Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ

ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ Ο ΘΕΟΣ

 

 

 

Μεταξύ των θεμάτων της λεγομένης Βιοηθικής, της Ηθικής δηλαδή που ασχολείται με την αρχή και το τέλος του βίου του ανθρώπου, οι μεταμοσχεύσεις ζωτικών οργάνων από ανθρώπου σε άνθρωπο κατήντησε πρόβλημα δυσχερές και ακανθώδες. Η δυσχέ­ρεια και τα ηθικά διλήμματα προκύπτουν εκ του ότι η λήψη οργάνων για να μεταμοσχευθούν σε κάποιο ασθενή, ο οποίος πάσχει από ανίατη ασθένεια λόγω ανεπανορθώτου βλάβης κάποιου ζωτικού οργάνου, νε­φρά, καρδιά κ.τ.λ., πρέπει να γίνει από ζώντα εισέτι δότη· διότι, εάν τα όργανα ληφθούν από μη ζώντα δότη, από πρόσωπο δηλαδή που έχει ήδη πεθάνει, είναι ακατάλληλα για μεταμόσχευση. Αυτό σημαί­νει ότι η λήψη οργάνων γίνεται εν όσω ακόμη ο δότης ζη, είναι ζων­τανός, και επομένως με την αφαίρεση των οργάνων του, για να δοθούν σε κάποιον άλλο, οι γιατροί που πραγματοποιούν την αφαίρεση επι­φέρουν ενεργητικά τον θάνατο του δότη, δηλαδή τον φονεύουν, αντί, κατά τον όρκο του Ιπποκράτη και την επί αιώνες ισχύουσα ιατρική δεοντολογία, να προσπαθήσουν μέχρι τελευταίας αναπνοής να κάνουν το παν, ώστε να επιβιώσει ο βαρέως ασθενών ή βαρέως τραυματισθείς άνθρωπος· και όταν αυτοί εξαντλήσουν όλες τις ιατρικές δυνατότη­τες, αφήνουν την κατάσταση στα χέρια του Θεού, ο οποίος είναι ο μό­νος Κύριος της ζωής και του θανάτου, ο καθορίζων απολύτως και αποκλειστικώς τα όρια της ζωής του ανθρώπου, μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε, όπως είπεν ο Χριστός στην επί του Όρους Ομιλία, ούτε ένα στρουθίο, ένα σπουργιτάκι, δεν πεθαίνει χωρίς τη θέληση του Θεού. Υπάρχουν του κόσμου οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες, ενώ ιατρικά και ανθρώπινα ήταν προδιαγεγραμμένο το τέλος κάποιου ασθενούς, επενέβη θαυματουργικά ο Θεός και έσωσε τον βαρέως ασθενούντα ή τραυματισθέντα, τη μεσιτεία και ταις πρεσβείαις της Υπεραγίας Θε­οτόκου ή κάποιου Αγίου, μετά από θερμές προσευχές των συγγενών του ασθενούντος. Δεν έχουμε ακόμη και αναστάσεις νεκρών;

 

 

 

Εγκεφαλικός θάνατος και προσφορά ζωής

 

Για να διευκολυνθούν οι μεταμοσχεύσεις και να ξεπερασθούν τα όποια ηθικά και συναισθηματικά διλήμματα, εφευρέθηκε η θεωρία περί του εγκεφαλικού θανάτου, σύμφωνα με την οποία, όταν τα ειδι­κά όργανα δείξουν με το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα ότι ο εγκέφαλος νεκρώθηκε, τότε ο θάνατος του ασθενούς ή του τραυματίου είναι ανα­πότρεπτος, δεν πρόκειται να ανανήψει, να επανέλθει, έστω και αν η καρδιά του ακόμη λειτουργεί, έστω και αν αναπνέει, και το αίμα κυκλο­φορεί σε ολόκληρο το σώμα. Μέχρι της εμφανίσεως αυτής της θεωρί­ας, οριστικός θάνατος εθεωρείτο η κατάπαυση όλων των ζωτικών λει­τουργιών του ανθρώπου· και αυτό είναι λογικώτερο, προφανέστατο και ακαταμάχητο. Είναι δυνατόν να κτυπά η καρδιά, να αναπνέει ο άνθρωπος, να κυκλοφορεί το αίμα και εμείς να θεωρούμε τον ασθενή νεκρό και να του ξεριζώνουμε την καρδιά, τους νεφρούς και άλλα όργανα, ενώ ουσιαστικά δεν έχει ακόμη πεθάνει; Με τον θάνατο στα­ματούν όλες οι ζωτικές λειτουργίες· όταν έστω και μία υπάρχει, ο ασθε­νής ακόμη ζει. Οι πολλοί, και μάλιστα μεταξύ των απλουστέρων ανθρώ­πων, δεν γνωρίζουν ή δεν έχουν πολυβασανίσει το θέμα και πείθονται στους ιατρούς που ισχυρίζονται ότι, αφού ο εγκέφαλος έχει νεκρωθή, έχει επέλθει ο θάνατος. Πρέπει πάντως εδώ να πούμε ότι δεν υπάρχει ομοφωνία των γιατρών περί του ότι ο εγκεφαλικός θάνατος είναι ο οριστικός θάνατος. Έγκριτοι και σοβαροί επιστήμονες, πανεπιστη­μιακοί και εξωπανεπιστημιακοί καθηγηταί και ερευνηταί αμφισβητούν βασίμως στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τα κριτήρια που εισή­γαγε το 1968 η ad hoc επιτροπή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστη­μίου του Harvard, με τα oποία αντικατέστησαν τα κλασικά κριτήρια προσδιορισμού του θανάτου, που ήσαν η μη αναστρέψιμη διακοπή της αναπνευστικής και της καρδιακής λειτουργίας. Επεκράτησε το νευρολογικό κριτήριο, το μη αναστρέψιμο, δηλαδή, βαθύ απνοϊκό κώμα, διότι έτσι εξυπηρετούνταν δύο θεωρηθέντες βασικοί σκοποί. Δινόταν εν πρώτοις η δυνατότητα στους ιατρούς να διακόπτουν την υποστήριξη στους εγκεφαλικά νεκρούς και να εξασφαλίζουν θέσεις στις μονάδες εντατικής θεραπείας και εξουδετέρωναν επίσης τις δια­φωνίες και αντιρρήσεις στην λήψη ζωτικών οργάνων για μεταμο­σχεύσεις. Δεν πρόκειται βέβαια εμείς εδώ να παρουσιάσουμε την πλή­ρη ιατρική εικόνα του θέματος. Σε προηγούμενο τεύχος της «Θεοδρομίας» δημοσιεύσαμε μελέτη των καθηγητών της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ.κ. Κ. Καρακατσάνη και Ι. Τσανάκα με τίτλο «Κριτική στην έννοια του εγκεφαλικού θανάτου», ενώ σημαντικές είναι και οι σχετικές μελέτες του καθηγητού Δ. Αβραμίδη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ούτε τις θεολογικές διαστάσεις του προβλήματος θα θίξουμε. Σ' αυτές αναφέρθηκαν αναλυτικώς σε προηγούμενα τεύχη της Θεοδρομίας ο πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος Στεφόπουλος και ο Αγιορείτης Μοναχός π. Δαμασκηνός, ο οποίος παρέθεσε επίσης σε παράρτημα τις συγκροτημένες θεολογικά θέσεις που εξέφρασε στην εκπομπή που δι­ηύθυνε στον ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος ο πρωτοπρεσβύτερος π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος, διαφοροποι­ούμενος από την γραμμή της επισήμου Εκκλησίας της Ελλάδος. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό συνετέλεσε στο να σταματήσει έκτοτε η πολύ ενδια­φέρουσα και με μεγάλο ποσοστό ακροαματικότητος εκπομπή του. Μό­νον θα επισημάνουμε απλοϊκά, για να γίνει κατανοητό, ότι το πολυπροβαλλόμενο επιχείρημα ότι με το να δωρίζουμε όργανα, είτε δικά μας είτε των συγγενών μας, δείχνουμε την αγάπη προς τους πάσχον­τες συνανθρώπους μας, αφού τους προσφέρουμε το πολυτιμότερο αγα­θό που υπάρχει, την ζωή, δεν έχει ισχυρά ερείσματα.

Παρατηρούμε εν πρώτοις ότι για τους Χριστιανούς το πολυτιμότερο και ύψιστο αγαθό δεν είναι η παρούσα ζωή, αλλά η μέλλουσα, δεν είναι τα πρόσκαιρα και φθειρόμενα αγαθά, αλλά τα άφθαρτα και αιώ­νια. Γνώρισμα υψηλής πνευματικότητος είναι όχι η προσκόλληση στην παρούσα ζωή και η επί πολλά έτη σ' αυτήν διαβίωση, όπως επεκράτη­σε δυστυχώς να διατυπώνουμε οι περισσότεροι με την ευχή «χρόνια πολλά», αλλά η χρησιμοποίηση της παρούσης ζωής ως ευκαιρίας, ως «καιρού» για να κερδίσουμε την άλλη ζωή. Η παράταση της ζωής μό­νον υπ' αυτήν την προοπτική, του αγώνος για την τελείωση και την αγιότητα, έχει νόημα. Διαφορετικά κάθε μέρα που ζούμε με αμέλεια και αδιαφορία για τα πνευματικά δεν είναι κάτι καλό και αγαθό, γιατί συγκεντρώνουμε διαρκώς και διαπράττουμε περισσότερες αμαρτίες, διαιωνίζουμε και παρατείνουμε το κακό ο καθένας στην προσωπική του ζωή. Ο θάνατος όμως επετράπη από τον Θεό «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται», για να διακόπτει και στην προσωπική μας ζωή την επιτέλεση της αμαρτίας· «Ηρπάγη ίνα μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού ή δόλος απατήση την ψυχήν αυτού». Ο Θεός μόνο γνωρίζει, ο ετάζων καρδίας και νεφρούς, σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεται ο ο­ποιοσδήποτε ασθενής. Ό,τι συμβή κατά την πορεία της ασθενείας του, με τις νόμιμες και ηθικά δικαιολογημένες ενέργειες των ιατρών, είναι προς το πνευματικό του συμφέρον, είτε είναι νέος είτε είναι ηλικιω­μένος. Η Εκκλησία έχει υποχρέωση να τον προσανατολίσει προς τα μέλλοντα και αιώνια αγαθά, να του απαλύνει τον πόνο και να του αφαι­ρέσει τον φόβο και τον τρόμο μπροστά στον θάνατο. Όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος απευθυνόμενος προς τους νέους εμείς οι Χριστιανοί δεν δί­νουμε μεγάλη αξία στην παρούσα ζωή και στα αγαθά της, «αλλά προς ετέρου βίου παρασκευήν άπαντα πράττομεν». Γι' αυτό και δεν φοβό­μαστε, αντίθετα επιθυμούμε τον θάνατο. Ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι «επείγομαι αναλύσαι και συν Χριστώ είναι». Ερμηνεύοντάς τον ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει, ότι το πράττει αυτό, επιθυμεί δηλαδή να φύγει από την ζωή «ου των παρόντων κατηγορών, αλλά των μειζόνων εφιέμενος». Δεν κατακρίνουμε την παρούσα ζωή, που είναι καλή, μας την έδωσε ο Θεός, επιθυμούμε όμως τα καλύτερα και μεγαλύτερα αγαθά. Γι' αυτό και ο Μ. Βασίλειος, ως αληθινός επίσκο­πος, δεν φοβήθηκε μπροστά στις απειλές του Μοδέστου, λέγοντας πως, ακόμη και αν τον θανατώσει, αυτό θα αποτελεί ευεργεσία, γιατί θα έλθει γρηγορώτερα κοντά στον Χριστό. Την ίδια στάση κράτησαν και οι Άγιοι Μάρτυρες και οι όσιοι ασκηταί, οι οποίοι ουσιαστικώς αποθνήσκουν κατά κόσμον, νεκρώνουν καθημερινώς την σάρκα συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις. Επομένως η αγάπη μας προς τους συ­νανθρώπους κυρίως πρέπει να στρέφεται εις το να τους προσφέρουμε όχι ζωή, βιολογική, αλλά πνευματική.

Έπειτα δίνει κανείς και δωρίζει κάτι δικό του· η ζωή μας όμως, η ύπαρξή μας, το σώμα μας, η ψυχή μας, τα όργανά μας, δεν είναι ιδιο­κτησία ούτε δική μας, ούτε των συγγενών μας, αλλά του Θεού. Εμείς αποκτήσαμε ή αγοράσαμε ή κατασκευάσαμε τον εαυτό μας; Όλα τα οφείλουμε στον Θεό. Μόνον ό,τι αποκτούμε με δική μας συνεργεία και με χρήση της ελευθερίας μας είναι δικό μας· οι κακίες είναι μόνον δι­κές μας, γιατί και για τις αρετές χρειαζόμαστε την βοήθεια του Θεού. Επομένως όταν δηλώνουμε δωρηταί των σωματικών οργάνων, είτε των ιδικών μας είτε των συγγενών μας, σφετεριζόμαστε και διαχειρι­ζόμαστε ξένα πράγματα που δεν μας ανήκουν, αλλά είναι του Θεού.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, όταν υπηρετούμε κάτι καλό, και η ζωή είναι κάτι καλό, απλώς η επίγεια ζωή δεν είναι το ύψιστο αγαθό, πρέ­πει να το υπηρετούμε και με καλά μέσα. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέ­σα. Να υπηρετήσουν και να επιδιώξουν οι γιατροί με όλα τα θεμιτά μέσα να ανακαλύψουν φάρμακα, θεραπείες, μεθόδους, για να νική­σουν τις ασθένειες, να παρατείνουν την ζωή των ασθενών. Όλα αυτά τα ευλογεί ο Θεός και τα επικροτεί η Εκκλησία· έχουμε Αποστόλους και Αγίους που εσπούδασαν την ιατρική και ήσκησαν το ιατρικό επάγγελμα. Να αφαιρούμε όμως ζωή από ασθενείς, να παίρνουμε όργα­να ζωτικά από ανθρώπους που δεν έχουν πεθάνει, για να χαρίσουμε ζωή σε άλλους, αυτό δεν το επιτρέπει ο Θεός ούτε το ευλογεί η Εκκλη­σία, διότι το καλό του λήπτη γίνεται με ζημία του δότη, και το άδικον ουκ ευλογείται, αλλά και διότι αποφασίζουμε εμείς για θέματα που δεν είναι της ιδικής μας αρμοδιότητος, αλλά του Θεού. Αν λάβει μάλι­στα κανείς υπ' όψιν το ανήθικο φαινόμενο της εμπορίας οργάνων, το οποίο έχει φθάσει μέχρι του σημείου να χάνονται και να εξαφανίζον­ται φτωχά και ανυπεράσπιστα παιδιά, γιατί έπεσαν στα χέρια σπείρας που εμπορεύεται ανθρώπινα όργανα, και τα πουλάει σε πλούσιους ανθρώπους για μεταμόσχευση, αντιλαμβάνεται μέχρι ποιας βαρβαρότητος και κτηνωδίας μπορεί να φθάσει η αδικία εις βάρος των δοτών, για να ζήσουν μερικοί δυνάμενοι και κατέχοντες. Η μόνη μεταμόσχευ­ση που μπορεί να επιτρέψει η Εκκλησία είναι η λήψη από υγιή δότη ενός των διπλών οργάνων, διότι το εναπομένον ένα συντηρεί τις ζω­τικές ανάγκες του δωρητού και δεν οδηγεί στον θάνατο, μολονότι και εδώ υπάρχει το πρόβλημα της όποιας βλάβης της υγείας και αρτιμελεί­ας. Μια μάννα, ένας πατέρας, ένας φίλος, που δίνει ένα από τα διπλά του όργανα, είναι αξιέπαινο παράδειγμα προσφοράς και αυτοθυσίας· πολύ περισσότερο, αν αυτή η προσφορά δεν γίνει προς συγγενείς, αλλά προς ξένους. Όσοι εύκολα εξαίρουν και προβάλλουν την προσφορά ζωής, ας δώσουν το ένα από τα διπλά τους όργανα, νεφρό ή μάτι. Διό­τι αξία έχει η προσφορά αξιολόγου και χρησίμου πράγματος για σένα· όταν δίνεις κάτι που δεν σου χρειάζεται, αφού κατά την θεωρία περί εγκεφαλικού θανάτου έχεις πεθάνει, δεν έχει καμμία αξία η προσφο­ρά σου. Είναι σαν τα άχρηστα σκουπίδια που βγάζουμε στον δρόμο για τις υπηρεσίες του Δήμου, επειδή δεν τα χρειαζόμαστε.

Τελικώς μάλιστα πρέπει οι της Εκκλησίας με ικανοποίηση να δεχό­μαστε το γεγονός ότι οι Έλληνες είμαστε απρόθυμοι να δηλώσουμε δωρηταί οργάνων, και ότι υπάρχει στην Ελλάδα έλλειψη οργάνων για τις μεταμοσχεύσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε εγωιστές και αφιλάδελφοι, ότι δεν έχουμε αγάπη προς τους συνανθρώπους μας. Σημαίνει ότι αντιμετωπίζουμε πολύ πιο σοβαρά το μυστήριο της ζωής και του θανάτου, σεβόμαστε την αξία του ανθρωπίνου προσώπου, την ιερότητα του ανθρωπίνου σώματος, το οποίο αρνούμαστε να θεωρήσου­με δυνάμενο να καταστεί, ακόμη και με δική μας συγκατάθεση, σύνολο ανθρωπίνων ανταλλακτικών, που μερικές φορές τίθενται και σε αγοραπω­λησία, όπως δυστυχώς θα γίνει σε λίγο με την λεγόμενη θεραπευτική κλωνοποίηση.

 

 

Ο αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος για τις μεταμοσχεύσεις

 

Η αναφορά μας αυτή στο θέμα των μεταμοσχεύσεων δεν οφείλεται σε επιθυμία διαπραγματεύσεως του θέματος, πράγμα που θα ημπο­ρούσε να γίνει με ένα άρθρο ή μία πραγματεία. Επί χρόνια αντιμετω­πίσαμε την σχετική προβληματική κατά την διδασκαλία του μαθήμα­τος της Ηθικής στους φοιτητάς του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοι­νωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εποπτεύσαμε την διαπραγμάτευσή του σε φροντιστη­ριακές και διπλωματικές εργασίες, τώρα δε και σε διδακτορική. Ανα­φερθήκαμε στο θέμα με αφορμή σχετικές δηλώσεις του αρχιεπισκόπου, στις οποίες υπάρχει η εντελώς αντίθετη εικόνα από αυτήν που σύντο­μα παρουσιάσαμε εμείς. Λέγεται ότι η δωρεά ανθρωπίνων οργάνων και οι μεταμοσχεύσεις αντιμετωπίζονται θετικά από την Εκκλησία και ότι οι ελάχιστοι από τους πιστούς και μερικοί ιατροί που έχουν διαφορετική γνώμη κάνουν λάθος. Οι δηλώσεις έγιναν στις 7-1-2004 στην Θεσσαλονίκη κατά τα εγκαίνια της «Στέγης Αγάπης» για τα παιδιά που πάσχουν από κακοήθειες και νεφροπάθειες, που ίδρυσε ο Ιερός Ναός Παναγίας Δεξιάς με δωρεά του μακαριστού μητροπολί­του Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος Β'. Το απομαγνητοφωνη­μένο απόσπασμα των όσων σχετικών είπεν ο αρχιεπίσκοπος έχει ως εξής: «Ας προσευχόμαστε ο Θεός και σε μας να χαρίζει την υγεία αλλά και στα παιδάκια αυτά να δώσει την δυνατότητα να ξεπεράσουν το πρόβλημα το οποίο έχουν. Άλλωστε τώρα η επιστήμη έχει κάνει πολλά άλματα, ιδιαίτερα στον τομέα των μεταμοσχεύσεων σε ό,τι έχει σχέση με τις νεφροπάθειες, ώστε βασίμως κανείς να ελπίζει ότι τα παιδιά που πάσχουν από τα νεφρά τους και είναι ήδη στα μηχανήματα αιμοκάθαρ­σης θα μπορέσουν κάποτε με μία μεταμόσχευση νεφρού να αποκτήσουν υγιή νεφρά και να μην έχουν αυτήν την ανάγκη της ημέρας παρ' ημέραν παρουσιάσεώς των εις τα νοσοκομεία, για να δέχονται την αιμο­κάθαρση, η οποία είναι απαραίτητη για την συντήρηση της ζωής των. Γι' αυτό θα ήθελα να πω ότι στο θέμα των μεταμοσχεύσεων η Εκκλη­σία μας έχει λάβει ήδη θέσιν και είναι θετική απέναντι στις μεταμο­σχεύσεις. Και εκ λόγων ανθρωπίνης ευαισθησίας, διότι έχει μεγάλην σημασίαν να σώζονται κάποιες ανθρώπινες ζωές, οι οποίες υπό διαφορετικές συνθήκες είναι καταδικασμένες εις τον θάνατον, αλλά όχι μόνο αυτό, αλλά και εξ επόψεως θεολογικής δεν υπάρχουν αντενδεί­ξεις για την θετική στάση απέναντι στις μεταμοσχεύσεις, όπως αυτό διεφάνη από πολλές ημερίδες, τις οποίες η Ιερά Σύνοδος διοργάνω­σε για τον σκοπό αυτό στην Αθήνα και εδώ στην Θεσσαλονίκη και εις άλλας πόλεις της Ελλάδος, για να συζητηθεί το θέμα και να απο­δειχθεί ότι ορισμένοι εκ των καλών μας πιστών, τινές των οποίων είναι και ιατροί, μάλλον σφάλλουν με το να τοποθετούνται εναντίον των μεταμοσχεύσεων και με αυτόν τον τρόπον να συμβάλλουν εις το να κα­ταδικάζονται άνθρωποι εις τον θάνατον, ενώ θα μπορούσαν ευχερέ­στερα να ξανακερδίσουν την ζωή τους, όπως αυτό είναι υποχρέωσις όχι μόνον των ιατρών αλλά καθενός ο οποίος έχει την δυνατότητα να βοηθήσει».

 

 

Ποιος κάνει λάθος; Πήρε θέση η Εκκλησία;

 

Το ζητούμενο μετά από αυτήν την δήλωση του αρχιεπισκόπου, που εκφράζει και συνοψίζει την θέση της διοικούσας Εκκλησίας, είναι ποιος κάνει λάθος. Λάθος βέβαια μπορούν όλοι να κάνουν ακόμη και μερικοί Άγιοι έκαναν λάθος, γιατί δεν τους υπεδείχθη το λάθος για να αλλάξουν γνώμη. Η διαφορά μεταξύ ενός αγίου που κάνει λάθος και ενός αιρετικού είναι ότι ο άγιος, όταν του υποδειχθή το λάθος, από ταπείνωση αλλάζει γνώμη, ενώ ο αιρετικός από εγωισμό επιμένει στην πλάνη του. Αλάθητος είναι μόνον ο πάπας, όπως ισχυρίζεται βέβαια. Κατά την πίστη της Εκκλησίας αλάθητη είναι μόνον η θεόπνευστη Αγία Γραφή και η Εκκλησία, εκφραζόμενη δια των συνόδων. Από όσα πάντως γνωρίζουμε δεν ασχολήθηκε κάποια σύνοδος, πανορθόδοξη ή τοπική, με το θέμα των μεταμοσχεύσεων. Η Ρωσική Εκκλησία εξέδωσε τον Αύγουστο του 2000 εκτενή εγκύκλιο επί κοινωνικών θεμά­των, μεταξύ των οποίων ασχολείται και με τα βασικά θέματα βιοηθι­κής και με αυτό των μεταμοσχεύσεων. (Σχετικώς βλ. Μιλτ. Βάντσου, «Η θέση της Ρωσικής Εκκλησίας σε θέματα Βιοηθικής», Θεοδρομία 5 (2003) 232-244), ώστε να μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι η θέση της Εκκλησίας στο θέμα των μεταμοσχεύσεων είναι θετική. Επιστημονι­κές ημερίδες και συνοδικές επιτροπές, επειδή η συγκρότησή τους και η στοχοθεσία τους κουβαλάει τάσεις και σκοπιμότητες, δεν εκφράζουν την Εκκλησία, την οποία αποτελούμε όλοι μας· εκφράζουν στην συγ­κεκριμένη στιγμή την διοικούσα Εκκλησία, η οποία μπορεί να κάνει λάθος. Ακόμη και σύνοδος τοπική ή οικουμενική μπορεί να κάνει λά­θος, όταν οι αποφάσεις της είναι αντίθετες προς την Αγία Γραφή και την διαχρονική Παράδοση της Εκκλησίας. Επομένως ακόμη και αν συζητηθεί το θέμα των μεταμοσχεύσεων σε πανορθόδοξη σύνοδο, η οποιαδήποτε απόφαση θα ισχύσει και θα αναγνωρισθεί ως γνώμη της Εκκλησίας, όταν φανεί ότι εκφράζει την διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας και αναγνωρισθεί από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Προς το παρόν επομένως δεν έχουμε, από την μία πλευρά την γνώμη της Εκκλησίας και από την άλλη την γνώμη μερικών καλών πιστών και ιατρών. Και αυτοί οι λίγοι πιστοί Εκκλησία είναι· γνωρίζουμε μάλι­στα από την εκκλησιαστική ιστορία ότι πολλές φορές λίγοι διέσωσαν την αλήθεια της πίστεως· οι πολλοί συνεβάδιζαν με τους καιρούς και τα πράγματα. Ευτυχώς που στο τέλος της δηλώσεως, παρά την αρχι­κή του βεβαιότητα για την θετική στάση της Εκκλησίας και για το ότι δεν υπάρχουν δήθεν θεολογικές αντενδείξεις, φαίνεται ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος να μην είναι τόσο σίγουρος για την σιγουριά του, για­τί λέγει ότι αυτοί οι λίγοι καλοί πιστοί και ιατροί «μάλλον κάνουν λά­θος»· αυτό το «μάλλον» μειώνει την βεβαιότητα για την θετική τοπο­θέτηση.

 

 

Ευαισθησία για την σωτηρία κυρίως των ψυχών

 

Όπως και προηγουμένως εγράψαμε η βασική, η κύρια φροντίδα της Εκκλησίας, η εκκλησιολογική της ευαισθησία πρέπει να κυριαρ­χείται από την αγωνία για την σωτηρία των ψυχών. Όταν ο Χριστός εθεράπευε ασθενείς, δεν το έκανε γιατί «έχει μεγάλη σημασία να σώ­ζονται κάποιες ανθρώπινες ζωές», αλλά μέσω του θαύματος να οδη­γήσει στην πίστη και στην σωτηρία, να οδηγήσει στον Θεό και τον ασθενούντα και τους άλλους που εβίωναν το θαύμα. Η σωτηρία απλώς της βιολογικής ζωής δεν είναι πνευματικός, είναι κοσμικός στόχος και λόγος. Οι τοποθετούμενοι συμβάλλουν στο να καταδικάζονται κάποιοι άνθρωποι στον θάνατο· συμβάλλουν στο να αποφευχθεί ο φόνος, ο τερ­ματισμός της ζωής πολλές φορές ανυπεράσπιστων ανθρώπων, η αφαί­ρεση της ζωής από αυτούς για να ζήσουν κάποιοι άλλοι ασθενείς, η προς τους οποίους αγάπη του Θεού και όλων, και η φροντίδα για την ίαση και την θεραπεία τους είναι αναμφίλεκτα. Αλλά άλλο το ένα και άλλο το άλλο· φροντίζουμε για τους νεφροπαθείς και τους καρδιοπα­θείς με όλα τα μέσα και όλες τις άλλες δυνατότητες· όχι αφαιρώντας την ζωή από άλλους. Δεν υπάρχουν «πτωματικές μεταμοσχεύσεις», διότι ο εγκεφαλικά νεκρός δεν είναι πτώμα, εξακολουθεί να κτυπά η καρδιά του και να αναπνέει. Δεν είναι νεκρός αλλά ζωντανός δότης. Αν σταματήσει η καρδιοαναπνευστική λειτουργία, τα προς μεταμό­σχευση όργανα είναι ακατάλληλα. Η εντολή «ου φονεύσεις» και ο ιπποκράτειος όρκος περί του ότι ο ιατρός πρέπει, μέχρι τελευταίας αναπνοής, να φροντίζει να σώσει τον ασθενή και τον βαρύτατα τραυματισθέντα, μέχρι να καταλήξει, δεν είναι δυνατόν να αγνοούνται και να παραβαίνονται με την ύποπτη και σκόπιμη θεωρία περί «εγκεφα­λικού θανάτου».

 

 

 

 

 

«Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»