ΕΝΟΣ ΘΝΗΤΟΥ ΚΡΑΥΓΗ

 

Ανωνύμου

 

 

 

Βγήκα και περπάτησα στους δρόμους του κόσμου. Συνάντησα την απουσία στην κρύα μοναξιά, την κεκρυμμένη και την ορατή θλίψη του ανθρώπου. Μοναχικές, φοβισμένες, μετέωρες και νικημένες ψυχές ζητούν ακάματα και ζητιανεύουν στον χώρο και τον χρόνο. Βασιλιάδες, άρχοντες, επιστήμονες, σοφοί, άνδρες, γυναίκες, πλήθος «επώνυμο» και ανώνυμο, οδοιπορεί καθη­μερινά στους δρόμους του κόσμου και της ιστορίας, χωριστοί ο ένας από τον άλλο, ξένοι μέσα σε ξένους. Βλέμματα θλιμμένα, χλωμά, παγερά και αδιάφορα, αδύναμα να συναντήσουν αυτό που οι ψυχές νοστάλγησαν και δίψασαν.

Βγήκα στους δρόμους του κόσμου και συνάντησα τον πικραμένο, νικημένο και φοβισμένο άνθρωπο μέσα στα πολυτελή σπίτια, στα κυβερνεία, στα πανεπιστήμια, στις παράγκες, στα παγκάκια της νύχτας, στις μικρές ή μεγάλες συνοικίες, στην ερη­μιά της μεγαλούπολης. Βγήκα στους δρό­μους του κόσμου και είδα τον άνθρωπο αδύ­ναμο να χαρεί και να αγαπήσει, ανίκανο να νοιώσει τον άλλο και τον πόνο του, ή την χαρά του, ανίκανο να συναντήσει. Και πόνεσε και σφίχτηκε έως θανάτου η ψυχή για τούτο το τοπίο, για τούτο τον κόσμο.

 

Βγήκα στους δρόμους του κόσμου και είδα την αδιάβατη μοναξιά του ανθρώπου που ζητιανεύει έστω ελάχιστες σταγόνες αγάπης και στοργής. Είδα το βουβό και ασίγητο κλάμα του ανθρώπου που οδεύει στον παγερό χώρο και χρόνο ζητώντας έστω και ελάχιστα κάποιος να τον δει, κάποιος να του ανοίξει για λίγο την πόρτα της καρδιάς. Κανείς δεν ακούει, κανείς δεν παρηγορεί, κανείς δεν δίδει, κανείς δεν μένει, κανείς δεν πλησιάζει, κανείς δεν αγγίζει. Και τούτη η θλιμμένη και αβά­σταχτη μοναξιά, τούτο το ακάματο κλάμα οδεύει μέσα στο τοπίο της νύχτας, κινείται στο αδιάβατο τοπίο της έρημης πόλης, στις οδούς των κλειστών παραθύρων, των σφραγισμένων θυρών, της απούσας κοσμοπλημμύρας.

 

….

 

Και είδα τον άνθρωπο να ζώνεται από παντού, στο σώμα και την ψυχή, από θάνα­το, φόβο, πόνο, τα διαλύοντα κάθε βεβαιό­τητα, κάθε ασφάλεια, κάθε στερεότητα, γενόμενος νήπιο χωρίς αγκάλη στηρίζουσα μητρική. Είδα την αγκαλιά της μάνας να σβήνει, να χάνεται και να ματαιώνεται, να τον εγκαταλείπει ορφανό, κλάμα απαρηγόρητο, κραυγή ξεσκίζουσα τον κενό χώρο. Τον είδα τότε που νικημένος από χρόνο, μοναξιά, αρρώστια, πείνα, πόλεμο και από φόβο ανίκητο και αξεπέραστο, όταν επέ­στρεφε εκεί, στον τόπο της μάνας, της παρηγορητρίας και της ζωοδότρας. Και η μάνα, η παρηγοριά και η θαλπωρή ήταν απούσες, είχαν φύγει, είχαν εκλείψει αμε­τάκλητα. Τον είδα να ψάχνει απελπισμένα στο άδειο σπίτι για τη μάνα και τον πατέ­ρα φέρνοντας στο σώμα και την ψυχή πληγές αγιάτρευτες και απαρηγόρητες.

Και ήρθες, μάτια μου, ζητώντας το πρώτο σπίτι, το πρώτο φως, την πρώτη αίσθηση και βεβαιότητα, την πρώτη αγκαλιά, το πρώτο χάδι. Και δεν βρήκες τίποτε και κανέναν. Απουσία ατελείωτη, πέτρες βρα­σμένες και μουχλιασμένες, κενό και έρημο τοπίο. Και κουβαλούσες πληγές αγιάτρευτες, άδειο χρόνο και βλέμμα τρομαγμένο. Και ήσουν όλος θάνατος και έκραζες πατέρα, και έκραζες μάνα, και αυτοί δεν απα­ντούσαν, δεν ήσαν εκεί, δεν σε άκουσε κανείς. Και θρηνούσαν οι πέτρες, ο χώρος και ο χρόνος, και το σπίτι γέμιζε σιωπή και αποκτείνουσα απουσία.

Είδα τον άνθρωπο να κερώνει, από ασθέ­νεια, από γήρας, από πόλεμο, από μίσος, μονα­ξιά και φόβο, τον είδα να γεμίζει θάνατο μέσα στο τοπίο της άνοιξης και των ερώτων, των χρυσανθέμων και του φωτός, να χάνεται και να σβύνει νεκρούμενος και πίπτων στον κενό χώρο κράζοντας βοήθεια. Και δεν ήταν τότε κανείς εκεί να τον ακούσει. Δεν ήταν κανείς για να βοηθήσει, να συγκρατήσει την πτώση την αφανίζουσα, την ανείπωτη, την απερίγραπτη, την θανατούσα το σώμα, το πνεύμα και τη συνείδηση.

 

….

 

…Η απουσία, ο πόνος, ο φόβος, η οδύνη, η θλίψη και η μοναξιά πλημμύρισαν και γέμισαν τον χώρο και τον χρόνο, αφήνοντας μικρές και ασήμαντες νησίδες χαράς που διαρκώς φτωχαίνουν και μικραίνουν. Νίκησαν κάθε χαρά και κάθε ελπίδα του ανθρώπου τώρα, χθες, αύριο. Τα παιδιά του χώρου και του χρόνου γυρνούν και γερνούν στην μεγάλη πλατεία θλιμμένα, ανυπόδητα, διψασμένα, πεινασμένα, χωρίς ελπίδα, νόημα και χαρά. Το δάκρυ του κόσμου του ορφανού ρέει και πικραίνει την θάλασσα, την γη και τον ουρανό. Η σκέψη ενικήθη από τον πόνο, τον φόβο και την μηχανή. Η αίσθηση, η αφή και η μορφή θρυμματίστηκαν από κάθε μορφής φθορά: το γήρας, την ασθένεια και την ηδονή την άμορφη, την μηδενίζουσα, την μεταποιούμενη σε οδύνη ανίκητη και ανυπέρβλητη.

 

…Τα παιδιά του κόσμου εθλίβησαν, περιφρονήθηκαν, σφα­γιάσθηκαν, καταδικάστηκαν στην πλατεία την έρημο, την κενή, την ανήλιο και πικραίνουσα. Το βλέμμα, ώ το βλέμμα των, επροδόθη και ελησμονήθη. Μύρια βλέμμα­τα, αμέτρητα, χαμένα, ξεχασμένα, αφανι­σμένα στον έρημο κενό χώρο του μηδενός του αβάστακτου, του πόνου και της οδύνης της μηδενίζουσας.

Και έκραξα και φώναξα, τρομαγμένος, με πάθος και ωδίνη για τούτο το κακό το ανί­κητο και την φθορά του κόσμου, και ο αντί­λαλος του κενού χώρου επέστρεψε μόνος δίχως τα όντα και την ομορφιά των. Και στάθηκα στο μέσον του ερήμου χώρου, του κενού και της απουσίας, και αφουγκράστη­κα στο είναι μου το φθαρτό και εφήμερο, την κραυγή του κόσμου του ορατού, του απερχομένου και φθειρομένου, μετρώντας τον χρόνο και τους αιώνες του θανάτου του ανίκητου, νοσταλγώντας με δάκρυ πικρό και αναμένοντας εν απογνώσει τις εικόνες τις χαμένες, μυριολογώντας τον κόσμο τον αισθητό και εφήμερο, τον θλιμμένο και νεκρό αδερφό.

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Και μέσα στο Σκότος

και τον Κενό Χώρο

έλαμψε Φως Μέγα!

Χαρά Πάνλαμπρη

και Αλησμόνητη!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

 

Κύριε πόσο νεκρός έγινα, πόσο θάνα­το έβαλα στο σώμα μου και στην ψυχή, με πόσο θάνατο πότισα τον χώρο και τον χρόνο, τα όντα και τον κόσμο σου. Τούτος ο θάνατος ο αδυσώπητος νέκρωσε το πνεύμα, το σώμα και τις αισθήσεις και όλα τα όντα πλέον φαίνονται μικρά και αδιάφο­ρα, ψυχρά αντικείμενα δίχως νόημα και σκοπό, όλος ο κόσμος, όλος ο χώρος, όλος ο χρόνος και όλα τα όντα άδειασαν από ζωή, από ομορφιά, από ύπαρξη, από νόημα και λόγο. Κύριε πόσο άραγε αχρήστεψα το σώμα και την ψυχή του κόσμου Σου. Πόσο άραγε έφθειρα και αχρήστεψα «Εσένα» και τον κόσμο Σου.

 

….

 

Πώς εγώ, ο δούλος των απρόσωπων ηδονών και του θανατηφόρου εγωισμού, να σηκώσω τους οφθαλμούς μου προς Σέ, Κύριε μου, χωρίς να προσβάλω και να υβρίσω τον Μόνον και το Μόνο καινό υπό τον ήλιο! Χωρίς να καταδικάσω τον άμοιρο εαυτό μου σε κάθε καταδίκη που μπορεί να καταδικα­σθεί το ανθρώπινο ον!

 

….

 

Εσύ, που δύνασαι και μπορείς τα ανθρώπινα να τα κάνεις θεϊκά, τα αδύνατα δυνα­τά, τα άσχημα όμορφα, τα ατελή τέλεια, τα ανύπαρκτα υπαρκτά.

 

….

 

Δίχως Εσένα, Κύριε, ο κόσμος είναι μόνος και ορφανός, παγωμένος και φοβισμένος, θλιμμένος όταν ευτυχεί και πικραμένος όταν χαίρεται.

 

Χωρίς Εσένα, ο χώρος είναι άδειος, ο χρό­νος αδιάβατος και τα σώματα παγωμένα. Τα άνθη μαραίνονται, τα ζώα θλίβονται, οι άνθρωποι φοβούνται και φθείρονται, τα όντα χάνονται και νεκρούνται.

 

….

 

Κύριε, όλα εκεί και εδώ είναι λυπημένα, θλιμμένα και νικημένα, όλα είναι τραγούδι σταματημένο, εορτή παγωμένη, σοφός δίχως γνώση, ιερεύς δίχως μυστήριο, χειμών δίχως άνοιξη, άνθος δίχως καρπό, μάνα δίχως παιδί, παιδί   δίχως πατέρα,...

 

….

 

Κύριε, δίχως Εσένα, είμεθα εδώ, εορτάζοντες δίχως εορτή, επιστήμονες    δίχως γνώση, γονείς δίχως παιδιά, παιδιά δίχως γονείς, ζωντανοί δίχως ζωή, οδοιπόροι δίχως δρόμο, κράζοντες   δίχως   κραυγή,   νοσταλγούντες δίχως ταξείδι, πονεμένοι δίχως πόνο, αγαπώντες δίχως αγάπη, θρηνούντες δίχως θρήνο, είμαστε εδώ ως λέξεις άδειες, μορφές κενές, δίχως ουσία και ομορφιά…

 

….

 

…Κύριε, χωρίς Εσένα, ο άνθρωπος γίνεται όρνεο άλογο και αιματόβρεχτο, φιλήδονο, φιλόκερδο, φιλοαίματο, ανελέητο, βίαιο, απρόσωπο, υποκριτικό, ανί­κανο να νοιώσει στοργή και τρυφερότητα για τα όντα τα άλλα, φίλους ή εχθρούς, ανίκανο να απαιτήσει τίποτε, ακόμη και τον εαυτό του.

 

….

 

Και πίστεψε, Κύριε, ο άνθρωπος ότι με την αυτόνομη δική του επιστήμη και την διάνοια θα λύσει το μυστήριο του κόσμου και της ύπαρξης.

Και όταν η επιστήμη του του είπε πως κάτι τέτοιο είναι μάταιο, τότε ο άνθρωπος πίστεψε πως με την τεχνολογία του θα εξου­σιάσει τον κόσμο, ακόμη, πως θα κάνει πράξη ότι πριν ήταν μόνο φαντασία, ή πως θα γίνει νεόκοπος θεός και κυρίαρχος των πάντων.

Και η μία πίστη δίνει τόπο σε άλλη πίστη, και η μία πλάνη δίνει τόπο σε άλλη πλάνη.

Και τρέχει ο άνθρωπος πίσω από την πλάνη, πίσω από το κέρδος το τυφλό, πίσω από την οικονομία την απρόσωπη, και τρέ­χει ο άνθρωπος πίσω από την πολιτική την πόρνη, πλανώμενος και πλανών, υποκρινόμενος προς όλους και όλα, κρυπτόμενος από όλους και όλα, ακόμη και από τον εαυτό του.

Ικανός, χάριν των βρυκολακιασμένων ονείρων του, να βλέπει ψυχρός κι αδιάφορος χιλιάδες και εκατομμύρια ανθρώπους να πεινούν και να διψούν, να πάσχουν και να θλίβονται, να υβρίζονται και να φονεύονται.

 

Ικανός να αδιαφορεί για τον πόνο και τα βάσανα του φτωχού, του ορφανού, του αρρώ­στου, του γέρου, του αδύνατου, του παρακα­τιανού. Ανίκανος να θυμηθεί και να νοσταλ­γήσει τους νεκρούς, τους ανύπαρκτους, τους απόντες.

Και είναι, ικανός ο άνθρωπος, χάριν των ψευδαισθήσεων και των φαντασιώσεών του, να προκαλεί πολέμους υποκρινόμενος τον ειρηνοποιό, να καταδικάζει εκατομμύρια ανθρώπους στην εξαθλίωση, προσπαθώντας να νικήσει το δικό του φόβο του θανάτου και να απωθήσει κάθε δική του θλίψη και Οδύνη.

 

….

 

Και, ενώ λέμε πως είμαστε δικοί Σου μαθητές, φίλοι και φίλες, δικοί σου αδελφοί και αδελφές, προτιμούμε να ζούμε χωρίς Εσένα, επιλέγοντας τον άρρωστο εαυτό μας και την κούφια ευτυχία του κόσμου, ανίκα­νοι να βοηθήσουμε και να αγαπήσουμε τους εαυτούς μας, τα όντα και τον κόσμο, υποτάσσοντάς τα όλα στα γυμνά και πει­νασμένα όνειρα μας.

 

….

 

Και ήλθες Εσύ, να βεβαιώσεις πως όλα τα φώτα της τέχνης και της τεχνολογίας, της σοφίας και της επιστήμης, της πολιτικής και της ιδεολογίας, του κόσμου και του ανθρώπου, πως όλα αυτά είναι σκοτάδι αφόρητο, πηχτό και αβάσταχτο, σκότος μη παρερχόμενο δίχως το δικό Σου Φως, δίχως τη γλυκιά και ταπεινή Φωταγωγία και Φωτοχυσία του δικού Σου Προσώπου, που μεταποιεί το τοπίο της φθοράς, της ασχή­μιας και του μίσους σε τοπίο Ζωηφόρου εκπλήξεως και Χαράς ανυπέρβλητης.

 

….

 

Ποιος, καλέ μου, κόπιασε να στεριώσει τον κόσμο, ποιος κουράστηκε να κάνει τον άνεμο να φυσήξει, τον ήλιο να ανατείλει, το κύμα να τρέξει, το λουλούδι του αγρού να ανθίσει, την καρδιά να αγαπήσει, τον νοσταλγό να νοσταλγήσει, το νερό να ξεδιψά τον διψασμένο, το ψωμί να ξεπεινά, να τρέφει και να χορταίνει τον πεινασμένο, το σώμα και την ψυχή να νοιώθουν, να αισθάνονται, να ποθούν και να ελπίζουν.

...Ούτε εσύ, ούτε εγώ, ακριβέ μου φίλε...

 

….

 

Εσύ Κύριε, συγχώρεσε και σώσε τον κόσμο Σου, σώσε τους αδελφούς μας και τις αδελφές μας, τους αδελφούς Σου και τις αδελφές Σου. Κύριε πάρε μας από την αδυσώπητη, αποκρουστική, παγερή και ανήλια χώρα του θανάτου και του μηδενός.

Κύριε, σώσε στο είναι τα όντα σου. Κύριε, μη μας εγκαταλείπεις στις μύριες φυλακές και στους μύριους θανάτους μας. Κύριε, δίχως εσένα όλα είναι νεκρά, παγωμένα, άψυχα, ανύπαρκτα μη όντα θλιμμένα και μηδενιζόμενα.

 

Έρχου Κύριε Ιησού,

Έρχου... Έρχου... Έρχου.