Οκογένεια πάγγελμα;

Δημόπουλος Ντνος

 

 

 

Πρν πιχειρήσουμε μία προσέγγιση στ περίπλοκο ατ ρώτημα, οκογένεια πάγγελμα θ ταν χρήσιμο, νομίζω, ν ρίξουμε μία μικρ ματι στ στορικό, κοινωνικ κα οκονομικ πλαίσιο, μέσα στ ποο ο δύο ατς ννοιες ναπτύχθηκαν, συνδέθηκαν ποχωρίστηκαν, στ δικό μας τουλάχιστον χρο κα στ δική μας ποχή.

 

αώνας μας, μ τ βιομηχανική του πανάσταση, κα ργότερα μ τος δύο Παγκόσμιους πολέμους πο τν σημάδεψαν, βρέθηκε ν΄ ντιμετωπίζει γι πολλ χρόνια μία ντονη κα διαρκ ντιπαράθεση νάμεσα στς δύο τάξεις: τν ργατικ κα τν ργοδοτική. πως κα ν τ κοινωνικ σύστημα ποκαλοσε ατ τν ντιπαράθεση «Καπιταλισμό», «Σοσιαλισμό», «πανάσταση», «νεργία», «Συνδικαλισμό», «περγία», «Μποϋκοτάζ», τ βέβαιο εναι πς να βαθ καί, πολλς φορές, αματηρ ργμα δημιουργήθηκε νάμεσα στος δύο «ντιπάλους». Πο γι ν γεφυρωθε κάπως, τάξη πο χορηγοσε τν ργασία βρέθηκε ναγκασμένη ν παραχωρήσει πολλ προνόμια στν τάξη πο εχε νάγκη π΄ ατ τν ργασία.

 

Κι τσι, ν στς ρχς το αώνα, βιομηχανικς ργάτης, λόγου χάρη, μπαινε στ ργοστάσιο πρν χαράξει λιος κι βγαινε φο εχε δύσει, νασφάλιστος, βέβαιος γι τ αριο, θύμα κι ατς κι οκογένειά του τν ρέξεων νς νάλγητου, κατ κανόνα, ργοδότη, π τ μέσα το αώνα κι δθε, μ τος γνες του, μ τν πίεση, μ τν κβιασμό, κατάφερε ν νατρέψει τς νισες κι δικες συνθκες ργασίας κα ν ξασφαλίσει νθρωπινότερες συνθκες διαβίωσης. Πέτυχε τ κτάωρο, κα σ πολλς εδικότητες τ πτάωρο, πέτυχε τ πενθήμερο, τ «ρεπό», τς δειες το καλοκαιριο, τ πιδόματα, τ δρα τν ορτν, τν κοινωνικ περίθαλψη κα τ συνταξιοδότηση. Κα σ μερικς περιπτώσεις μάλιστα μ τέτοιο περβολικ κα προκλητικ τρόπο, πο ποκατάσταση ατς τς μολογημένης δικίας ν καταντ σχεδν δικη.

 

Ατ τ πεσήμανε τάξη πο εχε χορηγήσει τ προνόμια. Κα περίμενε τν εκαιρία ν πιτεθε, μ τν τρόπο της φυσικά, κα σιγ-σιγά, «νεπαισθήτως», πο θ λεγε κι ποιητής, ν παναφέρει στς σχέσεις «κεφαλαίου-ργασίας» τ διασαλευθεσα «ρμονία», πο τόσο τ συνέφερε.

 

δ κριβς, κατ τ γνώμη μας, φείλεται κα μεγάλη διαταραχ στς «κατ παράδοσιν» σχέσεις οκογένειας-παγγέλματος.

 

ς τς δομε ατς τς σχέσεις, πως τς γνωρίσαμε μες ο κάτοικοι ατο του αώνα πο πέρασε, μες ο πολίτες ατο του τόπου, πως τς μάθαμε π τος παπποδες κι π τος γονες μας.

 

οκογένεια τς νονς μου εχε φτ παιδιά. Πέντε κορίτσια κα δύο γόρια. παππος ταν νας μικρέμπορος στν παρχία. Ο οκογένειες πο καναν ατ τ φτ παιδιά, ταν παντρεύτηκαν, κα παντρεύτηκαν λα, ταν πολυμελες. π πέντε παιδι κι πάνω καθεμιά. Κι ατ τ παιδι ναστήθηκαν, μεγάλωσαν, πγαν σχολεο, σπούδασαν μ τ δουλειά, μ τ πάγγελμα το πατέρα μονάχα. Μιλάω γι οκογένειες μέσης στικς γροτικς τάξης. χι γι τς πολ πλούσιες οτε γι τς πολ φτωχές.

 

Σ΄ ατές, λοιπόν, τς οκογένειες ταν πατέρας ρωτιόταν γι τ πάγγελμά του, παντοσε νάλογα: Δημόσιος πάλληλος, παγγελματίας, δικηγόρος, γιατρός, ξιωματικός, γρότης, ψαράς, μπορος, κπαιδευτικός, ερέας κα τ παρόμοια. ταν ρωτοσαν τ μητέρα, κείνη σκυβε τ κεφάλι κι παντοσε χαμηλόφωνα: Οκιακά. Τ ΄λέγε σν ν ντρεπόταν. Σν ν ταν κάτι ταπεινωτικ γ΄ ατήν. Κι ταν ταπεινωτικό. Γιατί ατ τ πάγγελμα δν ταν πάγγελμα, ταν δουλεία τς περισσότερες φορές. Κα δν ταν να πάγγελμα. ταν δέκα μαζί.

 

μητέρα πο μεγάλωσε μένα κα τ τέσσερα δέλφια μου, ο μητέρες τν φίλων μου, ο μητέρες στος τόπους πο τς γνώρισα γ - κα γνώρισα πολλς γιατί πατέρας μου ταν τελωνιακς κα τν μετέθεταν π΄ τ μία πόλη στν λλη, λες ο μητέρες το καιρο μου κα τς τάξης μου πο θυμμαι γώ, ταν σκλάβες. ταν συγχρόνως μαγείρισσες, ζυμώτριες, φουρνάρισσες, μοδίστρες, βρεφοκόμοι, μπαλωματοδες, πλέκτριες, φάντριες, κεντίστρες, πλύντριες, καθαρίστριες, κα τ΄ πογεύματα, πο γύριζαν τ παιδι π΄ τ σχολεο, γινόντουσαν κα δασκάλες ν τ «διαβάσουν». Κι μενε, ταν γερνε μέρα, κι λλο να «πάγγελμα» ν διεκπεραιώσουν. πάγγελμα εχε καταντήσει, δυστυχς, γι΄ ατές. Τ πάγγελμα τς συζύγου τς ρωμένης. Πς ν πιτελεσθε, στερα π τόση πολύωρη κι ξαντλητικ κόπωση; Τώρα πο τ σκέπτομαι, ναρωτιέμαι μήπως κφραση: «Συζυγικ καθκον», χει δ κριβς τς ρίζες κα τν προέλευσή της.

 

Ατ ταν σχέση παγγέλματος κα οκογένειας γι πολλ χρόνια δ, στν δικό μου τόπο, πως τ γνώρισα γώ, κα σ χιλιάδες λλους τόπους πο δν τος γνώρισα, λλ πο τος ξέρω π διαβάσματά μου, κα σ χιλιάδες λλα χρόνια πο προηγήθηκαν. Οκογένεια ταν τ πάγγελμα τς μητέρας ν΄ νασταίνει παιδιά, κα πάγγελμα ταν δουλει το πατέρα πο φερνε στ σπίτι τ χρήματα γι ν΄ ναστηθε ατ οκογένεια.

 

Κα κάποτε λθε πελευθέρωση τς γυναίκας. Κάποιες σορροπίες ρχισαν ν΄ νατρέπονται. γυναίκα θ μποροσε πι ν ργάζεται κι ξω π΄ τ σπίτι κα ν συνεισφέρει κι ατ στ οκογενειακ εσόδημα. Εχε καταφέρει τώρα κι ατ ν ΄χει τ πάγγελμά της. Ν πάψει πι νναι δούλα στ σπίτι. Κα δν ποψιαζόταν πς ατή της πιτυχία πρόσθετε λλη μία δουλεία στ ζωή της. Τ δουλεία τς λευθερίας της.

 

πως κα νναι, τώρα, μ δύο μισθούς, τ πράγματα θ΄ ρχιζαν - τσι εχαν λπίσει - ν καλλιτερεύουν κα γι κείνη κα γι τ παιδι κα γι τν σύζυγο-πατέρα, πο δν θ σήκωνε πι μόνος στος μους του τ οκογενειακ βάρη. Μ γι τ παιδιά τους δν εχε λλάξει τίποτα. σα-σα, πουσία τς μάνας π τ σπίτι δυσκόλεψε τ πράγματα, ν ο νάγκες χι μόνον παρέμεναν ο διες λλά, μέρα μ τ μέρα, μ τν λλαγ το τρόπου ζως, μεγάλωναν.

 

Τί πρεπε ν γίνει; Πς θ τ ΄βγαζαν πέρα; Γιατί σ΄ ατ τ διάστημα ρχισε ν κδηλώνεται ντονη ντίδραση τς οκονομικς τάξης πο κάποτε, κάτω π πίεση, εχε ναγκαστε ν παραχωρήσει κενα τ περίεργα προνόμια στος ργαζομένους. κτάωρα, δηλαδή, πιδόματα, σφαλίσεις, συντάξεις, ρεπό, δρα. Πο κούστηκε; Ατ τ «διαφυγν κέρδος» πρεπε ο προνομιοχοι ν τ πανακτήσουν. Μ ποιν τρόπο μως; χι φυσικ μ τ βία, λλ μ τν κοινωνία τς εημερίας κα τς φθονίας.

 

Κι ριξαν στν γορά, μ τ βοήθεια μίας ταχύτατα ξελισσόμενης τεχνολογίας, το κόσμου τ γαθά. λων τν εδν: λικά, πνευματικά, ψυχαγωγικά, θεραπευτικά, καλλιτεχνικ γι κάθε γοστο κα γι κάθε βαλάντιο. Ατ τ τελευταο κουγόταν κάπως τσουχτερό, λλ τί ν κάνουμε, πρόοδος κα εημερία θέλουν θυσίες.

 

- Δηλαδή; Ρώτησε σύζυγος-μητέρα.

 

- Θ δουλέψω κα περωρίες, πάντησε σύζυγος-πατέρας. Θ δουλέψω κα τ΄ πόγευμα σ μία δεύτερη δουλειά. Πς λλις θ τ βγάλουμε πέρα;

 

- Θ΄ ρχίσω ν παίρνω κι γ δουλει στ σπίτι, περθεμάτισε πρόθυμα στόχαστη σύζυγος-μητέρα.

 

Κι στερα, σν ν καλοσκέφτηκε ατ πο επε, ρώτησε μ κάποιο δισταγμό:

 

- Κα τ παιδι πο λέγαμε;

 

- Ποι παιδιά;

 

- Νά, εχαμε πε, πς ταν θ παντρευόμαστε θ γεμίζαμε τ σπίτι κουτσούβελα...

 

- Ναί, λλ πήραμε τ πλυντήριο. Κα τ ψυγεο. Κα τν καταψύκτη. Κα τ ατοκίνητο. Κα τ στερεοφωνικό. Κα τ καινούργιο σαλόνι. Κα τν φορνο τν μικροκυμάτων. Κι εχαμε, μν ξεχνς, κα τς δόσεις γι κενο τ οκοπεδάκι στ Πόρτο-Ράφτη.

 

Γίνηκε σιωπή.

 

Κι στερα σύζυγος (δ τ - «μητέρα» κόβεται), ρώτησε, δαγκώνοντας τ χείλη της, τν σύζυγο (κι δ κενο τ «πατέρα», κόβεται κι ατό).

 

- Οτε να;

 

- Τί να; Ρώτησε σύζυγος αφνιδιασμένος.

 

- Λέω, οτε να μωράκι;

 

Ξανάγινε σιωπή. Κι στερα σύζυγος επε κομπιάζοντας.

 

- Κι γ τ θέλω Αμιλία... Τ ξέρεις πόσο τ θέλω...

 

ναψε τσιγάρο κα συνέχισε δύσκολα.

 

- λλ να παιδ σήμερα εναι μεγάλο πρόβλημα γι τος γονες, πο ργάζονται κι ο δύο. γιατρς πο θ παρακολουθε τν γκυμοσύνη σου, τ μαιευτήριο, μία γέννα σήμερα κοστίζει δύο κατομμύρια δραχμές, στερα παιδίατρος, τ καροτσάκι το μωρο, τ μβόλιά του, τ ρουχαλάκια του, ο πάνες, νταντά, μπέϊμπυσιτερ, μες ο δύο, βλέπεις ργαζόμαστε πρω-πόγευμα, δν μπορομε ν΄ φήνουμε μονάχο τ παιδί. σε πο μα μεγαλώσει λίγο θ΄ ρχίσουν τ σχολεα, κα τ φροντιστήρια κι ο ξένες γλσσες... να παιδ σήμερα, Αμιλία...

 

Κα ατ τ παιδ δν γεννήθηκε. Τ πάγγελμα τν δύο γονιν μπόδισε, σ΄ ατ τν περίπτωση, τ δημιουργία μίας λοκληρωμένης οκογένειας.

 

Εναι ραγε μι περίπτωση πο ποτελε ξαίρεση; εναι κανόνας; Πο κάποιοι τολμηρο σως τν καταργον κα προχωρον σαμε τ πρτο, κα τ δεύτερο παιδί; Κα σταματον κε; Δν εμαστε ρμόδιοι ν΄ παντήσουμε. μες μία κοινή, μία κοινότατη στορία φηγούμαστε. Γι κείνη τν παλι τν οκογένεια πο ξέραμε, τν οκογένεια τν παππούδων κα τν γονιν μας, πο μεγαλώσαμε μέσα σ΄ ατν κα πο τν εχαμε κάποτε γαπήσει. Τώρα ατ οκογένεια βλέπουμε ν κλονίζεται, ν χάνεται σιγ-σιγά, χτυπημένη π τ γαθ τς εημερίας. Κι π τος διους πο θ ΄πρεπε ν τν περασπιστον. ς μν τος δικομε. νάγκη τν καιρν μπερδεύει τος νθρώπους. Κι ο νθρωποι μ τ σειρ τους μπερδεύουν τς λέξεις. Κι ο λέξεις τος κδικονται. Τος παραπλανον. πιτυχία παίρνει τ θέση τς ετυχίας, κα τ μερτικ σ΄ ατ τν ετυχία μέρα τ μέρα λιγοστεύει κα δν τ καταλαβαίνουμε. Τ΄ φήνουμε βουλοι ν λιγοστεύει.

 

Κι τσι, ν κάποτε εχαμε μία οκογένεια λόγου χάρη μ πέντε παιδι κι να πάγγελμα, τώρα, στ θέση της, χουμε πέντε παγγέλματα στν δια οκογένεια κι να παιδί.

 

Πρτα, τ πέντε παιδι τ βόλευε μάνα μ΄ να παντελόνι, πο μεταβιβαζόταν μ μπαλώματα, προσθκες κα μετατροπές, π΄ τ να στ λλο, κα στ πέντε παιδιά. Τώρα χουμε πέντε συγχρόνως παντελόνια (κα μάλιστα signes), γι τν να κα μοναδικ γόνο τς διας οκογένειας, πο τν ποτελον πατέρας, μητέρα, γόνος ατς κα τ πέντε παντελόνια του. Πο τ φοράει λα ατός. πως φοράει κα τς πέντε ζακέτες του, τ πέντε πουλόβερ του, τ πέντε ζευγάρια παπούτσια του, τ πέντε πανωφοράκια του, λα μόνος του. Κι λα signes. Τ τέσσερα δερφάκια του, πο θ μποροσαν ν τ μοιραστον μαζί του, δν ρθαν. Δν ρθαν ποτ στ ζωή. Κι οτε θ ΄ρθον. μποδίζει τν ρχομό τους καταναλωτική μας κοινωνία. Κι ο δύο γονες, ταν μεγαλώσει τ μοναδικ παιδ κα φύγει π τν οκογένεια, θ μείνουν μονάχοι. Μ τν ρημιά τους. Μία ρημιά, μως, signee.

 

 

 

(Περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ»)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Πηγή ηλ. κειμένου: www.agiazoni.gr)