.
Το δόγμα αυτό της πίστεως είναι πολύ σημαντικό διά τον άνθρωπο. «Απόκειται τοις ανθρώποις αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις», λέγει η Γραφή. Ψευδαισθήσεις και στρουθοκαμηλικοί βαυκαλισμοί στο σημείο αυτό είναι πολύ επικίνδυνοι. Η κρίση αυτή είναι βέβαιη και αναπόφευκτη, έχουσα αφετηρία της το θάνατο.
.
.
, αποτελεί θεμελιακό δόγμα τής πίστεως. Περί κρίσεως γενικότερα ομιλεί το ιερό Σύμβολο της πίστεώς μας: «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς», σχετικά δε μίλησε και ο Κύριος. Λέγεται δε μερική η κρίση αυτή σε αντιπαραβολική σχέση προς την
.
Ο θάνατος, λοιπόν, δεν είναι οριακό σημείο μονάχα για τη ζώσα ύπαρξη, την οποίαν και καταστρέφει, αλλ’ είναι σημείο οριακό ως αφετηρία μιας άλλης καινούργιας ζωής, άυλης και πνευματικής στην απεραντοσύνη τής αιωνιότητος.
Τη μεγάλη αυτή αλήθεια συνήθως δεν τη φιλοσοφούμε, πνιγμένοι στο θόρυβο και τη σύγχυση της καθημερινής μας ζωής.
Συνήθως μας φοβίζει και μας τρομάζει ο θάνατος· δε συνειδητοποιούμε όμως ότι εκείνο που πραγματικά μετράει στη μεγάλη αυτή υπόθεση δεν είναι απλώς το φέρετρο, ο τάφος και τα νεκρικά στέφανα, αλλ’ ο τρόπος και η ποιότητα ζωής στο καινούργιο σκαλοπάτι τής ζωής μας, στη μέση κατάσταση των ψυχών. Ότι ευθύς μετά το θάνατο υπάρχει κρίση δίκαιη και αμείλικτη. Κρίση ανταποδοτική στο οποιοδήποτε περιεχόμενο της ζωής μας. Ότι μετά το «δεύτε τελευταίον ασπασμόν»
δεν τίθεται απλώς επίλογος στο επίγειο δράμα τής ζωής μας στο οποίο πρωταγωνιστές είμαστε εμείς με τις πρωτοβουλίες και τις ελευθερίες μας, με τους καημούς και τα βάσανά μας, με τις φωτεινές στιγμές και τις σκοτεινές ώρες μας, άνθρωποι συνάμα και απάνθρωποι, παλιάτσοι σ’ ένα θέατρο παράλογο με τους φαιδρούς και θλιβερούς ρόλους του, με τα πολλά και αλλόκοτα προσωπεία του. Αλλ’ είναι ταυτόχρονα και το
άνοιγμα μιας καινούργιας αυλαίας, το στήσιμο ενός νέου θεάτρου που πρωταγωνιστές θα είμαστε και πάλι εμείς, με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά
ο ρόλος μας θα είναι καθαρά στατικός και παθητικός. Η λειτουργικότητα της ελευθερίας θα μας αφαιρεθεί οριστικά. Οι οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες ως δραστηριότητες που είχαμε στον κόσμο, θα σταματήσουν. Τα ενδεχόμενα επιλογής θα περικοπούν. Οι ψυχές θα τελούν κάτω από το κράτος μιας κλειστής αναγκαιότητος, κάτω από μια κρίση που θα τους επιβληθεί
έξωθεν και παρά τη θέλησή τους.
Την ανάγκη αυτής της κρίσεως κανείς —μα απολύτως κανείς— δεν θα μπορέσει ν’ αποφύγει. Οι ψυχές θα είναι δέσμιες, οι μεν
δίκαιες κάτω από την επιτήρηση των αγαθών πνευμάτων με τη χαρά και την προσμονή τής τελειωτικής τους δικαιώσεως να τις φλογίζει, οι δε
φαύλες κάτω από την φρικώδη θηριωδία τών δαιμόνων, με το φρικτό συνειδησιακό μαρτύριο και με το φόβο των επερχομένων ολοκληρωμένων δεινών να τις διακατέχει.
Αλλο ενδεχόμενο δεν υπάρχει. Αυτό δε το οποιοδήποτε ενδεχόμενο το χαλκεύουμε εμείς με τις ελεύθερες επιλογές, τον τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά μας γενικά πάνω στη γη. Ιδού λοιπόν το βαθύτερο νόημα του θανάτου, το οποίο δεν πρέπει επιπόλαια να παρερχόμαστε. Από το χέρι μας εξαρτάται η τύχη μας, θετική ή αρνητική, στην άλλη ζωή, είτε η χαρά κοντά στον Θεό είτε ο απελπισμός στα βασανιστήρια της κολάσεως.
Οι λαμπροί και εξωραϊσμένοι τάφοι καθώς και οι θορυβώδεις εκδηλώσεις τού κόσμου, σε τίποτα δεν πρόκειται να μας ωφελήσουν. Αυτό που κυρίως μετράει είναι η ψυχή μας μετά την έξοδό της από το σώμα να βρει γαλήνη και ανάπαυση κοντά στο δημιουργό και πλάστη της.
Στη χριστιανική πίστη ο θάνατος έχει χάσει την ωμή σημασία του ως καταστροφή και αφανισμός τής υπάρξεως. Το γεγονός αυτό συντελέστηκε στην πάλη που έδωσε ο Θεάνθρωπος ενάντια στην αμαρτία επάνω στο σταυρό. Έτσι, όπως στο ξύλο τής Εδέμ η αρχαία Εύα με την παρακοή της έφερε το θάνατο στον κόσμο, έτσι και
ο Χριστός στο ξύλο τού σταυρού με την υπέρτατη υπακοή του συνέτριψε το κράτος τού θανάτου και άνοιξε διάπλατα την πύλη που οδηγεί στον ουρανό και την αιώνια ζωή. «Θανάτω θάνατον πατήσας», ψάλλει με ρίγη πανηγυρικής χαράς η Εκκλησία μας. Ναι, στο θάνατο του Ιησού Χριστού θανατώθηκε ο θάνατος. Γιατί ο θάνατος αυτός δεν ήταν ο θάνατος ενός κοινού ανθρώπου, αλλά του ίδιου του Θεού που
τον γεύτηκε, από άκρα συγκατάβαση, στην προσληφθείσα σάρκα του.
Ο Χριστός, ο σαρκωθείς Λόγος τού Θεού, έπαθε και απέθανε «σαρκί» (= στη σάρκα του), διότι η θεία φύση του ήταν άγευστη θανάτου, ως απαθής και αδιάφθορη.
Η φύση τού Χριστού που πέθανε ήταν η καθαρή και άσπιλη σάρκα του, η οποία βρισκόταν έξω από κάθε αμαρτία κληρονομική και επίκτητη. Ως αγία η σάρκα εκείνη κανένα χρέος δεν είχε προς το απόκριμα της αμαρτίας, το θάνατο. Ο θάνατος του Κυρίου ήταν ελεύθερος και θεληματικός. Δεν ήταν η αναγκαία απότιση του χρέους τής ξεπεσμένης φύσεως.
Δεν ήταν υποχρεωμένος να αποθάνει ο Θεάνθρωπος.
Ο θάνατός του ήταν η έκφραση της άπειρης αγάπης του «υπέρ της του κόσμου ζωής». Απέθανε για να ζήσουμε εμείς. Στο σταυρό ο θάνατος (εδώ προσωποποιείται ο διάβολος), κτύπησε τον αναμάρτητο. Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος του. Αντίπαλος της ζωής, κτύπησε και «την των απάντων ζωήν». Κτύπησε τον ίδιο τον Θεό, που ήταν κρυμμένος κάτω από τη ζωοποιό σάρκα του. Μπήκε αναιδώς σε ξένη και άσχετη προς αυτόν περιοχή. Το τόλμημα αυτό, η αυθαίρετη υπέρβαση αρμοδιότητος, επέφερε τη δίκαιη συντριβή και την εκπόρθησή του. Το νίκος τού θανάτου σκυλεύτηκε από το νικητή τής ζωής, ο οποίος με τη θεανδρική του δύναμη, αφού έδεσε τον εχθρό, διήρπασε την οικία και τα σκεύη του.
Ο σταυρός τού Χριστού ήταν η πανηγυρική κατάλυση του θανάτου που περνά μέσα από το μαρτύριο και τη θυσία, το άνοιγμα προς τη συμφιλίωση με το Θεό, την υιοθεσία και τη ζωή. Αυτό ήταν το μεγάλο μήνυμά του!
Περαιτέρω η κατάλυση του θανάτου ως φθοράς τής φύσεως πετυχαίνεται σε δεύτερη φάση στη ζωηφόρο ανάσταση του Χριστού. Στην
ορθόδοξη παράδοση σταυρός και ανάσταση αποτελούν ενότητα αδιαχώριστη και αδιάσπαστη. Χρονικά βέβαια ο σταυρός προηγείται της αναστάσεως. Σημασιολογικά όμως αποτελούν σύζευξη στην οποία το ένα εμπεριχωρεί το άλλο, ως δύο σκέλη μιας και της αυτής ενότητος. Ο σταυρός προηγείται της αναστάσεως, η ανάσταση σφραγίζει το σταυρό. Το Πάσχα, ως
διάσωσή μας από τη δουλεία τής αμαρτίας, είναι πάσχα σταυρώσιμο συνάμα και αναστάσιμο (
σταυρο-αναστάσιμο).
Σταυρός και τάφος είναι τα δύο μεγάλα φωτεινά σύμβολα, οι δύο περίλαμπροι δείκτες τής σωτηρίας τού ανθρώπου. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το ένα από το άλλο. Είναι αλληλένδετα και αναπόσπαστα.
Η ανάσταση αρχίζει κατ’ ουσίαν από την κάθοδο του Χριστού στον Αδη. Ως άδη δε, νοούμε σχηματικά το χωρίο τού θανάτου. Εκεί, ο Χριστός, ασκώντας συνδεδυασμένα το προφητικό και το βασιλικό του αξίωμα, κατέβηκε με τη θεόληπτη ψυχή του, και, αφού κήρυξε λύτρωση στα πεπεδημένα πνεύματα, συνέτριψε «πύλας χαλκάς» και «μοχλούς προαιώνιους» (του άδη), επάτησε το θάνατο και ανέστη εκ των νεκρών τροπαιούχος και ένδοξος, αναλαβών και πάλιν το αποκείμενο στον τάφο σώμα του, ανακαινισμένο και άφθαρτο.
Με την ανάσταση του Χριστού καταργείται ο θάνατος όχι απλώς σαν καταλύτης της ζωής, αλλά με την έννοιαν ότι
η φθορά, που είναι το ειδικό τίμημα της αμαρτίας, αφανίζεται. Το σώμα τού Χριστού, αν και πραγματικά νεκρό μέσα στο μνήμα, όμως, επειδή ήταν σώμα θεοφόρητο, δηλαδή αναπόσπαστα ενωμένο με τη θεότητα, ήταν αδιάφθορο, δεν μπορούσε δηλαδή να υποβληθεί στον καθολικό νόμο τής φθοράς και της σήψεως. Έτσι δε, την τρίτη ημέρα από της ταφής του και όταν ο Θεάνθρωπος, σκυλεύσας τον άδη, ανέστη εκπορθητής τού θανάτου, ενώθηκε και πάλι με τη θεοδύναμη ψυχή του πνευματοποιημένο και ένδοξο, για να αποκατασταθεί και πάλιν στην ολοκληρία της η ανθρωπότητα του Σωτήρος, η προσωρινώς διασπασθείσα διά του θανάτου.
Με την ανάσταση του Χριστού τα πάντα είναι φως και διαφάνεια, αφθαρσία και αθανασία. Δεν υπάρχουν πια σκιερές ρωγμές στην κτίση, σκοτεινά καταχθόνια. Όλα είναι ντυμένα στο τριαδικό φως, στην άδυτη φωτοχυσία τής θείας ενέργειας, στην ανέσπερη μαρμαρυγή τής άφθαρτης θείας φλόγας. Αρκεί μονάχα από το ελεύθερο λογικό πλάσμα να υπάρξει η κατάλληλη προσωπική συνθήκη για τη λειτουργία του άφθαρτου θείου δώρου:
η κάθαρση εκ της αμαρτίας και η εν αρεταίς ανάβαση προς το μακάριο φως της αναστάσιμης δόξας. Διότι, δυστυχώς, «ου πάντων η θεοποιός ανάβασις».
Πολλοί προτιμούν θεληματικά την παραμονή τους στήν παγερότητα του πνευματικού θανάτου, στις σκοτεινές ρωγμές τής παλαιάς πλάσεως, δέσμιοι της σκοτεινότητος της αμαρτίας και δούλοι τής φθοράς. Η ανάσταση γι’ αυτούς δεν θα λειτουργήσει λυτρωτικά, αλλά μόνο καταδικαστικά και κατακριτικά:
ο αιώνιος πνευματικός θάνατος μακριά από την πηγή τής ζωής, τον Θεό!
Η ορθόδοξή μας λειτουργική παράδοση εκφράζει κατά τρόπο υπέροχο τον άμεσο συσχετισμό και τη σύνδεση σταυρικού πάθους και αναστάσεως στο λυτρωτικό έργο τού Χριστού, στο ωραίο ανάγνωσμα του όρθρου ευθύς μετά το εωθινό Ευαγγέλιο. Στο ανάγνωσμα αυτό εκφράζονται με λιτή ιεροπρέπεια η μυστική θέαση της αναστάσεως που φλογίζει την ορθόδοξη ψυχή, η χαρά για το συγκλονιστικό τής πίστεως γεγονός που περνά απαραίτητα από το σταυρό και η δοξολογική προσκύνηση του Χριστού, της χαράς όλου του κόσμου, ο οποίος είναι ο μόνος αναμάρτητος Θεός και Κύριος:
«Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον, Κύριον Ιησούν τον μόνον αναμάρτητον. Τον σταυρόν σου Χριστέ ττροσκυνούμεν και την αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν. Συ γαρ ει Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, το όνομά σου ονομάζομεν. Δεύτε πάντες οι πιστοί προσκυνήσωμεν την του Χριστού αγίαν ανάστασιν. Ιδού γαρ ήλθε διά του σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τον Κύριον, υμνούμεν την ανάστασιν αυτού. Σταυρόν γαρ υπομείνας δι’ ημάς θανάτω θάνατον ώλεσεν».
Μετά τα όσα ανωτέρω είπαμε,
ο θάνατος λαμβάνει, στην περιοχή τής πίστεως, νέο περιεχόμενο και νέους προσανατολισμούς. Χωρίς βέβαια να χάσει τη φυσική του τραγικότητα ως φαινόμενο άδοξο και θλιβερό που πλήττει κάθε ανθρώπινη σάρκα και προκαλεί οδύνη και δάκρυα (αφού και ο Κύριος εδάκρυσε για το θάνατο του φίλου του Λαζάρου), όμως από το βάθος τής χριστιανικής πίστεως αναδύεται μετασχηματισμένος σε κάτι ολότελα καινούργιο, αναδομημένος στο μυστήριο της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας και εξυπηρετικός της ηθικής τελειώσεως και σωτηρίας τού ανθρώπου.
Ο θάνατος δεν θεωρείται πια ως η ανεπανόρθωτη καταστροφή τής υπάρξεως. Το σώμα στον τάφο δεν είναι καταδικασμένο σε αιώνιο αφανισμό. Η διάλυσή του είναι προσωρινή. Τα οστά και οι σάρκες, που διαλύθηκαν ή εξαφανίστηκαν με οποιοδήποτε τρόπο,
με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος θα ζωοποιηθούν και πάλιν και θα ανασυνδεθούν για να γίνει εκ νέου το φθαρέν ζώον
σε νέα πνευματική και άφθαρτη γένεση.
Αυτό είναι το μεγάλο μήνυμα της αναστάσεως. Σε μια τέτοια προοπτική ο θάνατος έχει επεισοδιακό χαρακτήρα.
Δεν είναι κάτι μόνιμο και σταθερό, αλλά προσωρινό, μια φάση τής ζωής. Μια αλλαγή σκηνικού στην πορεία τής υπάρξεως. Οι νεκροί στα μνήματα δεν αφανίζονται, κοιμούνται. Γι’ αυτό και
τα χριστιανικά νεκροταφεία καλούνται κοιμητήρια. Και όπως όποιος κοιμάται τη νύκτα ξυπνά το πρωί στη δροσιά τής καινούργιας ημέρας τής ντυμένης στη χαρά και το φώς, έτσι και οι νεκροί που κοιμούνται στους τάφους τη βαθιά νύκτα τού θανάτου, θα ξυπνήσουν το πρωί της αναστάσεως, ντυμένοι στο φως της καινούργιας αδιάδοχης ημέρας τού Θεού.
Το μήνυμα αυτό είναι πραγματικά χαρμόσυνο κι ελπιδοφόρο. Οι τάφοι είναι σημεία, σύμβολα. Πίσω τους υποφώσκει η αληθινή ζωή.
Με το θάνατο ραγίζει βέβαια η καρδία τού ανθρώπου, και αυτού ακόμη του πιστού, όμως ο σκοτεινός απελπισμός δεν κυριεύει τη ψυχή του, δεν θολώνει το μυαλό και τη διάνοιά του.
Πιστεύει και ελπίζει.
Βλέπει το θάνατο στην πραγματική του διάσταση. Βγάζει τα συμπεράσματά του και ετοιμάζεται για το αιώνιο ταξίδι του γεμάτος γαλήνη και ελπίδα.
Διδάσκεται για τη ματαιότητα της ζωής και την αστάθεια των ανθρωπίνων πραγμάτων,
προσπαθεί ν’ αποκολλήσει τον εαυτό του από τα ποικίλα είδωλα της αμαρτίας και, στολισμένος με την πίστη και το νόμο τού Θεού, βαδίζει το δρόμο του ατάραχος προς το μεγάλο αίνιγμα που χλευάζει τη ζωή, διαβλέπων πέρα της παγερότητός του την άυλη φωτεινότητα της αναστάσεως, το γλυκύ όραμα της πίστεως με το οποίο εκοιμήθησαν μυριάδες πιστοί, περιμένοντας τη δική τους ανάσταση ζωής, την είσοδό τους στους κόλπους τής απεραντοσύνης τού Θεού!
(Πηγή: «ΑΜΩΜΟΙ ΕΝ ΟΔΩ ΑΛΛΗΛΟΥΪΑ», Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος)