Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος

Κυριακή ΙΕ’ Λουκά: Ομιλία εις τον Ζακχαίον τον Τελώνην (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)

Ὅσοι ἐπιθυμοῦν τὰ καλά, δέ διαφέρουν ἀπὸ τοὺς διψασμένους, ἀγαπητοί. Ὅσο δὲ βρίσκουν αὐτὸ ποὺ ζητοῦνε, τόσο ἀνάβει ἡ δίψα τους γιὰ ὅ,τι ποθοῦν. Καὶ τὴ νύχτα ὀνειρεύονται σὰ διψασμένοι τίς πηγές τῶν πόθων τους. Κι ὅταν ξημερώση πηγαίνοντας ἀπό τόπο σέ τόπο, μέ ἀεικίνητα μάτια βλέποντας γύρω, ἀναζητοῦν αὐτά πού ποθεῖ ἡ καρδιά τους. Κι ὅπως ὁδοιπόροι, πού σέ ὥρα μεσημεριοῦ διασχίζουν ἄνυδρο τόπο, ἀναγκασμένοι ἀπὸ τὴ δίψα βλέπουν γύρω τους πηγές· καὶ πολλὲς φορὲς θὰ τοὺς δῆς ν’ ἀνεβαίνουν καὶ βουνὰ ὅπου ὑπάρχει πηγή· κι ὅταν ἀπό μακριὰ τὴ δοῦν, χαίρονται καὶ συνεχίζουν τὴν πορεία τους πρὸς αὐτὴ μέ βιάση· ἔπειτα φθάνουν στὴν πηγὴ καὶ σβήνουν μὲ τὸ νερὸ τὴ δίψα τους· τέτοιοι εἶναι κι οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἡμέρα ἀναζητοῦν τὸν ποθητό τους Χριστὸ μὲ καλά ἔργα καὶ τὴ νύχτα εἶναι κοντά του μὲ τὴν προσευχή κι ὅταν κοιμοῦνται βλέπουν στὸ ὄνειρό τους ὅτι περπατοῦν μαζί του.

Ὅταν στὰ ὁράματά τους τὸν ἰδοῦν ἀπὸ μακριά χαίρονται κι ἀναγαλλιάζουν καθὼς οἱ διψασμένοι, ὅταν βροῦν τὶς πηγὲς ποὺ ποθοῦν. Κι ὅταν ξυπνήσουν θέλουν νά ξανακοιμηθοῦν, γιὰ ν’ ἀντικρύσουν στὸν ὕπνο τους τὴν ἴδια πάλι ὁπτασία. Τέτοιος καὶ ὁ Ζακχαῖος ποὺ διαβάσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο στὸ Εὐαγγέλιο. Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή Δ’ Λουκά (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος)

ομιλία μδ’.

(Λουκ. η’, 4-15) Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή Α’ Λουκά (Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας)

(Λουκ. ε΄. 1-11)

«Τὸν ἐστρίμωχναν τὰ πλήθη, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ κι αὐτὸς στεκόταν κοντὰ στὴ λίμνη Γενησαρέτ. Εἶδε δυὸ βάρκες ἀραγμένες στὴν ἀκρολιμνιά· οἱ ψαράδες πιὸ κεῖ ἔπλυναν τὰ δίχτυα τους. Μπῆκε σὲ μιὰ ἀπ’ αὐτὲς ποὺ ἦταν τοῦ Σίμωνα καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ξεμακρύνη λίγο ἀπὸ τὴ στεριά. Κι ἀφοῦ κάθισε ἄρχισε νὰ διδάσκη τὸν κόσμο μέσ’ ἀπὸ τὴ βάρκα. Ὅταν τέλειωσε εἶπε στὸ Σίμωνα· Γύρισε στ’ ἀνοιχτὰ καὶ ρίξετε τὰ δίχτυα γιὰ ψάρεμα.

Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Σίμωνας καὶ τοῦ εἶπε· Δάσκαλε, ὅλη τὴ νύχτα κοπιάσαμε καὶ δὲν πιάσαμε τίποτα. Θὰ ρίξω ὅμως τὸ δίχτυ ἀφοῦ τὸ ὁρίζεις. Ἔκαμαν ἔτσι κι ἔπιασαν τόσο μεγάλο πλῆθος ψάρια ποὺ ἄρχισε τὸ δίχτυ νὰ σπάζη. Φώναξαν τοὺς συνεταίρους τους τῆς δεύτερης βάρκας νὰ πᾶν νὰ τοὺς βοηθήσουν. Πῆγαν καὶ γέμισαν καὶ οἱ δύο βάρκες σὲ σημεῖο νὰ βουλιάζουν. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ Σίμωνας πέφτει στὰ γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλεῖ. Ἕβγα ἀπ’ τὴ βάρκα μου, Κύριε, γιατὶ εἶμαι ἁμαρτωλός. Τὸν εἶχε γεμίσει θάμπος κι αὐτὸν κι ὅλους τοὺς συντρόφους του γιὰ τὰ ψάρια ποὺ εἶχαν πιάσει μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Ὅμοια εἶχαν ξαφνιαστῆ κι ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου ποὺ ἦσαν συνέταιροι τοῦ Σίμωνα. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς εἶπε στὸν Σίμωνα· Μὴ φοβᾶσαι, ἀπὸ τώρα θὰ ψαρεύης ἀνθρώπους. Κι ἀφοῦ ἔσυραν τὰ πλοῖα στὴ στεριά, τὰ παράτησαν ὅλα καὶ τὸν ἀκολούθησαν». Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην, ὁμιλία κζ΄

(Ἰωάν. γ΄, 13-17)

Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή Ι’ Ματθαίου (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)

(Ματθ.ιζ΄14-23)

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστὴν ὁμιλίαν νζ΄ Διαβάστε περισσότερα »