ΠΡΟΣ ΕΜΜΑΟΥΣ

π το ρχιμανδρίτου Λέοντος Ζιλλ*

-----------

«...
Κα δο δο ξ ατν σαν πορευμενοι ν ατ τ μρ ες κμην πχουσαν σταδους ξκοντα π Ιερουσαλμ, νομα ᾿Εμμαος ... Κα γνετο ν τ μιλεν ατος κα συζητεν κα ατς ᾿Ιησος γγσας συνεπορεετο ατος...»

(Λουκ. κδ΄, 13-15)



ξίζει πράγματι ν μελετήσωμε, ν ξετάσωμε καλύτερα τν τρόπον, μ τν ποον ησος Χριστς πλησίασε τν Κλεόπα κα τν λλον μαθητν καθ’ δν πρς μμαούς.
Τ
ερ Εαγγέλια περιγράφουν πολλος τρόπους, μ τος ποίους πλησίαζεν Χριστς τος νθρώπους, ο νθρωποι σπευδαν ν πλησιάσουν τν Χριστόν. Κάποιες φόρες, ο νθρωποι πηγαίνουν πρς τν Χριστόν. Κάποιες λλες, Χριστς πηγαίνει πρς τος νθρώπους· τος πλησιάζει κατ πρόσωπον, μέσως. λλοτε, Χριστς προχωρε μ δικήν του πρωτοβουλίαν, εσέρχεται, παρεμβάλλεται ες τν δρόμον τους, ες τν πορείαν τς ζως τους, κα τος περιμένει. τσι ησος, καθήμενος π το «φρέατος (δηλαδ το πηγαδιο) το ακβ» προσκαρτεροσε, νέμενε τν Σαμαρείτιδα ν λθ.
Ες τν περίπτωσιν τν μαθητν, πο «πορεύοντο ες μμαούς», προσέγγισις εναι διαφορετική. περικοπ το ερο Εαγγελίου δίδει τν ντύπωσιν τι Κύριος δν λθε ν τος πλησιάσ κατ πρόσωπον, μπροσθεν ατν· τι δν βάδιζε κατ’ ντίθετον κατεύθυνσιν, στε ν λθ πρς συνάντησίν τους. τσι, ο μαθητα δν τν εδαν ν ρχεται πρς ατος π κάποιαν πόστασιν. Φαίνεται σαφς τι Χριστός, βαδίζων πισθεν ατν ες κάποιαν πόστασιν, τελικς πετάχυνε τ βμα του κα τος πλησίασε. ρχικς, βάδιζε δίχως ν ντιληφθον ο μαθητα τι τος συνώδευεν, ως του τος πλησίασε τόσον, σον ν κού τν χον τς συνομιλίας τους. Τέλος, τος πρόφθασε καί, ρχόμενος ες τ πλευρόν τους, λαβεν εθς μέρος ες τν διάλογον, ες τν συζήτησιν πο εχαν.
προσέγγισίς Του δν ταν μόνον τοπική, λλ κα πνευματική. πως τος πλησίαζε, ησος ντελήφθη τι σαν «σκυθρωποί», θλιμμένοι δηλαδ κα στενοχωρημένοι. Νομίζω τι, τς περισσότερες φορές, Χριστς πλησιάζει χι τόσον τ σώματα λλ τς ψυχς τν νθρώπων· κα τς πλησιάζει μ να τρόπον νάλογον κείνου, πο πλησίασε τος μαθητς κατ τν πορείαν τους πρς μμαούς.
Κάποιοι νθρωποι συναντον τν ησον «κατ πρόσωπον»· Τν γνωρίζουν λίγον ως πολύ· γνωρίζουν πς ν πευθυνθον πρς Ατόν, κα χουν μάθει ν ντιλαμβάνωνται πότε κενος πευθύνεται πρς ατούς. μως σήμερα, δι τν περισσότερον κόσμον, Χριστς εναι νας γνωστος. τσι, ς νας γνωστος λοιπόν, τος πλησιάζει προφθάνοντάς τους καθ’ δόν, πως κα τος μαθητς πρς μμαούς. Τος πλησιάζει μ τέτοιον τρόπον, ς ν εναι κάποιος γνωστος ες ατούς, λλ γνωστος συγγενής τους.
Συνήθως, σκεπτόμεθα τοτο κενο, δίχως ν χωμε τν παραμικρν πρόθεσιν ν ναμείξωμε τν Χριστν ες τος συλλογισμούς μας. Κα δού, πο Χριστς παρεμβάλλεται ες τν σκέψιν μας χωρς ν τ παρατηρήσωμε. Εσχωρε ες τ νμα τν συλλογισμν μας, ες τ κύματα τν συναισθηματισμν μας. Δν γνωρίζομε πς ερέθη κε, λλ λίγον κατ’ λίγον συνειδητοποιομε τι νας καινούριος παράγων συμμετέχει ες τν δραστηριότητα τς ψυχς μας, το σωτερικο μας κόσμου. Ετε γνωρίζομεν ετε δν γνωρίζομε πς λέγεται παράγων ατός, μς πιβάλλεται· κόμη κα ν ρνούμεθα ν δεχθομε σα μς ποβάλλει, δν μπορομε ν μ τν πολογίσωμε.
Μία σκέψις μία ασθησις, πο Χριστς μς μπνέει, νοίγουν νέες προοπτικές. Ο μαθητα πρς μμαος σαν σκυθρωπο κα τεθλιμμένοι, σην ραν ερίσκοντο πορροφημένοι ες τς σκέψεις κα τος συλλογισμούς τους. μως, ταν Κύριος ερέθ μεταξύ τους κα ρχισε τν ρμηνείαν τν Γραφν, λα γιναν φωτεινά, λα τ προβλήματα λύθησαν, λα ερήνευσαν. κενοι, πο προηγουμένως συζητοσαν κα πιχειρηματολογοσαν τέρμονα, παυσαν τώρα. λες ο περιπλοκς λύθησαν, λοι ο λαβύρινθοι ερκαν διέξοδον, μπρς ες τν ρεμον βεβαιότητα, τν ποίαν παρέχει μόνος διδάσκαλος, ησος Χριστός.
Τ διον συμβαίνει κα μ μς. λοι, κάποιες στιγμές, εμεθα προσκυνητα πρς μμαούς, βαδίζοντες μέσα ες τ πνευματικν σκοτάδι τς νυκτός, πο ρχισε ν πίπτ, μ τς μφιβολίες μας, τ γχη μας, τς γωνίες μας, τς ντιζηλίες μας, τς διεκδικήσεις μας, τν νοησιαρχίαν μας, τς καχυποψίες μας, τς σωτερικς κα ξωτερικές μας συγκρούσεις. μως κάποιος, πο μς παρακολουθε ες τν πορείαν τς ζως μας, τρέχει, μς προφθάνει, κα «συνεμπαίνει» ες τς σκέψεις κα τ συναισθήματά μας. Κα τότε, μία μεγάλη διαύγεια, μία μεγάλη σαφήνεια κα καθαρότης εσβάλλει ες τν νον κα ες τν σκέψιν μας· μία μεγάλη συχία κυριαρχε ες τν ψυχήν μας. Δν γνωρίζομε σως τν περτάτην ζωντανν παρουσίαν Ατο, πο διεβεβαίωσε τι Ατς εναι νάστασις, λλά, πως κα ο μαθητα πρς μμαούς, ο ποοι πίεζαν τν Κύριον ν μ φύγ, λλ ν μείν μετατν, ν μείν μαζί τους, ψυχή μας λόκληρος κραυγάζει πρς τν γνωστον ατν Παντοδύναμον: «Μενον μεθμν»...

----------------
(*) Τ παρν ρθρον μετεφράσθη κ το γαλλικο βιβλίου : Lev Gillet (†1980), «Le Visage de Lumière», σ. 215-218, πό τινος ερομονάχου.

Από την "Φωνή Καλουσιοτών"