Στ Γέννηση τς περαγίας Θεοτόκου

γίου ωάννου το Δαμασκηνο

 

λτε λα τ θνη, κάθε νθρώπινη γενιά, κα κάθε γλώσσα, κα κάθε λικία, κα κάθε ξίωμα, ν γιορτάσουμε μ γαλλίαση τ γέννηση τς παγκόσμιας χαρς. Γιατ ν ο εδωλολάτρες, μ ψεύτικα δαιμονικ παραμύθια πο ξεγελον τ μυαλ κα σκοτεινιάζουν τν λήθεια, κι᾿ ν κόμα προσφέροντας ,τι εχαν κα δν εχαν τιμοσαν γενέθλια βασιλιάδων, πο τος τυραννοσαν σ᾿ λη τους τ ζωή, πόσο περισσότερο πρέπει μες ν τιμομε τ γέννηση τς Θεοτόκου, πο νώρθωσε λόκληρο τ νθρώπινο γένος, πο λλαξε τ λύπη τς πρώτης μας μητέρας, τς Εας, σ χαρά; κείνη κουσε τν πόφαση το Θεο: «Μ πόνους ν γεννς τ παιδιά σου». Ατή: «Χαρε, Κεχαριτωμένη». κείνη: «Στν νδρα σου ποταγή σου». Ατή: « Κύριος εναι μαζί σου».

Τί λλο λοιπν π λόγο ν προσφέρουμε στ Μητέρα το Λόγου; λη κτίση ς γιορτάσει μαζί μας κι᾿ ς μνήσει τν γιασμένο καρπ τς γίας ννας. Γιατ γέννησε στ κόσμο παντοτιν θησαυρ γαθν, δηλ. τν Παναγία. Μ τν μεσολάβηση τς Παναγίας Πλάστης ξανάπλασε πρς τ καλύτερο λόκληρη τν πλάση, μ τν νθρώπινη φύση το Χριστο. Γιατ, φο δημιουργικς Λόγος το Θεο γινε να μ τν νθρώπινη φύση, νώθηκε συνάμα μ᾿ λόκληρη τν πλάση, φο κα νθρωπος, μετέχοντας σ πνεμα κα σ λη, εναι σύνδεσμος λης της ρατς κα όρατης δημιουργίας. ς γιορτάσουμε λοιπν τν λύση τς νθρώπινης στειρότητας, γιατ πρε τέλος γι μς στέρηση τν γαθν.

Γι ποι λόγο μως γεννήθηκε Μητέρα κα Παρθένος π γυναίκα στείρα; Γιατ τσι πρεπε, ατ πο εναι «τ μοναδικ καινούργιο κάτω π τν λιο», βάση κα τ᾿ ποκορύφωμα τν θαυμάτων, ν᾿ νοίξει τ δρόμο του μ θαύματα κα σιγ-σιγ π τ πι ταπειν νάρθουν τ πι μεγάλα.

πάρχει μως κι λλος λόγος πι ψηλς κα πι θεϊκός. φύση, νικημένη π τ χάρη, στεκόταν φοβισμένη· δν εχε τ θάρρος κα τ δύναμη ν προχωρήσει ατ πρώτη. ταν λοιπν πρόκειτο ν γεννηθε Θεοτόκος – Παρθένος π τν ννα, δν τολμοσε φύση ν καρποφορήσει πρν π τ χάρη, λλ μενε καρπη, μέχρις του βλαστήσει χάρη τν καρπό. τσι πρεπε, ν γεννηθε πρωτότοκη κείνη, πο θ γεννοσε τν «πρωτότοκο λης της δημιουργίας», πο «λα σ᾿ ατν χρωστον τν παρξή τους».

Καλότυχο ζευγάρι, ωακεμ κα ννα, λη κτίση σς εγνωμονε. Γιατ μ τ μεσολάβησή σας δώρισε πλάση στ Δημιουργ τ πι πέροχο π᾿ λα τ δρα· πολυσέβαστη Μητέρα, μοναδική, ξια το Πλάστη. Ελογημένος εσαι ωακείμ, π᾿ που βγκε τ κηλίδωτο σπέρμα. Θαυμαστ μήτρα τς ννας, πο μέσα της ναπτύχθηκε σιγ-σιγά, σχηματίσθηκε κα γεννήθηκε πανάγιο βρέφος. Γαστέρα, πο κυοφόρησες μέσα σου τν μψυχο ορανό, πλατύτερο π τν περαντοσύνη τν ορανν. λώνι, πο κράτησες πάνω σου τ θημωνι το ζωοποιο σιταριο, πως τ δήλωσε διος Χριστός: «ν δν πέσει κόκκος το σιταριο στ γ κα πεθάνει, παραμένει λομόναχος». Μαστο πο θηλάσατε κείνη, πο θρεψε τν τροφοδότη το κόσμου. Θαυμάτων θαύματα κα παραδόξων παράδοξα. Γιατ τσι πρεπε, ν᾿ νοίξει μ τ θαύματα δρόμος, π᾿ που μ τρόπο νέκφραστο, π γάπη, κατέβηκε κοντά μας Θες γι ν σαρκωθε.

λλ πς ν προχωρήσω περισσότερο; Τ μυαλό μου σαστίζει, φόβος κα λαχτάρα μ κυριεύουν. καρδιά μου χτυπάει κα γλώσσα μου δέθηκε. Δν ντέχω στ χαρά, μ καταβάλλουν τ θαύματα, πόθος μ γεμίζει νθουσιασμό. ς νικήσει λοιπν πόθος, ς ποχωρήσει φόβος, ς τραγουδήσει κιθάρα το Πνεύματος: «ς χαρον ο ορανο κι᾿ ς πηδήσει π᾿ τ χαρά της γ».

Σήμερα νοίγονται ο πύλες τς στειρώσεως, κα παρουσιάζεται θεϊκή, παρθενικ πύλη, πο π μέσα της θ περάσει κα θ μπε στν οκουμένη «σωματικ» Θεός, πο βρίσκεται πέρα π᾿ λα τ ντα, πως λέει Παλος, κροατς τν νέκφραστων μυστικν. Σήμερα π τ ρίζα το εσσα ξεφύτρωσε κλωνάρι, πο πάνω του βλάστησε γι χάρη το κόσμου θεοϋπόστατο νθος.

Σήμερα π τ γήινη φύση φτιαξε οραν πάνω στ γ, κενος πο λλοτε παλι δημιούργησε μέσα π τ νερ τ στερέωμα κα τ νέβασε στ ψη. Κι᾿ ληθιν ορανς ατς εναι πολ πι θεϊκς κα πολ πι καταπληκτικς π τν πρτο. Γιατ Λόγος το Θεο, πο δημιούργησε στν πρτο οραν τν λιο, θ νατείλει διος στ δεύτερο ορανό, λιος δικαιοσύνης. χει δύο φύσεις, κι ς λυσσομανον ο κέφαλοι· να πρόσωπο, μία πόσταση, κι ς σκάσουν π᾿ τ κακό τους ο Νεστόριοι. Τ ναρχο φς, πο χει τν προαιώνια παρξή του π ναρχο φς, τ υλο κα σώματο, παίρνει σμα π γυναίκα κα «σν νυμφίος βγαίνει π νυφικ δωμάτιο», καί, μ᾿ λο πο εναι Θεός, γίνεται πειτα γήινος νθρωπος. Σν «γίγαντας» θ τρέξει μ χαρ τ δρόμο τς δικς μας ζως, κα μέσα π τ πάθη θ προχωρήσει γι ν πεθάνει κα ν δέσει τν σχυρό, τ διάβολο, κα ν το ρπάξει τν περιουσία, τν νθρώπινη φύση μας, κα ν ξαναφέρει στν οράνια γ τ χαμένο πρόβατο.

Σήμερα «γις το μαραγκο», παντεχνίτης Λόγος το Θεο, πο χάρη σ᾿ Ατν Πατέρας δημιούργησε τ πάντα, τ δυνατ χέρι το μεγάλου Θεο, χοντας, μ τ γιο Πνεμα σν δάχτυλά του, κονίσει τ στομωμένο σκεπάρνι τς φύσεως, φτιαξε γι τν αυτ το μψυχη σκάλα, πο βάση της στηρίζεται πάνω στ γ κα τ κεφάλι της κουμπάει στν ορανό, πο πάνω της ναπαύεται Θεός, πο τν εκόνα της ντίκρισε ακώβ. π᾿ ατ φο κατέβηκε, χωρς ν μετακινηθε π τ θέση του Θεός, πι σωστ φο ταπεινώθηκε, «φανερώθηκε πάνω στ γ» κα συναναστράφηκε μ τος νθρώπους. Ατ λα λοιπν σημαίνουν κατάβαση, συγκαταβατικ ταπείνωση, πολιτεία του πάνω στ γ, τν πι βαθι γνώση, πο δόθηκε στος νθρώπους τς γς.

Πάνω στ γ στηρίχθηκε νοητ σκάλα, Παρθένος· γιατ γεννήθηκε π τ γ· κα κεφαλή της φθάνει στν ορανό. κεφαλή, βέβαια, κάθε γυναίκας εναι νδρας· γι τν Παρθένο μως μία κα δν γνώρισε νδρα, γινε κεφαλή της Θες κα Πατέρας, φο μ τ γιο Πνεμα κανε συμφωνία μ τν Παρθένο κι φο στειλε σν κάποιο θεϊκ πνευματικ σπόρο, τὸν Υἱὸ κα Λόγο του, τν παντοδύναμη δύναμή Του. Πραγματικ μ τ ελογημένο θέλημα το Πατέρα, γινε περφυσικά, χωρς μεταβολή, Λόγος σάρκα, χι μ φυσικ νωση, λλ ξεπερνώντας τος νόμους τς φύσεως, π τ γιο Πνεμα κα π τν Παρθένο Μαρία κα «κατασκήνωσε νάμεσά μας». Γιατ νωση το Θεο μ τος νθρώπους γίνεται μ τ γιο Πνεμα. «ποιος μπορε ς τ καταλάβει. ποιος χει ατιά, ς κούσει».

ς ξεφύγουμε π τς νθρώπινες σκέψεις. νθρωποί μου, θεότητα εναι παθής, δν παθαίνει λλοιώσεις. κενος πο τν πρώτη φορ γέννησε ναλλοίωτα μ τρόπο φυσικό, γεννάει ναλλοίωτα τν διο Υἱὸ γι δεύτερη φορ μ «κατ θεία οκονομία». Κα εναι μάρτυρας Δαβίδ, προπάτορας το Θεο, λέγοντας: « Κύριος επε σ μένα. σ εσαι Υός μου, γ σήμερα σ γέννησα». Ατ λέξη «σήμερα» δν χει θέση στν προαιώνια γέννηση, γιατ γέννηση κείνη βρίσκεται ξω π τ χρόνο.

Σήμερα χτίζεται πύλη πο κοιτάει στν νατολή, π᾿ που Χριστς «θ μπε κα θ βγε», φήνοντάς την κλεισμένη· στν πύλη ατ Χριστς εναι « θύρα τν προβάτων». «νατολ» εναι τ νομα κείνου, πο μς δήγησε κοντ στν ρχιφωτο Πατέρα. Σήμερα φύσηξαν χαρς πνοές, προμηνύματα τς παγκόσμιας Χαρς.

ς χαμογελ πάνω ορανός, κι᾿ ς πηδ π᾿ τ χαρ της κάτω γ, ς πάλλεται θάλασσα το κόσμου. Μέσα της γεννιέται τ κογχύλι, τ στρείδι, πο μ τν στραπ το Θεο π᾿ τ οράνια θ συλλάβει στ σπλάχνα του, κα θ γεννήσει τ πολύτιμο μαργαριτάρι, τν Χριστό. π᾿ ατ τ στρείδι θ βγε «δοξασμένος βασιλιάς», ντυμένος τν πορφύρα τς σάρκας, πο φο πισκεφθε τος αχμαλώτους θ διακηρύξει τν πελευθέρωσή τους.

ς πηδ π᾿ τ χαρά της φύση· γεννιέται μνάδα, προβατίνα, πο π᾿ ατν βοσκς θ ντύσει τ πρόβατο, κα θ ξεσχίσει τ ροχο τς παλις θανατικς καταδίκης μας. ς χορεύει παρθενία, φο γεννήθηκε πως επε σαΐας παρθένος, πο θ «συλλάβει στν κοιλιά της κα θ γεννήσει υό, πο θ το δώσουν τ νομα μμανουήλ», πο σημαίνει « Θες εναι μαζί μας». « Θες εναι μαζί μας», μάθετε τ καλ Νεστόριοι κι᾿ ναγνωρίστε τν ττα σας. «Εν᾿ Θες μαζί μας»! χι γγελος, χι πεσταλμένος, λλ διος Κύριος θρθει κα θ μς σώσει. «Ελογημένος Ατς πο ρχεται στ᾿ νομα το Θεο· Κύριος παρουσιάσθηκε μπροστά μας».

ς γιορτάσουμε γι τ γέννηση τς Θεοτόκου. Χαμογέλασε ννα, «στείρα πο δν γεννοσες, ξέσπασε σ κραυγς χαρς, ξεφώνισε, σ πο δν δοκίμαζες τς γέννας πόνους». Πήδησε π᾿ τ χαρά σου ωακείμ, π τ θυγατέρα σου «γεννήθηκε τ παιδί μας», υἱὸς πο μς δόθηκε δρο κα τ᾿ νομά του λέγεται «Μεγάλης Βουλς γγελος, δηλ. γγελιοφόρος πο φέρνει τ μεγάλο θέλημα το Θεο γι τ σωτηρία το κόσμου, Θες δυνατός», σωτηρία λου του κόσμου. ς ντροπιαστε Νεστόριος, κι ς κλείσει μ τ χέρι του τ στόμα. Τ παιδ εναι Θεός, πς δν θάναι Θεοτόκος ατ πο τ γέννησε; «ν κάποιος δν ναγνωρίζει τν γία Παρθένο ς Θεοτόκο, βρίσκεται χωρισμένος π᾿ τν Θεό». Ατ δν εναι δικά μου λόγια, ν κα τ λέω γώ. Τ πρα, θεολογικ κληρονομιά, π τν πατέρα τς κκλησίας μας, τν Θεολόγο Γρηγόριο.

Καλότυχο ζευγάρι, ωακεμ κα ννα, κι ληθιν γνότατο. π᾿ τν καρπ τν σπλάγχνων σας γίνατε γνωστοί, καθς επε Κύριος κάπου: «Θ τος γνωρίσετε καλ π τος καρπος πο θ κάνουν». Μ τ ζωή σας δώσατε χαρ στ Θε κα γίνατε ξιοι τς κόρης πο γεννήσατε. Ζώντας τ ζωή σας μ γνότητα κα γιότητα καρποφορήσατε τ στολίδι τς παρθενίας, παρθένο προτο ν γεννήσει, παρθένο τν ρα πο γεννοσε, κα παρθένο φο γέννησε, τ μοναδικ πο μένει κα σ νο κα σ ψυχ κα σ σμα πάντοτε παρθένος.

τσι πρεπε ν γίνει, παρθένος πο βλάστησε π᾿ τ δική σας γνότητα ν γεννήσει σωματικ τ μονάκριβο, μονογέννητο φς, μ τν εδοκία κείνου πο τ γέννησε σώματα. Φς πο δν γεννάει, λλ πάντοτε γεννιέται π φς, πο γέννηση εναι ξεχωριστ προσωπική του διότητα.

Σ πόσα θαύματα κα σ πόσες συμφωνίες γινε ργαστήριο ατ Κόρη! φο γεννήθηκε π στείρα, γέννησε μ τρόπο παρθενικ κενον, πο νωσε θεότητα κα νθρωπότητα, πόνο κα πάθεια, τ ζω κα τ θάνατο, γι ν νικηθε τσι σ᾿ λα τ χειρότερο π τ καλύτερο.

Κι᾿ λα ατ γι τ δική μου σωτηρία, Δέσποτα. Τόσο πολ μ᾿ γάπησες, στε μ᾿ σωσες χι μ γγέλους, οτε μ κάποιο λλο δημιούργημα, λλ πως κριβς σ διος μ πλασες τν πρώτη φορά, τσι πάλι σ διος ργάσθηκες κα γι τν νάπλασή μου. Γι᾿ ατ χορεύω κα λέω μεγάλα λόγια κα νιώθω μεγάλη χαρά, κα ξαναγυρίζω πάλι πίσω στ πηγ τν θαυμάτων κα πλημμυρισμένος μ τ νάμα τς εθυμίας, ρπάζω τν κιθάρα το γίου Πνεύματος κα θεϊκ μνο τραγουδ στ γέννησή της.

ωακεμ κα ννα, ζευγάρι λογικ τρυγόνια σωφρονέστατο! σες, μ τ ν κρατήσετε τ φυσικ νόμο τς σωφροσύνης, ξιωθήκατε μ δρα περφυσικά· γεννήσατε τ Μητέρα το Θεο, τν νέγγιχτη π νδρα. σες, φο ζήσατε μ εσέβεια κα σιότητα μέσα στ ρια τς νθρώπινης φύσεως, γεννήσατε τν νώτερη π γγέλους Κόρη, τν Κυρία τν γγέλων.

Κόρη, πανέμορφη κα γλυκύτατη. Κρίνο πο ξεφύτρωσες νάμεσα στ᾿ γκάθια, π τν πι εγενικ κα βασιλικ ρίζα το Δαβίδ. Χάρη σ Σένα, Παρθένε, πλουτίσθηκε βασιλεία μ τν εροσύνη. Χάρη σ Σένα μετακινήθηκε νόμος κα νακαλύφθηκε τ πνεμα, πο κρυβότανε κάτω π τ γράμμα, φο ερατικ ξουσία πέρασε π τ λευιτικ στ δαβιτικ φυλή. Ρόδο (τριαντάφυλλο), πο ξεφύτρωσες μέσα π τ᾿ γκάθια τν ουδαίων, κα πλημμύρισες μ τ θεϊκό σου ρωμα τ σύμπαντα. Κόρη το δμ κα Μητέρα το Θεο. Ελογημένη μέση κα τ σπλάγχνα π᾿ που βλάστησες.

Ελογημένη γκαλι πο σ κράτησε κα τ χείλη πο πολαύσανε τ γνά σου φιλιά, δηλ. τ χείλη τν γονιν σου μονάχα, γι ν μείνεις πάντοτε, σ᾿ λα παρθένος.

Σήμερα ρχίζει σωτηρία το κόσμου. «Δοξολογστε τν Κύριο λη γ, τραγουδστε κα χορέψτε κα παξτε τ ργανα»! Φωνάξτε δυνατά, φωνάξτε, μ φοβάστε, γι χάρη μας γεννήθηκε Μητέρα το Θεο στν γία Προβατικ Πύλη, π᾿ που καταδέχθηκε ν γεννηθε μνς το Θεο πο πρε πάνω του τν μαρτία το κόσμου.

Σκιρτστε βουνά, λογικς φύσεις, πο μ λαχτάρα ψώνεστε στς κορυφς τς πνευματικς θεωρίας. Γεννιέται τ στραποβόλο ρος το Κυρίου, πο ξεπερν κάθε γγελικ ρος κα κάθε νθρώπινη μεγαλοσύνη, π᾿ που εδόκησε ν᾿ ποκοπε σωματικ τ χειροποίητο γκωνάρι, κρογωνιαος λίθος, Χριστός, μία πόσταση, πο νωσε τ πρν χωρισμένα, τν θεότητα κα τν νθρωπότητα, τος γγέλους κα τος νθρώπους, τος εδωλολάτρες κα τ σαρκικ σραλ σ᾿ να κα μόνο πνευματικ σραήλ. «ρος το Θεο, γεμάτο π δρα, γεμάτο πλούτη, πλούσιο ρος, τ ρος πο πάνω του καταδέχθηκε ν κατοικε Θεός». Τ «ρμα το Θεο» γγελοκυκλωμένο μ χίλιες – μυριάδες θεοχαριτωμένα χερουβμ κα σεραφίμ. πανάγια κορυφή, πο ξεπερνάει τ Σιν, πο δν σκεπάζει καπνς κα σκοτεινιά, θύελλα κα τρομερ φωτιά, λλ στραφτερ λάμψη το Παναγίου Πνεύματος.

Στ Σιν Λόγος το Θεο γραψε, μ δάχτυλο τ Πνεμα, νόμο σ πέτρινες πλάκες. Στν Παρθένο Μαρία μ τ γιο Πνεμα κα μ τ αμα της σαρκώθηκε ατς διος Λόγος το Θεο κα παρέδωσε λυτρωτικ φάρμακο γι τ δική μας φύση τν αυτό του. κε στν ρημο τ μάννα. δ στν Παναγία Ατός, πο δωσε τ γλυκύτητα στ μάννα. ς σκύψει τ κεφάλι περίφημη σκην το μαρτυρίου, πο φτιαξε στν ρημο Μωυσς, π πολύτιμα κα λογιν – λογιν λικά, κα πρν π᾿ ατ σκην το πατριάρχη βραάμ, μπροστ στν μψυχη κα λογικ σκην το Θεο. μψυχη ατ σκηνή, Παναγία, ποδέχθηκε χι νέργεια Θεο, λλ οσιαστικ τ διο τ Πρόσωπο το Υο κα Θεο. ς νιώσουν καλ πς σ τίποτα δν μπορον ν συγκριθον μαζί της «χρυσοσκέπαστη σ᾿ λα της κιβωτς» κα χρυσ στάμνα πο εχε τ μάννα κα πτάφωτη λυχνία κα χρυσ τράπεζα τς προθέσεως κι λα τ᾿ λλα τ παλιά. Τν τιμή τους τν παιρναν π τν Παρθένο πο προεικόνιζαν, σν σκις το ληθινο προτύπου.

Σήμερα καινούργιο βιβλίο τοίμασε Λόγος – Θεός, πο πλασε τ πάντα κα πο νάβλυσε π τν καρδι το Πατέρα, γι ν γραφτε διος μέσα σ᾿ ατ σν μ κοντύλι, μ τ γλώσσα το Θεο, τ γιο Πνεμα. Βιβλίο πο δόθηκε σ γραμματισμένο νδρα, κα δν τ διάβασε. ωσφ δν γνώρισε τν Μαρία οτε τ δύναμη το μυστηρίου, πο κρυβε μέσα της. Παναγία Κόρη το ωακεμ κα τς ννας, πο ξέφυγες παρατήρητη π τς ρχς κα τς ξουσίες, κα τ φλογερ βέλη το πονηρο, πο πέρασες τ ζωή σου στ νυφικ θάλαμο το Πνεύματος, κα κρατήθηκες νέγγιχτη γι ν γίνεις νύφη Θεο, κα Μητέρα το ληθινο Υο το Θεο. Παναγία Κόρη, πο φανερώθηκες πάνω στν γκαλι τς μάνας κα γέμισες φόβο τς δυνάμεις πο ποστάτησαν π τν Θεό.

Παναγία Κόρη, τν ρα πο θήλαζες τ γάλα σ περιτριγύριζαν ο γγελοι. Κόρη γαπημένη π τν Θεό, δόξα σ᾿ ατος πο σ γέννησαν. Θ Σ μακαρίζουν ο γενες τν γενεν, πως στ᾿ λήθεια τ επες προφητικά. Κόρη ξια του Θεο, μορφι τς νθρώπινης φύσεως, πανόρθωση τς πρώτης μας μητέρας τς Εας. Μ τ γέννησή σου ναστήθηκε πεσμένη.

στραποβόλημα τν γυναικν. ν πρώτη Εα, μπαίνοντας στ πηρεσία το φιδιο ναντίον το πρώτου μας πατέρα, το δάμ, πεσε στν παράβαση, κι τσι «ρθε στν κόσμο μας θάνατος», Μαρία πηρετώντας μ ποταγ τ θεία βουλή, ξεγέλασε τ φίδι πο μς ξεγέλασε κι φερε στν κόσμο τν φθαρσία.

ειπάρθενε Κόρη, πο παιδοποίησες, χωρς ν χεις νάγκη π νδρα, φο ατς πο γέννησες χει πατέρα αώνιο. Κόρη, γέννημα τς γς, πο βάσταξες στ θεομητορική σου γκαλι τν Πλάστη. Ο αἰῶνες παράβγαιναν στ τρέξιμο ποις θ πρωτοπρολάβει ν καυχηθε γι τ γέννησή σου. λλ προκαθορισμένη πόφαση το Θεο, πο φτίαξε κα τος αἰῶνες, νίκησε τ συναγωνισμ τν αώνων κι γιναν ο τελευταοι αἰῶνες πρτοι, κενοι πο τος λαχε ν γεννηθες σ᾿ ατούς.

Εσαι πραγματικ πι πολύτιμη π᾿ λη τν πλάση, γιατ μόνο π σένα πρε μικρ μέρος Πλάστης τς παρχς τς δικς μας φύσεως. Σάρκα Του γινε σάρκα σου, κα αμα Του τ αμα σου, κα γάλα π σένα θήλασε Θεός, κι νώθηκαν τ χείλη σου μ το Θεο τ χείλη. κατανόητα κι νείπωτα θαύματα. Θες τν λων προγνώρισε τι σ ξια θ γίνεις τς γάπης Του κα σ᾿ γάπησε, κι π γάπη σ προόρισε, κα «στος στερνος καιρος» σ᾿ φερε στ φς κα σ᾿ νάδειξε μητέρα κα τροφ το δικο Του Υο κα Λόγου.

Λέγουν πς τ ντίθετα γιατρεύουν τ᾿ ντίθετά τους, μ δν μπορε τ᾿ ντίθετα κα ν γεννον τ᾿ ντίθετά τους. Μολονότι κάθε πλάσμα φαίνει ατό, πο π τ φύση το εναι, ντιμετωπίζοντας τ᾿ ντίθετά του – τ κατορθώνει βέβαια π᾿ τν πλοτο τς δύναμης πο κλείνει μέσα στ φύση του. Κι πως κριβς « μαρτία χρησιμοποίησε τ καλό, τν ντολ το Νόμου, γι τν θάνατό μου, κι γινε περβολικ μαρτωλή», τσι κι ατιος τν καλν, Θεός, μέσα π τ᾿ ντίθετό τους, τν θάνατο, κατεργάζεται γι μς τ καλό, πο το εναι φυσικό. «πειδ που πλήθυνε μαρτία, περίσσεψε χάρη».

ν εχαμε φυλάξει τν πρώτη μας κοιν ζω μ τν Θεό, δν θ ξιωνόμαστε τν πι μεγάλη κα τν πι θαυμαστ ζω μαζί Του. Τώρα μως μ τν μαρτία, κριθήκαμε νάξιοί της πρώτης μας κοινς ζως μ τν Θεό, γιατ δν κρατήσαμε τ δρο, πο μς δόθηκε. λλ μ τν συμπάθεια το Θεο λεηθήκαμε κα μς πρε πάνω του κα μς κανε σάρκα Του, γι ν γίνει πι σίγουρη κοιν ζω μαζί Του. Γιατ Ατς πο μς γκάλιασε κα μς κανε σάρκα Του χει τ δύναμη ν κρατήσει διάσπαστη τν νωση. πειδ δηλαδ λόκληρη γ γινε πόρνη κα γέννα τέκνα πορνείας, γι’ αυτ κι λας το Κυρίου «πλανήθηκε μ τ πνεμα τς πορνείας», μακρι π τν Κύριο κα Θεό του, πο τν κανε λα δικό του μ «δυνατ χέρι κα ψηλ βραχίονα», κα πο τν βγαλε ξω π τ σπίτι τς σκλαβις το Φαραώ, κα τν πέρασε μέσα π τν ρυθρ θάλασσα, κα τν δήγησε «μ νεφέλη τν μέρα κα στήλη φωτις κάθε νύχτα». Κα πρε στροφ καρδιά τους γι τν Αγυπτο. Κι γινε λας το Κυρίου «μ λας το Κυρίου», κι᾿ ατς πο λεήθηκε, κενος πο δν λεήθηκε, κι ατς πο γαπήθηκε, κενος πο δν γαπήθηκε.

Γι᾿ ατ γεννιέται τώρα Παρθένος, ντίπαλος τς προγονικς πορνείας κι ρραβωνιάζεται μ τ Θε τν διο, κα γενν τν εσπλαχνία το Θεο. Κα γίνεται λας το Θεο, κενος πο δν ταν πρτα λας το Θεο κι κενος πο δν ταν λεημένος λεήθηκε, κι μ γαπημένος γαπήθηκε. Γιατ π᾿ ατ γεννιέται «γαπητς Υἱὸς» το Θεο, πο σ᾿ ατν εδόκησε Πατέρας – Θεός.

«μπέλι καλοκλήματο» βλάστησε π᾿ τν ννα, κι νθισε σταφύλι λογλυκό, πιοτ θεϊκό, ν τ πιον ο νθρωποι ν ζήσουν στν αώνα. ωακεμ κα ννα σπειραν «δικαιοσύνη» κα θερίσανε «καρπ ζως». Φωτισθήκανε μ τ «φς τς γνώσεως» κα ψάξανε ν βρον τν Κύριο, κα τος βρκε καρπς δικαιοσύνης.

ς πάρει θάρρος γ κα «γεμίστε χαρ τ παιδι τς Σιν γι τν Κύριο κα Θεό σας», γιατ πρασίνισε ρημος. στείρα καρποφόρησε. ωακεμ κα ννα σν μυστικς κορφς βουνν στάλαξαν γλύκα. Νισε χαρά, ελογημένη ννα, γιατ γέννησες κορίτσι. Γιατ ατ κόρη θ γίνει Μητέρα το Θεο, πύλη το φωτός, πηγ τς ζως, κα θ ξαφανίσει τ γκλημα τς γυναίκας.

Τ πρόσωπο ατς τς κόρης «θ κετεύσουν ο πλούσιοί του λαο». Τν κόρη ατ θ προσκυνήσουν ο βασιλιδες τν θνν προσφέροντας δρα. Τν κόρη ατ θ δηγήσεις στ Θεό, στ βασιλι τν λων, ντυμένο στ «χρυσ κρόσσια» τ στολίδια τν ρετν, κα στολισμένη μ τ χάρη το Πνεύματος, κι « δόξα τς εναι μέσα της». Γιατ ν δόξα κάθε γυναίκας εναι ντρας πο στέκεται στ πλάι της, τς Παναγίας δόξα εναι π μέσα, καρπς τν σπλάχνων της.

Κόρη ποθητ κα τρισευλογημένη· «ελογημένη μέσα σ᾿ λες τς γυνακες σύ, κι ελογημένος καρπς τν σπλάχνων σου». Κόρη, θυγατέρα το βασιλι Δαβίδ, κα Μητέρα το βασιλι τν λων, το Θεο. Θεϊκ κι λοζώντανο γαλμα, εφροσύνη το Θεο πο σ πλασε, πο χεις τ πνεμα σου θεοκυβέρνητο κα μόνο στ Θε γυρνς τν προσοχή σου. Κάθε σου πόθος στρέφει στν μόνο ποθητ κι γαπημένο. Τ θυμό σου χύνεις μοναχ στν μαρτία κα σ᾿ ατν πο γέννησε τν μαρτία. Ζοσες ζω νώτερη π τ φύση. χι ζω δική σου, γιατ σ δν γεννήθηκες γι σένα.

Γι τν Θε λοιπν ζοσες, γι᾿ Ατν λθες στ ζωή, Ατν πιστ ν πηρετήσεις στν παγκόσμια σωτηρία, γι ν πληρωθε «προαιώνια πόφαση» το Θεο, σάρκωση το Λόγου κα δική μας θέωση. πόθος σου μ θεϊκ ν τρέφεσαι λόγια, κα μ τ χυμό τους ν δυναμώνεις, σν «λι λοκαρπη στ σπίτι το Θεο, σν δένδρο, πο φυτεύτηκε στν κροποταμι» το Πνεύματος, σν δένδρο τς ζως, πο καρποφόρησε στν καιρ πο εχε π τ Θε ταχθε, Θε νσαρκωμένο, τν αώνια ζω γι τ πλάσματά Του λα. Κρατς κάθε λογισμ πο τρέφει κι φελε τ ψυχή, κα ρίχνεις πέρα, πρν κν τ δοκιμάσεις, κάθε τι πο εναι γι σένα χρηστο κα βλαβερό. Μάτια «στραμμένα πάντοτε στν Κύριο» βλέπουν τ αώνιο κι «πλησίαστο φς».

Ατι πο κονε τν θεϊκ λόγο κι εφραίνονται μ τν κιθάρα το Πνεύματος, πο π μέσα τους πέρασε Λόγος γι ν σαρκωθε. σφρηση γοητευμένη μ τν εωδι τν ρωμάτων το Νυμφίου, πο ρωμα θεϊκ ξεχύνεται λεύθερα κα χρίει τν νθρώπινή Του φύση. «ρωμα πο χύθηκε εναι τ νομά σου» λέγει γία Γραφή. Χείλη πο δοξολογον τν Κύριο κα μένουν κολλημένα στ δικά Του χείλη. γλώσσα κι ορανίσκος πο ξέρουν ν διακρίνουν τ λόγια του Θεο κα πο χορταίνουν μ τ θεϊκή τους γλυκύτητα. Καρδι καθαρ κι μόλυντη, πο βλέπει κα ποθε τν όρατο Θεό.

Σπλάχνα, πο μέσα τους κατοίκησε χώρητος, κα στθος, πο μ τ γάλα του, τράφηκε Θεός, τ παιδ ησος. Πύλη το Θεο παρθενικ γι πάντα. Χέρια, πο κράτησαν τν Θεό, κα γόνατα, πο γιναν θρόνος ψηλότερος κι π τ χερουβίμ.

Μ᾿ ατ στερεώθηκαν τ «παράλυτα χέρια κα τ᾿ δύναμα πόδια». Πόδια δηγημένα μ τ φωτειν λυχνάρι το θείου νόμου, τρέχουν σταμάτητα πίσω του, σπου κι τράβηξαν τν Ποθητ σ᾿ ατη πο Τν ποθοσε. λόκληρη εσαι δωμάτιο νυφικ το Πνεύματος, πόλη το ζωντανο Θεο, πο τν «εφραίνουν τ ρέματα το ποταμο», τ κύματα δηλ. τν χαρισμάτων το γίου Πνεύματος: Πεντάμορφη κα πολυαγαπημένη το Θεο. Γιατί, φο ξεπέρασε τ χερουβμ κι νέβηκε ψηλότερα κι π τ σεραφίμ, γινε πραγματικά του Θεο πολυαγαπημένη.

Θαμα, τ πι τραν π᾿ λα τ θαύματα! Γυναίκα ν βρίσκεται πάνω π τ σεραφίμ, κι ατ γιατ Θες φανερώθηκε «λιγάκι πι χαμηλ π᾿ τος γγέλους». Σιώπα, Σολομν πολύσοφε, κα μ λές: «Τίποτα καινούργιο κάτω π τν λιο». Παρθένε θεοχαριτωμένη, γιε να το Θεο, πο πνευματικς Σολομώντας, ρχοντας τς ερήνης, σ᾿ χτισε κα σ᾿ κανε κατοικία του, ναέ, πο δν στολίζεσαι μ χρυσάφι κι ψυχες πέτρες, λλ λαμποκοπς ντ χρυσάφι γιο Πνεμα· κι ντ γι᾿ λλα κριβ πετράδια χεις τ πολύτιμο μαργαριτάρι, τν Χριστό, τν νθρακα τς θεότητας.

Ατν παρακάλεσε ν᾿ γγίξει τ χείλη μας, γι ν μπορομε γνισμένοι ν Τν μνήσουμε μαζ μ τν Πατέρα κα τ γιο Πνεμα, νακράζοντας: «γιος, γιος, γιος Κύριος Σαβαώθ», μία φύση τς θεότητας μ τρία πρόσωπα. γιος Θες κα Πατέρας, πο εδόκησε μέσα σ σένα κα π σένα ν τελεσιουργηθε τ μυστήριο, πο εχε προκαθορίσει πρν π τος αἰῶνες. γιος σχυρός, Υἱὸς το Θεο κα Θες Μονογενής, πο σήμερα νεργε τν γέννησή σου π στείρα μητέρα, γι ν γεννηθε ατς πο ταν μονογενς π Πατέρα κα «πρωτογέννητος π᾿ λόκληρη τν πλάση», μονογενς κι π σένα Παρθένο Μητέρα, πρωτογέννητος «νάμεσά σε πολλ δέλφια», διος μ᾿ μς, Κοινωνς χάρη σ Σένα στ «δική μας σάρκα κα στ δικό μας αμα».

στόσο δν σ᾿ φησε ν γεννηθες κι σένα μόνο π πατέρα μόνο π μητέρα, γι ν κρατήσει τ προνόμιο τς μοναδικς γεννήσεως, μοναδικς σ᾿ λα του μονογενής. Ατς εναι στ᾿ ληθιν μοναδικς μόνο π Πατέρα κα μοναδικς μόνο π μητέρα. γιος θάνατος, τ Πανάγιο Πνεμα, πο μ τ δροσι τς θεότητάς Του σ κράτησε σώα π τν θεϊκ φωτιά. Γιατ ατ προέλεγε ανιγματικ βάτος το Μωυσ.

Χαρε, πύλη προβατική, ερώτατε να τς μητέρας το Θεο. Χαρε, πύλη προβατική, προγονικ κατοικία τς βασίλισσας. Χαρε, πύλη προβατική, πο σουν κάποτε μαντρ τν προβάτων το ωακείμ, τώρα ορανομίμητη κκλησία τς λογικς ποίμνης το Χριστο. Πύλη, πο κάποτε μία φορ τ χρόνο δεχόσουν τν γγελο το Θεο, πο ταράσσοντας τ νερό, δινε σ᾿ ναν ρρωστο τ δύναμη κα τν γιάτρευε.

Τώρα χεις στρατις π δυνάμεις γγέλων, πο δοξολογον μαζ μ μς τ Μητέρα το Θεο, τν βυσσο τν θαυμάτων, τ πηγ πο γιατρεύει λους τους νθρώπους. Μητέρα Θεο, πο δέχθηκε χι γγελο πηρέτη, λλ τν γγελο τς μεγάλης βουλς, πο κατέβηκε πάνω στ παλ μαλλ θόρυβα σν φθονη βροχ καλοσύνης, κα ξανάφερε σ᾿ κλόνητη γεία κα σ᾿ γέραστη ζω λη τν ρρωστημένη μας φύση, πο ποτάχθηκε στ φθορά. Χάρη σ᾿ Ατν παράλυτός σου τρεξε πηδώντας σν λάφι.

Χαρε, τίμια προβατικ κολυμβήθρα, χάρη σου ν᾿ αξάνει.

Χαρε, Μαρία, γλυκύτατη Κόρη τς ννας. Σ σένα μ παρασύρει πάλι λαχτάρα τς γάπης. Πς ν᾿ ναπαραστήσω τ λο σεμνότητα βάδισμά σου; Πς τ ντύσιμό σου; Πς τ χαριτωμένο πρόσωπό σου; Τ γεροντικό σου φρόνημα στ νεαρό σου σμα; Σεμν ντύσιμο χωρς πολυτέλεια κα μαλθακότητα. Βμα συγκρατημένο, χωρς βιασύνη κα χωρς νωθρότητα.

Τ σοβαρ φος, πο γλύκαινε κάποια λαρότητα, κρατημένο πάντα μακρι π τος ντρες. Κι πόδειξη φόβος πο δειξες μ τν προσδόκητη προσφώνηση το γγέλου. Πρόθυμη κι πάκουη στος γονες σου· κρατοσες τ πνεμα τς ταπεινώσεως στς πι μεγάλες ποκαλύψεις. Τ λόγια σου καλοσυνάτα βγαιναν π ρεμη ψυχή.

Κα τί χρειάζονται τ πολλ λόγια, ξια ν κατοικήσει μέσα σου Θεός! Μ τ δίκιο τους σ μακαρίζουν λες ο γενεές, σένα τν πι διαλεχτ δόξα τν νθρώπων. Καύχημα τν ερέων, λπίδα τν χριστιανν, στήριγμα βασιλιάδων, πολύκαρπη φυτ τς παρθενίας, γιατ π σένα πλώθηκε πλατι μορφι τς παρθενίας. «π᾿ λες τς γυνακες σ εσαι ελογημένη κι ελογημένος καρπς τς κοιλίας σου». Ελογημένοι εναι σοι σ᾿ ναγνωρίζουν Θεοτόκο, κα μένουν στν κατάρα σοι σ᾿ ρνιονται.

ερ ζευγάρι, ωακεμ κα ννα, δεχτετε π μένα τούτη τν μιλία στ γέννηση τς Μαρίας. Κόρη το ωακεμ κα τς ννας κα Δέσποινά μου, δέξου τ λόγια το μαρτωλο δούλου σου, πο πόθος μως τν καίει κι πόκτησε σένα μοναδικ λπίδα χαρς, προστάτισσα το βίου του. Κα μεσίτριά του κοντ στν Υό σου κα γγύηση γι τ σωτηρία του.

Σκόρπισε πέρα τ βαρ φορτίο τν μαρτιν μου, κα διάλυσε τ σύννεφο, πο μο σκοτίζει τ μυαλ κα τ παχ στρμα τς λης. Σταμάτησε τος πειρασμος κα κυβέρνησε μ᾿ πιτυχία τ ζωή μου, καί, παίρνοντάς με π᾿ τ χέρι, δήγησέ με ψηλ στν οράνια ετυχία, κα στν κόσμο σου δσε δρο τν ερήνη. Κα σ᾿ λους τους κατοίκους τς πόλεώς μας, τέλεια τν χαρ κα τν αώνια σωτηρία, μ τς παρακλήσεις τν γονιν σου κι λων τν νθρώπων τς κκλησίας. ς γίνει τσι! ς γίνει!

«Χαρε Κεχαριτωμένη, Κύριος μαζί σου, ελογημένη σ νάμεσα σ᾿ λες τς γυνακες, κι ελογημένος καρπς τς κοιλίας σου», ησος Χριστός, Υἱὸς το Θεο. Σ᾿ ατν νήκει δόξα μαζ κα στν Πατέρα κα στ γιο Πνεμα στος αἰῶνες τν αώνων. μήν.

 

 

 

 

 

 

 

(Πηγή: imaik.gr)