Η τραγικότητα της ανθρώπινης ελευθερίας († Αρχ. Χριστόδουλος Φάσσος)

Η θεραπεία τού δαιμονιζομένου: Λουκά Η’, 26-39 Το ιερό Ευαγγέλιο που διαβάσαμε σήμερα, αγαπη­τοί αδελφοί, μας περιέγραψε τη θαυμαστή θερα­πεία ενός δυστυχισμένου ανθρώπου στην περιοχή των Γεργεσηνών, ο οποίος ευρίσκετο κάτω από την επήρεια καί την κυριαρχία πλήθους δαιμόνων. Απ’ αυτή την περι­κοπή θα ήθελα να επισημάνω και να υπογραμμίσω στην αγάπη σας σήμερα ένα μόνο σημείο, το οποίο θεωρώ ότι έχει παρά πολύ μεγάλη σημασία και είναι αληθινά συγκλονιστικό. Δεν πρόκειται για τη θλιβερή κατάσταση στην οποία τα πονηρά πνεύματα είχαν καταντήσει το δυστυχισμένο αυτόν άνθρωπο, ο οποίος, όπως μας σημειώνει ο Ευαγ­γελιστής, υπό την κυριαρχία των δαιμόνων «ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο». Γυμνός ήταν χειμώνα – καλοκαίρι, δεν διέμενε στο σπίτι του, «εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασιν». Οδηγείτο, εσπρώχνετο υπό του δαίμονος και των πονηρών πνευμάτων στις ερημιές και κατοικούσε μέσα στις σπηλιές και τα μνήματα. Δεν πρόκειται όμως γι’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση ούτε θα ήθελα να υπογραμμίσω και να επισημάνω το θαυμαστό γεγονός, το οποίο είναι παραπάνω από κάθε άλλη αντίληψη και δυνατότητα, δηλαδή της αυτομάτου θεραπείας και απαλλαγής του από την επήρεια του δαίμονα. Ακόμα δεν θα ήθελα να επισημάνω το ότι μια ολόκληρη αγέλη, ένα κοπάδι από χοίρους, κάτω πάλι από την επήρεια των δαιμόνων, κρημνίζεται στον κρημνό και πνίγεται μέσα στη θάλασσα. Υπάρχει, αδελφοί μου, μέσα στο Ευαγγέλιο που ακού­σαμε ένα σημείο, το οποίο είναι περισσότερο τρομερό και συγκλονιστικό από όλα, όσα σας ανέφερα προηγουμένως. Αυτό είναι η συμπεριφορά και η στάση όλων των ανθρώ­πων αυτής της περιοχής, των Γεργεσηνών, απέναντι στον Κύριό τους. Λέει το Ευαγγέλιο ότι, όταν επήγαν οι χοιροβοσκοί μέσα στην πόλη και σε όλη εκείνη την περίχωρο και διη­γήθηκαν τα όσα συνέβησαν, τη θεραπεία δηλαδή του γνω­στού και φοβερού δαιμονισμένου και τον πνιγμό των χοίρων, τότε όλοι οι άνθρωποι της περιχώρου βγήκαν και είδαν τα γεγονότα, είδαν τον πρώην δαιμονισμένο να είναι ιματισμένος και σωφρονισμένος και να κάθεται στα πόδια τού Χριστού μας και να ακούει τα λόγια Του. Και είδαν τα πτώματα των χοίρων να επιπλέουν πάνω στη θάλασσα. Και τότε, συνεχίζει το Ευαγγέλιο, «άπαν το πλήθος ηρώτησαν αυτόν», παρεκάλεσαν τον Κύριο, «απελθείν απ’ αυτών», να φύγει από κοντά τους. Είναι τρομερό αυτό που έγινε΄ παρεκάλεσαν τον Κύριο να φύγει από κοντά τους. Φανερώνει την τραγικότητα που έχει η ανθρώπινη ελευθερία. Ο Κύριος ήρθε εκεί στην περιοχή τους, στη χώρα τους και στο συγκεκριμένο άνθρωπο, σ’ αυτόν το δυστυχισμένο δαιμονισμένο, ήρθε ως φορέας μιας νέας ζωής. Ήρθε να τους φέρει ένα νέο πνεύμα, μια νέα ποιότητα ζωής. Ήρθε να τους φέρει το Φως του Ευαγγελίου, να τους βγάλει μέσα από το σκοτάδι τής άγνοιας. Ήρθε να τους προσφέ­ρει μια καινούργια ζωή, που θα ήταν ζωή σύμφωνη με το Ευαγγέλιό Του, την αιωνιότητα, τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την αγάπη. Ήρθε να απαλλάξει όχι μόνον εκείνον το δυστυχή, αλλά όλους να τους απαλλάξει από την επήρεια των πονηρών πνευμάτων. Κι ενώ ο Κύριος έρχεται ως Σωτήρας και ως Λυτρωτής και ως Ευεργέτης και ως ελευθερωτής, λέγω ότι η τραγικότητα της ανθρώ­πινης ελευθερίας είναι να μη Τον θέλουν. Ο Κύριος δεν μένει βιαίως. Δεν Τον θέλουν, Τον παρακαλούν να φύγει από κοντά τους. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος. Ο Θεός έχει φτιάξει τον άνθρωπο ελεύθερο, τον έχει προικίσει με δύο βασικά και σημαντικότατα πράγματα, με τη νόηση και με την ελευ­θερία τής βουλήσεως. Λέγει ωραιότατα ο σοφός Σειράχ στην Παλαιά Διαθήκη: «Παρέδωκέ σοι ο Θεός», έβαλε μπροστά σου ο Θεός, «πυρ και ύδωρ», τη φωτιά και το νερό, «ου εάν θέλης εκτενείς την χείρα σου», όπου θέλεις άπλωσε το χέρι σου. Έχεις λογικό, σου έδωσε νου ο Θεός. Αν το απλώσεις το χέρι σου στη φωτιά, το ξέρεις πως θα καείς. Αν θα το απλώσεις στο νερό, θα δροσι­στείς. Είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις. Το τραγικό είναι ότι ο άνθρωπος ο ελεύθερος, για να χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα αυτό, πολλές φορές, για να μην πω πάντα, απλώνει το χέρι του στη φωτιά και προτιμάει να καίγεται παρά να δροσίζεται. Δεν είναι το περιστατικό μεμονωμένο. Είναι 2000 τώρα χρόνια, από τότε που ο Κύριός μας ήρθε εδώ στη γη και μας έφερε το Ευαγγέλιό Του και την Αλήθεια Του. Από τότε, και μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, μέσα σε όλο τον κόσμο και μέσα στο δικό μας Έθνος, τη δικιά μας πατρίδα, τη δικιά μας οικογένεια, μέσα στον καθένα μας έρχεται ο Κύριός μας τώρα και μας προσφέρει τα ίδια πράγματα. Μας προσφέρει την καινούργια ποιότητα ζωής. Λέγει με σαφήνεια: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ΙΑ’, 28-30). Ελάτε εδώ. Έχετε κουραστεί. Έχετε φορτωθεί πολύ μέσα στη ζωή. Ελάτε εδώ και θα σας ξεκουράσω. Βέβαια έχω κάποιες εντολές, αλλά ο ζυγός τον οποίον θα βάλω πάνω σας, ο ζυγός μου είναι ελαφρός και είναι χρηστός, είναι καλός ζυγός. Και το φορτίο μου είναι ελαφρό. Ελάτε! Μας επισκέπτεται με τα γεγονότα τής ζωής, με αρρώ­στιες, με θλίψεις, με δοκιμασίες, με το θάνατο. Προπά­ντων μας επισκέπτεται επί 2000 χρόνια με την παρουσία τής Εκκλησίας μας μέσα στον κόσμο. Αυτός ο ναός που τον βλέπετε, αυτές οι καμπάνες που χτυπάνε, αυτές οι εικόνες που προσκυνάμε, αυτές οι γιορτάδες που η μία διαδέχεται την άλλη κάθε μέρα όλο το χρόνο και μας λένε: Σήμερα είναι του Αγίου Γερασίμου, σήμερα είναι του Αγίου Αρτεμίου, αύριο είναι του Αγίου Προφήτου Ιωήλ…, όλα αυτά είναι μία επίσκεψη, είναι μία πρόσκλη­ση του Θεού στον καθένα. Και η δική μας η τραγικότη­τα; Του ζητάμε πολλές φορές «απελθείν», να φύγει, δεν Τον θέλουμε. Μόνον αυτό, αδελφοί μου; Πολλές φορές οι άνθρωποι, και άτομα και ομάδες και κοινωνίες και λαοί ακόμα ολό­κληροι και κράτη, όχι μόνο Τον αρνούνται, αλλά και Τον διώκουν. Πολεμούν και το Ευαγγέλιό Του και την Αλή­θεια Του και τη διδασκαλία Του και την Εκκλησία Του. Αυτή είναι η τραγικότητα της ελευθερίας του ανθρώπου: «Απόστα απ’ εμού», φύγε από κοντά μου, «οδούς Σου ειδέναι ου βούλομαι» (Ιώβ ΚΑ’, 14), δεν θέλω να ξέρω τίποτα για Σένα. Δεν σας κάνει αυτό εντύπωση και στις μέρες μας; Πόσες φορές το ακούτε από συνανθρώπους, συναδέλφους, στη δουλειά σας, στο επάγγελμά σας; Με παπάδες και με λιβάνια δεν θέλω να έχω καμία σχέση. Θέλω να είμαι εγώ, το παιδί μου, η γυναίκα μου, το κορίτσι μου, θέλω να είμαι ελεύθερος. Δεν θέλω να έχω σχέση με αυτά τα πράγματα. Το ίδιο κάνει μ’ αυτό που έκαναν οι Γεργεσηνοί. «Απελθείν», φύγε από μας, φύγε από κοντά μας. Και φεύγει ο Κύριος. Ποτέ δεν μένει βιαίως. Κι εκεί έφυγε. Έφυγε αλλά αυτός, ο πρώην δαιμονισμένος, έχει ήδη θεραπευτεί. Αυτός Τον παρακαλούσε: Κύριε, άφησέ με νά ‘ρθω κοντά Σου. Εκείνοι είπαν: Φύγε από κοντά μας. Αυτός που είχε την επιθυμία τής λυτρώσεως και της σωτηρίας, την οποίαν του έδωκε ο Κύριος, αυτός Του λέει: Κύριε, θέλω να έρθω κοντά Σου. Αγαπητοί αδελφοί, μέσα στη Γραφή, και συγκεκριμέ­να στην Καινή Διαθήκη, υπάρχουν μερικές ακόμα περι­στάσεις που κάποιοι έδιωξαν το Χριστό. Θα σας θυμίσω τον Εκατόνταρχο στην Καπερναούμ. Ήταν ένας Εκατόνταρχος, λέει το Ευαγγέλιο, κι είχε ένα δούλο άρρωστο. Αυτός παρήγγειλε στον Κύριο: Να μου θεραπεύσεις το δούλο μου. Και ο Χριστός απήντησε: Να έλθω στο σπίτι σου και να τον θεραπεύσω. Και τότε λέγει ο Εκατόνταρχος: «Ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης» (Ματθ. Η’, 8). Κύριε, μην έρχεσαι, γιατί δεν είμαι άξιος εγώ νά ‘ρθεις Εσύ μέσα στο σπίτι μου. Διωγμός του Κυρίου, αλλά με άλλη έννοια αυτός ο διωγμός. Θέλετε να σας θυμίσω έναν άλλο διωγμό; Ο Πέτρος ψάρευε μέσα στο καΐκι του κι ήρθε ο Κύριος. Κι ενώ προη­γουμένως δεν βρήκαν τίποτα, του λέει ο Κύριος: Ρίξε εδώ το δίχτυ. Και πιάνει πλήθος ιχθύων. Τότε συνειδητοποιεί τη θεία παρουσία του Διδασκάλου, του Θεού δηλαδή, και λέγει: «Κύριε, έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί» (Λουκ. Ε’, 8), γιατί έχω συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μου. Διωγμοί κι αυτοί, αγαπητοί αδελφοί, αλλά διωγμοί που φέρνουν ευλογία. Διωγμοί που φέρνουν τον Κύριό μας ακόμα πιο κοντά και μέσα στη ζωή τού ανθρώπου. Τώρα και μια ματιά στον εαυτόν μας. Εμείς είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι. Τί κάνουμε; Τί λέμε εμείς στον Κύριο; Έρχεται κάθε φορά, όπως σας είπα πριν. Λέγει μια ωραία φράση στην Αποκάλυψη: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω» (Αποκ. Γ’, 20), είμαι έξω από την πόρτα σας, από την πόρτα τής πατρίδας σας, από την πόρτα τής οικογε­νείας σας, από την πόρτα τής καρδιάς σας. «Ιδού έστηκα και κρούω», είμαι απ’ έξω και χτυπώ. Θα μου ανοίξεις; Δεν θα μου ανοίξεις; Είναι στη δική σου επιλογή. Αν όμως ανοίξεις, θα εισέλθω μέσα και θα καθίσω μαζί σου στο τραπέζι σου να φάμε μαζί. Για σκεφτείτε! Να είναι ο Κύριος συνδαιτυμόνας και κυρίαρχος μέσα στο σπίτι, μέσα στην οικογένειά μου, μέσα στην ύπαρξή μου, μέσα στην κοινωνία. Αν συνέβαι­νε αυτό το πράγμα, θα είχαμε τα φαινόμενα που έχουμε; Είναι τρομερό πράγμα, όταν ανοίγεις το ραδιόφωνο, όταν ανοίγεις την εφημερίδα και βλέπεις να αναφέρονται τρο­μερά εγκλήματα και άλλες, αδικαιολόγητες πολλές φορές, απάνθρωπες εκδηλώσεις. Γιατί γίνονται όλα αυτά; Γιατί δεν έχει μπει ο Χριστός μέσα στην καρδιά μας. Γιατί δεν φροντίσαμε να ανοίξουμε την καρδιά μας και να δεχθούμε το Χριστό μέσα στην ύπαρξή μας. Θα τελειώσω, αφού σας θυμίσω πάλι κατιτί. Πηγαίνε­τε στο βιβλίο του Ιησού του Ναυή, στο κεφάλαιο 24. Εκεί γράφει: Όταν ο Μωϋσής έφερε τους Εβραίους από τη χώρα τής δουλείας, την Αίγυπτο, στη γη Χαναάν και τους εγκατέστησε, στη συνέχεια ο Ιησούς του Ναυή μάζε­ψε όλους τους αρχηγούς και τους είπε τα εξής λόγια: Τώρα είστε εδώ. Είμαστε πλέον σ’ ένα δικό μας χώρο. «Εκλέξασθε υμίν αυτοίς σήμερον», διαλέξτε σήμερα εσείς οι ίδιοι, είστε ελεύθεροι να διαλέξετε «τίνι λατρεύσητε», ποιόν θα λατρεύετε, «είτε τοις θεοίς των πατέρων υμών», είτε τους θεούς που λάτρευαν οι πατέρες σας στην Αίγυπτο, «είτε τοις θεοίς των Αμοραίων», είτε τα είδωλα τα οποία λατρεύουν εδώ οι Χαναναίοι, οι παλιοί κάτοικοι. Διαλέξτε σήμερα εσείς τι θα λατρεύετε. «Εγώ δε και η οικία μου λατρεύσομεν Κυρίω, ότι Αγιός εστιν» (Ιησ. Ν. ΚΔ’, 15). Ό,τι θέλετε διαλέξτε εσείς, πάντως εγώ και το σπίτι μου θα λατρεύουμε τον Κύριό μας. Συνεχίζει πιο κάτω και λέει: «Και αποκριθείς ο λαός είπε΄ μη γένοιτο ημίν καταλιπείν τον Κύριον, ώστε λατρεύειν θεοίς ετέροις. Κύριος ο Θεός ημών. Αυτός Θεός εστιν» (Ιησ. Ν. ΚΔ’, 16-17). Ποτέ μη γίνει να ξεχάσουμε το Θεό μας. Ποτέ μη γίνει να μη λατρέψουμε τον Κύριό μας. Αυτός ο Κύριος ο Θεός θα είναι ο Θεός μας! Αυτά είπαν τότε. Δεν τα τήρησαν βέβαια. Αλλά το ίδιο ερώτημα μας θέτει σήμερα το Ιερό Ευαγγέλιο. Εμείς, αδελφοί μου, αυτήν την ώρα τιμάμε τον Πατέρα, το σπίτι, την οικογένεια μας; Θα ακολουθήσουμε τους θεούς των ειδώλων; Τόσα είδωλα υπάρχουν σήμερα γύρω μας. Τα ξέρετε, ας μην σας καταναλώσω το χρόνο για να τα απαριθμήσω. Αυτά τα είδωλα θα λατρεύουμε εμείς και οι οικογένειές μας; Ή θα λατρεύουμε «Κύριον τον Θεόν»; «Αυτός εστιν ο Κύριος ημών». Αμήν.

(Από το βιβλίο του † Αρχ. Χριστοδούλου Φάσσου, «Η Συγκατάβαση του Θεού και η Ευθύνη του Ανθρώπου», Εκδόσεις «ΤΑΩΣ» 2008)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]