Περί Φιλαυτίας καί λευθερίας

 

ρχιμανδρίτου Γεωργίου

Καθηγουμένου ερς Μονς σίου Γρηγορίου

 

 

 

πειδή βρισκόμαστε στήν περίοδο τς γίας καί μεγάλης Τεσσαρακοστς διάλεξα ατό τό θέμα, πο δέν θά εναι τόσο μία δική μου διαπραγμάτευσι λλά κυρίως μία παρουσίασι  χωρίων πό τούς γίους Πατέρας μας. Θά παρουσιάσουμε καί θά πομνηματίσουμε κάποια πατερικά χωρία, στε νά εναι γιά λους μας μιλία μου ατή μία μελέτη τν νηπτικν Πατέρων γύρω πό τό τόσο σοβαρό ατό θέμα τς φιλαυτίας καί τς λευθερίας.

              

                

φιλαυτία μητέρα τν παθν

 

λη ατή τήν περίοδο τς Μεγάλης Τεσσαρακοστς λέγεται πολύ γνωστή εχή το γίου φραίμ: «Κύριε καί Δέσποτα τς ζως μου, πνεμα ργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ργολογίας μή μοι δός. Πνεμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, πομονς καί γάπης χάρισέ μοι τ σ δούλ. Ναί Κύριε Βασιλε, δώρησαί μοι το ρν τά μά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν δελφόν μου». Κατά βάθος λα ατά τά ατήματα ποβλέπουν στό νά λευθερωθομε πό τήν φιλαυτία, ποία κατά τούς γίους Πατέρας εναι ρίζα λων τν κακν. 

 

Πρίν προχωρήσω μως στό θέμα, θά θελα νά διαβάσουμε γιά λίγο τήν πολύ χαριτωμένη ρμηνεία το γίου Νικοδήμου το γιορείτου στούς λόγους το ποστόλου Παύλου, στήν Β΄ πρός Τιμόθεον πιστολή, κεφ. γ΄: «σονται γάρ ο νθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, λαζόνες, περήφανοι, βλάσμημοι, γονεσιν πειθες, χάριστοι, νόσιοι, στοργοι, σπονδοι, διάβολοι, κρατες,νήμεροι, φιλάγαθοι, προδόται, προπετες, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μλλον φιλόθεοι». 

 

ς δομε μερικά πό ατά, πς τά ρμηνεύει γιος Νικόδημος γιορείτης, ποος εναι πατερικός ρμηνευτής τς Καινς Διαθήκης: «Εθύς βάλλει πόστολος τό πρτον πάθος πό λα τά πάθη καί τήν πρώτην ρίζαν πού γεννά λα τά κακά, γουν τήν φιλαυτίαν, διατί φυσικ τ τρόπω, πρτον τινάς γαπ τόν αυτόν του καί πειτα διά τόν αυτόν του γαπ καί τούς λλους νθρώπους καί τά λλα το κόσμου πράγματα. 

Εναι  λοιπόν φιλαυτία μία τακτος φιλία το αυτο μας, πό τήν ποίαν νικώμενοι κάμνομεν λα τά κακά καί τά πάθη διά νά θεραπεύσωμεν τόν αυτόν μας καί ποία μς κάμνει νά μή στοχαζώμεθα καί νά θέλωμεν τό καλόν του πλησίον μας λλά μόνον τό δικόν μας, διότι φίλαυτος λέγεται κενος νθρωπος, πού φιλε μόνον τόν αυτόν του, πό τό ποον κολουθε τό νά μή φιλ οτε τόν αυτόν του.

Διότι καθώς κολουθε καί ες τά μέλη το σώματος καί βλάβη το νός μέλους, το φθαλμο θετέον τς χειρός το ποδός διαβαίνει καί ες τά λλα μέλη, καθώς κολουθε ες τήν οκίαν, ες τήν οκοδομήν το οκου καί ταν βγάνη τινάς μίαν πέτραν πό τόν τοχον σείει καί ταράττει καί τάς λλας πέτρας, τσι κολουθε καί ες τήν κκλησίαν τν Χριστιανν καί ποιος πιμελεται μόνον τόν αυτόν του μελε δέ τόν δελφόν του, ατός βλάπτει καί τόν διον αυτόν του”.

Μετά ναφέρεται στό «φιλάργυρον».

Καί συνεχίζει: «Καθώς λοιπόν πό τήν γάπην γεννται κάθε καλόν, τσι καί κ το ναντίου, πό τήν φιλαυτίαν, τήν ναντίαν της γάπης, γεννται κάθε κακόν. Διότι μέν γάπη εναι πλατειά καί ερύχωρος καί ες λους κχέει τάς εεργεσίας της, δέ φιλαυτία στενεύει τό πλάτος τς γάπης καί ες να μόνον νθρωπον συμμαζώνει τάς εεργασίας ατς.

 

«λαζόνες». Ες τούς στερινούς λέγει καιρούς θέλουν εναι ο νθρωποι λαζόνες, γουν ο κομπάζοντες, πώς εναι τν λλων νθρώπων νώτεροι. πό τήν φιλαυτίαν δέ γεννται καί οτος φαρμακερός κλάδος τς λαζονείας. λαζονεύεται γάρ τινάς διατί γαπ τόν αυτόν του καί θέλει νά τόν δοξάση πέρ τούς λλους.

«περήφανοι, βλάσφημοι». λαζονεία ταν προκόψ καί αξήσ γίνεται περηφάνεια, δέ περηφάνεια πάλιν γίνεται βρις καί βλασφημία ες τόν Θεόν. Διατί ταν τινάς λαζονεύεται καί χει τόν αυτόν του νώτερον τν λλων νθρώπων, τότε καί περηφανεύεται, γουν πιγράφει ες τόν αυτόν του λα τά κατορθώματα καί τάς ρετς, τοι νομίζει πς ατός μέ τήν δύναμιν του κατόρθωσε τάς ρετς πού χει καί χι μέ τήν Χάριν καί δύναμιν το Θεο, τοτο δέ νομίζοντας βλασφημε ταλαίπωρος ες τόν Θεόν, πό τόν ποον προέρχεται κάθε ρετή καί κάθε καλόν. Φανερόν δέ εναι τι καί περηφάνεια καί πρός Θεόν βλασφημία προέρχονται πό τήν φιλαυτίαν. 

 

Μετά σχολιάζει το, «γονεσιν πειθες, χάριστοι, νόσιοι, στοργοι, σπονδοι».

Καί καταλήγει: «Βλέπεις, δελφέ, πς τά πάθη καί τά κακά εναι λληλένδετα σάν λυσίδα καί να πό τό λλον γεννται; Καθώς καί κ το ναντίου καί ο ρετές εναι λληλένδετες καί μία πό τήν λλην γεννάται». 

 

Μετά ρμηνεύει το, «διάβολοι» καί λέγει τι «ο νθρωποι  χουν νά γίνουν ες τούς στερινούς καιρούς διάβολοι, γουν κακολογοντες λους τούς νθρώπους καί διαβάλλοντες ατούς, διατί κενος που δέν γνωρίζει νά χ ες τόν αυτόν του κανένα καλόν καί ρετήν, ατός διαβάλλει καί τούς λλους πς εναι τοιοτοι. 

Διατί; Διατί νομίζει πς μέ τοτο προξενε ες τόν αυτόν του κάποιαν παρηγορίαν, διά νά μή φαίνεται πώς ατός μόνον εναι κακός, λλά εναι καί ο λλοι. Βλέπεις γαπητέ τι φιλαυτία εναι ρίζα που γενν καί τάς διαβολάς ες τόν κόσμον;».

Καί προχωρε τσι γιος Νικόδημος καί ξηγε τι πράγματι ρίζα λων τν κακν εναι φιλαυτία. 

 

ς δομε μως τί λέγουν καί ο λλοι γιοι Πατέρες γιά τό θέμα ατό.

γιος σύχιος Πρεσβύτερος, στήν πιστολή του «πρός Θεόδουλον» λέγει: «Δέν πάρχει δυνατώτερο δηλητήριο πό τό δηλητήριο τς σπίδος καί τό βασιλίσκου (μυθικός φις τς φρικής). Καί δέν πάρχει κακία χειρότερη πό τήν φιλαυτία. Παιδιά τς φιλαυτίας πο κινονται μέ ρμή εναι ατοέπαινος μέσα στήν καρδιά, αταρέσκεια γαστριμαργία, πορνεία, κενοδοξία, φθόνος καί κορωνίδα λων, περηφάνεια, ποία γνωρίζει χι μόνον νθρώπους λλά καί γγέλους νά ρίχνη πό τόν Ορανό καί νά τούς ντύν μέ τό σκοτάδι ντί μέ τό φς».

γιος Θαλάσσιος: «Ε θέλεις φέν τν κακιν πολλαγναι, τ μητρί τν κακν, τ φιλαυτί πόταξαι». ν θέλς διά μις νά παλλαγς πό λα τά κακά, νά ποταγς, δηλαδή νά παρνηθς τήν φιλαυτία.

 

 

Ἡ φιλαυτία εἶναι ἐγωκεντρισμός

 

φιλαυτία δέν εναι σωστή γάπη πού φείλομε στόν αυτό μας, λλά εναι ρρωστημένη, γωϊστική, πο χομε πρός τόν αυτό μας. Τό νά γαπμε τόν αυτό μας εναι θέλημα Θεο: «γαπήσεις τόν πλησίον σου ς αυτόν». λλά, τό νά γαπμε ρρωστημένα καί γωϊστικά καί γωκεντρικά τόν αυτό μας εναι φιλαυτία, λογος γάπη το αυτο μας. 

 

γιος Μάξιμος μολογητής λέγει: «ρχή μέν πάντων τν παθν φιλαυτία, τέλος δέ περηφανία. Φιλαυτία δέ στιν πρός τό σμα λογος φιλία, ταύτην κκόψας, συνέκοψε πάντα τά πάθη τά ξ ατς». Πράγματι φίλαυτος ποφεύγει τήν σωματική σκησι, γιά νά μή κουράσ ταλαιπωρήσ τό σμα του.

Καί γιος Θαλάσσιος πάλι λέγει: «Προηγεται μέν πάντων τν παθν φιλαυτία, πεται δέ πάντων σχατον περηφανία».

ταν κανείς κατορθώσ καί ποβάλ τήν φιλαυτία, λα τά κακά ποβάλλονται, γιατί πως επαμε  φιλαυτία εναι ρίζα λων τν κακν. « τήν μητέρα τν παθν ποβαλών φιλαυτίαν, καί τά λοιπά εχερς, σύν Θε, ποτίθεται, οον ργήν, λύπην, μνησικακίαν καί τά ξς. δέ πό το πρώτου κρατούμενος, πό το δευτέρου, κν μή θέλ, τιτρώσκεται». Ατός μως πού κρατεται πό τήν φιλαυτία, καί χωρίς νά τό θέλ πληγώνεται καί πό τά λλα πάθη. 

 

πό τήν φιλαυτία γενννται, κατά τόν γιο Μάξιμο, καί λοι ο μπαθες λογισμοί. « φιλαυτία, ς πολλάκις ερηται, πάντων τν μπαθν λογισμν ατία καθίσταται. κ γάρ ταύτης γενννται ο τρες γενικώτατοι τς πιθυμίας λογισμοί, τς γαστριμαργίας καί τς φιλαργυρίας καί τς κενοδοξίας, κ δέ τς γαστριμαργίας, γεννται τς πορνείας, κ δέ τς κενοδοξίας, τς περηφανίας, ο δέ λοιποί πάντες, κάστ τν τριν κολουθούσιν, τε τς ργς καί τς λύπης καί τς μνησικακίας καί φθόνου καί καταλαλις καί ο λοιποί».

Γιά τούς λογισμούς τν κακν πιθυμιν λέγει πάλι γιος Θαλάσσιος τι προέρχονται πό τήν φιλαυτία: «Ο τρες γενικώτατοι τς πιθυμίας λογισμοί, κ το πάθους τς φιλαυτίας τήν γέννησιν χουσιν. Νοες πάντως τούς τε τς γαστριμαργίας καί τς κενοδοξίας καί τς φιλαργυρίας λογισμούς, ος πονται πάντες ο μπαθες λογισμοί…».

 

Μέ τήν φιλαυτία προσέβαλε διάβολος τόν νθρωπο καί τόν χώρισε πό τόν Θεό καί πό τόν συνάνθρωπό του. Λέγει πάλι γιος Μάξιμος: «Πρέπει νά γνωρίζωμε τι διάβολος μέ δόλο καί μέ κακότητα χρησιμοποιώντας ς ργανο τήν φιλαυτία, φο μς ξαπάτησε προσβάλοντάς μας μέ τήν δονή, μς χώρισε πό τόν Θεό καί μεταξύ μας». Λέγει ραα γιος Μάξιμος: «Μή σο ατάρεσκος καί οκ ση μισάδελφος καί μή σο φίλαυτος καί ση φιλόθεος». Δηλαδή, μήν εσαι ατάρεσκος καί δέν θά μισς τόν δελφό σου, καί μήν εσαι φίλαυτος καί θά γαπς τόν Θεό. 

 

πό σα επαμε καταλαβαίνουμε τι φιλαυτία εναι νας γωκεντρισμός: νά προτιμς τά δικά σου θελήματα καί νοήματα πό τά θελήματα καί νοήματα το Θεο. Λέγει γιος ερομάρτυς Πέτρος Δαμασκηνός, νας πό τούς Πατέρας τς Φιλοκαλίας: «Ατη δέ στιν ρχή τς σωτηρίας, τουτ’ στι, τό καταλεψαι τά δια θελήματα καί νοήματα νθρωπος, καί ποισαι τά το Θεο νοήματά τε καί θελήματα». 

ταν νθρωπος φήσ τά δικά του θελήματα καί ρχίσ νά δέχεται στήν ζωή του καί νά κάν τά θελήματα καί νοήματα το Θεο, τότε ξεπερνάει τήν φιλαυτία του. Λέγει: «πολλοί δίκαιοι ερέθησαν πρό το νόμου καί ν τ νόμ καί μετά τόν νόμον». Καί ατοί σαν δίκαιοι. Γιατί; Διότι «προετίμησαν τήν γνσιν το Θεο καί τό θέλημα Ατο, τν οκείων νοημάτων τε καί θελημάτων». πό τά δικά τους θελήματα, προτίμησαν τό θέλημα το Θεο

 

 

Ἡ φιλαυτία μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς ἀδελφούς μας

 

φιλαυτία εναι κείνη πο μς μποδίζει νά γαπομε τόν Θεό ληθινά καί νά γαπομε καί τόν συνάνθρωπό μας. Λέγει πάλι σιος Πέτρος Δαμασκηνός: «πειδή άν τις τήν αυτο ψυχήν φιλε, οκ γαπ ξ λης ψυχς τόν Θεόν, λλ’ ξ μισείας» , δηλαδή, ποιος γαπ μέ φιλαυτία τόν αυτό του, δέν μπορε νά γαπήσ λοκληρωτικά τόν Θεό, λλά τόν γαπ κατά τό μισυ, «ε δέ αυτούς καί λλα ναρίθμητα γαπμεν, πς τόν Θεόν γαπν δυνάμεθα τολμμεν τοτο επεν;» . 

Καί ταν, λέει, γαπμε τόν αυτό μας καί χουμε προσκολληθ καί σέ τόσα λλα μάταια πράγματα, πς μπορομε τολμομε νά πομε τι γαπμε ληθινά τόν Θεόν; «ν τήν πρόσκαιρον ζωήν, τάχα δέ καί τήν μέλλουσαν μή πέρ το πλησίον ποβαλώμεθα, ς Μωυσς καί πόστολος, πς λέγομεν γαπν ατόν;». 

Ατός εναι νας φοβερός λόγος. άν, λέγει, δέν εμεθα πρόθυμοι νά θυσιάσωμε χάριν το πλησίον χι μόνον τήν παροσα ζωή λλά καί τήν μέλλουσα ζωή, πς μπορομε νά πομε τι γαπμε τόν πλησίον; «Διότι μέν (Μωϋσς) φη περί το λαο πρός τόν Θεόν, ε μέν φήσεις ατος τά πταίσματα, φες», δηλαδή, άν εναι νά συγχωρήσς καί τόν λαό, συγχώρησέ τον, «εδ’ ον», άν μως χι, «καί μέ ξάλειψον κ τς βίβλου τς ζως ς γραψας», δηλαδή, σβσε καί μένα πό τό βιβλίο τς ζως. 

« δέ πόστολος φησίν ( πόστολος Παύλος), νάθεμα εναι πό Χριστο, καί τά ξς, ηχετο γάρ τήν αυτο πώλειαν γενέσθαι, να λλοι σωθσι, καί τατα ο ζητοντες ατόν ποκτεναι, οτινες εσιν σραηλται». Καί πόστολος Παλος τί κανε; Ηχετο νά γίν νάθεμα ατός πό τόν Χριστό, γιά νά σωθον ο σραηλται. Ποιοί σραηλται;  κενοι πού ζητοσαν νά τόν ποκτείνουν. 

«Τοιαται ψυχαί εσιν α τν γίων», ατές εναι ο ψυχές τν γίων, «τούς χθρούς πέρ αυτούς φιλοσιν», γαπον τούς χθρούς των περισσότερο πό τόν αυτό τους, «στε ν τ νν αἰῶνι καί ν τ μέλλοντι προτιμσι τόν πλησίον ν πσι, κν σως χθρός ατν κ κακς προαιρέσεως πάρχ». χουν τόση γάπη, στε νά προτιμον τήν σωτηρία το πλησίον καί σ’ ατή τήν ζωή καί στήν λλη, στω κι ν εναι χθρός τους κ προαιρέσεως. Ατό εναι τό φοβερό μυστήριο τς γάπης τν γίων, πο μες πολύ βέβαια δυσκολευόμαστε νά τό καταλάβουμε.

 

ντίθετος τς φιλαυτίας εναι φιλοθεΐα καί φιλαδελφία. Κατά τόν σιο Πέτρο τόν Δαμασκηνό, « φρων φίλαυτός στι καί ο δύναται φιλάδελφος εναι, οδέ φιλόθεος». Δέν μπορε νά εναι κανείς φίλαυτος καί συγχρόνως φιλάδελφος καί φιλόθεος. ταν εναι φίλαυτος, δέν θά εναι οτε φιλάδελφος οτε φιλόθεος. 

ταν πάλι εναι φιλόθεος καί φιλάδελφος, δέν θά εναι φίλαυτος. Καί νθρωπος πο εναι φίλαυτος, «οτε γκράτειαν τν δονν, τοι τν θελημάτων τν ρεσκόντων ατ χει», βλέπετε δέν χει γκράτεια πό τίς δονές, «οτε πομονήν τν δυνηρν», καί λλειψις τς πομονς εναι δεγμα φιλαυτίας, «λλά ποτέ μέν πιτυγχάνοντι το δίου θελήματος, αξεται ν ατ δονή καί παρσις, «ταν πιτυγχάνη, λέει, τό γωϊστικό του θέλημα, αξάνει μέσα του δονική διάθεσις καί παρσις, ποτέ δέ ποτυχών», ταν δέ ποτυγχάν, «καί πέρ τς τούτου δύνης τυραννούμενος», δηλαδή τυραννεται πό μία δύνη, διότι ποτυγχάνει,  «ρχεται ες μικροψυχίαν καί πνιγμόν τς ψυχς, τις στίν ρραβών τς γεέννης». 

Δηλαδή, κενος πού δέν μπορε νά κανοποιήσ τά πάθη του, ρχεται σέ μικροψυχία, σέ δειλία ψυχική καί πνιγμό τς ψυχς, σάν νά πνίγεται ψυχή του, καί ατή κατάστασις πο ζ εναι ρραβών τς κολάσεως, εναι κόλασις πρό τς κολάσεως. Εναι ξιοπρόσεκτο πς ο Πατέρες μελέτησαν καί γνωρίζουν τήν ψυχολογία το πεπτωκότος νθρώπου! 

 

φίλαυτος εναι διάφορος πέναντι τν συνανθρώπων του. Λέγει Μ.Βασίλειος στούς «ρους κατ’ πιτομήν»: «Φίλαυτος ον στιν αυτόν δθεν φιλν». Πράγματι, κατά βάθος φιλαυτία εναι ψευδοαγάπη το αυτο μας, δέν εναι ληθινή γάπη, διότι φίλαυτος τελικά δικε καί τόν αυτό του. Χαρακτηριστικό, πως επαμε, το φιλαύτου νθρώπου εναι τι δέν θέλει νά θυσιάσ τίποτε πό τόν αυτό του χάριν τς ναπαύσεως το συνανθρώπου του. Τό λέγει Μ.Βασίλειος: «Διότι τό νά παραλείψ χάριν τς ναπαύσεως το αυτο του κάτι πο χει νάγκη δελφός, ετε ψυχικό ετε σωματικό, φανερώνει καί στούς λλους τήν κακία τς φιλαυτίας, τς ποίας τό τέλος εναι πώλεια».

 

λλά καί καταλαλιά καί συκοφαντία καί κατάκρισης καί ατά εναι ποτελέσματα τς φιλαυτίας. «Ε γάρ τις τά αυτο κακά το τς φιλαυτίας περικαλύμματος νακαλύψας, θεάσαιτο κριβς, οδενός λοιπόν λλου τν ν τ βίω φροντίδα ποιήσεται, λογιζόμενος μηδέ πρός τό οκεον πένθος ξαρκεν ατ τόν αυτο χρόνον, κν κατόν τη ζήσειε, κν τόν ορδάνην ποταμόν λον δάκρυον κ τν ατο φθαλμν δοι κπορευόμενον», λέγει γιος ωάννης τς Κλίμακος.

 

Ατός ποος ξεσκέπασε πό τήν ψυχή του τήν φιλαυτία καί εδε σωστά τόν αυτό του δέν θά κατακρίν ποτέ τούς λλους οτε σχολεται μέ τούς λλους, διότι ξέρει τι καί κατό χρόνια νά ζήσ ν μετανοία, καί λον τόν ορδάνη ποταμό νά χύσ σέ δάκρυα, δέν το φθάνουν γιά νά ξαλείψ τά δικά του μαρτήματα. ρα πς θά κατακρίν τόν λλον;

 

 ν μως χ τήν φιλαυτία, δέν μπορε νά δ τήν δική του σθένεια, βλέπει τίς σθένειες τν λλων.     

 

 

Ἡ φιλαυτία φέρει τήν ὀκνηρία στόν πνευματικό ἀγῶνα, τήν ὀλιγοπιστία καί τήν πλάνη

 

λλο ποτέλεσμα τς φιλαυτίας εναι τι προκαλε κνηρία στόν πνευματικό γώνα. Εδατε; Πολλές φορές δέν χομε διάθεσι νά γωνισθομε, δέν χομε διάθεση νά προσευχηθομε, νά σταθομε στήν κκλησία, νά κάνουμε τά πνευματικά μας καθήκοντα.

Τς φιλαυτίας εναι καί ατό. κοτε τί ραα τό λέγει γιος Γρηγόριος Σιναΐτης, κατά μετάφρασι το γίου Νικοδήμου: «Κανένα πργμα δέν κάνει τόσο παραλελυμένην, κνηρήν καί πεπωρωμένην καί νόητον τήν ψυχήν το ναρέτου, σάν τήν φιλαυτίαν, γουν τήν λογον φιλίαν το αυτο μας, ποία εναι μητέρα καί ατία καί τροφός τν παθν, διατί ατή προτιμ περισσότερον πό τούς κόπους τς ρετς τήν νάπαυσιν το σώματος καί νομίζει διά γνσιν τό νά γιαίνη τό κορμί, πάρεξ νά κοπιάζ ες τά ργα τς ρετς θεληματικς, καί μάλιστα ες τούς λίγους καί ελόγους δρτας τν ντολν, καί μέ τοτον τόν τρόπον προξενε μεγάλην κνηρίαν καί δυναμίαν ες τήν ψυχήν το συχαστο καί δυναμώνει τήν παραλυσίαν ες τά ργα τς σκήσεως τόσον, πού τόν κάνει επολέμητον».

λλά καί πιστία καί λιγοπιστία καί πλάνη, καί ατά ποτελέσματα τς φιλαυτίας εναι: «Κυρίως σοι εναι πράγματι σαρκικοί νθρωποι καί πιθυμον τήν φιλαυτία, εναι πάντοτε δολοι τς δονς καί τς κενοδοξίας, σ’ ατούς εναι ριζωμένος φθόνος…καί δέν δέχονται οτε πιστεύουν τά το γίου Πνεύματος, οτε μπορον νά δον νά γνωρίσουν τόν Θεό λόγω λιγοπιστίας».

Οτε τόν Θεόν λοιπόν μπορον νά δεχτον, φο χουν τόν αυτό τους γιά Θεό. Μπορε φίλαυτος νά πιστεύ στόν Θεό ελικρινά, άν χ τόν αυτό του γιά Θεό; Καί ατό δέν εναι πο χομε πάθει σήμερα; Ατή ατονομία, πο εναι καί νθρωποκεντρισμός καί ομανισμός, πο εναι τό πνεμα το αἰῶνος τούτου, δ δέν χουν τήν ρίζα τους; Στό τι νθρωπος κάνει τόν αυτό το θεό;   

 

Ἡ φιλαυτία εἶναι νέκρωσις τῆς θείας ζωῆς καί ὄχημα τοῦ διαβόλου

 

Καί προχωρον ο γιοι Πατέρες. φιλαυτία εναι νέκρωσις τς θείας ζως. γιος Μάξιμος μολογητής λέγει: «Φοβερόν ντως καί πάσης κατακρίσεως περέκεινα, τό, τήν δοθεσαν μίν παρά Θεο κατά τήν δωρεάν το γίου Πνεύματος, κουσίως νεκρσαι ζωήν, διά τς πρός τά φθειρόμενα γάπης, καί σασι πάντως τοτον τόν φόβον, ο τήν λήθειαν τς φιλαυτίας προτιμν μελετήσαντες».

Φοβερό πράγμα! Τήν θεία ζωή, πού μς δωσε Θεός δωρεάν, μες κουσίως νά τήν νεκρώνουμε διά τς γάπης τν φθειρομένων πραγμάτων πού εναι ποτέλεσμα τς φιλαυτίας. Βλέπετε λοιπόν; Φιλαυτία εναι κούσιος νέκρωσις τς ν μίν θείας ζως, πού εναι δωρεά το γίου Πνεύματος.

 

Χωρίς τήν φιλαυτία διάβολος δέν μπορε νά βλάψ τόν νθρωπο. Τό παραθυράκι πού νοίγομε καί μπαίνει διάβολος καί μς βλάπτει εναι φιλαυτία. που δέν πάρχει φιλαυτία, διάβολος δέν χει καμία ξουσία. Δία τς φιλαυτίας εσέρχεται καί μς πειράζει. Λέγει γιος Νικόδημος: «άν δέ σύ κολακεύς καί γαπς τόν αυτό σου τακτως, καί ξω πό κενο που το πρέπει, λλοίμονον ες σέ. 

σύ τσι δέν θέλεις δυνηθ οτε νά κοπιάσς, οτε νά θλιβς, οτε νά κακοπάθησς, οτε πειρασμόν νά πομείνης, οτε νά ποταχθς μέχρι θανάτου ες τό θέλημα καί ες τάς ντολάς το Κυρίου, καθώς παιτε τό πάγγελμα το Χριστιανο, καί πλς επεν, σύ άν σαι φίλαυτος καί γαπς τόν αυτόν σου, μισες τή ληθεία τόν αυτόν σου, καί θέλεις πολέσει ατόν, άν δέ μισς τόν αυτόν σου, γαπς τή λήθεια τόν αυτόν σου καί θέλεις σώσει ατόν, καθώς επεν Κύριος “ φιλν τήν ψυχήν ατο, πολέσει ατήν, καί μισν τήν ψυχήν ατο ν τ κόσμ τούτω, ες ζωήν αώνιον φυλάξει ατήν”.

Διά τοτο λοι ο θεοι Πατέρες συμφώνως λέγουσιν, τι φιλαυτία εναι ρίζα καί πηγή λων μο τν κακιν καί τν παθν, καί χωρίς ατήν μόνος διάβολος δέν δύναται νά βλάψ τόν νθρωπον οδέ τό παραμικρόν…». 

ταν νθρωπος κυριευθ πό τήν φιλαυτίαν, χωρίζεται πό τόν Θεό, καί τότε πολύ συχνά καταντ «ες πόγνωσιν καί τελείαν πώλειαν καί κπτωσιν πό Θεο καί μοίωσιν τν δαιμόνων». Δηλαδή, μέ τήν φιλαυτία νθρωπος ντί νά γίν καθ’ μοίωσιν το Θεο, γίνεται καθ’ μοίωσιν τν διαμόνων. Διότι ατή φιλαυτία ταν πού γκρέμισε καί τούς γγέλους καί τούς κανε δαίμονες.

 

 

Ἡ ὑπέρβασις τῆς φιλαυτίας

 

πό σα λοιπόν επαμε εναι φανερό τι φιλαυτία εναι ρρώστια μας, πό τήν ποία άν δέν θεραπευθομε, δέν μπορομε νά γιάνουμε πνευματικά, οτε μπορομε νά νωθομε μέ τόν Θεό, οτε νά προχωρήσουμε στήν θέωσι, πού εναι σκοπός τς ζως μας. ρα λοιπόν, περιεχόμενο το γνος το ρθοδόξου Χριστιανο πρέπει νά εναι πέρβασις τς φιλαυτίας, πς θά γωνισθομε κατά τς φιλαυτίας. 

Γι’ ατό λλωστε πάρχει ελογημένη σκησις στήν κκλησία μας, γιά νά λευθερωθομε πό ατή τήν ρρώστια, καί λευθερούμενοι νά μπορέσουμε νά προσφερθομε στόν Θεό καί νά παύσουμε νά εμαστε φίλαυτοι, νά γίνουμε φιλόθεοι καί φιλάδελφοι. Γι’ ατό κκλησία μας χει καί ατές τίς περιόδους, πως εναι τώρα περίοδος τς γίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστς. 

λος γώνας τς Σαρακοστς, μέ τήν νηστεία, μέ τίς μετάνοιες, μέ τίς μακρές προσευχές, μέ τίς ρθοστασίες, μέ τίς γρυπνίες, λα κε ποβλέπουν, πώς θά μπορέσουμε σιγά-σιγά νά ξεπεράσουμε τήν φιλαυτία καί νά φθάσουμε τήν φιλοθεα καί τήν φιλαδελφία. κκλησία μας, πειδή εναι στοργική μητέρα, μς παιδαγωγε.
Καί ν προσέξουμε τά γράμματα πού διαβάζουμε τώρα στήν κκλησία, λλά καί λη τήν σκητική παράδοσι τς κκλησίας μας, κατά βάθος εναι μία γωγή πού δίνει κκλησία στά παιδιά της, νά ξεπεράσουν τήν φιλαυτία. 

Καί ατό τό πνεμα τς σκήσεως κατά τς φιλαυτίας εχε καί χει νστερνισθ ρθόδοξος λαός μας. Τό βλέπουμε ατό μέσα πό τίς παραδόσεις το λαο μας, μέσα πό τήν κκλησιαστική ζωή του. 

 

Βέβαια σήμερα τά χάνουμε ατά σιγά-σιγά, γιατί κκοσμικευόμεθα, λλά σο λαός μας ταν ρθόδοξος τά κρατοσε. Δέν ξέρω, ν θυμστε, στά γραπτά το Μακρυγιάννη ναφέρεται, πς το μαθαν ο γονες του «πό νο χρονο παιδί» νά κάν μετάνοιες. Το λεγαν: «Κάνε μετάνοιες νά πιάσς περδικόπουλα». 

Καί κενος κανε μετάνοιες, γιά νά πιάσ τά περδικόπουλα. Το τά φερναν ο γονες του καί το λεγαν: «Γιά, καμες μετάνοιες καί τπιασες». Καί τσι σιγά-σιγά μαθε νά κάν μετάνοιες. Καί φτασε νά λέ μετά, τι πρχε μέρα πού κανε καί τρες χιλιάδες μετάνοιες. ν ταν πληγωμένος στό σμα του, μεγάλος πιά, φθασε νά κάν καί τρες χιλιάδες μετάνοιες. λλοτε γιά νά εχαριστήσ τόν Θεό, λλοτε νά τόν παρακαλέση γιά τό Γένος, πού περνοσε μεγάλες δυσκολίες. Φαίνεται στήν ζωή το Μακρυγιάννη ατό τό σκητικό πνεμα πού τόν διέκρινε.

 

Τό διο καί γιος Κοσμς Ατωλός. ν προσέξουμε, θά δομε τι τό κήρυγμά του εναι μία πρόσκλησι τν νθρώπων νά ξεπεράσουν τήν φιλαυτία, νά ζήσουν τήν σκητική ζωή τς κκλησίας, μέσα στήν ποία νικται φιλαυτία.

Πρέπει βέβαια νά τονίσουμε, τι φιλαυτία δέν εναι κάτι πού θά νικηθ πό τήν μία ρα στήν λλη. Εναι τόσο βαθειά ρρώστια ατή ριζωμένη μέσα μας, πως ξέρουμε λοι πό τόν αυτό μας, στε πρέπει σέ λη τήν ζωή μας νά γωνιζόμαστε κατά τς φιλαυτίας. Δέν μπορε νά π κανείς τι “τώρα ξεπέρασα τήν φιλαυτία καί εμαι φιλόθεος καί φιλάδελφος”. Ο ρίζες εναι πολλές μέσα μας. Σάν τήν λερναία δρα εναι. να κεφάλι κόβουμε, δέκα βγαίνουν.

 

Γι’ ατό λοιπόν θέλει συνεχ γνα. λλωστε λη ζωή μέσα στήν κκλησία δέν μς βοηθάει στό θέμα ατό; Τά για Μυστήρια, ο προσευχές, ο Λειτουργίες, ατή προσευχή, τό «Κύριε ησο Χριστέ», πού λέμε στο γιον ρος, καί θά λέτε σφαλς καί σες δ, δέν εναι νας συνέχης γώνας νά βγομε πό τό γωκεντρικό καί φίλαυτο κλείσιμο στόν αυτό μας καί νά νοιχθομε πρός τόν Θεό καί τούς δελφούς μας;

 

σο πιό πολύ μειώνεται φιλαυτία μέσα του, τόσο πιό πολύ λεύθερος ασθάνεται νθρωπος καί νώνεται μέ τόν Χριστό. Ο γωνιζόμενοι Χριστιανοί χουν τήν μπειρία, τι σο περισσότερο νοίγονται στόν Θεό, τόσο περισσότερο Θεός ρχεται μέσα τους. Καί ατό, γιατί Θεός σέβεται τήν λευθερία μας. 

σο εμαστε γεμάτοι μέ τόν αυτό μας καί μέ τήν φιλαυτία μας, πς θά μπ Θεός; Δέν χει χρο νά μπ. Πρέπει νά δειάσουμε, γιά νά μπε Θεός. Καί μέ ατό τόν γνα, νά δειάσουμε πό τά θελήματά μας καί πό τά νοήματά μας, πως λέγει γιος Πέτρος Δαμασκηνός, πό τήν αταρέσκειά μας, πό τήν ατάρκειά μας, πό τήν ατοπεποίθησί μας, πό τήν ατοεμπιστοσύνη μας, καί νά παραδοθομε στόν Θεό, ρχεται Θεός μέσα μας. 

 

Μία μοναχή μο ξομολογήθηκε, τι κάποτε Γερόντισσά της, στήν ποία κανε λόθυμη καί διάκριτη πακοή, τς επε: “παιδί μου, μέ τήν πακοή σου μέ ναπαύεις”. Καί, τήν στιγμή πού τς επε ατό Γερόντισσα, ασθάνθηκε τι λος Θεός μπκε μέσα της. Ατό ταν μπειρία. Βλέπετε; Εχε δειάσει λο τόν αυτό της, λο τό θέλημά της τό τομικό καί λος Θεός μπκε μέσα της.

Τό διο γινε καί μέ να ργάτη χωρικό, πό να χωρίο κοντά στό γιον ρος, ποος ργαζόταν στό μοναστήρι μας ς λοτόμος. Κάποτε λοιπόν, πού περνοσα πό τό δάσος τς Μονς, μέ χαιρέτησε καί μο επε: «Κάτσε, Γέροντα, νά σο π να μεγάλο θαμα πού μο καναν ο γιοι Τεσσαράκοντα, νά δς πόσο θαυματουργοί εναι ο γιοι Τεσσαράκοντα.

Πονοσε τό πόδι μου χρόνια. Πήγαινα στούς γιατρούς, στά νοσοκομεα, λλά τίποτα δέν μο κάνανε. Καί γώ, πειδή γαπ πολύ τους γίους Τεσσαράκοντα, πγα στήν πανήγυρί τους, στήν κκλησία το χωριο μου. κε ταν πολύς κόσμος, γεμάτη κκλησία. Μόλις φθασα στήν κκλησία, ρχίζει νά μο πον πολύ τό πόδι. 

Τότε λοιπόν σκέφθηκα νά βγ ξω πό τήν κκλησία νά ξεκουράσω τό πόδι μου. λλά μο επε λογισμός: “ ούδας φησε τήν θεία Εχαριστία καί βγκε ξω. ούδας θά γίνης καί σύ;” “ Θά μείνς μέσα, κι ς πονς”. Μετά πό λίγο πονοσα πιό πολύ καί σκέφθηκα νά καθήσω σέ μία καρέκλα νά ξεκουράσω τό πόδι μου. 

Τότε μως ντίκρυσα τήν εκόνα τν  γίων Τεσσαράκοντα, τούς εδα νά παγώνουν μέσα στήν λίμνη καί επα στόν αυτό μου: “Ατοί καναν τόση πομονή καί πάγωσαν γιά τόν Χριστό, καί σύ δέν μπορες νά σταθς ρθιος;” “Θά σταθς ρθιος κι ς πεθάνης”. 

κείνη τήν ρα πού επα ατό, ρθε να ρεμα, μέ περιέλουσε πό τό κεφάλι καί πέρασε σ’λο τό σμα μου μέχρι τό πονεμένο πόδι μου. πό τότε γινα καλά καί δέν ξαναπόνεσα. Βλέπετε, Γέροντα, πόσο θαυματουργοί εναι ο γιοι Τεσσαράκοντα;» Ατός δέν εχε καμμία ασθησι τι κανε κάτι ξιόμισθο. Πίστευε τι ταν θαμα τν γίων Τεσσαράκοντα.

μως βλέπουμε, πότε γινε τό θαμα καί πότε ρθε Θεός μέσα του;  ταν διος δειασε τελείως πό τόν αυτό του καί πό τήν φιλαυτία του καί ποφάσισε νά πεθάν χάριν τς γάπης πρός τόν Θεό.    

 

 

 Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία

 

τσι λοιπόν νθρωπος φθάνει ατήν τήν λευθερία καί νώνεται μέ τόν Χριστό. νωμένος μέ τόν Χριστό συμμετέχει στήν λευθερία το Θεο. Δέν εναι πλς λεύθερος, λλά εναι μέτοχος τς λευθερίας το Θεο. Διότι, ταν νθρωπος ζητ τήν λευθερία στόν αυτό του καί χι στόν Θεό –πού ατό κατά βάθος δέν εναι λευθερία, εναι φιλαυτία-, δέν δηγεται τελικά σ΄ατό πού λαχταρ διά τς λευθερίας, λλά στόν θάνατο τς λευθερίας του. ν νομίζει τι εναι λεύθερος, τελικά ποδουλώνεται στόν αυτό του, σέ μία δυναστεία το αυτο του νευ προηγουμένου.

 

Γιά μς λοιπόν τούς Χριστιανούς λευθερία μας ποτέ δέν μπορε νά περιοριστ στό κτιστό, γιατί τό κτιστό εναι φθαρτό, εναι θνητό καί μία λευθερία πού εναι φθαρτή καί θνητή δέν εναι ληθινή λευθερία. Πηγή τς λευθερίας μας εναι κτιστη λευθερία το Θεο. Καί ταν δική μας κτιστή λευθερία συναντ καί νώνεται μέ τήν κτιστη λευθερία το Θεο καί μετέχει στήν κτιστη λευθερία το Θεο, τότε πραγματικά ξασφαλίζεται καί δικαιώνεται. λλωστε τό επε Κύριος: «Γνώσεσθε τήν λήθειαν, καί λήθεια λευθερώσει μς» καί «γώ εμι λήθεια».

ρα λοιπόν ταν γνωρίσουμε τήν λήθεια, τόν Χριστό, τότε γνωρίζουμε καί τήν ληθινή λευθερία. νωσίς μας πάλι μέ τόν Χριστό, ποος εναι καί ληθινή λευθερία, γίνεται μέσα στήν κκλησία. Γι’ατό καί κκλησία εναι χρος λευθερίας.

 

Θυμμαι να γεροντάκι, μοναχό τς Μονς μας, τόν π. Αξέντιο, ποος κοιμήθη πρό τν, καί ποος ταν πολύ νάρετος. σοι ξιωθήκαμε νά τόν γνωρίσουμε, μπορομε νά διαβεβαιώσουμε τι ξεπλήρωσε λες τίς ντολές το Θεο. Δέν θυμόμαστε νά παρέβη κάποια ντολή το Θεο, οτε καί καμμία ποχρέωσι το μοναχικο σχήματος. Λοιπόν, ταν γέρασε πολύ καί δέν μποροσε νά στηριχθ στά πόδια του, το λεγαν ο δελφοί: “Πάτερ Αξέντιε, μή πηγαίνης στήν κκλησία. Τώρα πιά εσαι γεροντάκι, κουράζεσαι”. Καί παντοσε π. Αξέντιος: “Δέν εναι κατά Θεόν. Στήν κκλησία ασθάνομαι λευθερία”.

Εχε μία παρξιακή μπειρία π.Αξέντιος, πως καί σέ πολλά λλα πράγματα, λλά καί σ΄ατό πού λέμε δ, το μυστηρίου τς λευθερίας. τι λευθερία δέν εναι ξω πό τήν κκλησία, εναι μέσα στήν κκλησία, «που τό Πνεμα Κυρίου, κε και λευθερία». Θεός χαρίζει τήν λευθερία Του ς δρο. Στήν κκλησία του καινοποιε τά πάντα. Μέσα στην κκλησία χει νικηθ φθορά, μαρτία, θάνατος. Βασιλεύει Χριστός, καί ρα μόνο μέσα στήν κκλησία πάρχει καινή ζωή το Χριστο, πού εναι καί ληθινή λευθερία. Καί ατό τό ζοσε π. Αξέντιος. 

 

ν Χριστ λευθερία δέν εναι τομική νεξαρτησία, λλά γάπη καί κοινωνία προσώπων. Εναι λάθος νά ταυτίζουμε τήν ν Χριστ λευθερία μέ τά τομικά δικαιώματα τήν τομική νεξαρτησία. τομική νεξαρτησία, πού ποκόπτει τόν να πό τόν λλο, εναι θάνατος τς λευθερίας. λευθερία μας πάντοτε εναι σέ συνάρτησι μέ τόν Τριαδικό Θεό, μέ τά πρόσωπα τς γίας Τριάδος, καί τά πρόσωπα τν δελφν μας. Στήν κοινωνία τς γάπης. Γι’ατό καί μπορομε νά πομε τι λευθερία καί γάπη εναι συνώνυμα. Τήν ρα πού γαπς εσαι λεύθερος. Περιεχόμενο τς λευθερίας εναι γάπη. Εμαι λεύθερος, ταν γαπ, χι ταν κανοποι τόν γωϊσμό μου. Καί ατό νομίζω τι εναι τό λάθος πού γίνεται σήμερα: τι λευθερία περιορίζεται, δέν τοποθετεται στήν γάπη.

 

τσι νεργον σοι προσπαθον νά δικαιώσουν π.χ. τίς μβλώσεις. Δέν ξέρω, ν κούσατε ατό πού παιτον ο φεμινίστριες: “τό σμα μας μς νήκει”. Δηλαδή λευθερία εναι γωϊστική μου κανοποίησις. Δέν εναι γάπη, δέν εναι προσφορά, δέν εναι θυσία. Εμαι λεύθερος, ταν κάνω ατό πού κανοποιε τόν γωϊσμό μου. Καί χι εμαι λεύθερος, ταν κάνω ατό πού παιτε γάπη καί θέλει Θεός. Διότι Θεός θέλει ατό πού θέλει γάπη. Καί τελικά βλέπομε τι, ν τόσος λόγος γίνεται γιά τομικά δικαιώματα καί γιά λευθερία, σο πμε ποδουλωνόμαστε περισσότερο, καί στά πάθη μας καί γενικά σέ δομές ζως, ο ποες κάθε λλο παρά λευθερώνουν τόν νθρωπο.

Θά ναφέρωμε κάποια γνωρίσματα τς ν Χριστ λευθερίας το νθρώπου.

 

α) λευθερία πό τό σαρκικό φρόνημα.

 

νθρωπος μέσα στήν κκλησία μέ τήν Χάρι το Θεο καί τόν γνα του λευθερώνεται πό τό σαρκικό του φρόνημα. γωνίζεται νά μή τόν κυριεύ τό σαρκικό του φρόνημα. Καί κε ποβλέπει γκράτεια τν Χριστιανν, συζυγική πίστις τν γγάμων καί παρθενία τν μοναχν. Νά λευθερωθον κόμη καί πό ατή τήν ναγκαιότητα, πού πιβάλλει τό γενετήσιο νστικτο. Εναι χάρις το Θεο ατό. Εναι μως καί λευθερία γιά τόν νθρωπο. ν, βλέπετε, σήμερα στήν ποχή μας, πόσο τό νστικτο ατό χει θεοποιηθ πό τούς νθρώπους καί πόσο ποδουλωμένοι εναι ο νθρωποι σ΄ατό, χωρίς νά μπορον τελικά καί νά τό χαρον, διότι τό ζον μέσα στόν γωϊσμό, καί φυσικά μέσα στόν γωϊσμό νθρωπος δέν μπορε νά χαρ τίποτε. ν κκλησία χει τό μυστήριο το Γάμου –καί εδατε τί ραες εχές χει κολουθία το Γάμου-, που γάπη καί προσφορά το νός νθρώπου στόν λλο, καταξιώνει καί ναπαύει τούς συζύγους.

 

β) λευθερία πό τήν φυσική ναγκαιότητα.

 

Ο ν Χριστ λεύθεροι νθρωποι δέν πιέζονται πό τήν φυσική ναγκαιότητα.

Ατό τό πρόσεξα φέτος διαίτερα στό Τριήμερο. Στό  γιον ρος, πως ξέρετε, ο Πατέρες, σοι βέβαια χουν ελογία –διότι σοι χουν σοβαρά προβλήματα γείας δέν χουν ελογία- κρατνε τίς τρες πρτες μέρες τς Σαρακοστς, Καθαρά Δευτέρα, Καθαρά Τρίτη καί Καθαρά Τετάρτη, τελεία σιτία, οτε νερό. Εναι βέβαια να γώνισμα. Καί γώνισμα γιά νθρώπους πού δέν εναι καί καλοταϊσμένοι πό τίς προηγούμενες μέρες, λλά χουν περάσει σκητική ζωή, κάνουν καί μετάνοιες καί χουν καί λο τόν πόλοιπο γώνα. Λοιπόν πρόσεξα μέ τί λευθερία ο μοναχοί κρατοσαν τό Τριήμερο καί πς περέβαιναν τήν νάγκη το σώματος, νά φά, νά πι λίγο νερό. Καί ατό δέν τό καναν μέ μία διάθεση γιόγκα, λλά τό καναν μέ μία διάθεσι γάπης πρός τόν Θεό.

χουμε να γεροντάκι στό μοναστήρι μας, τόν π. σύχιο. Εναι 95 τν. ν δτε τά πόδια του, εναι μαρτυρικά. πό τά χρόνια, πό τήν σκησι, τήν ρθοστασία, τά πόδια του εναι σάν νά τά χης χτυπήσει μέ μπαλτάδες, τρέχουν κιόλας. ν δέν τά δέσουμε, δέν μπορε νά σταθ

 

π. σύχιος παρ’ λα ατά στέκεται ρθιος στήν κκλησία καί δέν φήνει τόν γνα. Λοιπόν το λέω, τήν παραμονή το Τριημέρου: “Πάτερ σύχιε, θά κρατήσης;”. “Σάν δύσκολα τά βλέπω τά πράγματα”, παντ, γιατί χει ξασθενήσει πολύ, “θά δομε, χει Θεός”. Καί ρχίζει καί τό κρατάει - τό χει κρατήσει λα τά χρόνια τς ζως του βέβαια - . 

Λοιπόν κατά τήν Δευτέρα τό βραδύ, τόν ρωτ: “Πάτερ σύχιε, πς πς;”. “ ! Μέχρι τώρα καλά. Θά δομε αριο, ν γιος Νικόλαος βοηθήση”. Τήν Τρίτη: “Πάτερ σύχιε, πς πς;”. “ ! Μέχρι τώρα καλά. Θά δομε – δέν μπιστευόταν στόν αυτό του - , ν γιος Νικόλαος βοηθήση”. Καί κράτησε. Καί κοινώνησε μετά. Μετά πού τελείωσε τό Τριήμερο καί βγαίναμε πό τήν κκλησία, φο εχαμε κοινωνήσει, το λέω: “Πάτερ σύχιε, δόξα τ Θε, κράτησες”. ταν κι λλοι Πατέρες κε. πάντα: “! ς μή μιλμε γι’ ατά τά θέματα”. Σάν νά μή εχε κάνει τίποτα.

Εχαρίστησα τόν Θεό, γιατί γάπη το Θεο καί τό ξεπέρασμα τς φιλαυτίας κάνει τόν νθρωπο λεύθερο κόμη καί πό τίς στοιχειώδεις βιολογικές του νάγκες, πως εναι πείνα καί δίψα.

 

γ) λευθερία πό τόν θάνατο

 

ν Χριστ λευθερία, φο εναι συμμετοχή στήν ζωή το ναστάντος Χριστο, λευθερώνει καί πό τόν φυσικό φόβο το θανάτου. Νομίζω τι εναι καλό νά μή μιλμε μέ δέες, νά μιλμε παρουσιάζοντας πρόσωπα, νθρώπους πού χουν γωνισθ καί χουν βιώσει, χουν ξεπεράσει τήν φιλαυτία καί χουν φτάσει τήν ληθινή λευθερία. λλωστε καί γώ ς γιορείτης, τί νά σς π; Πιστεύω τι τέτοια περιμένετε νά κούσετε πό μενα.

π. ρσένιος εναι νας χαριτωμένος μοναχός, ποος χει προχωρήσει πολύ στήν πνευματική ζωή καί χει πολύ γάπη πρός τόν Θεό καί τούς νθρώπους. χει τέλεια ερήνη στήν ψυχή του, ποία κτινοβολε. Δέν εναι πολύ μεγάλος, εναι κάπου 73 τν. πειδή πάσχει καρδιά του, περιμένει τόν θάνατο. Τό ξέρει τι μπορε νά πεθάν πό στιγμή σέ στιγμή, λλά εναι πασίχαρος. Πγα νά τόν δ πρίν φύγω. ξομολογήθηκε καί μο λέει “Γέροντα, ψυχή χει μία χαρά τώρα πού θά φύγη!” Σάν νά πρόκειτο νά το συμβ τό μεγαλύτερο καλό. Καί ατό ταν τι θά φύγη. Ναί. λευθερία πό τόν θάνατο. δόξασα τόν Θεό. Βέβαια εναι καί λλοι. λλά τό ζησα ατό μέ τόν π.ρσενιο πρόσφατα.

Σς τό λέω, νά δτε, πς μέ τήν Χάρι το Θεο νθρωπος μέσα στήν κκλησία προχωρε σέ μία τέτοια λευθερία, πού εναι λευθερία κόμη καί πό τόν διο τόν θάνατο.

 

δ) λευθερία πό τήν κοσμικότητα

 

Μέσα στήν κκλησία πιτυγχάνεται πελευθέρωσις το νθρώπου πό τήν χλιδή, τήν ματαιότητα, τήν ματαιοδοξία, τήν κοινωνική προβολή καί λα τά παρεμφερ, πού συνιστον τό κοσμικό φρόνημα.

Εναι γνωστό πς μόδα ποδουλώνει τούς νθρώπους, νδρες καί γυνακες, στε πολλοί νά μή τολμον νά τήν παραβον, στω καί ν ντίκειται στίς ρχές τους.

 

 

Μορφές φιλαυτίας

 

Θά θελα νά σς ναφέρω κάποιες σκέψεις μου γιά τούς διαφόρους τρόπους, μέ τούς ποίους κδηλώνεται φιλαυτία μας στήν καθημερινή ζωή.

Προηγουμένως μως πρέπει νά προσθέσω καί τοτο, τι φιλαυτία δέν εναι μόνον ρρώστια δίκη μας προσωπική, λλά εναι καί αρρώστια το πολιτισμο μας. Νομίζω, τι νας λόγος πού πολιτισμός μας τελικά δηγεται στό διέξοδο εναι τι εναι νας πολιτισμός πού βασίζεται στήν φιλαυτία καί χι στήν γάπη. Καί φυσικά νας πολιτισμός πού βασίζεται στήν φιλαυτία, μπορε ποτέ νά λευθερώσ τούς νθρώπους καί νά τούς δώσ τήν χαρά νά ζήσουν μία ληθινή ζωή;

οκογένεια γιατί ποτυγχάνει σήμερα; Διότι ξεκινον ο νθρωποι χωρίς ταπείνωσι καί γάπη. Καί πς εναι δυνατόν νά μή δηγηθ στό διέξοδο μία οκογένεια πο ξεκιν μέ τήν φιλαυτία;

 

α) Μορφές φιλαυτίας στούς ν τ κοσμ Χριστιανούς

 

ναφέρω δ μερικές ψεις τς φιλαυτίας.

φίλαυτος εναι ατάρκης. Δέν πιστεύει στόν Θεό καί δέν ναφέρεται σ’ Ατόν, διότι πιστεύει στόν αυτό του, δέν το χρειάζεται Θεός.

φίλαυτος εναι κνηρός καί πρόθυμος στόν πνευματικό γνα.

Χρησιμοποιε τόν λλο νθρωπο ς ντικείμενο, βλέποντάς τον σαρκικά.

δικε τούς συνανθρώπους του, λόγ φιλαργυρίας καί πληστίας. Ασχροκερδε ες βάρος των,ετε ργαζόμενος πλημμελς, γιά ργασία γιά τήν ποία μείβεται, ετε κμεταλλευόμενος τούς ργαζομένους, ν εναι ργοδότης.

φίλαυτος συμπεριφέρεται γωϊστικά στήν οκογένειά του. Σκέπτεται τί θά πάρ καί χι τί θά δώσ. Δέν πομένει τίς δυναμίες το συντρόφου τς ζως του τν συγγενν του. γκαταλείπει τόν σύντροφο τς ζως του, καί τά παιδιά του κόμη, χάριν μις λλης ρωτικς σχέσεως.

Τά διαζύγια, λιγοτεκνία, γκατάλειψις τν παιδιν πό τούς γονες, γκατάλειψις τν γονέων πό τά παιδιά, λλειψις σεβασμο σέ γέροντες, ναπήρους καί γκύους, τί λλο εναι παρά κφράσεις φιλαυτίας;

φίλαυτος διαφορε γιά τήν συχία καί σφάλεια τν συνανθρώπων του. νοίγει τήν τηλεόρασι τό ραδιόφωνο καί δέν τόν νδιαφέρει ν διπλανός του ποφέρ πό τόν θόρυβο. Ατό πού τόν νδιαφέρει εναι γωϊστική κανοποίησίς του. λλος παίρνει τό ατοκίνητό του καί τρέχει μέ λιγγιώδη ταχύτητα καί δέν τόν νδιαφέρει πόσους θά σκοτώσ στόν δρόμο.

Προσφορά νηθίκων καί γκληματικν θεαμάτων, προβάλλουν τέτοια ργα γιά νά κερδίσουν, διαφορώντας γιά τό τί καταστροφή κάνουν στόν κόσμο καί στήν νεολαία. διάδοσις τν ναρκωτικν. νοικοδόμησις πανθρώπων πόλεων χάριν κέρδους, ο πόλεις πού φτιάχνουμε εναι καταστρεπτικές γιά τήν γεία, δίως τν παιδιν μας. Ο διαφημίσεις, προσπαθον μέ ψυχοτεχνικούς τρόπους νά ποβάλλουν τούς νθρώπους, νά τούς ναγκάσουν νά πάρουν τά προϊόντα πού θέλουν, μία σέβεια πρός τόν νθρωπο, φιλαυτία καί ατή. πιβολή στόν λαό το θεϊσμο, ταν ρχωνται ο γέτες το λαο πού προσπαθον νά πιβάλουν τήν θεΐα, πειδή χουν μία θεϊστική δεολογία, καί νά βάλουν τόν λαό στά μέτρα τους, φιλαυτία, λλειψις σεβασμο στόν νθρωπο, θέλουν νά δηγήσουν τό λαό κε πού ατοί θέλουν καί χι κε πού εναι προορισμένος νά δηγηθ πό τόν Θεό.

Ατά εναι μερικά πό τά στοιχεα τς φιλαυτίας, πού βλέπουμε στήν καθημερινή μας ζωή.

 

β) Μορφές φιλαυτίας στούς μοναχούς

 

λλά καί σέ μς τούς μοναχούς μφανίζεται φιλαυτία μέ πολλές μορφές. Γι’ ατό καί μέσα στόν μοναχικό γνα τς καθάρσεώς μας πό τά πάθη πρέπει νά εναι διάκοπη προσπάθεια γιά τήν παλλαγή μας πό τήν μητέρα τν παθν, τήν φιλαυτία. Παραθέτω κάποιες μορφές φιλαυτίας, πού μφανίζονται κυρίως μεταξύ τν μοναχν.

Τό διον θέλημα, νυπακοή στόν Γέροντα καί στούς πευθύνους τν διακονημάτων, π.χ. τόν Τυπικάρη. πόκριψις λογισμν πό τόν Γέροντα. Ατοδιοίκησις, κόμη καί στά πνευματικά. λλιπής πιτέλεσις το διακονήματος (φυγοπονία) καί ποφύγη συμμετοχς στίς παγκοινίες. νασχόλησις μέ σχολίες τς διας μας ρεσκείας. ποφύγη προσευχς καί σκητικν κοπν ( πρωϊνό ξύπνημα καί κανών ). ναζήτησις σαρκικν πολαύσεων καί ναπαύσεων, πως φιλοκοσμία, γαστριμαργία, πολυκτημοσύνη, διορρυθμία στά φαγητά. Μερική φιλία. Κενοδοξία, ματαοδοξία. Ψαλτομανία. ργολογία, πολυλογία. Φιλαργυρία. Κατάκρισις. Πλάνη. λιγοπιστία. Μεμψιμοιρία. Ψιθυρισμοί. Παράπονα, τι λοι μο πταίουν. Ζήλεια, φθόνος. Φιλοδοξία, φιλαρχία.

                                          

 

Ἐπίλογος

 

μακαριστός καί γιος Γέροντας π. Εσέβιος Βίττης πισημαίνει σέ μιλία του τόν κίνδυνο νά νομίζουμε τι μφορούμεθα πό φιλοθεΐα καί φιλαδελφία, στήν πραγματικότητα μως νά ποκρύπτεται μέσα μας διοτέλεια καί γωϊσμός. 

Γράφει π. Εσέβιος: «Μπορε νά ναζητομε τή δική μας συναισθηματική εφορία καί μία συγκινησιακή κσταση, μία εχαρίστηση προσωπική μόνο μέσ τς γάπης, πράγμα, πού λλοι θά πεδίωκαν μέ λλά μέσα. 

Καί τό ρώτημα εναι, κάνουμε τά ργα τς γάπης καί γενικά γαπομε, γιά νά κανοποιομε τόν αυτό μας μέ τό εάρεστο συναίσθημα, πού ατή δημιουργε, καί ατό θέλουμε μόνο καί χι τή χαρά καί τήν ετυχία το λλο; Καί μπορε τσι νά κάνουμε τό ργο τς γάπης π.χ. μόνο γιά νά κομε εχαριστίες, γιά νά μς ναγνωρίζουν ς εεργέτες, γιά νά κάνουν λόγο γιά μς, καί νά ποφεύγουμε δύσκολες περιπτώσεις γάπης καί κόπους καί θυσίες, πού δέν πρόκειται νά ναγνωρισθον. 

Γι’ ατό πρέπει νά μάθουμε καί νά κάνουμε φρόνημά μας, πώς τό κύριο χαρακτηριστικό τς γάπης εναι ατολησμοσύνη καί τό “μή ζητεν τά αυτς”. Γι’ ατό λλωστε συνιστ Κύριος τό “μή γνώτω ριστερά (μας) τί ποιε δεξιά” μας καί τήν σο γίνεται μέ περισσότερη πιμέλεια “ν τ κρυπτ” διενέργειά της».

Παράδειγμα τελείας καί νιδιοτελος γάπης μς δωσε Κύριος, ποος «οχ αυτ ρεσεν, λλά καθώς γέγραπται, ο νειδισμοί τν νειδιζόντων σε πέπεσον π’μέ». Γι’ατό καί «φείλομεν…μες ο δυνατοί τά σθενήματα τν δυνάτων βαστάζειν, καί μή αυτος ρέσκειν» καί «καστος μν τ πλησίον ρεσκέτω ες τό γαθόν πρός οκοδομήν». Μς παραγγέλει δηλαδή νόμος το Θεο, μιμούμενοι τόν Σωτρα μας, νά μή κάνουμε ατό πού ρέσει σέ μς λλά ,τι ρέσει καί οκοδομε τόν δελφό μας.

Τό διο πνεμα πηχε καί λόγος το ποστόλου πρός Κορινθίους: «μηδείς τό αυτο ζητείτω, λλά τό το τέρου καστος».

Τήν διδασκαλία ατή τς Καινς Διαθήκης συνοψίζει τό Πατερικό λόγιο: «νέπαυσες τόν δελφόν σου, νέπαυσες Κύριον τόν Θεόν σου». Κάθε φορά πού προσπαθομε νά μή ναπαύωμε τόν αυτό μας, ταν τό παιτ νάπαυσις το δελφο μας, περβαίνουμε τήν φιλαυτία μας καί βιώνουμε τήν φιλαδελφία. Ατό καναν κατά μίμησιν το Κύριου λοι ο γιοι τς πίστεώς μας. Κάθε φορά πού καί μες θά φαρμόζουμε τό πατερικό ατό λόγιο, θά λευθερωνόμαστε πό τήν φιλαυτία μας καί, ναπαύοντες τούς δελφούς μας, θά ναπαύουμε τόν Θεόν.

 

 

 

(Ἀπόσπασμα πό τήν τήσια κδοση της Ι. Μονς σίου Γρηγορίου γίου ρους, Περίοδος Β΄, τος 2010, ριθμός 35, σελίδες 85 -119)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Πηγή ηλ. κειμένου: anavaseis.blogspot.com)