ββ Δωροθου

 

Η‘ Διδασκαλα

ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ

 

 

νας π τος Πατρες, Εὐάγριος, επε τι ο μοναχο δν πρπει ν ργζονται ν στενοχωρον κανναν. Κα πλι επε: ν κποιος χαλιναγωγσει τ θυμ, χαλιναγωγε τος δαμονες. ν μως χει νικηθε π’ ατ τ πθος, εναι τελεως ξνος π τ μοναχικ ζω[1] κα λλα σχετικ λοιπν πρπει ν πομε μες γι τν αυτ μας, πο δν σταματμε μνο στ θυμ κα στν ργ, λλ πολλς φορς φτνουμε κα μχρι τ μνησικακα; Τ λλο, παρ τ ν πενθσουμε γι’ ατ τν λεειν κα πνθρωπη κατστασ μας. ς κρατσουμε λοιπν γρυπνα τ μτια τς ψυχς κα το σματος, δελφο μου, κα ς βοηθσουμε¸‘μετ Θεν’ τος αυτος μας, γι ν γλυτσουμε π τν πκρα ατο το καταστρεπτικο πθους. Γιατ συμβανει πολλς φορς ν βζει κανες μετνοια στν δελφ του -ταν φυσικ ψυχρανθον στενοχωρηθον μεταξ τους- κα ν παραμνει κα μετ τ μετνοια λυπημνος κα χοντας λογισμος ναντον του. Δν πρπει ατς πο πολεμιται π τος λογισμος ν’ διαφορσει γι τ θμα, λλ μσως ν τος σταματσει. Γιατ ατ εναι μνησικακα. Κα εναι νγκη ν προσξει μ γρυπνη φροντδα, ν μετανοσει, ν’ γωνιστε, πως επα, γι ν μν μενει πολ καιρ μ’ ατος τος λογισμος κα κινδυνεσει. Γιατ μ τ ν βλει μετνοια, πλς συμμορφνεται σ μι πρακτικ ντολ κα προσωριν ντιμετωπζει τ θμα τς ργς, λλ δν κνει κανναν γνα ναντον τς μνησικακας. Γι’ ατ κα παραμνει χοντας τ λπη ναντον το δελφο του. Γιατ εναι λλο πργμα μνησικακα, λλο ργ, λλο θυμς κα λλο ταραχ[2].

 

Κα σς λω να παρδειγμα, γι ν καταλβετε. Ατς πο νβει φωτι, στν ρχ χει λγη θρκα. Θρκα εναι πικρς λγος το δελφο πο τν λπησε. Δς, θρκα χει λγη δναμη. Γιατ, τ εναι μι λεξολα το δελφο σου; ν τν ποφρεις σβησες τ θρκα. ν μως ρχσεις ν σκπτεσαι: ‘Γιατ μο τ ’πε; Κα γ μπορ ν το παντσω. ν δν θελε ν μ στενοχωρσει, δν θ μο τ ’λεγε. Κα, πιστψτε με, θ τν κανονσω γ!’ Ν, τσι βζεις μικρ ξυλαρκια κποιο λλο προσναμμα, πως κριβς κνει ατς πο θλει ν’ νψει φωτι, κα γεμζεις τν τπο μ καπν, πο εναι ταραχ. Ταραχ εναι ναβρασμς μπαθν κα τκτων σκψεων, πο ξεσηκνουν τν καρδι κα τν κνουν πιθετικ κατ το πλησον. Ατ δ πιθετικ διθεση κατ το νθρπου πο μς στενοχρησε, πολλς φορς παρνει κα χαρακτρα πειλητικ, γιατ γνεται κα κδικητικ, πως κριβς επε κα ββς Μρκος: ‘ κακα πο γνεται δεκτ μ τ λογισμ, κνει τν καρδι θυμδη κα πειλητικ, ν ταν πολεμηθε μ τν προσευχ κα τν λπδα προκαλε μετνοια κα συντριβ[3].

Γιατ ν πφερες τν σμαντο λγο το δελφο σου, θ σβηνες,πως επα, κα ατ τ λγη θρκα, πρν ξεσηκωθε ταραχ. μως κα ατ, ν θλεις, μπορες εκολα ν τ σβσεις, σο εναι καιρς, μ τ σιωπ, μ τν προσευχ, μ μι μετνοια λκαρδη. ν μως παραμενεις βγζοντας καπν, μ’ ατ τν τρπο ποθρασνεις κα ξεσηκνεις τν καρδι σου στριφογυρζοντας στ νο σου: ‘Γιατ μο τ ’πε; Μπορ ν το παντσω κα γ’. π’ λο ατ τ βρσιμο κα τ διαμχη τν λογισμν, μ τος ποους καρδι νβει κα ξεσηκνεται μ μπθεια, νβει τ πθος το θυμο. Γιατ θυμς εναι τ ξναμμα το αματος, πο βρσκεται γρω π’ τν καρδι, πως λει Μ. Βασλειος[4]. Ν, τσι νβει θυμς, τσι βρισκμαστε στν κατσταση πο τν λμε ξυχολα. ν λοιπν θλεις μπορες ν τν σβσεις κα ατν, πρν φρει τν ργ. ν μως συνεχσεις ν ταρζεις κα ν ταρζεσαι, μοιζεις σν κι ατν πο ρχνει ξλα στ φωτι κα μεγαλνει τ φλγα. Κα τσι γνονται τ ναμμνα κρβουνα, πο εναι ργ.

 

Κα ατ εναι κενο πο επε ββς Ζωσιμς, ταν τν ρτησαν τ σημανει φρση: που δν πρχει θυμς, σταματει διαμχη. Γιατ, ν στν ρχ τς ταραχς, μλις ρχσει, πως επαμε, ν βγζει καπν κα ν πετει μερικς σπθες, προλβει κανες κα κατηγορσει τν αυτν του κα βλει μετνοια, πρν κμα ξεσηκωθε ταραχ κα γνει θυμς, ττε μνει ερηνικς. Πλι φο νψει θυμς, ν δν συχσει, λλ φσει στν ψυχ του τν ταραχ κα τν κδικητικτητα, μοιζει, πως επαμε, μ’ ατν πο ρχνει ξλα στ φωτι κα παραμνει ξαναμμνος μχρι ν φτιξει μεγλα κρβουνα. πως κριβς λοιπν θρκα γνεται κρβουνα, πο ποθηκεονται κα μνουν πολλ χρνια χωρς ν καταστρφονται, κα ν τος ρξει κανες νερ, δν σαπζουν, τσι κα ργ. ν μενει πολ καιρ στν ψυχ γνεται μνησικακα. Κα ττε, ν κανες δν χσει τ αμα του, δν παλλσσεται π’ ατ. Ν λοιπν, σς επα τ διαφορ, καταλβατε. κοσατε τ εναι πρτη ταραχ, τ θυμς, τ ργ, κα τ μνησικακα. Βλπετε πς π μι κουβντα φτνουμε σ τσο μεγλο κακ; Γιατ ν π τν ρχ κατηγοροσε τν αυτν του κα πμενε τ λγο το δελφο του κα δν κοταζε ν πρει κδκηση κα, ντ γι να λγο, ν πε δο πντε λγους κα ν’ νταποδσει κακ ντ κακο, θ γλτωνε π’ λα ατ τ κακ. Γι’ ατ πντοτε σς λω: σο κμα εναι στν ρχ τ πθη, κψτε τα, πρν δυναμσουν ναντον σας κα σς ταλαιπωρσουν. Γιατ εναι λλο πργμα ν βγζεις μικρ χορταρκι κα λλο ν ξεριζνεις μεγλο δντρο.

 

Δν παραξενεομαι γι τποτα λλο, παρ μνο γι τ τι δν καταλαβανουμε τ ψλλουμε. Καθημεριν ψλλουμε κα καταριμαστε τσι τος αυτος μας, χωρς ν τ καταλαβανουμε. Δν χουμε ποχρωση ν ξρουμε τ ψλλουμε; Πντοτε ββαια λμε:  ‘ν σ’ ατος πο μο νταπδωσαν ντ τν εεργεσιν θλψεις, κανα κα γ τ διο, ττε ς πσω ρημος κα βοθητος στ χρια τν χθρν μου’ (Ψαλ. 7,5). Τ σημανει μως ν πσω; σο κανες στκεται ρθιος χει τ δναμη ν μυνθε κατ τν χθρν του, κτυπει, κτυπιται, νικει, νικιται. Γιατ κμα εναι ρθιος. ν μως πσει, πς μπορε ν συνεχσει τν πλη μ τν χθρ, φο βρσκεται πεσμνος καταγς; Κα καταριμαστε τος αυτος μας,χι μνο ν πσουμε στ χρια τν χθρν μας, λλ ν πσουμε κα βοθητοι. Τ σημανει ν πσει κανες βοθητος στ χρια τν χθρν του; Επαμε τι ν πσει κανες σημανει τι δν χει πι τ δναμη ν’ ντισταθε, σημανει τι βρσκεται πεσμνος καταγς. Τ δ ρημος κα βοθητος σημανει, ν μν χει ποτ τποτα καλ, πο ν το δσει τ δναμη ν σηκωθε. Γιατ κενος πο σηκνεται, μπορε πλι ν φροντσει τν αυτν του κα ποια στιγμ χρειαστε, ν ξαναπαλαψει μ τν χθρ.

 

Μετ λμε: ‘ς καταδιξει ττε χθρς τν ψυχ μου κα ς μ συλλβει αχμλωτο’. χι μνο ν μς καταδιξει, λλ κα ν μς συλλβει, στε ν εμαστε αχμλωτοι σ’ ατν πντα, ν μς νικει, κα σ καθετ ν μς καταβλλει, ν νταποδδουμε τ κακ σ’ σους μς κδικονται. Κα δν εχμαστε μνον ατ, λλ κα ν ποδοπατσει τ ζω μας (Ψαλ. 7,6). Τ εναι ζω μας; ζω μας εναι ο ρετς. Κα παρακαλομε ν ποδοπατηθε ζω μας στ χμα, γι ν γνουμε ντελς χωμτινοι, χοντας στραμμνο λο τ λογισμ μας στ γ. ‘Κα τ δξα μας ς τ θψει βαθι στ χμα’. Τ λλο εναι δξα μας, παρ γνση πο γεννιται στν ψυχ πο τηρε τς γιες ντολς; Ατ λοιπν λμε.Δηλαδ ν μς δοξσει, πως λει πστολος (Φιλ. 3,19) μσα στν ασχνη μας. Ν ποδοπατσει στ χμα τ ζω μας κα ν κνει τ ζω μας κα τ δξα μας γϊνα, στε τποτα ν μν λογιαζμαστε, σμφωνα μ τ θλημα το Θεο. ντθετα ν σκεπτμαστε πντα σωματικ, πντα σαρκικ σν ατος γι τος ποους λει Θες: ‘Δν θ παραμενει γι πολ τ πνεμα μου σ’ ατος τος νθρπους πειδ φρονον κα ζον σαρκικ’(Γεν. 6,3).

 

τσι λοιπν ψλνοντας λα ατ, καταριμαστε τος αυτος μας, ν ποδδουμε κακ ντ γι κακ. Κα μως πσα κακ ντ κακν ποδδουμε κα δν μς νδιαφρει καθλου, λλ διαφορομε.

 

Συμβανει δ πολλς φορς νποδδει κανες κακ ντ γι κακ χι μνο μ πρξη, λλ κα μ λγο κα μ τ στση του. Κα παρουσιζεται ξωτερικ τι δν νταπδωσε μ πρξη τ κακ, λλ βλπει τι τ νταπδωσε μ λγο , πως επα, μ τ συμπεριφορ του. Γιατ πολλς φορς κνει κανες να μορφασμ μι κνηση ρχνει να βλμμα κα ταρσσει τν δελφ του. Γιατ μπορε κανες κα μ’ να βλμμα κα μ μι κνηση ν πληγσει τν δελφ του. Κα εναι κα ατ νταπδωση κακο ντ κακο. λλος προσπαθε ν μν νταποδσει τ κακ οτε μ πρξη, οτε μ λγο, οτε μ μορφασμ μ κνηση. Λυπται μως στν ψυχ του γι τν δελφ του κα στενοχωριται μαζ του. Βλπετε πση διαφορ καταστσεων! λλος πλι δν τρφει καμι λπη γι τν δελφ του. ν μως κοσει τι κποτε κποιος τν στενοχρησε γγγυσε ναντον του τν βρισε, εχαριστιται πο τ’ κοει κα βρσκεται κα ατς στν κατσταση ν’ ποδδει κακ ντ γι κακ μσα στν καρδι του. λλος οτε κακα κρατει, οτε χαρεται ταν κοει κακολογα γιÕ ατν πο τν θλιψε, λλ στενοχωριται βαθι ν κενος λυπηθε. Δν ασθνεται μως εχριστα ν το συμβε κτι καλ, λλ ν τν δε ν δοξζεται ν’ ναπαεται, στενοχωριται. Κα εναι κα ατ να εδος μνησικακας, λαφρτερο, μως πραγματικ. Πρπει δ ν χαρεται κανες γι τ καλ το δελφο του κα ν κνει τ πντα γι ν τν ξυπηρετσει κα μ καθετ ν φροντζει ν τν τιμει κα ν τν ναπαει.

 

Στν ρχ το λγου επαμε τι πολλς φορς συμβανει ν βλει κποιος μετνοια στν δελφ του κα μετ τ μετνοια ν παραμνει κμα λυπημνος μαζ του.Ττε λμε τι, βζοντας μετνοια, τν μν ργ θερπευσε ματ τ μετνοια, ναντον μως τς μνησικακας δν γωνστηκε κμα. πρχει δ κα λλος πο ν συμβε ν στενοχωρηθε μ κποιον κα βλουν μετνοια κα συγχωρεθον ερηνεει πναντ του κα δν βαστει στν καρδι του καμα κακ νμνηση γι ατν. ν μως συμβε, μετ π μερικς μρες, ν το πε κτι πο ν τν στενοχωρσει, ρχζει ν ξαναθυμται κα τ πρτα κα ν’ ναστατνεται, χι μνο γι τ δετερα, λλ κα γι τ πρτα. Ατς μοιζει μ νθρωπο πο χει πληγ κα βζει μπλαστρο. Κα προσωριν μ τ μπλαστρο τν πουλνει. Εναι μως κμα τ μρος εασθητο κα ποιαδποτε στιγμ το ρξει κανες μι πτρα, πληγνεται πι εκολα π’ λο τ λλο σμα κα ρχζει μσως ν αμορραγε. τσι παθανει κα ατς. Εχε πληγ κα τς βαλε πνω μπλαστρο, πο εναι μετνοια. Κα προσωριν μν θερπευσε τν πληγ κριβς πως κα πρτος, δηλαδ θερπευσε τν ργ, κα ρχισε ν φροντζει κα γι τ μνησικακα προσπαθντας ν μν κρατσει καμι κακ νθμηση στν καρδι του. Ατ κριβς εναι πολωση το τραματος. Δν τ ξαφνισε μως μχρι τρα ντελς, λλ κμα χει τ λλειμμα τς μνησικακας, πο εναι ολ π’ που εκολα ξανανογει λο τ τραμα, ταν δεχτε μικρ κτπημα. Πρπει λοιπν ν’ γωνιστε, γι ν ξαφανσει ντελς τν ολ, στε κα ν ξαναβγλει τρχες τ μρος κενο κα ν μν μενει καμι σχμια, οτε ν γνεται καθλου ντιληπτ τι βρισκταν σ’ κενο τ μρος τραμα.

 

Πς μως μπορε ν τ κατορθσει κανες ατ; Μ τ ν προσεχεται μλη του τν καρδι γιατν πο τν λπησε κα ν λει: ‘Θε μου, βοθησε τν δελφ μου κα μ τς εχς του κα μνα’. Κα βρσκεται στ θση ν προσεχεται γι τν δελφ του -πργμα πο ποτελε πδειξη τς γπης κα τς συμπθειας- κα ν ταπειννεται ζητντας βοθεια μ τς εχς του. που δ πρχει συμπθεια, γπη κα ταπενωση,πς μπορε ν περισχσει θυμς μνησικακα κποιο λλο πθος; Καθς επε κα ββς Ζωσιμς: ‘Κα ν κμα ξεσηκσει λα τ σνεργα τς κακας του διβολος μ λα τ δαιμνι του, λες ο πονηρες του χρηστεονται κα συντρβονται π τν ταπενωση, πο φρνει τρηση τς ντολς το Χριστο[5]. Λει δ κποιος λλος Γροντας: ‘Ατς πο προσεχεται γι τος χθρος του, δν χει μσα του μνησικακα’ [6].

 

Κατανοστε καλ , τι κοτε κα κνετ τα πρξη. Γιατ πραγματικ, ν πρακτικ δν τ φαρμσετε, μ τ λγια δν μπορετε ατ ν τ μθετε. Ποις νθρωπος πο θλει ν μθει μι τχνη, τ μαθανει μνο μ τ λγια; πωσδποτε πρτα φτιχνει κα χαλει κα ξαναφτιχνει κα ξαναχαλει και τσι, κοπιζοντας λγο κα πομνοντας, μαθανει τν τχνη, μ τ βοθεια το Θεο, πο βλπει τν προαρεση κα τν κπο του κα τν δυναμνει στ ργο. Κα μες θλουμε ν μθουμε τν μεγαλτερη π’ λες τς τχνες[7], χωρς ν καταπιαστομε μ ργα; Πς εναι δυνατν; ς προσξουμε τος αυτος μας, δελφο μου, κα ς δουλψουμε μ πολλ πιμλεια, σο χουμε κμα καιρ. Θες ν δσει ν θυμμαστε κα ν φυλμε κενα πο κομε, γι ν μν μς πιβαρνουν τν μρα τς κρσεως.

 

 

Σημεισεις:

 

1)  Ε τις θυμο κεκρτηκεν, οτος δαιμνων κeκρτηκεν, ε δ τις τοτ τ πθει δεδολωται, οτος μοναδικο βου στ παντελς λλτριος, κα ξνος τν δν το Σωτρος μν· επερ ατς Κριος μν λγεται διδσκειν τος πραες τς δος ατο· δι κα δυσθρατος γνεται τν ναχωροντων νος, ες τ τς πρατητος φεγων πεδον οδεμαν γρ τν ρετν σχεδν οτω δεδοκασιν ο δαμονες, ς πρατητα·τατην γρ κα Μωϋσς κενος κκτητο, πρας παρ πντας τος νθρπους κληθες. Κα γιος δ Δαυδ ξαν τατην τς το Θεο μνμης πεφθγξατο εναι· ‘Μνσθητι Κριε’, λγων, ‘το Δαυδ κα πσης τς πρατητος ατο’. λλ κα ατς Σωτρ μιμητς μς κλευσε γενσθαι τς κενου πρατητος· ‘Μθετε π’ μο’ λγων, ’τι, πρᾶός εμι κα ταπεινς τ καρδίᾳ, κα ερσετε νπαυσιν τας ψυχας μν‘. Ε δ τις βρωμτων μν, κα πομτων, πχοιτο, θυμν δ λογισμος πονηρος ρεθζει, οτος οικε ποντοποροσ νη, κα χοσ δαμονα κυβερντην, δι προσεκτον ση δναμις, τ μετρ κυν, κα διδακτον ατν, τος λκους μνους διαφθερειν, κα μ τ πρβατα κατεσθειν, πσαν νδεικνμενον πρατητα πρς πντας νθρπους>.

                                                      (Εὐάγριος P.G.79. 1216BC).

 

2) Μ. Βασ. P.G. 31,369.

 

3) P.G. 65, 908A.

 

4) Μ. Βασ. P.G. 30, 424A.

Μ. Βασ. P.G. 31, 356C.

Γρ. Νσ. P.G. 44, 160D.

Γρηγ. Ναζ. P.G. 37, 948.

Εὐάγρ. P.G. 40, 1273.

Γρηγ. Νσ. P.G. 46, 56.

ων. Κλιμ. P.G. 88, 836D.

 

5) ν παντ μαρτματι ταπενωσεν μς διβολος, κα φελομεν εγνμονες γενσθαι τς ταπεινσεως μν· ο γρ εγνμονες γενμενοι τς ατν ταπεινσεως συντρβουσι τν διβολον. Κα καθς επον ο γιοι Πατρες· ἐάν κατενεχθ ταπενωσις ες τν δην, ες τν ορανν νγεται· κα ἐάν ψωθ περηφανα ως το ορανο, κατγεται ες τν δην· τς πεθει ποτ τεταπεινωμνον πλξαι λογισμος κατ τινος, κν νξεσθαι μμψασθα τινα, βλλειν πνω λλου αταν; πν γρ τιον πθ ταπεινς κοσει, φορμν λαμβνει ες τ καταμμφεσθαι κα βρζειν αυτν· κα μμνητο το ββ Μωϋσως τε ξβαλλον ατν ο κληρικο το ερατεου, επντες ατ·παγε ξω, Αθοψ. Κα ρξατο αυτν πιπλττειν κα λγειν· Σποδδερμε, μελαν, καλς σοι ποησαν· μ ν νθρωπος ρχ ες τ μσον τν νθρπων· κα καλς σοι ποησαν>.

                                                 (ββς Ζωσιμς P.G. 78, 1688A)

 

6) P.G. 40, 1277D.

 

7) <λλστω τις μτε κακς, κα ρετς κων ες τ κρτατον· οχ ρ, τνα λαβν πιστμην, ποίᾳ δυνμει πιστεσας, τατην ν θαρροη τν προστασαν·τ ντι γρ ατη μοι φανεται τχνη τις εναι τεχνν, κα πιστμη πιστημν, νθρωπον γειν, τ πολυτροπτατον ζον κα ποικιλτατον. Γνοη δ’ ν τις τ τν σωμτων θεραπείᾳ, τν τν ψυχν ατρεαν ντεξετσαι· κα σ μν ργδης κενη καταμαθν, σω δ καθ’ μς ργωδεστρα προσεξετσας, κα τ φσει τς λης, κα τ δυνμει τς πιστμης, κα τ τλει τς νεργεας τιμιωτρα>.

                                       (Γρηγ. Θεολ. P.G. 35, 425A,

                             Πρβλ. κα Εαγρ. P.G. 79, 748-49).

 

(Ἀπό τό βιβλίο «Ἀββᾶ Δωροθέου Ἔργα Ἀσκητικά, Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ», Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέας, 2000)

 

 

 

 

 

 

 

(Πηγή: ερ Μητρπολις Καισαριανς, Βρωνος κα μηττοῦ)