Ο λεγόμενος «εγκεφαλικός θάνατος», σχόλια σε μία ημερίδα

Αθ. Αβραμίδης, Καθηγητής Παθολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

         

 

Στις 15.2.1003, στο αμφιθέατρο του Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας (Γ.Ν.Α.) στην Αθήνα, πραγματοποιήθηκε η Ημερίδα της Επιτροπής Βιοηθικής (Ε.Β.) της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ι.Σ.Ε.Ε.). Η προσέλευση ήταν μεγάλη. Και ήταν «για τους γιατρούς», ύστερα από εκείνην για τους κληρικούς τον περασμένο χρόνο. Επρόκειτο μάλιστα να γίνει πέρυσι και θα ήταν δορυφορική με παγκόσμια συζήτηση. Δεν πραγματοποιήθηκε όμως, διότι, όπως εισαγωγικώς είπε ο πρόεδρος της Επιτροπής Βιοηθικής Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Χατζηνικολάου... «οι μεν δεν ήθελαν τους δε», χωρίς να αναφέρει τους λόγους της αρνήσεως συνεργασίας.

 

 

Ο χαιρετισμός του Αρχιεπισκόπου

 

Ακολούθως, τον λόγον έλαβε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος, ο οποίος επεσήμανε ότι «περί τον εγκεφαλικόν θάνατον (Ε.Θ.) ευαισθητοποιείται τόσον η ιατρική κοινότητα όσον και η Εκκλησία μας». Είπε εν συνεχεία ότι «έγκριτοι συνάδελφοί σας, πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι και απλοί γιατροί με επιστημονικές μελέτες και δημοσιεύματα στον Τύπο, όπως και στο Ιατρικό Βήμα του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (Π.Ι.Σ.), αμφισβητούν τον εγκεφαλικόν θάνατον. Έχουν επηρεάσει τα δημοσιεύματα αυτά ένα σημαντικό αριθμό προβληματιζομένων και προβληματισμένων ανθρώπων και μέσα στην Εκκλησία και έξω από αυτήν». Και συνέχισε:

 

«Παρά ταύτα, η Ειδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ε.Β. της Ι.Σ.Ε.Ε.) έχει αποδεχθεί, θα έλεγα, τον εγκεφαλικόν θάνατον ως το οριστικόν βιολογικόν τέρμα της ανθρώπινης ζωής». Προς επίρρωση δε αυτού ανέφερε: «η Ε.Β. ερευνήσασα εν τω διαδικτύω τον Αύγουστον του 1999, εύρεν ότι επί συνόλου 3.657 αναφερομένων εις τον Ε.Θ. εργασιών αι οποίαι είχον δημοσιευθεί τα τελευταία τρία (3) έτη, ελάχισται μόνον τον ημφεσβήτουν. Αυτήν την στατιστικήν εικόνα θεωρεί η Ιερά Σύνοδος ως «διεθνώς ομόφωνον».

 

Σχόλιον επ’ αυτού: Επιδέχεται αμφισβήτηση το ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας θα ημπορούσε να προβαίνει σε στατιστικές αξιολογήσεις περί ζωής και θανάτου, δεδομένου ότι ο θάνατος είναι μυστήριον. Σε πνευματικά θέματα δεν ισχύει το «πλειοψηφικόν» αλλά η Αλήθεια. Στην εποχή των μεγάλων αιρέσεων, ένας η ολίγοι έσωζαν την Αλήθεια.

 

Ο Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος, κατά τον διεξοδικό χαιρετισμό του στην Ημερίδα, είπεν ότι « Η Εκκλησία δεν λέγει ότι δέχεται ούτε δύναται να δεχθεί, αλλά ότι θα ημπορούσε να δεχθεί την διεθνώς ομόφωνον άποψιν ότι ο εγκεφαλικός θάνατος ταυτίζεται με το αμετάκλητον βιολογικόν τέλος του ανθρώπου».

 

Σχόλιον επ’ αυτού: Πρόκεται περί του άρθρου 12 των Βασικών Θεσεων επί της Ηθικής των Μεταμοσχεύσεων (Β.Θ.Η.Μ.) της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το άρθρο αυτό αρχίζει ως εξής: « Η Εκκλησία σέβεται και εμπιστεύεται την ιατρικήν πράξιν. Δια τον λόγον αυτόν... θα ημπορούσε να δεχθεί κ.λπ.». Πρέπει όμως να επισημανθούν τα εξής:

 

1. Η Εκκλησία έρχεται σε άκρα αντίθεση με την ιατρική πράξη των αμβλώσεων, έτσι ώστε να μην επιτρέπεται να εμπιστεύεται την ιατρική πράξη απροϋποθέτως. Αλλά και η διατύπωση του άρθρου 12 «πάσχει», διότι είναι ατελής και θα περίμενε κανείς να ακολουθείται από ένα «όμως» η «αλλά», διότι κ.λπ. η έστω «υπό τις εξής προϋποθέσεις».

 

2. Είναι βέβαιον ότι η ταύτισις του εγκεφαλικού θανάτου και του βιολογικού τέλους δεν είναι «διεθνώς ομόφωνος άποψις» και επιστημονική βεβαιότητα, αλλά απλώς «άποψη». Υπάρχουν μάλιστα σοβαρές επιστημονικές μελέτες, στις οποίες βάσει δεδομένων υποστηρίζεται ότι η νέκρωση του στελέχους του εγκεφάλου δεν είναι πάντοτε ολοσχερής η καθολική, ούτε νεκρώνονται πάραυτα και συχρόνως όλες οι λειτουργίες του εγκεφάλου. Η νέκρωσις του εγκεφαλικού στελέχους δεν ταυτίζεται με τον εγκεφαλικό θάνατο. Μέχρι τη νέκρωσή του μεσολαβεί κάποιος χρόνος, ο οποίος όσο μικρός και αν είναι, έχει τεράστια σημασία τόσο από ιατρική, ιατροδικαστική η νομική άποψη, όσο και από πνευματική άποψη.

 

Ο Μακαριώτατος έκανε εκτενή αναφορά στην μη ανταπόκριση κορυφαίων, όπως έχουν χαρακτηρισθεί, εκπροσώπων της ιατρικής επιστήμης, οι οποίοι, επειδή έχουν διαφορετικές απόψεις, δεν θέλουν ο ένας τον άλλον και δεν δέχονται να καθήσουν και να κάνουν διάλογο πάνω σ’ αυτά τα θέματα. Και διερωτήθη: «είναι επιστήμη αυτή; (και συνέχισε) όταν δηλαδή ο καθ’ ένας οχυρώνεται πίσω σ’ αυτά τα οποία εκφράζει και εκπροσωπεί και δεν δέχεται να κουβεντιάσει με κάποιον άλλον ο οποίος έχει ενδεχομένως διαφορετικήν άποψιν, τι είδους επιστήμη είναι αυτή και τι είδους σεβασμός προς την έρευναν μπορεί να είναι;».

 

Σχόλιον επ’ αυτού: Ο Μακαριώτατος έχει δίκαιο να κάνει τέτοιες κρίσεις. Παρέλειψε βεβαίως να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους οι «κορυφαίοι» εκείνοι επιστήμονες δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση*, επιβεβαιώνοντας μάλιστα έτσι την ύπαρξη «διαφορετικών απόψεων» και μάλιστα τέτοιων ώστε «να μην θέλουν ο ένας τον άλλον». Προφανές δε καθίσταται εξ αυτού ότι πράγματι δεν είναι «διεθνώς ομόφωνη η άποψη ότι ο εγκεφαλικός θάνατος ταυτίζεται με το αμετάκλητον βιολογικόν τέλος του ανθρώπου». Εν τη ρύμη δε του λόγου του, ο Μακαριώτατος ολοκλήρωσε τις σχετικές με τους ξένους επιστήμονες σκέψεις του, λέγων: «Τα θέματα αυτά δεν λύνονται ούτε με αφορισμούς ούτε με ύβρεις και με συκοφαντίες απέναντι σ’ εκείνους με τους οποίους διαφωνούν». Αυτό άραγε, γιατί το είπε;

 

Ο Μακαριώτατος, εφού έδωσε την απάντηση της Ιεράς Συνόδου σε κάποιον κληρικόν ο οποίος ζήτησε τον λόγον για την θέση της Εκκλησίας στο θέμα των μεταμοσχεύσεων, προσέθεσε: «Το λέγομεν αυτό διότι... ο προσδιορισμός της ακριβούς χρονικής στιγμής της αναχωρήσεως της ψυχής η η ακριβής περιγραφή σε γνώσεις της καταστάσεως του εγκεφαλικού θανάτου, είναι ερωτήματα τα οποία και παραμένουν σχολαστικώς αναπάντητα. Ο μοναδικός τρόπος να αντιμετωπίσουμε αυτά είναι η υπέρβασίς των».

 

Σχόλιον επ’ αυτού: Πολύ ενδιαφέροντα τα όσα μας είπε ο Μακαριώτατος και για τις εντολές της Ιεράς Συνόδου «να δίδεται η δέουσα απάντησις όταν υπάρχουν ορισμένες αντιρρήσεις». Ενδιαφέροντα και τα μόλις ανωτέρω αναφερθέντα. Όμως δεν ικανοποιούν τις «αντιρρήσεις» που αναποδράστως δημιουργεί το δεύτερος μέρος του άρθρου 12 και το άρθρο 13 των Βασικών Θέσεων της Επιτροπής Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στα οποία γράφεται: « Ο εγκεφαλικός θάνατος αποτελεί γεγονός οριστικής και ανεπιστρέπτου καταστροφής του εγκεφάλου και κατάστασιν πλήρους απωλείας αισθήσεων και συνειδήσεως. Κατ’ αυτόν, η αναπνευστική λειτουργία συντηρείται μόνον μηχανικώς, η δε διακοπή της τεχνητής υποστηρίξεως οδηγεί εις σχεδόν άμεσον παύσιν της καρδιακής λειτουργίας».

 

Επομένως, αφού δεν είναι «άμεσος», θα περάσει χρόνος κάπως μεγαλύτερος των 4-5 λεπτών της ώρας από την παύση της καρδιακής λειτουργίας μέχρι να συμβεί «η μη αναστρέψιμη παύση όλων των λειτουργιών ολοκλήρου του εγκεφάλου», για να θεωρηθεί ο άνθρωπος νεκρός, σύμφωνα με τα καθιερωμένα για τον «νευρολογικό θάνατο», που είναι ισότιμος και ισόκυρος ιατρικώς του «καρδιοαναπνευστικού θανάτου». Σημειωτέον ότι περί του τελευταίου ουδέν ελέχθη κατά την «Εκκλησιαστική αυτή Ημερίδα». Στο άρθρο δε 13 αναφέρεται: «Αυτά που εις την ουσίαν επιτυγχάνει η τεχνητή υποστήριξις της αναπνοής είναι ότι προσωρινώς αναχαιτίζει την διαδικασίαν αποσυνθέσεως του σώματος όχι όμως και την αναχώρησιν της ψυχής». Επομένως, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος βεβαιώνει ότι γνωρίζει πότε «έχει αναχωρήσει η ψυχή». Πως όμως το γνωρίζει και από που το συνάγει, όταν η διάσπαση της ψυχοσωματικής «συμφυΐας» είναι «μυστήριον» και μάλιστα «μέγα»; Και η απορία γίνεται μεγαλύτερη όταν στον ίδιο τόμο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο άρθρο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου (το οποίο μάλιστα ήταν και η Εισήγησή του προς την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατ’ ανάθεση) στη σελίδα 359, διαβάζουμε: «Όταν μερικά όργανα κινούνται με υποστηρικτικές ενέργειες, και τότε εξακολουθεί να ενεργεί η ψυχή μέσα στον άνθρωπο, εφ’ όσον ενεργεί σε άλλο υγιές σωματικό όργανο: τότε οπωσδήποτε υπάρχει η ψυχή μέσα στο σώμα».

 

Στον ίδιο επίσης τόμο (σ. 272), ο καθηγητής της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκη και μέλος της Επιτροπής Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος κ. Γ. Μαντζαρίδης γράφει: «Όσο λειτουργεί η καρδιά του ανθρώπου, δεν είναι δυνατό να μιλήσουμε για χωρισμό της ψυχής από το σώμα». Διερωτάται δε ο Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου —μαζί δε με εκείνον και εμείς: Πως επεμβαίνουμε βίαια σε έναν άνθρωπο του οποίου δεν λειτουργούν μερικές εγκεφαλικές λειτουργίες αλλά, επειδή λειτουργεί η καρδιά, υπάρχει ακόμη η ψυχή;» Και συνεχίζει: «μήπως στεκόμαστε ανάλγητοι, όταν λαμβάνουμε τα όργανα του σώματος, ενώ ως πρόσωπο ζει ο άνθρωπος; (σελ. 361). Δεν αποτελεί δε «σχολαστικισμόν» η «στιγμή» του θανάτου του προσώπου, εφ’ όσον πρόκειται για τη «ρήξη της ψυχοσωματικής συμφυΐας του ανθρώπου η οποία γίνεται «θείω βουλήματι».

 

Ο Μακαριώτατος στον χαιρετισμόν του ανέφερε: «αι μεταμοσχεύσεις αποτελούν μοναδικήν ιατρικήν παρεμβατικήν τεχνικήν και διαδικασίαν, η οποία όμως είναι δυνατόν να οδηγήσει εις παρεκτροπάς μεγάλης ασέβειας κατά του ανθρώπου π.χ. εμπορευματοποίησης, βεβήλωσης των τελευταίων στιγμών του ανθρώπου, προαγωγής συμφερόντων κ.λπ. Για τον λόγον τούτον η Εκκλησία, ενώ συγκινείται από την ιδέαν, είναι ιδιαιτέρως προσεκτική και επιφυλακτική να ομιλήσει περί αυτών εις τον Λαόν». Περαίνων δε τον «χαιρετισμό» του επί του θέματος της Ημερίδος, είπε και τα εξής: «Αυτά είναι μερικά από τα επιχειρήματα και τις απαντήσεις που ευκαιριακώς δίδει η Εκκλησία εις πάντα αμφισβητούντα η αντιρρησίαν, έναντι απόψεων που έχουν διατυπωθεί και έχουν διαμορφωθεί με ορθόδοξον συνείδησιν και, θα έλεγα, και πανιεραρχικήν συμφωνίαν».

 

Σχόλιον επί του τελευταίου αυτού: Ως προς την «πανιεραρχικήν συμφωνίαν», υπάρχουν αφ’ ενός αρκετές επιφυλάξεις μεταξύ εκείνων που ασχολούνται με τα θέματα αυτά, ενώ αφ’ ετέρου οι πλείστοι των αρχιερέων, όπως εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται, τα αγνοούν, λαμβάνουν όμως μέρος στη λήψη αποφάσεων...

 

Μετά το πέρας του «χαιρετισμού» του Μακαριωτάτου, ο λόγος εδόθη εις τους εισηγητές:

 

 

1η Εισήγηση

 

Ο κ. Σεραφείμ Νανάς, Επίκουρος Καθηγητής Εντατικής Θεραπείας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, έκανε μία ιστορική αναδρομή στη «διαπίστωση του θανάτου». Περιέγραψε τις ευθύνες ενός εντατικοθεραπευτή στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.) και τις ιδιαίτερες ευαισθησίες του στο να είναι συντηρητικός και πολύ προσεκτικός, ώστε να μην κάνει λάθη. Ανέφερε παρεμπιπτόντως και περίπτωση ασθενούς που τον είχαν χαρακτηρίσει ως «εγκεφαλικώς νεκρό», ο οποίος όμως μετά από 12 ώρες... εξήλθε του Νοσοκομείου. (Νομίζω ότι τον αποδίδω ορθώς).

 

 

2η Εισήγηση

 

Ο κ. Σταύρος Μπαλογιάννης, Καθηγητής Νευρολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μέλος της Επιτροπής Βιοηθικής της Ι.Σ.Ε.Ε., γλαφυρός ομιλητής, περιέγραψε και με πολλές διαφάνειες τα του εγκεφαλικού θανάτου (όπως αυτά παρουσιάζονται στον τόμο « Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις» στις σελίδες 121-147)· ... επιμένοντας και στο ότι κάθε είδους θάνατος και από οποιαδήποτε αιτία, καταλήγει να είναι «εγκεφαλικός θάνατος». Έτσι, δεν ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με το στέλεχος του εγκεφάλου και τον εξ αυτού «εγκεφαλικό θάνατο». Περιέγραψε τις «νευροπαθολογικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου», μίλησε για το οίδημα το οποίο αναπτύσσεται «ολίγες ώρες από της διακοπής της αιματικής κυκλοφορίας στον εγκέφαλο» και για την «πλήρη ρευστοποίηση του εγκεφάλου, που επέρχεται τρεις ημέρες από της ισχαιμικής προκλήσεως του εγκεφαλικού θανάτου». Ετόνισε κατ’ επανάληψη ότι, στα πρώτα λεπτά της ώρας υπάρχουν μόνον νευροχημικές διαταραχές, και δεν αποκαλύπτεται τίποτε ως ιστική βλάβη των νευρικών κυττάρων ούτε με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Κατέληξε δε στο ότι η αμφισβήτηση του εγκεφαλικού θανάτου, υπό την έννοια που ανέπτυξε το θέμα, γίνεται: α) από άγνοια, β) πλημμελή η ανεπαρκή γνώση και, γ) από θρησκειολογικές ιδιαιτερότητες: 1. Προγονολατρία, 2. Ινδουισμός, 3. Ιαπωνικός Βουδισμός και 4. Ισλάμ. Για να μπορεί δε να μιλά κανείς —όπως ετόνισε— για τα θέματα αυτά, θα πρέπει να έχει ασχοληθεί εντατικώς και συστηματικώς με αυτά επί μία εικοσαετία. Όχι δε με διαβάσματα μόνον αλλά και με έρευνα, με το μικροσκόπιο.

 

Σχόλιον: Στο «πιστοποιητικό θανάτου» υποχρεούμεθα να γράψουμε την ακριβή αιτία και όχι το αποτέλεσμα, στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Μπαλογιάννης.

 

Ο κ. Αντώνιος Κουτσελίνης, Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Αθηνών και Καθηγητής Ιατροδικαστικής, μέλος της Επιτροπής Βιοηθικής της Ι.Σ.Ε.Ε. επίσης, ετόνισε: «το εγκεφαλικό στέλεχος προσυπογράφει τον εγκεφαλικό θάνατο».

 

Σχόλιον επ’ αυτού: Ενας τέτοιος ισχυρισμός υπερβαίνει τα κατασταλαγμένα ως επιστημονικώς παραδεκτά.

 

Περιέγραψε ο κ. Κουτσελίνης εν συνεχεία τις δυσκολίες γιατρού σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας να αναγγείλει τον θάνατο αρρώστου του στους συγγενείς, που έξω περιμένουν έναν «καλό λόγο» για τον άνθρωπό τους· πολύ περισσότερο δε να τους ζητήσει τα όργανά του προς μεταμόσχευση. Διερωτήθη ακόμη για το ποιός είναι αρμόδιος να κλείσει την στρόφιγγα του μηχανήματος τεχνητής αναπνοής· ενώ ο γιατρός πιέζεται και από τη συνείδησή του και τις πεποιθήσεις του. Αναφέρθηκε επίσης στις δυσκολίες λήψεως οργάνων ακόμη και από έναν «ιδανικό δότη», όπως είναι ένας νέος, θύμα τροχαίου δυστυχήματος. Επειδή δηλαδή απαγορεύεται ακόμη και να αγγίξουν τον νεκρό πριν φθάσει ο Εισαγγελεύς δια τα περαιτέρω (προσέρχεται συνήθως με καθυστέρηση) μπορεί να έχει αρχίσει και η αποσύνθεση των οργάνων. Αλλά και για τους θνήσκοντες από παθολογικά αίτια, είπε ότι απαγορεύεται η νεκροτομή για λήψη οργάνων προ της παρελεύσεως 12 ωρών τουλάχιστον, οπότε τα όργανα και αυτών καθίστανται ακατάλληλα, πλην ίσως μόνον ελαχίστων εκ των με «υψηλή κυτταρική διαφοροποίηση», όπως είναι ο κερατοειδής χιτώνας των οφθαλμών, το δέρμα, τα νεφρά. Γι’ αυτό, προς εξεύρεση οργάνων για τις μεταμοσχεύσεις τάσσεται εκθύμως υπέρ της νομοθέτησης της «εικαζομένης συναίνεσης» του δότη.

 

Σχόλιον επ’ αυτού: Η «εικαζομένη συναίνεση» έχει καταπολεμηθεί από την Εκκλησία μας, διότι καταργεί το αυτεξούσιο της προσωπικότητος του ανθρώπου.

 

 

3η Εισήγηση

 

Ο Μητροπολίτης πρ. Ερζεγοβίνης κ. Αθανάσιος Γιέβτιτς, έχοντας ως θέμα της εισηγήσεώς του το «Θάνατος και ρήξη ψυχοσωματικής συμφυΐας», περιέγραψε και περιπτώσεις των τελευταίων στιγμών της ζωής ανθρώπων από την πρόσφατη εμπόλεμη περίοδο στη χώρα του. Αναφέρθηκε στον άνθρωπο ως ένα μυστήριο —από τα μεγαλύτερα μυστήρια του Θεού. Το θέμα του το ανέπτυξε χωρίς αναφορές στον εγκεφαλικό θάνατο, ετάχθη δε υπέρ των μεταμοσχεύσεων από αγάπη προς τον άνθρωπο, για λόγους φιλανθρωπίας. Ανεφέρθη στη ρήξη της συμφυΐας σώματος και ψυχής ως τραγικού γεγονότος, όχι όμως στον εγκεφαλικό θάνατο και στην συσχέτιση αυτού με τη «ρήξη της ψυχοσωματικής συμφυΐας».

 

 

Αντί επιλόγου

 

Η Ημερίδα ήταν ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις. Για μια φορά ακόμη επιβεβαιώθηκε το πολύπλευρο των γνώσεων του Μακαριωτάτου σε πολλά πεδία του επιστητού. Μάλλον όμως υπερέβαλε εαυτόν επί του συγκεκριμένου θέματος της Ημερίδος. Εμείς οι γιατροί είμεθα κάπως συντηρητικότεροι, ακόμη και όταν αναφερόμεθα σε κάποιον κλάδο της ειδικότητός μας, επειδή υπάρχουν και οι περισσότερον ειδικοί σε επί μέρους θέματα. Μας συνέχει δε εκείνο του Ξενοφώντος: « Αδύνατον πολλά τεχνώμενον, πάντα καλώς ποιείν»· όπως και το του Πλάτωνος: « Αδύνατον ένα, πολλάς καλώς εργάζεσθαι τέχνας». Και για το θέμα της Ημερίδος, είναι πολύ καλά γνωστόν ότι υπάρχουν και διαφορετικές τοποθετήσεις εκ μέρους ειδημόνων —λαϊκών, κληρικών, καθηγητών πανεπιστημίων θεολογικής αρμοδιότητος και των ασχολουμένων με την Δογματική της πίστεώς μας— οι οποίοι έχουν εκφρασθεί με κάτι περισσότερο από απλές επιφυλάξεις, ακόμη και για τις «Βασικές θέσεις επί της Ηθικής των Μεταμοσχεύσεων» και τις τοποθετήσεις της Επιτροπής Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εχουν εκφρασθεί από πόνο για την Εκκλησία και όχι για να επηρεάσουν προβληματισμένους και προβληματιζομένους μέσα στην Εκκλησία, όπως ελέχθη κατά την Ημερίδα.

 

Οι ακροατές της Ημερίδος έμειναν με την πικρία ότι έγινε «ροκάνισμα» του χρόνου με τις μακροσκελείς Εισηγήσεις μέχρι και το διπλάσιο του προγραμματισμένου και γι’ αυτό δεν τους δόθηκε ο λόγος. Τα χαρτιά των ερωτήσεών τους ήσαν στίβες ολόκληρες στα χέρια του π. Νικολάου. Γι’ αυτό προφανώς υπήρξαν διαμαρτυρίες εκ μέρους των. Μέχρι και εκείνη, από στόμα μάλιστα Ιερέως, ο οποίος εξανέστη όρθιος και εφώναξε: «Συγχαρητήρια για την αποτυχία της Ημερίδος»(!). Ίσως για να αποκαλυφθεί έτσι και πόσο λανθασμένες είναι οι προθέσεις των τέτοιων Ημερίδων». Διότι, στο άρθρο 49 των 55 Βασικών Θέσεων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι γραμμένο: « Η Εκκλησία... θα προκαλέση διάλογον και ευκαιρίας ενημερώσεως και θα προσπαθήση να καλλιεργήση πνεύμα κατανοήσεως... ώστε να εξαλειφθή κάθε αδικαιολόγητος αρνητισμός». Με τέτοιες όμως «προθέσεις», πως είναι δυνατόν να γίνεται «διάλογος» και μάλιστα διάλογος εποικοδομητικός; ...η να προκύψει και αυτό που δια του Τόμου « Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις» ζητά από τους πιστούς της, δηλαδή «μελέτες και σκέψεις που θα συντελέσουν στην τελική διαμόρφωση της Εκκλησιαστικής τοποθετήσεως της Ιεράς Συνόδου»;

 

Είναι πολύ πιθανόν ότι η Εκκλησία θα είχε τοποθετηθεί διαφορετικά έναντι του λεγομένου «εγκεφαλικού θανάτου» εάν εγνώριζε επαρκώς ότι, τόσον ο νόμος 1383/83 όσον και ο νόμος 2737/99 είναι θεμελιωμένοι στην εσφαλμένη άποψη ότι: «ο θάνατος του στελέχους του εγκεφάλου είναι ταυτόσημος με τον εγκεφαλικό θάνατο και σημαίνει θάνατο». Και δεν θα εταλαιπωρείτο σήμερα με τα άρθρο 12 και 13 των Βασικών Θέσεων της, εάν τα είχε μελετήσει υπό το πρίσμα του άρθρου 36 (αν και ατελούς) κατά το οποίο: Η υποκατάστασις του όρου «εγκεφαλικός θάνατος» δια του όρου «νέκρωσις του εγκεφαλικού στελέχους» θεωρείται ιατρικώς αμφιλεγόμενος και ιδεολογικώς ύποπτος. Η διαπίστωσις της παύσεως των λειτουργιών ουχί μόνον του εγκεφαλικού στελέχους αλλά και του φλοιού, ως επιβεβαιούσα την ανεπίστρεπτον παύσιν όλων των εγκεφαλικών λειτουργιών είναι επιβεβλημένη.

 

Τα αναδυόμενα πλέον ερωτήματα για την Εκκλησία είναι πολλά, μερικά των οποίων... και ο γράφων έχει επισημάνει στην μονογραφία του «Μεταμοσχεύσεις, Προβληματισμοί και Διλήμματα» ( Εκδ. Τήνος 2002, σ. 64). Είναι δε πολλά εκείνα στα οποία η Εκκλησία μας οφείλει να εγκύψει με την συνεργασία «παντός δυναμένου». Νομίζω, μάλιστα, ότι σε κάποια θέματα θα μπορούσε, η θα έπρεπε, η Εκκλησία μας να λέγει και ένα «Δεν γνωρίζουμε»· εφ’ όσον, όπως μάλιστα το ετόνισε και ο Σεβασμιώτατος κ. Αθανάσιος Γιέβτιτς στην εισήγησή του, «ο άνθρωπος είναι ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια του κόσμου».

 

* Σημ. «Π»: Από όσον εμείς είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, δεν υπήρξε επίσημη πρόσκληση για ισότιμη συμμετοχή στους εκπροσώπους της «άλλης απόψεως».