Περίληψη εισηγήσεως με θέμα

«Οι ιεραποστολικές καταβολές του συγχρόνου Οικουμενισμού»

Εισηγητής: Πρεσβύτερος Πέτρος Άλμπαν Χίρς

 

 

 

 

Ενώ σήμερα γίνεται δεκτό από πολλούς ορθοδόξους ότι η σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση ξεκίνησε με την Πατριαρχική Εγκύκλιο του 1920 «προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» και ότι η κίνηση για την Χριστιανική ενότητα προήλθε από την κοινή επιθυμία για «ενότητα εν αληθεία και δογματική συμφωνία η ιστορική έρευνα καταρρίπτει και τους δύο αυτούς ισχυρισμούς.

Η σύγχρονη οικουμενική κίνηση έχει τις καταβολές της στην προτεσταντική ιεραποστολική κίνηση του 19ου αιώνα και στην επιθυμία των μελών του διομολογιακού προτεσταντικού κινήματος των «ευαγγελικών» για «αδελφική ενότητα» με κύριο σκοπό την επιτυχία στο ιεραποστολικό πεδίο. Η ενοποίηση της ιεραποστολής και του οικουμενισμού στον προτεσταντικό κόσμο προχώρησε βήμα-βήμα και όχι χωρίς εμπόδια, στη βάση παγκόσμιων ομολογιακών συμμαχιών και συμφώνων αποφυγής αμοιβαίου προσηλυτισμού κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, και συνεχίσθηκε με τις διεθνείς φοιτητικές κινήσεις και τα ιεραποστολικά συνέδρια. Έτσι η ενοποίηση ιεραποστολής και οικουμενισμού αποτέλεσε ένα νέο παράδειγμα εκκλησιαστικής ενότητας -«χάριν της εκχριστιάνισης του κόσμου»- πάνω στο οποίο μετά το 1910 κτίσθηκε η Οικουμενική Κίνηση.

Συνεπώς, πολύ πριν την έκδοση της Πατριαρχικής εγκυκλίου του 1920 και της εισόδου των ορθοδόξων στον διάλογο, οι προϋποθέσεις και οι παράμετροι της συμμετοχής είχαν ήδη τεθεί, χωρίς να απηχούν ή καν να λαμβάνουν υπόψη τις Ορθόδοξες εκκλησιολογικές αρχές. Το εκκλησιολογικό πλαίσιο εντός του οποίου η Οικουμενική Κίνηση σφυρηλατήθηκε και αναπτύχθηκε μέχρι σήμερα είναι- με κάποιες τροποποιήσεις- προϊόν του Ευαγγελιστικού προτεσταντικού κινήματος του 19ου αιώνα. Αυτή η Ευαγγελιστική προϊστορία του οικουμενισμού, με τις καταβολές της στην προτεσταντική ιεραποστολή, καθόρισαν το ιστορικό και θεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εισήλθαν οι Ορθόδοξοι με την προσχώρησή τους στην Οικουμενική Κίνηση.

Παρόλο που πολλοί Ορθόδοξοι σήμερα θα ήθελαν να βλέπουμε το ΠΣΕ σαν ένα παγκόσμιο ανθρωπιστικό και ειρηνιστικό βήμα διαλόγου, από το οποίο δεν πρέπει να απουσιάζουμε «για να μην απομονωθούμε», η αλήθεια είναι ότι το ΠΣΕ δεν έχει πάψει ποτέ μέχρι σήμερα να διαπνέεται από το Ευαγγελιστικό προτεσταντικό δράμα μιας ενοποιημένης παγκόσμιας ιεραποστολής αδιαφόρως δογματικών ιδιαιτεροτήτων και ευαισθησιών. Κάτι που είναι ίσως κατανοητό για τους προτεστάντες, όχι όμως και για τους Ορθοδόξους. Εκείνο δε που καθιστά αυτό το δράμα ακόμα πιο επικίνδυνο είναι ότι σήμερα το ΠΣΕ ανάγει την αποτυχία του σε επιτυχία και αρχίζει να τιμά και να «εορτάζει» την «διαφορετικότητα» των μελών του αντί να θλίβεται γι' αυτήν και να προσπαθεί να την ξεπεράσει.

Αυτά σε συνδυασμό με την προϊούσα απομάκρυνση πολλών μελών του ΠΣΕ από την γνήσια Ευαγγελική πίστη και ηθική, όσο και με την όλο και πιο ορατή προσέγγιση και συμφιλίωση του ΠΣΕ με τις άλλες θρησκείες, ρίχνουν πάνω στο παγκοσμιοποιημένο ιεραποστολικό δράμα του Οικουμενισμού ανταύγειες ενός εφιάλτη της Αποκαλύψεως μιας παγκόσμιας ιεραποστολής χωρίς Χριστό, έτοιμης να δεχθεί και να κηρύξει τον Αντίχριστο.

Από το αδιέξοδο της οικουμενιστικής «ιεραποστολής» μοναδική διέξοδο αποτελεί η Ορθόδοξη ιεραποστολή, η οποία σύμφωνα με την Αποστολική και Αγιοπατερική Παράδοση πρέπει να είναι έτοιμη αεί προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος μετά πραότητος και φόβου (Α' Πέτρ. γ' 15) -είτε αυτός είναι αλλόδοξος είτε αλλόπιστος είτε αλλόθρησκος- και η οποία θα καλεί όλους στην μοναδική Κιβωτό της σωτηρίας, την Μία, Αγία, Ορθόδοξη, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.

 

 

 

Διοργάνωση της Θεολογικής Ημερίδος: ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΕΝΩΣΙΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ

 

 

 

 

 

 

«Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»