- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Ο μύθος του χωρισμού μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας (Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου)

Tο θέμα του χωρισμού Κρά­τους και Εκκλησίας βρί­σκεται στην επικαιρότητα, κατά περίεργο τρόπο, γιατί παραπέμπει στην άποψη ότι δήθεν τα υπαρκτά και ανύπαρκτα σκάν­δαλα μέσα στο χώρο της Εκκλη­σίας, από άρρωστα μέλη της, κλη­ρικούς και λαϊκούς, θεωρείται ότι οφείλονται στη σχέση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, όπως λει­τουργεί σήμερα. Αυτό είναι λάθος. Στη συνέχεια, θα υπογραμμί­σω μερικά σημεία, τα οποία μπο­ρούν να ξεκαθαρίσουν λίγο το θέμα αυτό, το οποίο όσο περνά ο και­ρός σκοτίζεται ακόμη περισσό­τερο από τις ποικίλες γνώμες και απόψεις, έγκυρες και μη, που δια­τυπώνονται. Γενικώς, επί του θέμα­τος φαίνεται να κυριαρχεί η άγνοια ή η ημιμάθεια. 1. Κράτος και Εκκλησία Όταν κάνουμε λόγο για χωρι­σμό Κράτους και Εκκλησίας πολ­λοί εννοούν δύο θεσμούς που είναι μεταξύ τους ενω­μένοι και πρέπει να χωρίσουν. Θα πρέ­πει να δούμε ποι­οι είναι αυτοί που πρόκειται να χωρί­σουν. Όταν λέμε Κράτος-Πολιτεία εννοούμε όλη τη συντεταγμένη Πολιτεία με τα όργα­νά της, εννοούμε τους πολίτες μιας χώρας μαζί με τους εκλεγμένους άρχοντες, αλλά και τους νόμους επί τη βάσει των οποίων λειτουρ­γεί η Πολιτεία αυτή. Και όταν λέμε Εκκλησία εννο­ούμε όλα τα μέλη της που είναι βαπτισμένα και κατά ποικίλους τρόπους και βαθμούς ζουν μέσα στην Εκκλησία, καθώς επίσης και τα όργανά της, Ιερά Σύνοδος, Μητροπόλεις, Ενορίες, Μονές, που έχουν ρυθμισθεί να λειτουργούν σύμφωνα με τους Κανόνες της Εκκλησίας. Έχοντες αυτά υπόψη, τουλά­χιστον ως προς την Εκκλησία που πρέπει να χωρίσει από το Κράτος, εννοούμε τρεις πραγματικότητες. Η μία είναι τα μέλη της, η δεύτε­ρη είναι η διοίκησή της και η τρί­τη είναι η παράδοσή της. Τα μέλη της Εκκλησίας προ­φανώς δεν μπορούν να χωρίσουν από το Κράτος, γιατί είναι ταυτο­χρόνως πολίτες του συγκεκριμέ­νου Κράτους, ακόμη και πολιτικοί Ηγέτες. Η παράδοση της ελληνι­κής κοινωνίας που έχει εμποτισθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι δύσκολο να χωρισθεί από το Κρά­τος, αφού αυτή η παράδοση έχει γίνει εν πολλοίς ήθη και έθιμα των κατοίκων της Πολιτείας και δεν μπορεί εύκολα η Πολιτεία να αποδεσμευθεί από αυτήν, διότι οι πολί­τες επιθυμούν να τηρούν αυτές τις παραδόσεις που έχουν σχέση με τις εορτές και τον τρόπο ζωής. Οπότε, απομένει ως χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος να εννοούμε το χωρισμό της διοίκη­σης της Εκκλησίας από τη διοί­κηση του Κράτους. Αυτό εν πολλοίς υπάρχει σήμε­ρα, αρκεί να τηρούνται καλά τα νενομισμένα και ακόμη ίσως χρει­ασθεί να γίνουν μερικές αλλαγές και οριοθετήσεις για την καλύτε­ρη λειτουργία των σχέσεων μετα­ξύ τους. 2. Χωρισμός ή αναθεώρηση – οριοθέτηση των σχέσεων; Η έννοια του χωρισμού έχει σχέση με τον αποχωρισμό και αυτό ερμηνεύεται με την έννοια του δια­ζυγίου, δηλαδή τελεία διακοπή των σχέσεων. Θα πρέπει το Κρά­τος, σύμφωνα με την άποψη αυτή, να αποσπασθεί από τη σχέση του με την Εκκλησία ή η Εκκλησία να χωρισθεί από το Κράτος. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει σε μια συντεταγμένη Πολιτεία. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι ούτως ή άλλως η Εκκλησία ως ένας οργανισμός θα πρέπει να έχει κάποια σχέση με το Κράτος, αφού δεν μπορεί να είναι τελείως ανε­ξάρτητη. Τίποτε μέσα σε ένα Κρά­τος δεν μπορεί να είναι τελείως ανεξάρτητο, γιατί τότε αυτό θα ήταν ένα Κράτος εν Κρατεί. Κάθε οργανισμός πρέπει να έχει μια νομι­κή προσωπικότητα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, θα πρέπει να έχει κάποια σχέση με το Κράτος. Οπότε, δεν μπορούμε να μιλού­με για χωρισμό, αλλά για μια ενδε­χόμενη αναθεώρηση ή νέα οριο­θέτηση των σχέσεων μεταξύ εκκλη­σιαστικής και πολιτικής διοική­σεως σε δύο σημεία, ήτοι στον Καταστατικό Χάρτη και την εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Δεν μπο­ρούμε διαφορετικά να εννοήσου­με την έννοια του χωρισμού. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο είναι λάθος η φράση «χωρισμός Εκκλη­σίας και Πολιτείας» και από την άποψη των όρων Εκκλησία και Πολιτεία και από την άποψη του χωρισμού. 3. Οι σχέσεις της Ελληνικής Πολιτείας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Μιλώντας για χωρισμό ή αναθεώρηση-οριοθέτηση των σχέσε­ων μεταξύ Εκκλησίας και Πολι­τείας πρέπει οπωσδήποτε να συζη­τήσουμε και την ενδεχόμενη αναθεώρηση των σχέσεων της Ελλη­νικής Πολιτείας με το Οικουμε­νικό Πατριαρχείο. Προλαβαίνω εδώ να υπο­γραμμίσω ότι δεν θεωρώ ότι η Ελληνική Πολιτεία πρέπει να προχωρήσει σε συζήτηση για ανα­θεώρηση των σχέσεών της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, γιατί αυτό θα είναι «έγκλημα» εναντίον του Ελληνισμού γενικότερα. Αλλά το χρησιμοποιώ μόνον ως επιχεί­ρημα από την άποψη ότι δεν είναι εύκολο να ζητεί η Ελληνική Πολι­τεία την αναθεώρηση των σχέσε­ών της με την Αυτοκέφαλη Εκκλη­σία της Ελλάδος και να μη συζη­τά το θέμα αυτό με το Οικουμε­νικό Πατριαρχείο, στο οποίο υπά­γονται πολλές Μητροπόλεις που ευρίσκονται στο Ελληνικό Κρά­τος. Πάντως, δεν είναι δυνατόν να αναθεωρηθούν και υποβιβασθούν οι σχέσεις του Κράτους με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλά­δος και να αγνοείται το Οικουμε­νικό Πατριαρχείο, αφού σε αυτό ανήκουν πνευματικώς οι Μητρο­πόλεις των λεγομένων Νέων Χωρών, που χαρακτηρίζονται Μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου εν Ελλάδι και συναποτελούν μαζί με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος την όλη Εκκλησία της Ελλάδος, σε αυτό ανήκει κατευ­θείαν το Άγιον Όρος και οι Μητρο­πόλεις της Δωδεκανήσου και σε αυτό υπάγεται η ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης. Και είναι γνωστό ότι οι σχέσεις της Ελλη­νικής Πολιτείας με το Οικουμε­νικό Πατριαρχείο είναι σχέσεις ομοταξίας και καθορίζονται από το Σύνταγμα της Ελλάδος. Και το ερώτημα που τίθεται είναι εάν είναι εύκολη η αναθεώ­ρηση των σχέσεων της Ελληνικής Πολιτείας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο; Εν πάση περιπτώσει, επειδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκεί μια συνδιοίκηση με την Εκκλησία της Ελλάδος, λόγω των Μητρο­πόλεων των λεγομένων Νέων Χωρών, διερωτώμαι πώς μπορεί να γίνει οποιαδήποτε αναθεώρηση της σχέσεως σε βάρος της Εκκλησίας, χωρίς τη γνώμη του Οικουμενι­κού Πατριαρχείου; Νομίζω ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν θα παραμείνει απαθές σε τέτοιες ενέρ­γειες. 4.      Σχέσεις με τους Μουσουλμάνους της Θράκης Θα πρέπει να ρυθμισθούν ανά­λογα και οι σχέσεις της Ελληνικής Πολιτείας με τους Μουσουλμά­νους της Θράκης και να μελετη­θεί το θέμα αυτό σε σχέση με τη Συνθήκη της Λωζάννης, σύμφω­να με την οποία οι θρησκευτικοί αρχηγοί (μουφτής) θεωρούνται ως «δημόσιοι λειτουργοί». Ακόμη και οι Ισραηλιτικές Κοινότητες είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσί­ου Δικαίου. Έτσι, δεν είναι ορθό να υποβι­βασθεί η Εκκλησία της Ελλάδος, χωρίς να αναθεωρηθούν οι σχέ­σεις της Ελληνικής Πολιτείας με τους Μουσουλμάνους, και αυτό δε το τελευταίο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, γιατί δεν το επιτρέπει η Συνθήκη της Λωζάννης και επομένως μια διαφορετική ρύθμιση θα έχει οδυνηρές συνέ­πειες στην όλη εξωτερική πολιτι­κή της Ελλάδος. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέ­πει να αντιμετωπισθούν και οι σχέ­σεις με όλες τις άλλες θρησκείες και ομολογίες. 5. Υπάρχει πολιτική βούληση για το χωρισμό; Ο λεγόμενος όμως χωρισμός χρησιμοποιείται πολλές φορές για πολιτική σκοπιμότητα, αλλά τελι­κά όσες φορές χρειάσθηκε να προ­χωρήσει κάτι σταμάτησε από τους ίδιους τους πολιτικούς. Νομίζω, λοιπόν, ότι υπάρχουν υποσχέσεις και προγράμματα των κομμάτων για το χωρισμό «Εκκλη­σίας και Πολιτείας», αλλά ούτε καθορίζεται τι είναι χωρισμός ούτε υπάρχει πολιτική βούληση για ένα τέτοιο έργο. Η ιστορία του θέμα­τος αυτού το αποδεικνύει περί­τρανα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1987 συστήθηκε μεικτή Επιτρο­πή για τη μελέτη του θέματος, η οποία ύστερα από 36 πολύωρες συνεδριάσεις κατέληξε στα εξής βασικά σημεία: Να γίνει μια συμ­φωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολι­τείας που θα καθορίζονται μερι­κά πλαίσια βασικών αρχών, να καταρτισθεί νέος νόμος που να έχει λίγα άρθρα και πολλές εξου­σιοδοτήσεις κανονιστικού περιε­χομένου και να χαρακτηρισθεί η Εκκλησία ως Εκκλησιαστικό Νομι­κό Πρόσωπο ειδικού χαρακτήρα. Όμως αυτή η συμφωνία παρέμει­νε στα συρτάρια κάποιου γραφεί­ου και δεν προχώρησε στην υλοποίηση. Και η δυσπραγία αυτή γίνεται φανερή από ένα σημαντικό λόγο. Η Πολιτεία δεν θα ήθελε ποτέ μια ανεξέλεγκτη και ελεύθερη Εκκλη­σία, γιατί δεν γνωρίζει πού θα μπο­ρούσε να οδηγήσει αυτή η ελευ­θερία, ήτοι θα μπορούσε να ευνοή­σει την ασυδοσία μερικών Μητρο­πολιτών ή την ανταρσία μερικών Πρεσβυτέρων και μοναχών. Άλλωστε, όπως έχει παρατη­ρηθεί, ο χαρακτηρισμός της Εκκλη­σίας της Ελλάδος με όλες τις επί μέρους κοινότητες ως Νομικό Πρό­σωπο Δημοσίου Δικαίου έγινε για να ελέγχει το Κράτος την Εκκλησία. Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος και γενι­κά όλη η σύγχρονη εκκλησιαστι­κή νομοθεσία αποτελούν σήμερα, παρά την ανικανότητα μερικών δια­τάξεων, ασφαλιστική δικλίδα για διάφορες ανταρσίες, σχίσματα και διαιρέσεις μέσα στην Εκκλησία, ακόμη και για επιθετικότητες ενα­ντίον της Πολιτείας. Αμφιβάλλω εάν οι πολιτικοί θα ήθελαν τα πράγματα να εξελιχθούν ελεύθερα και απρόβλεπτα με συνέ­πειες για την Ορθόδοξη Εκκλη­σία την ενότητα της Ελληνικής Πολιτείας και τον Ελληνισμό. 6. Μισθοδοσία του Κλήρου Εάν ο λεγόμενος χωρισμός προ­ϋποθέτει και τη διακοπή της μισθο­δοσίας του Κλήρου από το Κρά­τος, τότε θα πρέπει αφενός μεν να καταργηθούν όλες οι συμβάσεις με τις οποίες το Κράτος απαλλο­τρίωσε την περιουσία της Εκκλη­σίας, χωρίς να την αποζημιώσει, αφετέρου δε θα πρέπει να επιστραφούν οι περιουσίες αυτές ή να αποτιμηθεί η αξία τους με σημε­ρινά δεδομένα και να δοθούν τα χρήματα στην Εκκλησία για τη μισθοδοσία του Κλήρου. Δεν μπορούμε να εννοήσου­με χωρισμό και στο σημείο αυτό εάν δεν εξετασθεί και αυτή η σημα­ντική πλευρά του θέματος. Γιατί αν δεν λυθεί και αυτό το θέμα, τότε το Κράτος θα είναι υπεύθυνο για την κατάσταση στην οποία θα περιέλθουν οι κληρικοί με τις οικο­γένειες τους, με φοβερές συνέ­πειες για την ίδια την Πολιτεία. Υπάρχουν και άλλα σημεία που θα μπορούσαν να εντοπισθούν, αλλά παραμένω σε αυτά μόνο, προς το παρόν, στα οποία φαίνεται ότι πράγματι ο λεγόμενος χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας είναι ένας «μύθος» που χρησιμοποιείται από πολλούς για ιδεολογικούς λόγους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η σημερινή κυβέρνηση αντιμετω­πίζει το θέμα αυτό με ψυχραιμία και σωφροσύνη. Εκείνο που μπορεί να γίνει στις σύγχρονες ανάγκες είναι να επαναπροσδιορισθούν και οριοθετη­θούν εκ νέου οι σχέσεις μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοι­κήσεως, να δούμε δηλαδή ποια σημεία ανήκουν στην αρμοδιότη­τα της πολιτικής διοικήσεως, ποια σημεία ανήκουν στην αρμοδιότη­τα της εκκλησιαστικής διοικήσε­ως και ποια σημεία χρειάζονται κοινή αντιμετώπιση, μέσα στα πλαί­σια της ευνομούμενης Πολιτείας και μέσα στις σύγχρονες ευρω­παϊκές προδιαγραφές. Και πρέπει να γίνει το συντο­μότερο αυτό για να μην αφήνο­νται κενά. (Πηγή: ‘Απογευματινή’ 25/2/2005)