ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΙ

ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ ΖΩΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

 

Δαμασκηνού Μοναχού Αγιορείτου

 

 

Κεφάλαιο Γ.3.2.2.

 

Ιδική μας κριτική στα λεγόμε­να περί μεταμοσχεύσεων του βιβλίου με τίτλο «Ελεύθεροι από το Γονιδίωμα»

 

 

Ο συγγραφέας αναφέρει τα εξής:

 

1. Σελ. 31: «Προκειμένου να δώ­σουμε ζωή εκεί που εμείς θέλουμε, παίρνουμε την ελευθερία των αδύνατων ατόμων (εγκεφαλικά νεκρών) και τη σιωπή τους τη βαφτίζουμε "συγκατάθεση" ("εικα­ζομένη συναίνεση" στη νομοθε­σία των μεταμοσχεύσεων)».

Εδώ, φαίνεται καθαρά, ότι ο συγγραφέας θεωρεί τους εγκεφαλι­κά νεκρούς ως ζώντες.

2. Σελ. 43: «Με τη σύγχρονη ια­τρική τεχνολογία, η τεχνητή υποστήριξη κατέστησε δυνατή την καρδιακή λειτουργία μετά την επέ­λευση του εγκεφαλικού θανάτου και αδύνατον τον ακριβή προσδιο­ρισμό του βιολογικού θανάτου».

Εδώ, ο συγγραφεύς ομολογεί, ότι ο εγκεφαλικός θάνατος δεν εί­ναι ο βιολογικός θάνατος, η στι­γμή του οποίου δεν μπορεί να προσδιορισθή. Δηλ., ο εγκεφαλι­κός θάνατος μπορεί να οδηγή (συν­ήθως, αν και υπάρχουν και εξαιρέ­σεις) τον άνθρωπο στον βιολογι­κό θάνατο, αλλά δεν είναι ο βιολο­γικός θάνατος.

3. Σελ. 48: «Ένα όμως ιδιαίτε­ρα αξιοσημείωτο είναι ότι ο μέ­σος Έλληνας, και αυτό δεν είναι άσχετο με την Ορθόδοξη πίστη και ζωή του, δίνει πιο εύκολα το δικό του νεφρό εν ζωή στο παιδί του παρά (το νεφρό) του (εγκεφα­λικά νεκρού) παιδιού του μετά θά­νατον στον γείτονα».

Εδώ, ο συγγραφεύς, σαφώς εν­νοεί ότι ο εγκεφαλικός θάνατος είναι ο βιολογικός θάνατος.

4. Σελ. 49-50: Στο παράδειγμα του νέου της Δυτικής κοινωνίας που τραυματίζεται θανάσιμα με μηχανάκι, ο συγγραφέας λέει:

«... Η αναπνευστική και καρδια­κή λειτουργία του σώματός του έ­χουν χάσει την αυτονομία τους και συντηρείται με μηχανήματα... Οι ειδικοί... ανακοινώνουν ότι είναι εγκεφαλικά νεκρός... Οι οικείοι και οι φίλοι... αρνούνται να πιστέ­ψουν ότι μπορεί να έχει πεθάνει... Είναι αυτοί που ζουν τον θάνατό του πιο επώδυνα κι από τον ίδιο... Έρχεται όμως ο εκπρόσωπος του νόμου και λέει ότι ο εγκεφαλικός θάνατος διεγνώσθη από τους για­τρούς... υποχρεώνει τον γιατρό να βγάλει την πρίζα της συσκευής... οπότε αρχίζει η διαδικασία αφαίρε­σης των οργάνων».

Εδώ, ο συγγραφέας θεωρεί τον νέο αυτόν ως βιολογικά νεκρό. Α­πλά, οι γιατροί του συντηρούν το σώμα με μηχανήματα για να ανα­στείλουν την αποσύνθεση. Εδώ, θεωρεί, ο συγγραφέας, τον εγκεφα­λικό θάνατο του ανθρώπου ως τον βιολογικό του θάνατο. Εδώ, πρό­κειται για κλασσικό παράδειγμα φόνου, μάλιστα τη εντολή της Πολι­τείας.

5. Σελ. 51: «...Ουδέποτε πρόκει­ται να απαντηθούν βασικά ερωτή­ματα, όπως επί παραδείγματι το ερώτημα αν τελικά ο θάνατος είναι ο εγκεφαλικός ή ο καρδιακός θάνα­τος. Πότε δηλ. η ψυχή φεύγει από το σώμα; Όταν νεκρώνεται ο εγκέ­φαλος ή όταν καταπαύει η καρδια­κή λειτουργία; Εμείς, ως Ορθόδοξη Εκκλησία, δεχόμαστε ότι ο άνθρωπος αφ' ής στιγμής βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση, ο εγκέφα­λος έχει αρχίσει να αποσυντίθεται, η δε εγκεφαλική ουσία να ρευ­στοποιείται, άσχετα αν εμείς υποχρεώνουμε μηχανικά την καρδιά να λειτουργήσει. Καλό είναι να παραμερίσουμε το αναπάντητο σχολαστικό ερώτημα και να δούμε πως θα βρει έκφραση η αγάπη μας προς τον άνθρωπο αφ' ενός και ο σεβασμός προς το γεγονός του θα­νάτου αφ' ετέρου και ως ατόμων και ως ιατρικής επιστήμης και ως κοινωνίας».

Εδώ, ο συγγραφεύς κάνει ένα λάθος. Είναι γνωστό σε όλους ότι ο καρδιακός θάνατος, μετά παρέ­λευση π.χ. μισής ώρας, είναι ο βιο­λογικός θάνατος. Ο «καρδιακός θάνατος» κατά τα 4-5 πρώτα λε­πτά, δηλ. ο κλινικός θάνατος, δεν είναι ο βιολογικός θάνατος, δεδο­μένου ότι το υπόλοιπο σώμα ακό­μη ζει, άρα η ψυχή υπάρχει στο σώμα. Απόδειξις, ότι μπορεί και γίνεται ανάνηψις στον ασθενή και επαναλειτουργεί η καρδιά του. Σ' αυτήν την περίπτωση, δεν ανασταί­νεται ο ασθενής. Απλώς συνέρχε­ται, με τεχνητά μέσα, από την κατά­σταση του κώματος στο οποίο είχε περιπέσει.

Άρα, γνωρίζομε υπό ποιες προ­ϋποθέσεις ο καρδιακός θάνατος είναι ο βιολογικός θάνατος, και ότι όντως είναι ο καρδιακός θάνα­τος ο βιολογικός θάνατος του αν­θρώπου μετά παρέλευση περίπου 10 λεπτών από την παύση της καρ­διακής λειτουργίας, καθώς και ότι, αν προλάβωμε τον ασθενή και του κάνωμε ανάνηψη στα πρώτα λεπτά μετά την παύση της καρ­διακής λειτουργίας, τότε ο «καρδια­κός του θάνατος» δεν είναι ο βιολογικός του θάνατος. Αυτά τα γνωρί­ζομε και δεν αποτελούν ερώτημα. Λέει, όμως, ο συγγραφεύς: «Ου­δέποτε θα απαντηθή αν ο θάνα­τος είναι ο εγκεφαλικός ή ο καρδια­κός θάνατος».

Στον καρδιακό θάνατο, ήδη α­ναφερθήκαμε. Όσο για τον εγκε­φαλικό θάνατο, έχει ήδη απαντη­θή, την στιγμή που υπάρχουν ένα σωρό ενστάσεις, και εκ μέρους του ιατρικού κόσμου, και εκ μέρους μελών της Εκκλησίας, ότι ο εγκεφα­λικός θάνατος δεν είναι ο βιολογι­κός θάνατος του ανθρώπου, διό­τι δεν μπορεί να αποδειχθή ότι εί­ναι ο βιολογικός θάνατος του αν­θρώπου· και τούτο, διότι, κατά τον εγκεφαλικό θάνατο, το υπόλοι­πο σώμα ζει και η καρδιά κτυπά, άρα η ψυχή έχει συσταλή στο υπό­λοιπο σώμα. Αλλά, ούτε οι ιατροί το δέχονται αυτό. Μία σημαντική μερίδα σοβαρών επιστημόνων δεν δέχεται τον εγκεφαλικό θάνατο σαν τον βιολογικό θάνατο. Κανείς δεν μπορεί να αποδείξη, ότι ο εγκε­φαλικός θάνατος είναι ο βιολογικός θάνατος του ανθρώπου, όταν η καρδιά ακόμη κτυπά, ή όταν το αίμα κυκλοφορή στο σώμα. Ναι, αυτό, ουδέποτε θα αποδειχθή. Και, όσοι ισχυρίζονται, ότι ο εγκεφα­λικός θάνατος είναι πράγματι ο βιολογικός θάνατος, αυθαιρετούν.

Όμως, και ο ίδιος ο συγγραφεύς έχει ισχυρισθή, ότι ο εγκεφαλικός θάνατος είναι όντως ο βιολογικός θάνατος. Άρα, περιπίπτει, με όσα λέγει εδώ, σε αντίφαση. Διότι, εδώ, ισχυρίζεται, ότι «ουδέ­ποτε αυτό θα απαντηθή».

Στο ως άνω τμήμα, ο συγγραφεύς μιλά εξ ονόματος της Εκκλη­σίας, λέγοντας «Εμείς, ως Ορθόδο­ξη Εκκλησία», χωρίς να είναι εκπρόσωπος της Εκκλησίας, ούτε να εκφράζη το Εκκλησιαστικό φρόνημα. Διότι, παρακάτω, λέει: «Εμείς, ως Ορθόδοξη Εκκλησία, δεχόμαστε ότι, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση του εγ­κεφαλικού θανάτου, ο εγκέφαλος έχει αρχίσει να αποσυντίθεται, ά­ρα ο άνθρωπος έχει περάσει στην φάση της αποσυνθέσεως, άρα εί­ναι βιολογικά νεκρός. Οπότε, μπο­ρούμε να επιτρέψωμε να του πά­ρουν τα όργανα». Αυτά εννοεί με όσα λέει.

Δηλ., λέει, «εμείς, ως Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν το ψάχνομε το πράγμα, δεν ψάχνομε δηλ. να βρούμε αν η ψυχή του εγκεφαλικά νεκρού είναι μέσα στο σώμα ή έξω· απλά, δεχόμαστε τον εγκεφαλικά νεκρό, ως νεκρό, άσχετα αν εμείς υποχρεώνουμε μηχανικά την καρ­διά να λειτουργήσει, και τελείω­σε το θέμα». Ποιος, όμως, του είπε, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία σκέ­πτεται έτσι, ή έχει αυτό το φρό­νημα; Εξ άλλου, με το να λέη αυτά, πάλι δεν περιπίπτει σε αντίφαση με εκείνο που ο ίδιος είπε αμέσως προηγουμένως; Διότι, προηγουμέ­νως, είπε: «Ουδέποτε πρόκειται να απαντηθή το ερώτημα αν ο βιο­λογικός θάνατος είναι ο εγκεφα­λικός θάνατος». Αν ουδέποτε θα απαντηθή, τότε, ειπέ μας, εσύ που ομιλείς εξ ονόματος της Εκκλησί­ας, πώς η Ορθόδοξη Εκκλησία θα αναλάβη την ευθύνη να δεχθή τον εγκεφαλικό θάνατο ως τον βιο­λογικό θάνατο του ανθρώπου;

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, επει­δή σέβεται το μυστήριο του θανά­του και δεν μπορεί να το ψηλαφή­ση, δεν προσδιορίζει, ούτε θα προσπαθήση να προσδιορίση πότε α­κριβώς φεύγει η ψυχή από το σώμα. Αυτό είναι αληθές. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να δεχθή τον εγκεφαλικό «θάνατο» σαν τον βιολογικό θάνατο του ανθρώπου, διότι απλούστατα δεν είναι πεπει­σμένη, ότι κατά τον εγκεφαλικό θάνατο η ψυχή έχει εγκαταλείψει το σώμα. Δεν είναι πεπεισμένη, και διό­τι ο ιατρικός κόσμος δεν είναι ομό­φωνος στο αν ο εγκεφαλικός θάνα­τος είναι όντως ο βιολογικός θάνα­τος του ανθρώπου, και διότι γνωρί­ζει ότι η ψυχή συστέλλεται στο υ­πόλοιπο σώμα, αν ένα μέρος του νεκρωθή. Δεν είναι πεπεισμένη ότι, όταν ο εγκέφαλος έχη νεκρωθή, τότε η ψυχή έχει εγκαταλείψει το σώμα. Δεν είναι πεπεισμένη ότι, όταν ο εγκέφαλος για παρατεταμέ­νο διάστημα είναι νεκρός και η καρδιά λειτουργή, έστω με μηχανι­κή υποστήριξη, ο άνθρωπος είναι βιολογικά νεκρός. Δεν μπορεί, συνεπώς, να ισχυρίζεται κάποιος, και μάλιστα εξ ονόματος της Εκ­κλησίας, ότι ο εγκεφαλικός θάνα­τος μπορεί κάλλιστα να θεωρηθή ως ο βιολογικός θάνατος του αν­θρώπου.

Παρακάτω, στο ίδιο τμήμα, ο συγγραφεύς λέει: «Καλό είναι (παραμερίζοντας τα παραπάνω)... να δούμε πώς θα βρη έκφραση η αγά­πη μας προς τον άνθρωπο αφ' ενός και ο σεβασμός προς το γεγονός του θανάτου αφ' ετέρου...».

Ας αρχίσωμε από το δεύτερο. Ας δούμε, δηλ., «πώς θα βρη έκ­φραση ο σεβασμός προς το γεγο­νός του θανάτου».
Εδώ, υπονοεί ο συγγραφεύς το εξής: «Ας αφήσωμε τους σχολαστικισμούς, ας θεωρήσωμε τον εγ­κεφαλικά νεκρό ως νεκρό, και ας μη τον βασανίζωμε με το να του παρατείνωμε, στις ΜΕΘ, αναγκα­στικά την ζωή, παρεμποδίζοντάς του την αποσύνθεση. Ας σεβα­σθούμε το γεγονός (όχι το μυστή­ριο) του θανάτου του». Πάλι, εδώ, με την λέξη «γεγονός» υπονοεί ο συγγραφεύς, ότι ο εγκεφαλικά νε­κρός είναι τελεσίδικα νεκρός.

Και κάνει μία προέκταση, υπο­νοώντας το εξής: «Ε, αφού είναι νεκρός ο άνθρωπος και έχη αρχί­σει ο εγκέφαλός του να αποσυν­τίθεται, όχι μόνο μη τον βασανίζε­τε, συνεχίζοντας να τον κρατάτε διασωληνωμένο, αλλά, σεβόμενοι το γεγονός του θανάτου του, δεχθήτε τον ως νεκρό, «μη έχοντα είδος, ουδέ κάλλος», ανακοινώστε με ιατρικό δελτίο τον θάνατό του, και... αγκαλιάστε τον, με πολλή α­γάπη (περνάμε στο πρώτο, τώρα), και σκεφθήτε πώς θα βρη έκφρα­ση αυτή η "αγάπη" σας...».

Και, τώρα, εισερχόμεθα στον χώρο του Αγαπισμού. Πώς θα βρη έκφραση η αγάπη μας; Και, μάλιστα, απέναντι στον άνθρωπο; Ποιόν άνθρωπο; Αυτόν, τον νεκρό, ή κάποιον άλλον, π.χ. τον δέ­κτη, που περιμένει στην γωνία;

Αν μιλάμε για τον νεκρό, η «α­γάπη» μας προς αυτόν, πώς θα βρη έκφραση; Προφανώς, με το να σταματήσωμε να τον θεωρούμε ζωντανό (είναι;), αφ' ενός, και αφ' ετέρου, με το να τον αγαπήσωμε εις τέλος, και να του εκπληρώσω-με οποιαδήποτε προεκπεφρασμέ-νη του επιθυμία (τί άλλο μένει;). Π.χ., να ψάξωμε να βρούμε μήπως είχε εκφράσει την επιθυμία να γι­νόταν... δωρητής σώματος. "Αν ναι, τότε, θα πρέπη να κάνωμε το πάν να του εκπληρώσωμε αυτή του την τελευταία επιθυμία. Αυτό απαιτεί η «αγάπη»... Και, την συνέ­χεια, την φαντάζεσθε...

Αν, όμως, μιλάμε για την «αγά­πη» μας προς τον συνάνθρωπο, αυτόν δηλ., τον οποιονδήποτε, που περιμένει στην γωνία, δηλ. τον δέ­κτη, τότε, πώς θα βρη έκφραση η «αγάπη» μας; Ε, πώς αλλιώς, πα­ρά με το να κάνωμε το παν να τον αναπαύσωμε, αναλαμβάνοντας την μέριμνα να του βρούμε το ή τα όργανα που χρειάζεται. Κι ας προέρχωνται από ανυπεράσπι­στους ταλαίπωρους, που, πολύ πιθανόν, τους σκοτώνουμε, στην ου­σία, αφού δεν ξέρωμε την στιγμή του θανάτου τους, για να τους πάρωμε τα όργανα. Ούτε, βέβαια, ξέρομε, αν, την στιγμή που τους παίρ­νουν τα όργανα, εκείνοι αυτό το εγκρίνουν. Μα, τί λέω; Αφού είναι νεκροί οι άνθρωποι, τί να εγκρίνουν; Δεν χρειάζεται να το εγκρί­νουν. Το είχαν εγκρίνει πριν. Έστω, με την «εικαζόμενη συναίνεση»!

Αυτά, δυστυχώς, τα φαιδρά, συνάγονται εκ των λόγων και των υπονοουμένων του συγγραφέως.

6. Σελ. 52: «...Ανάλογη εσωτερι­κή άνεση θα μπορούσε κανείς να διακρίνει και στο επίπεδο της ευθα­νασίας. Έχουμε έναν άνθρωπο που τεχνητά τον υποστηρίζουμε σε τέτοιο βαθμό, ώστε στην ουσία του απαγορεύουμε την αναχώρη­ση της ψυχής. Εκεί, η Εκκλησία μπορεί να πει αυτό που δεν μπο­ρεί ή και δεν πρέπει να πει η Πο­λιτεία- να δώσει θέση εκεί που δεν μπορεί να δώσει απάντηση η λο­γική του ανθρώπου».

Εδώ, πάλι στο ως άνω πνεύμα, ο συγγραφεύς υποστηρίζει, αν κα­τανοούμε ορθά τα ασαφή γραφόμενά του, ότι, λόγω της «αγάπης» και «ελευθερίας» που χαρακτηρί­ζει την Εκκλησία, η Εκκλησία εισέρχεται και στον χώρο της Ευθα­νασίας! Την ικετευτική προσευ­χή της Εκκλησίας προς τον Θεό για άμεσο, ανώδυνο και ειρηνικό τέλος ενός ανθρώπου, του οποίου η ψυχή δυσκολεύεται να βγη, για κάποιο λόγο, ο συγγραφεύς την συνδέει με την εξουσία του 'δεσμείν και λύειν', και μεταφέρει την εξουσία 'του δεσμείν και λύειν' στον χώρο της Ευθανασίας. Δηλ., ότι η Εκκλησία μπορεί, βάσει της εξουσίας Της αυτής, να δώση την άδεια μία ψυχή, εκβιαστικά μεν, «φιλάνθρωπα» δε, να βγη πριν την ώρα της.

Παράδειγμα: Σε έναν εγκεφαλι­κά νεκρό, που κάνομε το παν για να μη πεθάνη βιολογικά, κατά τον συγγραφέα του απαγορεύομε την έξοδο της ψυχής. Οπότε, εδώ, μπορεί (και, ίσως, οφείλει), κατ' αυτόν, να επέμβη η Εκκλησία και να πη: «Σταματήστε να τον βασανίζετε. Αφήστε τον να πεθάνη. Τραβήξτε του το σωληνάκι. Κλείστε τον αναπνευστήρα»! Να προτείνη δηλ. ένα είδος ευθανασίας.

Αυτά, βέβαια, είναι πρωτάκου­στα στον χώρο της Εκκλησίας, και, φυσικά, απαράδεκτα.
7. Σελ. 71: «Αλλά, και η μηχανι­κή υποστήριξη πότε τελικά είναι παράταση ζωής -κάτι ευλογημένο- και πότε παρεμπόδιση θανάτου -κάτι που δεν μας επιτρέπεται; Αν ο θάνατος αποτελεί κατ εξοχήν ιερό γεγονός, τότε και η στιγμή του θανάτου έχει μοναδική ιερό­τητα. Τα ιερά είναι άβατα, δεν πα­ρεμβαίνει ο άνθρωπος. Εάν η μη­χανική υποστήριξη δεν είναι πα­ρέμβαση στις αρμοδιότητες του Θεού, γιατί είναι η διακοπή της;».

Σ' αυτά, παρατηρούμε τα εξής:

Εδώ, έχομε και μία αρνητική θεώρηση για την μηχανική υποστή­ριξη, εκείνη της «παρεμποδίσεως του θανάτου». Το πότε είναι η μη­χανική υποστήριξις παράτασις ζωής και πότε παρεμπόδισις θανά­του, τούτο βέβαια εξαρτάται από τον σκοπό και τις προθέσεις του υπευθύνου ιατρού, ο οποίος την εφαρμόζει σε έναν ασθενή, αλλά και από τις δυνατότητες επιβιώσε­ως του ασθενούς. Όμως, επιτρέπεται να μιλάμε για «παρεμπόδιση θανάτου», έστω και αν ο ασθενής βαδίζη προς τον θάνατο; Π.χ., οι ακτινοβολίες σε έναν καρκινοπαθή τί είναι; Παρά­τασις ζωής, ή παρεμπόδισις θανά­του; Μπορούμε να μιλάμε εδώ για «παρεμπόδιση θανάτου»; Όχι, βέβαια. Το ίδιο δεν ισχύει και για τους εγκεφαλικά νεκρούς;

Βέβαια, μάλλον, ο συγγραφεύς ομιλεί για «παρεμπόδιση θανά­του» σε εκείνους που θεωρεί εκείνος ότι είναι νεκροί, δηλ. στους εγκεφα­λικά νεκρούς (και το έχει δηλώ­σει αυτό), εννοώντας ότι, αφού εί­ναι νεκροί, γιατί με την μηχανική υποστήριξη δεν τους αφήνετε να αποσυντεθούν και τους παρουσιά­ζετε σαν ζώντες, την στιγμή μάλι­στα που δεν θέλετε να τους πάρε­τε τα όργανα για μεταμοσχεύσεις; Αυτό, (εννοεί) δεν είναι ασέβεια προς το γεγονός του θανάτου, παρέμβασις στο γεγονός του θανά­του, και, κατ' επέκτασιν, παρέμβασις στις αρμοδιότητες του Θεού;

Εμείς, εδώ, θα του απαντήσωμε ότι, εάν ήδη είναι νεκροί, τότε δεν τίθεται θέμα ασεβείας προς το μυστήριο του θανάτου, ούτε προς το πρόσωπο του Θεού. Εάν, όμως, είναι ζώντες που βαδίζουν προς τον θάνατο, τότε δεν δικαιούνται μηχανικής υποστηρίξεως, όπως και οι καρκινοπαθείς ακτινοβολι­ών; Μπορούμε, τότε, να μιλάμε για «παρεμπόδιση θανάτου»;

Τα ιερά είναι άβατα, λέει ο συγ­γραφεύς. Δεν παρεμβαίνει ο άνθρω­πος. Εννοεί, ότι δεν πρέπει να παρεμβαίνη. Δεν πρέπει να παρεμβαίνη δηλ. στο μυστήριο του θανά­του, αν και ομιλή για 'γεγονός' και όχι για 'μυστήριο' του θανά­του. Οφείλει, λοιπόν, να μη παρεμβαίνη ο άνθρωπος στο μυστήριο του θανάτου. Η στιγμή του θανά­του, λέει, έχει μοναδική ιερότητα.

Αν, όμως, ο συγγραφεύς εδώ εννοή ότι, εφ' όσον η στιγμή του θανάτου είναι ιερή, με το να παρεμβαίνωμε και να συνεχίζωμε την μηχανική υποστήριξη σε κάποιον ο οποίος βαδίζει προς τον θάνατο, όπως ο εγκεφαλικά νεκρός (αν τον θεωρήσωμε ζώντα), μήπως, εμποδί­ζοντας έτσι την φυσιολογική επέλευση του θανάτου και καθυστε­ρώντας τον, παρεμβαίνομε, στην ουσία, στις αρμοδιότητες του Θεού, κάτι που δεν μας επιτρέπεται; Και, αν δεν παρεμβαίνωμε στις αρμοδιότητες του Θεού, επειδή ο Θεός έδωσε αυτήν την εξουσία στους γιατρούς, τότε, γιατί, ερω­τά ο συγγραφεύς, η διακοπή της μηχανικής υποστηρίξεως, σε έναν τέτοιο ασθενή, να αποτελή παρέμ­βαση στις αρμοδιότητες του Θεού; Γιατί η Εκκλησία (εννοεί) να μην έχη την ελευθερία να το προτείνη;

Η απάντησις, εδώ, είναι εύκο­λη. Στην δεύτερη περίπτωση δεν μας επιτρέπεται η διακοπή της μηχανικής υποστηρίξεως, διότι α­πλούστατα αυτό αποτελεί φόνο, αφού ο διασωληνωμένος θα πεθά­νη, όταν τον αποκόψωμε από την μηχανική υποστήριξη. Γι' αυτόν τον λόγο, δεν μπορεί η Εκκλησία να προτείνη τέτοιου είδους ευθανα­σία. Έτσι, αυτό, φυσικά και είναι παρέμβασις στην αρμοδιότητα του Θεού. «Μα, θα πη κάποιος, εμείς αρχίσαμε την μηχανική υποστήρι­ξη, δεν μας την ζήτησε ο Θεός». Εδώ, θα του απαντήσωμε ότι, αν και εμείς την αρχίσαμε με ιδική μας πρωτοβουλία, δεν μας επιτρέπε­ται να την διακόψωμε με ιδική μας πρωτοβουλία. Οφείλομε να περιμένωμε ο ασθενής, είτε να ανανήψη, είτε να πεθάνη φυσιολογι­κά.

8. Σελ. 107: «Η Εκκλησία δεν φοβάται το ενδεχόμενο του λάθους του αποτελέσματος, αλλά συνετί­ζεται μπροστά στο δεδομένο μιας λάθος προαίρεσης. Όλο αυτό το παιγνίδι με το επικίνδυνο και το καινούργιο έχει την αιτία του. Αυ­τή μπορεί να είναι η ανάγκη της γνώσης ή ο πόθος της βελτίωσης των βασικών όρων ζωής. Όταν όμως γίνεται ανεξέλεγκτος και εν πολλοίς ασύνετος αυτοσκοπός, τό­τε πίσω απ' αυτά τα «επιτεύγμα­τα» κανείς μπορεί να διακρίνει κάποια λάθος κίνητρα· κάποια βαθύτερα αίτια τόσο νοσηρά ώστε να φθάσει στο τραγικό συμπέρα­σμα ότι η σύγχρονη πρόοδος είναι αποτέλεσμα γενικευμένης ψυ­χικής και πνευματικής νόσου. Η φαινομενική πρόοδος είναι έξο­δος από το πραγματικό αλλά μη ορατό πρόβλημα. Άλλο το ριψοκίνδυνο της ανάγκης και άλλο το επι­κίνδυνο του παιχνιδιού. Η Εκκλη­σία παλεύει με την ανάγκη του Θεού η επιστήμη παίζει με τον κίνδυνο της περιέργειας».

Η Εκκλησία, λοιπόν, δεν φο­βάται το ενδεχόμενο του λάθους του αποτελέσματος; Π.χ., αν θεολογήση λανθασμένα στο θέμα των μεταμοσχεύσεων, και πάρη πολύ κόσμο στον λαιμό Της, δεν το φοβά­ται αυτό;

9. Σελ. 292-293: «... Όταν δεν χάνεις την ευλογία του Θεού δίνον­τας ένα ποτήρι δροσερού νερού από τη βρύση, είναι δυνατόν να μην ωφεληθείς πολλαπλά όταν δί­νεις μία φιάλη ζεστού αίματος από το σώμα σου; Και ακόμη περισσότε­ρο, όταν προσφέρεις την πηγή, αυτό που παράγει το αίμα -τον μυ­ελό των οστών-, το φίλτρο που α­ποτοξινώνει το αίμα -το νεφρό σου-, τον οξυγονωτή του αίματος -το πνευμόνι σου-, ή ακόμη και τον κυκλοφορητή -την καρδιά σου- ή το συκώτι σου, το σώμα σου, την υπόστασή σου, πώς είναι δυνατόν όλα αυτά να μην αποτελούν κινήσεις μοναδικού πνευματικού διαμετρήματος;

...Με δύο λόγια, η Εκκλησία δεν ξέρει την αγάπη ως απλή προσ­φορά -ένας, ο δυνατός, δίνει και άλλος, ο αδύνατος, παίρνει-, αλλά ως κοινωνία - δύο μοιράζονται. Και όχι μόνον ως κοινωνία δύο ανθρώπων -κάποιοι μοιράζονται την ζωή-, αλλά και ως κοινωνία δύο προσώπων -κάποιοι μοιρά­ζονται τον Θεό».

Σε αυτήν την άποψη του συγ­γραφέα, έχει πολύ καίρια απαντή­σει ο π. Κων/νος Στρατηγόπουλος (Βλέπε Τμήμα Γ.3.2.3 και Παράρτημα Β’).

10. Σελ. 304-305: «Η μετάγγι­ση του αίματος, όπως και η διάθε­ση προσφοράς οργάνων, είναι η κατ' εξοχήν πράξη που υπογραμμί­ζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της αγάπης. Γιατί δεν μεταφέρει κα­νείς μόνον αισθήματα και το περιε­χόμενο της διάθεσης ή ακόμη και της ψυχής του, αλλά προσφέρει και από τη βιολογική υπόστασή του. Τέτοιες πράξεις υπογραμμί­ζουν το δισύνθετο και διφυές του ανθρώπου· τη συνάφεια της ψυχής με το σώμα. Αυτή τη συμφυΐα, το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι ψυ­χή και σώμα, φύση και πνεύμα, η Εκκλησία την περιποιήθηκε με μακροχρόνιους δογματικούς αγώ­νες -προέκταση του δόγματος των δύο φύσεων του Χριστού είναι η διπλή φύση της εικόνας Του, του ανθρώπου· και την περιβάλλει με το βάρος της θεολογικής αλήθει­ας και διαύγειας. Η μετάγγιση λοιπόν αίματος, όπως και η μετα­μόσχευση, αποτελούν τις καλύτε­ρες εκφράσεις και τη θριαμβευτικότερη επιβεβαίωση της ανθρώπι­νης πληρότητος, ολότητος και ακεραιότητος.

...Ο ίδιος ο Θεός μας έσωσε φο­ρώντας τη φύση και ενδυόμενος το σώμα μας. Και συνεχίζει να τρέ­φει τους πιστούς αντιπροσφέροντας το σώμα και το αίμα Του· διαρκώς «κλώμενος» και συνεχώς «εκχυνόμενος».

Αυτό το στοιχείο αποτελεί και τη βάση της Ορθόδοξης πνευματι­κότητος στα θέματα της δωρεάς αίματος και σώματος, της μετάγγι­σης και των μεταμοσχεύσεων. Δεν υπάρχει περιεκτικότερη έκφραση της θεϊκότητος της αγάπης από το να ζει κανείς στον κόσμο μιμού­μενος τον Χριστό στη θυσία και στην προσφορά του. Τότε γίνεται ο ίδιος προσφερόμενος, «κλώμε­νος» κατά το σώμα και «εκχυνόμενος» κατά το αίμα για τον αδελ­φό του. Η Εκκλησία στέκεται ευ­γνώμων απέναντι του Θεού για το δώρο του συγκεκριμένου επιτεύ­γματος της επιστήμης, το οποίο και θεωρεί μοναδική ευκαιρία που μόνον η εποχή μας ως δυνατότη­τα απολαμβάνει.

Είναι τόσο καλύτερο να σε κατε­βάζουν στη γη στεγνό και κομμα­τιασμένο από αγάπη παρά διατη­ρώντας την ακεραιότητα της φιλαυ­τίας και την απόδειξη της εγωιστικής σου αυτοεξασφάλισης. Τότε τα κομμάτια του σώματος πιστοποι­ούν την ακεραιότητα του προσώ­που και η στεγνότητα των αγγεί­ων επιβεβαιώνει το κινητικόν και αείροον της ψυχής.

Άλλο είναι το δίνω αυτό που έχω και άλλο το δίνω απ' αυτό που είμαι. Άλλο το δίνω τη ζωή μου και άλλο το δίνω την ψυχή μου, την υπόστασή μου. Στην Αγία Γραφή, η ζωή λέγεται «ψυχή», γιατί η προσφορά της είναι προσ­φορά ψυχής «ίνα τις την ψυχήν αυτού θη» (Ιωάν. 15, 13). Η προσφορά αίμα­τος είναι προσφορά ζωής άρα και προσφορά ψυχής. Όσο πιο υπαρ­ξιακή είναι τόσο πιο αυθεντική γίνεται. Δίνοντας αίμα στον συνάνθρωπό σου εξοφλείς το χρέος της προσφοράς του αίματος του Θεού σε σένα· κάνεις τον αδελφό σου να κοινωνεί. Καθιστάς τη σχέ­ση με τον συνάνθρωπό σου προέκταση της σχέσης του Θεού με την Εκκλησία, τον κόσμο, τον άνθρω­πο, την κάθε ψυχή, με εσένα τον ίδιο».

Εδώ ο συγγραφέας κάνει σύγ­χυση, παραλληλίζοντας την μετάγ­γιση του αίματος με τις μεταμοσχεύ­σεις. Υπάρχουν δύο ουσιαστικές διαφορές μεταξύ μεταγγίσεως του αίματος και μεταμοσχεύσεων. Το αίμα είναι ιστός τον οποίο αναπλη­ρώνει ο οργανισμός. Τα ζωτικά όργανα δεν τα αναπληρώνει. Η μετάγγισις του αίματος γίνεται εν ζωή. Στην μετάγγιση του αίματος δεν κινδυνεύει κανείς να πεθάνη. Στις μεταμοσχεύσεις, ο δότης μπορεί να είναι ζωντανός, μπορεί να είναι, όμως, και νεκρός. Εδώ ο συγγραφέας θεωρεί τον δότη ζώντα, και υπονοεί, ότι οφείλει να θυσιασθή δίνοντας τα όργανά του για μεταμοσχεύσεις (έστω και αν είναι εγκεφαλικά «νεκρός»). Και, ότι, αυτή, είναι μία πράξις υπέρτα­της αγάπης.

Για το αν μπορούμε να δώσωμε τα ζωτικά μας όργανα για μετα­μόσχευση, εν όσω είμαστε ακόμη εν ζωή, ή, για το αν μπορούμε να το κάνωμε αυτό, εν όσω είμαστε εγκεφαλικά νεκροί, απαντά, τελε­σίδικα, ο π. Κων/νος Στρατηγόπουλος (Βλέπε Παράρτημα Β’).

Στα ανωτέρω λεγόμενα του συγ­γραφέα, υπάρχουν θεολογικά ατο­πήματα:

α) Ο συγγραφέας λέει ότι «προ­έκταση του δόγματος των δύο φύ­σεων του Χριστού είναι η διπλή φύση της εικόνας Του, του ανθρώ­που». Όμως, δεν μπορεί να παραλληλισθή η ένωσις των δύο φύσε­ων εν Χριστώ με την ένωση της ψυχής και του σώματος στον άν­θρωπο. Για τον απλούστατο λό­γο, ότι στον Χριστό έχομε ένωση κατά φύσιν του κτιστού με το άκτιστο, ενώ στον άνθρωπο έχομε ένωση του κτιστού (του σώματος) με το κτιστό (της ψυχής). Δεν υπάρ­χει ομοιότης της ενώσεως των φύσε­ων στο πρόσωπο του Χριστού με καμμία ένωση στα κτιστά. Δεν εί­ναι, λοιπόν, «προέκταση του δόγμα­τος της ενώσεως των φύσεων στον Χριστό η διπλή φύση του ανθρώ­που».Εδώ εισάγεται αιρετική θε­ολογία.

β) Ο συγγραφέας αυθαιρετεί λέγοντας «αυτό το στοιχείο (η προσφορά του Σώματος και του Αίματος του Χριστού) αποτελεί και τη βάση της Ορθόδοξης πνευματικότητος στα θέματα της δωρε­άς αίματος και σώματος, της μετάγγισης και των μεταμοσχεύσεων». Κατά κανένα τρόπο δεν συμβαίνει αυτό. Είναι άλλο πράγμα εκείνο που έκανε ο Χριστός για να μας σώση, και άλλο πράγμα εκείνο που κάνομε εμείς δίνοντας το αίμα μας για μετάγγιση, ή δίνοντας το ένα μας νεφρό. Πάλι, εδώ, εισάγε­ται αιρετική θεολογία.

γ) Για αυτήν την «μίμηση του Χρίστου στην θυσία και στην προσ­φορά του», για την οποία κόπτε­ται ο συγγραφέας, καθώς και για την αιρετική ερμηνεία των λόγων του Χριστού «ίνα τις την ψυχήν αυτού θη» που κάνει ο συγγραφέας, μεταφέροντάς τους στον χώρο των μεταμοσχεύσεων, έχει ήδη α­παντήσει, εκτενέστατα και αδιαφι­λονίκητα, ο π. Κων/νος Στρατηγόπουλος (Βλέπε Παράρτημα Β’).

Το ισχυριζόμενο από τον συγγρα­φέα, ότι «η Εκκλησία στέκεται ευγνώμων απέναντι του Θεού για το δώρο του συγκεκριμένου επι­τεύγματος της επιστήμης, το οποίο και θεωρεί μοναδική ευκαιρία που μόνον η εποχή μας ως δυνατότητα απολαμβάνει», ισχύει μόνο για την μετάγγιση του αίματος, για δε τις μεταμοσχεύσεις ισχύει μό­νον, όταν δεν αφαιρούνται αν­θρώπινες ζωές προκειμένου να γίνη μία μεταμόσχευσις.

Γενικώς, για τις μεταμοσχεύσεις η Εκκλησία έχει επιφυλάξεις, δεν έχει επισήμως ακόμη εκφρασθή, και τα γραφόμενα από τον συγ­γραφέα είναι προσωπικές απόψεις του συγγραφέα, ο οποίος ασφαλώς και δεν εκφράζει την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας στο θέμα των μεταμοσχεύσεων.

δ) Λέει ο συγγραφέας, ότι «δί­νοντας αίμα στον συνάνθρωπό σου εξοφλείς το χρέος της προσφοράς του αίματος του Θεού σε σένα· κάνεις τον αδελφό σου να κοινωνεί. Καθιστάς τη σχέση με τον συνάν­θρωπό σου προέκταση της σχέσης του Θεού με την Εκκλησία, τον κόσμο, τον άνθρωπο, την κάθε ψυ­χή, με εσένα τον ίδιο».

Εδώ, έχομε να πούμε, ότι δεν εξοφλείται, κατά κανένα τρόπο, η προσφορά του Αίματος του Χριστού σε μας με τον τρόπο που αναφέρει ο συγγραφέας, διότι, απλού­στατα, το Αίμα του Χριστού είναι ατίμητο. Ούτε και έχει ο Χριστιανός απέναντι στον Θεό κανένα «χρέ­ος», που οφείλει να το εξόφληση. Αλλιώς, δεν θα έλεγε ο Χριστός το «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν...», αλλά θα έλεγε «δει υμάς οπίσω μου ελθείν...». Ούτε, βέβαια, με το να δίνης αίμα, «καθιστάς τη σχέ­ση με τον συνάνθρωπο σου προέ­κταση της σχέσης του Θεού με την Εκκλησία». Ο συγγραφέας, εδώ, εισάγει αιρετική θεολογία.