Χριστιανικές σκέψεις περί θανάτου (Ανδρέας Θεοδώρου, τ. Καθηγητής Πανεπ. Αθηνών)

Τις πιο πάνω περί θανάτου διαπιστώσεις καταφάσκει πλή­ρως και η χριστιανική, περί θανάτου, φιλοσοφία. Εδώ όμως υπεισέρχεται ένα καινούργιο στοιχείο πρωτόγνωρο για τον άν­θρωπο· η μυστηριακή διάσταση του θανάτου, την οποία φωτίζει η χριστιανική πίστη. Το φαινόμενο του θανάτου είναι μυστήριο, όσο μυστήριο είναι και το φαινόμενο της ζωής. Ποιός είναι ο βαθύτερος λόγος τους; Γιατί υπάρχουμε και γιατί πεθαί­νουμε; Από πού ξεκινάμε και πού πορευόμαστε; Στα ερωτή­ματα αυτά, τα τόσο σημαντικά, ανέκαθεν προσπαθούσαν να δώσουν απάντηση ο ανθρώπινος λόγος και τα διάφορα θρη­σκεύματα. Ψελλίσματα κατά κανόνα αδύναμα, στο μέτρο που αδύναμος είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος. Η φλόγα τού ανθρώ­πινου λόγου, και στο πιο φουντωμένο της λαμπάδιασμα, δεν μπορεί να εισδύσει στο σκοτάδι τού τάφου, να τρυπήσει την παγερή πλάκα του, να φωτίσει —αμυδρά έστω— τα συμβαίνοντα μέσα και πέρα από τη ψυχρή του παγερότητα. Με την πί­στη όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Οι πιστοί δεν βασανίζονται από πιεστικά ερωτηματικά. Δεν σαλεύει το μυαλό τους μπροστά στη μυστηριακή τραγικότητα του θανά­του. Αυτοί έχουν και υπακούουν σε άλλους ρυθμούς. Αφουγκράζονται άλλες φωνές. Ζουν σε αποκαλύψεις Θεού. Απολυπραγμόνητα δέχονται το θείο φανέρωμα με την πίστη τους, το θείο αυτό και θεοποιό φτερούγισμα. Ακούουν το περί θανά­του αποκαλυπτικό μήνυμα, το εμπιστεύονται και το ζουν βιω­ματικά στις ήσυχες και αναπαυμένες καρδιές τους. Θλίβονται βέβαια για το φρικτό και αποτρόπαιο γεγονός· όμως δεν ταρά­ζονται, δεν λιποψυχούν, δεν κυριεύει απελπισμός τη ψυχή τους, δεν εποδύρονται. Έχουν την ελπίδα τους αγκυροβολη­μένη στην αλήθεια που σφράγισε ο Θεός. Στην υπαρξιακή κα­ταιγίδα που ανελέητα σαλεύει το ον, η καρδιά τους είναι πια­σμένη από το δέντρο τής θείας ζωής. Τα παραρρέοντα ύδατα δεν την αγγίζουν, οι άνεμοι την αντιπαρέρχονται. Αντιμετωπί­ζουν το τέλος με τη βεβαιότητα που τους παρέχει ο λόγος τού Θεού. Τί περισσότερο μπορούν να επιζητήσουν;

Η χριστιανική πίστη επικροτεί την ιδέα ότι ο θάνατος είναι ένα σύμβαμα. Ότι δεν έχει δική του αυτόνομη οντότητα, είναι σύμπτωμα της απουσίας τής ζωής. Ο Θεός δεν έπλασε το θάνατο. Έπλασε μόνον τη ζωή. Έπλασε τα λογικά όντα για να ζουν αιώνια, όπως αιώνια ζει και ο ίδιος. Ο άνθρωπος δεν θα πέθαινε, αν ζούσε τη φυσική του συνέπεια, στο μέτρο τής πιστότητός του στο θέλημα του Θεού, που ήταν ο λόγος τής υπάρξεώς του. Ήταν δηλαδή υπό όρους αθάνατος. Μπορούσε και να μη αποθάνει. Δείκτης δε και μέτρο τής δυνητικής αυτής αθανασίας ήταν η ηθική δοκιμασία που του έδωσε στον αρχαίο κήπο τής Εδέμ ο Θεός, η απαγόρευση της βρώσεως εκ του ξύ­λου γνώσεως του καλού και του κακού. Ο άνθρωπος όμως αντίθετα προς την πνευματική του νομοτέλεια, παρέβη ασυλλό­γιστα την εντολή τού Θεού. Στοχάστηκε την απαγόρευση και θέλησε να τη δοκιμάσει. Γεύτηκε θεληματικά από τον καρπό. Με τον τρόπο όμως αυτό βρέθηκε έξω από το Θεό, έξω από τους αυθεντικούς λειτουργικούς του ρυθμούς. Ξεστράτισε. Ακολούθησε άλλους δρόμους, άλλα μονοπάτια επικίνδυνα και καταστροφικά. Ψεύτισε τη φύση του. Έγινε ένα λάθος· μία παραφωνία. Έγινε εχθρός τού Θεού. Κυριεύτηκε από την αμαρτία. Έχασε την ταυτότητά του. Έμεινε έρημος στον κό­σμο, ένας ξένος στην πλάση, ένας παρίας και αλήτης. Το ξέφτισμα όμως αυτό της φύσεως του παραβάτη είχε σαν αποτέλεσμα και την καταστροφή της. Η ζωή δεν μπορούσε να υποφέρει το αγριεμένο και σαλεμένο πλάσμα. Ο θάνατος που καρα­δοκούσε τη δική του στιγμή, εισώρμησεν ακάθεκτος στην πλά­ση. Ο Θεός προειδοποίησε τον άνθρωπο· «την ημέρα που θα φάγετε απ’ αυτό, θα αποθάνετε». Και ο άνθρωπος δεν έμεινε κοντά στο Θεό και απέθανε. Έχασε τη δυνητική αθανασία του. Έκτοτε όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν. Οι καρποί τού γενάρχη α­κολουθούν πιστά τα ίχνη τής φθαρμένης ρίζας τους. Ο θάνα­τος σφηνώθηκε έτσι στη φύση σαν ένα επεισόδιο, σαν ένα σύμπτωμα, σαν μια ακολουθία τής αλόγιστης συμπεριφοράς τού πρώτου ανθρώπου. Έκτοτε σε κάθε αμαρτία είναι ριζωμένος ο θάνατος: «Τα γαρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος».

Με ποιά όμως συλλογιστική επέβαλε το θάνατο ο Θεός; Για να εκδικηθεί μήπως το πλάσμα του; Ασφαλώς όχι. Τέτοια κινή­ματα χαμηλά δεν υπάρχουν στη φύση τού Αγίου. Βέβαια η διακοπή τής ζωής ήταν μια δίκαιη τιμωρία για το επαναστατικό τόλμημα. Συνάμα όμως ήταν και μια άκρα παιδαγωγία για τον παραβάτη άνθρωπο. Πρώτον, γιατί η τραγική του κατάληξη στο θάνατο θα του θύμιζε το θλιβερό του κατάντημα, με τί πε­νιχρά στοιχεία αντάλλαξε την αρχέγονή του ευγένεια και έτσι να συντρίβεται, να παιδαγωγείται και να οδηγείται σε μετάνοια για το μέγεθος της απονοίας του. Κατόπιν ο θάνατος, ως κατά­λυση της ζωής, είναι πραγματική ευεργεσία για τον άνθρωπο. Η πρόταση μπορεί να φαίνεται παράδοξη· όμως είναι πέρα ως πέρα αληθινή. Με το θάνατο κόβεται η νομή τής αμαρτίας, αφανίζεται το προσάναμμα της φθοράς. Σε μια παράδοξη σχέση αμοιβαιότητος, η αμαρτία γεννά το θάνατο και ο θάνατος τρώγει την αμαρτία. Έτσι το κακό δεν παραμένει αθάνατο, δεν διαιωνίζεται, περατούται. Μέσα στον τάφο ο νεκρός δεν έχει τη δυνατότητα να αμαρτάνει. Δεν μπορεί να είναι παραβάτης και αποστάτης. Ησυχάζει στην ηρεμία τής σήψεώς του. Ακάθαρ­τες σκέψεις και λογισμοί, πονηρές επιθυμίες και πάθη, ασχήμιες και αθλιότητες, σκληρότητες και απανθρωπίες, όλα τα σκύβαλα της φθοράς που κουβαλάει μέσα του ο ζωντανός άνθρωπος, δεν μπορούν να τον αγγίζουν. Τα αισθητήριά του αδρανούν στη νεκρική τους κατήφεια. Τελεία και παύλα στην αμαρτία. Έτσι, ό,τι δεν μπορούν να κατορθώσουν οι ζώσες (την αποφυγή δηλ. της αμαρτίας) το καταφέρνουν οι νεκρές σάρκες, τα ο­στά τα γεγυμνωμένα. Δεν είναι αυτό μια κάποια ευεργεσία; Για φανταστείτε, να ήμασταν αμαρτωλοί, δυστυχισμένοι και άθλιοι και να διαιωνίζαμε την αθλιότητά μας! Να σέρναμε τη δυστυ­χία μας χωρίς σταμάτημα και τελειωμό! Ο Θεός, πιο σοφός από μας, γνωρίζει ποιο είναι το πραγματικό συμφέρον μας. Απαντά στη δική μας αθλιότητά με τη στοργή και την πατρική παιδαγωγία του. Αραγε συναισθανόμαστε το μέγεθος της δωρεάς;

Κατά τη χριστιανική πίστη ο θάνατος είναι χωρισμός ψυχής και σώματος. Ο άνθρωπος είναι ον σύνθετο. Αποτελείται από σώμα και ψυχή. Είναι διφυής και δισυπόστατος. Η ψυχή του είναι ουσία πνευματική, άυλη και αθάνατη. Είναι το θείο εμφύ­σημα, που έδωσε ζωή στο σώμα, η πνοή τού Θεού. Σ’ αυτή καθρεφτίζεται ο Θεός. Είναι η εικόνα τού Θεού, στην οποίαν ανακλώνται οι χαρακτήρες τού θείου αρχετύπου. Δια της εικόνος (συνεκδοχικώς τής ψυχής), που είναι ουσία θελητική και ελεύ­θερη, ο άνθρωπος φέρεται προς τον Θεό, έχει θεοδυναμία και υπέρτατο προορισμό, εξελικτική ανοδικότητα προς το αγαθό, στο τέρμα τής οποίας η εικόνα γίνεται «ομοίωση», η άνθρωπος «κατά χάριν» θεός. Η εικόνα τού Θεού είναι το ηγεμονικό εκείνο στοιχείο που εκφράζει κατ’ εξοχήν την ανθρωπινότητα του ανθρώπου και τον εξυψώνει πέρα και πάνω από κάθε άλλη ά­λογη και άψυχη ζωική ύπαρξη. Το σώμα αφ’ ετέρου είναι φθαρτό και υλικό (τη φθαρτότητά του την απέκτησε μετά την αμαρτία). Το έπλασε ο Θεός από το χώμα. Το μαστόρεψε με τα δικά του χέρια. Το έκανε ένα θαυμάσιο αρχιτεκτόνημα. Κατόπιν το έδεσε στενά με τη ψυχή, αφού φύσηξε μέσα του τη δική του πνοή. Στο σύνδεσμο αυτό η ψυχή είναι η ηγεμονίδα, η ζωο­γονούσα και κατευθύνουσα αρχή, ενώ το σώμα είναι το ενδιαίτημα της ψυχής. Με την αρμονική αυτή σύνδεση, ο άνθρωπος απλώνει τις ρίζες του βαθιά σ’ ολόκληρη την πλάση. Με το πνεύμα του αγκαλιάζει τον ουράνιο πνευματικό κόσμο (τους αγγέλους), ενώ το σώμα του τον συνάπτει με την υλική κτίση.

Έτσι: συνδέοντας μέσα του τους δύο διαφορετικούς κόσμους (πνευματικό και υλικό) είναι ο ίδιος ένας «μικρός κόσμος» («μικρόκοσμος»), μια επιτομή και περίληψη της δημιουργίας. Με την ομορφιά δε και το δυναμισμό του δίκαια χαρακτηρίζεται ως η κορωνίδα, το στεφάνι τής κτίσεως.

Ο θάνατος επιφέρει τη διάλυση τού δεσμού, την κατα­στροφή τής αρμονικής συζυγίας. Η ψυχή εγκαταλείπει το σώ­μα, αδειάζει το σπίτι της, μετακομίζει. Το σώμα εγκαταλείπεται νεκρό και άψυχο. Χάνει το σφριγηλό κάλλος του, σβήνει η φυ­σική του ομορφιά, παραμορφώνεται. Η συνέχεια είναι γνω­στή. Στο μνήμα διαλύεται και αποσυντίθεται. Λίγα οστά μαρ­τυρούν το αλλοτινό σπίτι τού θείου εμφυσήματος. Τί απογίνεται όμως η ψυχή; Ποιά είναι η τύχη της; Η ψυχή φυσικά, ως ουσία άυλη και πνευματική, δεν πεθαίνει. Έτσι την έπλασε ο Θεός, να είναι αθάνατη και άφθαρτη, εικόνα αληθινή δική του. Τί συμβαίνει λοιπόν; Επιχωριάζει στο λείψανό της η ψυχή τουλάχιστο για ένα χρονικό διάστημα; Αλητεύει στον αέρα; Μπαίνει σε άλλο σώμα; Περιπίπτει σε λήθαργο; Τελειοποιείται ηθικά, αναπτύσσοντας τα αγαθά σπέρματα που είχε στον επί­γειο βίο της; Διατηρεί τέλεια και ζωντανά τα φυσικά της αισθη­τήρια; Στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να δώσει απάντηση ο ανθρώπινος νους, απλούστατα γιατί ανάγονται σε σφαίρα ε­ντελώς ανέφικτη σε κάθε ζωντανό άνθρωπο. Η περί ψυχής δι­δασκαλία ανήκει στο πεδίο τής πίστεως, επομένως η πίστη είναι εκείνη που μπορεί να δώσει απάντηση στα σχετικά ερωτήματα. Κατά την ορθόδοξη εσχατολογία, η ψυχή μετά την απόθεση του υλικού σκήνους της παραλαμβάνεται υπό πνευμάτων αγαθών αν υπήρξε στη ζωή της αγαθή, κακών δε, αν υπήρξε κακή. Ο φύλακας άγγελος —που έχει κάθε άνθρωπος— την οδηγεί στο αγαθό, μάχεται το διάβολο που θέλει την καταστροφή της και την προστατεύει από κινδύνους και συμφορές. Είναι δε φυσικό να έχει πρωτοβουλίες και να επιστατεί κατά την κρίσιμη ώρα τού θανάτου. Στο σημείο αυτό εκφραστική είναι η προς τον άγγελο ευχή τής Εκκλησίας μας. Αφ’ ετέρου είναι γνω­στή και η αίτηση που απευθύνεται στον Κύριο σε κάθε λει­τουργία της: «Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα των ψυχών και των σωμάτων ημών παρά του Κυρίου αιτησώμεθα». Παράλληλα τα πονηρά πνεύματα που μισούν θανάσιμα τον άνθρωπο και προσπαθούν να τον απομακρύνουν από τον Θεό, καραδοκούν τη στιγμή του θανάτου για να επιπέσουν ακάθεκτα και να συλλάβουν τις ψυχές εκείνες που θεωρούν δικές τους, δηλαδή όσες στην επίγεια ζωή τους ακολούθησαν τις ει­σηγήσεις και την κακία τους. Η παρέμβαση αυτή των πνευμά­των είναι φυσικό να συμβαίνει. Κάθε ψυχή, ανάλογα με την πνευματική της ποιότητα, φέρει χαραγμένη επάνω της μια ειδι­κή σφραγίδα: το φωτεινό χρίσμα τού Θεού οι θεοφιλείς και ενά­ρετες, και το σκοτεινό στίγμα τού διαβόλου οι μοχθηρές και φαύλες. Ανάλογα δε με τη σφραγίδα αυτή γίνεται και η αντίστοιχη διεκδίκηση και παραλαβή τους από τα πνεύματα, τους αγγέλους δηλαδή και τους δαίμονες. Ως προς τους τελευ­ταίους αυτούς, είναι χαρακτηριστική η προς την Θεοτόκον ευχή τής ακολουθίας τού μικρού Αποδείπνου: «Και εν τω καιρώ τής εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτει­νάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα». Στο πλαίσιο αυτό διαφωτίζονται αντίστοιχα τόσον η ηρε­μία και γαλήνη, όσο και η φρικώδης αγωνία των ψυχών κατά την ώρα του επιθανάτιου ρόγχου τους.

Σε ποιό τόπο μεταφέρονται οι ψυχές παραλαμβανόμενες α­πό τα πνεύματα; Η απάντηση είναι δύσκολη. Βέβαια η ψυχή, ως ουσία άυλη, δεν περιορίζεται ασφυκτικά από τον υλικό χώ­ρο· δεν είναι όμως και πανταχού παρούσα. Η ιδιότητα αυτή ανήκει μονάχα στο Θεό, που είναι η απόλυτη αϋλότητα. Στην αρχαία θεολογία διατυπώθηκε η ιδέα, ότι η αϋλότητα των πνευμάτων είναι σχετική, σε σύγκριση με την απόλυτη αϋλότη­τα του Θεού, επομένως τα πνεύματα πρέπει να περιβάλλονται από κάποια λεπτή και αιθέρια ύλη. Ποιός όμως μπορεί να εί­ναι ο χώρος των ψυχών; Να είναι άραγε ο φυσικός έκτατος χώ­ρος που προσιδιάζει στα ένυλα όντα; Να βρίσκονται δηλαδή κά­που στον πλανήτη μας ή σε κάποιο άλλο σημείο τού φυσικού σύμπαντος; Ή, αφού εισήλθαν σε μια νέα οικονομία υπάρξεως, να κινούνται σε ένα άλλο ιδιότυπο «μυστηριακό» χώρο — όπως συμβαίνει και με τα άλλα πνεύματα— σε ένα «τόπο» πνευματικό, όπως θα λέγαμε το χώρο τής θείας βασιλείας ή του μεταρρυθμισμένου μετά την ανάσταση κόσμου; Ερωτήματα φοβερά δύσκολα και φυσικά αδιάγνωστα στη δική μας ένυλη οικονομία υπάρξεως.

Η Εκκλησία μας τον μετά θάνατο κλήρο και τον «τόπο» των ψυχών ονομάζει μέση κατάσταση. Η φράση χαρακτη­ρίζει τρόπο, είδος ζωής. Δεν αναφέρεται στο που, αλλά στο πώς των ψυχών. Ο άνθρωπος μετά θάνατον εξακολουθεί να ζει μόνο κατά το ένα του ήμισυ. Το άλλο, το σώμα, απόκειται νεκρό στο χώμα. Αυτό φυσικά δεν πρέπει να είναι ευχάριστο στη ψυχή, που από την πρώτη στιγμή φυτεμένη βαθιά στο σώ­μα της διαμοιράστηκε τη ζωή με αυτό, όλες τις περιπέτειες, θλιβερές και ευχάριστες, του βίου. Είναι δε φυσικό να ποθεί και πάλιν την ένωσή της με το σύντροφο και ομόζυγο. Ονομάζε­ται δε η κατάσταση αυτή μέση, διότι σημαίνει το ενδιάμεσο διάστημα, το οποίον μεσολαβεί μεταξύ τού θανάτου (του τέρ­ματος της ζωής) και της δευτέρας παρουσίας τού Χριστού.

Απόλυτα βέβαιο είναι ότι στη μέση κατάσταση οι ψυχές διασώζουν πλήρως την αυτοσυνειδησία τους. Έχουν πλήρη συναίσθηση της καταστάσεώς τους, θυμούνται περιστατικά, πρόσωπα και πράγματα της επίγειας ζωής, διατηρούν ζωντανές και ακέραιες τις πνευματικές λειτουργίες και δυνάμεις τους. Περί αυτού μας ομιλεί σαφώς ο Κύριος στην πολύ διδακτική παραβολή τού πλουσίου και του Λαζάρου. Μετά θάνατον ο πλούσιος ετιμωρείτο για τη ματαιότητα, την κακότητα και τη σκληράδα του. Ριγμένος στη φλόγα τής κολάσεως, διψούσε φοβερά. Ζητούσε λίγες σταγόνες νερού για να δροσίσει τη γλώσσα του στο πυρωμένο καμίνι που τον έζωνε. Θυμήθηκε το Λάζαρο, τον απόκληρο επαίτη που ήταν ριγμένος στον πυλώνα του, στον οποίον συμπεριφέρθηκε τόσο άπονα και απάνθρω­πα. Θυμόταν και τους αδελφούς του, για χάρη των οποίων παρακάλεσε τον Αβραάμ να στείλει το Λάζαρο στη γη να τους συμβουλεύσει να μη καταντήσουν κι αυτοί στο φοβερό τόπο τής βασάνου. Από την άλλη μεριά ο Λάζαρος, το φτωχό και πληγωμένο πλάσμα που με μαρτυρική υπομονή ζούσε αγόγγυστα τη φτώχια, την εγκατάλειψη και την αρρώστια του, ήταν αναπαυμένος στους κόλπους τού Αβραάμ, ντυμένος στο φως και την απέραντη χαρά κοντά στο στεφανοδότη του Κύριο. Και όλα αυτά φυσικά στη μέση κατάσταση των ψυχών στην οποίαν εισήλθαν και οι δύο μόλις απέθαναν.

Στη βάση αυτής της αυτοσυνειδησίας των ψυχών στηρίζεται και το δόγμα τής μερικής κρίσεως αυτών. Οι ψυχές μετά θάνα­τον συναποκομίζουν ζωντανές και ανεξάλειπτες όλες τις πρά­ξεις τους, τα οποιαδήποτε ενεργήματά τους, τις αρετές και τις κακίες τους. Επί τη βάσει δε αυτών θα κριθούν από τον Θεό σε μια πρώτη φάση ευθύς μετά το θάνατο. Το δόγμα αυτό της πίστεως είναι πολύ σημαντικό διά τον άνθρωπο. «Απόκειται τοις ανθρώποις αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις», λέγει η Γραφή. Ψευδαισθήσεις και στρουθοκαμηλικοί βαυκαλισμοί στο σημείο αυτό είναι πολύ επικίνδυνοι. Η κρίση αυτή είναι βέβαιη και αναπόφευκτη, έχουσα αφετηρία της το θάνατο. Μόλις κλείσει δηλαδή τα μάτια του ο άνθρωπος, τη στιγμή ακριβώς που θα χωρισθεί η ψυχή από το σώμα, θα κριθεί μερικώς από τον Θεόν ανάλογα με το πνευματικό περιεχόμενο του βίου της. Αποτέλεσμα της κρίσεως αυτής θα είναι διά μεν τους δικαίους η μερική απόλαυση της χαράς τής θείας βασιλείας, δια δε τους ασεβείς η μερική πρόγευση των δεινών τής κολάσεως. Η κρί­ση αυτή που είναι απόρροια της αγιότητος και της δικαιοσύνης τού Θεού στηρίζεται στην ηθική ελευθερία τού λογικού όντος, του οποίου η ζωή δεν είναι αυθαίρετη αλλ’ υπόλογη στον πλά­στη της, αποτελεί θεμελιακό δόγμα τής πίστεως. Περί κρίσεως γενικότερα ομιλεί το ιερό Σύμβολο της πίστεώς μας: «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς», σχετικά δε μίλησε και ο Κύριος. Λέγεται δε μερική η κρίση αυτή σε αντιπαραβολική σχέση προς την καθολική και τελειωτική κρίση που θα γίνει κατά τη δευτέρα παρουσία τού Χριστού, οπότε θα κριθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα και θ’ αποδοθεί το πλήρες μέ­τρο τής θείας δικαιοσύνης, έτσι δε θα οριοθετηθούν οριστικά και αμετάκλητα οι δυο αιώνιοι και αντίθετοι μεταξύ τους κό­σμοι, η βασιλεία των ουρανών και η αιώνια κόλαση.

Ο θάνατος, λοιπόν, δεν είναι οριακό σημείο μονάχα για τη ζώσα ύπαρξη, την οποίαν και καταστρέφει, αλλ’ είναι σημείο ο­ριακό ως αφετηρία μιας άλλης καινούργιας ζωής, άυλης και πνευματικής στην απεραντοσύνη τής αιωνιότητος. Τη μεγάλη αυτή αλήθεια συνήθως δεν τη φιλοσοφούμε, πνιγμένοι στο θό­ρυβο και τη σύγχυση της καθημερινής μας ζωής. Συνήθως μας φοβίζει και μας τρομάζει ο θάνατος· δε συνειδητοποιούμε όμως ότι εκείνο που πραγματικά μετράει στη μεγάλη αυτή υπόθεση δεν είναι απλώς το φέρετρο, ο τάφος και τα νεκρικά στέφανα, αλλ’ ο τρόπος και η ποιότητα ζωής στο καινούργιο σκαλοπάτι τής ζωής μας, στη μέση κατάσταση των ψυχών. Ότι ευθύς με­τά το θάνατο υπάρχει κρίση δίκαιη και αμείλικτη. Κρίση ανταποδοτική στο οποιοδήποτε περιεχόμενο της ζωής μας. Ότι με­τά το «δεύτε τελευταίον ασπασμόν» δεν τίθεται απλώς επίλογος στο επίγειο δράμα τής ζωής μας στο οποίο πρωταγωνιστές εί­μαστε εμείς με τις πρωτοβουλίες και τις ελευθερίες μας, με τους καημούς και τα βάσανά μας, με τις φωτεινές στιγμές και τις σκοτεινές ώρες μας, άνθρωποι συνάμα και απάνθρωποι, παλιάτ­σοι σ’ ένα θέατρο παράλογο με τους φαιδρούς και θλιβερούς ρόλους του, με τα πολλά και αλλόκοτα προσωπεία του. Αλλ’ είναι ταυτόχρονα και το άνοιγμα μιας καινούργιας αυλαίας, το στήσιμο ενός νέου θεάτρου που πρωταγωνιστές θα είμαστε και πάλι εμείς, με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά ο ρόλος μας θα εί­ναι καθαρά στατικός και παθητικός. Η λειτουργικότητα της ε­λευθερίας θα μας αφαιρεθεί οριστικά. Οι οποιεσδήποτε πρω­τοβουλίες ως δραστηριότητες που είχαμε στον κόσμο, θα στα­ματήσουν. Τα ενδεχόμενα επιλογής θα περικοπούν. Οι ψυχές θα τελούν κάτω από το κράτος μιας κλειστής αναγκαιότητος, κάτω από μια κρίση που θα τους επιβληθεί έξωθεν και παρά τη θέλησή τους. Την ανάγκη αυτής της κρίσεως κανείς —μα απολύτως κανείς— δεν θα μπορέσει ν’ αποφύγει. Οι ψυχές θα είναι δέσμιες, οι μεν δίκαιες κάτω από την επιτήρηση των αγαθών πνευμάτων με τη χαρά και την προσμονή τής τελειωτικής τους δικαιώσεως να τις φλογίζει, οι δε φαύλες κάτω από την φρικώδη θηριωδία τών δαιμόνων, με το φρικτό συνειδησιακό μαρτύριο και με το φόβο των επερχομένων ολοκληρωμένων δεινών να τις διακατέχει. Αλλο ενδεχόμενο δεν υπάρχει. Αυτό δε το οποιοδήποτε ενδεχόμενο το χαλκεύουμε εμείς με τις ελεύθερες επιλογές, τον τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά μας γενικά πάνω στη γη. Ιδού λοιπόν το βαθύτερο νόημα του θανάτου, το ο­ποίο δεν πρέπει επιπόλαια να παρερχόμαστε. Από το χέρι μας εξαρτάται η τύχη μας, θετική ή αρνητική, στην άλλη ζωή, είτε η χαρά κοντά στον Θεό είτε ο απελπισμός στα βασανιστήρια της κολάσεως. Οι λαμπροί και εξωραϊσμένοι τάφοι καθώς και οι θορυβώδεις εκδηλώσεις τού κόσμου, σε τίποτα δεν πρόκειται να μας ωφελήσουν. Αυτό που κυρίως μετράει είναι η ψυχή μας μετά την έξοδό της από το σώμα να βρει γαλήνη και ανάπαυση κοντά στο δημιουργό και πλάστη της.

Στη χριστιανική πίστη ο θάνατος έχει χάσει την ωμή σημα­σία του ως καταστροφή και αφανισμός τής υπάρξεως. Το γε­γονός αυτό συντελέστηκε στην πάλη που έδωσε ο Θεάνθρω­πος ενάντια στην αμαρτία επάνω στο σταυρό. Έτσι, όπως στο ξύλο τής Εδέμ η αρχαία Εύα με την παρακοή της έφερε το θά­νατο στον κόσμο, έτσι και ο Χριστός στο ξύλο τού σταυρού με την υπέρτατη υπακοή του συνέτριψε το κράτος τού θανάτου και άνοιξε διάπλατα την πύλη που οδηγεί στον ουρανό και την αιώνια ζωή. «Θανάτω θάνατον πατήσας», ψάλλει με ρίγη πανη­γυρικής χαράς η Εκκλησία μας. Ναι, στο θάνατο του Ιησού Χριστού θανατώθηκε ο θάνατος. Γιατί ο θάνατος αυτός δεν ή­ταν ο θάνατος ενός κοινού ανθρώπου, αλλά του ίδιου του Θε­ού που τον γεύτηκε, από άκρα συγκατάβαση, στην προσληφθείσα σάρκα του. Ο Χριστός, ο σαρκωθείς Λόγος τού Θεού, έπαθε και απέθανε «σαρκί» (= στη σάρκα του), διότι η θεία φύ­ση του ήταν άγευστη θανάτου, ως απαθής και αδιάφθορη. Η φύση τού Χριστού που πέθανε ήταν η καθαρή και άσπιλη σάρ­κα του, η οποία βρισκόταν έξω από κάθε αμαρτία κληρονομική και επίκτητη. Ως αγία η σάρκα εκείνη κανένα χρέος δεν είχε προς το απόκριμα της αμαρτίας, το θάνατο. Ο θάνατος του Κυρίου ήταν ελεύθερος και θεληματικός. Δεν ήταν η αναγ­καία απότιση του χρέους τής ξεπεσμένης φύσεως. Δεν ήταν υ­ποχρεωμένος να αποθάνει ο Θεάνθρωπος. Ο θάνατός του ή­ταν η έκφραση της άπειρης αγάπης του «υπέρ της του κόσμου ζωής». Απέθανε για να ζήσουμε εμείς. Στο σταυρό ο θάνατος (εδώ προσωποποιείται ο διάβολος), κτύπησε τον αναμάρτητο. Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος του. Αντίπαλος της ζωής, κτύπη­σε και «την των απάντων ζωήν». Κτύπησε τον ίδιο τον Θεό, που ήταν κρυμμένος κάτω από τη ζωοποιό σάρκα του. Μπήκε αναιδώς σε ξένη και άσχετη προς αυτόν περιοχή. Το τόλμημα αυτό, η αυθαίρετη υπέρβαση αρμοδιότητος, επέφερε τη δίκαιη συν­τριβή και την εκπόρθησή του. Το νίκος τού θανάτου σκυλεύτηκε από το νικητή τής ζωής, ο οποίος με τη θεανδρική του δύ­ναμη, αφού έδεσε τον εχθρό, διήρπασε την οικία και τα σκεύη του. Ο σταυρός τού Χριστού ήταν η πανηγυρική κατάλυση του θανάτου που περνά μέσα από το μαρτύριο και τη θυσία, το άνοιγμα προς τη συμφιλίωση με το Θεό, την υιοθεσία και τη ζωή. Αυτό ήταν το μεγάλο μήνυμά του!

Περαιτέρω η κατάλυση του θανάτου ως φθοράς τής φύσεως πετυχαίνεται σε δεύτερη φάση στη ζωηφόρο ανάσταση του Χριστού. Στην ορθόδοξη παράδοση σταυρός και ανάσταση αποτελούν ενότητα αδιαχώριστη και αδιάσπαστη. Χρονικά βέ­βαια ο σταυρός προηγείται της αναστάσεως. Σημασιολογικά ό­μως αποτελούν σύζευξη στην οποία το ένα εμπεριχωρεί το άλ­λο, ως δύο σκέλη μιας και της αυτής ενότητος. Ο σταυρός προηγείται της αναστάσεως, η ανάσταση σφραγίζει το σταυρό. Το Πάσχα, ως διάσωσή μας από τη δουλεία τής αμαρτίας, είναι πάσχα σταυρώσιμο συνάμα και αναστάσιμο (σταυρο-αναστάσιμο). Σταυρός και τάφος είναι τα δύο μεγάλα φωτεινά σύμβο­λα, οι δύο περίλαμπροι δείκτες τής σωτηρίας τού ανθρώπου. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το ένα από το άλλο. Είναι αλ­ληλένδετα και αναπόσπαστα. Η ανάσταση αρχίζει κατ’ ουσίαν από την κάθοδο του Χριστού στον Αδη. Ως άδη δε, νο­ούμε σχηματικά το χωρίο τού θανάτου. Εκεί, ο Χριστός, ασκώντας συνδεδυασμένα το προφητικό και το βασιλικό του αξίωμα, κατέβηκε με τη θεόληπτη ψυχή του, και, αφού κήρυξε λύτρωση στα πεπεδημένα πνεύματα, συνέτριψε «πύλας χαλ­κάς» και «μοχλούς προαιώνιους» (του άδη), επάτησε το θάνα­το και ανέστη εκ των νεκρών τροπαιούχος και ένδοξος, αναλαβών και πάλιν το αποκείμενο στον τάφο σώμα του, ανακαινισμένο και άφθαρτο.

Με την ανάσταση του Χριστού καταργείται ο θάνατος όχι απλώς σαν καταλύτης της ζωής, αλλά με την έννοιαν ότι η φθο­ρά, που είναι το ειδικό τίμημα της αμαρτίας, αφανίζεται. Το σώμα τού Χριστού, αν και πραγματικά νεκρό μέσα στο μνήμα, όμως, επειδή ήταν σώμα θεοφόρητο, δηλαδή αναπόσπαστα ε­νωμένο με τη θεότητα, ήταν αδιάφθορο, δεν μπορούσε δηλαδή να υποβληθεί στον καθολικό νόμο τής φθοράς και της σήψεως. Έτσι δε, την τρίτη ημέρα από της ταφής του και όταν ο Θεάν­θρωπος, σκυλεύσας τον άδη, ανέστη εκπορθητής τού θανάτου, ενώθηκε και πάλι με τη θεοδύναμη ψυχή του πνευματοποιημένο και ένδοξο, για να αποκατασταθεί και πάλιν στην ολοκληρία της η ανθρωπότητα του Σωτήρος, η προσωρινώς διασπασθείσα διά του θανάτου. Με την ανάσταση του Χριστού τα πάντα εί­ναι φως και διαφάνεια, αφθαρσία και αθανασία. Δεν υπάρχουν πια σκιερές ρωγμές στην κτίση, σκοτεινά καταχθόνια. Όλα εί­ναι ντυμένα στο τριαδικό φως, στην άδυτη φωτοχυσία τής θείας ενέργειας, στην ανέσπερη μαρμαρυγή τής άφθαρτης θείας φλόγας. Αρκεί μονάχα από το ελεύθερο λογικό πλάσμα να υπάρξει η κατάλληλη προσωπική συνθήκη για τη λειτουργία του άφθαρτου θείου δώρου: η κάθαρση εκ της αμαρτίας και η εν αρεταίς ανάβαση προς το μακάριο φως της αναστάσιμης δό­ξας. Διότι, δυστυχώς, «ου πάντων η θεοποιός ανάβασις». Πολ­λοί προτιμούν θεληματικά την παραμονή τους στήν παγερότητα του πνευματικού θανάτου, στις σκοτεινές ρωγμές τής πα­λαιάς πλάσεως, δέσμιοι της σκοτεινότητος της αμαρτίας και δού­λοι τής φθοράς. Η ανάσταση γι’ αυτούς δεν θα λειτουργήσει λυτρωτικά, αλλά μόνο καταδικαστικά και κατακριτικά: ο αιώ­νιος πνευματικός θάνατος μακριά από την πηγή τής ζωής, τον Θεό!

Η ορθόδοξή μας λειτουργική παράδοση εκφράζει κατά τρό­πο υπέροχο τον άμεσο συσχετισμό και τη σύνδεση σταυρικού πάθους και αναστάσεως στο λυτρωτικό έργο τού Χριστού, στο ωραίο ανάγνωσμα του όρθρου ευθύς μετά το εωθινό Ευαγγέλιο. Στο ανάγνωσμα αυτό εκφράζονται με λιτή ιεροπρέπεια η μυστική θέαση της αναστάσεως που φλογίζει την ορθόδοξη ψυχή, η χαρά για το συγκλονιστικό τής πίστεως γεγονός που περνά απαραίτητα από το σταυρό και η δοξολογική προσκύνη­ση του Χριστού, της χαράς όλου του κόσμου, ο οποίος είναι ο μόνος αναμάρτητος Θεός και Κύριος:

«Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον, Κύριον Ιησούν τον μόνον αναμάρτητον. Τον σταυρόν σου Χριστέ ττροσκυνούμεν και την αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν. Συ γαρ ει Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, το όνομά σου ονομάζομεν. Δεύτε πάντες οι πιστοί προσκυνήσωμεν την του Χριστού αγίαν ανάστασιν. Ιδού γαρ ήλθε διά του σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τον Κύριον, υμνούμεν την ανάστασιν αυτού. Σταυρόν γαρ υπομείνας δι’ ημάς θανάτω θάνατον ώλεσεν».

Μετά τα όσα ανωτέρω είπαμε, ο θάνατος λαμβάνει, στην περιοχή τής πίστεως, νέο περιεχόμενο και νέους προσανατολι­σμούς. Χωρίς βέβαια να χάσει τη φυσική του τραγικότητα ως φαινόμενο άδοξο και θλιβερό που πλήττει κάθε ανθρώπινη σάρκα και προκαλεί οδύνη και δάκρυα (αφού και ο Κύριος εδάκρυσε για το θάνατο του φίλου του Λαζάρου), όμως από το βάθος τής χριστιανικής πίστεως αναδύεται μετασχηματισμένος σε κάτι ολότελα καινούργιο, αναδομημένος στο μυστήριο της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας και εξυπηρετικός της ηθικής τελειώσεως και σωτηρίας τού ανθρώπου. Ο θάνατος δεν θεωρείται πια ως η ανεπανόρθωτη καταστροφή τής υπάρξεως. Το σώμα στον τάφο δεν είναι καταδικασμένο σε αιώνιο αφανισμό. Η διάλυσή του είναι προσωρινή. Τα οστά και οι σάρκες, που διαλύθηκαν ή εξαφανίστηκαν με οποιοδήποτε τρόπο, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος θα ζωοποιηθούν και πάλιν και θα ανασυνδεθούν για να γίνει εκ νέου το φθαρέν ζώον σε νέα πνευματική και άφθαρτη γένεση. Αυτό είναι το μεγάλο μήνυμα της αναστάσεως. Σε μια τέτοια προοπτική ο θάνατος έχει επει­σοδιακό χαρακτήρα. Δεν είναι κάτι μόνιμο και σταθερό, αλλά προσωρινό, μια φάση τής ζωής. Μια αλλαγή σκηνικού στην πορεία τής υπάρξεως. Οι νεκροί στα μνήματα δεν αφανίζονται, κοιμούνται. Γι’ αυτό και τα χριστιανικά νεκροταφεία καλούνται κοιμητήρια. Και όπως όποιος κοιμάται τη νύκτα ξυπνά το πρωί στη δροσιά τής καινούργιας ημέρας τής ντυμένης στη χαρά και το φώς, έτσι και οι νεκροί που κοιμούνται στους τάφους τη βα­θιά νύκτα τού θανάτου, θα ξυπνήσουν το πρωί της αναστάσεως, ντυμένοι στο φως της καινούργιας αδιάδοχης ημέρας τού Θεού. Το μήνυμα αυτό είναι πραγματικά χαρμόσυνο κι ελπιδοφόρο. Οι τάφοι είναι σημεία, σύμβολα. Πίσω τους υποφώσκει η αληθινή ζωή. Με το θάνατο ραγίζει βέβαια η καρδία τού ανθρώπου, και αυτού ακόμη του πιστού, όμως ο σκοτεινός απελπισμός δεν κυριεύει τη ψυχή του, δεν θολώνει το μυαλό και τη διάνοιά του. Πιστεύει και ελπίζει. Βλέπει το θάνατο στην πραγματική του διάσταση. Βγάζει τα συμπεράσματά του και ε­τοιμάζεται για το αιώνιο ταξίδι του γεμάτος γαλήνη και ελπί­δα. Διδάσκεται για τη ματαιότητα της ζωής και την αστάθεια των ανθρωπίνων πραγμάτων, προσπαθεί ν’ αποκολλήσει τον ε­αυτό του από τα ποικίλα είδωλα της αμαρτίας και, στολισμένος με την πίστη και το νόμο τού Θεού, βαδίζει το δρόμο του ατάραχος προς το μεγάλο αίνιγμα που χλευάζει τη ζωή, διαβλέπων πέρα της παγερότητός του την άυλη φωτεινότητα της αναστάσεως, το γλυκύ όραμα της πίστεως με το οποίο εκοιμήθησαν μυριάδες πιστοί, περιμένοντας τη δική τους ανάσταση ζωής, την είσοδό τους στους κόλπους τής απεραντοσύνης τού Θεού!

(Πηγή: «ΑΜΩΜΟΙ ΕΝ ΟΔΩ ΑΛΛΗΛΟΥΪΑ», Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος)

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]