ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Του κ. Εμμανουήλ Παναγοπούλου, Αμ. Επ. Καθηγ. Χειρουργικής Πανεπιστημίου Αθηνών
Πρόσφατα ο «Ορθόδοξος Τύπος» δημοσίευσε άρθρο των
Πατέρων Λουκά Τσιούτσικα, Στέφανου Στεφόπουλου και Δαμασκηνού Αγιορείτου
και την επιστολή του Μοναχού Μωϋσή, σχετικά με τις
Μεταμοσχεύσεις. Η συνέχιση δημοσίευσης τέτοιων κειμένων σε εκκλησιαστικό και
θρησκευτικό περιοδικό δείχνει ότι το θέμα «Μεταμοσχεύσεις - Εγκεφαλικός
θάνατος» δεν έχει βρει την οριστική του διευθέτηση στην συνείδηση των Ορθοδόξων.
Αν και για το θέμα αυτό η Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν έχει εκφράσει επίσημη θέση,
υπάρχει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που δίνει την εντύπωση μιας απόλυτα
θετικής στάσης της Εκκλησίας μας για το θέμα αυτό.
Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν είναι οι μεταμοσχεύσεις, οι
οποίες αναμφίβολα ανακουφίζουν πολλούς ασθενείς αδελφούς μας, χαρίζοντάς τους
και ποιότητα και διάρκεια ζωής. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ο λεγόμενος
«Εγκεφαλικός θάνατος» και ειδικώτερα η ταύτισή του
προς τον βιολογικό θάνατο. Σε αυτό ακριβώς το ζήτημα εστιάζεται και η
πλειονότητα των διαφορετικών γνωμών και αντιρρήσεων. Κανένας δεν αμφισβητεί ότι
υπάρχει μια νοσολογική οντότητα με ορισμένα χαρακτηριστικά, κυρίως κλινικά,
την οποίαν το 1968 μια ad hoc
Επιτροπή του Harvard ονόμασε «Εγκεφαλικό θάνατο»,
καθόρισε τα κριτήρια διάγνωσής του και την ταύτισε με τον βιολογικό θάνατο. Το
κύριο ερώτημα και η ουσιαστική διαφωνία έγκειται στο κατά πόσον αυτή η κλινική
οντότητα, η αποκαλούμενη Ε.Θ., μπορεί να ταυτισθεί με
την κατάσταση του βιολογικού θανάτου.
Στην επιστολή του ο Μοναχός Μωϋσής
γράφει: «Η Εκκλησία μας, όμως, ποτέ δεν καθόρισε επακριβώς την αρχή και το
τέλος της ζωής κατά δευτερόλεπτα». Η θέση αυτή είναι ακριβής μόνο για το τέλος
της ζωής, όχι, όμως και για την αρχή της, για την οποίαν η Εκκλησία μας δέχεται
ότι οριοθετείται «εξ άκρας συλλήψεως». Δηλαδή από το επόμενο δευτερόλεπτο της
γονιμοποίησης του ωαρίου, το προκύπτον ζυγωτόν,
θεωρείται ανθρώπινη και μάλιστα έμψυχη ανθρώπινη ύπαρξη και αυτό παρά την
αντίθετη άποψη πολλών βιολόγων και ιατρών, που δεν θεωρούν το έμβρυο στα πρώτα
στάδια ανάπτυξής του ανθρώπινη ύπαρξη και γι' αυτό το καταστρέφουν με την
έκτρωση ή το δημιουργούν στον δοκιμαστικό σωλήνα, για να το κάνουν αντικείμενο
πειραμάτων. Σε αντίθεση, για το τέλος της ζωής, η Εκκλησία μας αναπαύεται στην
γνώμη των ιατρών και μάλιστα χωρίς, καμμία κριτική
θεώρηση. Το ερώτημα και η απορία είναι γιατί για τα δύο άκρα της ζωής, την αρχή
και το τέλος, η Εκκλησία μας έχει διαφορετική θέση και στάση.
Από βιολογικής άποψης ο θάνατος ορίζεται ως το
στιγμιαίο γεγονός, που χωρίζει δύο διαδικασίες, την διαδικασία του θανάτου από
την διαδικασία της αποσύνθεσης και το καλύτερο κριτήριο προσδιορισμού του για
τους ανώτερους οργανισμούς και τον άνθρωπο είναι η οριστική παύση της
κυκλοφορίας του αίματος. Ακριβεστέρα, ο θάνατος επισυμβαίνει 5-15 λεπτά μετά
την παύση της κυκλοφορίας του αίματος, τότε, που έχει εξαντληθεί και η
τελευταία δυνατότητα επανόδου του οργανισμού στη ζωή. Κατά την διαδικασία του
θανάτου ο οργανισμός είναι ζωντανός και πορεύεται προς τον θάνατο. Στο τέλος
αυτής της διαδικασίας επισυμβαίνει ο θάνατος και την επόμενη στιγμή αρχίζει η
διαδικασία της αποσύνθεσης. Με βάση τα ανωτέρω θα πρέπει να γίνουν τρεις
επισημάνσεις. Η πρώτη επισήμανση αφορά την από πολλά επίσημα εκκλησιαστικά
χείλη διατυπωθείσα άποψη ότι ο θάνατος είναι γεγονός διαρκείας με σταδιακή
αποσύνθεση των διαφόρων οργάνων, άποψη, που βολεύει μεν την κατάσταση, αλλά
είναι ιατρικώς μη ακριβής. Απλώς η άποψη αυτή συγχέει την διαδικασία του θανάτου
με τον ίδιο τον θάνατο. Άλλωστε, το στιγμιαίο του θανάτου υποστηρίζεται και
από την Ορθόδοξη Υμνολογία. Σε ένα τροπάριο της νεκρώσιμης ακολουθίας αναφέρεται
ότι «η ψυχή βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας και ο φυσικότατος δεσμός Θείω βουλήματι αποτέμνεται». Το «βιαίως χωρίζεται» και το «αποτέμνεται» τι άλλο δηλώνουν παρά το στιγμιαίο του
θανάτου; Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η διαδικασία του θανάτου μπορεί να
διαρκεί άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα, ανάλογα με την υποκείμενη γενεσιουργό
αιτία και το επίπεδο της παρεχόμενης φαρμακευτικής και τεχνολογικής
υποστήριξης.
Άλλωστε, η διάκριση μεταξύ της διαδικασίας του θανάτου
και αυτού του ίδιου του θανάτου γίνεται αυτόματα από τον καθένα μας. Όταν λέμε
ότι κάποιος πεθαίνει, εννοούμε ότι είναι ζωντανός και πορεύεται προς τον
θάνατον και όταν λέμε ότι κάποιος πέθανε εννοούμε ότι η ζωή έχει τελειώσει γι'
αυτόν. Στην διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν αρκετά άρθρα, που με ιατρικά και
βιολογικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι ο «Εγκεφαλικά νεκρός» δεν είναι νεκρός,
δεν είναι πτώμα, αλλά ένας βαρειά ασθενής, που πορεύεται
προς τον θάνατο. Ο χώρος μιας εφημερίδας δεν επιτρέπει την παράθεση ιατρικών
δεδομένων, όμως, για την επιβεβαίωση της πιο πάνω θέσης θα αναφερθεί μόνον η
γνώμη του κ. Χρήστου Χαρίτου, καρδιοχειρουργού
και μεταμοσχευτού, ο οποίος σε άρθρο του στο βιβλίο
«Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις», που κυκλοφορήθηκε το 2001 από την Μορφωτική
Υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος και στην σελίδα 68 γραφεί: «Από τα
αναφερόμενα είναι προφανές πως η ζωή ενός εγκεφαλικά νεκρού ασθενούς κυριολεκτικά
παρατείνεται, όταν ακολουθήσει το πρωτόκολλο διατηρήσεως του δότη. Ο καρδιοχειρουργός, που θα αφαιρέσει την καρδία και θα
διακόψει την λειτουργία της, ασφαλώς και επεμβαίνει δραστικά, αλλά δεν μπορεί
να κατηγορηθεί πως ελαττώνει τη ζωή του ασθενούς, όταν ο ασθενής αυτός, χωρίς
την συγκεκριμένη αγωγή και νοσηλεία θα είχε προ πολλού καταλήξει».
Η δεύτερη επισήμανση αφορά και ευρέως
χρησιμοποιούμενους όρους «πτωματικές μεταμοσχεύσεις», «πτωματικοί δότες», «πτωματικά
όργανα», οι οποίοι με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα ελέγχονται όχι μόνον
ανακριβείς, αλλά και παραπλανητικοί. Ο «εγκεφαλικά
νεκρός» σαφώς δεν είναι πτώμα και αυτό μπορεί να το διαπιστώσει ο οποιοσδήποτε
απλός άνθρωπος. Η τρίτη επισήμανση αναφέρεται σε μία από τις 55 βασικές θέσεις
επί της Ηθικής των Μεταμοσχεύσεων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος,
που βρίσκονται καταχωρημένες στο βιβλίο «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις». Στην
σελίδα 25 βρίσκεται η 13η βασική θέση, διατυπωμένη ως εξής: «Αυτό, που στην
ουσία επιτυγχάνει η τεχνική υποστήριξη της αναπνοής είναι ότι προσωρινώς
αναχαιτίζει την διαδικασία αποσυνθέσεως του σώματος, όχι, όμως και την αναχώρησιν της ψυχής». Η θέση αυτή είναι ιατρικώς
λανθασμένη και θεολογικώς αυθαίρετη και αναπόδεικτη. Η αποσύνθεση του σώματος
σε καμμία περίπτωση δεν αναχαιτίζεται με την υποστήριξη
της αναπνοής. Αυτό, που στην ουσία κάνει η υποστήριξη της αναπνοής είναι να
διατηρεί την καρδιακή λειτουργία και την κυκλοφορία του αίματος με αποτέλεσμα
την αναστολή επέλευσης του θανάτου, διατηρώντας το στην κατάσταση της
διαδικασίας του θανάτου, κατά την οποίαν, όμως, το άτομο είναι ζωντανό. Με αυτό
το δεδομένο πώς μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά η αναχώρηση της ψυχής από ένα
βιολογικό ζωντανό σώμα; Μήπως η ψυχή εδράζεται στον εγκέφαλο, οπότε με την καταστροφή
του, αναχωρεί και η ψυχή, παρά την ύπαρξη βιολογικής ζωής στο υπόλοιπο σώμα;
Μπορεί να υπάρξει, έστω και τεχνολογικά υποστηριζόμενη βιολογική ανθρώπινη ζωή
χωρίς την ύπαρξη ψυχής στο σώμα, αφού κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας μας, η ψυχή
είναι η ζωοποιός του σώματος δύναμη;
Διερευνώντας την διεθνή βιβλιογραφία διαπιστώνει
κανείς ότι δεν είναι ολίγοι οι ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων, Νευρολόγοι,
Αναισθησιολόγοι, Εντατικολόγοι και άλλοι, που δεν
αποδέχονται την ταύτιση του «Εγκεφαλικού θανάτου», με τον βιολογικό θάνατο,
βασιζόμενοι σε αξιόπιστα ιατρικά και βιολογικά δεδομένα. Η γνώμη ενός Αναισθησιολόγου,
του Truog, από το Harvard είναι χαρακτηριστική. Σε άρθρο
του με τίτλο «Ο ρόλος του εγκεφαλικού θανάτου και ο κανόνας του νεκρού δότου
στη ηθική των μεταμοσχεύσεων», που δημοσιεύθηκε το 2003 στο έγκριτο περιοδικό
CRITICAL CARE MEDICINE (31.9:2391-96), γράφει τα ακόλουθα: «Η ιδέα του Ε.Θ. έχει από πολλού αναγνωρισθεί ότι μαστίζεται από
σοβαρές ασυνέπειες και αντιθέσεις. Πράγματι, η ιδέα του Ε.Θ.
δεν μπορεί να συμφωνήσει με οποιαδήποτε συνεπή βιολογική ή φιλοσοφική κατανόηση
του θανάτου». Σε άλλο σημείο γράφει: «Ποιοί λόγοι
υπάρχουν, για να πιστέψουμε ότι η πλειάδα των κλινικών σημείων, που συνιστούν
τον Ε.Θ. παριστά τον θάνατο του ατόμου;». Το άρθρο
καταλήγει με την ακόλουθη διατύπωση:
«Υπό την ευρείαν έννοιαν, εάν τα ανοσιολογικά
εμπόδια στην ξενομεταμόσχευση υπερνικηθούν, τότε η
ηθική της προσφοράς οργάνων από τους ανθρώπους θα γίνει αμφισβητήσιμη και οι
προτάσεις μας θα γίνουν άσχετες. Η ιδέα του Ε.Θ. τότε
θα εξαφανισθεί από τα Ιατρικά Συγγράμματα και την Ιατρική Βιβλιογραφία,
φανερώνοντας ότι ο Ε.Θ. ουδέποτε υπήρξε κάτι
περισσότερο από μία κοινωνική κατασκευή, που δημιουργήθηκε, για να ικανοποιήσει
τις ανάγκες της μεταμοσχευτικής επιχείρησης κατά την
διάρκεια μιας σημαντικής φάσης της ανάπτυξής της».
Σήμερα, όχι μόνον στην Εκκλησία, αλλά και στον
υπόλοιπο δυτικό κόσμο, υπάρχει μειωμένη προσφορά μοσχευμάτων και εναγωνίως ζητούνται
εναλλακτικές λύσεις, όπως η διεύρυνση του όρου Ε.Θ.,
ώστε να περιλάβει και άλλες κατηγορίες ασθενών, η λήψη οργάνων από άτομα με μη
πάλλουσα καρδιά, που ήδη εφαρμόζεται και η ξενο ή αλλομεταμόσχευση, που είναι ένας επιδιωκόμενος στόχος.
Όμως, όλες οι πιο πάνω λύσεις παρουσιάζουν σημαντικά ηθικά προβλήματα. Οι
περισσότεροι των επικριτών, του Ε.Θ. είναι συγχρόνως
και υποστηρικτές των μεταμοσχεύσεων. Αυτοί, λοιπόν, προτείνουν έναν άλλο δρόμο,
που αφενός θα αποκαταστήσει την σχετική με τον Ε.Θ.
αλήθεια και αφετέρου θα επιτρέψει την συνέχιση των μεταμοσχεύσεων. Προτείνουν
λοιπόν την εγκατάλειψη της ιδέας του Ε.Θ. και την
αποδέσμευσή του από τις μεταμοσχεύσεις. Προτείνουν την εγκατάλειψη του
κανόνος του νεκρού δότου, που θέτει ως προϋπόθεση της αφαίρεσης οργάνων τον
θάνατο του δότη.
Κατ' αυτούς τα κριτήρια διάγνωσης του Ε.Θ. να μη είναι πλέον κριτήρια θανάτου, αφού ο εγκεφαλικά
νεκρός δεν είναι νεκρός, αλλά οι νομικές προϋποθέσεις, που θα επιτρέπουν την
αφαίρεση οργάνων από ένα άτομο στην κατάσταση αυτή και που δεν θα θεωρείται νεκρό. Οπωσδήποτε η υιοθέτηση της πρότασης αυτής προϋποθέτει
την αποδοχή εκ μέρους της κοινωνίας της θέσης ότι η αφαίρεση οργάνων από ένα
τέτοιο άτομο συντομεύει κατά τι την ζωή του, προς χάριν κάποιων άλλων
συνανθρώπων του, που θα ζήσουν από την μεταμόσχευση των αφαιρεθέντων οργάνων.
Το ερώτημα είναι αν η Ορθόδοξη Εκκλησία μας μπορεί να κάνει αποδεκτή μια
τέτοια θέση, υπέρβασης του Ε.Θ. Βεβαίως, από τα
επίσημα εκκλησιαστικά κείμενα δεν λείπουν οι θέσεις υπέρβασης του Ε.Θ., παρόλον ότι μέχρι σήμερα η
Εκκλησία μας έχει κάνει το πάν με κείμενα, με ομιλίες και με ημερίδα για τον Ε.Θ., να πείσει τους πιστούς της ότι ο Ε.Θ.
ταυτίζεται απολύτως με τον βιολογικό θάνατο του ατόμου. Στο βιβλίο «Εκκλησία
και Μεταμοσχεύσεις», στις σελίδες 24 και 25 καταγράφεται η 10η βασική θέση επί
της Ηθικής των Μεταμοσχεύσεων, που λέγει: «Εις ην περίπτωσιν λοιπόν θα επεθύμει τις, όπως προσφέρη τα
όργανά του, ακόμη και αν, ως τινές διατείνωνται, ο
εγκεφαλικός θάνατος δεν εταυτίζετο με τον οριστικόν χωρισμόν της ψυχής εκ
του σώματος, μαζί με τα όργανά του θα προσέφερε και τη ζωή του. Η πράξις του δεν θα περιείχε μόνον το στοιχείον
της προσφοράς, αλλά και αυτό της αυτοθυσίας».
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο καθηγητής της
θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Γ. Μαντζαρίδης,
ο οποίος σε άρθρο του στο ίδιο βιβλίο και στην σελίδα 273 γράφει: «Η αυτεξούσια
διακινδύνευση ή και η θυσία της ζωής από αγάπη για τον πλησίον έχει οπωσδήποτε
θετικό χαρακτήρα και βρίσκεται στον αντίποδα της αυτοκτονίας ή της
ευθανασίας. Αν λοιπόν αυτός θελήσει να γίνει δότης, όταν βρεθεί στην κατάσταση
του εγκεφαλικού θανάτου, στην χειρότερη περίπτωση θα πραγματοποιήση
κάποια έσχατη αυτοθυσία». Αλλά και ο πρόεδρος της Επιτροπής Βιοηθικής της
Εκκλησίας της Ελλάδος, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος στα κείμενά του, που
βρίσκονται στο ίδιο βιβλίο, την υπέρβαση του Ε.Θ.
προβάλλει. Τελικώς, η Εκκλησία μας έχει ή δεν έχει κάνει υπέρβαση του Ε.Θ.; Εάν την έχει κάνει γιατί επιμένει τόσο στην ταύτιση
του Ε.Θ. με τον βιολογικό θάνατο του ατόμου;
Επιτρέπει ή δεν επιτρέπει την κατά τι συντόμευση της ζωής ενός θνήσκοντος ατόμου, προκειμένου να εξυπηρετηθούν και να
επιζήσουν κάποιοι ασθενείς συνάνθρωποί μας;
Σε κάθε περίπτωση, αν ειλικρινά θέλουμε να προχωρήσουν
οι μεταμοσχεύσεις, θα πρέπει να ειπωθεί στον κόσμο η αλήθεια και η αλήθεια
είναι ότι ο καλούμενος εγκεφαλικά νεκρός δεν είναι νεκρός, δεν είναι πτώμα,
αλλά ένας βαρεία ασθενής, που πορεύεται προς τον θάνατο. Από αυτόν, τον θνήσκοντα ασθενή η κοινωνία μας ζητεί, δεν απαιτεί, την προσφορά
των οργάνων του, με στόχο την βοήθεια κάποιων άλλων συνανθρώπων μας για το
ξεπέρασμα της αρρώστειας τους και την συνέχιση της
ζωής τους. Αυτή η αίτηση, όχι απαίτηση, θα πρέπει να γίνει με απόλυτο σεβασμό
προς την προσωπικότητα του δότη και την όποια απάντηση του, θετική η αρνητική.
Αυτό σημαίνει ότι η υποστήριξη της ζωής του υποψήφιου δότη θα πρέπει να
συνεχισθεί και στην περίπτωση απορριπτικής απάντησής του. Το δίλημμα προς την
οικογένεια του εγκεφαλικού νεκρού, ή προσφέρετε τα όργανα του ή τον αποσυνδέουμε
από τον αναπνευστήρα, συνιστά εκβιασμό. Δυστυχώς, προς αυτή την κατεύθυνση
κινείται και ο πρόσφατος ελληνικός νόμος για τις μεταμοσχεύσεις. Σε άρθρο του
ορίζει ότι ο ιατρός, που θα συνεχίσει την υποστήριξη της ζωής ενός εγκεφαλικά
νεκρού χωρίς την προοπτική της προσφοράς των οργάνων του, τιμωρείται με
φυλάκιση. Φωτεινή εξαίρεση στη λογική αύτη αποτελεί η νομική διάταξη, που
ισχύει από το 1991 στη Πολιτεία των ΗΠΑ New Jersey
και σύμφωνα με την οποίαν απαγορεύεται στους ιατρούς να εξαγγείλουν έναν εγκεφαλικά
νεκρό ως νεκρό αν έχουν πληροφορίες ότι αυτός ή η οικογένειά του δεν
αποδέχονται τον Ε.Θ. ως θάνατο.
Σαράντα περίπου χρόνια από την δημιουργία του όρου «Ε.Θ.», οι συνθήκες έχουν πλέον ωριμάσει για μια προσέγγιση
του Εγκεφαλικού θανάτου και των Μεταμοσχεύσεων από μια άλλη οπτική.