Μὲ τὴν νηστεία ὁ ἄνθρωπος δείχνει τὴν προαίρεσή του. Κάνει ἀπὸ φιλότιμο μιὰ ἄσκηση καὶ ὁ Θεὸς βοηθάει. Ἂν ὅμως ζορίζη τὸν ἑαυτό του καὶ πῆ «Τί νὰ κάνω; Εἶναι Παρασκευή, πρέπει νὰ νηστέψω», θὰ βασανίζεται.
Ἐνῶ, ἂν μπῆ στὸ νόημα καὶ νηστέψη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό, θὰ χαίρεται. «Αὐτὴν τὴν ἡμέρα, νὰ σκεφθῆ, ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε· οὔτε νερὸ δὲν Τοῦ ἔδωσαν νὰ πιῆ· ξίδι Τοῦ ἔδωσαν[14]. Κι ἐγὼ δὲν θὰ πιῶ νερὸ ὅλη τὴν ἡμέρα». Ἂν τὸ κάνη αὐτὸ, τότε θὰ νιώθη ἀνώτερη χαρὰ μέσα του, ἀπὸ αὐτὸν ποὺ πίνει τὰ καλύτερα ἀναψυκτικά!