Ο τάφος, παρά τη μελαγχολική αγριάδα του, είναι πρυτανείο αληθινής σοφίας. Παρ’ όλον ότι τα άνθη τής ανθρώπινης σοφίας μαραμένα σκορπίζονται στην ψυχρή πλάκα του, όμως από την ομιχλώδη του παγερότητα φυτρώνουν άλλα άνθη, μιας άλλης καινούργιας απόκοσμης σοφίας. Ο τάφος αναδίδει την αληθινότητα του όντος. Οι κεραίες του εκπέμπουν πολυσήμαντα μηνύματα. Αφήνει διάτορη κραυγή σ’ αυτούς που έχουν ανοικτά τα πνευματικά τους αισθητήρια. Σπουδάζοντας το μνήμα ο άνθρωπος οδηγείται σε συναίσθηση της αλήθειας τής φύσεώς του. Βλέπει τις υπαρκτικές ρίζες του γυμνές —χωρίς τους κλάδους και τα φύλλα τής ζωής— να σαλεύονται άγρια από τον επιδρομέα θάνατο. Βλέπει τη δική του αλήθεια και αναλήθεια. Κατανοεί τη βαθύτερη ουσία του γυμνωμένη από τη ψευτιά και την απάτη τής εγκόσμιας ζωής. Ο τάφος τον βοηθεί να γνωρίσει τα πραγματικά μέτρα τής υπάρξεώς του. Νά έλθει σε αυτοσυναίσθηση και αυτογνωσία. Του αφαιρεί το incognito της θολής και πολυτάραχης ζωής. Στη ψυχρότητά του διαλύονται οι ομίχλες και τα νέφη τής βιοτικής αυταπάτης. Ο άνθρωπος βλέπει εαυτόν «ενώπιος ενωπίω». Φθάνει στο βάθος τού είναι του, ψαύει τον πυθμένα τής υπάρξεώς του. Μπροστά στο παγερό μνήμα διαλύεται κάθε ψευδαίσθηση. Πιστοποιείται ότι δεν υπάρχει διαφυγή σε άλλα ενδεχόμενα, ξεστράτισμα σε άλλα μονοπάτια. «Τετέλεσται». Με την αφαίρεση της τελευταίας πνοής, τελεία και παύλα στην επίγεια ύπαρξη.
Το «γνώθι σ’ αυτόν», που τόσο αποφθεγματικά εκήρυσσαν οι αρχαίοι, καταξιώνεται εδώ κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο: ο άνθρωπος στα πραγματικά του όρια, σωφρονών και ιματισμένος, χωρίς άκαιρες υπερβολές και ολιγόψυχες υποβαθμίσεις. Η αλήθεια τού όντος στην απλότητα και το θλιβερό μεγαλείο της. Αλήθεια,
Η φιλίωση με το θάνατο είναι δείγμα μεγάλης σοφίας. Πράγμα βέβαια δύσκολο. Είναι τόσες οι αντιξοότητες της ζωής, τόσες οι ταλαιπωρίες και οι θλίψεις, τόσο το καταθλιπτικό άγχος, η συναισθηματική φόρτιση και το πιεστικό στίβαγμα της καθημερινής κακίας, ώστε ο άνθρωπος δικαιολογημένα να ζητά λίγη δροσιά και ξεκούραση, λίγη ανάπαυλα στη στυγνή του καθημερινότητα, κάποια παραθυράκια αναψυχής στο γρανιτένιο κάστρο του, λίγη χαρά και λίγη άνεση, λίγα λουλούδια ελπίδας στο χερσωμένο κήπο τής ψυχής του. Δεν αρκούν άραγε όλα αυτά να προσθέτει στην τόση του κακότητα και την αγχωτική κατήφεια του θανάτου; Αλλωστε το βιολογικό ένστικτο είναι τόσο δυνατό, ώστε από τη φύση του ν’ απωθεί τη θύμηση του θανάτου. Πώς, λοιπόν, να συμφιλιωθεί η ζωή με τον αμείλικτο αντίπαλό της, τον εχθρό και τον καταλυτή της; Και όμως, παρά τη λογικοφάνεια των επισημάνσεων αυτών,
η φιλίωση με το θάνατο δεν παύει να είναι η αμείλικτη αντιμετώπιση της πραγματικότητος του όντος. Ο στρουθοκαμηλισμός σε τέτοια ακραία υπαρξιακά ζητήματα σε τίποτα δεν ωφελεί.
Το να κρύβεις την πραγματικότητα με τα πέπλα τής φαντασίας σου, κινδύνους μόνον εγκυμονεί, απογοητεύσεις, ανώμαλες προσγειώσεις, σύγχυση και ταραχή. Γιατί η διάθεση αυτή μπορεί μεν προσωρινά να καθησυχάζει τον άνθρωπο, όμως ταυτόχρονα του στερεί τη δυνατότητα της
σωστικής αντιδράσεως. Τον οδηγεί ανύποπτα στην καταστροφή. Τί ουσιαστικό λοιπόν έχει να κερδίσει; Όμοια και στην περίπτωση του θανάτου που —όπως είπαμε— είναι τόσο αληθινός όσο και η ζωή. Είναι κάτι που δεν μπορείς να αποφύγεις, είναι η σκιά σου, ο μαγνήτης εκείνος που αδυσώπητα σε τραβά κοντά του, παρά τις όποιες αντιδράσεις σου, τους κοπετούς και τους ολοφυρμούς σου. Προς τί λοιπόν η εθελοτυφλία και ο στρουθοκαμηλισμός; Δεν είναι καλύτερα, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος, να έχεις φίλο σου το θάνατο, παρά αντίπαλό σου και εχθρό; Πολλά δε έχεις να ωφεληθείς από τη φιλίωση αυτή.
Θα μετριάσεις κάπως τον πόνο και τη σύγχυση της τραγικής σου υπάρξεώς. Θα απαλύνεις την ταραχή τού επικείμενου θλιβερού τέλους σου. Θα φιλοσοφήσεις την κοινή μοίρα σου. Θα εξιχνιάσεις, στο μέτρο τού δυνατού, το σκοτεινό και αβυσσαλέο μυστήριο. Θα κλέψεις δυο λόγια από την αμίλητη σφίγγα τού μνήματος. Αλλά —το σημαντικότερο—
θα βοηθηθείς να γίνεις ανθρωπινότερος. Να προσθέσεις κάποια ποιότητα στη ζωή σου— κι ας φαίνεται αυτό παράδοξο— να την κάνεις ομορφότερη και ωραιότερη.
Η μνήμη τού θανάτου, όταν είναι βαθιά ριζωμένη στην ψυχή σου, θα σε απαλλάξει από πολλές ασχήμιες και κακότητες. Θα σου τονίζει διαρκώς το φευγαλέο και μάταιο της επίγειας ζωής. Ότι βασικά είσαι ένα «τίποτα». Και δε θα το λες αυτό ευκαιριακά μόνο και επιπόλαια —σε μια κηδεία λόγου χάρη— που βγαίνοντας από το ναό γρήγορα θα λησμονήσεις. Αλλά θα είναι εντύπωση βαθιά χαραγμένη στο μυαλό σου, αναπόσπαστα δεμένη με την ψυχή σου. Έτσι,
ποίαν ουσιαστικήν έννοια θα έχει πια για σένα η ταραχώδης προσπάθεια των εγκοσμίων, η ακόρεστη δίψα τής σάρκας, η ολοσχερής απορρόφηση από την ύλη, το δέσιμο με τη φθορά, το ασταμάτητο κυνηγητό τού πλούτου, η ακόρεστη θήρευση της δόξας, οι τόσες στενόκαρδες περηφάνιες, οι ανόητες επιδείξεις, οι άδειοι κομπασμοί, οι μωρές φιλοδοξίες, οι ψεύτικοι βαυκαλισμοί, που ξεφτίζουν τον άνθρωπο, τον ασχημίζουν, τον καθιστούν πρόστυχο και κούφο; Παράλληλα η αίσθηση της μηδαμινότητας του βίου θα απαλύνει σε μεγάλο βαθμό την καρδιά σου, θα μαλακώσει τη θηριωδία σου. Μπροστά στο θέαμα ενός νεκρού συνήθως μαλάσσεται η σκληράδα τού ζώου.
Ο θάνατος απαλύνει τις καρδιές.
Γιατί να μη συμβαίνει το ίδιο καθ’ όλη τη διάρκεια τής ζωής; Γιατί να μη βλέπουμε τον άνθρωπο σαν συνάνθρωπο, με τον οποίο μοιραζόμαστε μαζί τη ζωή και το θάνατο, την ίδια γέννηση και τον ίδιο τάφο, σαν κάτι φιλικό και αγαπητό, αλλά να τον βλέπουμε σαν κάτι ξένο, σαν δοχείο υποδοχής όλης της βρωμερότητος των λυμάτων τής ψυχής μας; Πόσες κακότητες άραγε, πόσες ταραχές και πολύνεκρες αναστατώσεις, πόσοι αιματηροί πόλεμοι και συγκρούσεις, πόσες δυναστεύσεις και καταπιέσεις, πόσες αδικίες και εκμεταλλεύσεις, πόσα δάκρυα και οιμωγές, πόσοι πόνοι βουβοί και δράματα κραυγαλέα και τόσα άλλα κακά που μετατρέπουν τις κοινωνίες μας σε άντρα ανθρωπόμορφων δαιμόνων, δε θα αποφεύγονταν, αν οι άνθρωποι έβλεπαν τη ζωή τους σαν ένα κινούμενο μηδενικό φορτωμένο ματαιότητα και μοχθηρία; Αλλά και σε κάτι άλλο, όχι λιγότερο σημαντικό, θα βοηθούσε η φιλίωση με το θάνατο. Θα ανακούφιζε τη σάρκα από τις χυδαιότητες και τα ρυπαρά πάθη της. Σαν τροχοπέδη ανασταλτική
θα ανέκοπτε την αχαλίνωτη σαρκομανία, τους έρωτες τους σκοτεινούς και ασέληνους,
τις τόσες καταχρήσεις και τις τόσες πρόστυχες ανωμαλίες, το άγριο χρεμέτισμα της ηδονής, τη ρυπαρότητα της αισθησιακής ακαθαρσίας, το σαρκικό πόλεμο του ζώου ενάντια στο ζώο,
την ασχήμια που υποδουλώνει και καταρρακώνει τον άνθρωπο. Όταν είναι βιωματική σοφία, καθαίρει τον άνθρωπο, τον περιτειχίζει από το στοιχείο το πρωτόγονο και απάνθρωπο, διοχετεύει τη ζωτική ορμή στα φυσικά κανάλια τής υπάρξεως, περικόπτει τ’ αγκάθια τής σύμφυτης κακίας,
αποδαιμονοποιεί τον άνθρωπο, τόν τοποθετεί στό γνήσιο βιολογικό βάθρο του.
Η φιλίωση με το θάνατο είναι δείγμα πραγματικής σοφίας, όταν βέβαια είναι φιλίωση αληθινή, βίωμα φωτισμένο και καθαρό, και όχι μια θολή και αρρωστημένη διάθεση, που προέρχεται από ύποπτες καταστάσεις και πλέγματα ψυχής.
(Πηγή: «ΑΜΩΜΟΙ ΕΝ ΟΔΩ ΑΛΛΗΛΟΥΪΑ», Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος)