Β. Δ.  Μ α κ ρ υ π ο ύ λ ι α ς

 

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΔΩΡΕΑΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

ΣΕ ΔΙΑΡΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΜΕ ΤΗΝ

ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΣΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

 

Περιοδικό «ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ»

 

 

Αναμφίβολα ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά προβλήματα είναι αυτό που ακούει στο όνομα «προ­σωπική ταυτότητα». Είναι ουσια­στικά ένα πραγματικά πανάρχαιο -ίσως και άλυτο πρόβλημα- το ο­ποίο έχει και πάρα πολλές συνι­σταμένες. Υπό την μορφή ερωτη­μάτων θα μπορούσαμε να θέσου­με μερικές από αυτές. Γιατί θεω­ρούμε ότι κάποιος άνθρωπος είναι ανά πάσα στιγμή η ίδια προσω­πικότητα; Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται ώστε ο άνθρωπος να υποστηρίζει ότι είναι ο ίδιος με χθες, ο ίδιος με αύριο; Η πνευματική και η σωματική υπόσταση του ανθρώπου είναι πα­ράμετρες σημαντικές -και με ποιο τρόπο- για την διασφάλιση της προσωπικής ταυτότητος; Ο Leibniz, σπουδαίος Αυστριακός φιλόσο­φος, θα μας δώσει ένα αρκετά έξυ­πνο κριτήριο που αφορά την προ­σωπική ταυτότητα λέγοντας ότι «τα πρόσωπα και τα πράγματα ταυτίζονται όταν μπορούν να υπο­κατασταθούν με άλλα χωρίς να κάνουν μία αληθινή πρόταση ψευ­δή»1. Σαν να λέμε δηλαδή εγώ κά­θε μέρα αντικαθίσταμαι από τον εαυτό μου χωρίς να διαψεύδω τους οικείους μου ότι πράγματι είμαι ο Κώστας, ο Βασίλης, ο Νίκος. Ε­δώ θέτουμε το πρώτο ερώτημα σε σχέση με το θέμα μας: Ισχύει το ίδιο και με την μεταμόσχευση οργά­νων, δηλαδή ο άνθρωπος που θα δεχθεί μέλη άλλου ανθρώπου είναι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν πριν από την σχετική επέμβαση; Δεχόμενοι την άποψη του Ιπποκράτους, την οποία αμέσως αναφέρου­με, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε πως όχι. Μας αναφέρει λοιπόν ο Έλλην ιατρός και φιλόσοφος2: «Αυτά που έχω πει γι' αυτά τα θέ­ματα είναι αρκετά. Για να έλθου­με τώρα στους γιατρούς, άλλοι α­πό αυτούς ισχυρίζονται ότι ο άν­θρωπος είναι αίμα, άλλοι ότι είναι χολή, ενώ άλλοι ότι είναι φλέγμα. Κι όλοι αυτοί καταλήγουν στον ίδιο επίλογο, γιατί ισχυρίζονται ότι είναι ένα, ό,τι ο καθένας τους θέλει να προτείνει. Αυτό πάλι λέ­νε ότι μεταβάλλεται στη μορφή και στις ιδιότητες κάτω από την επίδραση του θερμού και του ψυχρού και γίνεται γλυκό και πικρό και λευκό και μαύρο και κάθε είδους». Αν όλα αυτά συνδυασθούν με την προσωκρατική φιλο­σοφία του Εμπεδοκλέους ότι από τα τέσσερα θεμελιώδη ριζώματα (γη, ύδωρ, αήρ, πυρ) προήλθε κά­θε έννοια ζωής, καταλαβαίνουμε ότι τα θεμελιώδη πνευματικά στοι­χεία (καλό-κακό, αληθές-ψευδές, ζωή-θάνατος, πίστη-απιστία) προχωρούν μέσα από ψυχικές ισορροπίες (ευτυχία-ηδύ, λύπη-πικρό, ηδονή-θερμό, πόνος-ψυχρό) και καταλήγουν στα βασικά ριζώμα­τα (γή-στερεότης, ύδωρ-άπειρο, πυρ-εξέλιξη, αήρ-ελευθερία). Όμως, όπως ωραία μας αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, ο άνθρωπος είναι η κορωνίδα της φύσε­ως, σαν να λέμε δηλαδή η διαλεκτική σύνθεση Θεού και φύσεως. Άρα όλες οι παραπάνω καταστά­σεις καταλήγουν σε αυτόν διαμορ­φώνοντας την πνευματική του και σωματική του υπόσταση. Πνευμα­τική διότι μέσα από τα παραπάνω ο άνθρωπος καταλαβαίνει τη λογική διάρθρωση του σύμπαντος φθάνοντας στην αρχή αυτού, το Θεό. Σωματική διότι όλες οι παραπάνω λειτουργίες εισχωρούν στον άνθρωπο, ρυθμίζουν και την σωματική λειτουργία του, πέρα από την πνευματική, κατανεμη­μένες στα διάφορα όργανά του. Ο εγκέφαλος λοιπόν συλλαμβά­νει σκέψεις, η καρδιά τα συναισθή­ματα, το υπογάστριο τις βιολογι­κές λειτουργίες, σύμφωνα με τον Πλάτωνα ακόμη και το ήπαρ φι­λοξενεί συναισθηματικές δυνά­μεις. Άρα διαμορφώνεται μία ω­ραία εξίσωση η οποία λειτουργι­κά φαίνεται να προωθεί ένα υγιές μοντέλο ανθρώπου αυτοελεγχόμενου και ολοκληρωμένου ως κί­νηση μέσα στο όλον Θεός-Φύση-άνθρωπος. Κατ' αυτόν τον τρόπο ως υπόσταση νοητή και χοϊκή ο άνθρωπος με το νου του ενθυμείται το Θεό, με την ψυχή του συναισθη­ματικά τον προσεγγίζει, με το σώ­μα του αποδεικνύει την δύναμη της βούλησής του. Στην όλη διαδι­κασία συμμετέχουν και τα αντί­στοιχα σωματικά όργανα, τα οποία όμως θα πρέπει να τα αντιμετω­πίζουμε ως συγκεκριμένα σύνολα δυνάμεων, που κάποτε ήταν πνεύμα και θα ξαναγίνουν πνεύμα. Ο εγκέφαλος ως νους, η καρδιά ως ψυχή, τα όργανα της γενετησίου ορμής ως βούληση. Αν πραγματι­κά συμμαζέψουμε όλα τα παραπά­νω, οδηγούμαστε στο πράγματι σημαντικό συμπέρασμα ότι ο άν­θρωπος ανακαλύπτοντας την οντολογική, γνωσιολογική, αξιολογι­κή του υπόσταση οδηγείται σε ό,τι ονομάζουμε οντολογική αποκατά­σταση, σε ένα νοητό Παράδεισο δηλαδή. Σε αυτή την πορεία το σώμα όπως είδαμε έχει την δική του εξέχουσα δυναμική.

Άρα το πρόβλημα της δωρεάς των οργάνων τίθεται στη βάση του ερωτήματος «πιστεύω ότι με­τά την έλευση του Ιησού είμαι κά­τι το μοναδικό, πρόσωπο, ως σώμα και πνεύμα, και ότι μπορώ μέσα από το σύμβολο του πνεύματος (το σώμα) να φθάσω σε υψηλές πνευματικές μεθέξεις προσπέλα­σης του θείου; Πιστεύω ότι όλα έχουν σημασία στην ξεχωριστή μου προσωπικότητα, δηλαδή το σώμα είναι το δικό μου σώμα, το πνεύμα είναι το δικό μου πνεύμα (αυτά τα δύο επικοινωνούν) υπό την έννοια της προσωπικής ευθύ­νης και βούλησης που με διαμορ­φώνουν ως πρόσωπο, δια του οποί­ου ελέγχοντας την υπόστασή μου επιστρέφω σε ό,τι καθόρισε ο Ιησούς ως Βασιλεία των Ουρανών; Θεωρώ ότι αυτό το πνεύμα και το σώμα είναι τα τάλαντα τα προσω­πικά της παραβολής, τα δικά μου όπλα, τα οποία εγώ ως στρατιώ­της τα χρεώθηκα από το Θεό και μόνο σε αυτόν απολογούμενος θα πρέπει να τα επιστρέψω; Αν ναι, τότε αυτή η ζωή είναι το σύμβο­λο της αιωνιότητος, το σώμα τρό­πος του πνεύματος, το κάθε όργα­νο αντιπροσωπεύει κάθε ξεχωρι­στή σύλληψη και νίκη, το πρό­σωπο τελικά ποθεί την επιστροφή στην Βασιλεία των Ουρανών. Αν όχι, τότε θεωρούμε ότι θέτοντας όργανα άλλου σε σώμα άλλου, απλά μεταβιβάζουμε ύλη σε ύλη, χάνοντας δυστυχώς τον βαθύτε­ρο συμβολικό χαρακτήρα των αν­θρωπίνων οργάνων. Τα όργανα είναι μεταφορά θείας δυνάμεως, υλική τροποποίηση αυτής, τα οποία όταν συντίθενται -στην γέννηση μας- αποθηκεύουν την προσωπική θεία εντολή, όταν αποσυντίθεται μεταφέρουν την ενέργεια του δρώντος Υποκειμένου στον Κριτή Θεό. Έχει σημασία τα δικά μου μάτια να σαπίσουν μέσα στη γη, διότι θα μεταφέρουν τη δική μου δύνα­μη στον κριτή Θεό. Τα δικά μου μάτια σε άλλο σώμα αποδεικνύ­ουν ότι δεν καταλάβαμε το σώμα μέσα στο όλο αλλά μόνο στατικά. Φαντασθείτε τα μάτια ζωοποιού αγίου να δωρίζονταν σε αμαρτω­λό! Και όμως το σώμα είναι απο­τέλεσμα του πνεύματος και από­δειξη της υγιούς ή μη ξεχωριστής πορείας αυτού, είναι απόδειξη ότι όλη η οντολογική ενέργεια του είναι μας δια του υλικού είναι μας ορθά ερμηνεύθηκε, διότι με όπλο την μορφή μας και το περιεχόμενό μας επιστρέψαμε στην χαμένη πα­τρίδα μας. Το μάτι μου προσαρμό­σθηκε στην όραση του δικού μου πνεύματος και όταν αποσυντεθεί ως δύναμη θα το ακολουθήσει. Διότι όλα καταλήγουν να γίνουν αγνές δυνάμεις στα χέρια του Δη­μιουργού. Το ίδιο μάτι σε άλλο σώμα απλά βλέπει δεν θεάται.

Ας δώσουμε όμως, από την Κ. Διαθήκη, τα περίφημα χωρία της Θ. Ευχαριστίας, τα οποία επανα­τοποθετούν ορθά την αξία του ανθρωπίνου σώματος όχι ως κά­τι εγωιστικά ανεξαρτήτου αλλά ως δορυφόρου και βοηθού του πνεύματος στην πνευματική αφύ­πνιση και λύτρωση του ανθρώπου. Αναφέρει ο Ιησούς: «Καί εσθιόντων αυτών λαβών ο Ιησούς άρτον ευλογήσας έκλασε καί έδωκεν αυτοίς καί είπε: λάβετε φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου. Καί λα­βών το ποτήριον ευχαριστήσας έ­δωκεν αυτοίς καί έπιον εξ αυτού πάντες, καί είπεν αυτοίς· τούτό ε­στί το αίμα μου, το της καινής δια­θήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον»3. Το πνεύμα του Θεανθρώ­που θέτει την τέλεια σειρά σε όλα. Το πνεύμα του Θεού δημιούργη­σε τα πάντα. Μετά την πτώση ανά­λογα με την προσωπικότητά του ο καθένας συμμετέχει στις άκτιστες ιδέες του Θεού και προχωρεί προς την μεγάλη επιστροφή. Άρα συζητάμε για το ξεχωριστό πνεύμα του κάθε ανθρώπου, το οποίο στην τέλεια Βασιλεία των Ουρανών θα αποκατασταθεί ως καθολικό πνεύ­μα του σεσωσμένου ανθρώπου. Το σώμα των πρωτοπλάστων ήταν τέλειο, διότι ήταν σε τέλειο περιβάλ­λον, όπου οι δυνάμεις του Παρα­δείσου δεν το έφθειραν, ήταν πνευ­ματικό, διότι ακολουθούσε πιστά τις εντολές του πνευματικού δημι­ουργού Θεού, ήταν άφθαρτο, διό­τι δεν ζούσε ως ύλη φθειρομένη, αλλά δια της απλής μορφής της ύλης πεπληρωμένον ως περιεχό­μενο από την πνοή του δημιουρ­γού. Άρα σήμερα θα πρέπει ο κα­θένας το σώμα του να το επανα­φέρει με την κατά Χριστόν ζωήν σε εκείνη την τέλεια προπτωτική κατάσταση. Εάν αυτό το καταφέ­ρει το πνεύμα του δια του σώματος είναι έτοιμο να πετάξει στην Βασι­λεία του Θεού. Ως ο σπόρος μέσα στη γη, τοιουτοτρόπως αυτό το σώμα μέσα στη γη μέσα από την αποσύνθεση όλων των μελών απε­λευθερώνει όλες εκείνες τις δυνά­μεις που ήταν κλεισμένες στα διά­φορα όργανα. Στην Βασιλεία πλέ­ον του Θεού όλες αυτές οι δυνάμεις επανασυνθέτουν το τέλειο Αδαμιαίο προπτωτικό σώμα. Καταλαβαί­νουμε ότι η δωρεά κάποιου οργά­νου σημαίνει λήθη αυτής της πο­ρείας, λατρεία αθανασίας και θερα­πείας του πεπτωκότος σώματος, χωρισμένου τελείως από την πρα­γματική οντολογική του πορεία. Διότι όταν ο Θεάνθρωπος θέτει την αντωνυμία τούτο και για το σώμα του και για το αίμα του δηλώ­νει δύο πράγματα. Ότι είναι του δικού Του θείου σώματος και ότι επειδή υπηρετούν το δικό Του θείο πνεύμα έχουν φιλοξενήσει -το σώμα του και το αίμα του- άλλες δυνά­μεις λύτρωσης και σωτηρίας. Τα παραπάνω χωρία αποκαλύπτουν ότι τα ανθρώπινα όργανα είναι φορείς δυνάμεως του κατόχου τους, ο οποίος ό,τι είναι πνευματικά είναι και σωματικά. Άρα το μά­τι ή το νεφρό του Α είναι τελείως διαφορετικά από τα αντίστοιχα του Β, διότι το πνεύμα αυτών των δύο είναι διαφορετικό. Του Α μπο­ρεί τα όργανα να υπηρετούν Θεό του Β όχι. Εξάλλου στην παρούσα πτωτική κατάσταση δύο άνθρω­ποι είναι ίδιοι μόνον απέναντι στο Θεό. Άρα στις διαφορετικές τους πορείες λύτρωσης οι άνθρωποι εσωτερικοποιούν τις δυνάμεις του Θεού ως σωματικές και πνευμα­τικές οντότητες πολύ διαφορετι­κά ο ένας από τον άλλο. Άρα η δωρεά στην παρούσα κατάσταση είναι έννοια αλληλοβοήθειας ψυ­χικής, πνευματικής, διότι μόνον το πνεύμα έχει σημασία. Είναι μά­ταιο να χαρίζεις κάτι που θα χαθεί - το σώμα. Δώρησε την πνευ­ματική βοήθεια που πραγματικά αιωνίως θα λυτρώσει τον συνάνθρωπό μας. Πράγματι ο Ιησούς στο αναφερθέν μυστήριο της Θεί­ας Ευχαριστίας αποκατέστησε πλήρως την έννοια της δωρεάς. Η δωρεά θα πρέπει να είναι έννοια πνευματική. Θα πρέπει να δωρί­ζεται αυτό που θα προσκομίσει την αιωνιότητα, την λύτρωση και όχι αυτό που παρατείνει μία γήι­νη κατάσταση που ούτως ή άλλως ο θάνατος την χαρακτηρίζει. Κυριότατα όμως -επαναλαμβανόμα­στε εδώ- η Θεία Ευχαριστία, τα φοβερά λόγια του Ιησού, διευ­κρινίζουν ότι τα σωματικά όργα­να φιλοξενούν δυνάμεις ξεχωρι­στών προσωπικοτήτων και θα πρέ­πει να συνοδεύουν τον κάτοχό τους μέχρι την κρίση των αιώνων.

Όμως πολύτιμη βοήθεια στην ερευνά μας αποτελεί η περίφημη ρήση του Ιησού στους Φαρισαίους εξ αιτίας της θεραπείας του παραλυτικού της Καπερναούμ «... και ιδών ο Ιησούς τάς ενθυμήσεις αυτών είπεν ίνα τι υμείς ενθυμείσθε πονηρά εν ταίς καρδίαις υμών; Τί γαρ εστίν ευκοπώτερον ειπείν, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι ή ειπείν εγείρε και περιπάτει4. Πράγματι πριν καν προσπαθή­σουμε να εισχωρήσουμε στην από­λυτο σοφία αυτού του χωρίου θα μπορούσαμε να το παραφράζαμε με σύγχρονους όρους λέγοντας «τι είναι πιο εύκολο: να υπομείνει κα­νείς το σωματικό πόνο και την σω­ματική βλάβη ή να προχωρήσει σε μια πρόσκαιρη λύση ιατρική του πόνου, τόσο γήινη τη στιγμή που η παίδευσις του πόνου είναι σχολείο του Παραδείσου, την στι­γμή κατά την οποία ο μεγαλύτε­ρος ιατρός του κόσμου δεν εγλύτωσε εαυτόν από τον θάνατον;». Πάντως σύμφωνα με τα μεγαλο­φυή λόγια του Σωτήρος το σώμα είναι εικόνα και συμβάν του έσω ανθρώπου και φιλοξενεί δυνάμεις εξόχως αξιολογικά σημαντικές. Άρα μόνον μία βαθεία αυτογνωσία ενδιαφέρει τον ανώτερο άνθρωπο, ο οποίος χωρίς να προσκολλάται στην εξωτερική φθαρτή εικόνα του ενδιαφέρεται να γνωρίσει την κίνηση ανωτέρων οντολογικών δυνάμεων στο εσωτερικό του. Αυτή η απελευθέρωσις του ανθρώπου τον καθιστά αγωγό της θείας οντικής δυνάμεως, επαναφέρον­τάς τον στο νοητό σώμα του Πα­ραδείσου. Ένα σώμα άφθαρτο, ένα σώμα πράγματι αιώνιο.

Αυτά όμως ισχύουν όταν εξε­τάζουμε τα πράγματα από την άποψη του όλου. Τότε μέσα από την πραγματική ακτινογραφία της ανθρωπίνης υπάρξεως παρατηρούμε ότι το σαρκικό σώμα είναι ύλη πτώσης και ο άνθρωπος σε μία σωτηριώδη πορεία αποκατά­στασης λαμβάνει και πάλι το αθά­νατο πνευματικό σώμα του -ειδι­κότερα μέσα από την αρχέγονη ένωση με τον Δημιουργό του. Στην διπλή κίνηση του χριστιανικού απείρου -κάθοδος, άνοδος- το φθαρτό σώμα είναι μηδαμινό. Μό­νον ο εγωιστικός αιών μας μιας εγωιστικής ιατρικής επιστήμης, η οποία ως άλλη Εύα καταβρο­χθίζει περίεργα μήλα, δίδει υπερ­βολική αξία την οποία ο όφις της Π. Διαθήκης προείπε μέσα από την φράση «Ο Θεός σας απαγο­ρεύει κάτι μήπως γίνεται και εσείς θεοί».

Κάνοντας μία πρώτη σύνοψη των παραπάνω βλέπουμε ότι το θέμα της δωρεάς οργάνων πέρα από την σκληρή φράση «δεν είναι χριστιανικό» θα πρέπει να αντι­μετωπίζεται ως πρόβλημα δια­φορετικής οπτικής γωνίας ανά­μεσα στους υποστηρικτές και μη. Στον χριστιανικό κόσμο το σώμα ως ναός του Θεού είναι κάτι το μοναδικό και αυξάνει μαζί με το πνεύμα -ή όχι- σε αρετή και χάρι. Άρα ό,τι είναι το πνεύμα είναι και το σώμα. Όλα αυτά σε τέλεια ανάπτυξη μας οδηγούν στην τέλεια σωματικοπνευματική ενότη­τα του Παραδείσου, στον τρίτο παράγοντα του προπτωτικού τε­λείου και αιωνίου σώματος. Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν πίστη στην εσχατολογία αυτού του κό­σμου.

Από την άλλη πλευρά ο χώρος της αχαρίστου επιστήμης -με την Θουκυδίδεια έννοια η λέξις χάρις (ευεργετική διάθεση ανταπόδο­σης)- λησμονώντας τον εφησυχαστή του οντολογικού της φόβου (Ιησού) προσπαθεί χωρίς ψυχή αλλά με οξυγόνο να προετοιμά­σει τον δικό της Αδάμ. Χωρίς τη διάθεση αφελούς ευπιστίας κάτω από το ανθρώπινο πρόσωπο της δωρεάς κρύβεται η πιο απάνθρωπη προσπάθεια της ιατρικής επιστή­μης -του μεγάλου όπλου της συγ­χρόνου εξουσίας- να δημιουργήσει άνθρωπο μισθοφόρο των πιο εγκληματικών νοών. Όμως εδώ το σώμα είναι πεπτωκός άλλου είναι ανειμένο, και ό,τι και αν υπο­στηριχθεί αυτό δεν αλλάζει. Διό­τι, όπως είπε και ο Απόστολος των εθνών, δεν έχουμε εδώ την πο­λιτεία μας αλλά την αυριανή πο­λιτεία μας επιζητούμε.

Ας έλθουμε όμως πιο κοντά στον Απόστολο Παύλο δείχνον­τας ότι το σημαντικότατον επι­χείρημα κατά της δωρεάς οργάνων είναι το επιχείρημα του πόνου. Αναφέρει η Κ. Διαθήκη «καί οίδα τον τοιούτον άνθρωπον είτε εν σώ­ματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν, ότι ηρπάγη εις τον Παράδεισον καί ήκουσεν άρρη­τα ρήματα α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι... και τη υπερβολή των αποκαλύψεων ίνα μη υπεραίρωμαι εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη, ίνα μη υπεραίρωμαι... η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται»5. Το αξιολογικό κριτήριο δείχνει πράγματι δυνατότερο από κάθε άλλο οντολογικό και γνωσιολο­γικό αντίστοιχο. Είναι εξάλλου το κριτήριο της πράξεως μέσα από το οποίο ο χριστιανός επιχειρεί το τελικό βήμα προς την σωτηρία του. Εάν ο Αδάμ και η Εύα προπτωτικώς είχαν το τέλειο πνευ­ματικό σώμα, σύμβολο της δύνα­μης του Θεού να μεταβάλλει και να μετουσιώνει τα πάντα σε αέρα, πυρ, αίμα και σάρκα, μεταπτωτικώς το σώμα αυτό έχασε τον προ­ορισμό του, που βέβαια δεν ήταν άλλος από την δοξολογία του Δημιουργού. Το σώμα στον Παράδει­σο ως τέλειος αγωγός εξελίσσει όλες τις οντολογικές δυνάμεις του Θεού μέσα από την αιώνια ζωή της πνευματικής υφής του. Είναι «εν-σθενές» και όχι α-σθενές, διότι η πνοή του Θεού μέσα του προχω­ρεί με σθένος, μέσα από την ενότη­τα εσωτερικότητας και εξωτερικότητας, η οποία επειδή δεν διαρρήγνυται μεταφέρει και εκπλη­ρώνει τις αυτούσιες εντολές του Θεού, βιώνοντας συνεχώς την τελει­ότητα του όντος, την συνέχεια αυτού, την πραγματική του μεταφο­ρά σε όλα τα επίπεδα δημιουργίας και παραδείσου του Θεού. Στον μεταπτωτικό όμως άνθρωπο διαρρήγνυται η εσωτερικότητα και η εξωτερικότητα και αυτό ονομά­ζεται απομάκρυνση από την πη­γή, άγνοια, θάνατος. Σε αυτή την περίπτωση η προσκόλληση στην ύλη, στο σώμα, είναι καταστρε­πτική, διότι εμποδίζει τον άνθρω­πο από το ταξίδι του όλου, από την βιωματική επιστροφή στην τε­λειότητα του Παραδείσου. Διότι εάν στον Παράδεισο το σώμα ήταν απόδειξη πνεύματος, εδώ είναι απόδειξη γνώσης του κύκλου «ενθυμούμαι το Θεό -και δια της υπερβάσεως του υλικού σώματος, επιστρέφω και πάλι στο πνευμα­τικό σώμα». Κάθε άλλη ιατρική ή μη προσκόλλησις σε μία τελειο­ποίηση μόνον εμπειρική του φθαρτού σώματος, αποκομμένη από την εικόνα του όλου δρόμου της εξωτερικότητας της σάρκας, είναι στείρα ειδωλολατρία του παρόν­τος αιώνος.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο επεισέρχεται και ο σκόλοψ του Αποστόλου Παύλου. Θα πρέπει να κάνουμε έναν αυτοσχέδιο δια­χωρισμό του σημαντικότατου αυτού χωρίου διαχωρίζοντας τον πνευ­ματικό φορέα του σκόλοπος από την υλική -την όποια υλική- εξω­τερίκευσή του. Δεν είναι βέβαια ο σκόλοψ ως τέτοιος που διδάσκει και παιδεύει τον Απόστολο των εθνών αλλά η πνευματική δύνα­μη που εμπεριέχεται σε αυτόν. Είναι ίσως ο Θεός του Παραδεί­σου, που περιορίζει ως ανάμνη­ση δια του σκόλοπος τον εαυτόν του, προκειμένου να μην αφήσει τον άνθρωπο στο χάος της μη ανά­μνησης, της μη ελπίδος. Άρα ο χειραγωγούμενος στο σώμα άνθρω­πος, δια του χαλιναγωγημένου σαρκίου, οδηγεί την αιτία της εξωτερικότητός του, το πνεύμα στα χέρια του Θεού του. Μέσα βέβαια από την ανάλογη ανάπτυξη των υπολοίπων ανωτέρων πλευρών της προσωπικότητάς του. Η επα­ναφορά στην πρώτη κατάσταση είναι η αυτόματη αναίρεση του σκόλοπος -του οποιουδήποτε σκόλοπος- η πνευματική απελευθέ­ρωση του ανθρώπου. Τί θα είχε συμβεί άραγε εάν ο Απόστολος των Εθνών είχε ιαθεί μέσα από την επίγεια ιατρική;

Αντιμετωπίζουμε λοιπόν το όλο πρόβλημα από το πρίσμα του σημερινού άνθρωπου. Η λήθη του πραγματικού πνευματικού πολι­τισμού και η ανάδειξη του φρικτού τεχνολογικού αντιστοίχου είχε πέρα από τις άλλες μία ακό­μη καταστρεπτική συνέπεια για τον άνθρωπο του 21ου αι. Ο άνθρωπος πλέον δεν διαβιοί οντο­λογικά άρα αξιολογικά βάσει οργα­νωμένων νομοτελειακών κατα­στάσεων του Αγαθού, αλλά ζει παραδομένος στη ραθυμία του χά­ους της απολύτου αισθητικής και υλικά τεχνικής εποχής του. Οι επι­στήμες ενώ στον Πλάτωνα ήταν στην υπηρεσία της υγιούς φιλοσοφίας, σήμερα αποκομμένες από αυτή έχουν λησμονήσει ότι προά­γουν δια της ύλης το πνεύμα στην επιστροφή του στην πραγματική του πατρίδα και εξυπηρετούν απλά δικούς τους σκοπούς, οι οποίοι οντολογικά είναι αδιάφοροι, διό­τι ικανοποιούν σκοπούς χωρίς οντολογικό αντίκρυσμα - πανο­μοιότυπους με το μήλο της Εύας, το οποίο η σημερινή επιστήμη έχει υπερχορτάσει. Άρα η σημερινή ιατρική δεν έχει σκοπό να συνδέ­σει το σώμα στον οντολογικό κύ­κλο πνεύμα-ύλη-πνεύμα, ώστε ο άνθρωπος μέσα από την αυτο­γνωσία της σωματικής του κατα­γωγής να αφεθεί σε όλες εκείνες τις πνευματικές δυνάμεις οι οποίες θα μεταλλάξουν κάθε τι το υλικό σε πνευματικό, άρα και το σώμα του -απόκτηση του προπτωτικού ουρανίου σώματος- αλλά σκοπεύει αποκλειστικά στην υλική μη τε­λεολογική γνώση της σάρκας προκειμένου να προχωρήσει στο τε­λευταίο στάδιο βρώσης του μή­λου στην κατασκευή ενός εργα­στηριακού ανθρώπου, ο οποίος όταν παραχθεί θα κάνει τους επι­στήμονες -θύματα των πολιτικών- παντοδύναμους ελεγκτές της επί­γειας ζωής. Όμως τότε θα έλθει και το τέλος. Διότι και οι πόροι της γης κάποτε θα τελειώσουν, και οι καταστρεπτικές εργαστη­ριακές δυνάμεις θα εκδηλωθούν, πυρηνικές κ.τ.λ. - αλλά κυρίως ό­ταν όλοι οι άνθρωποι θα είναι μη­χανές, εργαστηριακά κατασκευάσματα, η έλλειψη πνευματικής σύνδεσης με κάτι το υπεργήϊνο θα φέρει το τέλος στα απομονωμένα στη γη ανθρωποειδή. Άρα η δω­ρεά οργάνων η οποία διαφημίζε­ται ως πράξη ανθρωπισμού είναι ένα μεγάλο βήμα στην εγωιστική τάση της συγχρόνου ιατρικής να φτιάξει ένα υλικό σώμα απομο­νωμένο οντολογικά.

Ο πόνος, ο μεγάλος αυτός δά­σκαλος, όπως αναλύσαμε και στην περίπτωση του Αποστόλου Παύ­λου, είναι η μυστική πνευματική σύνδεση του ανθρώπου με το Θεό. Ο κάθε πόνος περιέχει μέσα του και το λυτήριο αυτού -τη λύση του. Εις τον πόνο συνυπάρχουν τρία μεγέθη. Ο καθηγητής Θεός -οντο­λογικό στοιχείο-, ο μαθητής άνθρω­πος -γνωσιολογικό στοιχείο- και η νέα κατάσταση του ανθρώπου -αξιολογικό στοιχείο. Άρα η αδυ­ναμία του ανθρώπου να δεχθεί τον πόνο και η καταφυγή του στις εύκολες και τόσο εμμενείς ιατρι­κές λύσεις στερούν τον άνθρωπο από τις νέες υπαρξιακές κατα­στάσεις του, ενσώματες ή μη. Ο άνθρωπος θα καταφεύγει ολοένα και περισσότερο σε πρόσκαιρες ιατρικές λύσεις όσο αποφεύγει να αντικρύσει την οντολογική δια­λεκτική θέση: κατάσταση πριν τον πόνο, αντίθεση: πόνος, σύνθεση: νέος άνθρωπος (ενσώματος ή μη). Αυτό ακριβώς το νέο μας φοβίζει, δεν εμπιστευόμαστε τον πόνο και καταφεύγουμε στην εμμενή μας διάθεση να σώσουμε το σαρκίο. Διότι οντολογικά δεν υπάρχουν αρρώστιες, ασθένειες, αλλά διαλεκτικές μεταβάσεις σε νέες κα­ταστάσεις του όντος. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγον ο Πλωτίνος στην περίφημη εννεάδα του «Περί της ευλόγου εξαγωγής των ψυχών» διδάσκει υπομονή στον πόνο και προσμονή καλυτέρων καταστάσεων, όπως και οι Πατέ­ρες της Εκκλησίας εμμένουν στα κηρύγματά τους στην λυτρωτική φύση του πόνου. Η Εκκλησία κα­τά τρόπο σοφό δέχεται την άνω­θεν πνευματική λύση του πόνου που ασφαλίζει την μετάβαση του ανθρώπου σε καλύτερες κατα­στάσεις. Η παρακάτω ευχή είναι σαφής: «Λύσον τον δούλον Σου της αφορήτου ταύτης οδύνης, και της συνεχούσης αυτόν πικράς ασθε­νείας και ανάπαυσον αυτόν ένθα των δικαίων τα πνεύματα»6.

Αναλογικά ο σωματικός πόνος, ο οποίος οδηγεί τον άνθρωπο σε ιατρικές λύσεις τύπου δωρεάς ορ­γάνων, μεταμοσχεύσεων κ.λπ., ι­σοδυναμεί με τον πνευματικό πό­νο των σοφών λίγο πριν να γεννή­σουν μία μεγάλη σκέψη, θεωρία. Κανείς σε αυτή την περίπτωση δεν συζητά για αντικατάσταση μυαλού προς αποφυγή του πνευματικού πόνου, που είναι προστάδιο κάτι νέου. Επίσης μην λησμονούμε ότι δια του πόνου του σώ­ματος οι Άγιοι κληρονόμησαν την πνευματική Βασιλεία του Θεού. Δια του προσκαίρου το αιώνιο. Το τροπάριο της 30ής Οκτωβρίου από το Μηναίο, επί τη μνήμη της Ζηνοβίας και του Ζηνοβίου, είναι σαφέστατο «Ξεομένου του σώματος, της ψυχής σου το ένδοθεν κάλλος διεδείκνυτο αξιάγαστε Ιερομάρτυς λαμπρότερον».

Ίσως εγώ ο ίδιος αύριο προβώ σε ό,τι εδώ προσπάθησα να αποδείξω ως μάταιον. Το όλον θέμα εν τελική αναλύσει είναι βουλητικό εκ του πρίσματος της πίστεως. Ο άνθρωπος που πιστεύει στην επιστροφή σε μία ανώτερη κατάσταση, στην διαλεκτική πορεία των οντολογικών καταστάσεων, θεωρεί τα πάντα μέσα από την αιώνια υγεία της πραγματικής γνώσης ενός ανωτέρου αγαθού κόσμου. Εκεί είναι η αληθινή υγεία, κάθε άλλη εμμονή -ιατρική ή μη- είναι αρρώστια. Διότι η τήρηση του οντολογικού κύκλου επιστροφής στο ον είναι υγεία, ενώ η εμμενής στάση σε οποιοδήποτε μέγεθος του κύκλου –τύπου ιατρικής επιστήμης- είναι ασθένεια, έλλειψη σθένους αντίληψης της πραγματικής οντολογικής γνώσης.

 

 

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

 

1. Βλ. A. R. LACEY, Dictionary of Philosophy, London and New York, σελ. 124

2. ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ, Περί φύσεως ανθρώπου, Εισαγωγή, μτφρ., σχόλια, Δ. Τσεκουράκης, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, σελ. 49.

3. Μάρκ. ιδ' 22-25.

4. Ματθ. θ' 4-5

5. Β' Κορ. ιβ' 1-10.

6. ΜΙΚΡΟ ΕΥΧΟΛΟΓΙΟ, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, εκδ. 10η 1988, σελ. 193

 

 

«Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»