ΕΝΑ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΚΟΣΥΦΟΠΕΔΙΟ

 

 

Τό 1389 μ.Χ. τσάρος Λάζαρος ἐπέλεξε τό οὐράνιο βασίλειο», γράφει ἅγιος ἐπίσκοπος Ἀχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1880-1956). «Ὑπερασπίσθηκε τόν Χριστό, τόν τιμημένο Σταυρό Του καί ἔχασε μαζί μέ τό (ἐπίγειο) βασίλειο καί τό κεφάλι του. Ὁ κόσμος θεώρησε ὅτι ὁ κνέζης Λάζαρος ὑπέστη μία καταστροφική ἧττα καί ὅτι τό σερβικό ἔθνος συνετρίβη γιά πάντα. Ἐν τούτοις, τό γεγονός διετήρησε μία ἀόρατη ἀκτινοβολία, ἡ ὁποία δέν κρύφθηκε ποτέ στήν ὁμίχλη. Τά πάντα ἦσαν ἅγια καί τιμημένα...».

Μέχρι σήμερα στήν γῆ τοῦ Κοσυφοπεδίου ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἐπέλεξαν νά ἀκολουθήσουν τά βήματα τοῦ βασιλέως προγόνου τους καί, «διαλέγοντας τό βασίλειο τῶν ὑψηλῶν ἰδανικῶν», κερδίζουν οὐράνια στέμματα μέ τά μαρτύριά τους. Σ᾿ αὐτήν τήν χώρα καί σ᾿ αὐτόν τόν λαό εἴχαμε τήν εὐλογία νά κάνωμε ἕνα προσκύνημα κατά τήν διάρκεια τοῦ καλοκαιριοῦ τοῦ 1996.

 

-------------------------------------------

 

Καθ᾿ ὁδόν πρός τό Κοσυφοπέδιο, ἀπό τό Βελιγράδι, εἴχαμε τήν εὐλογία νά προσκυνήσωμε τά θαυματουργά λείψανα τοῦ ἁγίου τσάρου - μάρτυρος Λαζάρου, στό μοναστήρι τῆς Ραβάνιτσας, ὅπου φυλάσσονται ἀκέραια καί ἄφθορα, καθώς καί τά λείψανα τοῦ ἁγίου Ρωμύλου, μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναῒτου (ΙΔ΄ αἰ.). Τό μοναστήρι ὑπέστη ἐρειπώσεις καί ἐρημώσεις πολλές φορές στήν ἱστορία του. Οἱ μουσουλμάνοι τό ἔκαψαν στά 1396, 1398, 1436, καί πάλι στά 1686-7, ὅταν ὅλοι οἱ μοναχοί ἐφονεύθησαν. Δέχθηκε ἀκόμη μία ἐπίθεσι στίς ἀρχές τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος καί τελικά ὑπέστη σοβαρές ζημιές ἀπό τούς γερμανούς κατά τήν διάρκεια τοῦ β΄ παγκοσμίου πολέμου, ὅταν ὁ ἡγούμενός του, ἀρχιμ. Μακάριος, συνελήφθη, ἐβασανίσθη καί ἐκτελέσθηκε στά 1943. Χάρις, ὅμως, στίς προσπάθειες τῆς ἡγουμένης Εὐφημίας (( 1958), πνευματικῆς κόρης τοῦ ἐπισκόπου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ἀνακαινίσθηκε, ὑλικά καί πνευματικά, καί σήμερα εἶναι τό μεγαλύτερο γυναικεῖο μοναστήρι τῆς Σερβίας.

Ὅσο πιό νότια ταξιδεύαμε, τόσο ὑψηλότερα ἀνεβαίναμε στά βουνά, περνώντας ἀπό περίφημα μοναστήρια καί ἀρχαῖα κάστρα, κατά μῆκος τοῦ ἴδιου δρόμου πού ἐβάδισαν πρό 600 χρόνων καί οἱ πολεμιστές τοῦ Κοσυφοπεδίου, οἱ ὁποῖοι ἦσαν «ἄνδρες καλοί καί θαρρετοί, ἀνδρεῖοι στά λόγια καί στίς πράξεις, ἄνδρες πού ἀκτινοβόλησαν ὡς λαμπροί ἀστέρες, ὡς ἀγροί στολισμένοι μέ ἐκθαμβωτικά ἄνθη, πού ἔλαμψαν ὡς νά ἔφεραν χρυσά ἐνδύματα καί πολυτίμους λίθους». (Ἐπιγραφή χαραγμένη ἐπί τοῦ μνημείου πού ἀνήγειρε ὁ ἅγιος Στέφανος Λαζάρεβιτς πρός τιμή τοῦ πατέρα του, τσάρου ἁγίου Λαζάρου, καί τῶν πολεμιστῶν πού μαρτύρησαν μαζί του).

Καθώς τώρα διασχίζαμε τήν μουσουλμανική περιοχή, παρατηρούσαμε ἀξιοσημείωτες διαφορές στήν περιβάλλουσα περιοχή. Ἐν μέσῳ τῶν πλέον ἀπιστεύτων θαυμασίων τοπίων τῆς φύσεως, ὑπῆρχαν καπνίζοντες σωροί σκουπιδιῶν ἀφημένοι κατά μῆκος τοῦ δρόμου. ὅλο καί συχνότερα ἐμφανίζονταν μιναρέδες, ξεπροβάλλοντας μέσα ἀπό τά μικρά ὀρεινά χωριά. Νοιώθαμε σάν νά μήν εἴμεθα πλέον στήν Σερβία, ἀλλά σέ μία κατεχομένη περιοχή.

 

Χρειαστήκαμε περίπου ἑπτά ὧρες γιά νά φθάσωμε στόν πρῶτο προορισμό μας, τό Πατριαρχεῖο τοῦ Πέκ. ὅταν τελικῶς φθάσαμε, οἱ τεράστιοι πέτρινοι, σάν κάστρινοι, τοῖχοι τοῦ μοναστηριοῦ στέκονταν μπροστά μας φρουρώντας τήν εἴσοδο. Βρισκόμεθα στό προπύργιο καί τό φυτώριο τῆς σερβικῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Βαδίζαμε σέ ἱερή γῆ.

Τοποθετημένο στό στόμιο ἑνός γραφικοῦ φαραγγιοῦ, τοῦ ὁποίου τά σπήλαια ἦσαν κάποτε ἀσκητήρια, τό Πατριαρχεῖο τοῦ Πέκ ἱδρύθηκε τόν ΙΓ΄ αἰώνα καί ὑπῆρξε τό ἀρχαῖο κέντρο τῶν ἱεραρχῶν τῆς Σερβίας. Καθώς βρίσκεται ἐπάνω σέ σημαντικό ὁδικό κόμβο, ἔχει καταστραφῆ πολλές φορές. Ἱστορικῶς ἦταν ἀνδρικό μοναστήρι, ἀλλά οἱ τελευταῖοι μοναχοί ἐκδιώχθησαν τό 1941 καί μέχρι τό 1957 ἦταν χωρίς μοναχούς. Κατά τήν διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου 70 οἰκογένειες ἦλθαν νά ζήσουν ἐδῶ, γιά νά τό προφυλάξουν ἀπό τούς ἀλβανούς μουσουλμάνους, πού ἤθελαν νά τό καταστρέψουν. Τέλος, τό 1957 ἦλθε μιά συνοδεία ὀκτώ καλογραιῶν. Οἱ πλούσιες μοναστηριακές γαῖες εἶχαν δημευθῆ ἀπό τούς κομμουνιστές, ἐκτός ἑνός μικροῦ δάσους, καί μόνο ἡ ἐκκλησία σωζόταν. Στά 1981 τό παλαιό κονάκι, δηλαδή τά κτίσματα πού περιβάλλουν τό καθολικό τῆς μονῆς, πυρπολήθηκε ἀπό τούς μουσουλμάνους καί ὅλα τά προσωπικά ὑπάρχοντα τῶν καλογραιῶν κατεστράφησαν. «Τά μεγαλύτερα προβλήματα τά εἴχαμε τό 1957», μᾶς εἶπε ἡ ἡγουμένη, «ὅταν προσπαθοῦσαν μέ κάθε μέσον νά μᾶς ἐκδιώξουν. Τά παιδιά ἄφηναν τό σχολεῖο γιά νά βασανίσουν τίς ἀδελφές, ὥστε ἀναγκασθήκαμε νά ζητήσωμε τήν προστασία τῆς ἀστυνομίας, καί πάντα εἴχαμε ἀστυνομικούς στήν πύλη τῆς μονῆς. Ἀλλά τώρα ἡ τρομοκρατία στρέφεται κατά τῆς σερβικῆς ἀστυνομίας καί πολλοί ἀστυνομικοί ἔχουν φονευθῆ». Λόγῳ τοῦ ἐπικινδύνου τῆς περιοχῆς, πού βρίσκεται τό μοναστήρι, δέν ἔχει προσέλθει νέα μοναχή ἐπί 15 χρόνια, ἐνῶ οἱ ὑπάρχουσες εἶναι ἤδη ἡλικιωμένες.

Οἱ τρεῖς μεγάλες λιθόκτιστες ἐκκλησίες τῆς μονῆς, κτισμένες μαζί, εἶναι συνδεδεμένες ὅλες μέ κοινό νάρθηκα: στή μέση ὁ ναός τῶν ἁγίων Ἀποστόλων (κατ΄ ἀποτίμηση τοῦ περιφήμου ὁμωνύμου ναοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καί ὅπου ἐνθρονίζονται ὡς σήμερα οἱ Πατριάρχες τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας), βορείως τοῦ ἁγίου Δημητρίου καί νοτίως ὁ κύριος ναός τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγητρίας, ὅπου εὑρίσκεται ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Πέκ ἐπάνω σ᾿ ἕνα χρυσοστόλιστο θρόνο ἀπό σκαλιστό ξύλο. Αὐτή εἶναι μία ἀπό τίς 70 εἰκόνες, πού ἐζωγράφισε ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς στόν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ τό 48 μ.Χ. Ἡ εἰκόνα κρέμεται μέ χρυσές ἁλυσίδες, στολισμένες μέ νομίσματα, τοποθετημένα ἀπό εὐγνώμονες ἀνθρώπους, σιωπηλοί μάρτυρες τῶν θαυμάτων πού πραγματοποιήθησαν, ἐνῶ οἱ μοναχές, ὅποτε περνοῦσαν μπροστά της, ἔκαναν μέ εὐλάβεια ἐδαφιαῖα μετάνοια. Τό ἔντονο μεγαλεῖο αὐτοῦ τοῦ ναοῦ, ὅπου καί ὁ ἅγιος κνέζης - μάρτυς Λάζαρος εἶχε κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, εἶναι ἀρκετό γιά νά σοῦ προκαλῆ δέος καί νά σέ κάνη νά ριγῆς. Οἱ τοῖχοι εἶναι ἁγιογραφημένοι, σέ μεγαλύτερο τοῦ φυσικοῦ μέγεθος, μέ παραστάσεις ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, πλῆθος πολλῶν ἀγγέλων, Ἁγίων τῆς Σερβίας, ἐνῶ δεξιά καί ἀριστερά τῆς θύρας ὑπάρχουν δύο τεράστιες τοιχογραφίες: τοῦ ἁγίου Νικολάου καί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Στόν θόλο, οἱ ἀρχαῖοι βασιλεῖς καί πατριάρχες τῆς Σερβίας παριστάνονται σάν σέ λιτανεία, στολισμένοι μέ ἐπουράνια ἐνδύματα, τά ὁποῖα διατηροῦν ἀκόμη τά λαμπρά τους χρώματα.

Τό περιβάλλον ὀρεινό τοπίο εἶναι ὄμορφο, γραφικό, ποιμενικό καί μόνο τά ἐρείπια τῶν παλαιῶν κτιρίων, τό νεκροταφεῖο καί οἱ βασανισμένες μορφές τῶν καλογραιῶν φέρουν τά σημάδια τῶν μαρτυρίων πού ἔχουν πλήξει τό μοναστήρι κατά τήν διάρκεια τῶν αἰώνων.

 

Μετά τό Πατριαρχεῖο τοῦ Πέκ ἐπισκεφθήκαμε τό μοναστήρι τοῦ Ντέτσανι. Τό καθολικό του, μία ἀπό τίς μεγαλύτερες μεσαιωνικές ἐκκλησίες τῆς Σερβίας, ποτέ δέν ἐρημώθηκε ἐντελῶς καί δέν βεβηλώθηκε. Λέγεται πώς μετά τήν μάχη τοῦ Κοσυφοπεδίου ὑπῆρχε σχέδιο γιά τήν μετατροπή του σέ τζαμί, ἀλλ᾿ ἡ ἰδέα αὐτή ἐγκατελήφθη, ὅταν ἕνας τοῦρκος πού προσευχόταν στό κατώφλι του, στραμμένος πρός τήν Μέκκα, σκοτώθηκε ἀπό μία πέτρα πού ἔπεσε.

Ὁ ναός ἐκτίσθη τό 1335 ἀπό τόν τσάρο ἅγιο Στέφανο ὡς ἔκφρασι εὐγνωμοσύνης πρός τόν Θεό, γιά τήν θεραπεία του ἀπό τήν τύφλωσι. Τά ἄφθορα λείψανά του φυλάσσονται ἐδῶ, ἐνῶ ἡ θαυματουργός παρουσία τοῦ ἁγίου Στεφάνου τοῦ Ντέτσανι εἶναι πολύ ἔντονα αἰσθητή. Ἰδιαιτέρως τόν ἐπικαλοῦνται γιά τήν θεραπεία τῶν ματιῶν τους, ἐνῶ πολλά θαύματα ἔχουν γίνει καί σέ μή ὀρθοδόξους, ἀκόμη καί σέ μουσουλμάνους. Μέχρι σήμερα βλέπει κανείς ἀλβανούς μουσουλμάνους νά ἐπισκέπτωνται τό μοναστήρι.

Τό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ καλύπτεται πλήρως μέ περισσότερες ἀπό 1000 φωτεινές τοιχογραφίες, οἱ ὁποῖες διατηροῦνται σχεδόν ἀνέπαφες. Τό φῶς πού διαχέεται ἀπό τά ὑψηλά παράθυρα, τά ὁποῖα κοσμοῦν τόν τροῦλλο, δημιουργεῖ τήν ἐντύπωσι ὅτι εὑρίσκεται κανείς μέσα σ᾿ ἕνα λίκνο ἁγιότητος. Ὁ τάφος τοῦ ἁγίου Στεφάνου εἶναι ὑπερυψωμένος ἀπό τό ἔδαφος εἰς τρόπον ὥστε νά μπορῆ κανείς νά περάση ἕρποντας ἀπό κάτω γιά εὐλογία. Ὑπάρχουν ἐπίσης ἐδῶ τά λείψανα τῆς ἀδελφῆς του, ἁγίας Ἑλένης, μαζί μέ μία θήκη πού περιέχει τά ὀστά μερικῶν πολεμιστῶν τῆς μάχης τοῦ Κοσυφοπεδίου (1389).

Ἄν καί ἡ ἐκκλησία τῆς μονῆς τοῦ Ντέτσανι ἔχει διατηρηθῆ ἀνέπαφη, ἐν τούτοις ἡ ἀδελφότης καί οἱ μοναστηριακές γαῖες ἔχουν ὑποστῆ τά πάνδεινα, κατά τήν διάρκεια τῶν αἰώνων, ἀπό τούς μουσουλμάνους καί προσφάτως ἀπό τούς κομμουνιστές. Τά πάντα, ἐκτός τοῦ ναοῦ, εἶχαν καταστραφῆ καί καῆ, ἐνῶ οἱ μοναχοί ἐζοῦσαν σέ μεγάλο κίνδυνο. Μία μικρή πόρτα, στόν πέτρινο τοῖχο πού περιβάλλει τήν μονή, ἦταν τό σημεῖο ἀπ᾿ ὅπου οἱ κομμουνιστές συνήθιζαν νά παρακολουθοῦν τούς μοναχούς. Γιά 20 χρόνια ἡ ἀδελφότης ἀποτελεῖτο ἀπό 4 ἡλικιωμένους ἱερομονάχους καί μόλις πρό 4 χρόνων ἦταν σχετικῶς ἀσφαλές νά ἔλθουν περισσότεροι μοναχοί. Ἀκόμη καί σήμερα σιδερένιες μπάρες καλύπτουν τά περισσότερα παράθυρα, ἐνῶ ὁ ἀριθμός τῶν ἐχθρικῶν Ἀλβανῶν στά γειτονικά χωριά αὐξάνεται. ὄντας, πλήρως σχεδόν, κυκλωμένο ἀπό μουσουλμάνους, τό μοναστήρι τοῦ Ντέτσανι ἔχει μετατραπῆ σέ σημαντικό πνευματικό καί ἱεραποστολικό κέντρο ὅλης τῆς χώρας. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1992, περισσότεροι ἀπό 2000 ἄνθρωποι βαπτίσθηκαν στόν ποταμό Μπίστριτσα, μπροστά στό μοναστήρι. Τώρα ὑπάρχουν ἐδῶ 20 μοναχοί, οἱ περισσότεροι νέοι, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν καθοδηγημένοι ἀπό τήν ἐμπνευσμένη πνευματική πατρότητα τοῦ ἐπισκόπου Ἀρτεμίου, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε τά μοναχικά του βήματα στήν μονή τοῦ Τσέρνα Ρέκα (Μαύρου ποταμοῦ), ἡ ὁποία ἱδρύθηκε τόν ιγ΄ αἰ. ἀπό τόν ἅγιο Πέτρο τοῦ Κόρις. Σ᾿ ἕνα κοντινό βουνό ὑπάρχουν σπηλιές καί ἐρημητήρια, ὅπου οἱ «οἰκιστές τῆς ἐρήμου» ἐζοῦσαν κατά μῆκος τοῦ φαραγγιοῦ.

Εἶναι ὁλοκάθαρο πώς ὁ πολυβασανισμένος μάρτυς - βασιλεύς ἅγιος Στέφανος τοῦ Ντέτσανι καθοδηγεῖ τίς νεανικές ψυχές στό πνευματικό πεδίο μάχης, στήν καρδιά τοῦ Κοσυφοπεδίου. Τό μοναστήρι του προσφέρει, σέ ὅποιον ἐπιθυμεῖ νά ἀκολουθήση τά βήματά του ἑκουσίως, μία ζωή δοκιμασιῶν καί θλίψεων, μέ σκοπό νά ἐξαγνίση τόν ἑαυτό του «ὡς χρυσόν ἐν χωνευτηρίῳ». Ἄν καί ἡ πολιτική κατάστασι τοῦ Κοσυφοπεδίου εἶναι σήμερα (1996) στά πρόθυρα ἐκρήξεως, ὅμως, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ ἐπισκόπου Νικολάου Βελιμίροβιτς: «ὅποιος θυσιάζει τά πάντα γιά ἕνα λαμπρό ἰδανικό, σίγουρα ἀναδεικνύεται πάντοτε νικητής». Αὐτοί οἱ μοναχοί εἶναι «ὡς πρόβατα ἐπί σφαγήν», πού χαρούμενα προετοιμάζονται νά ἑνωθοῦν μέ τόν ἐπουράνιο χορό τῶν νεομαρτύρων τῆς Σερβίας.

 

Τήν ἑπομένη ἡμέρα θά ἐπισκεπτόμασταν τό μοναστήρι πού περιβάλλει ἕναν ναό, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς ὁ ὡραιότερος τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου. Ἡ μονή εὑρίσκεται δίπλα σέ μία μεγάλη πόλι, κοντά στό σημεῖο ὅπου ἔγινε ἡ μάχη τοῦ Κοσυφοπεδίου. ὅμως, δέν ἦταν καθόλου εὔκολη ἡ κατάστασι ἐκεῖ, ἐν μέσῳ μιᾶς ἐχθρικῆς μουσουλμανικῆς γειτονιᾶς.

Ἡ μονή τῆς Γκρατσάνιτσας ἀπετέλεσε τό μεγαλύτερο δῶρο τοῦ ἁγίου βασιλέως Μιλουτίνου, πρός τήν σερβική Ἐκκλησία τῶν μεσαιωνικῶν χρόνων. Αὐτός ἔκτισε 40 ναούς, ἕναν γιά κάθε χρόνο πού κυβέρνησε. Τοῦτος ἐδῶ κτίσθηκε τό 1315. Στήν ἐναλλαγή φωτός καί σκιᾶς ἡ Γκρατσάνιτσα φαίνεται σάν ὀπτασία ἐξω-πραγματικῆς ὀμορφιᾶς, ὥστε νά γράφη ὁ ποιητής: «Ὤ! Γκρατσάνιτσα, ἄν δέν ἤσουν φτιαγμένη ἀπό πέτρα, θά ὑψωνόσουν στά οὐράνια».

Ἡ μονή ἀπετέλεσε ἕνα μεγάλο πολιτιστικό καί πνευματικό κέντρο, διάσημο γιά τήν βιβλιοθήκη καί τίς ἐκδόσεις του, στά τέλη τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος. Κατά τήν διάρκεια τοῦ Β΄ παγκοσμίου πολέμου, τό ἀναστηλωμένο κονάκι, ξανακατεστράφη ὁλοσχερῶς, ἐνῶ ὁ ναός δέν ἔμεινε τελείως ἀνέπαφος. ὅπως συνέβη στά περισσότερα μοναστήρια κατά τήν διάρκεια τοῦ πολέμου, οἱ μοναχοί εἴτε σκοτώθηκαν, εἴτε στάλθηκαν σέ στρατόπεδα συγκεντρώσεως, εἴτε ἐπιστρατεύθηκαν, ἀφήνοντας τό μοναστήρι ἀπροστάτευτο. Κατά τόν καιρό πού δέν εἶχε μοναχούς, διάφορες σερβικές οἰκογένειες ἔζησαν σ᾿ αὐτό γιά νά τό προστατεύσουν.

Εἰσερχόμενοι στόν ναό, διεπιστώσαμε μέ λύπη ὅτι οἱ κομμουνιστές εἶχαν γκρεμίσει ἕνα μέρος τῶν ἁγιογραφημένων τοίχων τοῦ νάρθηκος, ἀντικαθιστώντας τους μέ τζαμαρίες. Παρά ταῦτα, τά ἔντονα βλέμματα τῶν πολεμιστῶν Ἁγίων, εἰκονίζουν τήν τελεία ἔλλειψι φόβου ἔναντι τοῦ κακοῦ καί τήν ἑτοιμότητά τους νά μάχονται αἰωνίως ἐναντίον τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου. ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί εὐγενεῖς γυναῖκες μάρτυρες κοιτάζουν πρός τά κάτω, ψηλά ἀπό τούς τοίχους τῶν σκοτεινῶν θόλων. Σέ πολλές ἀπό τίς τοιχογραφίες, τά μάτια ἔχουν ξυσθῆ ἀπό ἀλλοθρήσκους, σέ μιά προσπάθειά τους νά ἀφαιρέσουν ἀπό τούς Ἁγίους τήν πνευματική τους δύναμι, τυφλώνοντας τά παράθυρα τῶν ψυχῶν τους.

Ἡ Γκρατσάνιτσα ἦταν ἀνέκαθεν ἀνδρικό μοναστήρι, ἀλλά μετά τόν πόλεμο ἔγινε γυναικεῖο. Τώρα ὑπάρχουν 16 ἀδελφές, πολλές ἀπό αὐτές νέες. Εἶναι φανερό πώς ἡ μοναχική ζωή εἶναι ἰσχυρή ἐδῶ, παρά τίς ἐξωτερικές δυσκολίες. «Περιμένομε», μᾶς εἶπε ἡ ἡγουμένη, «δέν ξέρομε πότε θά ἔλθουν οἱ μουσουλμάνοι· ἄν μᾶς βάλουν φωτιά, θά καοῦμε γιά τόν Χριστό». Πράγματι, αὐτές οἱ ἀδελφές εἶναι ἕτοιμες νά πεθάνουν, ἀλλιῶς δέν θά εὑρίσκοντο ἐδῶ.

Κάθε ἄνοιξι ἕνα χαλί ἀπό ἄγριες κόκκινες παπαροῦνες ἀνθίζει κοντά στήν Γκρατσάνιτσα, στά πεδία τοῦ Κοσυφοπεδίου, τό ὁποῖο πιστεύεται ὅτι ἀναπαριστᾶ τό αἶμα τών δεκάδων χιλιάδων πολεμιστῶν πού ἔπεσαν στήν μάχη τοῦ 1389. «Τό ἐπίγειο βασίλειο διαρκεῖ γιά σύντομο χρονικό διάστημα, ἀλλ᾿ ἡ ἐπουράνια βασιλεία παντοτεινά».

 

Παρ΄ ὀλίγο νά μή δοῦμε τό μοναστήρι τοῦ Ντέβιτς, τό ὁποῖο, ἀφοῦ τελικά βρήκαμε, ἀπεδείχθη τό συγκινητικώτερο ὅλων. Δέν ἦταν ξεκάθαρο στόν χάρτη, τό ποῦ ἀκριβῶς βρισκόταν. Σταματήσαμε τουλάχιστον τέσσερεις φορές στόν δρόμο γιά νά ρωτήσωμε χωρικούς, πού δέν ἤξεραν ἤ δέν ἤθελαν νά μᾶς ποῦν. Βρισκόμασταν σέ ἀλβανική - μουσουλμανική περιοχή καί ὁ κόσμος δέν ἦταν συνεργάσιμος, βλέποντας ὅτι ἤμασταν χριστιανοί. Καθώς συνεχίζαμε, φοβηθήκαμε πώς δέν θά τά καταφέρομε. Ψάλαμε, λοιπόν, ἥσυχα τό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Ἰωαννίκιου, παρακαλώντας τον νά μᾶς βοηθήση νά βροῦμε τό μοναστήρι του. Ὁ ἐπόμενος ἄνθρωπος πού ρωτήσαμε μᾶς εἶπε πώς ἡ στροφή ἦταν ἀκριβῶς 100 μέτρα μπροστά μας καί ἔτσι γεμάτοι εὐγνωμοσύνη φθάσαμε στήν πύλη.

Ὁ κτίτωρ τῆς μονῆς τοῦ Ντέβιτς, ἅγιος Ἰωαννίκιος , περιφρουρεῖ τό μοναστήρι του ἀπό τήν ἐχθρότητα πού τό περικυκλώνει. Γεννημένος τόν ΙΔ΄ αἰώνα ἄφησε τό σπίτι τῶν παιδικῶν του χρόνων στήν Ζέτα καί ἔφηβος ἀνεζήτησε τήν μοναχική καί ἀφιερωμένη στόν Θεό ζωή. ἔκτισε ἕνα κελλί στήν δασώδη περιοχή τοῦ Τσέρνα Ρέκα (Μαύρου ποταμοῦ), ἀκολουθώντας τήν παράδοσι τοῦ ἁγίου Πέτρου τοῦ Κόρις, ὁ ὁποῖος πέρασε πολλά χρόνια ἐδῶ προσευχόμενος καί ἀγωνιζόμενος κατά τῶν δαιμόνων. Πολλοί μαθητές συγκεντρώθησαν γύρω του, ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἀσκητικότητος καί ἁγιότητός του. Φεύγοντας τήν «δόξα τῶν ἀνθρώπων» μεταφέρθηκε στά δάση τοῦ Ντέβιτς καί συνέχισε τόν ἀγώνα του ἐν σιωπῇ. Γι᾿ αὐτό ἔλαβε τό χάρισμα τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς μετά δακρύων καί τῆς ἐκδιώξεως τῶν δαιμόνων. Κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί μετά τήν κοίμησί του, ὁ ἅγιος Ἰωαννίκιος ἔκανε ἀμέτρητα θαύματα σέ εὐσεβεῖς ὀρθοδόξους ἀλλά καί σέ ἀπίστους.

Ἀπ᾿ ὅλα τά κατατρεγμένα μοναστήρια πού ἐπισκεφθήκαμε, τό Ντέβιτς φαινόταν ὡς τό πλέον μαρτυρικό. Καθώς βαδίζαμε στά σκονισμένα μονοπάτια του, ἡ φτώχεια του φανέρωνε τά ἀμέτρητα βάσανα καί τίς στερήσεις πού ἔχουν ὑποστῆ οἱ μοναχοί. Τά πρῶτα βάσανα ἄρχισαν στά 1455, ὅταν τό σερβικό βασίλειο ἔπεσε στά χέρια τῶν Τούρκων. Στά 1544 ἐκδιώχθησαν ὅλοι οἱ μοναχοί καί ἡ περιουσία τοῦ μοναστηριοῦ περιῆλθε στήν κατοχή ἑνός ἐπιφανοῦς μουσουλμάνου. Μέ τήν μεσολάβησι τοῦ ἁγίου Ἰωαννίκιου, ἡ μονή ἀνακαινίσθηκε, ἀλλ᾿ ἀκόμη κι ἔτσι, οἱ κακουχίες καί τά βάσανα ἦσαν μεγάλα.

Τό Ντέβιτς ἐρειπώθηκε ξανά στίς ἀρχές τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος. Οἱ μοναχοί εἴτε σκοτώθηκαν, εἴτε ἐξαναγκάσθηκαν νά τό ἐγκαταλείψουν. Τό μοναστήρι ἀπογυμνώθηκε καί ὁ ναός ἐχρησιμοποιεῖτο γιά στάνη. Τό 1858, μετά ἀπό μία νέα περίοδο ἀνακαινίσεως, ἀλβανοί μουσουλμάνοι ἀπό τά γύρω χωριά σκότωσαν τόν ἡγούμενο Παῒσιο. Στά 1889 μία νέα συνοδεία μοναχῶν ἐγκατεστάθη ἐδῶ, ἡ ὁποία κατόρθωσε νά λειτουργήση σχολεῖο στοιχειώδους ἐκπαιδεύσεως, τό ὁποῖο ἐπέζησε μέχρι τήν ἔναρξι τοῦ Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Κατά τήν διάρκεια τοῦ πολέμου, τό 1914, αὐστριακοί στρατιῶτες τό λεηλάτησαν, παίρνοντας ὅλα τά ζῶα, τά ἔπιπλα καί τά χάλκινα σκεύη τοῦ μοναστηριοῦ. Ἐπίσης ἀνατίναξαν ὁρισμένα ἀπό τά κτίρια καί τά ὑλικά τους χρησιμοποιήθηκαν γιά τήν κατασκευή στρατῶνος.

Τό 1941, κατά τήν διάρκεια τοῦ Β΄ παγκοσμίου πολέμου, ἀλβανοί ἀγρότες μέ σφυριά καί κασμάδες δέν ἄφησαν λίθον ἐπί λίθου. Ὁ ἡγούμενος Δαμασκηνός ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπό τήν πύλη καί ἐκτελέσθηκε, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι μοναχοί ἐξαναγκάσθηκαν σέ φυγή. ὅλο τό μοναστήρι ἐρειπώθηκε, ἐνῶ πυρομαχικά καί βλήματα μεταφέρθησαν ἐδῶ καί ἀνατινάχθησαν, προκαλώντας μία τρομερή ἔκρηξι, πού ἰσοπέδωσε ὅλα τά κτίρια. Περισσότεροι τοῦ ἑνός μάρτυρες ἀναφέρουν ὅτι εἶδαν κάποιον ντυμένο μέ λευκά ἄμφια, νά περιπλανᾶται στά ἐρείπια. Ἦταν ὁ ἅγιος Ἰωαννίκιος πού ἐπροστάτευε τήν Ἁγία Τράπεζα καί τό παρεκκλήσιο ὅπου φυλάσσονται τά λείψανά του, τά ὁποῖα παρέμειναν ἄθικτα.

Τό μοναστήρι ἔμεινε ἐρειπωμένο μέχρι τό 1947, ὁπότε ἀφίχθησαν δύο μοναχές. Μέ τήν βοήθεια χωρικῶν τῶν γύρω περιοχῶν ἀναστήλωσαν σιγά-σιγά τό μοναστήρι καί τόν ναό στήν ἀρχική τους μορφή. ὅλο καί περισσότερες μοναχές εἰσέρχονταν στήν ἀδελφότητα καί οἱ ἄνθρωποι τῶν γειτονικῶν χωριῶν ἐμπνέονταν ἀπό τήν ἰσχυρή πίστι τῶν καλογραιῶν καί τήν μεγάλη τους ἀγάπη πρός τόν ἅγιο Ἰωαννίκιο.

Λόγῳ τοῦ μεγάλου κινδύνου ἀπό τούς ἀλβανούς, στά 1980-90, οἱ χριστιανοί πού ἐπισκέπτονταν τό Κοσυφοπέδιο ἔπρεπε νά ἔχουν στρατιωτική συνοδεία. Ἐμεῖς ἤμασταν ἀπό τούς πρώτους πού ταξιδέψαμε σχετικῶς ἐλεύθεροι στήν περιοχή. Ἐλάχιστοι σέρβοι ἀπό τά γύρω χωριά διακινδυνεύουν πλέον νά ἐπισκεφθοῦν τό μοναστήρι, φοβούμενοι τυχόν ἐπίθεσι τῶν μουσουλμάνων. ὅσο βρισκόμασταν ἐδῶ, μία ἀπό τίς ἀδελφές ἔπρεπε νά διώχνη τά γουρούνια κάποιου ἀλβανοῦ πού ἔμπαιναν ἀνενόχλητα στό μοναστήρι. Μᾶς φάνηκε σάν σύμβολο τῆς συνεχιζομένης ἐπιθυμίας τους νά βεβηλώσουν τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἡγουμένη μᾶς εἶπε γιά τήν προκάτοχό της, ἡ ὁποία ἐκοιμήθη προσφάτως, ὅτι χρησιμοποιώντας τό ἕνα μόνο χέρι της, σέ καιρούς μουσουλμανικῶν ἐξεγέρσεων, προσπαθοῦσε ἀκόμη καί μέ τά ὅπλα νά ὑπερασπισθῆ τό μοναστήρι, ἐνῶ πολλές φορές λιθοβολήθηκε καί χτυπήθηκε ἀπό τούς ἀλβανούς. Μᾶς εἶπε ἐπίσης ὅτι καί σήμερα, οἱ μοναχές λιθοβολοῦνται καί δέχονται κτυπήματα στόν δρόμο τους πρός τήν πόλι, ἐνῶ ζοῦν ὑπό τήν συνεχῆ ἀπειλή ἐμπρησμοῦ ἤ κλοπῆς τῆς σοδειᾶς καί τῶν ἀποθεμάτων τροφίμων· ἀλλ᾿ ἔχουν τό προνόμιο νά βρίσκωνται ὑπό τήν προστασία τοῦ ἁγίου Ἰωαννίκιου.

Ὁρισμένα ἀπό τά κτίσματα τοῦ μοναστηριοῦ περιβάλλονται ἀπό σκαλωσιές καί στόν ναό διαπιστώσαμε μέ πόση ἀγάπη τό μοναστήρι ἔχει ἀναστηλωθῆ. Οἱ πολύτιμες τοιχογραφίες μαζεύθηκαν προσεκτικά ἀπό τά ἐρείπια καί ἐκολλήθησαν κομμάτι - κομμάτι ἐπάνω στούς ξανακτισμένους τοίχους. Μέ δάκρυα προσκυνήσαμε τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγίου Ἰωαννίκιου. Ὁ τύμβος του εἶναι μικρός καί σκοτεινός, ἀρχαῖος καί γεμᾶτος χάρι, ἐνῶ ἔχει καί μία τοιχογραφία δύο Ἁγίων πού κρατοῦν μία περγαμηνή μέ ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα, ὅμως, ἔχουν σχεδόν σβησθῆ.

Ἀναχωρώντας, νοιώθαμε πόσο πολύ μᾶς ἐνέπνευσαν ἡ ἄσκησι, οἱ ἀγῶνες, οἱ θλίψεις τῶν μοναζουσῶν, ἀλλά καί ἡ ἑτοιμότητα, ἡ προθυμία τους μπροστά στό μαρτύριο· ἀναλογιζόμενοι ὅτι πρόκειται νά ἀρχίσουν καί γιά ἐμᾶς διώξεις καί βάσανα, γιά τά ὁποῖα τόσο λίγο εἴμαστε προετοιμασμένοι. Μέ ἁπλότητα καί ταπείνωσι οἱ μοναχές μᾶς εἶπαν: «Εἴμαστε χαρούμενες πού εὑρισκόμεθα ἐδῶ, μαζί μέ τόν ἅγιο Ἰωαννίκιο. Αὐτή εἶναι ἡ μικρή μας ἔρημος».

 

«... Ἱκετεύομέν σε, ἅγιε Ἰωαννίκιε τοῦ Ντέβιτς,

ὕψωσε τήν δεξιά σου χεῖρα καί προστάτευσέ μας·

παῦσε τόν ὄλεθρο καί τόν ἀφανισμό,

καί σύναξέ μας...

Ἱκετεύομέν σε, ἅγιε Ἰωαννίκιε τοῦ Ντέβιτς,

ἄστραψε μπροστά στά ὅπλα τους, ἐνῶ πυροβολοῦν·

ἐμπόδισε τήν αἱματοχυσία, λιῶσε τά μαχαίρια τους,

σύντριψε τίς ἁλυσίδες τους...

Καθώς βαδίζεις ἀνυπόδητος εἰς τάς ὁδούς τοῦ Κυρίου,

ἐν μέσῳ προσφύγων, ἐν μέσῳ φωτιᾶς καί λιμοῦ,

φύλαξέ μας, ἀνόρθωσέ μας καί δίδαξέ μας,

στό πεδίο τῆς συμφορᾶς νά κτίσωμε μία πολιτεία

μέ τίς πέτρες ὁπού μᾶς λιθοβολοῦν!...».

(Λιούμπομιρ Σίμοβιτς)

 

Στόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, διερχόμενοι ἀπό τίς πεδιάδες τοῦ Κοσυφοπεδίου, ὁ ἥλιος ἔδυε πάνω ἀπό τά χρυσαφένια χωράφια τοῦ σταριοῦ. Συνεπαρμένοι ἀπό τό μεγαλεῖο τῆς στιγμῆς, ψάλαμε τό «Φῶς ἱλαρόν» καί ὁ ἀρχαῖος ὕμνος ἀνέβαινε στόν οὐρανό, καθώς οἱ τελευταῖες ἀκτίνες τοῦ δειλινοῦ φαίνονταν ρόδινες καί πύρινες πίσω ἀπό τά πορφυρά βουνά. Εἶναι δύσκολο νά πιστέψη κανείς ὅτι σ᾿ αὐτήν τήν ἴδια πεδιάδα, δεκάδες χιλιάδων γενναίων ἐβάδισαν χαρούμενοι πρός τόν θάνατο, κάνοντας τήν ὑπερτάτη θυσία πρός δόξαν Θεοῦ καί τῆς ἱερᾶς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ μακαριστός ἐπίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς γράφει: «Κάθε ἡμέρα πού ξημερώνει εἶναι ἄλλη μία μεγάλη ἡμέρα γιά τόν ἀγώνα μεταξύ τῶν δύο βασίλειων. Ποιό βασίλειο θά ἐπιλέξω; Τό ἐπίγειο ἤ τό ἐπουράνιο;». Αὐτό τό ἐρώτημα πού ἐτέθη στόν ἅγιο κνέζη - μάρτυρα Λάζαρο, ψιθυρίζεται σήμερα στίς καρδιές ὅλων τῶν νέων ζηλωτῶν τῆς ἁγιότητος καί τῆς θυσίας. Οἱ νέοι υἱοί καί θυγατέρες τῆς μαρτυρικῆς Σερβίας πλησιάζουν ἀργά σ᾿ αὐτόν τόν τόπο τῆς θυσίας, ἀναζητώντας νά εὑρεθοῦν στήν πρώτη γραμμή, ὅπου ἡ μάχη εἶναι σφοδροτάτη καί τά στεφάνια αἰώνια. Οἱ μοναχοί, πού σήμερα ἀγωνίζονται στό ἀρχαῖο πεδίο μάχης τοῦ Κοσυφοπεδίου, ἔχουν ἤδη κάνει τήν ἐπιλογή τους: νά πεθάνουν τόν ἐπίγειο θάνατο, χάριν τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

 

( Μετάφρασις ἀπό τό περιοδικό: «Orthodox Word», τ. 193, Μάρτιος - Ἰούνιος 1997 ).

 

 

 

 

ΕΝΑΣ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΛΑΟΣ

 

Ὁ ρόλος τοῦ Κοσυφοπεδίου στήν διατήρησι τῆς πνευματικῆς αὐτοσυνειδησίας καί τῆς ἐθνικῆς ἀξιοπρεπείας τοῦ σερβικοῦ λαοῦ εἶναι τεράστιος, καθώς ἀποτελεῖ τήν καρδιά τοῦ σερβικοῦ ἔθνους ἀπό τόν ιβ΄ αἰ., τήν κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ του. Γι΄ αὐτό καί εἶναι πλούσια στολισμένο μέ ἑκατοντάδες βυζαντινές ἐκκλησίες καί μοναστήρια. Παραλλήλως, ὅμως, ὑπῆρξε τό σημαντικότερο πεδίο μάχης στόν 600ετῆ πόλεμο μέ τό Ἰσλάμ. Οἱ μουσουλμανικές στρατιές εὑρίσκοντο στό κατώφλι τῆς παλαιᾶς Σερβίας, κατά τό τέλος τοῦ ΙΔ΄ αἰ., μέ τήν προσδοκία τῆς ἧττας ὅλων τῶν χριστιανικῶν βασιλείων. Ἄν καί ὁ χριστιανικός στρατός ἦταν ἀριθμητικά πολύ μικρότερος, ἀρνήθηκε νά παραδοθῆ, προτιμώντας νά θυσιασθῆ ἐνδόξως γιά τόν Χριστό, παρά νά ὑπηρετήση αὐτούς πού Τόν ἐμισοῦσαν. Ὁ ἅγιος κνέζης (τσάρος) Λάζαρος καί ὁ στρατός του ἀφανίσθηκαν τό 1389 μ.Χ., ἀλλ᾿ ἡ θυσία καί ἡ γενναία ἀντίστασί τους ἐπεβράδυνε τήν προέλασι τῶν μουσουλμάνων, καί οἱ Τοῦρκοι ποτέ δέν ἀνέκτησαν τήν δύναμι νά καταλάβουν τήν δυτική Εὐρώπη.

Κατά τήν διάρκεια, ὅμως, τῆς μακρᾶς περιόδου τῆς τουρκικῆς κατακτήσεως, ἀρκετοί χριστιανοί ἐξισλαμίσθησαν. Ἡ πλειοψηφία τῶν Ἀλβανῶν – ρωμαιοκαθολικῶν τότε ἤ ὀρθόδοξων – ἔγιναν μουσουλμάνοι καί ἀπελάμβαναν ἕνα ἰδιαίτερο, ξεχωριστό καθεστώς ἐπί τῶν χριστιανῶν, μετατρεπόμενοι σταδιακῶς σέ προπαγανδιστές τοῦ ἰσλάμ καί προσπαθώντας διά τῆς βίας νά ἀλλαξοπιστήσουν καί τούς ὑπολοίπους χριστιανούς. Ὑπό συνθῆκες ἀνάλογες μ᾿ αὐτές πού σήμερα θά ὀνομάζαμε γενοκτονία, οἱ Σέρβοι, «μετανάστευσαν» τό 1690, (καί ἀργότερα τό 1750), στίς βορειότατες ἐσχατιές τῆς σερβικῆς γῆς. Οἱ Ἀλβανοί ἄρχισαν τότε μέ ὑψηλούς ρυθμούς νά ἐγκαθίστανται στό Κοσυφοπέδιο.

Ὁ ξερριζωμός, δυστυχῶς, συνεχίσθηκε μέχρι τίς ἡμέρες μας. Ἑκατοντάδες χιλιάδες Σέρβοι ἐξαναγκάσθησαν ἀπό τούς Γερμανούς νά ἐγκαταλείψουν τό Κοσυφοπέδιο κατά τήν διάρκεια τοῦ Β΄ παγκοσμίου πολέμου, καί νά ἀντικατασταθοῦν ἀπό ἰσαρίθμους ἀλβανούς μουσουλμάνους, σέ ἀνταμοιβή τους γιά τήν βοήθεια πού προσέφεραν στόν γερμανικό στρατό. Κατόπιν, ὁ Κροάτης κομμουνιστής ἡγέτης Τίτο, ἐξανάγκασε ἑκατοντάδες χιλιάδες ἐπιπλέον Σέρβους νά ἐγκαταλείψουν τά χωριά τους. ἔτσι οἱ μουσουλμάνοι ἕφθασαν νά ἀποτελοῦν τήν πλειοψηφία στό Κοσυφοπέδιο, ἐνῶ ἡ κομμουνιστική κυβέρνησι τούς παρεῖχε εἰδικό καθεστώς προνομίων: δημιουργία χωριστοῦ ἀστυνομικοῦ σώματος, δικῶν τους σχολείων καί τελικῶς χωριστῆς ἰσλαμικῆς διακυβερνήσεως καί πολιτιστικῆς ἀναπτύξεως. Τά ἀποτελέσματα ἦσαν οἱ ἐπιπλέον διωγμοί τῶν χριστιανῶν, οἱ δολοφονίες καί τά βασανιστήρια ὀρθοδόξων ἱερέων, μοναχῶν καί λαϊκῶν, ἡ καταστροφή τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ καί τῶν τόπων λατρείας, μέ σκοπό τήν ἐξάλειψι καί τοῦ τελευταίου χριστιανικοῦ ὑπολείμματος. Κάτι πού προσπαθοῦν νά ὁλοκληρώσουν οἱ σημερινοί ἀπάνθρωποι βομβαρδισμοί, οἱ ὁποῖοι ἕχουν πλήξει ἀνεπανόρθωτα πλήξει ὅλα τά μοναστήρια πού ἀναφέρονται στό προηγούμενο «Ὁδοιπορικό», προκαλώντας τήν τελευταία καί πιό βάρβαρη ἐπιδρομή τοῦ «ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου» κατά τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καί τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ.

 

«Ὅλα τά ἔδωσε ὁ Σέρβος· ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε.

Ἔμεινε χωρίς πατρίδα, ἀλλά γι᾿ αὐτήν πεθαίνει.

Ζῆ ἡ πατρίδα μές τήν μαυρίλα καί τήν φρίκη,

καί περιμένει· ξέρει σκληρά νά ὑπομένη.

 

Ἄς περιμένη! Γιατί κάποτε εἶχε πῆ:

“Τό κάθε κακό πρέπει νά ἔχει ἕνα τέλος”.

Ἄς περιμένη! Γιατί ἔρχονται νέοι καιροί,

νέες σκέψεις κι ἀστράφτει ἕνα νέο βέλος...».

(Βλάντισλαβ Πέτκοβιτς)

 

Ἡ μάχη τοῦ Κοσυφοπεδίου, ἡ ὁποία ξεκίνησε τό 1389 ἀνάμεσα στούς ὀρθοδόξους χριστιανούς καί τούς εἰσβολεῖς μουσουλμάνους, συνεχίζεται ἀκόμη καί σήμερα μέ πλέον δαιμονικό τρόπο. Ἀλλ΄ ὁ κόσμος, ἀγνοώντας τό δράμα τῆς σωτηρίας πού παίζεται ἐμπρός στά μάτια του, κοιμᾶται ἀμέριμνος, πεπεισμένος ὅτι δέν χρειάζεται νά ἀσχολεῖται μέ τίς αἰώνιες ἀλήθειες. Ἐνῶ, συγχρόνως, ὁ σερβικός λαός ὑποφέρει, μέ μαρτυρική πίστι καί ἐλπίδα, τούς βομβαρδισμούς, τόν πόλεμο, τήν καταστροφή. ὅμως, τό μεγαλεῖο ενός λαοῦ φαίνεται στήν ὕπαρξι τῶν ἁγίων καί τῶν μαρτύρων του γιά τήν Ἀλήθεια. Καί οἱ Σέρβοι ἔχουν πολλούς· καί ὅλοι αὐτοί οι νεομάρτυρες μεσιτεύουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑπέρ τοῦ μαρτυρικοῦ λαοῦ τους...

 

( Μετάφρασις ἀπό τό περιοδικό: «Orthodox Word», τ. 193, Μάρτιος - Ἰούνιος 1997 ).