Ας τολμήσουμε!

 

Μαρία Σωτηρίου

 

 

βδομη ρα στή Γ´ Γυμνασίου, στήν πιό πειθάρχητη τάξη το σχολείου, στό τέλος μις μέρας δύσκολης, φο τό ατημα γιά κδρομή εχε πορριφθε. πως περίμενα, βρέθηκα ντιμέτωπη μέ τήν κορυφωμένη ργή τν οτως λλως θυμωμένων μαθητν μου. «Γιατί νά μήν πμε κδρομή;», πετάχτηκε μέ ναίδεια λένη. Καί σάν νά εχε δοθε τό σύνθημα γιά γενική πίθεση, ρχισαν λα νά χειρονομον καί νά φωνάζουν συγκράτητα:«Θά κάψουμε τά πουσιολόγια!», «Θά σπάσουμε τά τζάμια!», «Θά σκάσουμε τά λάστιχα το Διευθυντ. Ατός ...». Ο φράσεις πού κολούθησαν δέν ταν μόνο πρεπες, τανε ως βλάσφημες. Τά κοίταζα μέ παγωμένο τρόμο στήν ψυχή. Ατά τά πλάσματα πού βριζαν ς καί τόν διο τόν Θεό δέν ταν παρά παιδιά μόλις 15 τν. ταν τό αριο το κόσμου μας, κόσμος πού τοιμάζουμε. «Τί περιμένεις;», σχολίασε μελαγχολικά μία συνάδελφος, «Μήπως χουν σπίτια νά τά μεγαλώσουνε;». «Βλέπεις κι ατά πού χουν...», πάντησε μέ πικρή ερωνεία μιά λλη. «Δέ βρίσκεις κρη μέ τά σημερινά παιδιά. μα γίνεις μάνα, θά καταλάβεις».

 

λη τήν μέρα προσπαθοσα νά καταλάβω. Μ ατό τό θλιβερό «γιατί;» τυχε νά περν κενο τό βράδυ ξω πό να στέκι, που συνάζονται ο φηβοι· γόρια καί κορίτσια ρουφούσανε μηχανικά τά καλαμάκια τους, ν τά μάτια χαυνωμένα καί ρθάνοιχτα, μέναν προσηλωμένα στήν τεράστια θόνη το πέναντι τοίχου. «Κοίτα, ρέ. Ατή...», χυδαα σχόλια, πρεπες χειρονομίες, λάγνα βλέμματα. Κοίταξα φευγαλέα τό πίμαχο θέαμα. Κατάλαβα... Τό πιό δημοφιλές reality τς τηλεόρασης.

 

Κατάλαβα. Μετά τό τελευταο χτύπημα το κουδουνιο, τά παιδιά μας θά φοιτήσουν σ να λλο σχολεο· να σχολεο πού δέν ξέρει πό διαλείμματα, πού δέν παιτε καμιά προσπάθεια. ρκε νά πατήσεις να μικρό κουμπί γιά νά ξεδιπλωθονε ο μαγικές σελίδες του. Μάθημα πρτο:τό πιό δημοφιλές reality: νεαρά κορίτσια θά κυνηγήσουνε μέ κάθε τίμημα τό νειρο μις μορφις πού ξαργυρώνεται... Μάθημα δεύτερο: τό πιό δημοφιλές σήριαλ πού τά νόματα τν πρωταγωνιστν του μφανίζονται σέ φελες παρομοιώσεις στίς κθέσεις τν δεκατριάχρονων:μιά νεαρή παρέα κρύβει στούς δεσμούς τς «φιλίας» μοιχεες, πορνεες, γκαταλείψεις παιδιν, θέμιτο χρμα, δολοπλοκίες, δολοφονίες· νοχα μυστικά πού θά καπηλευτον στό νομα το τίτλου ,τι πιό γιο, γνό καί ερό ποθε νθρώπινη ψυχή· δέμ! Τό ψέμα, μοιχεία, διαφθορά· δέμ! δικός μας Παράδεισος, πόλυτη ντιστροφή.

 

Καί τά δάχτυλα θά παίζουν στό τηλεκοντρόλ καί τά παιδιά μας θά ποκοιμηθον στό φς τς τηλεόρασης· καί τήν λλη μέρα στίς σχολικές τάξεις θ γγίζουμε μές στίς ψυχές ρείπια:μιά σκέψη ναρκωμένη κι λο τόν κόσμο γυρισμένο νάποδα. Κάθε ξία πού χει ς τώρα συντηρήσει τή ζωή θά κμηδενίζεται ς λίθια μπροστά στό θλιβερό ντίστροφο: σωτερικός πλοτος μπροστά στήν πολυτοποίηση τς μορφις, τιμιότητα στό κυνήγι το εκολου κέρδους, σεβασμός στήν ναίδεια, φοσίωση τς γάπης στήν λευθεριότητα τς δονς, πίστη στόν Θεό στή λατρεία τν νθρώπινων εδώλων. νας ντεστραμμένος κόσμος, νας λλος κόσμος, νας κόσμος ξένος...

 

Κι γώ, μιά πλή, σήμαντη δασκάλα νά μοχθε·πς ν νορθώσω τά κατεσκαμμένα μέσα τους; Πς νά παλέψω ατήν τήν τραγική δικτατορία τς εκόνας φο μες, ο μεγαλύτεροι, μες, ο διοι ο γονες τους, πιλέγουμε ατήν τή μαστρωπό νά δίνει στά παιδιά ατά πού δέν προφθαίνουμε; φο ο διοι μας λαγνεύουμε μ ατήν τή μαστρωπό, ρουφομε συντροφιά μέ τά παιδιά μας τήν ποφορά τν σκουπιδιν της μέσα στό χρο τόν πανίερο τς προσωπικς μας κκλησις, μέσα στό σπιτικό πού ελόγησε τό γιο μυστήριο το Θεο;

 

«Δέ βρίσκεις κρη μέ τά σημερινά παιδιά. Τί περιμένουμε;». «Τί περιμένουμε;», πάντησα παναλαμβάνοντας τό γνώριμο πογοητευμένο ρώτημα.«ταν τηλεόραση παίζει στά σπίτια μας μέρα καί νύχτα, τί νά περιμένουμε;». Μέ κοίταξαν μέ κπληξη ο συνάδελφοι. «Δέν χεις δικο», σχολίασε κάποιος σκεφτικά. «Μά, ς εμαστε ρεαλιστές. Μπορομε νά ζήσουμε καί χωρίς τηλεόραση».

 

χι, δέν μπορομε. ς εμαστε ρεαλιστές. Δέν μπορομε, γιατί μς πνίγει μοναξιά κι χουμε νάγκη νά βλέπουμε να πρόσωπο νθρώπινο, στω καί πίσω π τό γυαλί· γιατί στά σπίτια μας χει πέσει σιωπή κι χουμε νάγκη μιά λλότρια φωνή νά πνίξει τήν κραυγή τς ποξένωσης· γιατί τό σμα μας καί ψυχή μας περιφέρονται κατάκοπα, κι χουμε νάγκη νά ξεδώσουμε, νά δραπετεύσουμε στήν λαφρότητα· γιατί εναι φόρητο νά δομε μέσα μας κι χουμε νάγκη νά κοιτομε ξω, σο πιό ξω γίνεται· γιατί μέ δύο λέξεις χουμε νάγκη πό ναρκωτικό νά μς κοιμίζει τήν δύνη μας κι τηλεόραση εναι τό πιό εκολο, φθηνό, «κίνδυνο» ναρκωτικό πού βρίσκουμε.

 

Δέν μπορομε λοιπόν. κόμα καί γιά τά παιδιά μας θυσία θά μς τανε βάσταχτη, γιατί μς λείπει γάπη, ερήνη, χαρά· τό ξυγόνο τς ζως. γάπη· ερήνη· χαρά: Επα ατές τίς λέξεις τίς ελογημένες μέσα μου κι αθόρμητα θυμήθηκα τό στίχο τς Γραφς·« δέ καρπός το Πνεύματός στιν γάπη, χαρά, ερήνη...». γάπη, χαρά, ερήνη· Παράκλητος. γάπη, χαρά, ερήνη· Θεός. Κι νιωσα νά φωτίζεται νος καί καρδιά μου, παρξή μου λόκληρη...

 

χ, ν μπορούσαμε μλλον ν ποφασίζαμε ν νοίξουμε μιά χαραμάδα μές στή φυλακή το κόσμου μας, νά λευθερώσουμε τό στριμωγμένο Πνεμα το Θεο· μιά λιαχτίδα στά θαμπά μας σύννεφα. χ, ν το δώσουμε τό λίγο, τό λάχιστο τς παρξής μας, να μονάχα «λθέ καί σκήνωσον». κενος γαπητικά, φιλόστοργα, σάν τότε τά ψωμιά, θά πολλαπλασιάσει τό λάχιστο, θά κάνει τό λίγο μας πολύ, πολύ: τήν μπειρία το Θεο· κελάρυσμα χαρς βαθεις καί ρεμης, πλοχωριά γάπης· μπειρία το Θεο φιλί ζως στήν ρημία μας.

 

Τότε θά κλείναμε τήν τηλεόραση. Τότε δέν θά τολμούσαμε νά τήν νοίξουμε μή μς ληστέψει τή χαρά.

 

πάρχουν κάποιοι, κάποιοι ξενιτεμένοι το Θεο στόν κόσμο μας πού ζον δίχως τηλεόραση, πού τά παιδιά τους μεγαλώνουν σορροπημένα κι τραυμάτιστα. Εναι ο ξένοι, ο «πόκοσμοι» κι μως ο πιό κοντά στόν κόσμο, ο πλησίον του· ατοί πού τόν κατανοον βαθιά, γιατί βαθιά τόν γαπον, γιατί γκαλιάζουν τό λεπρό του σμα μέ τόν πόνο το σταυρο. Εναι ατοί πού βλέπουνε μιά λλη τηλεόραση μέ τή συχνότητα το Πνεύματος, τίς μορφιές τς θεϊκς δέμ.

 

κενοι μπόρεσαν. Τό πείραμα το Παρακλήτου στή ζωή τους πέτυχε. μως τό Πνεμα το Θεο δέν ξέρει διακρίσεις. κλιπαρε μέ παραπονεμένες ομωγές στά βάθη μας.

 

ς τό τολμήσουμε νά δοκιμάσουμε τή θέση καί τήν ρνηση, μφίδρομα· νά νοίξουμε τούς δέκτες το Θεο, νά κλείσουμε τήν τηλεόραση. Νά κλείσουμε τήν τηλεόραση, ν νοίξουμε τούς δέκτες το Θεο.

 

Σέ σα σπίτια κλείσει τηλεόραση, τόσα παιδιά θά χουνε δικαίωμα στήν παιδικότητα· τόσο κόσμος θά χει δικαίωμα στήν λπίδα. ς τό δοκιμάσουμε. Γιά τίς θάνατες ψυχές μας, γιά τήν γάπη τν παιδιν πού μεγαλώνουμε. ξίζουν, τους τό φείλουμε.