.
Αλλ’ «εκτός απ’ όλα αυτά», λέγει, «ανάμεσα σ’ εμάς και σε σας υπάρχει μεγάλο χάσμα, για να μη μπορούν να περάσουν αυτοί που θέλουν από εδώ προς εσάς, ούτε να περνούν από εκεί προς εμάς». Βλέπετε ότι και ο ίδιος
ο Αβραάμ δεν μπορεί, και αν ακόμη θέλει, να βοηθήσει τους εκεί καταδικασμένους; Γιατί το αναμεταξύ χάσμα είναι αδιάβατο για όλους, ώστε και όσοι θέλουν να περάσουν να μη μπορούν· «ούτε οι από εκεί», λέγει, «μπορούν να περνούν προς εμάς». Φαίνεται να βρίσκονται πιο μέσα από τη φλόγα οι άλλοι τιμωρούμενοι, τους οποίους ο Αβραάμ λέγει «από εκεί», αλλά και δοκιμάζουν σφοδρότερα τη φωτιά, ώστε
να μη μπορούν να μιλούν καθόλου. Αυτοί ενδεχομένως να είναι εκείνοι που στον παρόντα κόσμο εκτός από το ότι δεν δίνουν από τα αγαθά τους πλουτούν και με αρπαγή, πράγμα για το οποίο δεν κατηγορήθηκε ο πλούσιος αυτός· γιατί δεν κατακρίνεται ως άρπαγας και άδικος, αλλά μόνο
ως άσπλαχνος και φιλήδονος. Προς αυτόν λέγει ο Αβραάμ ότι, επειδή προτίμησες τον απολαυστικό και άνετο και πρόσκαιρο βίο αντί για τον εγκρατή, τώρα δίκαια σε κυρίευσε οδύνη και θλίψη και στενοχώρια. Επειδή όμως και προς τους φτωχούς δεν είχες καμμιά κοινωνία με την ελεημοσύνη, ούτε απέκτησες φίλους από τον μαμωνά της αδικίας, ούτε έδωσες το περίσσευμά σου προς αναπλήρωση του υστερήματος εκείνων, αλλ’ έμεινες εντελώς ακοινώνητος προς τους αγίους, απομακρυσμένος από αυτούς όπως είναι απομακρυσμένη από την αρετή η κακία, γι’ αυτό τώρα ανάμεσα σ’ εμάς που έχομε ζήσει με αρετή και σ’ εσάς που έχετε ζήσει με κακία υπάρχει μεγάλο και αδιάβατο χάσμα, ώστε να μη μπορούμε ποτέ να μεταβούμε ο ένας προς τον άλλο.
Παριστάνει βέβαια με αυτά το ατελείωτο και αμετάθετο τόσο της κόλασης των αμαρτωλών, όσο και της άνεσης των δικαίων.
Αλλ’ ο πλούσιος, όντας ανόητος, ούτε έτσι σωφρονίσθηκε, ούτε σταμάτησε την κακία, ούτε κατέκρινε τον εαυτό του, αλλ’
επιχειρεί ακόμη να δικαιώνει τον εαυτό του και, σαν να μη τον είχε κανείς βεβαιώσει προηγουμένως για τον τόπο αυτόν των βασάνων, λέγει, «σε παρακαλώ λοιπόν, στείλε τον Λάζαρο στον πατρικό μου οίκο (γιατί έχω πέντε αδελφούς), για να τους διαβεβαιώσει, ώστε να μη έρθουν και αυτοί στον τόπο αυτόν των βασάνων».
Δείχνει δηλαδή ότι, αν είχε και αυτός ένα μάρτυρα προηγουμένως, δεν θα έκαμνε εκείνα, για τα οποία καταδικάσθηκε στη γέεννα. Όταν όμως ο Αβραάμ είπε, «έχουν τον Μωϋσή και τους προφήτες, ας ακούσουν αυτούς» (γιατί ο Μωϋσής σαν εκπρόσωπος του Θεού λέγει στην ωδή, «έχει ανάψει φωτιά από τον θυμό μου, θα φθάσει η φλόγα μέχρι τα βάθη του άδη», ενώ ο Ησαΐας, συμφωνώντας με τους άλλους προφήτες, λέγει· «θα κατακαούν οι άνομοι και οι αμαρτωλοί συγχρόνως και δεν θα υπάρχει κανείς να σταματήσει τη φωτιά»)· λέγοντας αυτά ο Αβραάμ, εκείνος πάλι αντιλέγοντας λέγει· «όχι, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ αν κάποιος από τους νεκρούς πάει προς αυτούς, θα μετανοήσουν». Τί απαντά λοιπόν πάλι σ’ αυτό ο Αβραάμ; «Αν δεν ακούνε τον Μωϋσή και τους προφήτες, ούτε, αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, θα πιστέψουν», σαν να του έλεγε ακριβώς αυτό, ότι,
επειδή πριν πεθάνεις δεν ενδιαφερόσουν καθόλου για τους μωσαϊκούς και προφητικούς λόγους, κι αν ακόμη έβλεπες νεκρό αναστημένο, δεν επρόκειτο να απομακρυνθείς από τη σπατάλη και την ασπλαγχνία πιστεύοντας σ’ εκείνον. Γι’ αυτό τώρα, που έχεις περικυκλωθεί δίκαια από το πυρ τής γέεννας αντιμετωπίζεις ανελέητους και ακατάπαυστους τους φρικτούς πόνους.
Ο πλούσιος λοιπόν εκείνος, αδελφοί, έχοντας τον Μωϋσή και τους προφήτες, από τους οποίους κανένας δεν αναστήθηκε από τους νεκρούς, φαινόταν να έχει κάποια πρόφαση,
εμείς όμως μαζί μ’ εκείνους ακούμε και εκείνον που αναστήθηκε από τους νεκρούς για χάρη μας να λέγει· «μη θησαυρίζετε για τους εαυτούς σας θησαυρούς πάνω στη γη, αλλά θησαυρίζετε θησαυρούς για τον ουρανό»· επίσης «
σ’ όποιον σου ζητεί δίνε, και αυτόν που θέλει να δανεισθεί από σένα μη τον διώξεις»· και «
δώστε από αυτά που έχετε ελεημοσύνη, και να όλα θα είναι καθαρά για σας».
Εάν όμως κάποιος τρώγει και πίνει μαζί με μέθυσους, και προς τους φτωχούς είναι σκληρός και άσπλαχνος, «θα έρθει», λέγει, «ο Κύριος σε ημέρα που δεν την περιμένει και σε ώρα που δεν τη γνωρίζει, και θα τον ξεχωρίσει και θα τον τοποθετήσει στη μερίδα των απίστων».
Αφού λοιπόν δεν σας μένει καμμιά πρόφαση, επειδή «κανενός η ζωή δεν εξαρτάται από τα περισσεύματα των υπαρχόντων του»,
όποιος έχει κάτι που του περισσεύει ας το δίνει σε εκείνους που δεν έχουν, εισαγόμενος με αυτόν τον τρόπο στον κλήρο τού πατέρα τών σωζομένων Αβραάμ, ενώ οι φτωχοί να μιμούνται την καρτερία τού Λαζάρου, κερδίζοντας με την υπομονή τους τις ψυχές τους και με την ταπείνωσή τους αποκτώντας μόνοι τους τους κόλπους εκείνους του Αβραάμ, από τους οποίους «έχει αποδράσει κάθε οδύνη και λύπη και στεναγμός», και επικρατεί χαρά και απόλαυση και θυμηδία ένθεη και ατελείωτη.
Γι’ αυτό μάλιστα ο Χριστός μάς φανέρωσε τα εκεί μ’ αύτή την παραβολή, ώστε, αφού βελτιωθούμε με τη μετάνοια, να μας καταστήσει άξιους εκείνων των αιώνιων απολαύσεων, απαλλάσσοντάς μας από τα βάσανα που επιφυλάσσονται εκεί· γιατί λέγει, «
αυτός που γνώρισε το θέλημα του Κυρίου του και δεν το έπραξε, θα δεχθεί μεγάλη τιμωρία».
Αφού μας είπε αυτά και τα παρόμοια και
μας διεβεβαίωσε αυτός που έπαθε και τάφηκε και αναστήθηκε από τους νεκρούς, ανέβηκε στους ουρανούς. Ανέδειξε όμως πολυάριθμο πλήθος μαρτύρων της παρουσίας του και
της αληθείας τών όσων κηρύχθηκαν από αυτόν,…
…ας δείχνομε υπακοή στην αυτοαλήθεια ζώντας με τρόπο θεάρεστο,… να ποθήσομε, και με έργα μέχρι τέλους να επιζητήσομε την μακαριότητα που επιφυλάσσεται στους ουρανούς για εκείνους που έζησαν εδώ με τρόπο θεοφιλή.
Αυτή τη μακαριότητα είθε να επιτύχομε όλοι εμείς με τη χάρη και φιλανθρωπία τού Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)