλων των πνευματικών αγαθών. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει χαρακτηριστικά: «Ο Κύριός μας, αν και ήταν Θεός, υπέφερε τα πάντα ως Θε­άνθρωπος, για να ενισχύσει την ανθρώπινη φύση και να την αναδείξει νικήτρια κατά των παθών. Εκείνος μας δίδαξε να προσβλέπουμε προς τον Θεό, όταν βρισκόμαστε σε θλίψεις και πειρασμούς και να εκζητούμε τη βοήθεια και τη Χάρη Του. Να έχουμε επίσης πάντα ως παρόντα, όσα η αρετή της υπομονής χαρίζει, την τελείωση, δηλαδή και τη δόξα των αγαπημένων παιδιών Του».

Η υπομονή καθώς πολύ εύστοχα ορίζει κά­ποιος από τους σύγχρονους Πατέρες, είναι «ο διάδρομος και το χαλί πάνω στο οποίο βηματί­ζει η Αγία Τριάδα προκειμένου να εισέλθει στην καρδιά του ανθρώπου». Ο πάσης φύσεως πόνος και πειρασμός, σε τελευταία ανάλυση, αν βιωθεί «εν υπομονή και ευχαριστία», λειτουργεί πάντα καθαρτικά και παιδαγωγικά και οδηγεί την ψυχή στη χαρά της υπέρβασης. Είναι, μ’ άλλα λόγια, η πρόκληση εκείνη, που βάζει σε ενέργεια όλο το δυναμικό του ανθρώπου, για να έλθει «εις εαυτόν» (Λουκ. 15, 17 κ. εξ.) και να λειτουργήσει την ασκητική της υπέρβασης.

Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, περιγράφο­ντας όλη αυτή τη διεργασία της δυναμικής υπέρβα­σης του πόνου, δια της λειτουργίας της υπομονής και της ευχαριστίας, λέει χαρακτηριστικά: Ο Θεός, «καταδιώκει την ψυχή, παραχωρώντας τις θλίψεις και τους πειρασμούς, μέχρι αυτή να ενεργοποιήσει όλο το δυναμικό της και να αυξηθεί. Την τραβάει έτσι και την τεντώνει, φτάνοντας την σε απέραντη και απροσμέτρητη αύξηση, μέχρι αυτή να γίνει άμωμη και άξια νύμφη Του».

Ο δρόμος της υπομονής είναι, ιδιαίτερα για τον άνθρωπο των καιρών μας, τραχύς και δύσβα­τος. Και αυτό, γιατί η ευκολία της μηχανής τον έχει συνηθίσει να επιδιώκει «κτήσασθαι απόνως την αρετήν» (Αββά Δωροθέου). Η υπομονή όμως είναι πορεία που βγάζει σίγουρα σε ουράνιο ξέφωτο.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι οι υπομένοντες δεν σύρονται από κάποιον μα­ζοχιστικό καταναγκασμό —όπως αδίκως μερικοί αδαείς στον πνευματικό αγώνα τους καταμαρτυ­ρούν- αλλά, δια των συμπληγάδων των πειρασμών και των θλίψεων, πορεύονται «εν υπομονή και ευχα­ριστία εις οδούς ζωής» (Πράξ. 2, 28). Αυτοί γεύονται από αυτή κιόλας τη ζωή την ευφροσύνη που χαρίζει η θέα του Θείου Προσώπου. «Εγνώρισάς μοι οδούς ζωής, πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του Προσώπου Σου» (Ψαλμ. 15, 11), αναφωνεί ο Ψαλμωδός, μετά από την σχε­τική αναφορά στις θλίψεις του και την υπέρβαση της οδύνης που αυτές του προκάλεσαν μετά δη­λαδή από το ξέσπασμα του πόνου που εκφράσθηκε ως «κραυγή ισχυρά». Κραυγή η οποία ασφαλώς επέφερε καταστολή της έμπονης έντασης, με τη δυναμική της υπομονής και με την αγαπητική ανα­φορά προς «τον δυνάμενον σώζειν» Κύριον (Εβρ. 5, 7).

Αυτή την «εν κραυγή» αναφορά ακολουθεί η πληρότητα, την οποία πάντα χαρίζει η παράδοση της ψυχής στο θέλημα της Σταυρωμένης Αγάπης.

Η υπομονή, ως ισόβια παράδοση στο σταυρό, προϋ­ποθέτει την ολοκληρωτική παράδοση του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού «Υπόμεινον ευχαρίστως και θεάση το τέλος» (Όσιος Νείλος) Η υπομονή δεν έχει προϋποθέσεις ούτε χρο­νικά όρια, αλλά -ως «ένθεος αντίσταση», στον ποικιλόμορφο πόνο- διαρκεί όσο και η επίγεια ζωή του ανθρώπου. Είναι «ένα είδος σποράς, μια κατάθεση εν ευχαριστία». Είναι «ζώσα ελπίδα», η οποία πληροφορεί τον άνθρωπο για την επερ­χόμενη ανάσταση και την αιώνια παράκληση που θα δρέψουν, ως γλυκόχυμη πνευματική παρηγοριά, τα πιστά παιδιά Του.

Οι υπομένοντες ελπίζουν ακατάσειστα, αλλά δεν χαίρονται προκαταβολικά για αμοιβές και στεφάνια. Αντίθετα, ενώ διατηρούν ακμαία την ελπίδα, πορεύονται ταπεινά «ως μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες» (Β’ Κορ. 6, 10). Προσδοκούν την «έσχατη ώρα»· γιατί μέχρι τότε, όση παράκληση και αν δεχθεί κανείς από τη Θεία Χάρη, θα εξακολουθεί πάντα να παραμένει πνευματικά «εν εξελίξει» και με την ένταση του «καθ’ οδόν» (Αγ. Ιγνάτιος Θεοφόρος). Θα μοιάζουν πάντα, καθώς λέει ο άγιος Ησύχιος, με τον γεωργό εκείνο ο οποίος, παρόλο που βλέπει το χωράφι του ανθηρό και με πολύ καρπό, εντούτοις ανησυχεί και αισθάνεται αβεβαιότητα, μέχρι τη στιγμή που θα βάλει το σιτάρι στην αποθήκη: «Πριν έλθει», λέει, «το καλοκαίρι δεν θαρρεύεται ο γεωργός στο σιτάρι του. Γιατί και τον βρούχο υποπτεύεται και την ακρίδα φοβάται και από την ερεσίβη είναι τρομο­κρατημένος. Διαρκώς ανησυχεί μήπως πέσει χαλάζι ή μήπως έλθει κάποια ξαφνική ανεμοζάλη και σαρώσει τα πάντα. Μονάχα όταν θερισθεί το σιτάρι και το κάνουν οι θεριστές δεμάτια και το φορτώσουν στις άμαξες για το αλώνισμα και το λίχνισμα και όταν τελικά βρεθεί ο καρπός στην αποθήκη σφραγισμένος, τότε μόνον ο γεωργός ησυχάζει και αισθάνεται σίγουρος για τον πλούτο του».

Οι θλίψεις θα τελειώσουν μονάχα όταν βα­σιλεύσει στην ψυχή η ταπείνωση, σημειώνει χαρακτηριστικά ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Και επειδή η «άκρα ταπείνωση» είναι μονάχα αυτή του Παντοκράτορα Κυρίου, γι’ αυτό και οι ανθρώπινες θλίψεις θα συνοδεύουν, ακόμα και τον ενσυνείδητα αγωνιζόμενο πιστό, μέχρι την εσχάτη αναπνοή του. Συνεπώς, καθώς μας συμβουλεύει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «δεν πρέπει να αφήνουμε τους πειρασμούς να μας παίρνουν κάτω». Αντίθετα, όλοι «όσοι έχουμε σφραγισθεί στο Όνομα του Δεσπότη Χριστού, ας μείνουμε κοντά Του με την υπομονή… μη υποφέροντας να λιποτακτήσουμε και να χωρισθούμε από Αυτόν» (Αγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας).

Η ματαιότητα και το σύντομο της επίγειας ζωής είναι δεδομένο· παράλληλα η Σταυρωμένη Αγάπη «σήμερον κρεμάται επί ξύλου» για τον καθένα. Το «μέγα χάσμα», που χωρίζει την επίγεια φθορά από τον Παράδεισο, γεφυρώνεται μονάχα με το σταυρό της υπομονής και με την ελπίδα της ανάστασης (Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως).

Όταν ηχήσει η Σάλπιγγα των εσχάτων του κόσμου τούτου, τότε, μονάχα τότε, θα αναδειχθούν σε όλη τη δόξα και το μεγαλείο τους οι καρ­ποί της «εις τέλος» υπομονής. Γιατί, εκείνη τη στιγμή, οι ταπεινοί και υπομονετικοί θα βρεθούν λαμπροφορεμένοι ακόλουθοι του Αρνίου, αφού δοκιμάσθηκαν «ως χρυσίον εν χωνευτηρίω» (Σοφ. Σολομ. 3, 6) και αποδείχθηκαν ότι είναι οι πιστοί και αγαπημένοι ακόλουθοί Του. Είναι «οι ακολουθήσαντες Αυτώ όπου αν υπάγη» (Αποκ. 14, 4).

Οι υπομείναντες είναι εκείνοι που θα έρθουν «εκ της θλίψεως της μεγάλης» (Αποκ. 7, 14) και θα ψάλουν «εν αρρήτω αγαλλιάσει» «την ωδήν του Αρνίου» (Αποκ. 15, 3). Και τότε ο Θεός θα εξαλείψει για πάντα, «παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών» (Αποκ. 21, 4).

Τότε θα αποδειχθεί περίτρανα η δυναμική της υπομονής, της ένθεης αντίστασης της ψυχής στον πειρασμό, στην αλογία του πόνου και στην οδύνη της επίγειας πραγματικότητας. Τότε η υπο­μονή θα αναδειχθεί «ως γεέννης κατάψυξις» (Όσιος Ησύχιος Ιεροσολύμων).

Τότε ο φτωχός, ο βασανισμένος, ο υπόδουλος, ο κατατρεγμένος, ο συκοφαντημένος, ο ανάπηρος, τότε ο κάθε άνθρωπος -αφού θα έχει ομοιωθεί με Εκείνον, τον Θεόν «της υπομονής και της παρακλήσεως» (Ρωμ. 15, 5)- θα κατανοήσει, σε όλο του το πλάτος και το βάθος, εκείνο το Αποστολικό: «Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν ότι δόκιμος γενόμενος λήψεται τον στέφανον της ζωής» (Ιακ. 1, 12).

Τότε ο Θεός θα στεφανώσει όσους πορεύ­θηκαν «σταυροτύπως» και «Θεοπρεπώς» στην κοιλάδα του πόνου αυτής της ζωής, γιατί, καθώς μας βεβαιώνει ο προφήτης Ζαχαρίας, το στεφάνι του νικητή θα δοθεί σ’ αυτούς που υπέμειναν.

Ο πόνος, όσο βαρύς και πικρός και αν φαίνε­ται, τόσο φορτωμένος με δώρα επέρχεται. Ο πόνος είναι η «σταυροπληρωμένη χαρά»· χαρά απεριόριστη, ευφρόσυνη, αδιάπτωτη και αναφαίρετη· είναι δένδρο που φύτρωσε από τη ρίζα της υπομονής, της αποδοχής του σταυρού και της ευχαριστίας· είναι ανθοφορία που μοσχοβολά ανάσταση.

«Γι’ αυτό», λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσό­στομος, «ας αφήσουμε το άροτρο του πόνου, να αυλακώσει τα βάθη της καρδιάς μας… Γιατί, αν δεν σπείρουμε σ’ αυτή τη ζωή, αν δεν κλάψουμε όταν μας συμβαίνουν τα διάφορα λυπηρά, πότε άλλοτε θα το κάνουμε; Τον καιρό της άνεσης και της τρυφής; Αλλά αυτό είναι αδύνατον. Επειδή η άνεση και η τρυφή οδηγούν στη ραθυμία… Ας μην πονάμε λοιπόν υπερβολικά από τις θλίψεις που μας συμβαίνουν, αλλά να ευχαριστούμε τον Θεό. Αν δεν υπάρχει πειρασμός, δεν υπάρχει και στεφάνι. Αν δεν υπάρχουν παλαίσματα, δεν θα δοθούν βραβεία… Αν δεν υπάρχει θλίψη, δεν θα βρεθεί ανάπαυση. Αν δεν περάσουμε χειμώνα, δεν μπορούμε να τρέφουμε ελπίδες ότι θα δούμε καλοκαίρι».

Η υπομονή είναι «οδός ζωής» και «έλλογος αναμέτρησις» με τον βασιλιά αυτής της ζωής, τον πόνο. Αλλά «αεί ημείς οι ζώντες εις θάνατον παραδιδόμεθα δια Ιησούν», γιατί υπάρχει ελπίδα. Η ελπίδα και η προσδοκία μας είναι «ίνα η ζωή του Ιησού φανερωθή εν τη θνητή σαρκί ημών» (Β’ Κορ. 4, 11). «Γι’ αυτό», μας συμβουλεύει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, «θα πρέπει να υπομένουμε για την αγάπη του Θεού τα πάντα, ώστε και Εκείνος να υπομείνει εμάς».

(Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο  «Αλγηδών η αγιότοκος: Η Υπομονή και η Ευχαριστία κατά τους Πατέρες», Εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» 2010, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα)

“Η Άλλη Όψις θα ήθελε θερμά να ευχαριστήσει την γερόντισσα της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα, για την ευλογία της για την δημοσίευση αποσπάσματος του βιβλίου, που πιστεύουμε πως θα είναι πολύ ωφέλιμο για όλους τους αναγνώστες του.”

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ:

Για την Υπομονή και την Ευχαριστία (Μέγας Βασίλειος)

Για την Ευχαριστία (Μέγας Βασίλειος)

Για την Υπομονή (Eφραίμ ο Σύρος)

Για την Υπομονή και τη Μακροθυμία (Μέγας Βασίλειος)

Για την Υπομονή που γίνεται για την Αγάπη του Θεού (Αγ. Ισαάκ ο Σύρος)

Για Την Υπομονή και πόσο είναι το κέρδος από τις θλίψεις (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος) Υπομονή (Αγ. Δημήτριος του Ροστώφ)

Η θεραπευτική της οργής: Η πραότητα και η υπομονή (Jean Claude Larchet)

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]